Jump to content

Μαζί


triantaduo

Recommended Posts

Είδος: Αισθηματικό δράμα

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1360

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Περιμένω με ανυπομονησία τα δικά σας

Ο ήχος της πέτρας όταν προσκρούει στα βότσαλα. Τόσο μοναχικός σε μια άδεια παραλία το χειμώνα. Η σκοτεινή, μυστηριώδης θάλασσα, ειδικά τα απογεύματα. Λες και “κατάπιε” την καλοκαιρινή, χαρούμενη διάθεση, και τη μετέτρεψε σε κάτι μουντό κι επιφυλακτικό. Λες και το καλοκαίρι δεν υπήρξε ποτέ. Δεν θα έπρεπε να υπήρχε χρόνος, είναι άδικο. Είναι ανίκητος, ισοπεδωτικός, αμείλικτος· δεν λογαριάζει τίποτα στο πέρασμα του και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να του αντισταθείς.

 

Έτσι κι εγώ, βρίσκομαι τώρα μόνος μου να κόβω βόλτες στις άδειες παραλίες, στο τίποτα, στο κενό. Βρίσκομαι εδώ να αναλογίζομαι, για μια ακόμη φορά, πόσο όμορφα θα ήταν να είχε σταματήσει ο χρόνος τότε, όταν ήμουν ακόμα μαζί με την Ειρήνη μου, όταν όλα ήταν μια χαρά, όταν η ευτυχία ήμουν εγώ – εμείς. Να μην είχε κυλήσει ούτε δευτερόλεπτο από εκείνες τις εξαίσιες βραδιές μας.

 

Όπως τότε, εγώ και η Ειρήνη σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης. Πολύς κόσμος γύρω μας αλλά εμείς είχαμε μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον, μόνο εμείς υπήρχαμε στον κόσμο. Εκείνη τη βραδιά είχε μεθύσει –μια από τις σπάνιες φορές– πίνοντας δύο ποτήρια τζιν-τόνικ· δεν άντεχε παραπάνω. Χαιρόμουν να τη βλέπω έτσι: να γελάει, να παίρνει αστείες γκριμάτσες, να μου μιλάει με αλλαγμένη τη φωνή της, κάτι που της το προξενούσε το –έστω και λίγο– αλκοόλ, να μ’ αγκαλιάζει· ω πόσο μου λείπει η αγκαλιά της.

 

«Πέτρο, μη μ’ αφήσεις να πιώ άλλο», είχε πει μετά από μια τέτοια αγκαλιά. «Θα μεθύσω και δεν θα ξέρω τι κάνω».

 

«Άρα μπορώ να σε εκμεταλλευτώ όπως θέλω», της απάντησα.

 

Πήρε άλλη μια αστεία, απορημένη γκριμάτσα, σαν να μην αναγνώριζε ότι μπροστά είχε τον αρραβωνιαστικό της, τον άντρα που θα παντρευόταν σε λίγο καιρό. «Δεν θα με εκμεταλλευτείς, μ’ αγαπάς».

 

«Και βέβαια σ’ αγαπάω!»

 

«Ναι!»

 

«Αλλά θα σε εκμεταλλευτώ…»

 

«Πέτρο!»

 

Όλο το βράδυ είχα σκάσει στα γέλια με την κατάσταση της. Η ευτυχία πλημμύριζε το χώρο γύρω μας. Υπήρχαν άνθρωποι που μας έβλεπαν και χαμογελούσαν, σαν να έπαιρναν κι αυτοί λίγη απ’ τη χαρά που ξεχείλιζε από μέσα μας. Πήγαμε σπίτι και κατάλαβα ότι ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που δεν θα ξεχνούσα ποτέ στη ζωή μου. Συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή ότι ζούσα κάτι που θα θυμάμαι για καιρό, ότι ζούσα μια μελλοντική ανάμνηση μου. Και αυτό με έκανε ακόμα πιο γεμάτο, πιο χαρούμενο, πιο ευτυχισμένο.

 

Τώρα δεν ξέρω πόσο θα ήθελα να το είχα συνειδητοποιήσει. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα να μην είχε μείνει στη μνήμη μου όλη αυτή η σκηνή. Παίρνω μια πέτρα και την πετάω μακριά, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα φύγει μακριά και η ίδια η ανάμνηση. Γιατί διάολε δεν μπορούσε να κολλήσει ο χρόνος σε εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα; Γιατί να μην μέναμε για πάντα σε εκείνο το μπαρ; Γιατί να μην έβλεπα για πάντα μπροστά μου εκείνη την αστεία, απορημένη γκριμάτσα; Γιατί, γιατί, γιατί… Χρόνε εχθρέ.

