Jump to content

ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ - 2


GeoVa

Recommended Posts

Είδος: Φαντασία

Βία: Όχι

Σεξ: Όχι

Αριθμός Λέξεων (καθαρό κείμενο): 3.418

Αυτοτελής: Όχι (ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)

Σχόλια: Περιλαμβάνει και .pfd στο τέλος της σελίδας.

 

ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIΟ κύριος Μαλς ο Μάλκαρ

 

 

Ο Άρης, ο Πέτρος και η Αφροδίτη, αφού η γη τραντάχτηκε και το έδαφος χάθηκε απ’ τα πόδια τους, έπεσαν κάτω, χωρίς να πιστεύουν ότι θα ζήσουν ποτέ ξανά. Αντί να πεθάνουν, όμως, έπεσαν στο έδαφος μιας σπηλιάς… διαφορετικής, όμως, με την προηγούμενη.

 

Κατά τη διάρκεια της πτώσης τους, τα τρία παιδιά έκλεισαν τα μάτια τους, για να μη βλέπουν ούτε κάτω ούτε πάνω. Παρ’ όλο που τα μάτια τους ήταν κλειστά, μπορούσαν να δουν εικόνες· εικόνες θεαματικές και πραγματικά εντυπωσιακές. Είχαν δει ποικιλία χρωμάτων, χρώματα σκόρπια δω και κει. Εκτός απ’ αυτά, σε μερικές εικόνες, κάποια χρώματα, ειδικά το γαλάζιο, περιπλανιόταν τόσο αραιά, που έμοιαζε σαν ποτάμι που κυλούσε νερό. Η πιο φαντασμαγορική, όμως, ήταν η τελευταία… Ένα μέρος της ήταν γεμάτο μπεζ σύννεφα, αρκετά κολλημένα μεταξύ τους. Όλο το υπόλοιπο μέρος της εικόνας είχε πάρει το χρώμα του πρασινογάλαζου και μερικά μικρά αστέρια ακτινοβολούσαν λαμπρά το λευκό χρώμα τους. Σε συνδυασμό με τον πρασινογάλαζο ουρανό, τα τρία σύννεφα, σχεδόν όμοια μ’ ανθρώπινες μορφές, ήταν σαν να τα είχε μαγέψει κάποιος. Γιατί, παρ’ όλο που ήταν απλά σύννεφα, η ψηλότερη μορφή ήταν σαν να κρατούσε κάτι. Σπαθί, μαχαίρι;… Και μέσα απ’ αυτό, ξεπετάχτηκε ένα λευκό νήμα, που, σιγά σιγά, άρχισε να απλώνεται σ’ όλη την εικόνα, μέχρι που γέμισε όλη την εικόνα με το χρώμα του, κι όταν όλα έγιναν άσπρα. Ξαφνικά, όμως, η εικόνα γέμισε μαύρο, κι ένα μικρός γδούπος ακούστηκε. Μόλις είχαν πέσει στο χωματένιο έδαφος της σπηλιάς…

 

Κοιμούνταν ήσυχα κι ήρεμα. Ο ένας βρισκόταν αρκετά μακριά από τον άλλον. Βρίσκονταν σχεδόν στην καρδιά της σπηλιάς. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος· ούτε φως υπήρχε.

 

Οι ώρες περνούσαν και ο ήλιος ξεπρόβαλε στον ουρανό, εκπέμποντας τις λατρευτές του ακτίνες. Κι όταν όλος ο τόπος φωτίστηκε, φωτίστηκε και η σπηλιά. Ένα μέρος της, τουλάχιστον.

 

Η Αφροδίτη, που βρισκόταν πιο μακριά απ’ την καρδιά της σπηλιάς, με τα κλειστά της μάτια στραμμένα στην έξοδό της, ξύπνησε. Μόλο που είχε τα μάτια της κλειστά, μπορούσε να αισθανθεί ένα μικρό φως και μια θερμότητα… Και χωρίς να χάνει καιρό, ξύπνησε και σηκώθηκε.

 

Δεν ήξερε πού βρισκόταν και δεν είχε καταλάβει τι συνέβη. Χασμουρήθηκε δυνατά και προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Της ήταν σχεδόν αδύνατον. Όταν τ’ άνοιξε, είδε τον Άρη και τον Πέτρο να κείτονται στο έδαφος. “Όχι”, είπε στον εαυτό της, “δεν υπάρχει περίπτωση να είναι νεκροί… Όχι, όχι…” Στη συνέχεια, κοίταξε το σώμα της: βρισκόταν τελείως γυμνή, το ίδιο και τα αγόρια. Και τότε θυμήθηκε τι συνέβη. Τότε της είχαν έρθει όλες οι προηγούμενες αναμνήσεις…

 

Κοίταξε προς την έξοδο της σπηλιάς. Δεν περπάτησε, παρά μόνο την κοίταξε, προσπαθώντας να δει όλο και βαθύτερα. “Αποκλείεται”, είπε από μέσα της. “Αποκλείεται να μη βρισκόμαστε στο εξοχικό… Για να σιγουρευτώ, όμως, κάτσε να δω τη λίμνη…”

 

Έκανε να περπατήσει – μα δεν της έβγαινε. “Όχι, πρέπει να πάρω και ένα αγόρι… δε γίνεται να βγω έξω μόνη”.

