Cassandra Gotha Posted September 14, 2011 Share Posted September 14, 2011 (edited) Η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό Ερινύας, με την εισαγωγή του DinoHajiyorgi. 6918 λεξούλες. (Ευγενία; ) Στο τέλος του ποστ υπάρχει και αρχείο. Η σερέτ της στέπας Άφησαν το φαράγγι πίσω τους και βγήκαν στην μεγάλη έρημο. Μπροστά περπατούσε η ψηλή, μαύρη τροφός με την γαλάζια κελεμπία και το πορφυρό σαρίκι. Τρία βήματα πίσω ακολουθούσε το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα, προφυλαγμένο στα γκρίζα του υφάσματα. Τις νύχτες έπιναν το ξινό τσάι που ετοίμαζε η γυναίκα, και στην διάρκεια της ημέρας δεν ένιωθαν καθόλου τη ζέστη. Άγριο, σκληρό γρασίδι άρχισε να ξεπηδάει μέσα από την κατάλευκη, αλατισμένη άμμο. Ανέβηκαν στον πρώτο λόφο και ατένισαν τη θέα. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Δύο στρατοί, μια θάλασσα από σκηνές, αντίπαλα, τρομερά λάβαρα. Η μαύρη γυναίκα γονάτισε δίπλα στο κορίτσι. «Πες μου αυτά που ξέρεις» είπε προστακτικά. Τα λόγια τάραξαν τη μνήμη της κοπέλας. Είδε ξανά τις ζωγραφιές πάνω στην πέτρα. «Δύο πρίγκιπες, δύο αδέλφια, σε πικρή μάχη για τον θρόνο. Ο σημαδεμένος ποθεί τους θησαυρούς του στέμματος. Ο σακάτης αποζητά δύναμη και εξουσία.» Η γυναίκα έβγαλε ένα αστραφτερό εγχειρίδιο με λαβή από ελεφαντόδοντο. Το τύλιξε με ένα κόκκινο μαντίλι και το έδωσε στο κορίτσι. «Αυτή είναι η οργή σου.» Μετά έβγαλε μια μικρή, ξύλινη κασετίνα και σκύβοντας πάλι προς το κορίτσι την έσπρωξε μέσα στις πτυχές του γκρίζου υφάσματος. «Κι αυτή είναι η ελπίδα σου.» Το κορίτσι κοίταξε προς τις σκηνές. Υπήρχαν εκεί κάτω άντρες με σκληρές πανοπλίες και σκληρότερες ακόμα καρδιές. Την τρόμαζαν. Γύρισε το λυπημένο της βλέμμα πίσω στη γυναίκα. «Από εδώ συνεχίζεις μόνη σου» είπε η τροφός, «Διάλεξε σοφά.» Το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα πια, άφησε τις πατούσες της να γλιστρήσουν στη μαλακή άμμο και κατευθύνθηκε αβέβαιη προς το πεδίο της μάχης. Ένιωθε τον δεσμό με την τροφό να αδυνατίζει όσο απομακρυνόταν, ένα νήμα που όσο εκείνη προχωρούσε τόσο αυτό τέντωνε με κίνδυνο να σπάσει. Ένιωθε τον λαιμό της ξηρό και παγωμένο, παρενέργεια του αφεψήματος που έπινε κάθε βράδυ. Ένιωθε μια πέτρα μέσα βαθιά στο στήθος, που την ανάγκαζε να περπατάει καμπουριαστή σαν γριά. Φοβόταν αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Θάρρος, Ίρη, θάρρος, σκέφτηκε, μην ρεζιλέψεις την Αμπά. Με το καλό της χέρι ψαχούλεψε τα αντικείμενα μέσα στα ρούχα της. Είχε πλησιάσει επικίνδυνα στο στρατόπεδο του Πρίγκηπα Εζέφ. Έπρεπε να μετρήσει τις κινήσεις της. Κοίταξε από μακριά τον περιφρουρόμενο χώρο. Εκεί μέσα βρισκόταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, που πολεμούσε να κρατήσει το στέμμα του νεκρού πατέρα του. Το ίδιο στέμμα που ο αδελφός του, ο Πρίγκηπας Λαζού, είχε ορκιστεί να το κερδίσει για δικό του, αψηφώντας τους νόμους της Οζλάκ και κάνοντας επίθεση στο ίδιο του το αίμα. Κανείς τους δεν έκανε πίσω, άντρες σκοτώνονταν και όπλα έσπαζαν τρεις μήνες που συνέχιζαν τον πόλεμο. Η χώρα είχε μείνει ανυπεράσπιστη από ξένους εισβολείς, πράγμα που δεν θα αργούσε να φτάσει στα αφτιά κατασκόπων. Τα ήξερε όλα αυτά, τα είχε διαβάσει στους ρούνους που έριχνε πάνω στην άμμο τα βράδια. Την είχε διδάξει η Αμπά πώς να ξεχωρίζει το παραπλανητικό όραμα από εκείνο που δείχνει την αλήθεια. Ευχαριστούσε κάθε μέρα τους θεούς που της έστειλαν τη θαυμάσια εκείνη γυναίκα, που μπορεί να ήταν σκληρή και απαιτητική μαζί της, όμως της έκανε μόνο καλό. Την είχε καθοδηγήσει αλάνθαστα ώστε να είναι έτοιμη τώρα να γίνει μια ελεύθερη γυναίκα. Κάτω από το άγρυπνο μάτι της δασκάλας του, το πληγωμένο παιδί είχε μεταμορφωθεί σε μία δυνατή και ανθεκτική κοπέλα, έτοιμη να αντιμετωπίσει τους φόβους της και να εκδικηθεί τους εχθρούς της. Εκτός όμως από τα πράγματα που της μάθαινε, η Αμπά ήταν σημαντική με έναν απόλυτο τρόπο για αυτήν. Κάθε μέρα που περνούσε, η τροφός την κράταγε στη ζωή. Αν πέθαινε η τροφός, θα πέθαινε κι η ίδια. Ήταν ο δεσμός, το ξόρκι που της είχε κάνει όταν ήταν ακόμα βρέφος, ορφανό και τραυματισμένο από τους άντρες του βασιλιά. Τους βάρβαρους πολεμιστές που σκότωσαν τους δικούς της και θα είχαν σκοτώσει και την ίδα, μωρό ακόμα, αν δεν ήταν η γενναία εκείνη γυναίκα. Μισούσε την Οζλάκ, μισούσε τους ανθρώπους της. Τους μισούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ήταν υπεύθυνοι για τη μοίρα της, υπεύθυνοι για την σκλαβιά και τη δυστυχία του να κρατιέται ζωντανή από ένα ξόρκι. Αλλά κυρίως, ήταν υπεύθυνοι για τη μοναξιά τού να είναι η τελευταία απόγονος ολόκληρης φυλής. Πήρε μια βαθιά αναπνοή για να φύγει λίγο από το βάρος που κουβαλούσε. Το ήξερε ότι ήταν μάταιο. Ποτέ δεν έφευγε. Αλλά της θέριεψε την οργή, και αυτό ήταν καλό. Προχώρησε πάνω από τους θάμνους και τις πέτρες που την χώριζαν από την απλή ξύλινη πόρτα του φράχτη, ώσπου ο γκρίζος μανδύας της έπαψε να την κρύβει και φρουρός την είδε να πλησιάζει. Σήκωσε το όπλο του και τη σημάδεψε χωρίς να πει κουβέντα, αλλά αυτή πλησίασε κι άλλο, γνωρίζοντας πως οι στρατιώτες της Οζλάκ υπάκουαν στη Θεά, και ότι δεν θα χτυπούσαν γυναίκα χωρίς λόγο. Όταν τον έφτασε σταμάτησε μπροστά του, και ο φρουρός μίλησε αργά και σταθερά. “Δεν θα κάνεις άλλο βήμα, γυναίκα.” “Δεν θα το κρίνεις εσύ αυτό, στρατιώτη.” “Πες μου ποια είσαι, τώρα.” Τον κοίταξε λίγο σοβαρή, πριν πει το ψέμα που είχαν έντεχνα ετοιμάσει με την Αμπά. “Η Άνασσα με στέλνει.” Στο άκουσμα του ονόματος ο στρατιώτης χαμήλωσε το όπλο. “Αν είσαι απεσταλμένη της Θεάς θα έχεις το σημάδι.” Η Ίρη σήκωσε το μανίκι της και φανέρωσε ένα ψεύτικα μελαμψό δέρμα και ένα ψεύτικο τατουάζ, καμωμένα από τα ξόρκια της Αμπάς. “Ένα φίδι που τρώει την ουρά του, το σύμβολο της Θεάς.” είπε ο φρουρός, βάζοντας το σπαθί στη θήκη του. “Πρέπει να δεις τον Πρίγκηπα τότε.” Η Ίρη τον ακολούθησε μέσα στο στρατόπεδο, με την καρδιά της να τρέμει και το μυαλό της να προσπαθεί να ξεστρατήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Αλλά δεν το άφηνε, έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένη. Είχε έρθει ο καιρός πια, μετά από χρόνια ετοιμασίας, και τίποτα δεν μπορούσε να μπει ανάμεσα σε αυτήν και την εκδίκηση. Και όταν έπαιρνε την εκδίκησή της θα γινόταν μια ελεύθερη γυναίκα, μία σερέτ, μάγισσα της ερήμου. Όσες γυναίκες επιθυμούσαν να γίνουν σερέτ και είχαν πίσω τους ανοιχτούς λογαριασμούς έπρεπε να τους κλείσουν, της είχε πει η Αμπά. Αλλιώς η μαγεία τους δεν θα ξυπνούσε παρά τη σκληρή εκπαίδευση και τα φίλτρα που έπιναν από μικρές. Περνώντας ανάμεσα από άντρες που την κοιτούσαν επίμονα, έφτασε μπροστά από τη μεγάλη σκηνή του Πρίγκηπα Εζέφ. Μόλις ο συνοδός της ανακοίνωσε στους άλλους στρατιώτες ποια ήταν, αυτοί έσκυψαν τα κεφάλια σε ένδειξη σεβασμού. Ο ένας μπήκε μέσα να μιλήσει στον πρίγκηπα και όσο η Ίρη περίμενε φρόντιζε να μη διασταυρωθεί η ματιά της με τους άντρες που την κύκλωναν. Ευχόταν εκείνοι να φοβόντουσαν περισσότερο από αυτήν. Μετά από μερικές στιγμές που της φάνηκαν ώρες, ο φρουρός ξεπρόβαλε από το άνοιγμα της σκηνής και της έκανε νόημα να περάσει. Η Ίρη περπάτησε σταθερά ως το σκοτεινό εσωτερικό. Άνοιξε καλά τα μάτια της για να συνηθίσει την αλλαγή στο φως και περίμενε στη θέση της. Μύριζε βαριά λιβάνι εκεί μέσα, πράγμα που της άρεσε. Το είχε μάθει τόσα χρόνια που το έκαιγε η Αμπά κάθε βράδυ. Και η δροσιά της άρεσε. Το ξινό τσάι της Αμπάς δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πραγματική, φυσική δροσιά. Την χαιρόταν όπου τύχαινε να τη βρει. Ήταν σπάνιο γι' αυτήν να βρίσκεται σε κλειστό χώρο, η μοίρα την είχε σπρώξει σε μια πολύχρονη πορεία μέσα στην έρημο ώσπου να βρει τη λύτρωση. Μια βαθιά φωνή ακούστηκε από τα δεξιά, βγάζοντάς την από τις σκέψεις που παραλίγο να την παρασύρουν. “Πέρασε, Κόρη της Άνασσας, με τιμά η παρουσία σου.” Θα έπρεπε να σε τρομάζει η παρουσία μου, σκέφτηκε εκείνη με κακία, αλλά δεν μίλησε. Γύρισε και είδε την φιγούρα του πρίγκηπα που, καθισμένος άνετα σε αφράτες μαξιλάρες, εξέταζε τις μπότες του. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και πάλι στάθηκε. Τα μάγουλά της έκαιγαν από την έξαψη. Ο πρίγκηπας άφησε τις μπότες του στο έδαφος και σηκώθηκε ήσυχα. Στάθηκε όρθιος μπροστά της και δεν της φάνηκε καθόλου σημαντικός έτσι ξιπόλυτος που ήταν και ντυμένος απλά, με την παραδοσιακή ενδυμασία της Οζλάκ. Δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε τόσο γεροδεμένος όσο οι πολεμιστές που είχε δει στο στρατόπεδο. Το σώμα του ήταν λεπτό και μυώδες, και παρατήρησε πως ο αριστερός του ώμος ανέβαινε λίγο πιο ψηλά από τον δεξιό. Αναρωτήθηκε πού να ήταν το σημάδι του, μια και στο πρόσωπό του δεν φαινόταν τίποτα. Στους ρούνους είχε δει ένα βέλος, και το βέλος ήταν ξεκάθαρο σύμβολο ουλής όταν έπεφτε πάνω σε άνθρωπο, όσο ξεκάθαρα ήταν και το ημικύκλιο σύμβολο αναπηρίας. Άρα ο πρίγκηπας κάπου θα έπρεπε να είχε ένα καθαρό σημάδι, μια που ολοφάνερα δεν ήταν ο σακάτης. Δεν ήθελε να προδώσει τη σκέψη της όμως, και γι' αυτό συγκράτησε την επιθυμία της να τον κοιτάξει καλύτερα. “Έρχομαι από μακριά και φέρνω πρόσταγμα” του είπε. “Το ξέρω” αποκρίθηκε εκείνος σοβαρά, τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της. Η Ίρη του έδωσε το καλό της χέρι, το δεξί, και τον άφησε να την οδηγήσει σε μια από τις δυο καρέκλες που υπήρχαν δίπλα στο μοναδικό τραπέζι του χώρου, που ήταν παραδόξως άδειο. Γενικά όλο το δωμάτιο θα ήταν εντελώς καθημερινό αν δεν βρίσκονταν η πανοπλία και ο οπλισμός του τακτοποιημένα στην αριστερή γωνία. Όσο εκείνη βολευόταν στο κάθισμα που της προσέφερε, ο πρίγκηπας έφερε από τη γωνιά με τις μαξιλάρες ένα γυάλινο μπουκάλι. Κάθισε κι αυτός στην καρέκλα του και της το έδωσε με ένα ελαφρύ χαμόγελο. Ήταν τόσο περίτεχνα σκαλισμένο, που η κοπέλα κρατήθηκε να μη φανερώσει το θαυμασμό της. “Λυπάμαι,” της είπε, “αλλά εδώ τα ποτήρια είναι μια από τις πολυτέλειες που δεν είμαστε σε θέση να απολαμβάνουμε.” Η Ίρη το πήρε έκπληκτη από την ειρωνία, αλλά δεν είπε τίποτα. Το σήκωσε καταπνίγοντας την επιθυμία να το εξετάσει λεπρομερώς, το έφερε στα χείλια της και ήπιε μια γουλιά από το άγνωστο για αυτήν ποτό. Δεδομένης της εμφάνισης του μπουκαλιού, η γεύση του περιεχομένου της φάνηκε ανάρμοστα δυσάρεστη. Το έδωσε πίσω στον πρίγκηπα και αυτός ρούφηξε μια γουλιά με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας. Τον παρατήρησε κάτω από τα ντροπαλά της βλέφαρα. Τίποτα πάνω του δεν δήλωνε θυμό ή μίσος, όπως περίμενε εκείνη από κάποιον που μάχεται μήνες τον ίδιο του τον αδερφό. Ήταν νέος, το πρόσωπό του, καλοξυρισμένο όπως όλων των αντρών της Οζλάκ, φανέρωνε ένα μαύρο γυαλιστερό δέρμα. Η Αμπά, που είχε τα ίδια σκούρα χρώματα με αυτόν και με όλους τους άλλους στη χώρα, της έλεγε πάντα ότι οι άνθρωποι στο βορρά ήταν διαφορετικοί. Τα ξανθά μαλλιά που κανονικά είχε η Ίρη, μασκαρεμένα τώρα από το ξόρκι, δεν έπρεπε να της προκαλούν απέχθεια. Τα γαλανά μάτια, το χλωμό της δέρμα, όλα ήταν φυσιολογικά. Εκείνη πάντα πίστευε ότι ήταν άρρωστη, εξάλλου έτσι την αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι της ερήμου. Λίγοι φαίνεται ήξεραν για τους ανθρώπους του βορρά. Ο πρίγκηπας όμως σίγουρα ήξερε πολύ καλά, όπως και ο αδελφός του. Και θα πλήρωναν. Για τις αμαρτίες του πατέρα τους, για την άγνοια μέσα στην οποία ζούσαν, για τα κλεμμένα πλούτη από τους δικούς της. Μια ομιχλώδης μνήμη την επισκέφθηκε βάναυσα, θυμήθηκε κι άλλα μάτια σαν τα δικά της να κοιτάζουν για λίγο έντρομα το κενό κι έπειτα να γυρίζουν προς τα πάνω χωρίς ζωή. Θυμήθηκε έναν μεγάλο πόνο, μια τεράστια δύναμη να την πληγώνει βάναυσα και ο κόσμος μετά να σκοτεινιάζει. Την είχε αυτή τη μνήμη πολλές φορές, και πάντα ερχόταν βίαια τρομάζοντάς την, παγώνοντας την καρδιά της. Η τροφός τής είχε διηγηθεί ξανά και ξανά τι συνέβη εκείνη τη μέρα. Ο στρατός του βασιλιά βρισκόταν σε αναζήτηση πολύτιμων λίθων. Η αναζήτηση αυτή τους είχε στείλει μακριά στο βορρά, σε ένα μικρό χωριό των παγωμένων κοιλάδων. Τα μάτια που θυμόταν να μένουν άψυχα ήταν της μητέρας της που την σκότωσαν ενώ την είχε στην αγκαλιά της κι έτρεχε να σωθεί. Η ίδια, νεογέννητη ακόμα τότε, λιποθύμησε από την πληγή που της έκανε ένας στρατιώτης. Η Αμπά, που υπηρετούσε το βασιλιά ως θεραπεύτρια, την βρήκε αργότερα πεσμένη στο παγωμένο χώμα, ετοιμοθάνατη, ένα ορφανό πληγωμένο μωρό. Τη λυπήθηκε και την πήρε μαζί της, κρύβοντάς την κάτω από τα βαριά ρούχα που φορούσε για το κρύο. Προσπάθησε να τη θεραπεύσει, ως και γάλα κατέβασε μαγικά για να την ταϊσει. Δεν μπόρεσε να την κάνει καλά όμως, γιατί ήταν πολύ άσχημα τραυματισμένη, μόνο κατάφερε να την κρατήσει ζωντανή με ένα ξόρκι. Αυτό το ξόρκι τις έδεσε μαζί, και δεν μπορούσαν να αποχωριστούν για πολύ γιατί το κορίτσι θα πέθαινε χωρίς την τροφό του. Αργότερα που πλησίαζαν ξανά στην Οζλάκ και ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει και το στρώμα των ρούχων να λεπταίνει, το μυστικό της θεραπεύτριας αποκαλύφθηκε και οι στρατιώτες την συνέλαβαν ως προδότρια. Όταν έφτασαν στην πόλη την έφεραν μπροστά στο βασιλιά, ο οποίος τις εξόρισε δια βίου και τις δύο, γιατί δεν μπορούσε να σκοτώσει μία σερέτ, ούτε το παιδί που θύλαζε. Αν όμως οι στρατιώτες της Οζλάκ έβλεπαν ποτέ μία μαύρη γυναίκα με ένα ξανθό κορίτσι να πλησιάζουν τα τείχη, θα τις σκότωναν με την ευλογία της Θεάς, αφού οι εξόριστοι δεν είχαν δικαίωμα να γυρνούν στον τόπο τους. Από τότε ζούσαν μαζί γυρνώντας στα χωριά και τα βοσκοτόπια της ερήμου, πουλώντας ελιξήρια, ξόρκια, μαντείες και συμβουλές, και σχεδιάζοντας την εκδίκησή τους, κατευθυνόμενες πάντα από τους πέτρινους ρούνους. Γιατί ο βασιλιάς είχε πεθάνει, αλλά άφησε πίσω του απογόνους. Θα πλήρωναν αυτοί για την καταραμένη ζωή των δύο γυναικών. Έπιασε ασυναίσθητα τον αριστερό της ώμο με μια έκφραση πόνου και μίσους. Ο πρίγκηπας το πρόσεξε, αλλά το βλέμμα του δεν απομακρύνθηκε από τα μάτια της. Δεν είπε τίποτα, ούτε έδειξε τις σκέψεις του με άλλο τρόπο. Αντίθετα, της πρόσφερε κι άλλο απ' το ποτό. “Λίγο ακόμα;” “Ευχαριστώ.” “Ίσως να απαλύνει τα βάρη που κουβαλάει μια απεσταλμένη της Άνασσας.” Του έδειξε με το βλέμμα ότι αυτό ήταν ασέβεια, κι εκείνος έσκυψε ελαφρά το κεφάλι. “Τώρα αν θέλεις μπορείς να μου πεις τι είδηση μου φέρνεις;” της είπε, και η καρδιά της έσπρωξε δυνατά να πεταχτεί έξω. Η στιγμή πλησίαζε, έπρεπε να συγκεντρωθεί. “Η Θεά με επισκέφθηκε.” “Ευλογημένες εκείνες που τους μιλάει η Μητέρα.” “Τα λόγια της συχνά πονάνε ή μπερδεύουν, και αυτή τη φορά ίσως να το κάνουν πάλι, Διάδοχε.” “Τα λόγια της Θεάς είναι νόμος και ένας ελεύθερος άνθρωπος θα τα σεβαστεί ό,τι και αν φέρνουν.” “Τότε άκουσε καλά, γιατί η μοίρα της Οζλάκ κρέμεται από τα λόγια Της.” * Η τροφός ξαπλωμένη με την πλάτη στη χορταριασμένη άμμο άκουγε προσεκτικά. Πού και πού ανασήκωνε το κεφάλι της να δει αν πλησιάζει κανείς, αλλά αμέσως ησύχαζε πάλι και συγκεντρωνόταν στην κουβέντα της Ίρης και του Πρίγκηπα. Είχε τα μάτια της κλειστά και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Παρά τον ήλιο του μεσημεριού δεν γινόταν να αλλάξει θέση. Έπρεπε να έχει επαφή με τη γη, και η πλάτη ήταν πιο σημαντική από το στήθος στα παθητικά ξόρκια. Ήταν σημαντική μέρα. Η πιο σημαντική μέρα στη ζωή της εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Αν η κόρη του πάγου δείλιαζε ή αποτύχαινε για κάποιον λόγο, ποτέ δεν θα υπήρχε άλλη ευκαιρία. Όλα τα ψέματα που της είχε πει θα πήγαιναν χαμένα, όλα τα ξόρκια και τα δηλητήρια με τα οποία την κρατούσε θα πήγαιναν χαμένα. Όλοι οι κόποι και τα βάσανα από εκείνη την καταραμένη μέρα που την είχε ξεριζώσει από την ανοιχτή κοιλιά της μάνας της, θα πήγαιναν χαμένα. Και η Αμπά δεν ήθελε να χάσει τόσα χρόνια από τη ζωή της. Ήθελε την εκδίκησή της και θα την έπαιρνε τώρα. Την είχε προετοιμάσει σωστά. Την είχε ποτίσει τα κατάλληλα φαρμάκια, την είχε πείσει για τα δήθεν οράματα και τις αναμνήσεις, την είχε γεμίσει μίσος για τους δύο πρίγκηπες. Ναι, και για τους δύο. Ναι, και για τον δικό της. Έτσι έπρεπε. Μόνο έτσι θα την πίστευε. Πόσο τη μισούσε όταν μίλαγε γι' αυτόν με κατάρες και βρισιές! Ήθελε να την ξεσκίσει επιτόπου, να της ανοίξει την κοιλιά όπως είχε κάνει στη μάνα της, να τις ταϊσει τα ίδια της τα εντόσθια. Κάθε μέρα λυπόταν γαι το γάλα που της είχε δώσει, που δεν προοριζόταν για εκείνη. Αλλά έτσι που τα έφερε η ζωή, είχε ανάγκη αυτήν την ξένη με το ανίερο αίμα. Αυτό το αίμα ήταν το μόνο που θα μπορούσε να δεχτεί τόσα ξόρκια και δηλητήρια χωρίς να αρρωστήσει.