Jump to content

Αμιρά


Nienor

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα

Είδος: φαντασία

Βία; μάλλον

Σεξ; ναι (είναι ακατάλληλο για ανηλίκους και το λέω σοβαρά!)

Αριθμός Λέξεων: 3.954

Αυτοτελής; ναι

Σχόλια: ελπίζω να μη σας κουράσει όσο εμένα :p

Αρχείο: Ερινύες.doc

 

 

 

 

Αμιρά

 

 

 

Άφησαν το φαράγγι πίσω τους και βγήκαν στην μεγάλη έρημο. Μπροστά περπατούσε η ψηλή, μαύρη τροφός με την γαλάζια κελεμπία και το πορφυρό σαρίκι. Τρία βήματα πίσω ακολουθούσε το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα, προφυλαγμένο στα γκρίζα του υφάσματα. Τις νύχτες έπιναν το ξινό τσάι που ετοίμαζε η γυναίκα, και στην διάρκεια της ημέρας δεν ένιωθαν καθόλου τη ζέστη. Άγριο, σκληρό γρασίδι άρχισε να ξεπηδάει μέσα από την κατάλευκη, αλατισμένη άμμο. Ανέβηκαν στον πρώτο λόφο και ατένισαν τη θέα. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους.

 

Δύο στρατοί, μια θάλασσα από σκηνές, αντίπαλα, τρομερά λάβαρα. Η μαύρη γυναίκα γονάτισε δίπλα στο κορίτσι.

 

«Πες μου αυτά που ξέρεις» είπε προστακτικά.

 

Τα λόγια τάραξαν τη μνήμη της κοπέλας. Είδε ξανά τις ζωγραφιές πάνω στην πέτρα.

 

«Δύο πρίγκιπες, δύο αδέλφια, σε πικρή μάχη για τον θρόνο. Ο σημαδεμένος ποθεί τους θησαυρούς του στέμματος. Ο σακάτης αποζητά δύναμη και εξουσία.»

 

Η γυναίκα έβγαλε ένα αστραφτερό εγχειρίδιο με λαβή από ελεφαντόδοντο. Το τύλιξε με ένα κόκκινο μαντίλι και το έδωσε στο κορίτσι.

 

«Αυτή είναι η οργή σου.»

 

Μετά έβγαλε μια μικρή, ξύλινη κασετίνα και σκύβοντας πάλι προς το κορίτσι την έσπρωξε μέσα στις πτυχές του γκρίζου υφάσματος

 

«Κι αυτή είναι η ελπίδα σου.»

 

Το κορίτσι κοίταξε προς τις σκηνές. Υπήρχαν εκεί κάτω άντρες με σκληρές πανοπλίες και σκληρότερες ακόμα καρδιές. Την τρόμαζαν. Γύρισε το λυπημένο της βλέμμα πίσω στη γυναίκα.

 

«Από εδώ συνεχίζεις μόνη σου» είπε η τροφός, «Διάλεξε σοφά.»

 

 

 

Το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα πια, άφησε τις πατούσες της να γλιστρήσουν στη μαλακή άμμο και κατευθύνθηκε αβέβαιη προς το πεδίο της μάχης.

 

 

 

Περπατούσε με μικρά βήματα, όσο της επέτρεπε η γκρίζα κελεμπία να δρασκελίζει, όσο της επέτρεπαν τα γκρίζα συναισθήματά της να δρασκελίζει. Οι πατούσες της χώνονταν μέσα στην καυτή άμμο, όμως τα πόδια της ήταν συνηθισμένα κι είχαν σκληρύνει με τον κατάλληλο τρόπο. Δεν καιγόταν. Δεν την απασχολούσε η κάψα της ερήμου. Μονάχα εκείνη η άλλη κάψα, εκείνη που αισθανόταν να έρχεται από τις σκηνές, εκείνη που μπορούσε να μυρίσει στις καρδιές των συγκεντρωμένων για πόλεμο ανθρώπων, καυτή αδημονία, προσμονή, πάθος για το αίμα των αντιπάλων, πάθος για την επερχόμενη σφαγή. Μύριζε όπως το αίμα κι η γεύση που έφερνε στο στόμα της ήταν άλικη και μεταλλική. Καυτή. Της έτσουζε τα μάτια και την έκανε να σουφρώνει τη μύτη της.

 

 

 

***

Σούφρωνε τη μύτη της, έκλεινε τα μάτια και ζωγράφιζε την πέτρα. Τα χρώματα έβγαιναν από τη γη. Αποχρώσεις της ώχρας από τα βράχια, κόκκινο από τα πέταλα της παπαρούνας, κίτρινο του κουρκουμά, πράσινο του κάκτου, ροζ του παντζαριού. Τα χρώματα όπως κι οι άνθρωποι έβγαιναν από τη μάνα γη. Γι αυτό και μόνο τούτα μπορούσαν να αποτυπώσουν τη μυρουδιά. Έβαφε την πέτρα με τα χρώματα, αποτύπωνε τις μυρουδιές των πόθων των ανθρώπων, για να μπορεί μετά να τα κοιτάξει και να γνωρίζει. Δεν ήξερε τί θα έπρεπε να γνωρίζει, ποτέ της δεν κατάλαβε και το γιατί θα έπρεπε να γνωρίζει. Όμως οι μεγάλες Σεντζούμ το θεωρούσαν απαραίτητο. Η γνώση έλεγαν, η γνώση του πόθου είναι δύναμη. Η Κελζίμ δεν το καταλάβαινε αυτό. Εκπαιδευόταν φυσικά, μαζί με τα άλλα έντεκα κορίτσια του ναού των ουράνιων σωμάτων, εκπαιδευόταν σκληρά στις τέχνες του ξυπνήματος των αισθήσεων. Μπορούσε ήδη με ένα χάδι στο παλιό ρούχο κάποιου να σου πει τις σκέψεις του, με ένα βλέμμα στα μάτια ενός ξένου να δει εμπρός της καθαρά τις εικόνες από το μέλλον του, με τη μυρουδιά στα σεντόνια κάποιου που μόλις έφυγε να ζωγραφίσει τους πόθους του, με τη γεύση ενός φαγητού να γνωρίζει τα αισθήματα του μάγειρα, του κυνηγού, την αγωνία του ζώου που γευόταν. Οι Σεντζούμ τούτο το ονομάζανε Το Άνοιγμα. Ούτε και τούτο το είχε καταλάβει ακόμα. Όσο περισσότερα ένιωθε, όσα περισσότερα καταλάβαινε τόσο πιο πολύ κλεινόταν στον εαυτό της. Τόσο πιο απόμακρη γινόταν, τόσο πιο πολύ κρυβόταν από τους άλλους. Στο ναό ήταν γνωστή ως η εκλεκτή. Την τέχνη τη μάθαιναν όλες μαζί, την μάθαιναν και προσπαθούσαν να την εξασκήσουν. Όμως οι περισσότερες έμεναν στην προσπάθεια, ενώ σε εκείνη τα πράγματα τούτα συνέβαιναν χωρίς να τα σκεφτεί, χωρίς να τα θέλει. Τα άλλα έντεκα κορίτσια έπρεπε να μάθουν να εξασκούν την τέχνη των αισθήσεων, η Κελζίμ έπρεπε να μάθει να την τιθασεύει, να μάθει να ζει μαζί της. Να μην ξυπνάει αξημέρωτα κλαίγοντας επειδή κάποιος από έρωτα πονεμένος πέρασε κάτω από το παραθύρι της, να μην λιποθυμά στην αγορά επειδή σε ενός κοριτσιού τα λαμπερά μάτια είδε το θάνατο να την κοιτάζει, να μην παθαίνει κρίσεις επειδή κάθε που δάγκωνε ένα κομμάτι παστό κρέας αισθανόταν τους βίαιους επιθανάτιους σπασμούς του ζώου. Τον τρόμο. Στην πραγματικότητα, ήταν η μόνη από τα δώδεκα κορίτσια που δεν είχε επιλογή, έπρεπε να εκπαιδευτεί στο μονοπάτι των αισθήσεων που η μοίρα της διάλεξε.