 

Κάθισε προσεχτικά πάνω σ’ ένα βράχο. Δεν την ένοιαζε άμα θα λερωνόταν. Είχε σκεφτεί πως θα έκανε κάνα μπάνιο… αλλά πού;

 

Καθώς, λοιπόν, κοίταζε το έδαφος (στην πραγματικότητα, όμως, κοίταζε το κενό), άκουσε περπατήματα. Ξαφνικά γύρισε το πρόσωπό της και κοίταξε τα δύο αγόρια. Αυτοί ούτε που κουνήθηκαν.

 

Κάποιες στιγμές αργότερα, τα περπατήματα μπορούσαν να ακουστούν δυνατότερα. Πλησίαζε… ποιος, όμως;

 

Η απορία της Αφροδίτης λύθηκε, όταν φάνηκε μια σκιά να πλησιάζει όλο και πιο κοντά στη σπηλιά. Σηκώθηκε κατευθείαν από το βράχο που καθόταν, κι άρχισε να φωνάζει, καθώς η μορφή πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ευθύς τα αγόρια ξύπνησαν, τρομαγμένη από τα ουρλιαχτά του κοριτσιού. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κατευθείαν έριξαν το βλέμμα τους στην κοπέλα.

 

Εκείνη τους το ανταπέδωσε και τους έδειξε με το χέρι της τη σκιά που πλησίαζε. Περπάταγε αργά, γι’ αυτό και αργούσε να φανεί.

 

Τα αγόρια σηκώθηκαν ταυτόχρονα, κι όταν κατάλαβαν ότι δε βρίσκονταν στη σπηλιά με την Αιώνια Φλόγα, μούγκρισαν· η Αφροδίτη, όμως, τους έκανε να πάψουν, γιατί η μορφή μόλις είχε εμφανιστεί μπροστά στα μάτια των παιδιών.

 

Ο Άρης, ο Πέτρος και η Αφροδίτη έμειναν με το στόμα ανοιχτό· το ίδιο και η μορφή. Ήταν πολύ κοντύτερη από τους ανθρώπους, με μεγάλο στρουμπουλό πρόσωπο, γαμψή μύτη, ενώ τα μαλλιά της ήταν σηκωμένα, σαν να είχαν μόλις ηλεκτριστεί… ή τα έκανε έτσι για να πάρει μπόι! Φορούσε μια μπλε φόρμα εργασίας και στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα μικρό ξύλινο καλαθάκι.

 

Επικράτησε απόλυτη σιωπή γι’ αρκετή ώρα. Ο μοναδικός ήχος που μπορούσε, έστω κι ελάχιστα, ν’ ακουστεί ήταν το θρόισμα των φύλλων των δέντρων, που βρίσκονταν έξω απ’ τη σπηλιά.

 

Το λόγο τον πήρε ο Άρης, όταν έπρεπε κάποιος να μιλήσει: «Ποιος είσαι εσύ;» Ρώτησε, αν και το ύφος του πρόδιδε μια αγένεια, το είπε όμως ήσυχα κι ήρεμα, κάτι πολύ προφανές.

 

Το μικρό πλάσμα, που έμοιαζε αρκετά με άνθρωπο, μόνο που ήταν πολύ κοντός κι από νάνο, δεν έβγαλε ούτε λέξη από το στόμα του. Έχοντας αρκετά ψηλά το κεφάλι του, κοίταζε μια τον Άρη, μια τον Πέτρο και μια την Αφροδίτη. Το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο γι’ αρκετή ώρα.

 

«Ποιος είσαι;» επανέλαβε ο Άρης, πιο δυνατά αυτή τη φορά, μην τυχόν και δεν είχε ακούσει.

 

Ο μικρός ανθρωπάκος, όμως, έμεινε ακίνητος και χωρίς να βγάλει κουβέντα.

 

«Φαντάζομαι», είπε ο Άρης στραμμένος προς τους φίλους του, «δε μπορούμε να μιλήσουμε τη γλώσσα του… ούτε κείνος, όμως…»

 

Επικράτησε άκρα σιωπή για κάμποσες στιγμές ξανά. Ο Άρης άρχισε ν’ αναρωτιέται από μέσα του πού στο καλό βρίσκονταν… και τι πλάσμα ήταν αυτό που μόλις αντίκρισε μπροστά του. Αυτό έκανε και ο Πέτρος.

 

Το ανθρωπάκι φοβήθηκε και έκανε να φύγει, όταν η Αφροδίτη προσπάθησε να τον πλησιάσει. «Μη… μη φεύγεις!» του είπε. Αντί να φύγει, όμως, παρέμεινε ακίνητος. Άμα η Αφροδίτη τον πλησίαζε, ήταν σίγουρη πως θα έφευγε. Γι’ αυτό και γύρισε στη θέση της.

 

Τότε, το πλάσμα έκανε κάτι που έπρεπε να το είχε κάνει εξαρχής. Έβαλε το χέρι του, το μικρό του χεράκι, μέσα σε μια απ’ τις τσέπες της φόρμας του. (Τα τρία παιδιά άρχισαν να απομακρύνονται από κείνον – σιγά σιγά, όμως, μην τυχόν και το καταλάβει.) Μέσα απ’ την τσέπη, έβγαλε μια μικρή συσκευή. Του Άρη του φάνηκε σαν συσκευή υπαγορεύσεως, σαν αυτές τις συσκευές που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι όταν θέλουν να ηχογραφήσουν το λόγο κάποιου, πχ., πολιτικού.

