Eugenia Rose Posted August 25, 2011 Share Posted August 25, 2011 Όνομα Συγγραφέα: Εugenia Rose Είδος: Φάνταζυ Βία; Ναι Σεξ; Οχι (γιατι θα γινόταν νουβέλα... ) Αριθμός Λέξεων: 6.063 (άουτς) Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Ελπίζω να αξιοποίησα καλά την εισαγωγή του Ντίνου. Μαύρο Ρόδο Άφησαν το φαράγγι πίσω τους και βγήκαν στην μεγάλη έρημο. Μπροστά περπατούσε η ψηλή, μαύρη τροφός με την γαλάζια κελεμπία και το πορφυρό σαρίκι. Τρία βήματα πίσω ακολουθούσε το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα, προφυλαγμένο στα γκρίζα του υφάσματα. Τις νύχτες έπιναν το ξινό τσάι που ετοίμαζε η γυναίκα, και στην διάρκεια της ημέρας δεν ένιωθαν καθόλου τη ζέστη. Άγριο, σκληρό γρασίδι άρχισε να ξεπηδάει μέσα από την κατάλευκη, αλατισμένη άμμο. Ανέβηκαν στον πρώτο λόφο και ατένισαν τη θέα. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Δύο στρατοί, μια θάλασσα από σκηνές, αντίπαλα, τρομερά λάβαρα. Η μαύρη γυναίκα γονάτισε δίπλα στο κορίτσι. «Πες μου αυτά που ξέρεις» είπε προστακτικά. Τα λόγια τάραξαν τη μνήμη της κοπέλας. Είδε ξανά τις ζωγραφιές πάνω στην πέτρα. «Δύο πρίγκιπες, δύο αδέλφια, σε πικρή μάχη για τον θρόνο. Ο σημαδεμένος ποθεί τους θησαυρούς του στέμματος. Ο σακάτης αποζητά δύναμη και εξουσία». Η γυναίκα έβγαλε ένα αστραφτερό εγχειρίδιο με λαβή από ελεφαντόδοντο. Το τύλιξε με ένα κόκκινο μαντίλι και το έδωσε στο κορίτσι. «Αυτή είναι η οργή σου». Μετά έβγαλε μια μικρή, ξύλινη κασετίνα και σκύβοντας πάλι προς το κορίτσι την έσπρωξε μέσα στις πτυχές του γκρίζου υφάσματος. «Κι αυτή είναι η ελπίδα σου». Το κορίτσι κοίταξε προς τις σκηνές. Υπήρχαν εκεί κάτω άντρες με σκληρές πανοπλίες και σκληρότερες ακόμα καρδιές. Την τρόμαζαν. Γύρισε το λυπημένο της βλέμμα πίσω στη γυναίκα. «Από εδώ συνεχίζεις μόνη σου» είπε η τροφός, «Διάλεξε σοφά». Το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα πια, άφησε τις πατούσες της να γλιστρήσουν στη μαλακή άμμο και κατευθύνθηκε αβέβαιη προς το πεδίο της μάχης.Σύρθηκε αθόρυβα στους αμμόλοφους φτάνοντας στο σημείο που ξεκινούσε το στρατόπεδο του πρίγκιπα Ινμπανού. Εκεί, κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο ξασπρισμένο από τον ήλιο. Δύο φρουροί στέκονταν στην είσοδο κοιτώντας τον ορίζοντα, σαν τσακάλια έτοιμα να επιτεθούν με την παραμικρή υποψία εχθρικής παρουσίας. Ανάμεσά τους ανέμιζε το επιβλητικό κυανό λάβαρο. Στο κέντρο του το μαύρο ρόδο, σύμβολο κίβδηλης εξουσίας . Η αρματωσιά τους βαριά. Η κυανή κουφίγια, το μόνο ελαφρύ ένδυμα επάνω τους, μισόκρυβε τα αγριεμένα τους χαρακτηριστικά. Ήξερε πως έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική, ώστε να μην τελειώσει άδοξα η αποστολή και η ζωή της. Ξεπρόβαλε τρέμοντας πίσω από τον βράχο. Απότομα τα κεφάλια των φρουρών γύρισαν προς το μέρος της και με τα χέρια τους να αγγίζουν τις λαβές των σπαθιών τους, ούρλιαξαν σε μια ξένη αλλά ταυτόχρονα γνώριμη γλώσσα. «Όποιος και αν είσαι εμφανίσου, αλλιώς ετοιμάσου να πεθάνεις». Στην αρχή πλησίασε με αργά βήματα, ώστε να δουν ότι είναι γυναίκα. Κατόπιν, με μια γρήγορη κίνηση έπεσε στα πόδια τους δηλώνοντας απόλυτη υποταγή. «Σήκω πάνω γυναίκα. Τι ζητάς;» ρώτησε ο πρώτος. «Συγχώρα με αφέντη, καταλαβαίνεις πως είμαι Νούβια. Με έστειλαν να υπηρετήσω τον πρίγκιπα». Σκύβοντας το κεφάλι με προσποιητή ντροπή συμπλήρωσε, «Είμαι ανέγγιχτη ακόμα». Ο άντρας χαμογέλασε και στην συνέχεια σοβάρεψε πάλι. «Θέλω αποδείξεις για την καταγωγή σου». Η κοπέλα μένοντας σιωπηλή σήκωσε το χέρι της και τράβηξε απαλά το μέρος του υφάσματος, που σκέπαζε το στήθος της. Περιμετρικά της σταρένιας άλω απλώνονταν τα αρχαία ιερογλυφικά των Νούβιων γυναικών, μόνιμα χαραγμένα με μαύρο μελάνι. Λέγεται πως μετέφεραν μαγική προστασία στο βρέφος που θήλαζε από αυτά τα στήθη. Οι ίδιες κατείχαν τις σκοτεινές τέχνες, που τους δίδασκε η εκπαίδευση. Αυτές τις έκαναν πολύτιμες τροφούς αλλά και ερωμένες ευγενών. «Γιατί είσαι μόνη; Σε περιμέναμε αύριο. Που είναι το καραβάνι σου;» τη ρώτησε καχύποπτα. «Ο Άλικος στρατός επιτέθηκε στο καραβάνι που με μετέφερε για τον πρίγκιπα. Ο Χουσέτ, ο έμπορος με φυγάδεψε πληρώνοντάς το με την ζωή του». «Καταραμένοι αιρετικοί» μουρμούρισε ψιθυριστά, «πως ονομάζεσαι;» «Ρισαμάλε» απάντησε. Την άφησαν να προχωρήσει μπροστά, αν και δεν ήξερε που πήγαινε. Ήθελαν να την παρακολουθούν. Ο φρουρός σήκωσε το χέρι του και της έδειξε την σκηνή στο κέντρο του στρατοπέδου. Ήταν η μεγαλύτερη και τα άλογα που στέκονταν απ’ έξω φαίνονταν εξαιρετικής ράτσας. Πλησίαζε πανσέληνος και ήδη το φως ήταν αρκετό. Σε μία άκρη της σκηνής, ένα άνοιγμα της επέτρεψε να δει τι γινόταν μέσα. Δύο άντρες συζητούσαν δυνατά. Ο ένας όρθιος, ντυμένος με μεταξωτά υφάσματα, έδειχνε με την στάση του να περιφρονεί τον άλλον. Το μισό του πρόσωπο καλυπτόταν από βαθιές κόκκινες ουλές. Κοντά στο δεξί του μάτι, οι ουλές σχημάτιζαν ένα κρατήρα από νεκρό δέρμα. Μια μάσκα από καθαρό χρυσάφι προσπαθούσε να καλύψει ανεπιτυχώς την παραμόρφωση. Ο άλλος σκυφτός μπροστά του. Από την εμφάνισή του φαινόταν να έχει υψηλό αξίωμα. Η ένταση ήταν φανερή ανάμεσα τους. «Αύριο είναι η ευκαιρία που περιμέναμε. Το βράδυ το φεγγάρι θα γεμίσει. Το φως του θα είναι αρκετό για να μας δείξει το δρόμο» είπε ο πρίγκιπας κάνοντας κύκλους γύρω από τον αξιωματικό του. «Άρχοντά μου μια νυχτερινή επιδρομή, χωρίς πυρσούς δεν είναι συνετή επιλογή» ψέλλισε «καλύτερα να περιμένουμε τη μέρα και να...» Ο άνδρας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του, πριν το τρομακτικό πρόσωπο του Ινμπανού βρεθεί κολλημένο στο δικό του. «Σε ποιόν πιστεύεις Ράντις; Ποίος είναι το μαύρο ρόδο; » έφτυσε τις λέξεις στο πρόσωπο του ασάλευτου αξιωματικού. «Εσύ πρίγκιπά μου, θα ‘δινα και την ζωή μου για σένα. Όλοι μας». «Ωραία. Τότε θα ακολουθήσεις τις διαταγές μου. Ο πόλεμος κράτησε αρκετά. Ήρθε η ώρα κάποιος από τους δυο μας να γίνει επιτέλους βασιλιάς». «Εσύ είσαι ο βασιλιάς και άρχοντάς μας» ψιθύρισε υποκλινόμενος βαθιά. «Πρέπει να γίνω επίσημα Ράντις, αλλιώς το βασίλειο και τα πλούτη μας θα πέσουν στα χέρια του». Ο άντρας είχε φτάσει στην έξοδο της σκηνής, όταν η φωνή του Ινμπανού τον σταμάτησε. «Θέλω αύριο, ό,τι και να γίνει, να μην σταματήσετε. Ακόμα και αν πέσω θέλω να ξέρω πως ούτε ο αδερφός μου θα βγει ζωντανός. Αυτός ο πόλεμος είναι ιερός». Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η Ρισαμάλε, ένιωσε να αηδιάζει. Αποφάσισε ότι αυτός ο άνδρας δεν άξιζε δράμι από τον οίκτο της. «Πρέπει να αποφασίσεις πριν γεμίσει το φεγγάρι» την είχε ορμηνέψει η τροφός. Η αγωνία και ο θυμός έβραζαν μέσα της δημιουργώντας ένα περίεργο μείγμα. Ο Ινμπανού δεν ήθελε απλά να γίνει βασιλιάς. Για τα πλούτη ήθελε να σφάξει όλη του την οικογένεια. Ξαφνικά μια σκέψη την έριξε σε απελπισία. Αυτός που έψαχνε τι θα είχε απογίνει στα χέρια του Ινμπανού; Οι ελπίδες της λιγόστευαν όσο το σκεφτόταν. «Ελπίδα» σκέφτηκε. Πήρε το εγχειρίδιο και την κασετίνα που έκρυβε στα ρούχα της και τα κράτησε σφιχτά. Θυμήθηκε την τροφό, την μάνα όπως την αποκαλούσε. Αυτόν τον θυμόταν ελάχιστα, σαν ένα όνειρο που την βοηθούσε να συνεχίσει. Το μακρινό παρελθόν της ήταν όλο ένα όνειρο και ζωγραφιές στην πέτρα. Αυτές που έφτιαχνε η Αγκιέφε για να μην την αφήσει να ξεχάσει. Οι ζωγραφιές την συντρόφευαν σαν παραμύθι κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι και κοιτούσε τον ανατολικό τοίχο του πέτρινου σπιτιού. Η Ρισαμάλε σχημάτιζε το βασίλειο στο μυαλό της με εικόνες που είχε κρατήσει όταν έφυγαν Όσα πράγματα έλειπαν από την εικόνα, της τα συμπλήρωνε αυτή, η μάνα. Την πραγματική της μάνα δεν την θυμόταν σχεδόν καθόλου. Ανυπομονούσε για την στιγμή που θα γύριζε και θα ήταν