Μπόρχες Posted October 5, 2011 Share Posted October 5, 2011 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Γιάννης Μαργέτης Είδος: Φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2481 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Από τη συλλογή διηγημάτων, "Παράδοξη Περιπέτεια" Εκδ΄. Οσελότος Το Φάντασμα κι Εγώ Όλοι μας, κατά καιρούς, έχουμε παρευρεθεί σε φιλικές συγκεντρώσεις, οι οποίες, προκειμένου να αποδράσουν από το τέλμα της πλήξης και της ανίας, έχουν καταφύγει στη βοήθεια αλλόκοτων και παράξενων ιστοριών, ώστε, επιτέλους, να αποκτήσει η βραδιά ένα κάποιο ενδιαφέρον! Παλιότερα μου τύχαινε πολύ συχνά. Βραδιές που έμοιαζαν ατελείωτες και βαρετές γίνονταν ενδιαφέρουσες, θελκτικές, επειδή κάποιος από την ομήγυρη φάνηκε τολμηρός, ξεπέρασε τον καθωσπρεπισμό, που συνήθως κυριαρχεί σε συγκεντρώσεις ψιλογνωστών, ψιλοαγνώστων και άρχισε τη διήγηση μιας ιστορίας που κάπου, κάπως,κάποτε είχε ακούσει να αφηγείται κάποιος γνωστός, γνωστού, γνωστού του! Η ιστορία αυτή, βεβαίως, δεν ήταν και ούτε θαμπορούσε να ήταν, κοινότοπη, καθημερινή. Περιλάμβανε γεγονότα εξωπραγματικά,εξωφρενικά και απίστευτα! Συνηθέστερα ο πρωταγωνιστής ή οι πρωταγωνιστές είχαν να αντιμετωπίσουν την απροσδόκητη παρουσία ενός απρόσκλητου φαντάσματος, το οποίο τους ανέτρεψε τα σχέδια για ήρεμες διακοπές ολίγων ημερών στο παλιό σπίτι της προγιαγιάς, στο χωριό του πατέρα ή τους συντρόφευσε μ’ έναν περίεργο τρόπο στις περιπλανήσεις τους στα χώματα, που κάποτε είχαν περπατήσει προ-προπαππούδες, ένδοξοι ή όχι. Μερικές φορές πάλι η διήγηση ήταν περισσότερο τρομακτική και εμπερι είχε στοιχεία ταινίας τρόμου, όπου ο ήρωας ή οι ήρωεςείχαν να αντιμετωπίσουν ένα μοχθηρό φάντασμα, το οποίο είχε θέσει στόχο τηςζωής του να κυνηγά και να τρομάζει ανθρώπους! Τέλος πάντων, οι αφηγήσεις αυτές έδιναν νόημα στην πληκτική μοναξιά, που ένιωθα, εκείνες τις βραδιές, κρύες ή θερμές, υγρές ή ξηρές. Όμως, παρά το διασκεδαστικό της υπόθεσης, υπήρχε και κάτι που με έθλιβε ως τα τώρα. Ουδέποτε έλαβα μέρος ενεργό σε τέτοιες αφηγήσεις, οι οποίες πάντοτε καταλήγουν σε μονομαχίες πειστικότερης ή τρομακτικότερης ιστορίας μεταξύ των παρευρισκομένων, αλλά πάντοτε είχα τη θέση του ακροατή. Παραδέχομαι ότι το διασκέδαζα ολόψυχα να ακούω τις απόκοσμες εκείνες αφηγήσεις συντροφευμένος από κάποιο ποιοτικό ποτό και καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ ή στην πολυθρόνα. Αλλά, ως άνθρωπος που φιλοδοξεί να πλάθει ιστορίες και να υφαίνει διηγήσεις, θλιβόμουν για την ανικανότητά μου να προετοιμάσω μιαν ιστορία τέτοιου