 

Πάτησε διάφορα κουμπιά, και ο Άρης, ο Πέτρος και η Αφροδίτη είδαν ότι η συσκευή αυτή περιείχε ένα μικρό μικρόφωνο. “Ναι”, είπε ο Άρης, “είναι σίγουρα τέτοια συσκευή. Μήπως θα μας πάρει συνέντευξη;

 

Στη συνέχεια, τους έγνεψε ν’ αρχίσουν να μιλάνε. Όταν, όμως, τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι ήθελε να κάνουν, μίλησε κείνος στο μικρόφωνο. Προφανώς μίλησε τη δικιά του γλώσσα.

 

«Μιλήστε!» ακούστηκε δυνατά μια φωνή, προερχόμενη από τη συσκευή.

 

Τα παιδιά άνοιξαν το στόμα τους βγάζοντας ένα επιφώνημα, όμοιο με: «Αα! Αυτό ήθελες τόση ώρα;…»

 

Η συσκευή το μετέφρασε και ξαφνικά βγήκε κάτι παράξενο από το ηχείο. “Σαν βρισιά ακούστηκε”, είπε από μέσα του ο Πέτρος και γέλασε.

 

Το πλάσμα μίλησε, και από το ηχείο βγήκε: «Ναι, αυτό ήθελα, χι, χι!» γέλασε πονηρά στο τέλος.

 

Τους έκανε νεύμα να σταματήσουν να μιλάνε. Είχε πλησιάσει πολύ κοντά το μικρόφωνο στο στόμα του, μιλώντας ασταμάτητα. Ξαφνικά, όταν τελείωσε, το ηχείο είπε τα εξής:

 

«Καλή σας μέρα, άνθρωποι! Ναι, ξέρω τι είδους πλάσματα είστε. Εμείς, η δικιά μου φυλή δηλαδή, ονομαζόμαστε Μάλκαρ. Μάλκαρ σημαίνει… το σώμα μου και τα χαρακτηριστικά μου. Φαντάζομαι να το καταλάβατε» (τα παιδιά έγνεψαν καταφατικά) «Οι Μάλκαρ είναι αρκετά ήσυχα και ήρεμα πλάσματα, οπότε δε θα σας πειράξουμε καθόλου. Να σας φοβηθούμε, ναι. Αλλά δε θα σας αγγίζαμε, με σκοπό πάντα να σας επιτεθούμε, σε καμιά περίπτωση. Εκτός κι αν μας πειράξετε πρώτοι εσείς. Πάντως, καλά παιδιά φαίνεστε, γι’ αυτό και δε θα μας πειράξετε… τα ξέρω εγώ αυτά!

 

»Άμα θέλετε, μπορείτε να με ακολουθήσετε. Μάζευα φρούτα από το δάσος» (όταν το μετέφραζε, κοίταξε το καλαθάκι· ήταν άδειο και ακούστηκε ένα μουγκρητό) «γκρρ!… τρόπος του λέγειν… μάλλον θα μου έπεσαν στη διαδρομή… Λοιπόν, όπως σας είπα, μπορείτε να με ακολουθήσετε και να σας φιλοξενήσω στο σπιτικό μου, εφόσον θέλετε, βέβαια. Εκεί, επίσης, θα μπορείτε να πιείτε κι ένα φίλτρο, ικανό να μπορείτε να μιλάτε τη γλώσσα μας, κι οποιαδήποτε άλλη γλώσσα θέλετε, χωρίς όμως να ξεχάσετε τη δική σας. Αυτό θα μας χρησιμεύσει πολύ στις συζητήσεις μας, οι οποίες σίγουρα θα είναι αρκετές, γιατί μ’ αυτό το μαραφέτι εγώ δεν αντέχω. Συμφωνείτε;»

 

«Ναι!» φώναξαν κι οι τρεις. Δεν ήξεραν την αιτία αλλά τον είχαν συμπαθήσει τον Μάλκαρ. Οπωσδήποτε θα πήγαιναν στο σπιτικό του. Το θέμα, όμως, δεν ήταν αυτό, αλλά το να φύγουν από κει και να γυρίσουν πίσω, στο εξοχικό των γονιών του Πέτρου. Αυτό, όμως, δεν είχε εμφανιστεί καθόλου στις σκέψεις των τριών παιδιών. Κι ως εξερευνητές και περιπετειώδης χαρακτήρες, μ’ εξαίρεση το κορίτσι, ήθελαν να μείνουν σ’ έναν νέο γι’ αυτούς κόσμο…

 

Το μηχάνημα μετέφρασε το «ναι!» στη γλώσσα του Μάλκαρ. Μίλησε και το ηχείο είπε:

 

«Πολύ ωραία, καλά μου παιδιά! Τότε, ακολουθήστε με!»

 

Χωρίς να μιλήσουν, τα τρία παιδιά, βρισκόμενοι πίσω από τον Μάλκαρ, τον ακολούθησαν κι εξαφανίστηκαν απ’ τη σπηλιά, αφήνοντάς την μέτρα πίσω τους.