όλα όπως στα όνειρά της. Όπως στις ζωγραφιές που είχε φτιάξει μόνη της στο δυτικό τοίχο. Το μέλλον, μια οικογένεια, επιτέλους μια οικογένεια. «Άπιστη σκύλα, νομίζεις δεν σε κατάλαβα;» Την άρπαξε από τα μαλλιά πριν ακόμα προλάβει να φωνάξει. Έπεσε στο έδαφος, τα πράγματα ξέφυγαν από τα χέρια της. Όλα εκτός από το εγχειρίδιο. Ο Ινμπανού στεκόταν από πάνω της, με έναν τρελό και αδικαιολόγητο θυμό. «Ει... είμαι η Ρισαμάλε» τραύλισε. Ασυναίσθητα σήκωσε το στιλέτο ψηλά προσπαθώντας να προστατευθεί. Αυτό κατάφερε να τον εξοργίσει περισσότερο. «Ο αδελφός μου είναι τρελός που έστειλε εσένα να με δολοφονήσεις, μια γυναίκα». Έσκυψε στο πρόσωπό της και την άρπαξε από τα μαλλιά. Οι συσπάσεις της έδειχναν μόνο ένα πράγμα· φοβόταν, πολύ. «Δεν θα φύγεις από δω ζωντανή για να του πεις όσα άκουσες». Το χέρι του έσφιγγε το λαιμό της. Το δικό της έσφιγγε το μαχαίρι. Αν και το σώμα της είχε μουδιάσει από τον φόβο, σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα. Να πεθάνεις! Θέλω να πεθάνεις! Καθώς η επιθυμία της μεγάλωνε, το μαχαίρι έγινε προέκταση του εαυτού της. Ο χρόνος σταμάτησε. Η Ρισαμάλε ήταν σίγουρη για το τέλος της. Έκλεισε τα μάτια και δεν τα ξανάνοιξε παρά μόνο όταν άκουσε την κραυγή. Το στήθος του ανθρώπου που κρατούσε την ζωή της στα χέρια του, διαπερνούσε ένα μεγάλο χαντζάρι. Το παραμορφωμένο από τον πόνο πρόσωπο του Ινμπανού πέρασε μπροστά της και το σώμα έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Ο άντρας που ξεπρόβαλε πίσω του από το πουθενά, δεν φορούσε πανοπλία αλλά ήταν κρυμμένος κάτω από μια βρώμικη κελεμπία. Βρώμικα υφάσματα, που το χρώμα τους δεν ξεχώριζε πια και κάλυπταν το κεφάλι του. Μόνο μια σχισμή στην θέση των ματιών υπήρχε, αλλά η Ρισαμάλε δεν ήταν σίγουρη ότι υπήρχαν μάτια. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. Ο άντρας γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε. Για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινε, η κοπέλα ένιωσε πως έπρεπε να τον ακολουθήσει. Σηκώθηκε βιαστικά από το έδαφος και έτρεξε να τον προλάβει. Η νύχτα δεν είχε τελειώσει και είχε ήδη πάρει την πρώτη της απόφαση. Όμως ένιωθε πως ακόμα δεν είχε καταφέρει τίποτα. Το στρατόπεδο της φάνταζε πλέον άδειο. Αυτός δεν ήταν εκεί και ο νεκρός δεν μπορούσε να της πει που βρισκόταν. Έπρεπε να φύγει. Λαχανιάζοντας προσπάθησε να ακολουθήσει το αέρινο βήμα του άντρα που φαινόταν να θέλει το ίδιο με εκείνη. Φτάνοντας στους φρουρούς της εισόδου είδε με έκπληξή της πως είχαν ήδη γνωρίσει τον μυστηριώδη φίλο της. «Ποιος είσαι;» επέμεινε. «Ξέρεις που είναι εκείνος; Σε παρακαλώ πες μου». Παρέμεινε σιωπηλός, καθώς το αεράκι της ερήμου δυνάμωνε ανάμεσα στα κορμιά τους. Συνέχισε να προχωρά, σχεδόν να ίπταται, προς το στρατόπεδο που δεν είχε ακόμα επισκεφθεί. Η Ρισαμάλε, αφού ζύγισε λίγο την κατάστασή, αποφάσισε να ακολουθήσει, αν και αυτός βρισκόταν ήδη αρκετά μακριά της. Είχε πάρει μαζί της τα αντικείμενα της μάνας. Το μυαλό της γύριζε πίσω στην σκηνή. Ο άντρας είχε σταλθεί από αυτήν για να την βοηθήσει. Αλλά πως είχε καταλάβει ότι τον χρειαζόταν; Έσφιξε το εγχειρίδιο και τότε ένα δέος την πλημμύρισε. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες γι’ αυτά. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει ένα, παρότι ζούσε στην Αουκάρ, όπου η μαγεία ήταν παντού. «Τζίνι!» φώναξε και ανατρίχιασε από τη σκέψη. «Μην ανοίξεις την κασετίνα μέχρι όλα να έχουν τελειώσει» της είχε πει η τροφός, «αυτή θα είναι η ελπίδα που θα σε βγάλει μέχρι το τέλος». «Και το μαχαίρι;» Τότε δεν καταλάβαινε γιατί αυτό το μαχαίρι ήταν τόσο σημαντικό. Το μόνο που ήξερε καλά ήταν, ότι έπρεπε να απονέμει δικαιοσύνη. Για εκείνη και για εκείνον. Τους δύο ανθρώπους που αγαπούσε πιο πολύ. Ένιωθε το κακό που υπήρχε σε αυτόν τον τόπο. Ήξερε πως να το αναγνωρίζει. Η έρημος είναι τόσο άδειο μέρος που γεμίζει αμέσως με τα συναισθήματα των ανθρώπων που τη διασχίζουν. Όμως τώρα ήξερε. Το εγχειρίδιο που της είχε δώσει η μάνα έκρυβε ένα τζίνι. Της οργής και του πολέμου. Φυσικά. Που αλλού θα κρυβόταν ένα τέτοιο τζίνι αν όχι σε ένα στιλέτο; Κάποιος είχε κλείσει την ψυχή αυτού του ανθρώπου στο μαχαίρι για να πραγματοποιεί επιθυμίες. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση στην σκέψη ότι μπορεί να είχε έναν τόσο ισχυρό σύμμαχο, αλλά και λύπη για την αιχμάλωτη ψυχή. Περπάτησε προς το στρατόπεδο με νέο θάρρος. Το άλικο λάβαρο που αχνοφαινόταν φιλοξενούσε το κλεμμένο σύμβολο. Τελικά μπορεί και να τα κατάφερνε. * Εκείνη την ημέρα στο Βασίλειο της Δαχομέης οι σάλπιγγες ηχούσαν χαρμόσυνα. Αν και τα κορίτσια δεν θεωρούνταν ιδιαίτερος θησαυρός σε αυτά τα μέρη, η γέννηση μιας πριγκίπισσας σίγουρα διέφερε. Εξάλλου η βασίλισσα είχε ήδη χαρίσει στον σύζυγο της τρεις γιους, ώστε να μην χρειάζεται να καταφύγει σε κάποια από τις άλλες συζύγους του για διάδοχο. Με τον ερχομό της πριγκίπισσας πήραν και οι δυο τους αυτό που ήθελαν. Ο βασιλιάς μια ικανότατη ερωμένη και η βασίλισσα την καλύτερη τροφό για την κόρη της. Η νεαρή Αγκιέφε είχε φτάσει ένα μήνα πριν στο βασίλειο από την Αουκάρ ντυμένη σε γκρίζο μετάξι, τη χαρακτηριστική ενδυμασία των Νούβιων παρθένων. Ήταν παρούσα στην γέννηση της πριγκίπισσας, γεγονός που την βοήθησε να δεθεί ιδιαίτερα με το παιδί. Άλλος ένας λόγος ήταν πως ήξερε ότι η ίδια δεν θα γινόταν ποτέ μάνα. Την διάρκεια της μέρας ασχολιόταν με την μικρή. Την έτρεφε με γάλα από το ευλογημένο στήθος της -πράγμα μαγικό και μόνο η ύπαρξή του- έπαιζε μαζί της, τραγουδούσε νανουρίσματα του τόπου της. Τα βράδια, αφού η πριγκίπισσα είχε κοιμηθεί, άλλαζε ο ρόλος της. Ενωνόταν με το χαρέμι του βασιλιά και έβαζε σε εφαρμογή όσα της είχε μάθει η εκπαίδευση. Ένα πρωί οι φωνές και τα γέλια ξύπνησαν την Αγκιέφε. Οι γιοι του Βασιλιά επέστρεψαν από την έρημο. Έλειπαν αρκετούς μήνες. Αν και πολύ νέοι ακόμα, έπρεπε να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν πολέμους με αντίπαλα βασίλεια, εχθρικές φυλές και ληστρικές επιθέσεις από συμμορίες της ερήμου. Έπρεπε να ζήσουν σαν εξαθλιωμένοι στρατιώτες για να μεταμορφωθούν σε σκληρούς στρατηγούς. Η υποδοχή τους στο παλάτι συνοδευόταν από μεγάλη αναταραχή. Όλοι τους περίμεναν. Από τους αγχωμένους υπηρέτες μέχρι τις χανούμισσες που παρατηρούσαν -αόρατες σχεδόν- από τα σκαλιστά παράθυρα. Ήθελαν να δουν πόσο κοντά είχαν φτάσει οι νεαροί πρίγκιπες στο να γίνουν σωστοί άντρες. Και αυτοί δεν τους απογοήτευσαν. Μπήκαν στο παλάτι έφιπποι. Πρώτος πέρασε την χρυσή αψίδα ο ανυπόμονος και νευρικός πρίγκιπας Ινμπανού. Σε ηλικία ήταν ο μικρότερος και αυτό φαινόταν από το παιδικό ακόμα πρόσωπό του. Το σώμα του, νευρώδες και αδύνατο είχε εμφανώς δυναμώσει. Πίσω του ακολουθούσε το άλογο του αδερφού του, πρίγκιπα Ναβόρ. Σκοτεινός, πάντα βλοσυρός και απαιτητικός με τους πάντες, αλλά κυρίως με τον εαυτό του. Είχε καταπονηθεί περισσότερο από τα αδέρφια του, καθώς είχε ένα μειονέκτημα εκ γενετής. Στην θέση του χεριού, που από τον αγκώνα και κάτω έλειπε, έχασκε κενό το μανίκί της κελεμπίας του. Παρόλ’ αυτά ίππευε με εξαιρετική μαεστρία, την ίδια που έδειχνε και όταν ξιφομαχούσε. Τελευταίος, άντρας πια, ήταν ο μεγαλύτερος, πρίγκιπας Σενάντοαχ. Η χρυσή αψίδα έλαμψε, όταν καθρεφτίστηκε μπαίνοντας με το άλογό του. Γαλήνιος, σαν να είχε επιστρέψει από κάποια όαση και όχι από μάχες στους αμμόλοφους. Σίγουρος για τον εαυτό του. Τα μάτια του φαίνονταν καλοσυνάτα μέσα από την κυανή κουφίγια. Η Αγκιέφε ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι στην θέα αυτού του άντρα. Και αυτός, λες και είχε ακούσει την επιθυμία της, γύρισε και την κοίταξε. Ψηλά, πίσω από τα σκαλιστά παράθυρα, μέσα από την γαλάζια πλέον