 

Βλέπω την άδεια παραλία μπροστά μου και σκέφτομαι την άδεια μου ζωή, τη μοναξιά μου. Ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να ζει μόνος του, χρειάζεται να έχει πάντα κάποιον δίπλα του. Όσο δύσκολη και να είναι η συνύπαρξη, άλλο τόσο αναγκαία είναι για τον καθένα από μας. Όλα αυτά μου περνάνε από το μυαλό συνέχεια. Ξέρω ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες, είναι απαιτητικές, πολλές φορές ανυπόφορες. Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα χάδι, ένα άγγιγμα, μια αγκαλιά σε μια στιγμή αδυναμίας, σε μια στιγμή δύσκολη ή και όχι. Τίποτα δεν συγκρίνεται με το να νιώσεις ότι είσαι μαζί με έναν άλλον άνθρωπο. Μαζί.

 

Όπως εκείνο το βροχερό Κυριακάτικο πρωινό, που δεν μας έκανε η καρδιά να σηκωθούμε από το κρεβάτι μας. Το είχαμε ξενυχτίσει κάνοντας έρωτα ξανά και ξανά και ξανά.

 

«Υποσχέσου μου ότι δεν θα μ’ αφήσεις ποτέ», μου είχε πει ενώ χαζεύαμε τη βροχή από το παράθυρο.

 

Γύρισα, την κοίταξα και τη φίλησα με πάθος. «Ποτέ αγάπη μου!»

 

«Θέλω να γεράσουμε μαζί, να είμαστε εβδομήντα-ογδόντα χρονών και να πηγαίνουμε βόλτες πιασμένοι απ’ το χέρι. Να είμαστε ευτυχισμένοι μόνο και μόνο επειδή θα έχουμε ο ένας τον άλλον. Σ’ αγαπάω», είπε και με αγκάλιασε, αφήνοντας το πυκνό, καστανό μαλλί της να αναπαύεται στο στήθος μου.

 

Μύρισα το κεφάλι της· κάθε φορά, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Έπαιρνα βαθιές εισπνοές για να εισχωρήσει για τα καλά μέσα μου το άρωμα της. Τη φίλησα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. «Κι εγώ σ’ αγαπάω μωρό μου».

 

«Θέλω να είμαστε για πάντα μαζί. Για πάντα! Δεν θα άντεχα ούτε στο θάνατο μακριά από σένα».

 

Και να ‘μαι τώρα εδώ, μόνος μου. Σε μια άδεια παραλία, σ’ έναν άδειο κόσμο. Με χειμώνα στην ψυχή μου. Όχι ογδόντα αλλά τριάντα χρονών. Που είσαι Ειρήνη; Γιατί με άφησες να τριγυρνάω μόνος μου; Γιατί δεν πιάνεις το χέρι μου να πάμε μαζί βόλτα; Γιατί, διάολε, γιατί; Δεν αντέχω άλλο μακριά σου, θέλω να έρθω να σε συναντήσω, θέλω να έρθω να σε βρω και να μείνουμε για πάντα μαζί. Πρέπει να έρθω να σε βρω, η ζωή χωρίς εσένα δεν είναι καν ζωή.

 

Η θάλασσα σκοτεινιάζει όλο και πιο πολύ, σαν την ίδια την ψυχική μου διάθεση. Κάθε στιγμή και λίγο χειρότερα. Βλέπω τη θάλασσα και είναι σαν να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Η θάλασσα κι εγώ – ένα. Την ακούω να με καλεί, να φωνάζει το όνομα μου από μακριά. Ξανά και ξανά και ξανά. Πεέτροοο. Πέεετροοο. Κάνω ένα βήμα προς τα ‘κει. Κι ύστερα κι άλλο. Κι άλλο. Πέεετροο. Είναι αυτή! Είναι η Ειρήνη μου! Πεεέτροοο. Πρέπει να πάω να τη συναντήσω. Πρέπει να πάω να τη βρω. Πρέπει να μείνω για πάντα μαζί της.

 

«Ρε Πέτρο, που είσαι;»

 

Γυρνάω προς το μέρος της. Είναι αυτή! Αυτή! Την κοιτάω για λίγη ώρα, έπειτα τη θάλασσα, και μετά πάλι αυτή.

 

«Υποτίθεται ότι ήρθαμε μαζί στην παραλία να μαζέψουμε κοχύλια και με έχεις αφήσει μόνη μου να ψάχνω εκεί, κοντά στα βράχια, και εξαφανίζεσαι».