 

Όταν βγήκαν έξω απ’ τη σπηλιά και αντίκρισαν τον έξω κόσμο, έκλεισαν άθελά τους τα μάτια τους. Γιατί η λαμπρότητα του φωτός ήταν αρκετά έντονη σε σχέση με το εσωτερικό της σπηλιάς. Μόλις συνήθισαν, όμως, μπορούσαν μια χαρά να προχωρήσουν.

 

«Ελάτε, ελάτε, μην αργοπορείτε!» τους είχε πει ο Μάλκαρ όταν εκείνοι έμειναν ακίνητοι. «Προχωράτε!»

 

Προχώρησαν, και πραγματικά είχαν μείνει άφωνοι από την ομορφιά του μονοπατιού το οποίο διέσχιζαν.

 

Ήταν ένα στενό μονοπατάκι, γι’ αυτό και ο Μάλκαρ ήταν πρώτος, ο Άρης δεύτερος, η Αφροδίτη τρίτη και ο Πέτρος τέταρτος. Η Αφροδίτη προτίμησε να μπει ανάμεσα στα δύο αγόρια για περισσότερη ασφάλεια· αν και όλα ήταν όμορφα και ήσυχα, για καλό και για κακό πρότεινε αυτή την ιδέα και τα αγόρια δεν την αγνόησαν.

 

«Αυτοί είναι φίλοι!» πετάχτηκε το ηχείο, αφού πρώτα είχε μιλήσει ο Μάλκαρ. «Έτσι μπράβο! Ο ένας να προστατεύει τον άλλον! Πάντα, παιδιά μου!»

 

Το ότι υπήρχαν διάφορα δέντρα και φυτά στις δύο άκρες του στενού μονοπατιού, έκανε το δρόμο τους ακόμα πιο δύσκολο. Ένα κλαδί με ένα μυτερό αγκάθι είχε ξεπροβάλει από το πουθενά, όταν του έκανε μια κίνηση ο Μάλκαρ. Ο Άρης, όμως, πάντα παρατηρητικός, έσκυψε και έκοψε με το χέρι του το κλαδί. Άμα φορούσε κάνα παπούτσι, θα το πάταγε, μόνο που τώρα ήταν τελείως γυμνός, κι αυτό ήταν ένα θέμα: η Αφροδίτη, αν και πολύ περισσότερο ο Άρης και ο Πέτρος, τα δύο αγόρια, πρόσεχαν αρκετά μην τους τρυπήσει κανένα αγκάθι από κάνα δέντρο.

 

«Αυτό θα πει φιλία: να σώζει ο ένας τον άλλον!» είπε το ηχείο και τα τρία παιδιά γέλασαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους.

 

Αφού διέσχισαν το μονοπάτι, που το έδαφός του ήταν από χώμα, πέρασαν σε ένα πράσινο τοπίο, γεμάτο γρασίδι και χόρτο, και, στη συνέχεια, πέρασαν την άλλη όχθη ενός ποταμού. Απ’ όσο είδαν τα τρία παιδιά, το ποτάμι, ένα αρκετά ορμητικό ποτάμι, έτρεχε προς μια κατεύθυνση, και ξαφνικά χάθηκε. “Υπάρχουν καταρράκτες;” ρώτησε από μέσα της η Αφροδίτη. “Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου!

 

«Α, να ’σαστε!» αναφώνησε το ηχείο, που ο Μάλκαρ το είχε προφανώς ξεχάσει ανοιχτό. Δε μιλούσε στα παιδιά αλλά στα φρούτα. Έτσι, άρχισε να τα μαζεύει ένα ένα. Επειδή, όμως, δε βρίσκονταν πια σ’ αυτό το στενό μονοπατάκι, τα τρία παιδιά απομακρύνθηκαν ο ένας με τον άλλο, για να έχουν περισσότερη άπλα.

 

«Κύριε Μάλκαρ;» είπε η Αφροδίτη, μα εκείνος τη διέκοψε.

 

Μίλησε στο μικρόφωνο κι εκείνο είπε:

 

«Τ’ όνομά μου δεν είναι Μάλκαρ. Μάλκαρ ονομάζεται η φυλή μας, όχι εμείς! Το όνομά μου είναι Μαλς…»

 

«Ωραία», είπε κείνη, «κύριε Μαλς».

 

«Λέγε, παιδί μου, χωρίς καθυστερήσεις», είπε το ηχείο κάπως εκνευρισμένο. Ο κύριος Μαλς προφανώς είχε εκνευριστεί με το ότι ήταν υποχρεωμένος να μαζεύει όλα τα φρούτα. Για καλή του τύχη, όμως, ήταν αρκετά κοντός κι έτσι δε χρειαζόταν να σκύβει περισσότερο.

 

«Θα ήθελα να δω τον καταρράκτη, ξέρετε, το ποτάμι που περάσαμε λίγη ώρα τώρα…»

 

«Είναι στο δρόμο μας, παιδί μου! Όταν κατέβουμε κάτω, θα μπορείς να τον δεις! Ναι, είναι αρκετά ωραίο θέαμα. Ξέρεις, πέφτει σε μια λιμνούλα…»

 

Τα τρία παιδιά, αρκετά αμήχανα τώρα, προσπάθησαν να σταματήσουν τη συζήτηση και να προχωράνε για να φτάσουν στο σπίτι του κυρίου Μαλς. Κανένας τους δεν είχε αναφέρει την περιπέτεια που πέρασαν με τη λίμνη, με την ξαφνική καταιγίδα, κι ό,τι άλλο είχε συμβεί κει.