 

Οι γονείς της την είχαν στείλει εκεί κοριτσάκι ακόμα, μαζί με την μαύρη τροφό της, όπως είθισται στις καλές οικογένειες της Ρκάρεν, της μεγαλύτερης πόλης εκείνης της γωνιάς της ηπέιρου, πέρα μακριά στο Νότο. Ο ναός ήταν μακριά μα η Κελζίμ δεν είχε άλλη επιλογή και οι δικοί της το γνώριζαν. Οι γυναίκες των Σεντζούμ την είχαν υποδεχτεί με χαρά, την είχαν ονομάσει Αμιρά, εκλεκτή, και Κελζιρέμ, Κελζίμ η κόρη των άστρων, και Κελζεριμάν, η Κελζίμ η αγαπημένη του ήλιου.

 

Το πρώτο πράγμα που την είχαν μάθει ήταν να περπατά ξυπόλητη στην καυτή άμμο της ερήμου, στις δροσερές όχθες των οάσεων, στους τραχείς βράχους, στο άγριο λιγοστό γρασίδι των λόφων που πλήγωνε τις απαλές πατούσες του παιδιού. Τα πέλματα της που έρχονταν σε επαφή με τη γη δημιουργούσαν γείωση. Ό,τι έπαιρνε από τα πλάσματα που πατούσαν στη γη μπορούσε με τον τρόπο αυτό τα γυρίσει πίσω στη μεγάλη μάνα, ενώ αγγίζοντας την και μόνο αντλούσε δύναμη, δύναμη για την ανάσα της, δύναμη για τη σκέψη της. Σιγά σιγά, σχεδόν βασανιστικά αργά είχε μάθει να τιθασεύει τις αισθήσεις της, με τη βοήθεια της μεγάλης μάνας και των ιερειών, με αυτοσυγκέντρωση, μέσω της περισυλλογής και δεκάδων άλλων πνευματικών ασκήσεων που την εξαντλούσαν καθημερινά.

 

Μέρος της εκπαίδευσής της ήταν το διάβασμα των ανθρώπων κατ’ επιλογή. Ώσπου έμαθε, κορίτσι ακόμη, να αναγνωρίζει συναισθήματα και σκέψεις που η ίδια δεν είχε ακόμη νιώσει, δεν είχε ακόμη σκεφτεί.

 

Για να μπορέσει να ξεφορτωθεί το ψύχος της καρδιάς ενός δολοφόνου είχε ξαπλώσει στην καυτή αλατισμένη άμμο το καταμεσήμερο γυμνή. Είχε σχεδόν κάψει το κορμί της τη μέρα εκείνη. Για να μπορέσει να δώσει πίσω στη γη τον πόθο ενός ερωτευμένου είχε κατέβει στα μεγαλύτερα βάθη των ιερών σπηλιών, εκεί που γάργαρο νερό έτρεχε κρυστάλλινο και παγωμένο και είχε μείνει μέσα του για ώρες πολλές. Οι ιέρειες έδωσαν αγώνα για να τη γλυτώσουν από την πνευμονία τότε.

 

 

 

Κι όταν πια έμαθε να ξεχωρίζει, όταν γνώρισε τον εαυτό της μέσα από τα μάτια των άλλων, μέσα από αυτά που εκείνοι αισθάνονταν κι έβλεπαν σε αυτήν, οι δυο τους έφτασαν και στάθηκαν μπροστά της. Και ξαφνικά η Κελζίμ, Κελζεριμάν, Κελζερίμ, Αμιρά, κοπέλα μα δασκάλα πια και ιέρεια, ήταν και πάλι ένα μικρό παιδάκι που όλα εκείνα που ένιωθε στη μεγάλη μάνα γη δε μπορούσε πίσω να τα δώσει μα ούτε και με το κορμί το δικό της μόνο να τα διαχειριστεί.

 

***

 

 

Η Κελζίμ ήταν δεκαεφτά χρονών τότε, τέσσερα χρόνια μακριά από την ενηλικίωση του κορμιού της, τέσσερα χρόνια μακριά από την ανεξαρτησία. Ήρθαν με μεγάλη συνοδεία. Ένα πλουμιστό καραβάνι με υπηκόους και πραματευτάδες τους ακολουθούσε. Μεγάλοι αρσενικοί ελέφαντες κουβαλούσαν ολόκληρα καταλύματα στις ψηλές τους ράχες. Τέντες που στη σκιά τους ταξίδευαν οι δύο πρίγκιπες, μπαούλα με χρυσάφι και ασήμι και κοσμήματα προσφορά στο ναό, φρούτα και κρέατα και ξηρούς καρπούς, μπαχάρια και υφάσματα. Όταν όμως έφτασαν εμπρός της, αγέρωχοι, δυνατοί, περήφανοι, πανέμορφοι, πρίγκιπες στις καρδιές όσο και στην όψη τους, έσκυψαν και φίλησαν το χώμα όπου στεκόταν κι άγγιξαν απαλά τις γυμνές πατούσες της με τα άγρια χέρια τους. Τα πρόσωπά τους ήταν ακόμα αμόλυντα, μα και τότε υπήρχε κάτι εκεί, κάτι που την έκανε να νιώσει μικρή.

 

 

 

Στάθηκε μπροστά τους χωρίς κανένα ύφασμα να αγγίζει το κορμί της, μονάχα ο ήλιος που έδυε και το φεγγάρι που ανέτειλε, η καυτή άμμος κάτω από τα πόδια της και το μέταλλο, βλέποντας μέσα από εκείνους την εικόνα της. Στήθος στητό και μικρό, γλουτοί σμιλεμένοι σαν από μάρμαρο, κοιλιά απαλή, πόδια ίσια και μακριά, λαιμός μακρύς, γάμπες χυτές, δέρμα λείο. Τέλεια. Αν υπήρχαν λέξεις να περιγράψει αυτό που αισθάνονταν οι δύο μεγαλύτεροι πρίγκιπες ήταν αυτή «τέλεια». Γυναίκα. Οι ασημένιοι χαλκάδες που είχαν φέρει μαζί τους από τόσο μακριά στόλιζαν τα χέρια και τους αστραγάλους της. Απλοί κύκλοι, τα μόνα κοσμήματα που μπορούσε να ανεχτεί πάνω της, από μέταλλο αγνό, καθαρό. Χρυσός και ασήμι, όχι κράματα, όχι ευτελή μέταλλα. Χρυσός και ασήμι σε κύκλο.

 

Ο κόσμος γύρω τους, γονατισμένος ευλαβικά και σιωπηλός έμοιασε να σβήνει, ή ίσως τον έσβησε η εκπαίδευσή της. Έπρεπε να τους καλωσορίσει εκ μέρους του φεγγαριού, να τους δείξει πως ήταν καλοδεχούμενοι εκ μέρους του ήλιου και να τους δώσει την ευλογία της μεγάλης μάνας γης. Κι έπειτα, όταν θα είχαν το δικαίωμα να σταθούν όρθιοι εμπρός της οι τρεις τους, να δεχτεί την πρόταση που είχαν έρθει να της κάνουν: να παντρευτεί το βασιλιά πατέρα τους. Να δώσει τέλος στην ανεξαρτησία που περίμενε προτού την αποκτήσει. Αφού τα καθήκοντα της Αμιρά, που ήταν εκείνη, περιελάμβαναν τη διασφάλιση της ειρήνης. Ήταν ο λόγος για τον οποίο ερχόταν μια εκλεκτή στη ζωή.