Αλλά δεν ήταν εύκολο να της ελέγχει το μυαλό.Η πληγή που της είχε κάνει στον ώμο όταν την πήρε μαζί της, έδινε στην Αμπά μια ασπίδα προστασίας από τα ένστικτα της μικρής. Κάθε μέρα καταριόταν για τη μαγεία που σπαταλούσε συντηρώντας τόσα χρόνια αυτά τα δεσμά της δύναμής της. “Κατάρα στο αίμα της,” έβρισε μέσα από σφιγμένα δόντια. Πλησίαζε ο καιρός που η μικρή θα μάτωνε για πρώτη φορά και τότε όλα θα πήγαιναν χαμένα. Από ώρα σε ώρα, ίσως αύριο, ίσως τώρα δα, το κορίτσι θα γινόταν κοπέλα, είχε νιώσει την κοιλιά της ώριμη, το βοτάνι δεν την κράταγε πια. Και όταν θα γινόταν αυτό, όλα θα πήγαιναν στο βρόντο. Έπρεπε να την ξεφορτωθεί νωρίτερα, αφού την χρησιμοποιούσε πρώτα για το σκοπό της ζωής της, τον μόνο λόγο που την είχε πάρει από την κοιλιά της μάνας της τότε. Έβρισε πάλι μέσα από τα δόντια της και συγκεντρώθηκε στην κουβέντα των δύο ανθρώπων που μισούσε περισσότερο στον κόσμο των ζωντανών. * Η Ίρη είχε όλη την προσοχή του πρίγκηπα. Μπορούσε να τον καθυστερήσει όσο ήθελε, αραδιάζοντάς του ένα σωρό ανοησίες που τάχα είχε πει η Θεά, μέχρι να τον βρει αφύλακτο. Ή θα τον κάρφωνε με το δηλητηριασμένο μαχαίρι, ή θα του φύσαγε στο πρόσωπο τη σκόνη που φύλαγε στην κασετίνα της. Ο κάθε ένας από τους τρόπους είχε τα υπέρ και τα κατά του. Έπρεπε να διαλέξει σοφά, όπως την είχε συμβουλέψει η Αμπά. Με το μαχαίρι θα είχε το χρόνο να του πει ποια ήταν και γιατί τον σκότωνε, που το ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο, αλλά διακινδύνευε να προλάβει εκείνος να φωνάξει τους φρουρούς. Η εισπνοή της σκόνης ήταν γρηγορότερος θάνατος και ο πρίγκηπας στην προσπάθειά του να αναπνεύσει δεν θα προλάβαινε να βγάλει μιλιά, δίνοντάς της έτσι τη δυνατότητα να διαφύγει με ευκολία. Η Αμπά της είχε εξηγήσει πολλές φορές πώς λειτουργούσε η Κάθαρση. Καταστρέφοντας το αντικείμενο του μίσους της η αδικημένη γυναίκα απελευθερωνόταν από ό,τι την δυνάστευε. Τότε γινόταν σερέτ, μάγισσα της ερήμου, αφού αποδεσμεύονταν και οι μαγικές της ικανότητες από τα βάρη της γης και της καρδιάς. Ήταν πια έτοιμη να βάλει σε εφαρμογή όλα όσα είχε μάθει στην πολύχρονη εκπαίδευσή της. Έτσι, η Ίρη θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ξόρκι της απόκρυψης για να διαφύγει από το στρατόπεδο. “Ναι, ναι, πρέπει να γίνει, το ξέρω ότι πρέπει να γίνει.” Η φωνή του Διαδόχου ακούστηκε πίσω της. Τον είχε ξεχάσει για λίγο. Τι είχε πάθει σήμερα και όλο ξεστράτιζε το μυαλό της; Ο πρίγκηπας είχε σηκωθεί από την καρέκλα και βημάτιζε πάνω-κάτω με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη. “Πάντα το ήξερα.” “Αλλά το καθυστερούσες” του είπε εκείνη, καμώνοντας την απογοητευμένη. Ο Εζέφ σταμάτησε τον άσκοπο βηματισμό του και την κοίταξε με σκοτεινά, θλιμμένα μάτια. “Ναι, το καθυστερούσα.” ξεκίνησε να της λέει. “Το καθυστερούσα, ας με συγχωρήσει η Θεά, αλλά προσπάθησα πολύ να τον σταματήσω. Προσπάθησα πολύ να μην χύσω αδελφικό αίμα. Είχα τις ευκαιρίες μου, και απορώ πώς δεν το έβλεπε και ο ίδιος. Ο στρατός του δεν είναι αφοσιωμένος σαν τον δικό μου. Είναι καιροσκόποι, προδότες της Οζλάκ, και από τέτοιους ανθρώπους περιμένει κανείς τα χειρότερα.” Σταμάτησε για λίγο και της φάνηκε ξαφνικά πολύ κουρασμένος. Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο ως τα μάτια του, που τα σκούπιζε με το κατάλευκο μανίκι του. Σωριάστηκε απελπισμένος στην καρέκλα δίπλα της, και η Ίρη σκέφτηκε ότι τώρα ήταν η ώρα, τον είχε φέρει στην κατάσταση που ήθελε, μπορούσε να τον καρφώσει με το μαχαίρι και να του πει την αλήθεια που την έτρωγε. Εσύ, θα του έλεγε, ο πρώτος γιος του φονιά των δικών μου, έμελλε να πεθάνεις από τα χέρια μου. Εσύ, που δεν νοιαζόσουν για την ύπαρξή μου, μάθε τώρα ότι ήμουν κατατρεγμένη από τη μοίρα αλλά ως εδώ: δεν θα κρύβομαι πια, κι εσύ θα πάψεις να υπάρχεις. Και μετά θα γινόταν βασιλιάς ο σφετεριστής, και όπως είχε δει στις ζωγραφιστές πέτρες, τους ρούνους, η καταστροφή της χώρας δεν θα αργούσε. Ήταν τόσο κοντά, ήταν τόσο εύκολο, που η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την έξαψη. Αλλά κάτι την κράτησε. Ήθελε να τον δει κι άλλο να υποφέρει, ακόμα λίγο να χαρεί τις στιγμές που ο πρίγκηπας θα λύγιζε και θα ερχόταν σε πιο ανθρώπινο επίπεδο, θα γινόταν ίδιος με αυτήν. Θα έχανε το σθένος και το μεγαλείο του, ίσως να έκλαιγε κιόλας, και θα ήταν εκείνη η πηγή της δυστυχίας του. Τώρα ο Εζέφ μίλαγε πιο σιγά, ούτε που την κοίταζε, έτσι σκυμμένος όπως ήταν με τα χέρια να στηρίζουν το κεφάλι του. “Νόμιζα πως θα απελπιζόταν και θα υποχωρούσε. Οι μάχες ήταν άνισσες, είμαστε περισσότεροι και καλύτεροι. Νόμιζα πως θα ένιωθε γελοίος και θα ντρεπόταν, πως θα ερχόταν να πέσει στα πόδια μου για συγχώρεση.” Γύρισε και την κοίταξε απελπισμένος. “Και θα του την έδινα! Θα τον συγχωρούσα αμέσως και θα τον έκανα στρατηγό μου, και μαζί θα κυβερνούσαμε την Οζλάκ σαν ένας άνθρωπος. Τον θυμάμαι παιδί, που κρυφοκοίταζε τον πατέρα όταν μελετούσε σκυμμένος πάνω από τους χάρτες του τις κινήσεις του στρατού ξανά και ξανά, και μετά ερχόταν και μου έλεγε να φτιάξουμε κι εμείς δικούς μας. Να φτιάξουμε αληθινούς χάρτες των γύρω περιοχών, για να ξέρουμε, λέει, τη θέση μας και να είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε τον βασιλιά μας αν χρειαζόταν.” Η Ίρη ένιωσε ένα αγκάθι να μεγαλώνει στο στήθος της, που πολέμαγε τα άλλα, τα παλιά. Τα βουρκωμένα μάτια του, η ζεστή φωνή του που σχεδόν παρακαλούσε τη Θεά να μην τον αναγκάσει να γίνει αδελφοκτόνος, τα ωραία νευρώδη χέρια του που έπιαναν το κεφάλι του με απελπισία, την έκαναν να νιώσει άδικη και κακιά. Γύρισε το βλέμμα της μακριά του, δεν ήθελε να τον βλέπει άλλο. Το ψέμα που διάλεξε να του πει για να κερδίσει την προσοχή του δεν της φαινόταν πια τόσο έξυπνο. Ευχόταν να είχε βρει κάτι καλύτερο. Δεν μπορούσε, πριν λίγη μόλις ώρα, να φανταστεί πόσο δύσκολο θα ήταν. Όσο και να τον μισούσε, ήταν ένας άνθρωπος. Είχε δέρμα, κόκκαλα, πρόσωπο. Είχε ψυχή και... Όχι. Δεν είχε ψυχή. Είχε το αίμα του Φονιά. Θα τον σκότωνε αφού τον έπειθε ότι θα γινόταν και ο ίδιος φονιάς, το σχέδιό της ήταν πανούργο, ήταν τέλειο. Τον μισούσε, τον μισούσε. “Σεβάσμια Κόρη, σε παρακαλώ, δώσε μου λίγο χρόνο να προσευχηθώ στη Θεά, να ζητήσω συγχώρεση για την αδυναμία μου, και μετά θα κάνω όπως προστάζει.” Αυτό δεν το περίμενε. Ο πρίγκηπας έδειχνε κιόλας υπακοή στο θέλημα της Θεάς, έβαζε την ευημερία της χώρας πάνω από τα προσωπικά του αισθήματα. Δεν το σκέφτηκε πολύ, αμέσως κατάλαβε ότι ο θεϊκός λόγος ήταν νόμος και ότι η χώρα είχε ανάγκη κάποιον δυνατό και αποφασιστικό. Θα γινόταν τέλειος βασιλιάς, σκέφτηκε η Ίρη. Θα γινόταν τέλειος. Αλλά, αυτό δεν ήταν που έπρεπε να σταματήσει; Αυτό δεν ήταν που έπρεπε να καταστρέψει; Την Οζλάκ και τη βασιλική γενιά της, αυτούς που ήταν υπαίτιοι για τη δυστυχία της. Οι Δυνάμεις της ερήμου σίγουρα ήξεραν το δίκαιο. Αν, όμως, το τεράστιο κρίμα που ήταν έτοιμη να πράξει δεν δικαιωνόταν από τον λόγο που την παρακινούσε, και αν έμενε για πάντα σαν κατάρα επάνω της; Αν οι Δυνάμεις θύμωναν με το παράτολμο μίσος της; Η Ίρη λαχάνιασε, το στήθος της ανεβοκατέβαινε γοργά και φοβήθηκε ότι θα την καταλάβαινε. Συγκέντρωσε τη σκέψη της για να ηρεμήσει την αναπνοή της, να ελατώσει τους καρδιακούς παλμούς, όπως της είχε διδάξει η Αμπά. Το πέτυχε ως ένα βαθμό, και ενώ σηκωνόταν όρθια μίλησε στον Εζέφ με αυστηρό τόνο. “Τον χρόνο τον δίνει η Θεά και όχι οι Κόρες της, Διάδοχε.” Έπρεπε να βιαστεί, να γλιτώσει από αυτόν. “Θα σου δωθεί μόνο όσος σου αρμόζει,” δεν ήθελε άλλο να βλέπει τα μάτια του, “και όταν κρίνει Εκείνη ότι είναι η ώρα,” τώρα ήταν η ώρα, έπρεπε να το κάνει, “θα είσαι έτοιμος για το Θέλημά της.” ας μην την κοιτούσε τόσο παραιτημένος. “Τώρα, προσευχήσου.” ψαχούλεψε μέσα στα υφάσματα τα όπλα της. * “Τώρα, τώρα! Γιατί δεν το κάνεις;” έπνιξε το ουρλιαχτό χώνοντας το πρόσωπο στην άμμο η τροφός. “Σκότωσε, καταραμένο παιδί, σκότωσε τον γιο τον πρώτο. Σκότωσε για να σκοτωθείς.” Τράβαγε και ξερίζωνε μαλλιά, χτύπαγε κεφάλι και μηρούς, έχωνε τα νύχια της βαθιά στην άμμο, να ξεσπάσει την οργή της: Η κόρη του πάγου είχε δειλιάσει. Η ευκαιρία χανόταν, γλιστρούσε όπως μια χούφτα άμμος. Η μοναδική ευκαιρία να σκοτώσει τον Εζέφ και μετά να την πιάσουν οι