 

Επικρατούσε ένα δροσερό αεράκι, ό,τι έπρεπε για αυτή την περίσταση, γιατί ο ήλιος όλο και ανέβαινε στον ουρανό, θερμαίνοντας όλη την περιοχή διπλάσια αυτή τη φορά σε σχέση με κάποιες στιγμές πριν.

 

Βρίσκονταν σε ένα λιβάδι, γεμάτο γρασίδι και χόρτο. Προς μεγάλη απορία των παιδιών, δε βρισκόταν τίποτε άλλο στο λιβάδι παρά μονάχα αυτό. Ούτε δέντρα ούτε τίποτα. Τα δέντρα τα είχαν περάσει κάμποσες στιγμές τώρα.

 

Ο κύριος Μαλς, ιδρωμένος, μάζευε τα φρούτα που του ’χαν πέσει. “Πώς και κουράζεται τόσο πολύ, αφού δε χρειάζεται να σκύβει!” σκέφτηκε απορημένος ο Άρης. Λαχάνιαζε πού και πού, επίσης.

 

Πέρασαν το μονότονο λιβάδι, μέχρι που βρέθηκαν σε ένα πυκνό δάσος. Όλα τα δέντρα φάνταζαν τρομερά και απειλητικά καθώς τα έβλεπαν τα τρία παιδιά, κι άμα ήταν ζωντανά, σίγουρα όλοι θα πήγαιναν να κρυφτούν στην πλάτη του κυρίου Μαλς!

 

Ο άνεμος είχε ξαφνικά δυναμώσει αρκετά κι ακουγόταν ο ήχος που έκαναν τα φύλλα των δέντρων όταν συγκρούονταν το ένα φύλλο του δέντρου μ’ ένα άλλο φύλλο ενός άλλου δέντρου, που βρίσκονταν σχεδόν κολλημένα.

 

«Επιτέλους! Τελείωσα!» είπε το ηχείο χαρούμενο.

 

Η διάρκεια που βρίσκονταν μες στο δάσος δεν κράτησε πάρα μόνο δέκα λεπτά, κι όταν ο κύριος Μαλς είχε τελειώσει το μάζεμα των φρούτων του, βγήκαν κατευθείαν έξω απ’ αυτό.

 

Στη συνέχεια ακολούθησε μια μεγάλη κατηφόρα, κι όπως αντίκρισαν τα τρία παιδιά, πέρα μακριά βρισκόταν ένα μικρό χωριουδάκι. Είχε πολλά σπιτάκια σε σειρά το ένα με το άλλο, που σχημάτιζαν έναν κύκλο. Μες στο κύκλο βρισκόταν μια μικρή πλατεία, με τα δρομάκια της και τα παγκάκια της, ενώ στη μέση υπήρχε ένα μικρό κηπάκι, μ’ ένα ψηλό δέντρο, που ξεπερνούσε και το μεγαλύτερο σπίτι του χωριού. Επιπλέον, αυτό που τους έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση ήταν πως, στον απέναντι λόφο, ήταν χτισμένο ένα τεράστιο κτίριο, φτιαγμένο από πέτρα (έτσι κι αλλιώς, όλα τα σπίτια του χωριού από πέτρα ήταν φτιαγμένα). Ήταν έτοιμοι να ρωτήσουν τον κύριο Μαλς αλλά το άφησαν για αργότερα.

 

«Μπορείτε να κατεβείτε την κατηφόρα γρήγορα κι εύκολα, ε;» ρώτησε ο Μάλκαρ μ’ ένα ύφος ότι αυτό που ρώτησε ήταν άσκοπο.

 

«Εννοείται!» είπε ο Άρης.

 

«Άντε αρχίστε… πρώτοι από μένα!» τους παρότρυνε.

 

Τα παιδιά, αρκετά προσεχτικά μην τυχόν και γκρεμιστούν, άρχισαν να κατεβαίνουν τον λόφο. Όταν είχαν φτάσει στη μέση της διαδρομής, ο κύριος Μαλς τούς χαμογέλασε από ψηλά. Δεν ήξεραν ότι μπορούσε να πετάξει. Είχε βγάλει φτερά από την πλάτη του, σκίζοντας τη φόρμα, αν και τότε διαπίστωσαν πως ήταν ήδη σκισμένη…

 

«Πονηρέ!» είπε και χαμογέλασε ο Πέτρος καθώς έφταναν στην είσοδο του χωριού.

 

«Σταθείτε!» τους είπε το ηχείο της συσκευής. «Κάντε κάμποσα βήματα πίσω, παρακαλώ.

 

Τα παιδιά έκαναν πέντε βήματα πίσω.

 

Τότε, ο κύριος Μαλς έβαλε το χέρι του στην πύλη, που είχε μια ειδική τοποθεσία σε σχήμα τετραγώνου. Ψιθύρισε κάτι στη γλώσσα του, αφού πρώτα εμφανίστηκε ένα μικρό μάτι στο πάνω μέρος της πόρτας. Αυτό μετά έκλεισε και η πόρτα άνοιξε, καθώς τα δύο μέρη της απομακρύνονταν το ένα με το άλλο.

 

«Περάστε!» γρύλισε ο κύριος Μαλς όταν ο Άρης, ο Πέτρος και η Αφροδίτη δεν πέρασαν από μόνοι τους. Όταν μπήκαν μες στο χωριό, προχώρησε κι αυτός κι η πόρτα έκλεισε με θόρυβο.