κελεμπία της την είδε. Δεν άργησε να τον γνωρίσει. Ο Σενάντοαχ ήταν ο μόνος που έφερε δώρα για να καλωσορίσει τη μικρή του αδερφή. Οι δύο πρίγκιπες αγνοούσαν την ύπαρξή της με την δικαιολογία πως τους είχε απορροφήσει η σκληρή εκπαίδευσή. Μπήκε στο δωμάτιο ένα πρωινό, όταν η Αγκιέφε την είχε στην αγκαλιά της. Δεν φορούσε πλέον την κουφίγια του και αυτή δεν κρυβόταν ανάμεσα στο χαρέμι. Τα καλοσυνάτα μάτια του συνοδεύονταν από ένα ειλικρινές χαμόγελο. Γονάτισε μπροστά της και μπροστά στην αδελφή του προτείνοντας μετάξι και χρυσαφικά προς το μέρος της. «Αυτά είναι για σένα αδελφούλα» είχε πει χωρίς να χάσει το χαμόγελό του. Βρέθηκαν να μιλούν μέχρι που ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον ψηλότερο μιναρέ του παλατιού. Του διηγήθηκε την ήρεμη ζωή της στην όαση της Αουκάρ. Πρώτη κόρη στην οικογένεια, ήταν καθήκον της να διδαχθεί τις σκοτεινές τέχνες και τις παραδόσεις της ιερής πόλης. Σε αντάλλαγμα για την τιμή, δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει παιδιά. Ένα ξόρκι που της έκαναν από παιδί ακόμα, της στέρησε αυτήν την ικανότητα. Για να αφιερωθεί στο σκοπό της δεν θα αποκτούσε την οικογένεια που ήθελε. Η μοίρα της την έκανε μύστη αρχαίων και διαχρονικών τεχνών. Η ομορφιά της την έκανε την καλύτερη επιλογή για ερωμένη του βασιλιά. Έδειξε πως την καταλάβαινε. Από όσο θυμάται ποτέ κανένας δεν την είχε ρωτήσει αν της άρεσε αυτό που ήταν. Περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο μαζί. Μακριά από τους ανθρώπους του παλατιού, στο δωμάτιο της πριγκίπισσας, έγιναν εραστές. Εκεί, στο γυμνό του σώμα, το πρόσεξε. Το μαύρο ρόδο βρισκόταν, σημάδι εκ γενετής, στο στήθος του. Αυτός χαμογέλασε ακόμα μια φορά για την άγνοιά της. Όλο το βασίλειο γνώριζε πως ο πρίγκιπας Σενάντοαχ, εκτός από μεγαλύτερος, ήταν ο εκλεκτός. Το ιερότερο σύμβολο στην Δαχομέη, το λουλούδι με τα πέταλα σε σχήμα καρδιάς, υπήρχε μαζί με την ίδια την ζωή το νερό. Χιλιάδες ζωές στην ιστορία της ερήμου είχαν σωθεί ακολουθώντας τις ρίζες του. Όποιος είχε γεννηθεί φέροντάς το σημάδι, μόνο καλό είχε προσφέρει στον τόπο. Ένιωσε δέος γι’ αυτόν. Η δική του μοίρα μόνο συνηθισμένη δεν ήταν. Είχε νιώσει την ζήλια που ένιωθαν τα αδέρφια του, αλλά δεν του το είπε. Οι πρίγκιπες έβγαιναν μπροστά στις μάχες για να μειώσουν τον Σενάντοαχ. Αυτόν όμως δεν τον ένοιαζε. Σκόπευε να μοιραστεί την εξουσία. Ήταν σοφός αν και νέος. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να είναι μαζί του, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Όμως τον αγνόησε, γιατί πλέον ένιωθε κάτι πιο δυνατό από τον φόβο. Πράγμα παράξενο γιατί ο φόβος ήταν το δυνατότερο συναίσθημα που είχε νιώσει. Όσο περνούσε ο καιρός το πρόσωπό της γινόταν φωτεινότερο. Οι γυναίκες στο χαρέμι ήξεραν καλά πως να μοιάζουν χαζές. Είχαν μάθει να παριστάνουν πως αγνοούν το προφανές με μαεστρία. Δεν σήμαινε όμως ότι το αγνοούσαν. Ακόμα και η μοναδική φίλη που έκανε στο χαρέμι, η Τασουέρ, αν και αγαθιάρα είχε καταλάβει πολλά. «Δεν είναι ανάγκη να κλείνεσαι συνέχεια στο δωμάτιο με την πριγκίπισσα» της είχε πει κάποτε. Αυτή η φράση την έκανε να σκεφτεί για λίγο, αλλά ήταν μόνο για μία στιγμή. Μετά έτρεξε να βρει αυτό που αποκαλούσε ευτυχία. Το βρήκε ανάμεσα στο κοριτσάκι της -ντιμπέλ όπως ήταν η λέξη στην γλώσσα της Αουκάρ- και στην αγκαλιά του Σενάντοαχ. Οι δυο τους γυμνοί, ξαπλωμένοι, απέκλειαν από τις αισθήσεις τους τον γύρω κόσμο. Όμως ο κόσμος τους αναζήτησε και όχι για καλό. Τα μάτια που τους παρακολουθούσαν χωρίς αυτοί να το έχουν αντιληφθεί ήταν υγρά. Είχαν δακρύσει από οργή, από την βαθιά προσβολή που τους είχε γίνει. Πιο πολύ όμως είχαν δακρύσει για την θυσία που έπρεπε να κάνουν σύμφωνα με τον Νόμο της Δαχομέης. Η Τασουέρ είχε δίκιο. Το μυστικό είχε φτάσει στον βασιλιά. Αυτός, σχεδόν αφανής, παρακολουθούσε το ζευγάρι μέχρι που ξέσπασε. Φώναζε μην μπορώντας να συγκρατήσει τον θυμό και την αγανάκτησή του. Τα λόγια του γίνονταν τόσο ακατάληπτα που η Αγκιέφε- ξένη όπως ήταν- με το ζόρι αντιλαμβανόταν τα μισά από αυτά που έλεγε. Λέξεις όπως προδοσία, νόμος, φυλακή και θάνατος ήταν αυτές που την τρόμαξαν τόσο, ώστε να κουλουριαστεί στην άκρη του κρεβατιού κρύβοντας το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της. Αντίθετα, ο Σενάντοαχ, αν και εντελώς γυμνός, δεν δίστασε στιγμή να σταθεί απέναντι στον πατέρα του φωνάζοντας λέξεις με τελείως διαφορετικό νόημα. Έρωτας, σύζυγος, έλεος και οικογένεια ήταν οι λέξεις που ξεχύνονταν από το δικό του στόμα. Όμως είχαν χάσει την μάχη πριν καν ειπωθούν. Οι δυο τους οδηγήθηκαν σε διαφορετικές φυλακές. Όσο διαφορετική θα ήταν και η μοίρα τους. Ο πρίγκιπας ‘’ήταν φιλοξενούμενος’’, φρουρούμενος από ένα μικρό στρατό στο δωμάτιο του ανατολικού πύργου. Κανείς δεν θα τον άγγιζε, αλλά η προδοσία του δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η ποινή της Αγκιέφε δεν θα ήταν τόσο αναίμακτη. Σε τρεις μέρες έπρεπε να θανατωθεί, τα ξημερώματα μπροστά σε όλους. Μόνη στην φυλακή της, σκεφτόταν πως μόνο οι θεοί μπορούσαν να την βοηθήσουν να ξαναδεί αυτούς που αγαπούσε. Γι’ αυτήν η επίσκεψη της Τασουέρ ήταν η βοήθεια που περίμενε. Την παρακάλεσε να της δώσει κάτι από κείνη την πορφυρή κελεμπία, που πρόχειρα έριχνε στους ώμους της. Η νύχτα αποδείχτηκε μεγάλος σύμμαχος, γιατί τα μάγια είναι παιδιά της σελήνης. Έπαψε να είναι ο εαυτός της. Για μία νύχτα μεταμορφώθηκε στην καλύτερή της φίλη. Πριν ακόμα το φεγγάρι αλλάξει την θέση του με τον ήλιο, μια Τασουέρ ξεπρόβαλε στις πύλες του βασιλείου. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, είχε δεμένο στην πλάτη της ένα κουβάρι από υφάσματα και απομακρυνόταν γρήγορα από την χώρα. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν την ταπεινή γυναίκα με την πορφυρή κελεμπία. Ο δρόμος ήταν μακρύς, το ξινό τσάι που είχε μαζί της, όμως, βοήθησε την Αγκιέφε να αντέξει τη ζέστη. Ακόμα περισσότερο έπρεπε να αντέξει για το νήπιο που κουβαλούσε μαζί της. Φτάνοντας στην Αουκάρ, την χώρα πίσω από το μεγάλο φαράγγι, σταμάτησαν στο πηγάδι στην είσοδο. Κάθισαν στη δροσερή σκιά των δέντρων. Τότε η πριγκίπισσα ακούμπησε με τον μικρό της δείκτη ένα ρόδο, που προεξείχε από τους θάμνους που πλαισίωναν το πηγάδι. Το κοίταξε με τα ολάνοιχτα μάτια της και είπε γυρνώντας στην Αγκιέφε «Μάλε». Η Αγκιέφε γύρισε κατάπληκτη. Αυτή ήταν η πρώτη λέξη της πριγκίπισσας. Μαύρο. Το ρόδο που έδειχνε η μικρή ήταν μαύρο. Στη διάλεκτο που είχε ακούσει την ίδια να το λέει στον αγαπημένο της. Στη γλώσσα των Νουβίων αποφάσισε να την ονομάσει. Το όνομά της, Ρισαμάλε -μαύρο ρόδο- θα ήταν ένα ακόμα σημάδι πως αυτός δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Ένιωθε μεγάλη ευθύνη για την πριγκίπισσα, έπρεπε να την οπλίσει με γνώσεις, να την κάνει δυνατή. Ήξερε πως ήταν εγωιστικό που την πήρε μαζί της. Όμως την αγαπούσε σαν παιδί της ενώ στο παλάτι δεν θα είχε την αγάπη που της άξιζε. Αποφάσισε να την μυήσει στην εκπαίδευση. Αν και το αίμα της δεν ήταν της φυλής, και ποτέ δεν θα ήταν η καλύτερη. Η Ρισαμάλε αποδείχτηκε από μικρή ηλικία έξυπνη και ικανή στην μάθηση. Είχε επίσης αστείρευτη φαντασία και περιέργεια για κάθε τι γύρω της και κυρίως για το παρελθόν της. Η Αγκιέφε έβρισκε πάντα πως το δυσκολότερο κομμάτι ήταν να της αφηγείται όσα είχε ζήσει. Αλλά η πριγκίπισσα έπρεπε να ξέρει ποια είναι. Πάντα είχε την ελπίδα πως όταν ο βασιλιάς όριζε διάδοχο, η μοίρα του Σενάντοαχ θα εκπληρωνόταν. Ένιωθε ένοχη που τον έκανε να ξεστρατίσει από αυτήν. Όποτε κάποιος ταξιδευτής, έμπορος ή τυχοδιώκτης περνούσε από την Αουκάρ, ερχόμενος από την Δαχομέη, έβρισκε την Αγκιέφε εκεί. Κάτω από τις σκιές τον δέντρων, δίπλα στο πηγάδι, ρωτούσε όποιον σταματούσε για να ποτίσει το άλογό του. «Έμαθες για τον πρίγκιπα Σενάντοαχ;» Η απάντηση ήταν μία. «Είναι φυλακισμένος στον ανατολικό πύργο για την προδοσία του». Και ο καιρός περνούσε. Από μακριά διέκρινε πως ο έμπορος που ερχόταν προς το μέρος της ήταν ασυνήθιστα απεριποίητος. Ήταν γνωστός για την καλή πραμάτεια που έφερνε από την Δαχομέη. Οι έμποροι που ήθελαν να είναι σεβαστοί, περιποιούνταν την εμφάνιση τους περισσότερο από τις χανούμισσες του παλατιού. Η επίτηδες ατημέλητη εμφάνιση μόνο ένα πράγμα σήμαινε. «Καλώς ήρθες Χουσέτ, τα συλλυπητήρια μου στην οικογένειά σου». Ο Χουσέτ την κοίταξε με έκπληξη. «Μα δεν πέρασε κανείς πριν από μένα από δω; Δεν πέθανε κανείς δικός μου. Πέθανε ο βασιλιάς». Η έκπληξή της ήταν τέτοια που δεν κατόρθωσε να ρωτήσει τίποτα για αρκετή ώρα. Μόνος του της είπε πως τώρα στην Δαχομέη επικρατούσε αναβρασμός για τον ορισμό του διαδόχου. Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια φυλακής, ο λαός ήθελε τον πρίγκιπα Σενάντοαχ να διαδέχεται τον πατέρα του στο θρόνο. Το μαύρο ρόδο τον είχε ορίσει ως εκλεκτό του. Από την άλλη οι δύο πρίγκιπες αντιστέκονταν, με σύμμαχο τον Νόμο και την προδοσία του πρίγκιπα. Ένιωθε, όσο της μιλούσε, και την δική του δυνατή επιθυμία να τον δει βασιλιά. Που να ήξερε ο καημένος ο Χουσέτ ποια βρισκόταν μπροστά του. Θα της έριχνε τόσες κατάρες όσοι οι κόκκοι της άμμου και στην χώρα τους είχαν πολλή από δαύτη. * Καθώς πλησίαζε η ατμόσφαιρα γύρω της γινόταν πιο πυκνή. Ξημέρωνε και η ζέστη είχε αρχίσει να την ταλαιπωρεί. Πίσω της, στο στρατόπεδο που άφησε, ένα αδιάκοπο βουητό είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα. Δεν την άφηνε να ξεχάσει, τα γεγονότα της νύχτας που πέρασε. Κάτι την ενοχλούσε όλο και περισσότερο. Κατευθυνόταν σε πηγή κακού και τα προαισθήματα της την έδιωχναν μακριά. Έχοντας την ικανότητα να νιώθει τόσα πολλά, το να συνεχίζει προς αυτήν την κατεύθυνση, ήταν σαν να κολυμπάει αντίθετα στο ρεύμα. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί πως θα τους προσέγγιζε. Το βουητό στα αυτιά της δυνάμωσε και έχασε την αίσθηση του προσανατολισμού, πριν γονατίσει στην καυτή άμμο. Σύντομα κάποιοι στρατιώτες που ανίχνευαν τον χώρο την βρήκαν λιπόθυμη με την πλάτη γυρισμένη στον ήλιο. Βρήκε τον εαυτό της στο έδαφος. Μερικά ζευγάρια πόδια εμπόδιζαν την όρασή της. Προσπάθησε να σηκωθεί αργά. Οι χαμηλόφωνες κουβέντες που άκουγε δεν σταμάτησαν όταν άρχισε να σαλεύει. Σήκωσε το κεφάλι της για να δει ένα χέρι να της προτείνει βοήθεια για να σηκωθεί. Το έπιασε και ένιωσε με δύναμη τον εαυτό της να τινάζεται πάνω. Στάθηκε στα πόδια της ενώ ακόμα κρατούσε το χέρι, που ήταν μόνο ένα. «Ευχαριστώ» ψέλλισε ενώ ταυτόχρονα περιεργαζόταν τον χώρο γύρω της. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της, ήταν γεροδεμένος, ντυμένος λιτά, στρατιωτικά και στην θέση του δεξιού του χεριού δεν υπήρχε τίποτα. Κοντά του, ένιωθε να απειλείται. Την κοιτούσε επίμονα σαν να διάβαζε το μυαλό της. «Πως βρέθηκες εδώ;» άργησε να την ρωτήσει . Πήρε μια βαθιά ανάσα για να οργανώσει το μυαλό της. Επανέλαβε την ιστορία όπως την είχε μάθει. Μόνο που αυτή την φορά έπρεπε να βρει καινούριο τρόπο να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. «Επίθεση απόψε το βράδυ;» γέλασε δυνατά ο χοντροκομμένος αξιωματικός που βρισκόταν στην σκηνή «δεν τους έχω για τόσο ανόητους». «Και όμως, απόψε έχει πανσέληνο» είπε ο πρίγκιπας και βυθίστηκε για λίγο στις σκέψεις του. «Όμως δεν ξέρω αν αυτή η πληροφορία έχει τόση σημασία για σένα πια. Ο Ινμπανού είναι νεκρός». Έπεσε ησυχία. «Λέει αλήθεια» είπε ξαφνικά ο Ναβόρ κοιτώντας την στα μάτια «ένιωσα πως κάποιος σημαντικός έφυγε χθες, αλλά δεν ήμουν σίγουρος». Τρόμαξε. «Αυτός δεν είναι σαν τον άλλον» σκέφτηκε «ξέρει να διαβάζει τα σημάδια». Ύστερα πετάχτηκε απότομα από την θέση του. Στο πρόσωπό του για πρώτη φορά είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο. Δεν ήταν σαν τα συνηθισμένα χαμόγελα που δηλώνουν χαρά. Έμοιαζε περισσότερο σαν προειδοποίηση πριν από επίθεση. «Πως πέθανε;» γύρισε απότομα προς το μέρος της. «Τον σκότωσαν μόνο αυτό ξέρω…» Αλαλαγμοί θριάμβου ακούστηκαν γύρω της. «Πάψτε!» η διαταγή δεν σήκωνε αντίρρηση «Πρέπει να ετοιμαστούμε για μάχη απόψε». «Μα δεν έχει νόημα να επιτεθούν, ο αδελφός σας πέθανε». «Θα επιτεθούν» κούνησε το κεφάλι του με σιγουριά. «Αν τους μιλήσεις ίσως παραδοθούν» είπε αυθόρμητα εκείνη. «Είναι μιαροί αιρετικοί. Πρέπει να πεθάνουν και αυτοί και η γενιά τους». Δύο ζευγάρια χέρια την άρπαξαν και την οδήγησαν μακριά του. Ένιωσε θυμό. «Δεν έπρεπε να μιλήσω» σκέφτηκε, «τους καταδίκασα όλους». Αποτύγχανε, και δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή ελπίδα εδώ. Μόνο οργή. Και οι δυο τους ήταν ανάξιοι. Δεν θα άφηναν ψυχή ζωντανή για να πετύχουν αυτό που θέλουν. Από την άλλη ο μόνος που μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο δεν βρισκόταν πουθενά. Η μάνα είχε κάνει λάθος. Η Αγκιέφε σχεδίαζε την επιστροφή τους για χρόνια. Σχεδόν από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος. Μετά από το μεγάλο της ταξίδι με το καραβάνι του Χουσέτ. Δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που έκανε την να γεράσει τόσο απότομα. Ήταν η πρώτη φορά που την άφηνε μόνη της. Δεν της είχε πει σχεδόν τίποτα γι’ αυτό το ταξίδι. Της είχε φανεί παράξενο γιατί η μάνα της τα έλεγε όλα. Είχε φύγει με την ελπίδα να λάμπει στα μάτια της και είχε γυρίσει σκυθρωπή, με βλέμμα κενό που δεν της επέτρεψε ποτέ πια να την “διαβάσει” όπως παλιά. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι την μέρα δεν ήταν τόσο δυνατή. Περίμενε να πέσει το σκοτάδι και να φανεί το ολόγιομο φεγγάρι. Τότε θα προσπαθούσε να τον καλέσει ξανά, ακόμα και αν δεν ήταν σίγουρη πως τα κατάφερε την πρώτη φορά. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που ξεκίνησε εκείνο το περίεργο τραγούδι. Έμοιαζε περισσότερο με ψαλμό, επίκληση. Έξω από το στρατόπεδο, οι δύο στρατοί είχαν παραταχθεί από ώρα. Ακίνητοι και αμίλητοι οι στρατιώτες σε θέσεις μάχης, περίμεναν ένα πρόσταγμα. Το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού είχε χαθεί. Αποφάσισε να δει από που ερχόταν αυτός ο ψαλμός. Κοιτάζοντας στη μέση του στρατοπέδου αντίκρισε μια τελετουργία που μόνο λίγοι μπορούσαν να ξέρουν. Ο πρίγκιπας Ναβόρ μουρμούριζε λόγια και ξόρκια που θα έδιναν την δύναμη στο στρατό του να συνθλίψει τους αντιπάλους. Ύστερα άνοιξε ένα βρώμικο σακί που έσταζε και έβγαλε από μέσα ένα μπερδεμένο κουβάρι από εντόσθια. Τα έχωσε στο στόμα του και άρχισε να τα μασάει και να τα καταπίνει λαίμαργα ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να ψέλνει. Αίμα έτρεξε από το στόμα του λερώνοντας την πανοπλία του αλλά δεν τον πείραξε. Έτσι θα ήταν πιο τρομακτικός για τους εχθρούς του. Η Ρισαμάλε φαντάστηκε πως θα άνηκαν σε κάποιον άτυχο στρατιώτη των κυανών. Δεν άντεχε να δει άλλο. Ο Ναβόρ αφού τα καταβρόχθισε, ίππευσε το άλογο του και κατευθύνθηκε γρήγορα στο πεδίο της μάχης. Ήταν εντελώς μόνη. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά και κάνεις δεν ενδιαφερόταν για την τύχη της. Συνειδητοποίησε πως το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά και κανένα σύννεφο ή σκόνη από την έρημο δεν εμπόδιζε την λάμψη του. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε έναν αμμόλοφο που είχε δει νωρίτερα. Ήταν το πιο ψηλό σημείο που υπήρχε κοντά στην πεδιάδα. Ανέβηκε βιαστικά σπρώχνοντας με τα πόδια και τραβώντας με τα χέρια τον εαυτό της όλο και πιο πάνω. Μέχρι να φτάσει στην κορφή η μάχη είχε αρχίσει. Το θέαμα ήταν σπαρακτικό και μαγευτικό συνάμα. Δύο ανθρώπινες θάλασσες στην έρημο, μια κυανή και μια άλικη. Πότε να συγκρούονται και πότε να φεύγουν μακριά η μία από την άλλη. Τα πρόσωπα των ανθρώπων παραμορφωμένα από το μίσος και την οργή να μοιάζουν δαιμονικά στα μάτια της. Ο πρίγκιπας Ναβόρ ξεχώριζε καθώς ορμούσε άφοβα στην μάχη σκορπίζοντας την θάλασσα στο πέρασμά του. Κράτησε σφιχτά το μαχαίρι και ευχήθηκε με όλη της την δύναμη. Σα να υλοποιήθηκαν από την σκέψη της, ο πολεμιστής και το άλογο το οποίο ίππευε πέρασαν από μπροστά της αστραπιαία. Σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από τις οπλές του αλόγου. Μπήκε στην μάχη. Στρατιώτες και από τα δύο μέρη του επιτέθηκαν, ως εχθρό. Γρήγορα κατάλαβαν πως ήταν ασταμάτητος. Κορμιά έπεφταν στον διάβα του αλλά όχι νεκρά. Νεκρό μόνο έναν ήθελε. Διέσχισε με ευκολία την απόσταση που τον χώριζε από τον Ναβόρ. Ξαφνικά μέσα στην μεγάλη μάχη γεννήθηκε μια μικρότερη, αλλά πιο σημαντική. Ο πολεμιστής κυνήγησε χωρίς έλεος τον Ναβόρ και τον ανάγκασε να τον αντιμετωπίσει σώμα με σώμα. Άξιος ξιφομάχος ο πρίγκιπας, όπως είχε ακούσει από την Αγκιέφε. Αξιωματικοί των Άλικων πλησίαζαν για να τον βοηθήσουν, όμως τα σώματα πεσμένα και μαχόμενα τους έκοβαν τον δρόμο. Η απελπισία άρχισε να ζώνει τον πρίγκιπα, πολεμούσε ενώ ταυτόχρονα ούρλιαζε ξόρκια για δύναμη. Όμως λύγισε πολύ γρήγορα. Τα τραύματα που είχε καταφέρει ο αντίπαλός του τον έκαναν να ρίξει το σπαθί του. Το κεφάλι του δεν άργησε να το ακολουθήσει, κόβοντας απότομα τους ψαλμούς του. Η αναστάτωση της θάλασσας μεγάλωσε. Οι Κυανοί αναθάρρησαν και επιτέθηκαν με νέα ορμή στους μουδιασμένους Άλικους. Όμως ο πολεμιστής είχε την προσοχή τους. Οι αξιωματικοί τον είχαν σχεδόν φτάσει, όταν αυτός ρίχνοντας τα όπλα του έκανε κάτι που τους πάγωσε και την καρδιά της Ρισαμάλε να σταματήσει για λίγο. Με μια απότομη κίνηση ξεφορτώθηκε την λερωμένη κελεμπία από πάνω του. Στράφηκε κόντρα στο φεγγάρι και στο αχνό φως σε όλο το επάνω μέρος του στέρνου του φάνηκε ένα εκ γενετής σημάδι. Ήταν σκούρο, μαύρο θα ‘λεγες και είχε σχήμα λουλουδιού. Τα πέταλά του δεν φαίνονταν καθαρά από το λόφο που στεκόταν η κοπέλα, μα ήταν σίγουρη πως είχαν σχήμα καρδιάς. Το ένιωθε πως ήταν αυτός, δεν ήξερε γιατί ούτε πως . Οι θάλασσα σταμάτησε να κινείται, το νέο έφτασε από την μία άκρη ως την άλλη σε λίγα λεπτά. Πρώτοι γονάτισαν οι αξιωματικοί, στην συνέχεια όλοι αναγνώρισαν το σημάδι. Το κορίτσι είχε ήδη αφήσει τον αμμόλοφο και κατηφόριζε τρέχοντας τόσο γρήγορα όσο ποτέ στην ζωή της. Πέρασε άντρες πεσμένους στο έδαφος, νεκρούς και ζωντανούς. Δεν είχε ξαναδεί άντρες σκληροτράχηλους να κλαίνε σαν μικρά παιδιά και να μην πιστεύουν σε ότι βλέπουν, αλλά να πιστεύουν σε αυτό που νιώθουν. Ησυχία. Μόνο τα βήματα της Ρισαμάλε που εναλλάσσονταν γρήγορα στην δροσερή άμμο και οι λυγμοί ακούγονταν . Το κορίτσι έφτασε επιτέλους μπροστά του και εξαντλημένο έπεσε στα πόδια του αλόγου. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τον άντρα με το καλυμμένο πρόσωπο και το σημάδι. «Σενάντοαχ αδερφέ μου». Σενάντοαχ. Αυτό το όνομα ταξίδεψε σαν κύμα εκείνο το βράδυ και ακούστηκε από εκατοντάδες στόματα ξανά και ξανά. Ο πολεμιστής ξεπέζεψε και πλησίασε την κοπέλα. Την σήκωσε κρατώντας την απαλά από τους ώμους και της χάιδεψε το κεφάλι. Πρότεινε το χέρι του, ζητώντας το εγχειρίδιο. Του το έδωσε και αυτός το κάρφωσε με μία απότομη κίνηση σε ένα βράχο. Από την οπή που δημιούργησε το χτύπημα κύλησε νερό. Τα στόματα άνοιξαν ξανά. Είχαν καταλάβει. «Ειρήνη, το μαύρο ρόδο θέλει ειρήνη». Η Ρισαμάλε ένιωθε το κακό να υποχωρεί. Μία μάχη είχε κερδηθεί. Ο πολεμιστής επέστρεψε κοντά της και της ζήτησε και το δεύτερο πολύτιμο απόκτημά της. Αυτή καταλαβαίνοντας την επιθυμία του έβγαλε την κασετίνα και του την προσέφερε. Την πλησίασε, και άνοιξε την κασετίνα. Το ξύλινο πορτάκι που τόσες φορές την είχε βάλει σε πειρασμό να αφαιρέσει ,επιτέλους σηκώθηκε. Μια παράξενη μυρωδιά αποσύνθεσης έφτασε στην μύτη της. Κοίταξε στο εσωτερικό του και είδε μία σκουρόχρωμη συρρικνωμένη μάζα από κάτι που έμοιαζε με όργανο. Μια καρδιά. Έσκυψε σαν να την ευχαριστούσε και πήρε την ζαρωμένη καρδιά στα χέρια του. Γύρισε και απομακρύνθηκε από το πλήθος που τον κοιτούσε αποσβολωμένο. Ανέβηκε στο βράχο και ακούμπησε το χέρι του στο μαύρο ρόδο σε στρατιωτικό χαιρετισμό. Τότε σαν να την είχε καλέσει, η σελήνη τον έλουσε με το φώς της. Μπροστά στα μάτια της, έγινε πέτρα. Ύστερα ράγισε, έσπασε και έγινε σκόνη, άμμος. Ο αέρας που φυσούσε τον σκόρπισε γύρω από τον βράχο. Αλλά το μαχαίρι ήταν εκεί στο βράχο. Οι πρίγκιπες ήταν νεκροί και η υπόσχεση των ανδρών για ειρήνη δεν άλλαζε. Η πριγκίπισσα κράτησε λίγη άμμο στα μικρά της χέρια. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί η Αγκιέφε την έκανε να αναζητά ένα φάντασμα. Η εκδίκηση δεν ήταν αρκετός λόγος. Οι άνθρωποι γύρω της έμοιαζαν λυτρωμένοι απ’ αυτόν. Φαίνονταν να καταλαβαίνουν. Ο άρχοντας γύρισε για να τους ελευθερώσει. Και για να πάρει πίσω αυτό που του άνηκε, την καρδιά του. * Η Δαχομέη ξεπρόβαλε αναπάντεχα μέσα από την έρημο. Ήταν ένα σύμπλεγμα από μιναρέδες που έμοιαζαν να τρυπούν τον ουρανό, για να φανερωθεί ο ήλιος της ερήμου σε όλο του το μεγαλείο. Στη θέα του παλατιού, η Αγκιέφε ένιωσε την καρδιά της να θέλει να βγει από το μισάνοιχτο στόμα της. Μάντευε περίπου σε πιο ύψος βρισκόταν το δωμάτιό του και περίμενε να τον δει σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Όμως στο Βασίλειο πολλά είχαν αλλάξει μέσα σε μέρες. Βυθισμένοι σε ένα βαθύ πένθος οι κάτοικοι δεν πολυέδωσαν σημασία στο καραβάνι που διέσχιζε την αγορά. Η Αγκιέφε βρήκε ευκαιρία να απομακρυνθεί λέγοντας πως ήθελε να κάνει τις αγορές της με την ησυχία της. Το παλάτι βρισκόταν στο κέντρο της πρώτης πόλης, δίνοντας την μεγαλύτερη δυνατή ορατότητα προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι εκεί που πήγαινε το μάτι. Οι φρουροί που στέκονταν ακίνητοι στις πύλες δεν την τρόμαζαν. Τους είχε ξεφύγει στο παρελθόν με επιτυχία. Ήξερε αρκετά καλά τις εισόδους στο παλάτι. Πλησίασε την είσοδο των εμπορευμάτων που έβγαζε στο δωμάτιο της κουζίνας. Γυναίκες τριγύρω με σκυμμένα κεφάλια ετοίμαζαν το δείπνο. Δεν έδωσαν σημασία στην Αγκιέφε, έμοιαζαν αγχωμένες για να τα κάνουν όλα σωστά. Κάποιες από αυτές της θύμιζαν κάτι από το παρελθόν αλλά μόνο για μια ήταν απόλυτα σίγουρη. «Τασουέρ;» απόρησε. Η γυναίκα γύρισε αργά και την κοίταξε. Το κουρασμένο της πρόσωπο γινόταν όλο και πιο έκπληκτο. «Τι κάνεις εδώ; Θες να φας το κεφάλι σου;» είπε και την τράβηξε γρήγορα σε ένα μικρό δωμάτιο. Κοίταξε τα ταπεινά της ρούχα και προσπάθησε να την θυμηθεί στα μεταξωτά υφάσματα που κάποτε την σκέπαζαν. «Τι συνέβη;» «Οι πρίγκιπες δεν ήθελαν να βάλουν στο νέο χαρέμι τις περισσότερες από μας. Προτίμησαν τις έμπιστες και νέες χανούμισσες». «Και ο καλός μου; Μπορείς να με πάς κοντά του;» Πλησίασε με αργά βήματα και πέρασε την πόρτα που τον κρατούσε φυλακισμένο τόσα χρόνια. Ήταν ανοιχτή γιατί αυτός δεν μπορούσε πια να φύγει μακριά τους. Στο βάθος πάνω στο μαρμάρινο θρόνο βρισκόταν καθισμένο το σώμα του αγαπημένου της. Δεν είχε προλάβει. Προχώρησε χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα. Φτάνοντας κοντά του, η Αγκιέφε γονάτισε. Το δανεικό φως του φεγγαριού τον έδειχνε αγέραστο. Ήταν ίδιος. Σαν ζωντανός. Ακόμα και το δηλητήριο που του έδιναν δεν κατάφερε να αλλοιώσει την ομορφιά του. Ένιωσε πως την περίμενε μέχρι το τέλος, να τον σώσει. Να σώσει το όνειρό του όπως αυτός κάποτε έσωσε το δικό της. Οι σκιές που ήρθαν από τα περαστικά σύννεφα, την κατάπιναν σιγά σιγά. Εκεί αποφάσισε πως θα το έκανε. Στάθηκε από πάνω του. Το όνομά του ακουγόταν από τα χείλη της ασταμάτητα. Ο αντίλαλος που σηκώθηκε άλλαξε τον ήχο και τη σημασία του. Έγινε κατάρα. «Τα μάγια είναι παιδιά της σελήνης, όλοι το ξέρουν αυτό» έλεγε. Τον κατονόμασε δυνατά τρεις φορές και έσκυψε στο στέρνο που κάποτε φιλούσε με λατρεία. Έβγαλε το εγχειρίδιο που είχε από παιδί και με έναν βαθύ αναστεναγμό κάρφωσε το μαύρο ρόδο. Η σάρκα σκίστηκε στα δύο αργά και μαζί με αυτήν και η ζωή της. Αίμα πολύ δεν έτρεξε, μόνο δάκρυα. Σύντομα η καρδιά του βρισκόταν στα χέρια της. Την χρειαζόταν για να πάρει την εκδίκησή της, την εκδίκησή του, την εκδίκησή τους. Είχε μόνο μια ευκαιρία και έπρεπε να την χρησιμοποιήσει σοφά. Καθώς η σελήνη ζητούσε το φως της πίσω, η Αγκιέφε χανόταν. Μόνο το χέρι που κρατούσε την καρδιά αχνοφαινόταν τώρα. «Σύντομα, αλλά όχι ακόμα» είπε. Και χάθηκε τελείως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted August 25, 2011 Share Posted August 25, 2011 Μικρή μου Ευγενία (Ερινύα), με ταξίδεψες... Καλογραμμένο, εμπνευσμένο, κινηματογραφικό με καλή πλοκή. Μου άρεσε πολύ!