είδους, διότι, ας μην αυταπατώμεθα, οι περισσότερες εξ αυτών είναι πλαστές, αποκυήματα της, πάντως αξιέπαινης, φαντασίας ενός κάποιου αγνώστου, τις περισσότερες φορές, σ’ εμάς, μυθοπλάστη. Σχεδόν, λοιπόν, ντροπιασμένος για την ανικανότητά μου τούτη αποφάσισα να «στύψω» το μυαλό μου και να κατασκευάσω, να πλάσω μια διήγηση αρκετά αλλόκοτη, ικανοποιητικά παράξενη, επαρκώς φανταστική, ώστε την επόμενη φορά που θα παρευρισκόμουν σε κάποια παρέα, η οποία προκειμένου να αντιμετωπίσει την πλήξη της ή απλούστερα για να διασκεδάσει -όλοι διασκεδάζουνμε τέτοιου είδους ιστορίες- θα επιστράτευε το «βιβλίο των φανταστικών όντων1», θα ήμουν πανέτοιμος να συμμετάσχω ενεργότατα και να μοιραστώ με τους συνδαιτυμόνες τις«μεταφυσικές» μου εμπειρίες! Επειδή όμως έχω συνηθίσει να καταστρώνω τιςαφηγήσεις μου με χαρτί και μολύβι, κάθισα αναπαυτικά στο γραφείο μου -δεν θυμάμαι αν είχα και κάποια κούπα με καφέ μαζί μου- και ετοιμάστηκα να συνθέσω μιαν ιστορία γεμάτη φαντάσματα και αλλόκοτα συμβάντα, την οποία κατόπιν θα αποστήθιζα -δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο μιας και ήδη θα την είχα γράψει- έχοντάςτην αποθηκευμένη στις δέλτους της μνήμης μου, έτοιμη για να την κινητοποιήσω με την πρώτη ευκαιρία που θα μου παρουσιαζόταν. Τη στιγμή εκείνη ακριβώς συνέβη ξαφνικά ό,τι πιο παράξενο και περίεργο έχει συμβεί στη ζωή μου! Η ένταση των φώτων του σπιτιού χαμήλωσε σε τέτοιο σημείο, ώστε σ’ ολόκληρη την μονοκατοικία να επικρατήσουν οι σκιές. Δεν θα αστοχούσα αν έλεγα τώρα ότι η κυριαρχία αυτή των σκοτεινών ειδώλων σού έδινε την εντύπωση πως η οικία είχε επιδοθεί σ’ έναν έπαινο, σ’ ένα εγκώμιο της Σκιάς2 ! Ο αέρας, που μέχρι εκείνη την ώρα φυσούσε δυνατά έξω, αποσύρθηκε και ο ουρανός καλύφθηκε από σύννεφα. Ησυχία νεκρική επικράτησε ολόγυρα, ενώ ακόμη και η φωτιά στο τζάκι αποδυναμώθηκε τόσο πολύ που με δυσκολία διέκρινες πια μια μικρή, αμυδρή φλόγα κάτω και ανάμεσα από τα ξερά κούτσουρα. Έμοιαζε να έχει κρυφτεί! Ο χώρος πάγωσε. Η ατμόσφαιρα σ’ ολόκληρο το δωμάτιο πάγωσε, επίσης, και ο ψυχρός αέρας που εισέπνεα, έκαιγε σχεδόν τα σωθικά μου. Τελικά, το ψύχος είναι το ίδιο καυτό, ίσως και χειρότερα πιο καυτό,από τη φωτιά! Όπως ήταν φυσικό, έκπληξη και ο φόβος με κατέλαβαν ενώπιον τηςδραματικής εκείνης αλλαγής της τριγύρω ατμόσφαιρας. Η κατάσταση τούτη ήταν παραπάνω από τρομακτική. Όμως, επρόκειτο μονάχα για την εισαγωγή, για τον πρόλογο μιας συνέχειας ακόμη πιο αλλόκοτης! Απέναντι από το γραφείο μου, το οποίο έχει στ’αριστερά του το τζάκι και στα δεξιά του τη βιβλιοθήκη, βρίσκεται η αγαπημένη