 

«Μέτρα προστασίας, βλέπεις!» είπε σκυθρωπά ο κύριος Μαλς. «Όταν ξύπνησε ο Δράκος…»

 

«Ο ποιος;» έκανε η Αφροδίτη τρομαγμένη, ωστόσο ο κύριος Μαλς την αγνόησε.

 

«…αναγκαστήκαμε να πάρουμε πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Ένα απ’ αυτά ήταν αυτή η τεράστια πόρτα που μόλις είδατε. Αλλά… τι να την κάνεις την πόρτα όταν ο Δράκος μπορεί ανά πάσα στιγμή να πετάξει από κει που βρίσκεται και να ’ρθει να σου κάψει το χωριό! Όμως, ο Δράκος δεν εμφανίζεται παρά μόνο οι βοηθοί του, κάτι μικρά δρακάκια, που, αν και δε μπορούν να πετάξουν, μπορούν μια χαρά να βγάλουν φωτιά από το τόσο δα στοματάκι τους.

 

»Αχ», αναστέναξε κι αυτός, αναστέναξε και το μηχάνημα, «να ’ναι καλά αυτός ο Μάγος…»

 

«Ο ποιος;» Αυτή τη φορά δεν ήταν η Αφροδίτη αλλά ο Άρης. Δε φοβόταν, απλά παραξενεύτηκε. Ο κύριος Μαλς, όμως, δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε να μιλάει.

 

«…που μας βοήθησε να τον κοιμίσουμε μ’ ένα ισχυρό ξόρκι του. Κρίμα τώρα που τον έχει αιχμάλωτο στην Χώρα του ο Δράκος… Αν είχαμε ένα Σπαθί», είπε ο κύριος Μαλς και τα τρία παιδιά τον άκουγαν πιο προσεχτικά τώρα, «ή, καλύτερα, το Σπαθί του Πουλιού της Φωτιάς, θα μπορούσαμε να τον νικάγαμε. Αλλά τι σας τα λέω αυτά και σας κουράζω…»

 

Καθώς τα έλεγε αυτά, όμως, σήκωσε το κεφάλι του τόσο πολύ, που παραλίγο να πάθει τίποτα. «Εσείς…» είπε. «Εσείς είστε Άνθρωποι! Εσείς μπορείτε να πάρετε το Σπαθί!»

 

«Ορίστε;» έκανε ο Άρης.

 

Επικράτησε σιωπή για κάμποσα λεπτά.

 

Ο Άρης σκεφτόταν ό,τι είπε ο κύριος Μαλς. Είχε αρχίσει να θυμώνει. “Απ’ ό,τι κατάλαβα αυτή τη στιγμή, αυτός ο γέρος θέλει να σκοτώσουμε το Δράκο, παίρνοντας ένα Σπαθί από ένα Πουλί της Φωτιάς;… Μα, καλά, τι ασυναρτησίες είναι αυτές που λέει;…

 

«Πρέπει… πρέπει να σας πάω στον Μαλκάρεντς! Ναι, εσείς είστε ικανοί να πάρετε το Σπαθί από τη Μάγισσα! Εσείς και μόνον εσείς!!!» είπε και ούρλιαξε από τη χαρά του, σαν τρελός.

 

«ΣΥΓΓΝΩΜΗ!» βρυχήθηκε ο Άρης, αδιαφορώντας για ό,τι έλεγε. «ΕΜΑΣ… Εμάς μας ρώτησες;»

 

Ο κύριος Μαλς, μες στην ανυπομονησία του, άρχισε να ξεχνάει τους καλούς του τρόπους: «Βρε ποιος χέστηκε για σας;»

 

«Α!» φώναξε δυνατά το αγόρι, που, αν και βρίσκονταν κάτι μέτρα μακριά απ’ τα σπίτια, τον είχαν ακούσει διάφοροι Μάλκαρ. «Ώστε αδιαφορείς πλήρως, έτσι δεν είναι;»

 

Ήταν έτοιμος να του ρίξει μια μπουνιά. Παραλίγο να το ’κανε, αν δεν τον απέτρεπε ο Πέτρος. «Πρε… πρέπει να ηρεμήσεις, Άρη. Υπερβαίνεις το όριο όταν σ’ εξοργίζουν οι άλλοι!»

 

«ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΞΟΡΓΙΣΤΩ ΜΕ ΤΙΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ΤΟΥΤΟΣ ΔΩ!»

 

«Λοιπόν», είπε ο κύριος Μαλς μες στην ανυπομονησία του, «πρέπει να σε πάω στον Μαλκάρεντς! Φτου!» έκανε. «Πριν σε πάω κει πέρα, πρέπει να σε –σας, συγγνώμη, μπερδεύτηκα– πάω πρώτα στο σπίτι μου! Για να πιείτε το φίλτρο!»

 

«Έτσι νομίζεις…» σάρκασε ο Άρης. «Εγώ δεν πάω στο κωλόσπιτό σου, Μαλς!»

 

Μα μετά σαν να ηρέμησε κάπως. Η δύναμη της περιπέτειας συγκρούστηκε με τη δύναμη του θυμού του, μόνο που η περιπέτεια νίκησε. «Ναι…» είπε σιγανά αυτή τη φορά. «Πρέπει να πάμε! Πρέπει να τους σώσουμε από το Δράκο!»