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted August 26, 2011 Share Posted August 26, 2011 Συμφωνω! Ειναι πολλη καλη ιστορια! Μπραβο κοριτσι! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted August 26, 2011 Share Posted August 26, 2011 Συμφωνω! Ειναι πολλη καλη ιστορια! Μπραβο κοριτσι! +1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted August 26, 2011 Share Posted August 26, 2011 Πανέμορφη ιστορία, "τριπαριστή" κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έπλασες κόσμους ολόκληρους, χαρακτήρες που μοιάζουν να βγήκαν από παλιά εξωτικά παραμύθια ή από ένα υφαντό. Κάνεις λιγάκι "tell" αντί για "show" σε 1-2 σημεία αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό. Το σημαντικό είναι πως πήρες τον πρόλογο, τον απογείωσες, τον τίμησες και έπλασες κάτι εντελώς δικό σου, γραμμένο υπέροχα, γεμάτο χρώματα και "κινηματογραφικότητα" που είπε κι ο Νεκτάριος πιο πάνω. Σίγουρα οι υπόλοιπες Ερινύες θα κάνουν αγώνα για να ξεπεράσουν αυτή την ιστορία (Και ελπίζω να κάνουν τον αγώνα για να διαβάσουμε κι άλλες ιστορίες τόσο καλές όσο αυτή). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mors Planch Posted August 28, 2011 Share Posted August 28, 2011 Λοιπόον. Τι έχουμε εδώ? Τρία αδέρφια που τα χωρίζει ένας θρόνος. Έναν παράνομο έρωτα που κοστίζει ένα θρόνο και προκαλεί ένα πόλεμο. Ένα πρίγκηπα που είναι ταυτόχρονα θύμα, πετάει τα πάντα χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες για τον έρωτα του και ακόμα και νεκρόςδεν βρίσκει την ησυχία πρίν έρθει η κάθαρση. Μια γυναίκα θύμα του έρωτα της που καταλήγει να μετατρέψει ότι αγαπάει σε όργανα της εκδίκησης της. Ένα κορίτσι όργανο της εκδίκησης από τη μόνη μητέρα που έχει γνωρίσει και ταυτόχρονα όργανο της μοίρας για να αποδόσει δικαιοσύνη και να φέρει τέλος σε ένα πόλεμο. Η ιδέα και η εφαρμογή καλές, με έντονο τραγικό στοιχείο. Κατά πόσον η Ευγενία επηρρεάστηκε από την τραγωδία στην ιδέα είναι κάτι που ξέρει η ίδια. Προσωπικά η Ρισαμάλε και η τροφός της μου θύμισαν στην ιστορία και τις πράξεις τους λίγο από Ηλέκτρα και Μήδεια. Στα καθαρά τεχνικά αν η Δαχομέη χωρίζεται από ερήμους απ΄τη Νουβία, πώς τα δύο αδέρφια βρέθηκαν να πολεμούν μες την έρημο; Βέβαια ήταν και μια εισαγωγή που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Αφού η εισαγωγή απαιτούσε δυο μεγάλους στρατούς αντιμέτωπους στη μέση της ερήμου το για τι πράγμα θα συγκρούονταν στην έρημο και τι θα έπιναν αυτοί οι στρατοί είναι λεπτομέρεια. Βέβαια εδώ "Άγριο, σκληρό γρασίδι άρχισε να ξεπηδάει μέσα από την κατάλευκη, αλατισμένη άμμο." έχουμε ένα καλά βαλμένο υπονοούμενο ότι μιλάμε περισσότερο για το αντίστοιχο της Συρίας και της Παλαιστίνης παρά για τη Σαχάρα που προσθέτει αληθοφάνεια. «Άρχοντά μου μια νυχτερινή επιδρομή, χωρίς πυρσούς δεν είναι συνετή επιλογή» ... και μια νυχτερινη επίθεση ΜΕ πυρσους εντελώς ασύνετη καθώς οι πυρσοί το μόνο που θα έκαναν θα ήταν να δείχνουν τους επιτιθέμενους στους αμυνόμενους. Συνολικά μια πολύ καλή ιστορία σε ύφος γραφής παρόμοιο με το Rainbow Eyes που κρατα τον αναγνώστη μέχρι το τέλος... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 28, 2011 Share Posted August 28, 2011 Καλά, Ευγενία, ένα σου λέω. Διάβασα χθες μέχρι εδώ: ο έμπορος με φυγάδεψε πληρώνοντάς το με την ζωή του». «Καταραμένοι αιρετικοί» μουρμούρισε ψιθυριστά, «πως ονομάζεσαι;» «Ρισαμάλε» απάντησε, και σταμάτησα. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν διαβάζω τίποτα από έναν διαγωνισμό που έχω σκοπό να συμμετάσχω, μέχρι να τελειώσω το δικό μου! (Ξεκίνησα ιστορία, άλλη, όχι αυτή που παράτησα γιατί δεν μου έβγαινε. Το κείμενό σου με πόρωσε και σήμερα ξεκίνησα πολύ άνετα με μία καινούργια ιδέα. Ευχαριστώ, και θα βιαστώ να την ολοκληρώσω γιατί θέλω να διαβάσω τη δική σου). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted August 28, 2011 Author Share Posted August 28, 2011 (edited) 'Αντε ρε παιδιά! Ξεκινάτε να παίρνουμε μπρός να γίνει παιχνίδι. Δεν έχω ξαναπάρει μέρος σε διαγωνισμό τύπου write off και θέλω να δω πως ο κάθε ένας αξιοποιεί την παράγραφο απο μέσα. Edited August 28, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted August 29, 2011 Share Posted August 29, 2011 Ααα, πολύ μου άρεσε αυτή η ιστορία. Στην αρχή ξεκίνησε λίγο αργά, αλλά μετά πήρε φόρα και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Έχει πολύ καλή κοσμόπλασία κα μου άρεσε ιδιάιτερα το τέλος. Είναι από αυτά που σου αφήνουν μια περίεργη γλυκόπικρη αίσθηση κι έναν μελαγχολικό ενθουσιασμό, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Νομίζω οτι πέτυχες πολύ καλά το σαιναίσθημα που ζητάει ο διαγωνισμός κι αναρρωτιέμαι τι θα γράψουν οι υπόλοιπες. Ο πήχης είναι ψηλός. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted August 29, 2011 Share Posted August 29, 2011 Νομιζα πως ειχα ποσταρει σε αυτη την ιστορια, αλλα φαινεται εδρασε ο δαιμονας του τυπογραφειου... ε του φορουμ ηθελα να πω! Μου αρεσε πολυ πολυ σαν ιστορια. Ειναι σαν εξωτικο παραμυθι απο τις χιλιες και μια νυχτες. Καλογραμμενο με ωραια πλοκη και πολυ καλα ανεπτυγμενους χαρακτηρες χωρις μεγαλη αναπτυξη που να ειναι σε βαρος της δρασης. Δεν ξερω αν κερδισε τον διαγωνισμο αλλα πραγματικα αξιζει! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted August 29, 2011 Author Share Posted August 29, 2011 Ευχαριστώ που το διαβάσατε, η αλήθεια είναι πως είναι λίγο μεγάλο, αλλά πιστέψτε με συγκρατήθηκα. Θα μου έπαιρνε άλλες 1000 λέξεις σίγουρα αμα ήταν στο χέρι μου. Mindtwisted και εγω περιμένω με αγωνία να διαβάσω τις άλλες ιστορίες κυρίως για να δω πόσο μπορεί να διαφοροποιηθεί η έμπνευση και η γραφή από ατομο σε άτομο. Laas νομίζω πως το δευτερο σχόλιο από πάνω είναι το δικό σου. Δεν ξέρω αν δεν το βλέπεις εσυ, τουλάχιστον εγω το βλέπω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted August 29, 2011 Share Posted August 29, 2011 Α καλα αιντε!...τωρα το ξαναειδα! Ξερεις πως το εψαχνα? Και να λεω μπα ... μα ειμαι σιγουρη πως εχω γραψει εδω... ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted September 4, 2011 Share Posted September 4, 2011 (edited) Καλή προσπάθεια στην πλοκή. Αν και η εκτέλεση είναι βελτιωμένη σε σχέση με άλλα δικά σου, υπάρχουν αρκετά ζητηματάκια, που προκύπτουν κυρίως από την πολυπλοκότητα των γεγονότων που περιγράφεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να τρομάξεις όταν ανοίξεις το word. Eugenia Rose - Μαύρο Ρόδο.doc Edited September 4, 2011 by mman Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted September 4, 2011 Share Posted September 4, 2011 Χμμμ! Πολύ ατμοσφαιρικό, αφρικάνικο παραμύθι, με τις κατάλληλες δόσεις μαγείας για να μοιάζει περισσότερο με φάντασι παρά με ιστορικό γεγονός. Με μπέρδεψαν λίγο τα πέρα δώθε στο χρόνο και η αλλαγή ΟΓ, από τη μία γυναίκα στην άλλη. Και να προσέξεις λίγο τη στίξη, γιατί λείπουν πολλά κόμματα και άλλα τέτοια. ένιωσε την καρδιά της να θέλει να βγει από το μισάνοιχτο στόμα της(αυτό τι το ήθελες και μόλις έχει συνέλθει το στομάχι μου! ) Γενικά πολύ ωραίο, με ταξίδεψε. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted September 4, 2011 Author Share Posted September 4, 2011 (edited) Ευχαριστώ παιδια. @ Wordsmith: Την καρδιά της είπα όχι το στομάχι της. Εγω τι να πω δηλαδή για το διήγημα του έρωτα νο3; Να βάλω τα κλάματα; Edited September 4, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted September 5, 2011 Share Posted September 5, 2011 Όμορφη ιστορία, ωραίο στήσιμο, ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές, αφρο-οριεντάλ μαγεία και ατμόσφαιρα, όλα πολύ ωραία και πειστικά. Μπήκα στον κόσμο του μαύρου ρόδου αμέσως και χωρίς κόπο. Πλοκή ενδιαφέρουσα και δραματική, αρκεί όμως να τη βάλεις σε μία τάξη. Γιατί έχει ένα μεγάλο πρόβλημα στο ρυθμό. Ενώ το πρώτο κομμάτι πάει μια χαρά, και μας βάζει για τα καλά στη δράση, έρχεται το πρώτο flashback (αλλάζει οπτική) και αποσυντονίζει την αφήγηση. Διηγείσαι περιληπτικά (ένα μικρό έπος) με μεγάλη ταχύτητα και χάνεται η αμεσότητα που υπάρχει στο πρώτο μέρος. Επανέρχεσαι στο παρόν, κατεβάζεις πάλι ταχύτητα, κορυφώνεις και ολοκληρώνεις την ιστορία, και μετά μας ρίχνεις άλλο ένα flashback, μόνο και μόνο για να συμπληρώσεις πληροφορία προκειμένου να εκτιμήσουμε το δράμα που έχει παιχτεί στο προηγούμενο κομμάτι. Αυτό για μένα καταστρέφει το διήγημα και την πολύ όμορφη ιστορία που έχεις να διηγηθείς. Από κει και πέρα υπάρχουν επιμέρους σημεία που είναι εκφραστικά ασαφή που όμως με μερικά προσεκτικά περάσματα μπορούν να διορθωθούν εύκολα αφού πρώτα α) κουτσουρέψεις επαρκώς και δώσεις ενιαίο ρυθμό στην αφήγηση ή β) απλώσεις επαρκώς και δώσεις ενιαίο ρυθμό στην αφήγηση. Η ιστορία είναι πολύ όμορφη (σχεδόν βγαλμένη από κάποια μυθολογία) με μερικές δυνατές ιδέες και της αξίζει μία ακόμα προσπάθεια ώστε να ειπωθεί καλύτερα. Καλή επιτυχία miss Rose! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 5, 2011 Share Posted September 5, 2011 Η ιστορία είναι καλή (σχετικά), αλλά το φορμάτ της τελείως λάθος! Δεν είναι ιστορία 6000 λέξεων αυτη που αποφάσισες να διηγηθείς και δεν το λέω για τις 600-700 που έκοψες. Η ιστορία αυτή σηκώνει πάρα πολλή ανάπτυξη. Δεν μιλάω για άλλες 2000 λέξεις. Μιλάω για άλλες 20000 λέξεις. Για να καλυφθούν κενά και τρύπες, αλλά και για να κάνεις τις σκηνές πιο αληθοφανείς. Απο άποψη γραφής είναι εντάξει, αλλά έχει βασικά προβλήματα στον ειρμό, στον ρυθμό, στο στυλ αφήγησης, και στο infodump. Ξεκινάς ξεδιπλώνοντας αργά την πλοκή, μετά αναγκάζεσαι να πας πιο γρήγορα, μετά αλλάζεις Ο.Γ, μετά πιο σιγά, παρελθόν και παρόν εναλλάσσονται πολύ άκομψα από άποψη γραφής. Ειναι σαν να κόβεις τον ρυθμό του τραγουδιού απότομα και να ξεκινάς διαφορετικό τραγούδι. Και όσο προχωράς στην πλοκή, δίνεις πληροφορίες που θα μας χρειαστούν για να καταλάβουμε. Στα θέματα της πλοκής μπράβο για την έμπνευση, αλλά όχι για την εκτέλεση. Πολλά και αρκετά σημαντικά λάθη. -Οι σκηνή που πλησιάζει τους φρουρούς δεν είναι αληθοφανής. Αν ήταν κινηματογραφική θα καταλάβαινες τι εννοώ. Διάβασε το ξανα και τοποθέτησε τους όπως στο διήγημα και θα αντιληφθείς τι δεν πάει καλα. -Μιλάς για αιρετικούς και ιερό πόλεμο, ενώ δεν υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί αυτές τις λέξεις στην ιστορία. -Όταν πιάνει το μαχαίρι και ο άλλος τον λαιμό της η επόμενη λογική κίνηση θα ήταν να τον μαχαιρώσει και όχι να ευχηθεί να πεθάνει, έτσι δεν είναι; Το "απο μηχανής Τζίνι" καλό, αλλά μου θύμισε ένα νημα για πεταμένα μαχαίρια κάτω πέτρες που βρίσκει ο ήρωας όταν δένει τα κορδόνια του επειδή το χρειάζεται στην επόμενη σκηνή. -Σκότωσε τον πρίγκηπα και...τίποτα; Σε ένα ολόκληρο στρατόπεδο; Μα με τόσο χαζούς στρατιώτες και φρουρούς πήγαινε να κερδίσει τον πόλεμο αυτός; Αναληθοφάνεια όπως ίσως αντιλαμβάνεσαι. -Το οτι η τροφός πήρε την πριγκίπισσα και την έκανε μου έκατσε στον λαιμό, πραγματικά! Απο που και ως που την πήρε, και γιατί την πήρε; Δηλαδή, πραγματικά, γιατί; Και μετά απο όσα συνέβησαν, δεν την κυνήγησαν; Ένα βασίλειο κοντεύει να διαλυθεί για πάρτη της, παίρνει την πριγκίπισσα και...τίποτα; Στα θετικά βλέπω οτι η γλώσσα που χρησιμοποιείς έχει βελτιωθεί κατα πολύ και γίνεται σε σημεία σχεδόν ποιητική. Είναι κάτι που οφείλεις να κρατήσεις και να το βελτιώσεις. Προκαλείς εύκολα μέσα απο την γραφή σου συναισθήματα, αλλά δεν αφήνεις τον αναγνώστη να τα χωνέψει. Είναι σαν τον έχεις γραπωμένο απο το χέρι με την αφήγηση σου αλλά τον τραβολογάς δεξιά αριστερά και του λες "Έλα να σου δείξω και εδώ, και τώρα πάμε να σου δείξω λίγο και το άλλο, και πάμε να δούμε και λίγο πιο πέρα εκείνο, μήπως και δεν μου φτάσουν οι λέξεις για να στο δείξω...". Βάλε σε μια τάξη τον ρυθμό σου και αποφάσισε: "Αυτά μένουν, και αυτά φεύγουν" για να σφίξει η ιστορία σου. Υ.Γ Πραγματικά πριν πατησω το "post" έκατσα και ξαναδιάβασα αυτά που έγραψα και το πατάω με μισή καρδιά. Παραλίγο να το σβήσω. Βγήκαν πολύ πιο σκληρά απο όσο θα ήθελα. Αλλά θυμηθηκα μια συζητηση που είχαμε τις προάλλες στο τσατ οπότε...ορίστε. Και σόρυ αν σε στεναχώρησα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted September 5, 2011 Author Share Posted September 5, 2011 (edited) Ευχαριστώ βρε παιδιά! Όρεξη να υπάρχει να το απλώσω το διήγημα. Φανταστείτε τώρα αυτό να πήγαινε 5.000 Νομίζω το "στρίμωξα" αξιοπρεπώς στο χώρο που είχα. Και με βάση πάντα την πλοκή που μου έβγαλε η εισαγωγη. Ναι το διήγημα αυτό θέλει να μεγαλώσει κάμποσο, αλλά όχι και 20.000 θα πιαστεί το χέρι μου Ευχαριστώ για τις κριτικές και τις θεωρώ όλες πολύ χρήσιμες. Υ.Γ. Α και Drake μην νιώθεις τύψεις, δεν είπες κάτι που δεν έχει γράψει ο mman στο word του, αλλά και αυτό χρήσιμο ήταν οπότε Edited September 5, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Drake Ramore Posted September 5, 2011 Share Posted September 5, 2011 Υ.Γ. Α και Drake μην νιώθεις τύψεις, δεν είπες κάτι που δεν έχει γράψει ο mman στο word του, αλλά και αυτό χρήσιμο ήταν οπότε Τα δικά του αντέγραψα μωρέ, απλά είχα όρεξη να δακτυλογραφήσω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 11, 2011 Share Posted September 11, 2011 Πολύ ωραία η ιστορία σου, Ευγενία. Μου άρεσε η φαντασία και η κοσμοπλασία της και κράτησε το ενδιαφέρον μου μέχρι το τέλος. Όσον αφορά το κομμάτι των Ερινυών, νομίζω ότι στέκεται επάξια απέναντί του κι ότι η εισαγωγή αξιοποιήθηκε με έναν πολύ καλό τρόπο. Για κάποιες παρατηρήσεις στην αληθοφάνεια και στο ρυθμό με κάλυψαν οι προηγούμενοι, οπότε να μην ξαναανφερθώ σ' αυτά. Ελπίζω να σκοπεύεις να ασχοληθείς περισσότερο με αυτήν την ιστορία και να την μεγαλώσεις για να καλυφθούν τα όποια κενά. Της αξίζει. Γενικά, μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Καλή επιτυχία σού εύχομαι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