στρατιώτες του. Όλα θα χάνονταν. Ο Λαζού θα έχανε τη ζωή του στον πόλεμο ή από το χέρι του αδελφού του, και η κόρη του πάγου θα ζούσε και αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπτε την αλήθεια για το παρελθόν της. Μπορούσε να την σκοτώσει πριν γίνει αυτό, αλλά μετά πώς θα εφάρμοζε το σχέδιό της; Την χρειαζόταν ζωντανή ακόμα, και η μικρή ηλίθια κόντευε να τα χαλάσει όλα. Όχι, δεν θα την άφηνε. Σήκωσε το ξεμαλλιασμένο της κεφάλι και κοίταξε τον θολό ορίζοντα. Στην άκρη του ήξερε πως υπήρχαν, μα δεν τα έβλεπε, τα τείχη της μεγαλόπρεπης Οζλάκ. Τα λόγια έφυγαν άηχα από το στόμα της και τα πήρε ο άνεμος της ερήμου μαζί του, ταξιδεύοντάς τα προς την γεννέτειρά της. “Ας γίνει έτσι.” * Η Ίρη στεκόταν όρθια πάνω από τον μοιραίο πρίγκηπα που προσευχόταν γονατιστός στη Θεά. Είχε πάει να τον βρει με φονικό μίσος στην καρδιά της, με εικόνες πόνου και θανάτου, και τώρα που η ώρα τα είχε φέρει όλα όπως τα σχεδίαζαν με την Αμπά, η μόνη εικόνα που έβλεπε ήταν ένας λυγισμένος άνθρωπος, κουλουριασμένος στα πόδια της. Και αυτοί που κουλουριάζονται στα πόδια μας αξίζουν τη συγχώρεση, σκέφτηκε, και η καρδιά της ησύχασε, σαν να περίμενε να ακούσει αυτά τα λόγια για να πάψει να χτυπάει σαν τρελή. Αυτό είναι, συνέχισε να μιλάει στον εαυτό της, να τον πείθει, αυτό πρέπει να σκοτώσω: το μίσος μου. Τότε θα γίνω μια Ελεύθερη Γυναίκα! Πώς δεν το είχα δει ως τώρα; Α, πόσο σοφή είναι η δασκάλα μου, πόσο θαρραλέα, με έστειλε στη μεγαλύτερη, στην πιο επικίνδυνη δοκιμασία. Αν δεν την περνούσα, δεν θα γινόμουν ποτέ σερέτ. Δεν θα το άξιζα ποτέ. Γονάτισε πλάι του και έκλεισε τα μάτια της. Ξεκίνησε να λέει από μέσα της μια προσευχή στη Θεά, τη Μητέρα των βασιλιάδων. Ποτέ πριν δεν είχε απευθυνθεί σε άλλη θεότητα πέρα από τις δυνάμεις που έπνεαν στην έρημο, τις ταπεινές και καθημερινές, αλλά αυτή τη φορά της φαινόταν σωστό να το κάνει. Ξεκίνησε την παράκληση στην Άνασσα με γενναία καρδιά. Παρακαλούσε να την συγχωρήσει, παρακαλούσε να την αφήσει να ακολουθήσει το πεπρωμένο της, ακόμη και μετά από την προσβολή που της έκανε. Παρακαλούσε να συγχωρέσει την Αμπά, που την είχε σπρώξει στο ψέμα, γιατί το έκανε μόνο για καλό. Δάκρυα ξεμύτισαν και στάθηκαν λίγο πιο πάνω από τα μάγουλα ενώ η ένταση έφευγε επιτέλους από πάνω της. Ο φόβος και η κακία, ο φόνος που παραλίγο να διαπράξει, την άφηναν για πάντα. Άκουσε δίπλα της ένα απαλό θρόισμα και ένιωσε το χέρι του πρίγκηπα να πιάνει το δικό της. Τον άφησε, αν και ήταν το χέρι που πονούσε, αυτό με την πληγή στον ώμο που δεν έγειανε ποτέ. Το άγγιγμά του ήταν ανακουφιστικό, ενθαρρυντικό. Το άγγιγμα του πρίγκηπα ήταν η ίδια η συγχώρεση. Ξέσπασε σε σιωπηλούς λυγμούς. Έμειναν οι δυο τους έτσι να προσεύχονται για πολλή ώρα, δεν κατάλαβε πόση. Είχε γίνει ελαφριά σαν τον αέρα, η καρδιά της δρόσισε και ο χώρος γύρω της είχε θολώσει. Ήταν έτοιμη πια, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει ακόμα. Ένιωθε μια ζεστασιά μαζί του που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της. Ήθελε να τον κρατάει, να τον ακούει να αναπνέει πλάι της, να μυρίζει το σώμα του και να κοιτάζει εκείνα τα λυπημένα μάτια. Ήθελε να τον προστατέψει, να τον πάρει μακριά από τον πόλεμο. Άνοιξε τα μάτια της απότομα, ξαφνιασμένη από τη φασαρία που όρμησε από έξω. Είχε ξεχάσει τους πάντες. Υπήρχε ολόκληρο στρατόπεδο, δύο στρατόπεδα, μια που το αντίπαλο δεν ήταν μακριά. Υπήρχε και η Αμπά. Μήπως την είχαν ανακαλύψει; Ξαφνικά αυτή η σκέψη, που μέχρι πριν από λίγο θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης της, πέρασε από το μυαλό στην καρδιά της σαν χάδι. Δεν πρόλαβε όμως να καταλάβει καλά-καλά τι σκεφτόταν, γιατί με φρίκη είδε τον Εζέφ να πετάγεται έξω για να δει τι συμβαίνει. Τότε η Ίρη άκουσε μια τρομαγμένη κραυγή “Όχι, βασιλιά μου!” και άλλες χειρότερες να την ακολουθούν, που δήλωναν κυρίως οργή. Θέλησε να σηκωθεί αλλά τα πόδια της δεν υπάκουσαν. Χρειάστηκε να στηριχτεί από το τραπέζι. Παίρνοντας βαθιές ανάσες βγήκε ως το υφασμάτινο άνοιγμα και ο χρόνος σταμάτησε, ή πέρναγε αφύσικα γρήγορα, σαν σε όνειρο. Όχι, όχι όνειρο. Εφιάλτης ήταν. Γύρω επικρατούσε πανικός. Άντρες έτρεχαν και σπαθιά έπεφταν βαριά στη γη, αφημένα από πληγωμένα χέρια. Βέλη τρύπαγαν θώρακες και ασπίδες, βρισιές και απειλές ακούγονταν, ανακατεμένες με προστάγματα, όλα σε ένα σκηνικό απόλυτου χάους, όπου κανείς δεν είχε καταλάβει ακόμα τι ακριβώς γινόταν. Κοίταξε πιο κοντά, γι' αυτόν που βγήκε να βρει.Ο Εζέφ ήταν γονατισμένος στη γη κρατώντας με τα δυο του χέρια ένα βέλος που ξεπρόβαλλε από το στήθος του. Αίμα ξεπηδούσε από τις γροθιές του. Η Ίρη γονάτισε δίπλα του και τον προστάτεψε με το κορμί της. Ήταν το μόνο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό, το μόνο πράγμα που είχε λογική μέσα σε εκείνο το παράλογο σκηνικό. Ούτε που την ένοιαζε για τα βέλη που έπεφταν δίπλα της. Φτάνει να μην τον άγγιζαν. Ο Εζέφ κάτι της έλεγε. Δεν τον άκουγε, μόνο τον τύλιγε ακόμα πιο καλά με το σώμα της. “Ποια...” “Μη μιλάς, θα λαχανιάσεις. Μη μιλάς” του έλεγε και του ξανάλεγε εκείνη, και τίποτα δεν θα μπορούσε να σπάσει το αγκάλιασμά της. Δυο δυνατά χέρια προσπάθησαν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πρίγκηπας και κοπέλα είχαν γίνει ένα, και τα χέρια αναγκάστηκαν να τους σύρουν μαζί. Όταν τους άφησαν, προστατευμένους πια μέσα στη σκηνή, η Ίρη σήκωσε το κεφάλι της να δει ποιος τους τράβηξε από τον κίνδυνο. Ήταν ο φρουρός που την είχε οδηγήσει αρχικά στον Εζέφ. Βλέποντάς τον έβαλε τα κλάμματα, προσπαθώντας να του πει ότι ο πρίγκηπας είχε χτυπήσει, αλλά οι λυγμοί δεν την άφηναν. Το γνώριμο πρόσωπο του στρατιώτη τής έδωσε ελπίδες, και αυτό ήταν που την πόνεσε πιο πολύ. Το να ανακαλύπτει πόσο αγαπούσε αυτόν τον ματωμένο άντρα στην αγκαλιά της. “Αν ήξερα ότι θα τον προστάτευες με το ίδιο σου το σώμα, ξένη, θα ερχόμουν εγώ να σε βρω, κι από την άκρη της γης ακόμα, για να σε φέρω κοντά του” της είπε. Εκείνη, ακούγοντας αυτά φώναξε “Αν ήξερες, αν ήξερες”, όμως στο δικό της μυαλό αυτές οι λέξεις είχαν άλλη σημασία. Τον κοίταξε. Ο πρίγκηπας δεν κράταγε πια το στήθος του, κράταγε αυτήν και την κοιτούσε κατάματα. Αγκομαχούσε. Ήταν φανερό ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Το αίμα του έτρεχε αφήνοντας ρυάκια δίπλα του, και το πρόσωπό του όλο και χλώμιαζε. Ζαλίστηκε για μια στιγμή και η Ίρη, νόμιζε ότι θα λιποθυμούσε, μα αμέσως σκέφτηκε πως ήταν μία σερέτ πια, και δεν έπρεπε να φοβάται το αίμα. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και κοίταξε προς τα έξω. Η μάχη μαινόταν ακόμα, αλλά πιο μακριά. Οι πολεμιστές του Εζέφ είχαν σπρώξει τον εχθρικό στρατό πίσω, απομακρύνοντάς τον από το στρατόπεδο. Τον βοήθησε να ξαπλώσει ανάσκελα, κι εκείνος υπάκουσε. Ήταν πια πολύ αδύναμος, είχε τα μάτια του κλειστά και το στόμα ανοιχτό σε αναζήτηση αέρα. Γονάτισε δίπλα του και έπιασε τους ώμους του, κρατώντας τους γερά στη γη. “Τράβηξέ το” είπε στον στρατιώτη. Εκείνος δίστασε για μια μόνο στιγμή, και έσκυψε πάνω από τον πρίγκηπά του. “Βασιλιά μου”, τον προσφώνησε με σέβας και τράβηξε με θάρρος το βέλος. Ο Εζέφ άφησε μια κραυγή πόνου και πάλεψε ενστικτωδώς να σηκωθεί. Η σερέτ που τον κρατούσε όμως φάνηκε πιο δυνατή. Ψιθύρησε λόγια της ερήμου, και ο πρίγκηπας κοιμήθηκε. Το πρόσωπό του ηρέμησε, η αναπνοή του έγινε κανονική. Ο στρατιώτης την κοίταξε και απομακρύνθηκε σιωπηλός. Βράδιαζε. Έξω η ησυχία πάλευε να σκεπάσει τα πάντα. Πολύ μακριά ακούγονταν πότε-πότε κραυγές πόνου, αλλά κι αυτές σταματούσαν γρήγορα. Μέσα στη σκηνή ο Εζέφ κοιμόταν ήσυχος και η Ίρη δεν έφυγε στιγμή από δίπλα του. Του είχε δέσει το τραύμα σφιχτά με επιδέσμους και η αιμοραγία είχε σταματήσει. Μόνο ο στρατιώτης, ανήσυχος και ενευρισμένος άνοιγε πού και πού το πανί της εισόδου και εξέταζε το χώρο. Μετά έμπαινε πάλι μέσα και καθόταν σιωπηλός ανάμεσα στο ζευγάρι και την είσοδο, περιμένοντας. Κάποια στιγμή ο πρίγκηπας άρχισε να βήχει μέσα στον ύπνο του. Η Ίρη έσκυψε προστατευτικά από πάνω του και ψιθύρισε πάλι λόγια μαγικά. Ο βήχας μαλάκωσε αμέσως. Τον χάιδεψε στο μέτωπο και έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να τον οραματιστεί γερό και υγιή. Όμως η φωνή του στρατιώτη την έβγαλε από τις σκέψεις της. “Όποια και αν είσαι, η Οζλάκ σε ευγνωμονεί, ξένη.” Τον κοίταξε με καχυποψία. Ήταν δεύτερη φορά που την αποκαλούσε ξένη, τώρα όμως το πρόσεχε. “Αναρωτιέσαι γιατί δεν σε αποκαλώ πια Κόρη της Άνασσας;” Όχι, δεν ήθελε να τον ρωτήσει. Απέστρεψε το βλέμμα. “Μην κρύβεις τα μάτια σου, δεν έχει νόημα πια. Τα έχω δει από την ώρα της επίθεσης. Αλλά πρώτα είδα τα ξανθά μαλλιά σου, έτσι σκυμμένη όπως ήσουν από πάνω του.” Η Ίρη κοίταξε τα χέρια της με τρόμο. Το ξόρκι! Το ξόρκι είχε τελειώσει. Το κατάλευκο δέρμα της, τα ξανθά μαλλιά της, και, κατά πώς φαινόταν, τα γαλανά της μάτια, ήταν εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Η Αμπά, η Αμπά ήταν νεκρή; “Μην...” ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε. Το ύφος του στρατιώτη ήταν καθησυχαστικό. Όχι, δεν θα τη σκότωνε. “Δεν θα στραφώ εναντίον σου, γυναίκα του βορρά, μάλιστα θα σε υπερασπιστώ όταν σε δουν οι δικοί μου.” της είπε εκείνος σιγά, αλλά τα μάτια του ήταν σκοτεινιασμένα. Δεν του απάντησε. Μόνο κούνησε το κεφάλι της για να του δείξει ότι κατάλαβε, και ξαναγύρισε στον Εζέφ. Κοιμόταν πάλι ήρεμος. “Αν και,” συνέχισε εκείνος, “δεν μου ξυπνάς καλές μνήμες. Οι άνθρωποι του βορρά μας έκαναν μεγάλο κακό και από τότε φοβόμαστε όποιον είναι από τις παγωμένες περιοχές της γης.” Θυμός ανέβηκε στο στήθος της Ίρης. Το κακό το είχαν κάνει οι ίδιοι στους δικούς της και όχι το αντίθετο. Πόσο φανατισμένοι ήταν οι στρατιώτες της Οζλάκ, πόσο πεπεισμένοι ότι το ψέμα ήταν αλήθεια. Αλλά ο φόβος να μην ανακαλύψει ποια ήταν και με ποια είχε έρθει ως εκεί την έκανε να σωπάσει. Ο στρατιώτης συνέχισε να μιλά, απορροφημένος από τις αναμνήσεις του. “Ήμουν παιδαρέλι ακόμα τότε, μόλις που είχα πιάσει σπαθί στο χέρι μου και πολεμούσα να το κουμαντάρω. Μια μέρα ξένοι που έμοιαζαν με 'σένα έφτασαν στα τείχη. Είχαν έρθει μασκαρεμένοι σαν έμποροι πολύτιμων λίθων και ανοίξαμε την πύλη να μπουν, πιο πολύ από περιέργεια γιατί πρώτη φορά βλέπαμε άσπρους ανθρώπους, τόσο χλωμούς σαν το φεγγαρόφωτο. Και ήταν το φεγγαρόφωτο σε δύο βράδια που μας δίδαξε ότι η περιέργεια μόνο κακό μπορεί να φέρει.” Εκεί σταμάτησε, γιατί θόρυβος ακούστηκε πάλι από έξω. Ο στρατιώτης πετάχτηκε όρθιος αλλά δεν μπόρεσε να κουνηθεί άλλο, γιατί μια αόρατη δύναμη τον κράταγε καρφωμένο στη θέση του. Μην μπορώντας να γυρίσει ούτε το κεφάλι του, στύλωσε τα μάτια του πάνω στην Ίρη. Εκείνη έβαλε πάλι το σώμα της ασπίδα πάνω από τον Διάδοχο και περίμενε. Ο τρόμος της μεγάλωνε, γινόταν θηρίο έτοιμο να την καταπιεί, πότε θα τον άφηναν επιτέλους ήσυχο; Το υφασμάτινο άνοιγμα υποχώρησε και μπήκε μέσα μια γυναίκα με ένα κόκκινο σαρίκι να ξεχωρίζει στο κεφάλι της. Ήταν η Αμπά. Η Ίρη έσκουξε εχθρικά και συσπειρώθηκε, έτοιμη να επιτεθεί. Ώστε δεν είχε πεθάνει. Την είχε προδώσει. Θα τους βοηθούσε να την σκοτώσουν για να κερδίσει αμνηστία για τον εαυτό της. Ποιος ξέρει με τι ύπουλο τρόπο έπεισε τον αδερφό του Εζέφ. Η μάγισσα κρατούσε όρθιο ένα ραβδί που η Ίρη πρώτη φορά έβλεπε, και σημάδευε με αυτό τον φρουρό. Πίσω της ξεπρόβαλε ένας άντρας ντυμένος με βασιλική πανοπλία. Περπατούσε αργά και επιβλητικά, κοιτώντας γύρω του σαν κάποιος που περιμένει να σκύψουν στο πέρασμά του ακόμη και τα δέντρα. Το ανάστημά του όμως ερχόταν σε κωμική αντίθεση με το μεγαλείο που τον έντυνε, γιατί ο πρίγκηπας Λαζού ήταν πολύ κοντός. Δεν ξεπερνούσε σε ύψος την Ίρη, που ήταν γυναίκα και μάλιστα μικρή ακόμα. Το ημικύκλιο, σκέφτηκε, το ημικύκλιο δεν συμβόλιζε αναπηρία, αλλά κάτι ανολοκλήρωτο. Κάτι ανώριμο. Ο Λαζού κοίταξε πρώτα τον φρουρό, ύστερα την Ίρη, και της έκανε νόημα να παραμερήσει. Το πρόσωπό του, γυμνό από περικεφαλαία, ήταν πολύ νεανικό. Της έκανε εντύπωση πόσο. Αλλά, παρά τη νεανική του εμφάνιση, είχε το ύφος σκληρού και αμετάκλητου ανθρώπου. Δεν παραμέρησε. Συνέχισε να τον κοιτάει στα μάτια, κρατώντας τα χέρια της ανοιχτά πίσω της, πάνω από το σώμα του Εζέφ. “Κάνε πέρα, τέρας.” της είπε με φωνή βραχνιασμένη από τις προσταγές ο νεαρός πρίγκηπας. Η Ίρη, παρά τον φόβο της, βρήκε τη φωνή της και την ύψωσε σταθερά. “Όχι.” Τότε ο Λαζού τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη και τους κοίταξε με ένα πολύ άσχημο χαμόγελο. Ίσως το πιο άσχημο που είχε δει ποτέ της η Ίρη. “Τότε ο αδερφός μου θα πεθάνει μετά από εσένα. Πάντα ήθελα να δω από κοντά κάποιον από τη φυλή σου. Ήρθατε, λέει, μια μέρα, και φέρατε τον θάνατο. Σκοτώσατε διακόσιους ανθρώπους σε λίγα λεπτά και εξαφανιστήκατε ουρλιάζοντας στον νυχτερινό ουρανό. Παραμύθια. Εγώ βλέπω μόνο ένα φοβισμένο κοριτσάκι. Ε, Αμπά,” είπε γυρίζοντας στην τροφό, “σίγουρα είναι αυτή;” Η Αμπά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, κοιτάζοντας αυστηρά τον πρίγκηπα. “Για ζώο καλή είναι πάντως. Δεν μου είπες ότι είναι τόσο ωραίοι” συμπλήρωσε ο Λαζού, και η φωνή του τώρα είχε κάτι το αηδιαστικό, έφερνε στην Ίρη ναυτία. Τίποτα δεν καταλάβαινε. Τίποτα. Ούτε ποιοι ήταν οι άγριοι που έλεγε αυτός ότι της έμοιαζαν, ούτε γιατί την αποκαλούσε τέρας, ούτε γιατί το δέρμα της έκαιγε τόσο ξαφνικά. Λες και βρισκόταν κοντά σε πυρκαγιά, αλλά δεν υπήρχε καμία φωτιά γύρω. “Αν δεν φορούσα όλα αυτά,” είπε ο μικρός αδελφός του Εζέφ, “θα σου έδειχνα τι τιμή είναι να σε ξαπλώνει ανάσκελα ένας βασιλιάς...” “Δεν είσαι βασιλιάς” τον έκοψε η Ίρη, που δεν αναγνώρισε την ίδια της τη φωνή. Ο Λαζού έμεινε για μια στιγμή καρφωμένος στη θέση του. Η Αμπά μίλησε για πρώτη φορά, μούγκρισε πνιχτά, σαν ύαινα. “Σκότωσέ την, σκότωσέ την τώρα τη σκύλα.” Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. Ο Εζέφ, που δεν είχε ξυπνήσει εδώ και πολύ ώρα, μουρμούρισε κάτι μέσα στον ύπνο του και κούνησε ανήσυχα το κεφάλι. Η Ίρη αμέσως έσκυψε από πάνω του ξεχνώντας τους άλλους δύο. “Τι 'ναι βασιλιά μου;” του είπε με αγάπη. “Τώρα!” ακούστηκε η φωνή της Αμπάς, και ο Λαζού σαν να ξύπνησε από όνειρο σήκωσε το σπαθί ψηλά με σκοπό να το κατεβάσει πάνω στο κεφάλι της σκυμμένης Ίρης. Το επόμενο πράγμα που ακούστηκε ήταν ο γδούπος που έκανε το σπαθί του πέφτοντας στο έδαφος, και το ουρλιαχτό της Αμπάς. Ο Πρίγκηπας Λαζού, δεύτερος διάδοχος του θρόνου της Οζλάκ, άφηνε την τελευταία του, αγωνιώδη πνοή από το χέρι του αδελφού του. Το σπαθί του Εζέφ ήταν καρφωμένο στο πλευρό του, και ο Λαζού τον κοίταζε με φρίκη. Έπεσε στο πλάι, αλλά πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στη γη ήταν ήδη νεκρός. “Όχι το παιδί μου!” η φωνή της Αμπάς έσκισε τον αέρα. Έπεσε με όλη της τη δύναμη πάνω στον Εζέφ, που είχε λιποθυμήσει από την προσπάθεια, βγάζοντας προς το μέρος του άναρθρες κραυγές. Η Ίρη έκανε να πιάσει το δηλητηριασμένο μαχαίρι μέσα από τα ρούχα της, αλλά διαπίστωσε ότι δεν τα φορούσε πια. Ήταν γυμνή, τα ρούχα της βρίσκονταν πεσμένα ένα κουβάρι στα πόδια της. Η Αμπά όμως βρήκε γρήγορα όπλο. Έσκυψε και πήρε από το πτώμα του παράνομου γιου της το σπαθί και το σήκωσε εναντίον του Εζέφ, μάταια όμως. Κάτι την πρόλαβε. Η Ίρη φώναξε με όλη της τη δύναμη από έναν πόνο που της ξέσκισε τα σωθικά, έναν πόνο που δεν ήξερε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Χωρίς να καταλάβει τι έκανε, δάγκωσε βαθιά την Αμπά στο χέρι που κράταγε το σπαθί, κι εκείνη ούρλιαξε. Αίμα ανάβλυσε από την πληγή και η Ίρη το ρούφηξε με ηδονή, ήθελε να γευτεί κι άλλο. Ένιωσε τα μάτια της να θολώνουν. “Τέρας! Κοιτάξου πώς είσαι, τέρας. Είσαι ίδια με τους δικούς σου πια. Αλλά δεν θα προλάβεις να το χαρείς. Δεν θα σε αφήσω.” Παρά το πληγωμένο χέρι της η Αμπά σήκωσε και πάλι το σπαθί, αλλά και αυτή τη φορά δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Η Ίρη την παρακολούθησε να στυλώνει τα μάτια εκεί όπου πριν λίγο στεκόταν μαρμαρωμένος ο στρατιώτης, που φανερά τον είχε ξεχάσει, και να ψυθιρίζει με μίσος “Όχι, όχι” προτού εκείνος την σκοτώσει με ένα χτύπημα. Η Ίρη ήθελε να μιλήσει αλλά δεν μπόρεσε. Το μόνο που της βγήκε ήταν ένα κλαψούρισμα. Για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινε, στεκόταν στα τέσσερα. Ακόμη πιο περίεργο ήταν ότι το ένιωθε φυσικό. Γύρισε και κοίταξε τον Εζέφ, τον πληγωμένο της πρίγκηπα. Την είχε σώσει. Της είχε σώσει τη ζωή. Ήθελε να σκύψει να τον φιλήσει, δεν τον είχε φιλήσει ως τώρα, μα δεν μπορούσε. Άφησε ένα κλαψούρισμα ακόμα και του έγλυψε το χέρι, πεσμένη