μου πολυθρόνα με το χρυσόμαυρο κάλυμμα στην οποία συνηθίζω να κάθομαι όταν διαβάζω. Εκεί, λοιπόν, καθόταν τώρα, ενώ ένα δευτερόλεπτο πριν ήταν άδεια, ένας γηραιός κύριος, ο οποίος φορούσε παλιομοδίτικα ρούχα. Το πρόσωπο του μού ήταν οικείο. Κάποιον μου θύμιζε, αλλά δεν θυμόμουν ποιον. Αποσβολωμένος και άναυδος τον κοιτούσα, ενώ το ψύχος ολόγυρα ενέτεινε την παρουσία του. Τελικά ο γηραιός άνδρας μου απηύθυνε το λόγο· «Αν μπορούσα να δω, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω ως ενδιαφέρουσα τη διακόσμηση του δωματίου, αλλά, και να με συγχωρέσεις για τούτο,η κατάστασή μου δεν μού το επιτρέπει…» έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε: «Ποιος να το φανταζόταν ότι ακόμη και τώρα η τυφλότητά μου θα παρέμενε αθεράπευτη.Είναι να απορεί κανείς με το τι σκαρφίζεται τελικά το σύμπαν, ώστε να μας εμπαίζει ακόμη και μετά θάνατον!» είπε και χαμογέλασε. Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Παρέμενα αγκυλωμένοςαπό τη μείξη φόβου και κρύου στη θέση μου. Αντί εμού, μίλησε εκείνος, ο οποίος είχε στραμμένο το πρόσωπό του κατά τα τρία τέταρτα προς την εστία του τζακιού.Δεν ξέρω αν γνώριζε ότι στην πλευρά εκείνη υπήρχε τζάκι ή αν νόμιζε πως εκεί καθόμουν εγώ. «Είμαι βέβαιος πως θα αναρωτιέσαι τούτη τη στιγμή ποιος είμαι και τι κάνω εδώ πέρα. Και θα ’χεις δίκιο, φυσικά. Απόλυτο δίκιο. Αλλά, σε κατανοώ πλήρως. Την ίδια ακριβώς στάση θα είχα κι εγώ απέναντι στην απρόσμενη επίσκεψη μιας παρουσίας όπως είναι η δική μου. Τρομακτικής και καθηλωτικής, εννοώ. Νεαρέ μου -μου επιτρέπεις να σε αποκαλώ έτσι;- ειλικρινά σε κατανοώ…». Πριν να ολοκληρώσει τη φράση του, τον αναγνώρισα, η μνήμη μου έκανε καλά τη δουλειά της κι ενόσω εγώ χαύνος κοιτούσα τη σεβάσμια παρουσία απέναντί μου, εκείνη αναμόχλευε τις αποθήκες της, αναζητώντας την ταυτότητα της οικείας παρουσίας. «Μπόρχες!», αναφώνησα ενθουσιωδώς σπάζοντας τον ιστό του πάγου, στον οποίο είχε παγιδευτεί η ψυχή μου, εξαιτίας του φόβου, αλλά και οι φωνητικές μου χορδές, εξαιτίας της χαμηλής θερμοκρασίας, που κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. «Μπόρχες, εσύ είσαι. Τώρα σε αναγνωρίζω!» συνέχισα με τόνο εμφανώς έκπληκτο, αλλά και χαρούμενο. «Όχι, νεαρέ μου, δεν είμαι ο Μπόρχες. Θυμάμαι ότι ήμουν κάποιος που απλώς είχε συνηθίσει να είναι ο Μπόρχες, αλλά ποτέ δεν ήμουν εκείνος!» μου απάντησε με σοβαρό ύφος ο άνδρας με τα παλιομοδίτικα ρούχα «Ω,ναι! Ωραία χρόνια εκείνα. Που συνήθιζα να είμαι ο Μπόρχες! Για την ακρίβεια,λοιπόν, δεν είμαι το φάντασμα κανενός Μπόρχες. Είμαι το φάντασμα κάποιου που