anysias Posted September 11, 2011 Share Posted September 11, 2011 Ευγενία πρέπει να πω ότι είχα ψαρώσει άγρια με όλες τις φωτογραφίες που είχες ποστάρει εδώ και καιρό και ανυπομονούσα να ρίξω μια ματιά στην ιστορία σου! Στα δικά μου μάτια φαντάζει μια ολοκληρωμένη ιστορία με συνοχή. Είναι μια υπέροχη ιστορία που σε βάζει μέσα και σε παρασέρνει με την δυνατή της ατμόσφαιρα και την εξέλιξή της. Εκμεταλλεύτηκες με τον καλύτερο τρόπο την εισαγωγή. Μου άρεσε το πώς συνέδεσες τις Νούβιες γυναίκες και την μαγική κουλτούρα τους με την ιστορία, ταίριαξε καλά με την ιστορία. Οι αναφορές στο παρελθόν πήγαν να με μπερδέψουν λίγο αλλά θέλω να πιστεύω ότι ήμουν μέσα στην ιστορία και πως όταν διάβασα και την τελευταία πρόταση όλα ξεκαθάρισαν. Το βράδυ που η Αγκιέφε δραπέτευσε έγιναν αυτά που μας διηγήθηκες στο τέλος έτσι; Δραπετεύει και επισκέπτεται τον Σενάντοαχ . Ανακαλύπτει πως τον σκότωσαν και πως το όλο θέμα της φυλακής ήταν ένα πέπλο για να καλύψουν το ψέμα. Δεν ήθελαν να προκαλέσουν την δυσμένεια του λαού που τόσο αγαπούσαν τον Σενάντοαχ… Έτσι η Αγκιέφε οργανώνει την εκδίκησή της και φτάνουμε στην αρχή της ιστορίας μας. Ήταν καλός ο τρόπος που μας έδωσες τα γεγονότα για να μην αποκαλύψεις την ανατροπή. Ίσως θέλει το δουλέψεις λίγο σε αυτό το κομμάτι αλλά κατά τα άλλα ήταν ικανοποιητικότατο .Απρόσμενη κατάληξη και τραγική αλλά σίγουρα απολαυστική. Δεν ξέρω πραγματικά ποιος είναι ο ποιο τραγικός ήρωας της υπόθεσης… Η Αγκιέφε που ήταν αναγκασμένη να ζήσει σα μισάνθρωπος με μόνη συντροφιά της, τις τύψεις που απομάκρυνε από την μοίρα του τον Σενάντοαχ, τον πόνο της μοναξιάς και την αποφασιστηκότητα της για εκδίκηση; Η Ρισαμάλε; Που φάνταζε ασήμαντη στα μάτια των δυο αδερφών της και του λαού της,( αλλά όχι και στα μάτια του Σενάντοαχ)αλλά γίνεται το μέσο της απονομής της δικαιοσύνης και το εργαλείο της εκδίκησης για την Αγκιέφε και τον Σενάντοαχ. Ή ο Σενάντοαχ; Που ο μόνος τρόπος για να μπορεί να βαδίζει ανάμεσα στο λαό του και να εκπληρώσει την μοίρα του, είναι μέσω μιας υπόσχεσης εκδίκησης και που ο μόνος τρόπος να αναπαυτεί είναι η εκπλήρωσή της θυσιάζοντας ξανά για άλλη μια φορά την ζωή του. Και μάλιστα μια υπόσχεση που έχει δοθεί από την γυναίκα που είχε κλέψει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την καρδιά του ‘’«Μάλε». Η Αγκιέφε γύρισε κατάπληκτη. Αυτή ήταν η πρώτη λέξη της πριγκίπισσας. Μαύρο. Το ρόδο που έδειχνε η μικρή ήταν μαύρο. Στη διάλεκτο που είχε ακούσει την ίδια να το λέει στον αγαπημένο της. Στη γλώσσα των Νουβίων αποφάσισε να την ονομάσει. Το όνομά της, Ρισαμάλε -μαύρο ρόδο- θα ήταν ένα ακόμα σημάδι πως αυτός δεν έπρεπε να ξεχαστεί.’’ Αυτό το σημείο είναι τόσο δυνατό και καθοριστικό, κατά την γνώμη μου, γιατί μας δείχνεις πόσο αποφασισμένη είναι η Αγκιέφε για να εκδικηθεί που ερμηνεύει τα πάντα σαν οιωνούς για την απονομή της δικαιοσύνης της. Η μοναξιά, ο πόνος και η οργή της την τυφλώνουν και την αδειάζουν .Είναι μια καθοριστική στιγμή που όλα μπαίνουν σε εφαρμογή και επίσης συνδέεται με την γέννηση του τίτλου σου. Το μόνο σημείο που θα πρέπει να πω ότι θα ήθελα να διορθώσεις είναι το σημείο που παίρνει το παιδί και δραπετεύει. Πρέπει να υπάρχει σίγουρα κάτι εκεί. Για πιο λόγο το έκανε; Ναι μεν το είχε αγαπήσει σαν κόρη της, μιας και η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Σίγουρα ήταν κάτι που της θύμιζε τον Σενάντοαχ και το πόσο την νοιαζόταν και σίγουρα επειδή θα γινόταν η πρωταγωνίστριά σου αλλά αυτό το τελευταίο δεν θα γίνονταν μέχρι το καθοριστικό σημείο που ανέφερα πιο πάνω. Πρέπει να υπάρχει κάποιο περιστατικό που να την κάνει να φυγαδεύσει το παιδί ή να το πάρει. Αυτά. Μου άρεσε πολύ, θέλω όμως να είμαι συγκρατημένος μέχρι να δω και τις άλλες ιστορίες. Μπράβο σου! Καλή επιτυχία ΥΣ: Συγνώμη για τις χαώδης σημειώσεις μου αλλά ο χρόνος μου είναι πολύ πιεσμένος αυτές τις μέρες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted September 11, 2011 Author Share Posted September 11, 2011 Καλέ, τι μεγάλο σπόιλερ ήταν αυτό! Πάντως μπράβο σου έπιασες το 90% αυτών που έγραψα. Τελευταία ανακάλυψα πως ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβουν, αλλά γι αυτό δεν φταίτε εσείς. Φταίω μάλλον εγώ που μου ήρθε μια ιδεά σιδηρόδρομος και πήγα να την στριμώξω σε μόνο 6.000 λεξούλες. Αλλά έχω ήδη αποφασίσει να το μεγαλώσω σημαντικά και να το ξεκαθαρίσω ώτσε να το ανεβάσω σε συνέχειες εδώ, αν δεν βαριέστε να το διαβάσετε. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια Βασίλη και Άγγελε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted September 13, 2011 Share Posted September 13, 2011 Μπραβο Ευγενία ήταν μια πολύ όμορφη ιστορία!!! Μου άρεσαν πολύ οι Νούβιες και η ιδέα με το ιερό γάλα! Είχες πολύ ωραίες εικόνες που ταξιδεύουν τον αναγνώστη. Μου άρεσε το ρομαντζο και το πολύ δυνατό τέλος!! Είσαι πολύ καλή σε αυτό το περιβάλλον της ερήμου! Η γραφή σου είναι ωραία κι ευχάριστη στην ανάγνωση. Πιστεύω απλά πως πρέπει να προσέχεις περισσότερο στη διόρθωση ώστε να διώχνεις τα περιττά ή τις αστοχίες που ξεφεύγουν στην πρώτη γραφή! Έτσι η ιστορία θα κυλούσε καλύτερα, δε θα έχανε το ρυθμό της. Ίσως να είχε πολλά φλας μπακ για μια ιστορία 6000 λέξεων. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι με πείραξε τόσο πολύ, απλά σίγουρα έχεις το υλικό να γράψεις μια μεγαλύτερη, πολύ ωραία ιστορία και θα έπρεπε να το κάνεις γιατί αξίζει! Καλή επιτυχία και σε σένα!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 13, 2011 Share Posted September 13, 2011 (edited) Μια που η δικιά μου τελειώνει πια, μπορώ πλέον να διαβάσω και τις δικές σας. Ξεκινώντας με την πρώτη που ανέβηκε, Το Μαύρο Ρόδο, δηλώνω καταρχήν εντυπωσιασμένη με τον μύθο που έπλασες. Τι να σου πω; Πραγματικά μύθος της ανατολής. Μπράβο! Ακολουθεί spoiler με το τι κατάλαβα (έτσι, για να κάνεις και ένα τεστ του πόσο δούλεψε η διάρθρωση του κειμένου σου). Η Αγκιέφε το έσκασε με το κορίτσι (που το βρίσκω πειστικό ότι το έκανε επειδή δεν μπόρεσε να την αποχωριστεί), και μετά από δέκα χρόνια ο βασιλιάς πέθανε. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Σενάντοαχ ήταν φυλακισμένος, και του έδιναν δηλητήριο σε μικρές δόσεις (γιατί ήταν ανίερη πράξη να σκοτώσεις το Μαύρο Ρόδο, και το έκαναν στα μουλωχτά; ). Τη μέρα που η Αγκιέφε γυρνάει στην πόλη, ψάχνει να τον βρει στη φυλακή, όπου μάθαινε ότι βρίσκεται ακόμα, αλλά δεν τον προλαβαίνει ζωντανό. το δηλητήριο τον έχει σκοτώσει πια. Η μικρή, η Ρισαμάλε, είναι η μόνη που μπορεί να χειριστεί το μαχαίρι με την ψυχή του, γιατί είναι αίμα του, αδελφή του. Αυτό που μου έλειψε είναι μια εκμετάλευση των δύο στοιχείων σημαδεμένος-σακάτης. Γιατί το ένα και γιατί το άλλο. Εδώ τα βλέπουμε μόνο σαν αναγνωριστικό μεταξύ τους. Ή έχασα κάτι; Η ιστορία, αν και με χτύπησε με μια καταιγίδα πληροφοριών, ήταν αρκετά σαφής. Σίγουρα θέλει άπλωμα για να γίνει ακόμα καλύτερη, αλλά δεν τη βρήκα δύσκολη στην κατανόηση, ούτε κουραστική. Ίσως το δεύτερο μπρος-πίσω στο χρόνο να με ενόχλησε, αλλά έτσι όπως τά 'κανες ήταν αναγκαίο. Κάτι μόνο που μου χτύπησε άσχημα: Λες “Περιμετρικά της σταρένιας άλω”. Είναι η άλως την άλω της άλως. (Μην δώσεις σημασία σε αυτό). Και εδώ, ενώ μας έχεις να παρακολουθούμε από μακριά, (μιλάς για τους δύο στρατούς παρομειάζοντάς τους με θάλασσες), ξαφνικά κάνεις ζουμ στα πρόσωπα. Δεν το βρήκα καλό. "Τα πρόσωπα των ανθρώπων παραμορφωμένα από το μίσος και την οργή να μοιάζουν δαιμονικά στα μάτια της." Πολύ καλό διήγημα, που με την ωραία και γεμάτη γραφή του με ενέπνευσε να παλέψω με την ιδιαίτερα δύσκολη εισαγωγή του Ντίνου. Το τελευταίο edit έγινε μετά από το διαφωτιστικό post της Μάρβιν ΑΑΠ. Edited September 13, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μάρβιν ΑΑΠ Posted September 13, 2011 Share Posted September 13, 2011 O.T. Κάτι μόνο που μου χτύπησε άσχημα: Λες “Περιμετρικά της σταρένιας άλω”. Είναι η άλως την άλω της άλως. συγγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής το έχει η άλως, της άλω, την άλω. Το βρήκες κάπου αλλιώς; (από περιέργεια ρωτάω) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.