 

«Μα… Δεν…»

 

«Με έχεις παρατήσει στην πέρα άκρη της παραλίας και σε ψάχνω σαν χαζή. Και για όνομα του θεού, έχεις βρέξει τα παπούτσια σου, τραβήξου πιο μακριά από τη θάλασσα. Γιατί έφυγες από εκεί που ήμασταν;»

 

«Ήθελα να δω πως είναι να είμαι μακριά σου», της λέω αφού συνήλθα κάπως, αλλά με μια μικρή ζαλάδα ακόμα στο νου μου.

 

Μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στο πρόσωπο της. «Και; Πως είναι τελικά;»

 

Κοιτάζω πάλι κατά τη θάλασσα. Ένα μπέρδεμα μέσα μου. Ονειρεύομαι; Γίνονται όλα αυτά τώρα, αυτή τη στιγμή; Γιατί να μη γίνονται; «Η ζωή χωρίς εσένα δεν αντέχεται ούτε λεπτό. Ούτε δευτερόλεπτο», λέω τελικά. Γυρνάω πάλι προς το μέρος της, θέλω να τη βλέπω, να μην τη χάσω ούτε καν απ’ τα μάτια μου.

 

Η Ειρήνη έχει ήδη δακρύσει. «Πέτρο μου…» λέει και χώνεται στην αγκαλιά μου. «Μόνο με σένα θα μπορούσα να περάσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Μόνο μαζί σου».

 

Μαζί. Η ανθρώπινη μοίρα σε όλο της το μεγαλείο. Να πασχίζουμε να τα φέρουμε βόλτα σε μια ζωή που είναι καταδικασμένη να τελειώσει αργά ή γρήγορα, σε μια ζωή καταραμένη αφού φθείρεται, γερνάει, πεθαίνει, αφού μέρα με τη μέρα φτάνει όλο και πιο κοντά στο αναπόφευκτό τέλος. Κι όμως να έρχεται αυτό το ευλογημένο μαζί και να κάνει αυτή τη ζωή υποφερτή. Ο άνθρωπος κι άλλος ένας άνθρωπος – και όλα μπορούν να χαμογελάσουν ξανά, όλα μπορούν να ελπίσουν, όλα μπορούν να ζήσουν.

 

Περπατάμε τώρα, ο ένας δίπλα στον άλλον, αγκαλιασμένοι, μην μπορώντας να διακόψουμε ούτε στιγμή αυτήν την σωματική επαφή. Λες κι αν δεν αγγιζόμαστε, έστω για μια στιγμή, θα εξαφανιστεί ό,τι έχει αποκτηθεί.

 

«Να σε ρωτήσω κάτι;» της λέω τελικά.

 

Γυρνάει προς το μέρος μου. «Τι αγάπη μου;»

 

Μένω για λίγο σιωπηλός, μπερδεμένος και πάλι, αναζητώντας απαντήσεις δεν ξέρω κι εγώ για τι. Γυρίζω για λίγο προς τη θάλασσα και ύστερα πάλι προς την αγαπημένη μου. Μια θολούρα μες στο μυαλό μου, μια αίσθηση ότι βλέπω σαν να υπάρχει ένα αχνό, λευκό πέπλο μπροστά στα μάτια μου. «Ήρθες από τη θάλασσα; Κολυμπώντας; Πως ήρθες και με βρήκες;» τη ρωτάω τελικά.

 

Πάλι μια υποψία χαμόγελου στα χείλη της κι ένα σπινθηροβόλο βλέμμα να με αντικρίζει. «Δεν άντεχα άλλο να είμαι μόνη μου», λέει και συνεχίζουμε το δρόμο μας.

 

Και ξαφνικά όλα καθαρίζουν. Δεν έχει τίποτα άλλο σημασία πια. Μόνο αυτή, το άγγιγμα της, το χαμόγελο της και ότι είμαστε μαζί.

 

Edited by triantaduo
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Αγαπητέ triantaduo , τρυφερό , υποσχόμενο , σίγουρος ότι μου άρεσε . Όμως στις πληροφορίες για το κείμενο , στο Σεξ , αναγράφεις όχι , ενώ στο κείμενο κάνεις κατά την γνώμη μου φάουλ και γράφεις , "κάναμε έρωτα όλο το βράδυ" ...... . Μικρό το κακό , αλλά το σημειώνω έτσι για "μας" . Στο παρακάτω κείμενο σου , έχω εντοπίσει την εξής (για μένα) ασάφεια , που ναι μεν μπορεί να υποκρύπτει σανσπένς , αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ανασφάλεια στον αναγνώστη , που πιστεύει ότι κάτι δεν κατάλαβε . 1) Ποιό είναι το γεγονός που συνέβη στο σπίτι ; και 2) Την πέτρα που την πέταξες ; . Ήσουν στο σπίτι ή στην αρχική παραλία ; .