συνήθιζε να είναι ο Μπόρχες». Έχοντας συνέλθει κάπως από την ταραχή και την παράλυση, που μου είχαν προκαλέσει φόβος και ψύχος, του απάντησα, ενώ παράλληλα κατάφερα να κάνω μερικές κινήσεις στην καρέκλα μου, «Μπόρχες, αυτή η λεπτή ειρωνεία σου! Αυτή η παιγνιώδης διάθεσή σου! Μονάχα από τα βιβλία σου τη γνώριζα και, να, τώρα που την επιβεβαιώνεις ενώπιόν μου». Το φάντασμα του Μπόρχες ή το φάντασμα εκείνου που συνήθιζε κάποτε να ήταν ο Μπόρχες-όπως ο ίδιος προτιμούσε να λέει-, πλέον είχε στρέψει το πρόσωπο του προς το γραφείο μου, προς εμένα. Το βλέμμα του ατένιζετο άπειρο, και μια υποψία περιπαικτικής διάθεσης σχηματιζόταν στο πρόσωπό του.«Αναρωτιέμαι αν τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατόν και πρέπον, καλύτερα να πω πρέπον, να αποδίδονται σε λέξεις που περιγράφουν μιαν άυλη κατάσταση,όπως η ειρωνεία. Αυτοί οι συγγραφείς είναι πάντοτε πολύ εφευρετικοί, αλλά πάνω στην προσπάθειά τους να εντυπωσιάσουν, αποδίδουν ιδιότητες και χαρακτηριστικά σε αφηρημένες έννοιες, οι οποίες θα έπρεπε να διατυπώνονται ασυνόδευτες, δίχως ενοχλητικούς χαρακτηρισμούς δορυφόρους! Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι,πιθανότατα κι εγώ, όταν ακόμα συνέγραφα, να διάνθιζα τα κείμενά μου με τέτοιες περιττές, ανόητες περιγραφές, αλλά μάλλον αυτή είναι η μοίρα του κάθε ποιητή». «Μα, Μπόρχες, είπα εγώ, ήσουν ίσως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα. Δεν είναι δυνατόν να λες πώς έγραφες ανοησίες», τόλμησα να του φέρω αντίρρηση, δίχως, όμως, η φωνή μου να έχει έστω και μια στάλα επίπληξης. Ο τυφλός πήρε ένα αυστηρό βλέμμα και έγειρε το κορμί του ελαφρώς προς τα εμπρός. Κατόπιν, μου είπε: «Η άποψη αυτή, θαρρώ πως είναι αποκλειστικά δική σου, αν και με κολακεύει, ομολογώ. Στον κόσμο όπου συχνάζω τώρα, συναναστρέφομαι -σ’ έναν κήπο με διακλαδωτά μονοπάτια3,ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, κάτι μού θυμίζει- με κάποιους γίγαντες του πνεύματος, οι οποίοι με κάνουν -άθελά τους φυσικά-να ντρέπομαι για την ημιμάθειά μου και για τη μετριότατη, από ποιοτικής πλευράς, συγγραφική μου παραγωγή.Οπότε, δεν αποδέχομαι τους επαίνους σου, για τους οποίους, παρά ταύτα, σ’ευχαριστώ». Τώρα είχα ξεπεράσει κάθε ίχνος φόβου και η προκειμένη κατάσταση, το να συζητώ δηλαδή με το φάντασμα του αγαπημένου μου συγγραφέα, με ενθουσίαζε, ενώ είχα ξεχάσει ολότελα το υπερφυσικό ψύχος που με πάγωνε μέχρι τα οστά. Έγειρα πάνω στο γραφείο, ακουμπώντας τους αγκώνες μου στην ξύλινη επιφάνειά του και είπα στον Μπόρχες σε φιλικό τόνο: «Πάντοτε μετριοπαθής και συνεσταλμένος, αγαπητέ Μπόρχες. Όχι! Ήσουν αναμφισβήτητα ένας εκ των μεγαλύτερων συγγραφέων του 20ού αιώνα. Αναμφίβολα το αναγνωρίζουν τούτο και οι γίγαντες του πνεύματος με τους οποίουςσυναναστρέφεσαι, διαφορετικά ποιος ο λόγος να σε δέχονται στην παρέα τους; Οι γίγαντες με τους γίγαντες, αγαπητέ Μπόρχες!» Ο τυφλός μειδίασε και είπε: «Αν και το επιχείρημά σου ακούγεται εύλογο, εν τούτοις σε διαβεβαιώ, νέε μου, ότι οι γίγαντες αυτοί με ανέχονται στη συντροφιά τους λόγω ευγένειας και συστολής και όχι διότι μεαναγνωρίζουν ως ίσο τους. Πώς θα μπορούσα άραγε να συγκριθώ με τον Δάντη, τον Θερβάντες, τον Όμηρο και άλλους αντίστοιχου βεληνεκούς; Μονάχα το κακόμοιρο το Γκόλεμ4, που έχει γίνει σκιά μου, με λατρεύει ως θεό, αλλά η συμπεριφορά του, πέρα από αξιολύπητη, είναι ανάξια λόγου!». Τα επόμενα δευτερόλεπτα ακολούθησε μια ανατριχιαστική σιγή εξαιτίας και του ψύχους, που νόμιζα, λίγο νωρίτερα, πως είχα ξεπεράσει. Έπειτα, έλαβα την πρωτοβουλία να πω κάτι. Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, οπότε μίλησα από ένστικτο διατυπώνοντας μια καταφανέστατη ανοησία, η οποία, λαμβανομένης υπόψη και της δεδομένης κατάστασης, μου ήταν, θαρρώ,συγχωρητέα: «Αλήθεια, Μπόρχες, πώς περνάς την ώρα σου τώρα;». Ο άνδρας, του οποίου το βλέμμα εξακολουθούσε να ατενίζει το άπειρο, πήρε μια βαθιά ανάσα και… δεν μου απάντησε! Ένιωσα ντροπή και απογοήτευση για τον εαυτό μου. «Μα είναι δυνατόν να ρωτάς κάτι τέτοιο ένα φάντασμα; Τι απάντηση περίμενες να πάρεις; Ο άνθρωπος είναι από τον κόσμο των νεκρών κι εσύ τον ρωτάς πώς τα περνά; Για όνομα του Θεού!», έλεγα από μέσα μου,όταν το φάντασμα εκείνου που κάποτε συνήθιζε να είναι ο Μπόρχες, μου απάντησε:«Εκτός από τον κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια όπου συναντιέμαι, καθώς προείπα,με τα μεγάλα συγγραφικά πνεύματα των αιώνων, περιπλανιέμαι τον περισσότερο χρόνο μου σε μια λαβυρινθώδη βιβλιοθήκη στην είσοδο της οποίας αναγράφεται σε μια πινακίδα, καθώς έχω πληροφορηθεί, “Βιβλιοθήκη της Βαβέλ’’5. Αν και η ικανότητα της όρασής μου, ουδόλως βελτιώθηκε από τη στιγμή που πέρασα στην άλλη διάσταση, εν τούτοις, γνωρίζω κάθε τίτλο βιβλίου της συγκεκριμένης βιβλιοθήκης. Γνωρίζω κάθε σπιθαμή του περίεργου αυτού κατασκευάσματος. Όλα ήταν ευθύς εξαρχής χαρτογραφημένα στο μυαλό μου. Φαντάζομαι τούτο συνέβη διότι είχα προεπιλεγεί να γίνω ο βιβλιοθηκάριός της! Βέβαια, μέχρι τα τώρα ουδέποτε συνάντησα κάποιον αναγνώστη, αλλά, δεν βιάζομαι κιόλας. Έχω μπροστά μου μιαν αιωνιότητα! Περιπλανιέμαι λοιπόν στη δαιδαλώδη βιβλιοθήκη αφουγκραζόμενος το σιωπηλό