κατάχαμα δίπλα του. Άκουσε τον στρατιώτη να πλησιάζει. Σηκώθηκε και καμπούριασε την πλάτη της. Του γρύλισε, γυμνώνοντας τα δόντια όσο πιο πολύ μπόρεσε. Ο άντρας δεν φαινόταν εχθρικός, αλλά την είχε πλησιάσει πολύ και κρατούσε όπλο. Στάθηκε από πάνω της και έβαλε ήρεμα το όπλο στη θήκη του. “Φύγε” της είπε, “φύγε και δεν θα πω σε κανέναν προς τα πού πήγες.” Έστρεψε τα λυπημένα, λυκίσια μάτια της τον Εζέφ. “Θα του πω ότι σκοτώθηκες” είπε σιγά ο στρατιώτης. Της φαινόταν ειλικρινής. Στεκόταν απέναντί του χωρίς να γρυλίζει πια, ούτε να καμπουριάζει. Γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά τον αγαπημένο της. Θα γινόταν καλά. Θα γινόταν βασιλιάς. Δεν κοίταξε κανέναν άλλον εκεί μέσα. Περπάτησε αργά, δεν γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω ούτε στιγμή. Περπάτησε έξω από τη σκηνή, έξω από το στρατόπεδο, μακριά από τους ανθρώπους, μια σκιά κάτω από το φεγγαρόφωτο. Ήταν μία ελεύθερη γυναίκα, και όλη η έρημος ήταν δική της. ΤΕΛΟΣ Η Σερέτ Της Στέπας.doc Edited September 14, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted September 15, 2011 Share Posted September 15, 2011 (edited) Α πολύ ωραία ιστορία, πολύ μου άρεσε. Και το αναπάντεχο τέλος ήταν πολύ καλό και συγκινητικό. Μου άρεσε το πως έμπλεξες τις δύο φυλές του Βορρά και του Νότου και βρήκα πολύ έξυπνη την δολοπλοκία της Άμπα. Έχω κάποιες παρατηρήσεις να σου κάνω αν και πιστέυω πως το μεγαλύτερο μέρος αυτών οφείλεται στην έλλειψη χώρου. Εννοώ πως άν ήταν μεγαλύτερο σίγουρα θα εξηγούσες πολλά από αυτά. Το εγχειρίδιο και η κασετίνα δεν έχουν κάποια διαφοροποίηση στο κείμενο. Εννοώ πως και τα δυο πάνε για φονικά όπλα. Γιατί λοιπόν το ένα είναι η οργή και το άλλο η ελπίδα; Πρότασή μου είναι η κασετίνα να έχει ενα γιατρικό που θα γιατρέψει ή θα κάνει τον αγαπημένο της να νιώσει καλύτερα και θα τον σώσει από τον θάνατο. Ίσως να το προόριζε η Άμπα για να γιατρέψει τον γιό της αν κάτι πήγαινε στραβά και απλά να χρησιμοποιήθηκε σε λάθος άτομο. Επίσης ενω είναι τόσο μυστηριοι και γοητευτικοί οι άνθρωποι από τον Βορρά εξηγείς πολύ λίγα γι αυτούς. Αν επιτέθηκαν αυτοι όπως βγαίνει στο τέλος τότε γιατί είχαν μαζί τους μια έγκυο για να της πάρει το παιδί η Άμπα; Εκτός και αν πήγε και την βρήκε η ίδια σε δεύτερο χρόνο και έκανε την δουλειά της. Αυτό με το αίμα της Ίρης που αντέχει τα δηλητήρια και τα ξόρκια όντως εξηγείται πιο κάτω λόγω της φύσης της. Ο πόνος που της έσκισε τα σωθηκά ήταν εχμμμ.. ο κύκλος της να το πω; Το ότι έγινε "γυναίκα" εκείνη την στιγμή και έτσι αυτό την μεταμόρφωσε για πάντα. Και σε εκείνο το σημείο θα ήταν ωραία να δίνεις κάποιες λίγες πληροφορίες για να μην χαλάσεις το τέλος. Πληροφορίες για τους Βόρειους. Γιατί ήταν και ζώα και άνθρωποι. Άμα γίνονταν ζώα πχ. αν δοκίμαζαν ανθρώπινο αίμα δεν μπορούσαν να ξαναγίνουν άνθρωποι; Αυτό έπαθε η Ίρης; Θυσίασε την ανθρώπινη φύση της για τον Πρίγκηπα ή έφταιγε το ότι έγινε γυναίκα; Αν όλι οι Βόρειοι ήταν ζώα πως εμφανίστηκαν σαν έμποροι και γιατί έκαναν τόσο κακό; Το τελευταίο είναι πως ο νεότερος πρίγκηπας ενώ ήταν νόθος φαντάζομαι γιός του Βασιλιά, μεγάλωσε με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Ήξερε ο Εζεφ ποιά ήταν η μάνα του Λαζού; Η Βασίλισσα το ήξερε ή κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου; Εκτός και αν ήταν η δευτερη γυναίκα του αλλά έτσι γιατί να ζήσει δεκατέσσερα χρόνια μακρυά από τον γιό της και να μεγαλώσει μια ξένη; Με τον γιό της πως κρατούσε επαφη; Βεβαια εγω που είμαι και αισιόδοξη πιστεύω πως η Ίρης θα βρεί τον τρόπο να ξαναγίνει άνθρωπος και να γυρίσει πίσω. Είναι σκληρό καρύδι αυτή την έκοψα εγω Τα παραπάνω στα λέω γιατί μου άρεσε πολύ η ιστορία - έχω και μια αδυναμία σε τέτοια τέλη- και θα ήθελα να την μεγαλώσεις όπως εγώ σκέφτομαι να κάνω για την δική μου και να βάλεις και άλλα στοιχεία για τους ανθρώπους του Βορρά. Καλή επιτυχία απο μένα. 6918 λεξούλες εεεεεε? Δεν αναρωτιέμαι γιατί μου κάνεις την κινέζα... Edited September 15, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 15, 2011 Author Share Posted September 15, 2011 Ευγενία χαίρομαι που σου άρεσε. Σ' ευχαριστώ πολύ για τον σχολιασμό, θα σου απαντήσω σε όλα σου τα ερωτήματα μετά τη λήξη του παιχνιδιού, με τον καινούργιο χρόνο δηλαδή. Αν και δεν αντέχω να μην σου πω αυτό: τα μπλέκεις πολύ, σκέψου πιο απλά. Για παράδειγμα είναι δυνατόν να νιώθει πόνο που της ξεσκίζει τα σωθικά επειδή της ήρθε περίοδος; Εμ, ξέρω 'γω, ούτε για γέννα δεν έχω ακούσει τέτοια περιγραφή. Και είναι Αμπά, όχι Άμπα βρε παιδί μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted September 15, 2011 Share Posted September 15, 2011 Και είναι Αμπά, όχι Άμπα βρε παιδί μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted September 16, 2011 Share Posted September 16, 2011 Ωραία ιστορία με αρκετά προσεγμένη πλοκή και καλό ρυθμό. Κορύφωση σε καλό σημείο (αν και άργησε λιγουλάκι) και χορταστικό τέλος. Στα υπέρ η λυκίσια φύση της Ίρης και ο τρόπος που το χειρίστηκες στη διάρκεια του κειμένου, εξηγώντας έτσι την βιασύνη της Αμπά. Το έκανες πολύ καλά. Θα ήθελα το ίδιο καλά να μας εξηγούσες για ποιο λόγο η Αμπά, επέλεξε αυτή την οδό για να πετύχει τους σκοπούς της. Παρουσιάζεται ως ικανή και δυνατή στην τέχνη της. Γιατί όλο αυτό το πολύπλοκο και χρονοβόρο σχέδιο; Πιστεύω ότι μας έδωσες πολύ νωρίς την Αμπά. Θα προτιμούσα και αυτή την ανατροπή να γίνεται στην τελευταία σκηνή, ώστε να έχεις διπλό χτύπημα για το τέλος. Στο λίγο χώρο που είχες, έτσι κι αλλιώς δεν προλάβαινες νομίζω να επενδύσεις πολύ στο δράμα της Ίρης-πιόνι. Υπάρχουν κάποιες μικρές εκφραστικές ασάφειες και αδυναμίες και άλλες μικρές λεπτομέρειες που θέλουν προσοχή. Αλλά νομίζω ότι με ένα-δυό περάσματα είσαι σε θέση να τα εντοπίσεις. Δουλειά πάντως ήθελε το σημείο της μεταστροφής των αισθημάτων της Ίρης προς τον πρίγκιπα. Βγήκε λίγο βεβιασμένα αυτό και δεν ψήθηκα. Σε σχέση με τα ζητούμενα της εισαγωγής, δεν βλέπω κι εγώ πώς το μαχαίρι είναι η οργή και πώς η κασετίνα η ελπίδα. Ακόμα: "επέλεξε σοφά", λέει η τροφός στην αρχή. Τι έπρεπε να επιλέξει; Δεν μας είπες. Το τέλος πάντως ήταν ωραίο και ανταμείβει ικανοποιητικά πιστεύω τον αναγνώστη για τον χρόνο που διέθεσε στην ανάγνωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mindtwisted Posted September 16, 2011 Share Posted September 16, 2011 Λοιπόν, τι έχω να πω για αυτή την ιστορία: -Μου άρεσε πάρα πολύ η Αμπά με όλες τις δολοπλοκίες και την κακία της, δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα καλά αλλά: Εγώ νομίσα οτι η μεταμόρφωση στο τέλος ήταν αποτέλεσμα όσων την πότιζε η Αμπά τόσο καιρό και μου φάνηκε πιο ταιριαστό έτσι και πιο δραματικό. -Συμφωνώ οτι μου φάνηκε υπερβολικά απότομη η μεταστροφή της Ηρωίδας. Το ότι το μαχαίρι είναι η οργή νομίζω έχει εξηγηθεί, (επειδή θα μπορεί να τον κοιτάζει στα μάτια ενώ θα πεθαίνει και να του πει το όνομά της),το ότι η κασετίνα είναι η ελπίδα πάλι εξηγείται, (Είναι η ελπίδα της να ξεφύγει με το ξόρκι απόκρυψης, αφού ο πρίγκηπας θα πεθάνει χωρίς να φωνάξει) -Το τέλος, ενώ μου άρεσε πάρα πολύ και ως ιδέα και η γενικότερή αίσθησή του, αφαιρεί πόντους από την ιστορία στο διαγωνισμό μόνο, τουλάχιστον για εμένα. Αυτό γιατί δεν μου έβγαλε λύπη, μελαγχολία και τα λοιπά. Το τέλος είναι λυτρωτικό: η Ίρη ήταν παγιδευμένη όλη της τη ζωή σε ένα δίχτυ ψέματος και μίσους και αυτό το τέλος της χαρίζει ελευθερία, μπορεί να τα αφήσει όλα πίσω της. Εμένα αυτό δε με στεναχωρεί πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted September 18, 2011 Share Posted September 18, 2011 Η ιστορία μού άρεσε. Προσεγμένη πλοκή, έξυπνη ανατροπή, δυνατοί χαρακτήρες και πολύ καλή ατμόσφαιρα. Ωραία η επιλογή του λύκου, ως ζώο-σύμβολο της ελευθερίας, για τη μεταμόρφωση της Ίρης. Για κάποιες παρατηρήσεις, με πρόλαβαν οι προηγούμενοι. Συμφωνώ κι εγώ πως η αλλαγή του χαρακτήρα της Ίρης προς τον Εζέφ ήταν πολύ βιαστική. Εκεί θα πρέπει να το αναπτύξεις λίγο παραπάνω και να του δώσεις τον απαραίτητο χώρο. Θα ήθελα περισσότερες πληροφορίες για τη σχέση της Αμπά και του Λαζού. Τα πώς και τα γιατί, που θα εξηγούσαν τι είχε συμβεί μ' εκείνη και το βασιλιά και τι είχε γίνει μετά τον ερχομό του παιδιού. Ο βασιλιάς τον πήρε από εκείνη; Πώς δικαιολογήθηκε στη βασίλισσα; Όλοι οι χαρακτήρες της ιστορίας μού φάνηκαν αρκετά δραματικοί. Ο καθένας είχε το δικό του φορτίο να κουβαλά, που του βάραινε τη ζωή. Κι αυτό ταιριάζει αρκετά καλά στο όλο πνεύμα των Ερινυών, ακόμη κι αν το τέλος είναι κάπως καλό για την Ίρη. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted September 26, 2011 Share Posted September 26, 2011 Κασσάνδρα η ιστορία σου μου άρεσε! Έμεινα ικανοποιημένη γενικά απο την πλοκή, αν και κάποια πράγματα μου χάλασαν την ιστορία... Μέσα σε αυτά που ξεχωρίζω είναι οι ανατροπές που είχες, δεν τις περίμενα και ήταν πολύ ωραίες! Ειδικά όταν καταλαβαίνουμε ότι η τροφός είναι το αντίθετο απ' αυτό που πιστεύει η Ίρη. Επίσης πολύ όμορφα κάνεις την αποκάλυψη στο τέλος ότι η Ίρη μεταμορφώθηκε σε ζώο, ήταν έξυπνη σαν ιδέα. . Η γραφή σου μου άρεσε αρκετά! Σε κάποια σημεία όμως δεν κατανοούσα ακριβώς τι συμβαίνει, δεν ήμουν σίγουρη αν καταλάβαινα εγώ κάτι λάθος ή όχι... Όμως αυτό που δε με έπεισε καθόλου ήταν η αλλαγή συμπεριφοράς της ηρωίδας σου! Όλα έρχονται πολύ βολικά, πολύ βιαστικά, λες και γίνονται απλά για να κυλίσει η ιστορία όπως εσύ θέλεις! Αρχικά μισεί τον πρίγκιπα και πάει για να τον σκοτώσει. Μετά ξαφνικά τον λυπάται, μετά-ακόμη χειρότερα- τον ερωτεύεται και του σώζει τη ζωή. Ενώ στην αρχή φαίνεται πολύ οργισμένη και ανίκανη να δει το πόσο άδικη ήταν με τον πρίγκιπα που ήθελε να τον σκοτώσει εξαιτίας πράξεων του πατέρα του, αμέσως μετά εμφανίζεται σοφή και καταλαβαίνει πως πραγματικά θα γίνει Σερέτ. Πάρα πολύ εύκολα στρέφεται ενάντια στην Αμπά που μέχρι τότε την λάτρευε! . Όλα αυτά με κάνουν να απομακρύνομαι συναισθηματικά απο την ιστορία και κάνουν πολύ αδύναμη την ηρωίδα σαν χαρακτήρα. Η ιστορία της Αμπά και του πρίγκιπα είναι μετέωρη μέσα στο κείμενο, δεν υποστηρίζεται απο πουθενά. Δεν εξηγείς τίποτα απο το παρελθόν τους, τίποτα που να μου δίνει να καταλάβω τους λόγους που κάνει η Αμπά ότι κάνει και γιατί φτάνουν εκεί τα πράγματα... Επιπλέον πιστεύω για το εγχειρίδιο και την κασετίνα, αν και εξηγείς γιατί χαρακτηρίζονται ως οργή και ελπίδα, νιώθω ότι απλά προσάρμοσες την σκέψη σου στην εισαγωγή, χωρίς να με πείθεις ακριβώς γι' αυτά. Αλλά, αυτό μάλλον είναι λεπτομέρεια και δε με πείραξε ιδιαίτερα! Η ιστορία ήταν κατά την άποψή μου πολύ ωραία σαν σκέψη, πραγματικά πολύ όμορφη έμπνευση, όμως δε χωρούσε μέσα στις λέξεις αυτές! Ήθελε περισσότερο χώρο για να αναπτυχθεί σωστά! Ακόμα και το ότι τα περισσότερα γεγονότα εκτυλίσσονται μέσα σε μια σκηνή είναι αρνητικό και πιστεύω ότι ωφείλεται στις λέξεις. Ωραίες σκέψεις, προβλήματα στην απόδοση λοιπόν... Καλή επιτυχία απο μένα Κασσάνδρα!! Ελπίζω, αν σε τραβάει ακόμα η ιστορία, να γράψεις μια μεγαλύτερη βερσιόν! Θα της αξίζει περισσότερο νομίζω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 26, 2011 Author Share Posted September 26, 2011 (edited) Ευχαριστώ παιδιά! Ελπίζω, αν σε τραβάει ακόμα η ιστορία, να γράψεις μια μεγαλύτερη βερσιόν! Με τίποτα! Μου έβγαλε την ψυχή! Τουλάχιστον για τους προσεχείς μήνες το αποκλείω, (μια που έχω και κάτι άλλο στα σκαριά). Δεν το έχω ξαναπάθει αυτό με ιστορία. Και να σκεφτείς ότι άφησα άλλες δύο που είχα ξεκινήσει γιατί γίνονταν τεράστιες... Ναι, και πέτυχα την μικρή. Edited September 26, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
anysias Posted September 27, 2011 Share Posted September 27, 2011 (edited) ΣΠΟΙΛΕΡ: Μια ακόμα καλογραμμένη ιστορία και με διαφορετική κατεύθυνση. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα και οι γρήγορες σκηνές, έδωσαν μια άλλη ζωντάνια στην ιστορία. Ωραίες ανατροπές αλλά θα ήθελα να αποκαλυφθεί πιο μετά η Αμπά , ίσως την στιγμή που στρέφεται στον Λαζού, ακόμα και αν δεν ανέλυες όλο το παρελθόν τους και περιέγραφες μόνο ένα νεύμα αναγνώρισης μεταξύ τους λίγο πριν επιτεθούν, θα μας έρχονταν πιο κεραμίδα στο κεφάλι. Το τραγικό στοιχείο για την Ίρη, κατά την γνώμη μου, είναι ότι αναγκάστηκε να ζήσει μια ψεύτικη ζωή και πως στο τέλος αν και η κατάληξη είναι ευχάριστη κρύβει μια πικρία, καθώς η Ίρη δεν ξέρει τίποτα για την ζωή για την οποία τραβά. Ακόμα και η Αμπά είναι τραγική φιγούρα καθώς ήταν έρμαιο της εκδικητικής της μανίας που δεν κατάφερε τίποτα άλλο από να καταστρέψει στο τέλος την ίδια και τον γιό της μαζί. Αν λάβω υπόψη μου την φύση της Ίρης που είναι μισή ζώο, η απότομη μεταστροφή των συναισθημάτων της (που ήταν η έναρξη της μεταμόρφωσής της) είναι δικαιολογημένη καθώς η Ίρης λειτουργούσε με το ένστικτο της, κάτι που τα ζώα έχουν πολύ ανεπτυγμένο προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό ήταν που προσπαθούσε να καταστείλει η Αμπά με τα ξόρκια έτσι; Τέλος πολύ ζόρικη η Άμπα με το ξόρκι του ουροβόρου. Εγώ εδώ το συνδύασα με την ανανέωση , την μεταμόρφωση της Ίρης, όπως το φίδι αλλάζει δέρμα. Πολύ έξυπνο! Καλή επιτυχία. Edited September 27, 2011 by anysias Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 1, 2011 Share Posted October 1, 2011 Για σένα: - Πολύ μου άρεσε αυτό εδώ. Περισσότερο οι χαρακτήρες και λιγότερο το πλέξιμο της πλοκής (σε συνδυασμό με το ρυθμό βασικά) όμως όταν έχεις τόσο όμορφους χαρακτήρες, γεμάτους πάθη και επιδιώξεις (υποκεινούμενες ή μη, δεν έχει σημασία) σε τραβάνε μαζί τους και σου δένουν αυτοί τα όποια κενά ενδεχομένως να υπάρχουν στην πλοκή. Γιατί αυτά μπορώ να τα εξηγήσω επειδή ακριβώς με γνώρισες με τους χαρακτήρες σου. Είναι ένας τρόπος για να βάζεις τον αναγνώστη σου να συμπληρώνει μόνος του αυτά που του λείπουν, ένας από τους καλούς. - Έχεις φτιάξει έναν πολύ όμορφο μύθο τον οποίο μάλιστα δεν τον πρόδωσες μέχρι την τελευταία στιγμή όπου πολύ εντυπωσιακά αποκαλύπτεται, έντεχνα εντυπωσιακά. Και τον έχεις χρησιμοποιήσει για να προχωρήσεις μια ιστορία που θα μπορούσε να κάνει και χωρίς αυτόν λίγο αυθαίρετα. Δε με νοιάζει για να είμαι ειλικρινής γιατί μου έδωσες το μύθο κι άξιζε τον κόπο. Όμως θα μου άρεσε να τον είχες δέσει κι όλας, να μη γίνεται χωρίς αυτόν. - Έχεις μάλλον την αγαπημένη μου ηρωίδα από αυτό το write off. - Η ιστορία ήταν σύντομη. Επειδή είχαμε τη σχετική συζήτηση και στο δικό μου τόπικ, δεν είναι θέμα ποσοτικό. Ήταν σύντομη γιατί αυτή την αίσθηση αφήνει. Είναι ενδιαφέρουσα και δεν πλατιάζεις, ήθελε κι άλλο (όχι για να πλατιάσεις προφανώς) εκεί στην αρχή, στα είπανε, δεν τα ξαναλέω Για τις ερινύες: Σεξ: Εδώ υπάρχει μία κατανοητή έλλειψη. Δεν πρόλαβε, τι να κάνουμε τώρα? Δράμα: Το υπέρτατο, όλη η μέχρι τώρα ζωή της ηρωίδας σου, η Αμπά -ζει το μεγαλύτερο, κατ' εμέ αυτή είναι η τραγική ηρωίδα σου εδώ- όλοι. Ο καθένας το βαρύ προσωπικό του. Κλάμα: Ίσως ανακούφισης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted October 11, 2011 Share Posted October 11, 2011 Ωραία ιστορία. Μου άρεσε πολύ και η πλοκή και οι ανατροπές της. Αντίθετα από την άποψη ότι οι ανατροπές πρέπει να γίνονται όλες στο τέλος και να πάμε κι εμείς αθώοι και ανίδεοι σαν την Ίρη μέχρι εκεί πριν καταλάβουμε τις προθέσεις της Αμπά, για μένα ήταν πολύ καίριο το σημείο που αποκαλύφθηκε η πραγματική δολοπλοκία. Έτσι από νωρίς αισθάνομαι την αγωνία διπλή: ένα τι θα γίνει στη σκηνή του πρίγκιπα κι ένα δεύτερο τι θα γίνει με την τροφό που κατευθύνει μέχρι εκείνη τη στιγμή τα νήματα. Εξαιρετική επίσης η ερμηνεία που δίνει η κοπέλα ως προς τους λόγους που πιστεύει ότι την έστειλαν τελικά στο στρατόπεδο. Μου φάνηκε ιδιαίτερα ψυχολογημένο και σαν πιθανή κατάσταση και σαν δικαιολογία. Έχω να πω ότι αυτή πρέπει να είναι από τις καλύτερες ιστορίες σου, με αξιόλογη πλοκή, παρά το γεγονός ότι από κάποια στιγμή και μετά φαίνεται να πιέζονται τα πράγματα για να χωρέσει όλο το έργο μέσα στο όριο των λέξεων. Δεν ένιωσα το παλούκι στην καρδιά, που ζητάει ο Ντίνος, αλλά γενικά αισθάνομαι ότι διάβασα ένα καλό κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 11, 2011 Author Share Posted October 11, 2011 Ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted October 15, 2011 Share Posted October 15, 2011 Λατρευω τους λυκους και οταν υπαρχουν σε ιστοριες η ποιηματα ειναι εξαιρετικο σπανιο να μην μου αρεσουν. Η ιστορια σου εχει πολυπλοκη πλοκη, με βαθυ υποβαθρο χαρακτηρων που σε βαζει στο νοημα-του τι γινεται, γιατι γινεται, πως γινεται κτλ. Εχει παρολα αυτα αρκετα κενα που εχουν ηδη αναφερει και οι υπολοιποι...