 

 

 

Άγγιξε τα πρόσωπά τους ένα προς ένα, τρία ακροδάχτυλα σε κάθε μέτωπο και δύο στα μάγουλα. Πήρε βαθιά ανάσα. Κι άλλη. Και Τρίτη. Κι ύστερα τινάχτηκε, σα να είχε καεί. Τράβηξε τα χέρια της και τους κοίταξε. Κανένα συναίσθημα δε φάνηκε στο πρόσωπό της. Την κοιτούσαν ερωτηματικά, η τελετή δεν είχε τελειώσει. Κοίταξε τον κόσμο γύρω τους κι αισθάνθηκε έντονες τις σκέψεις τους, άκουσε τις ερωτήσεις. Είπε τα λόγια του φεγγαριού, κόμπιασε, είπε και τα λόγια του ήλιου. Και καθώς έδινε την ευλογία της μεγάλης μάνας κι εκείνοι σηκώθηκαν όρθιοι μπροστά της όλα εκείνα που προηγουμένως τα κρατούσε σε απόσταση γέμισαν το μυαλό της, ξεχείλισαν στο στομάχι της και τρέκλισε. Τους γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε πίσω προς το εσωτερικό του αφιερωμένου στο φως του ήλιου οβελίσκου. Τους αισθάνθηκε που κοίταξαν ο ένας τον άλλο, τους μύρισε, για ακόμη μια φορά, μύρισε εκείνο που δεν είχε μυρίσει ξανά στους δυο τους. Μα εκείνο που την είχε ταράξει ακόμα περισσότερο ήταν ο τρίτος, παιδί ακόμα στην όψη αμούστακο κι αταίριαστο στην εικόνα της.

 

 

 

Τις επόμενες μέρες τις πέρασε ζωγραφίζοντας τις πέτρες, ελπίζοντας να κάνει λάθος, ελπίζοντας πως δεν έχει δει καλά, ελπίζοντας πως τούτα που ένιωσε ήταν μόνο αντικατοπτρισμός, πως είδε κάτι από τους δικούς της πόθους που δεν είχε μάθει να τους διαχωρίζει πλήρως, πως το μέλλον που είδε στα μάτια τους θα άλλαζε. Κίτρινο έως χρυσό ο ένας, κόκκινο μαζί, πορφυρό ο άλλος, κι άλλο τόσο κόκκινο. Πλήρης απουσία πράσινου, καθόλου γαλανό. Τις κοιτούσε και τις ξανακοιτούσε, κράτησε κάτι από τα ρούχα του καθενός και κατέβηκε στις μεγάλες ιερές σπηλιές, ζωγράφισε την πέτρα κι εκεί. Κίτρινο και χρυσό. Πορφυρό. Ώχρα. Τίποτα από αυτά δεν την ανησυχούσε τόσο όσο το κόκκινο.

 

 

 

***

Υπήρχε εκεί ένας πελώριος θρόνος. Σκαλισμένα επάνω του ήταν ο ήλιος και τα άστρα, τα λουλούδια και τα φυτά της γης, τα ζώα της στεριάς, του ουρανού και της μεγάλης θάλασσας, κι άλλα που άνθρωπος ποτέ δεν είχε αντικρύσει. Μα ανθρώπινη φιγούρα επάνω του ήταν μόνο μία, ένα σάρκινο παιδί που έπαιρνε ανάσες κοφτές και το στέμμα κρατούσε στα γόνατά του γιατί ήταν μεγάλο ακόμη για το ξανθό του κεφάλι. Ένα παιδί που είχε τον ήλιο στα μάτια του και το φεγγάρι στα βλέφαρά του. Στο πλάι του δυο πρίγκιπες, με τη σωστή ηλικία. Ο ένας στα χρυσά κι ο άλλος ντυμένος στην πορφύρα. Αρκετά επίπεδα πιο κάτω χιλιάδες κόσμος ξαπλωμένος στα γόνατα, με το μέτωπο στη γη. Οι φιγούρες άλλαζαν και στροβιλίζονταν. Οι δύο πρίγκιπες πελώριοι πάνω από τους ανθρώπους μονομαχούσαν. Κάθε που ύψωνε ο ένας το σπαθί του πτώματα χιλιάδων αιμόφυρτα ξάπλωναν πλάι σε αυτούς που προσκυνούσαν. Άκουγε τις κραυγές των πληγωμένων τους επιθανάτιους ρόγχους αυτών που ξεψυχούσαν, τους θρήνους των γυναικών. Άκουγε και βογκητά ηδονής μαζί, ανακατεμένα συναισθήματα που δεν ήξερε ποια ήταν τα δικά της και ποια ξένα. Κάποτε ο ένας πρίγκιπας έσχιζε το μάγουλο του άλλου, κάποτε ο άλλος διαπερνούσε με τη λεπίδα του το γόνατο του πρώτου. Κι ύστερα, όταν όλοι ήταν νεκροί το φάντασμά της θρηνούσε πάνω από χιλιάδες πτώματα, καλυμμένα με το αίμα τους και το αίμα από τους δύο μεγαλύτερους πρίγκιπες. Άκουγε τις γυναικείες κατάρες κι έβλεπε το κουφάρι της Ειρήνης, αυτής που είχε γεννηθεί για να φυλάξει. Κι έπειτα πάλι από την αρχή, το παιδί στο θρόνο και οι πρίγκιπες δίπλα του μια να ξεθωριάζουν, μια να πολεμούν.

 

Κι ύστερα πάλι ξυπνούσε και ζωγράφιζε την πέτρα. Κι όταν βγήκε από τις βαθιές σπηλιές είχε πάρει μια απόφαση. Μια απόφαση να αλλάξει εκείνα που να αλλάξουν δε μπορούσαν.

 

 

 

***

 

 

Όταν ένα μεσημέρι την φώναξαν να φροντίσει τα τραύματά τους μια μαχαιριά διαπέρασε το στήθος της. Η αρχή είχε γίνει, θα ερχόταν και το τέλος.

 

Πήγε κοντά τους κι ανακάτεψε βότανα και πηλό να σταματήσει το αίμα και τη μόλυνση. Πέρασε απαλά τα χέρια της από το πρόσωπο του μεγαλύτερου και σκέπασε με το μείγμα την πληγή. Έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε: «Το σημάδι αυτό θα το έχεις μέχρι το θάνατό σου. Είναι σημάδι θανάτου.» Κι αυτός την τράβηξε και της απάντησε: «Το σημάδι αυτό είναι βαθιά στην καρδιά μου κι είναι σημάδι αγάπης.»

 

Πέρασε το μείγμα του πηλού στην πληγή στο γόνατο του άλλου κι έδεσε το τραύμα με σπουδή. Έσκυψε κοντά του και του ψιθύρισε: «Το πόδι σου δε θα δουλέψει σωστά ποτέ πια όσο ζεις. Είναι το πρώτο τραύμα του θανάτου σου.» Κι αυτός της απάντησε: «Το πόδι μου είναι λίγο, πονά το κενό στην ψυχή μου. Γέμισέ το.»

 

 

 

Κι εκείνη στάθηκε απέναντί τους και τους είπε: «Θα γίνει ό,τι επιθυμείτε. Αλλά θα είμαστε όλοι μαζί και θα μοιραστείτε. Κι ίσως αν μάθετε να μοιράζεστε να ζεσταθεί η καρδιά, να καθαρίσει το μυαλό. Άλλη αξίωση δεν έχω.»

 

 

 

***

 

 

Δροσιά κι αρμύρα. Κάτω από τη γη, βαθιά μέσα στα σωθικά της μεγάλης μάνας: οι αλμυρές πηγές. Το νερό τους δεν είναι πόσιμο. Εδώ ολοκληρώνεται ο αιώνιος έρωτας της γης με τον ωκεανό. Εδώ η ένωση, στα βάθη, εδώ που ο νους μπορεί να χαθεί από την ένταση της ηδονής της μεγάλης μάνας. Εδώ το κορμί μπορεί να σχιστεί σε άπειρα μικρά κομμάτια κι από τούτα να γεννιούνται νέα πλάσματα, επειδή ο άνθρωπος ήθελε να γίνει μέρος τούτης της αγάπης. Το μυαλό δεν το ορίζει.