Πίστεψε με , μου έχει συμβεί και μένα να διατυπώνω κάτι που οι "άλλοι" δεν το καταλαβαίνουν . Στο επανιδείν !

 

Πήγαμε σπίτι και κατάλαβα ότι ήταν μια από εκείνες τις βραδιές που δεν θα ξεχνούσα ποτέ στη ζωή μου. Συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή ότι ζούσα κάτι που θα θυμάμαι για καιρό, ότι ζούσα μια μελλοντική ανάμνηση μου. Και αυτό με έκανε ακόμα πιο γεμάτο, πιο χαρούμενο, πιο ευτυχισμένο.

 

Τώρα δεν ξέρω πόσο θα ήθελα να το είχα συνειδητοποιήσει. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα να μην είχε μείνει στη μνήμη μου όλη αυτή η σκηνή. Παίρνω μια πέτρα και την πετάω μακριά, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα φύγει μακριά και η ίδια η ανάμνηση. Γιατί διάολε δεν μπορούσε να κολλήσει ο χρόνος σε εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα;

Link to comment
Share on other sites

Φίλε newbook, για το σεξ έχεις δίκιο. Έχω συνηθίσει στις ιστορίες που έχω γράψει και περιέχουν σεξ (μάλιστα είναι περισσότερες απ' αυτές που έχω γράψει και δεν έχουν) να είναι πολυ πιο άμεσο κι έτσι μάλλον εδώ "ξεχάστηκα" - παράληψη μου.

 

Όσον αφορά την ασάφεια, δεν αποκλείεται να είναι έτσι όπως τα λες. Αυτό πάντως που ήθελα να βγει προς τα έξω ήταν ότι ο ήρωας που βρίσκεται τώρα στην παραλία, έχει δύο αναμνήσεις. Η πρώτη είναι αυτή στο μπαρ στο κέντρο της πόλης και η δεύτερη σε εκείνο το βροχερό Κυριακάτικο πρωινό. Η πρώτη ανάμνηση τελειώνει όταν ο Πέτρος και η Ειρήνη πήγαν σπίτι, εκεί που ο πρώτος συνειδητοποιεί ότι θα θυμάται για καιρό εκείνη τη μέρα. Και ύστερα η ιστορία συνεχίζεται στο παρόν με τον Πέτρο να πετάει την πέτρα σαν για να διώξει την προηγούμενη ανάμνηση μακριά. Αυτό, όσον αφορά την δεύτερη παρατήρηση σου.

 

Όσο για την πρώτη, η αλήθεια είναι ότι δεν συνέβη τίποτα το ιδιαίτερο στο σπίτι. Απλά ήθελα να δείξω ότι από την ευτυχία τού να βρίσκεται μαζί με την αγαπημένη του, τα όσα συνέβησαν πριν φτάσουν σπίτι (να τη βλέπει να παίρνει αστείες γκριμάτσες, να "μοιράζεται" τη χαρά με τους γύρω του αφού ξεχείλιζε και από τους δυο τους, να την πειράζει), τον έκανε να νιώθει τόσο γεμάτος που δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο για να ζήσει μια ξεχωριστή βραδιά. Ήταν μια ξεχωριστή βραδιά από μόνη της που θα συμπεριελαμβανόταν στις μελλοντικές του αναμνήσεις και ο ίδιος το κατάλαβε όταν κατέληξαν σπίτι. Γιατί πάντα λίγο μετά συνειδητοποιούμε την ευτυχία μας. (Τον προβληματισμό σου τον καταλαβαίνω απόλυτα. Μάλλον θα έπρεπε να είχα διατυπώσει καλύτερα αυτό το σημείο).

 

Δεν ξέρω αν "καθαρίζει" κάτι τώρα με την εξήγηση μου. Όπως και να έχει πάντως, χρειάζομαι τα σχόλια σας, είμαι σίγουρος ότι έχω πολλά να διορθώσω. Και η αλήθεια είναι ότι χάρηκα που είδα ένα πρώτο σχόλιο μετά από τόσες μέρες που ανέβασα το διήγημα. Πάντα χρειάζεσαι να βλέπεις πώς βλέπει ο άλλος μια ιστορία σου.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..