 

«Μα, Άρη», είπε ο Πέτρος, μα…

 

«ΠΑΣ ΚΑΛΑ, ΠΕΤΡΟ; Θ’ ΑΡΝΗΘΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ; ΚΑΙ ΠΕΡΝΑΓΕΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ…»

 

«Κ… καλά…» είπε κείνος, φοβισμένος από την τρομαχτική αντίδρασή του φίλου του.

 

«Άντε, άντε… ελάτε!» είπε ανυπόμονα ο κύριος Μαλς.

 

Τους οδήγησε στο σπίτι του. Ήταν ένα μικρό σπιτάκι, που το σαλόνι ήταν το κυρίως δωμάτιο ολόκληρου του σπιτιού. Όλα τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν αρκετά μικρά.

 

Τα τρία παιδιά παραξενεύτηκαν όταν είδαν πως οι Μάλκαρ είχαν κι αυτοί ηλεκτρικό ρεύμα, συσκευές… «Έτσι κι αλλιώς», είπε η Αφροδίτη όταν ο Άρης συνέχιζε ν’ απορεί, «πώς υπήρχε συσκευή όμοια μ’ αυτή που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι, Άρη;»

 

«Α, ναι!» είπε κείνος κάπως χαμένος.

 

«Ορίστε», είπε ο κύριος Μαλς αφού έφερε τρία μπουκαλάκια με φίλτρο, ένα για τον καθένα, «πιείτε τα στα γρήγορα για να πάμε κει κατευθείαν. ΤΩΡΑ!» φώναξε όταν δεν τον άκουγαν.

 

«Δεν πιστεύω να περιέχει κάτι άλλο κει μέσα, ε;» ρώτησε καχύποπτα η Αφροδίτη τον Μάλκαρ.

 

Αυτό δεν έπρεπε να το πει… Γιατί ο κύριος Μαλς ξέσπασε φωνάζοντας: «ΔΕ ΜΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΤΕ, ΑΘΛΙΑ ΚΤΗΝΗ; ΕΓΩ, ΔΗΛΑΔΗ, ΠΩΣ ΣΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΑ, ΣΑΣ ΠΗΡΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ, ΣΑΣ ΕΦΕΡΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, ΣΑΣ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ ΜΟΥ, ΕΝΩ ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΑΣ ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΜΑΛΚΑΡΕΝΤΣ;»

 

«Όχι… όχι, συγγνώμη…» είπε η Αφροδίτη και το ήπιε.

 

Όταν το κατάπιαν το φίλτρο, το μυαλό τους άρχισε να ξεθολώνει· μόνο που αργότερα θόλωσε και βάρυνε, σαν να ’χε πάρει περισσότερη γνώση απ’ όση άντεχε.

 

Ο κύριος Μαλς έκλεισε τη συσκευή του, και είπε στη δικιά του γλώσσα:

 

«Τι έγινε; Μπορείτε, δε μπορείτε;»

 

Ο Άρης, ο Πέτρος και η Αφροδίτη δεν απάντησαν.

 

«Ε; Ε;» έκανε εκείνος σαν να φοβόταν ότι δεν πέτυχε το φίλτρο. «Αχ! Και το ’λεγα στον Φιλτροποιό… δεν το παρασκεύασε καλά… αχ, τον βλάκα, τον βλάκα».

 

Γέλια αντήχησαν σ’ όλο το σαλόνι. Ο κύριος Μαλς ήταν σκυφτός, γι’ αυτό απόρησε πώς έρχονταν οι φωνές. Κοίταξε τα παιδιά. «Βρε μπαγάσικα…» είπε· δε χρειαζόταν να συνεχίσει.

 

«Χα, χα, χα!» γέλασε μ’ όλη του τη ψυχή ο Άρης.

 

«Χα, χα!» γέλασε ο Πέτρος.

 

«Χα, χα, χα, χα!» γέλασε η Αφροδίτη.

 

Ωστόσο, ο κύριος Μαλς παρέμεινε ανέκφραστος.

 

«ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ!» γέλασε κι εκείνος μ’ όλη του τη ψυχή… Ύστερα, σκυθρώπιασε: «Άντε!... Θα πάμε τώρα;…»

 

«Ας πάμε. Αφού το θέλει ο κύριος Μαλς θα πούμε εμείς όχι;» είπε ο Άρης και τα δύο παιδιά παραξενεύτηκαν κι απόρησαν.

 

ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ - 2 - Ο κύριος Μαλς ο Μάλκαρ.pdf

Link to comment
Share on other sites

Σαν αμεσως επομενο κεφαλαιο ειναι πολυ καλυτερο απο το πρωτο. Ολο και περισσοτερο μου θυμιζει την Ναρνια.