 

Λένε πως ο ωκεανός ήταν αυτός που διάλεξε τον τόπο, να πάρει την αγαπημένη του εδώ στα βαθιά. Εκεί έξω, στον απάνω κόσμο, είχε αντίζηλο τον άνεμο που χαϊδεύει τη γη, τη γαργαλά και τη φουντώνει. Λένε πως η μεγάλη μάνα απολαμβάνει τα χάδια και των δύο εραστών. Ο άνεμος με τα σκέρτσα του ανάβει φωτιές κι ο ωκεανός, ζηλιάρης, τις βρίσκει και τις σβήνει και μπαίνει άγρια μέσα στην αγαπημένη του, με ορμή, σχεδόν με μένος κι εκμεταλλεύεται τα χάδια του αλλουνού και τις φωτιές του για να κάνει τη μάνα γη να φτάνει την ηδονή και να γεννά. Μα εκείνη κρυφά τους αγαπά και τους δυο και κάθεται εκεί ήσυχη κι αγέρωχη και πάντοτε στενάζει για να μην κακοκαρδίσει κανέναν τους. Ο άνεμος, διεκδικητής, βρίσκει ευκαιρίες κι απλώνει τα χάδια του και στον μεγάλο ωκεανό και τον ξεγελά. Κι όταν αυτός ξεχνιέται κι αφήνεται και ριγά, τότε του παίρνει τη γη και της κάνει έρωτα γλυκά, απαλά, μετρημένα, ζεστά. Ριγά κι η γη, στενάζει, κι ο ωκεανός επιστρέφει κι είναι αυτός τώρα ο διεκδικητής. Κι ο τροχός αυτός γυρνάει για πάντα.

 

 

 

Γυμνή, καθιστή επάνω στη δροσερή πέτρα με τα πόδια μπροστά της λυγισμένα κι ανοιχτά, ανοιχτές κι οι παλάμες στην πέτρα να τη στηρίζουν. Ανάμεσα στα πόδια της το πρόσωπο με την ουλή. Τη φιλά. Πότε γλυκά, πότε έντονα. Την κοιτά καλύπτοντας το κενό που αφήνει με τα δάχτυλά του, την κοιτά να τη χορτάσουν τα μάτια του. Δεν τον βλέπει, το ξέρει γιατί ακούει στο βλέμμα του τις σκέψεις και πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα χορεύουν ξέφρενα τα χρώματα του πόθου του. Δεν τον βλέπει γιατί το κεφάλι της ακουμπά σε δυο μεγάλες παλάμες. Τόσο μεγάλες που χωράει να το κρύψουν. Κι ο άλλος κρατά απασχολημένα τα χείλη της κι εκείνη γεύεται την προσμονή στη μυρωδιά του. Το πόδι του, που δε δουλεύει σωστά, είναι ξαπλωμένο πίσω της, σχεδόν το αγγίζει με τα ακροδάχτυλά της. Το αριστερό του χέρι κατεβαίνει στο λαιμό κι από κει στο στήθος της κι όπως αυτό φωλιάζει στη ζεστή παλάμη, η ζήλια του αλλουνού, εκεί κάτω χαμηλά, ξεχύνεται με φιλιά. Εκείνη στενάζει και στέλνει το στεναγμό της στη γη κι η μεγάλη μάνα της δίνει πίσω το δικό της, από το χάδι του ανέμου και το μένος του ωκεανού. Ένα χέρι φεύγει από το γλουτό της και περνάει στη μέση της, τα χείλη ανεβαίνουν στην κοιλιά της κι αργά και σταθερά, όταν φτάνουν στο λαιμό της μπαίνει μέσα της. Ο ωκεανός ή ο πρίγκιπας, δεν έχει σημασία. Πόνος. Ζεστασιά. Ρυθμός. Ο άλλος την στηρίζει και την κρατά γιατί τρέμει. Γλύκα. Πόνος. Ρυθμός. Δε μπορεί να ξεχωρίσει ποια από αυτά που αισθάνεται τα νιώθει εκείνη και ποια ο άλλος. Δεν έχει σημασία. Είναι ένα. Ένα και οι τρεις τους. Πόνος. Γλύκα. Προσμονή. Λιγώνεται και βογκά. Αίμα ανακατεύεται με τα αλμυρά νερά. Άνεμος και Ωκεανός. Ο ένας ρυθμός κι ο άλλος χάδι. Κι ο ρυθμός είναι σαν το κύμα που χαϊδεύει το βράχο. Σαν το κύμα που έφερε ο άνεμος στη γη. Το χάδι επαναστατεί και την τραβά να την πάρει από τον ωκεανό. Ξαπλώνει μαζί της και την τραβά επάνω του. Εκείνη καβάλα μένει για λίγο ακίνητη να τον κοιτάξει. Πίσω από τα μάτια του όλα: Πόνος, γλύκα, ζεστασιά, προσμονή, λίγωμα. Να μέναμε εδώ. Η Φωτιά. Χαϊδεύει το πρόσωπό του ενώ εκείνος που τώρα είναι ο άλλος την κρατά από τη μέση και της δίνει ρυθμό. Τα χέρια της τώρα κρατάνε αντίσταση στο στήθος του πρίγκιπα ή του ανέμου. Λιγώνεται. Βογκά. Κι ο τροχός τούτος γυρνά. Της φαίνεται για πάντα.

 

 

 

***

Την άλλη μέρα σηκώθηκε, άγγιξε διαδοχικά τα κοιμισμένα πρόσωπα πλάι της κι ύστερα τις καρδιές. Είδε την Ελπίδα και για πρώτη φορά έκλαψε με λυγμούς για τούτα που η ίδια ένιωθε κι όχι κάποιος άλλος.

 

Βγήκε από τις ιερές σπηλιές κι ανέβηκε ως το ναό. Βρήκε τον τρίτο πρίγκιπα, παιδί ακόμα, να προσεύχεται στον ήλιο. Πήγε κοντά του αθόρυβη σχεδόν κι εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος. Πήγε να υποκλιθεί μα τον σταμάτησε και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα χρυσά μαλλιά του. Δάκρυσε και πάλι. Ο μικρός την κοιτούσε σαστισμένος.

 

«Δε θα παντρευτώ τον πατέρα σας. Δε θα προλάβω» του είπε απαλά. «Πρέπει να φύγετε. Σήμερα κι όλας.» Τέλειωσε αυτά που είχε να πει κι είδε την Οργή της. Τα μάτια της στένεψαν, δακρυσμένα ακόμα, γύρισε την πλάτη της στο σαστισμένο παιδί κι έφυγε για την έρημο, για την αλατισμένη λευκή άμμο της μάνας γης.

 

 

 

Λίγους μήνες μετά την αποχώρησή τους έφτασαν τα νέα για το θάνατο του βασιλιά κι ελάχιστα αργότερα για τον εμφύλιο που είχαν ξεκινήσει οι δύο μεγαλύτεροι πρίγκιπες για το θρόνο. Ήξερε πως είχε αποτύχει, μα κάπου μέσα της, βαθιά τόσο όσο οι ιερές σπηλιές, είχε την αμφιβολία: δεν ήταν αποτυχία, έτσι έπρεπε να γίνει, απλά δεν κοίταξε τον καθρέφτη της ποτέ να δει το ρόλο το δικό της, ολόκληρο αυτόν που της είχε γράψει η μοίρα.

 

 

 

***

Δύο στρατοί, μια θάλασσα από σκηνές, αντίπαλα, τρομερά λάβαρα. Η μαύρη γυναίκα γονάτισε δίπλα στο κορίτσι.

 

«Πες μου αυτά που ξέρεις» είπε προστακτικά.

 

Τα λόγια τάραξαν τη μνήμη της κοπέλας. Είδε ξανά τις ζωγραφιές πάνω στην πέτρα.

 

«Δύο πρίγκιπες, δύο αδέλφια, σε πικρή μάχη για τον θρόνο. Ο σημαδεμένος ποθεί τους θησαυρούς του στέμματος. Ο σακάτης αποζητά δύναμη και εξουσία.»

 

Και οι δύο ποθούν εμένα. Είμαι η μόνη που μπορεί να σώσει την Ειρήνη, επανέλαβε στον εαυτό της και μόνο.