οντως η Ιρη αλλαζει πολυ γρηγορα γνωμη. Οταν σε μεγαλωνουν καπως και σου εχουν κανει πλυση εγκεφαλου ειναι πολυ δυσκολο να αλλαξεις-οταν αλλαζεις εχει προηγηθει αμφιταλαντευση, εσωτερικη συγκρουση,ψαξιμο του τι πραγματικα γινεται, αισθημα προδοσιας οταν ανακαλυπτεις πως σου εχουν πει ψεματα, χανεις σχεδον τον κοσμο οταν μαθαινεις πως ζουσες ενα ψεμα. Επισης εχω απορια πως εγινε η μεταμορφωση ...οφειλεται στο οτι γευτηκε αιμα? Η ηταν η αρχικη πραγματικη της φυση? Ο γιος της Αμπα (Πως εγινε πριγκηπας? Θα επρεπε να ειναι μονο ενα νοθο παιδι του παλιου πατερα βασιλια...πως εφτασε να τον ακολουθει ολοκληρος στρατος? Με ξορκια?) πρεπει πανω κατω να ειναι περιπου στην ηλικια της Ιρη...αρα η Αμπα επρεπε να εχει συλλαβει την ιδεα του σχεδιου πολλααααα χρονια πριν...πως εγινε αυτο? Διαβαζοντας τους ρουνους? (οι ρουνοι ειναι παραδοσιακα των βορειων και οχι των νοτιων...οποτε για εργαλειο μαγισσων ερημου δεν νομιζω πως ταιριαζει) Σκεφτηκα πως η Αμπα θα μπορουσε να παρουσιαστει ως μια γυναικα που διψαει για δυναμη και εξουσια και σκεφτηκε να κλεψει ενα παιδι βορειων για να εχει μια μεγαλη δυναμη στον ελεγχο της-να την χρησιμοποιει οπως θελει. Δεν ξερω πως σου φαινονται αλλα νομιζω πως επρεπε να απαντησεις σε αυτα τα ερωτηματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 21, 2011 Share Posted October 21, 2011 Το διήγημα σου ήταν καταπληκτικό και τίμησε δεόντως την εισαγωγή μου. Θέλω να ξέρεις ότι άσχετα με την ψήφο μου, εσύ είσαι η αγαπημένη μου Ερινύα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Raven Posted October 28, 2011 Share Posted October 28, 2011 Μου άρεσε πάρα πολύ η ιστορία! Πιστεύω ότι έκανες πολύ καλή χρήση της εισαγωγής. Μου άρεσε που η Αμπά αποδείχτηκε υποκρίτρια! Έδινε στην Ίρη (και στην ιστορία σαν σύνολο) τραγικότητα. Καλή ανατροπή! Ο τρόπος με τον οποίο άλλαξε γνώμη η Ίρη προσωπικά μου φάνηκε καλός. Με αφορμή την προσευχή είδε ότι ο πρίγκιπας δεν ήταν τόσο κακός όσο της έλεγε η Αμπά και κατέληξε να τον συγχωρέσει αντί να τον σκοτώσει! Και μάλιστα κατέληξε να τον ερωτευτεί! Αλλά στο τέλος έπρεπε να τον αφήσει-κλαψ! Και το ότι έγινε λυκάνθρωπος στο τέλος: απλά τέλειο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sonya Posted October 30, 2011 Share Posted October 30, 2011 Ευρηματικότητατο, Άννα! Χρειάζεται δουλειά, κάποιες εκφράσεις δε λειτουργούν πολύ καλά ή ακούγονται παιδικές (αν θέλεις, στείλε μου πμ να σου πω ποιες και τι κλπ) και σίγουρα ήθελε λίγο μεγαλύτερη ανάπτυξη και προοικονομία το τέλος. Όχι πως δεν έμεινα χαζή απ' τη λυκανθρωπίνα. :Ρ Πάρα πολύ καλό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 31, 2011 Share Posted October 31, 2011 Έχω ελάχιστα να πω εδώ, θα μου επιτρέψεις ε; Βιαστική η αγάπη της για τον Εζέφ και τέτοια, τι σημασία έχουν; Το τέλος είναι εξαιρετικά δυνατό και το κλάμα το πέτυχες. Ακόμη κι όταν είσαι ελέθερος, είσαι ελεύθερος να κλάψεις. Rock on, Άννα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 31, 2011 Author Share Posted October 31, 2011 Ρε παιδιά... ρε, ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted November 27, 2011 Share Posted November 27, 2011 (edited) Εχεμ χαίρεται... συγνώμη που σας ενοχλώ. Εδω και καιρό περιμένω μερικές απορίες από μια ιστορία που διάβασα σε αυτό το τόπικ και μου άρεσε και μου τις είχατε υποσχεθεί. Και πάλι συγνώμη για την ενόχληση. Edited November 27, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted November 28, 2011 Author Share Posted November 28, 2011 Αχ ρε Ευγενία μου, εγώ συγνώμη. Το σκεφτόμουν πριν το νανορίμο, έλεγα όμως να έγραφα το καινούργιο διήγημα για τη σερέτ, και αυτό να ήταν η απάντησή μου. Αλλά μετά άρχισα να ασχολούμαι με το νανορίμο και πάει. Για να δούμε (ελπίζω να απαντάω σε ό,τι απορία υπήρχε γενικά, από όλους ) : Σερέτ - Η αληθινή ιστορία Οι Άγριοι από το Βορρά ήταν λυκάνθρωποι. Έπαιρναν τη μορφή τους μόνο ένα βράδυ το μήνα,όταν είχε πανσέληνο. Είχαν φτάσει στο χωριό λίγες μέρες νωρίτερα, "κάνοντας" (δεν "έκαναν", ήταν ) τους εμπόρους πολύτιμων λίθων. (Αν τα θυμάμαι κι εγώ καλά ). Έγιναν όμως λυκάνθρωποι όταν γέμισε το φεγγάρι και έφαγαν πολύ κόσμο. Από τότε οι κάτοικοι της Οζλάκ έχουν τους άσπρους, ξανθούς και γαλανομάτηδες ανθρώπους από τις κρύες χώρες συνώνυμο δαιμόνων. Η τροφός, (που δεν ήταν τροφός αλλά σερέτ, μάγισσα) επειδή της είχαν πάρει μόλις το παιδί και το είχαν δώσει στη βασίλισσα (και είναι πολλά που ανέχεται μία βασίλισσα για χάρη της τιμής, αλλά εδώ που τα λέμε, ποιος τη ρώτησε κιόλας; ) είχε τέτοια οργή, που μέσα στο χαμό το μόνο που σκέφτηκε ήταν η εκδίκηση. Να μεγαλώσει ένα λυκάκι στην αγκαλιά της για να τους το ξαμολύσει. Αυτό το σκέφτηκε όταν είδε μία λύκαινα ετοιμόγενη (εννοώ σε ώριμη εγκυμοσύνη, όχι ότι γένναγε στη μάχη, αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται ), να έχει τραυματιστεί από τους στρατιώτες της Οζλάκ. Της άνοιξε την κοιλιά και της το πήρε. Απορίες Ευγενίας, πιο λιανά: 1) Δεν άφηναν τις εγκύους πίσω, Ευγενία. Ήταν σκληροί άνθρωποι, πολύ κοντά στην ζωώδη φύση τους. Και τα ζώα περπατούν, και μάχονται κιόλας άμα χρειαστεί, μέχρι που γεννάνε. Χώρια που έπρεπε και αυτή να τραφεί. Πού και πού λίγο ανθρώπινο κρεατάκι... Μιαμ. 2) Η Ίρη πόνεσε τόσο εκείνη την ώρα επειδή μεταμορφωνόταν πρώτη φορά σε λυκάνθρωπο. Ήταν πανσέληνος βλέπεις, και θα της ερχόταν η πρώτη περίοδος πια, ε, καιρός ήταν Πάρ' τα μωρή μάγισσα, σε προλάβαμε! 3) Επίσης οι Άγριοι είχαν και επάγγελμα, δεν ήταν αλήθεια άγριοι, έτσι τους έλεγαν οι νότιοι. Δεν ζούσαν σε κουφάλες δέντρων και έτρωγαν σκουλήκια όταν δεν είχαν ανθρώπους. Ζούσαν σε ένα μικρό απομωνομένο χωριό, σε καλύβες, και ταξίδευαν πολύ για να μην τρώνε όλο τους κατοίκους των γύρω περιοχών και τους πάρουν πρέφα. Έτσι, έβγαζαν λεφτά και όπου τους έπιανε η πανσέληνος τρέφονταν κιόλας. Με ένα σμπάρο... 4) Η Ίρη θα ξαναγίνει άνθρωπος, πώς δεν θα ξαναγίνει. Το επόμενο πρωί κιόλας. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι τι ανακάλυψε για τον εαυτό της στα καλά καθούμενα. Και πόσα έχει να ανακαλύψει ακόμα. Και βέβαια, δεν μπορεί να γυρίσει. Θα την σκοτώσουν μόλις τη δουν. Καμιά ξανθιά δεν μπαίνει στην Οζλάκ! Μετά έφυγε από την πολη χωρίς ποτέ κανείς να δει τι είχε κάνει, τι πήρε μαζί της φεύγοντας. Κανείς δεν την κυνηγούσε, κανείς δεν την έδιωξε, ήταν ψέματα που έλεγε στη μικρή. Έτσι, κανείς δεν απείλησε τη ζωή της όταν, μετά από δεκατέσσερα χρόνια, πήγε να βρει τον γιο της, τον πρίγκηπα Λαζού. Και όχι, δεν είχαν καμία επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε του είπε ότι είναι η μάνα του, γιατί να του το πει τώρα πια; Το μόνο που ήθελε ήταν το στέμμα για τον γιο της, και δεν θα το κέρδιζε λέγοντας την αλήθεια. Το μόνο που ήθελε ήταν τον Εζέφ νεκρό. Και μετά το λυκάκι, γιατί θα της ξέμενε και τι θα το έκανε; Χώρια που αν την έβλεπαν μαζί του θα είχε χοντρούς μπελάδες. Έτσι, πήγε στη σκηνή του Λαζού λέγοντας ότι είδε μία λύκαινα του βορρά να μπαίνει μεταμφιεσμένη στη σκηνή του Εζέφ. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος μου στην ιστορία. Έπρεπε να φαίνεται καθαρά. Να φαίνεται ότι ο Λαζού πίστεψε πως ο Εζέφ θα συμμαχούσε με τους λυκάνθρωπους και πως έπρεπε να προλάβει να τον σκοτώσει πριν να γίνει αυτό. Δηλαδή, η μικρή της χρησίμευσε τελικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν κατάφερε να σκοτώσει η ίδια τον Εζέφ, αλλά θα τον απασχολούσε για να τον σκοτώσει ο αδερφός του. Δεν ξέρω αν έχεις και άλλες απορίες, εσύ ή άλλοι που τους άρεσε η σερέτ, θα χαρώ να λύσω κι άλλες πάντως. Και θα το ξαναγράψω, να είναι λίγο πιο σαφές, να μην έχει κενά, ώστε να μην χρειάζεται διευκρινήσεις. Ευχαριστώ ξανά για το ενδιαφέρον. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted November 28, 2011 Share Posted November 28, 2011 (edited) Eυχαριστώ που μου έλυσες τις απορίες Κασσανδρα. Πραγματικά άμα το γράψεις πιο αναλυτικά όλο αυτό θα γίνει πολυ γαμάτη ιστορία! Επίσης οι συνήθειες της νομαδικής φυλής των Βορείων, μου θύμισαν λίγο τις συνήθειες της Μάρας. Edited November 28, 2011 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.