Εχεις και παλι καποια λαθακια πολυ λιγοτερα απο το πρωτο κεφαλαιο ομως. Αν εχω καποια ενσταση ειναι για την γυμνια των παιδιων. Τι προσφερει στο κειμενο? Γιατι συνεβη? Πως εξηγεις πως βρεθηκαν ολογυμνα? Δεν θα επρεπε να ντρεπονται αφου ειναι εντελως γυμνα? Αντιθετα περπατουν ο ενας διπλα στον αλλο χωρις καμμια ντροπη. Τα παιδια μπορει να ειναι φιλοι αλλα εχουν παντα συναισθηση της διαφορετικοτητας τους και δεν νομιζω πως θα ηταν τοσο ανετα. Επισης δεν ξερω γιατι διαλεξες να μουγκριζουν τα αγορια οταν καταλαβαινουν πως δεν ειναι στην πρωτη σπηλια. Ισως να μενουν απο εκπληξη η να αναρωτιουνται η κατι τετοιο. Οι διαλογοι θα ηθελα να ειναι λιγο πιο συνδεδεμενοι, μου δινεις την εντυπωση πως πηδας λιγο λεπτομερειες που εχεις στο μυαλο σου αλλα δεν εχεις γραψει στο κειμενο.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλιά σου!

 

Αυτό με τη γύμνια των παιδιών εμφανίζεται από το πρώτο Μέρος, όταν άρχισαν να κολυμπούν στη λίμνη. Επειδή δεν είχαν πάρει μαγιό, και ήθελαν οπωσδήποτε να κολυμπήσουν (μια και πήγαν εκεί), έβγαλαν τα ρούχα τους. Κι όταν άρχισε η καταιγίδα, δεν πήραν τα ρούχα τους, και πήγαν κατευθείαν στη σπηλιά... και εκεί πήγαν στον "Άλλο Κόσμο" (με την καλή έννοια!) Όχι, πιστεύω κανένας τους δεν έχει πρόβλημα... δε ντρέπονται για το σώμα τους, μόλο που είναι διαφορετικοί.

 

Αυτό με το μυαλό μου, ναι, συμφωνώ! Αυτό είναι το ΚΥΡΙΟ πρόβλημά μου... τα 'χω όλα στο μυαλό μου και είναι ΠΟΛΥ δύσκολο, για μένα τουλάχιστον, να τα γράψω σ' ένα (ψηφιακό) χαρτί!

 

(ΥΓ. Και να φανταστείς δεν έχω καν διαβάσει Νάρνια -- μόνο την πρώτη και την τρίτη ταινία έχω δει, κι όταν έγραφα το κείμενο, το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόμουν θα 'ταν η Νάρνια!!!)

Όπου να 'ναι θα γράψω και το τρίτο Μέρος... Από το τέταρτο, πιστεύω, αρχίζει η... περιπέτεια.

 

 

Σαν αμεσως επομενο κεφαλαιο ειναι πολυ καλυτερο απο το πρωτο. Ολο και περισσοτερο μου θυμιζει την Ναρνια.

Εχεις και παλι καποια λαθακια πολυ λιγοτερα απο το πρωτο κεφαλαιο ομως. Αν εχω καποια ενσταση ειναι για την γυμνια των παιδιων. Τι προσφερει στο κειμενο? Γιατι συνεβη? Πως εξηγεις πως βρεθηκαν ολογυμνα? Δεν θα επρεπε να ντρεπονται αφου ειναι εντελως γυμνα? Αντιθετα περπατουν ο ενας διπλα στον αλλο χωρις καμμια ντροπη. Τα παιδια μπορει να ειναι φιλοι αλλα εχουν παντα συναισθηση της διαφορετικοτητας τους και δεν νομιζω πως θα ηταν τοσο ανετα. Επισης δεν ξερω γιατι διαλεξες να μουγκριζουν τα αγορια οταν καταλαβαινουν πως δεν ειναι στην πρωτη σπηλια. Ισως να μενουν απο εκπληξη η να αναρωτιουνται η κατι τετοιο. Οι διαλογοι θα ηθελα να ειναι λιγο πιο συνδεδεμενοι, μου δινεις την εντυπωση πως πηδας λιγο λεπτομερειες που εχεις στο μυαλο σου αλλα δεν εχεις γραψει στο κειμενο.

Link to comment
Share on other sites

Γιώργο το δεύτερο μέρος είναι πιο καλογραμμένο απ' το πρώτο (και μακράν πιο καλογραμμένο απ' τον άρχοντα, πράγμα λογικό). Ξαναλέω ότι στα θετικά της γραφής σου είναι ότι είναι απλή κι απέριττη, θετικό δηλαδή για μία τέτοια περιπέτεια γιατί κρατάς την αγωνία και δεν κουράζεις. ΩΣΤΟΣΟ αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να την "ομορφαίνεις" και λίγο που και που. Αυτό θέλει αρκετή δουλειά ακόμη... Ν' αποφευχθούν πολύ απλοϊκές και καθημερινές λέξεις και φράσεις στην αφήγηση και να προσέξεις πολύ τις επαναλήψεις που συνεχίζεις να τις κάνεις αρκετά συχνά. Επίσης η ιστορία κάνει κάτι κενά στον ρεαλισμό (όπως το γιατί τα παιδιά δεν ντύθηκαν ενώ υπήρχε χρόνος στο πρώτο μέρος, τότε στη λίμνη, γιατί αυτά τα πλασματάκια τους εμπιστεύονται τόσο εύκολα, γιατί τα παιδιά εμπιστεύονται τα πλασματάκια τόσο εύκολα, κτλ...) Δεν ξέρω αν το πέρασες έλεγχο. Θέλει καλό ξαναπέρασμα και για την ιστορία και για τα λαθάκια.

 

Καλή συνέχεια, περιμένω το τρία!;-)

 

το σπαθί κι ο δράκος - μέρος 2.doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..