 

 

 

Το κορίτσι, σχεδόν κοπέλα πια, άφησε τις πατούσες της να γλιστρήσουν στη μαλακή άμμο και κατευθύνθηκε αβέβαιη προς το πεδίο της μάχης. Η αδημονία των αντρών για τη σφαγή μύριζε όπως το αίμα κι η γεύση που έφερνε στο στόμα της ήταν άλικη και μεταλλική.

 

Είδε με τα μάτια του μυαλού της τη μεγάλη σκηνή ανάμεσα στα στρατόπεδα. Είδε τα κορμιά να συστρέφονται, να βογκούν, μύρισε το ρυθμό και το αίμα, γεύτηκε το λίγωμα και το θάνατο. Ύστερα, έσφιξε την Ελπίδα μέσα στα γκρίζα υφάσματα και προχώρησε.

 

 

 

***

Έβλεπε πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα τα γνώριμα χρώματα. Μύριζε τον πόνο, τη γλύκα, την προσμονή. Το λίγωμα: δικό τους. Η Φωτιά. Γευόταν και το φόβο. Τα δάχτυλά της άγγιζαν τη φρίκη στο δικό της κορμί που θρηνούσε. Ο πόθος ήταν μόνο δικός τους κι η προσμονή και το λίγωμα. Ο θρήνος δικός της. Τώρα μπορούσε να τα διακρίνει. Γιατί ήταν ένα οι τρεις τους, μα υπήρχαν και χώρια ο ένας από τον άλλο.

 

Κάποτε τα κορμιά χαλάρωσαν, η ένταση καταλάγιασε και το πέπλο του ύπνου ήρθε κι απλώθηκε σα βάλσαμο στις ψυχές τους. Τους κοιτούσε που κοιμούνταν γαλήνιοι, χορτασμένοι. Μύρισε για άλλη μια φορά το μίσος, πίσω από τα κλειστά τους βλέφαρα, την απόγνωση, τη ζήλια, την επιθυμία. Χρυσάφι κι εξουσία. Και μύριζαν λάγνα. Άγγιξε τα πρόσωπα, κοίταξε πίσω από τα μάτια στις ψυχές κι εκεί μέσα κείτονταν τα κορμιά χιλιάδων σφαγιασμένων, άνθρωποι κι ελέφαντες ένα αιματηρό κουφάρι. Το ματωμένο πτώμα της Ειρήνης. Κατέβασε τα χέρια πιο χαμηλά στο στήθος, να γευτεί τις καρδιές. Κρύο. Κρύο πέρα από τη φαντασία της, τόσο που της πόνεσε τα χέρια. Και δυο μικρές φωτιές που έκαιγαν μόνο για εκείνη. Δε αρκούσαν για να ζεστάνουν το ψύχος. Λύγησε. Ένα δάκρυ κύλησε δίπλα στη μύτη της. Το σκούπισε με την ανάστροφη του ενός χεριού της ενώ με το άλλο τραβούσε την ξύλινη κασετίνα μέσα από τα υφάσματα που την έντυναν πριν το θάνατο. Γιατί η Κελζίμ ήταν νεκρή. Η Αμιρά ζούσε μόνο.

 

Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα της τα δύο φιαλίδια γεμάτα με ελπίδα. Τα ξεκαπάκωσε και τα έχυσε ανάμεσα από τα χείλια τους. Ύστερα αγκάλιασε τα δύο πρόσωπα και περίμενε. Τα μάτια της έτρεχαν τώρα σαν τις αλμυρές πηγές. Έκφραση δεν υπήρχε στο πρόσωπό της.

 

Οι επιθανάτιοι ρόγχοι τους ακούστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τα πρόσωπα συσπάστηκαν βίαια στην αγκαλιά της. Πρόλαβε να γευτεί το θάνατο, να μυρίσει τον υπέρτατο φόβο, να δει το λευκό χρώμα της απόγνωσης. Όλα σε μια μόνο στιγμή, που όταν τελείωσε κρατούσε στα τρεμάμενα χέρια της δυο πρόσωπα χωρίς ανάσα με μάτια ορθάνοιχτα.

 

Ούρλιαξε μέσα της τόσο που η ανάσα της χάθηκε, έμπηξε τα νύχια στο στήθος της να ξεριζώσει την καρδιά της. Ο ουρανός επάνω από τα στρατόπεδα έχυσε λίγα από τα δάκρια που μια μόνο ζωή δε θα έφτανε να χύσει κι η μεγάλη μάνα γη σείστηκε μη μπορώντας να αντέξει την ένταση του πόνου που της έστελνε.

 

Τράβηξε την οργή από τα γκρίζα υφάσματα και την έστρεψε στην καρδιά που δεν κατάφερε να βγάλει με τα χέρια της. «ΌΧΙ» ούρλιαξε δυνατά αυτή τη φορά. «Όχι» Αίμα έτρεξε από τη μικρή πληγή καθώς το χέρι της σταμάτησε. Κόκκινο. Φωτιά. «Όχι» ψιθύρισε τώρα. Δεν είχε το δικαίωμα να πεθάνει. Είχε να προστατέψει μια χώρα. Είχε να αναθρέψει ένα βασιλιά. «Όχι». Έσφιγγε το εγχειρίδιο. Δεξί χέρι στο ελεφαντόδοντο, αριστερό στη λεπίδα. Το αίμα της ράντισε τα κορμιά τους για άλλη μια φορά.

 

 

 

***

Η κοπέλα, σχεδόν γυναίκα πια, στεκόταν στο λόφο πάνω από τα στρατόπεδα. Μύριζε την ελπίδα στον ιδρώτα των αντρών που ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Γευόταν την ανακούφισή τους, μα η γεύση ήταν μεταλλική σαν αίμα κι η μυρουδιά ξινή. Δεν έστελνε τον πόνο της στη μεγάλη μάνα. Τον έκανε οργή και δε θα την άφηνε να καταλαγιάσει. Θα ζούσε με το μένος της. Θα ζούσε με τον εαυτό της: Αμιρά, Κελζιρέμ, Κελζεριμάν. Ποτέ πια Κελζίμ. Αυτή ήταν ήδη νεκρή. Κι όταν θα έκανε όλα εκείνα που έπρεπε θα επέτρεπε στον εαυτό της τη λύτρωση. Έσφιξε στο χέρι της το σκαλισμένο ελεφαντόδοντο, γύρισε την πλάτη της στην Ειρήνη που της χαμογελούσε ζωντανή και βύθισε τις μπότες της στην καυτή άμμο καθώς απομακρυνόταν.

Link to comment
Share on other sites

Κορίτσι να σου πω μου άρεσε. Είχες πολύ ωραίες περιγραφές, έχτισες ένα μύθο και με ταξίδεψες.

Όμως δεν με έκανες να στεναχωρηθώ, δηλαδή ναι με έπιασες στο σημείο με το όνειρο/όραμα της κοπέλας και τους χιλιάδες των νεκρών. Εκεί ήμουν έτοιμη για την τραγωδία. Μετά όμως μου έδωσες μια σκηνή εχμμ... πολύ πολύ σέξυ θα την πω... :rolleyes: περιγραφική, αισθησιακή, κινηματογραφική. Για κάποιο λόγο μου θύμισε γαλάζια λίμνη. Και πάει όλο το δράμα. Για όλο το επόμενο διήγημα σκεφτόμουν την σκηνή με τους τρεις, και παρά το όντως τραγικό τέλος δεν την πολυλυπήθηκα την κοπελιά... :lol: Τους γλέντησε καλα καλά και μετά τα έφαγε τα παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά. Αυτό ΕΙΝΑΙ δραμα :cold:

 

Ότι την ευχαριστήθηκα την ευχαριστήθηκα όμως... :flirt:

 

εδιτ: Εσυ γιατί δεν έγραψες για τον διαγωνισμό σεξ είπαμε; :D

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει πολύ ο τρόπος γραφής σου, αν και μερικές φορές έπρεπε να το διαβάσω δύο φορές γιατί ένιωθα πως κάπου χανόμουν. Μου άρεσε αυτή η αίσθηση μαγείας που άφηνε η ιστορία σου. Θα προτιμούσα λίγο περισσότερο δράση. Όλο το story στηριζόταν πάνω στην κοπέλα και τους δύο πρίγκιπες ένιωσα πως δεν τους γνώρισα καλά. Κορυφαία η στιγμή του τριγώνου. Κορυφαίες και οι στιγμές των χρωμάτων... Καλή επιτυχία σου εύχομαι...

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη και τραγική ιστορία. Το όλο πλάσιμο του μύθου, της μαγείας, των χαρακτήρων είναι απόλυτα ταιριαστό με την ιστορία, κι ο τρόπος που ξεδιπλώνεται την κάνει πολύ ενδιαφέρουσα.

Ίσως να περίμενα λίγη δράση και περιπέτεια παραπάνω, μιας και είχαμε δυο αντίπαλα στατόπεδα, αλλά δεν είναι κάτι που με πείραξε.

Πολύ καλογραμμένη. Ίσως κάποια μεγάλα κομμάτια να χρειάζονταν ένα σπάσιμο σε μικρότερες παραγράφους.

 

Γενικά, μου άρεσε, την απόλαυσα και την βρήκα ταιριαστή για το κλίμα των Ερινυών.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια :)

 

εδιτ: Εσυ γιατί δεν έγραψες για τον διαγωνισμό σεξ είπαμε; biggrin.gif

Ποτέ δεν έχει τύχει να μην πάρω μέρος σε κάποιο διαγωνισμό λόγω θέματος. Πάντα είναι άλλοι οι λόγοι.

Link to comment
Share on other sites

Καλέ δεν είπα ότι δεν πήρες λόγω θέματος, είπα πως και δεν έγραψες αφου... τό χεις ! :good:;-)

Link to comment
Share on other sites

Ναι ρε παιδί μου, αυτό εννοώ ότι ασχέτως αν έχεις ή δεν το έχεις κάτι, άμα έχεις και χίλια δυο άλλα μαζί δεν έχεις τίποτα :p Δεν ξέρω αν με πιάνεις, είναι το γνωστό θέμα του έχειν που κάνει τον κόσμο τσιμπούρδελο :p

Link to comment
Share on other sites

 

Πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία της Αμιρά. Μια ιστορία γεμάτη εικόνες και είναι πολύ καλή η απόδοση των συναισθημάτων που θέλεις να μας περάσεις. Μου άρεσε η ικανότητα της Κελζιμ και η αλληλεπίδρασή της με την φύση, το πώς γείωνε τα συναισθήματά της και δεν προσπαθούσε να τα καταπιέσει. Η όλη τραγικότητα κατά την δική μου άποψη βρίσκεται σε αυτό το σημείο : στο φόρτο των συναισθημάτων της πρωταγωνίστριας και στην ικανότητα να βλέπει στο μέλλον, κάτι που έρχεται σε ρίξει μέσα της εξαιτίας της θυσίας που πρέπει να κάνει για να εκπληρώσει την μοίρα της. Είναι δέσμια της μοίρας και εκεί καταλήγει η πορεία της, μεταστρέφοντάς της σε Αμιρά. Η οργή μπορεί επίσης να αποτελέσει κινητήρια δύναμη να προχωρήσεις ακόμα και για τους λάθους λόγους ακόμα και αν έχεις σκοτώσει με τα ίδια σου τα χέρια την ελπίδα μέσα σου και αυτό είναι τραγικό. Η σκηνή … Ναι αυτή η σκηνή! Δεν με αποσυντόνισε, νομίζω ότι τόνισε το μέγεθος της θυσίας της αφού βλέπουμε την αγάπη της που συγκρίνεται με ωραίες περιγραφές που αλληλοσυμπληρώνουν πράγματα. Αν ήταν αυτό που ήθελες να πετύχεις. Εγώ πάντως έτσι το έλαβα. Καλή επιτυχία σου εύχομαι

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Είναι πολύ ωραίο. Το είχα διαβάσει όταν το ανέβασες, αλλά το ξαναδιάβασα τώρα γιατί τότε ήμουν κουρασμένη και δεν είχα καταλάβει πολλά. Αυτή η δεύτερη ανάγνωση μου έδωσε και τα επιθυμητά συναισθήματα. Συγχαρητήρια επίσης για την επιτυχία να γράψεις μια ιστορία μέσα στο όριο λέξεων που μας είχε δώσει αρχικά ο Ντίνος. (Αισθάνομαι ότι έχω κλέψει τρελά, λέω στον εαυτό μου "Να, η Κιάρα τα κατάφερε" ).

 

Αγαπημένη παράγραφος αυτή με τη γη, τον ωκεανό και τον άνεμο. Αυτή, Κιάρα, είναι μία από τις πιο όμορφες σκηνές που έχω διαβάσει ποτέ. Ήταν ευχάριστη έκπληξη ακόμη και τότε, την πρώτη, νυσταγμένη φορά που το διάβασα. Και τώρα φυσικά περίμενα αυτό το κομμάτι με χαρά.

 

Όλο το διήγημα έχει γραφτεί με σχεδόν διαισθηντικό τρόπο, πράγμα που ταιριάζει με την ηρωίδα και το χάρισμά της. Διαβάζουμε και είμαστε βουτηγμένοι στα χρώματα, στα συναισθήματα. Όμως, σε όλη την έκταση που το κάνεις αυτό, με κούρασε λίγο. Δεν είναι ότι γίνεται βαρύ και ασήκωτο, πράγμα επιθυμητό, μιας και η ίδια η ηρωίδα βιώνει τα πάντα έτσι, αλλά σκαλώνει κάπως την ανάγνωση. Είναι και το μόνο "αλλά" που έχω από αυτή την ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια και τους δύο :)

 

Άννα, να μην αισθάνεσαι καθόλου ότι έκλεψες. Κι εμένα όταν τελείωσε ήταν σαφέστατα πολύ μεγαλύτερο κι ο μόνος λόγος που τελικά έχει "σωστή" (λέμε τώρα σωστή=αυτή που είχε πει ο Ντίνος) ποσότητα λέξεων ήταν αυτά ακριβώς που περιγράφεις στην τελευταία παράγραφο. Θέλω να πω, δεν το προσπάθησα να χωρέσω, απλά έγινε μόνο του, δεν περιορίστηκα καθόλου για να το κάνω.

Link to comment
Share on other sites

Η σκηνή με τον άνεμο, τη γη και τον ωκεανό ήταν πάρα πολύ ωραία, τρομερά εμπνευσμένη και ωραία γραμμένη! Αυτό όμως που μου άρεσε περισσότερο είναι ο παραλληλισμός με την Αμιρά και τους δύο πρίγκηπες και την σκηνή που ακολούθησε με τους τρεις! Υπάρχει παραλληλισμος έτσι;; Δεν το φανταστηκα μόνη μου...! :)

 

Η γραφή μου άρεσε αλλά απο κάποιο σημείο και μετά με κούρασε κάπως. Αυτές οι σύντομες προτάσεις αρχικά μου ήταν απολαυστικές, κυλούσε ωραία το κείμενο αλλά ίσως για μένα να ήταν σε υπερβολικό βαθμό..;; Δεν ξέρω... Γούστα είναι αυτά!

Μου άρεσε η ηρωίδα και οι ικανότητές της. Ωραίες οι περιγραφές που δείχνεις τη σύνδεσή της με την φύση! Και θα συμφωνήσω με τη Κασσάνδρα ότι η γραφή ταίριαζε με την ηρωίδα!

Πέρα απο τις ωραίες περιγραφές, την ιστορία τη βρήκα κάπως αδύναμη, σε σύνδεση με την εισαγωγή! Διαφέρουν αρκετά. Και οι πληροφορίες της εισαγωγής διακρίνονται κάπως αχνά μέσα στο κείμενο. Και ίσως με μπέρδεψε και λίγο η πλοκή!

 

Αυτά τα λίγα απο μένα!!! Καλή επιτυχία!! :lol:

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, η ιστορία ήταν πολύ καλή, αλλά η σύνδεσή της με την εισαγωγή δεν ήταν πολύ ισχυρή και δεν μου έβγαλε το συναίσθημα της ερινύας.

 

Γιατί είναι απλά ένα παραμύθι με θλιβερό τέλος. Έχει υπέροχες σκηνές, ειδικά αυτή με τον άνεμο και τον ωκεανό. Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος που η Ηρωίδα αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αλλά, από τη μία κατάλαβα σχετικά νωρίς, από το όραμα με τους δύο πρίγκηπες, πώς θα συνεχιστεί, οπότε ήμουν προετοιμασμένος για το τέλος και δεν μου ήρθε απότομο όπως θα έπρεπε. Και, από την άλλη ήταν τόσο όμορφο που η όποια μελαγχολία του τέλος γλυκάθηκε από τις σκηνές.

 

Επίσης δεν γνωρίσαμε αρκετά τους πρίγκηπες για να λυπηθούμε για το θάνατό τους και η τελευταία παράγραφος, με το "Η ζωή συνεχίζεται πρέπει να μεγαλώσω το βασιλιά-παιδί μου" μου άφησε και μια αισιοδοξία. Δεν είμαι και σίγουρος αν θα βρει τη δύναμη να αυτοκτονήσει στο μέλλον. Σκέφτομαι ότι θα θέλει να είναι κοντά στο γιό της και δεν θα το κάνει.

 

Γενικά, μια πολύ καλή ιστορία που όμως δεν είναι, για εμένα, τόσο ερινυακή όσο θα μπορούσε ή σε σχέση με κάποιες άλλες.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια

 

edit: Με λογόκρινα :p

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια

 

Επίσης δεν γνωρίσαμε αρκετά τους πρίγκιπες για να λυπηθούμε για το θάνατό τους και η τελευταία παράγραφος, με το "Η ζωή συνεχίζεται πρέπει να μεγαλώσω το βασιλιά-παιδί μου" μου άφησε και μια αισιοδοξία. Δεν είμαι και σίγουρος αν θα βρει τη δύναμη να αυτοκτονήσει στο μέλλον. Σκέφτομαι ότι θα θέλει να είναι κοντά στο γιό της και δεν θα το κάνει.

 

Μόλις προχτές το έλεγα, προφανώς και δεν απαντάμε, και δε θα απαντήσω, αλλά μπορώ να ρωτήσω? Ορίστε??? :p

 

Ωωωωω:dazzled::loughbounce:Μ' αρέσει που το έχω διαβάσει δυο φορές απ' όταν το ανάρτησες και το διάβασα κι άλλη μία στα γρήγορα πριν σχολιάσω. Για κάποιο λόγο στο μυαλό μου είχε σχηματιστεί η εικόνα ότι η Αμιρά είχε μείνει έγκυος από έναν από τους δύο πρίγκιπες, ο τρίτος είχε διαγραφεί εντελώς, και γι' αυτό θα μεγάλωνε το μελλοντικό βασιλιά. :eek:

 

Χαχαχα, τώρα που κατάλαβα τι συμβαίνει το τέλος είναι λίγο πιο θλιβερό, αλλά πάλι νομίζω οτι θα με επηρέαζε περισσότερο αν πέθαινε η Ηρωίδα χωρίς να συνεχίσει για να εκπληρώσει το σκοπό της. Επίσης επιμένω ότι δε νοιάστηκα που πέθαναν οι πρίγκιπες, αφού δεν τους γνωρίζουμε και πολύ.

 

Νομίζω οτι κατάλαβα τι φταίει που μπερδεύτηκα.

 

Τέντες που στη σκιά τους ταξίδευαν οι δύο πρίγκιπες, μπαούλα με χρυσάφι και ασήμι και κοσμήματα προσφορά στο ναό, φρούτα και κρέατα και ξηρούς καρπούς, μπαχάρια και υφάσματα

 

Μα εκείνο που την είχε ταράξει ακόμα περισσότερο ήταν ο τρίτος, παιδί ακόμα στην όψη αμούστακο κι αταίριαστο στην εικόνα της.

 

Μα ανθρώπινη φιγούρα επάνω του ήταν μόνο μία, ένα σάρκινο παιδί που έπαιρνε ανάσες κοφτές και το στέμμα κρατούσε στα γόνατά του γιατί ήταν μεγάλο ακόμη για το ξανθό του κεφάλι

 

Δίνεις το χαρακτηρισμό πρίγκιπες μόνο στους δύο μεγάλους, ενώ το τρίτο τον αναφέρεις απλά σε μία γραμμή μόνο σε όλο το κείμενο, ενώ στο όραμα αναφέρεσαι μόνο σ' αυτόν ως παιδί, αλλά δεν έχει πει πιο πριν οτι είναι ξανθός η κάτι άλλο να με βοηθήσει να κάνω το συνειρμό.

 

Εγώ που συνήθως διαβάζω γρήγορα, μου φαίνεται οτι παρασύρθηκα από τις πολλές εικόνες και μου διέφυγε. Νομίζω οτι το περισσότερο φταίξιμο είναι δικό μου πάντως, έπρεπε να διαβάζω πιο προσεκτικά.

Edited by Mindtwisted
Link to comment
Share on other sites

Mind, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την άμεση ανταπόκριση, παρόλο που δεν πρόλαβα να το βγάλω και να γλυτώσουμε αυτό το διάλογο.

 

Και έτσι για να φαίνεται κι όλας:

 

[αυτοκριτική mode on]

1. να γιατί είναι απίστευτα λάθος να απαντάμε στα σχόλια, γιατί τώρα αν έχει και κάποιος άλλος την ίδια πεποίθηση θα τον χάσω.

2. Να επίσης γιατί είναι κακό το να κάνουμε πράγματα τα οποία έχουμε αποφασίσει πως δε θα κάνουμε χωρίς να τους δώσουμε καν χρόνο να τα ξανασκεφτούμε :p

[αυτοκριτική mode off]

Link to comment
Share on other sites

Mind, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την άμεση ανταπόκριση, παρόλο που δεν πρόλαβα να το βγάλω και να γλυτώσουμε αυτό το διάλογο.

 

Και έτσι για να φαίνεται κι όλας:

 

[αυτοκριτική mode on]

1. να γιατί είναι απίστευτα λάθος να απαντάμε στα σχόλια, γιατί τώρα αν έχει και κάποιος άλλος την ίδια πεποίθηση θα τον χάσω.

2. Να επίσης γιατί είναι κακό το να κάνουμε πράγματα τα οποία έχουμε αποφασίσει πως δε θα κάνουμε χωρίς να τους δώσουμε καν χρόνο να τα ξανασκεφτούμε :p

[αυτοκριτική mode off]

 

Καλά κι εγώ μόλις γύρισα απ' τη βόλτα είπα μπαμ να μπω στο sff, δεν το άφησα για αυριο. Κι απαντάω και σφαίρα, συνωμότησε το σύμπαν.

Πάντως δεν είχες άδικο, εμένα μου ξέφυγε.:dazzled::rofl:

 

Edit: Καληνύχτα!

Edited by Mindtwisted
Link to comment
Share on other sites

Ειναι πολλη συναισθηματικη ιστορια...λυρικη... με υπεροχες περιγραφες των στοιχειων της φυσης που με ταξιδεψαν ... και εγω περιμενα περισσοτερη δραση (ισως να ειχα επηρεαστει απο τις υπολοιπες ιστοριες) αλλα δεν χτυπαει ασχημα μιας και ολη η δραση νομιζω συμβαινει μεσα στον ψυχισμο της κοπελας. Ειναι εσωτερικη πλοκη και αυτο το κανει πρωτοτυπο. Δεν βρηκα πολυ ερινυα στην ιστορια, οσο αυτοθυσια εκ μερους της κοπελας. Πολυ ταιριαστο σαν συναισθημα για ενα πλασμα τοσο ανοιχτο στα ερεθισματα που δεχοταν , τοσο συναισθηματικο μεσα απο τα συναισθηματα των αλλων που υπεφερε νομιζω σχεδον συνεχεια. Μου αρεσε. Ειναι νομιζω αντιδιαμετρου αντιθετο σαν ψυχισμος γυναικας απο την ιστορια της Σονυας και αυτο μου αρεσει πολυ!

Edited by laas7
Link to comment
Share on other sites

Και ο τρίτος; Ο μικρός; Στην απ' έξω; Να μη μάθει κι αυτός ένα-δυο πράγματα; huh.gif

Βρε, την Κελζίμ... Για κοίτα...

 

 

Πολύ ωραίο παιχνίδι με τα ονόματα της κοπέλας και την απώλεια του ενός στο τέλος. Πολύ ωραία -σκηνοθετικά- χρήση της εισαγωγής, με τις επαναλήψεις της. Ωραία γραφή. Πυκνή αλλά τη χειρίστηκες καλά και με άφθονο λυρισμό. Εντάξει, μπορεί να θέλει ένα δυο περάσματα και μερικές μικροβελτιώσεις αλλά νομίζω ότι λειτουργεί σωστά ως προς το αποτέλεσμα που φαίνεται να επιθυμούσες. Ταυτόχρονα όμως, νομίζω ότι ή σε παρέσυρε, διότι άργησες πολύ να μπεις στο ζουμί (όχι ότι ήταν δυσάρεστη η ανάγνωση μέχρι τότε) ή στο τέλος άρχισες να τρέχεις και άφησες κάποια σκοτεινά σημεία. Η ιστορία, δεν αφορούσε τους δύο πρίγκιπες, κατανοητό, αλλά από τη σκηνή του.. εχμ.. πάρτι και μετά, η πλοκή έτρεξε πολύ και ο θάνατος του βασιλιά αφήνει ερωτηματικά. Αφιέρωσες πολύ λίγο χώρο στην κορύφωση που κόστισε σε δράμα, κλάμα κλπ.

 

 

 

Αυτό το σημείο του σχολίου το διόρθωσα γιατί βασιζόταν, στο μεγαλύτερο μέρος του, σε δική μου απροσεξία.

Επιγραμματικά επαναλαμβάνω κάποια σκοτεινά, για μένα, σημεία:

1. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο τι ακριβώς παίχτηκε μεταξύ των δύο πριγκίπων, του μικρού πρίγκιπα-αγοριού και της ηρωίδας. Ποια η εμπλοκή του ναού και των Σεντζούμ, του βασιλιά που πεθαίνει - αυτό έχει κάποια σημασία πέραν του γεγονότος ότι οι δύο πρίγκιπες άρχισαν να πολεμούν ο ένας τον άλλον;

 

2. Η τροφός της (κοινής) εισαγωγής φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από απλή τροφός, όπως αναφέρεται αργότερα.

3. Φαίνεται ότι η Κελζίμ είχε κάποιου είδους αποστολή (στη ζωή) αλλά δεν μπορώ να πω ότι την κατάλαβα στο ακέραιο.

 

 

 

 

Μου άρεσε γενικά αλλά πιστεύω ότι χρειάζεται να γίνουν πιο σαφή κίνητρα και πράξεις.

Edited by Big Fat Pig
Link to comment
Share on other sites

Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και τα σχόλια :)

 

Σας υπόσχομαι πως άμα τελειώσουμε θα ανεβάσω έναν επιγραμματικό σκελετό του τι συμβαίνει γιατί δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να το ξαναγράψω επί του παρόντος.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πάρα πολύ η γραφή αυτής της ιστορίας, καθώς επίσης και το κομμάτι με τις ικανότητες της ηρωίδας.

Μπορώ να πω μάλιστα ότι με είχε συνεπάρει τόσο πολύ, που σχεδόν είχα ξεχάσει την εισαγωγή και το πού οδεύει και νόμιζα πως βρίσκομαι σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, γεμάτο χρώματα και δυνατά συναισθήματα.

Όσο για τη σκηνή με τον ωκεανό, τη γη και τον άνεμο, τι να πω... :wub: Από τις πιο όμορφες που έχω διαβάσει τελευταία πάνω στο σπορ!

 

Από την άλλη, εκεί σ' αυτή τη σκηνή βρίσκονται και οι δυο αντιρρήσεις μου:

 

 

-- Φαίνεται από την περιγραφή της σκηνής ότι η κοπέλα είναι παρθένα (κι αυτό ταιριάζει με τη νεαρή ηλικία που μας δίνεται), και το σκηνικό του ερωτικού τριγώνου μού πέφτει κάπως... ε, πώς να το πω; Βαρύ για ένα "κορίτσι σχεδόν κοπέλα" που λέει η εισαγωγή (ή ακόμα και για μια κοπέλα σχεδόν γυναίκα που λες κάπου)

-- Δεν κατάλαβα και πολύ καλά πώς βρέθηκαν και οι δυο πρίγκιπες μαζί για να ολοκληρωθεί η ερωτική σχέση. Από την εισαγωγή καταλαβαίνω ότι οι δυο στρατοί είναι αντίπαλοι μέσα στην έρημο, οπότε κάπου έχασα το πώς κατέληξαν μαζί μέσα στην ίδια σκηνή. Δεν ξέρω αν το εξηγείς αλλά μέσα στην όλη ένταση των σκηνών το έχασα, αλλά μού έμεινε μια μικρή απορία.

 

 

 

Ωραία η χρήση της ελπίδας.

 

 

Ενδιαφέρον παράδοξο να φέρνει η ελπίδα το θάνατο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Το διήγημα σου ήταν καταπληκτικό και τίμησε δεόντως την εισαγωγή μου. Θέλω να ξέρεις ότι άσχετα με την ψήφο μου, εσύ είσαι η αγαπημένη μου Ερινύα!:)

Link to comment
Share on other sites

Με κέρδισε τόσο πολύ αυτή η ιστορία που δεν μπορώ να το περιγράψω... Ο λυρισμός σου δεν ξεπερνάει το μέτρο, οι περιγραφές σου είναι υπέροχες (να πω και γω για τον ωκεανό σαν τους άλλους ή πάει πολύ;) και η πλοκή ήταν δυνατή... Μπράβο. Δε ξέρω τι άλλο να πω. Go go Nienor!

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία ήταν απίστευτη! Είχε υπέροχες περιγραφές και πολύ συναίσθημα!

 

Να πω την αλήθεια, περίμενα μετά που σκότωσε τους δύο πρίγκιπες να μην μπορέσει να επιβληθεί στον εαυτό της και να πεθάνει. Το ότι έζησε όμως, μάλλον το κάνει πιο δραματικό.:cray:

 

Όμως, πώς γίνεται από τη στιγμή που είναι εχθροί οι πρίγκιπες να κοιμούνται στην ίδια σκηνή; Σκέφτηκα αρχικά ότι θα μπορούσε να βρίσκεται σε δυο μέρη ταυτόχρονα, αλλά μάλλον αυτό δεν παίζει. Οπότε, με χάλασε λίγο ως προς την αληθοφάνεια αυτό. Βέβαια, ο ταυτόχρονος θάνατος ήταν ένα γεγονός που έδινε συναίσθημα, αλλά ίσως θα μπορούσες να βάλεις ότι πρώτα σκοτώνει τον έναν (και έχει ένα πρώτο σοκ) και μετά πάει και σκοτώνει τον άλλον, που βρίσκεται στην άλλη άκρη (και της δίνει το τελειωτικό χτύπημα).

 

Γενικά όμως τη λάτρεψα την ιστορία!:wub:

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστούμε πάρα πολύ που διαβάζετε και σχολιάζετε :) (και που ψηφίζετε και γενικά ... :))

Link to comment
Share on other sites

Ήξερα απ' την πρώτη γραμμή τι θα διαβάσω στην επόμενη. Και κάθε λέξη την ένιωθα τόσο ζωντανή όσο και τα χρώματα στις πέτρες. Κιάρα, ζωγράφισες. Δεν έκλαψα, γιατί ήξερα τι θα συμβεί κι είχα προετοιμαστεί. Ήταν σκληρό. Ήταν υπέροχο. Σ' ευχαριστώ. :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..