κόσμο των βιβλίων και προσδοκώντας να συναντήσω κάποια στιγμή τον πρώτο επισκέπτη της». Τον παρακολουθούσα απνευστί να μου διηγείται τη μετά θάνατον ζωή του, πάντως παραμένω προβληματισμένος ως προς τη χρήση τηςγλώσσας που χρησιμοποιήσαμε κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Δεν είμαι βέβαιος αν εγώ μιλούσα ισπανικά ή αν ο Μπόρχες μιλούσε ελληνικά. Το μόνο εξακριβωμένο είναι ότι, ούτε ο Μπόρχες ήξερε ελληνικά ούτε εγώ ξέρω ισπανικά,αλλά υποθέτω ότι ως φάντασμα μπορεί ο καθένας να μιλήσει όποια γλώσσα θέλει. Ο τυφλός γηραιός συγγραφέας εν τω μεταξύ ολοκλήρωσε την περιγραφή του και σιώπησε ξανά. Το βλέμμα του ατένιζε το άπειρο και το δεξί του χέρι στηριζόταν σ’ ένα μπαστούνι με ασημοποίκιλτη λαβή. Έμοιαζε να σκεφτόταν κάτι ή να έβλεπε κάτι μετα άλλα μάτια, τα μάτια της ψυχής του, εκείνα που τον συντρόφευσαν στη μισή σχεδόν ζωή του. Ο ποιητής μίλησε ξανά προλαβαίνοντάς με τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να εκστομίσω, δίχως αμφισβήτηση, τη νέα μου ανοησία: «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αποχωρήσω, νεαρέ μου. Ίσως να τα ξαναπούμε στο μέλλον. Αλλά τώρα θα φύγω για να σου επιτρέψω να γράψεις τη φανταστική σου ιστορία, την οποία ετοιμαζόσουν να καταστρώσεις, όταν εγώ κατέστησα φανερή την παρουσία μου.Εξάλλου, είναι η ώρα να ταΐσω και τον Μπέπο6!». «Όχι, Μπόρχες, μη φύγεις. Όχι ακόμη τουλάχιστον!Δεν έχουμε συζητήσει για τίποτε», είπα προσπαθώντας να τον κρατήσω κοντά μου. «Νεαρέ, νομίζεις ότι έχουμε πληθώρα χρόνου για να συζητήσουμε εκτενέστερα; Δεν διαθέτω τόσο χρόνο δυστυχώς! Όχι, πως δεν θα τοήθελα, βεβαίως, αλλά η δυνατότητα επίσκεψης μου της δικής σας διάστασηςπεριορίζεται σε λιγότερο από μία ώρα καθημερινά…». Έκανα να τον ρωτήσω γιατί δεν του επιτρέπονταν μεγαλύτερες σε χρονική διάρκεια επισκέψεις, αλλά ο τυφλός, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, μού είπε προλαβαίνοντάς με: «Μην με ρωτήσεις γιατί και πώς. Δεν διαθέτω κάποια απάντηση, απλά έτσι είναι, έτσι προστάζει το σύμπαν. Από την ώρα λοιπόν που επέλεξα να βρεθώ μαζί σου, σε τούτο το δωμάτιο έχουν παρέλθει γύρωστα 50 λεπτά και θα ήθελα -να με συγχωρέσεις για τούτο- τα τελευταία 10 μου λεπτά να τα περάσω επισκεπτόμενος την οδό Μαϊπού7!» Η παρουσία του ποιητή απέναντί μου άρχισε να ξεθωριάζει αργά αργά. Μα προτού να εξαφανιστεί ήθελα να τον ρωτήσω το σημαντικότερο ερώτημα εκείνης της βραδιάς. «Πριν φύγεις πες μου γιατί εμφανίστηκες σ’ εμένα;», η ξεθωριασμένη φιγούρα φάνηκε να σταθεροποιείται για λίγο σ’ έναν τόνο, που μου επέτρεπε με άνεση να βλέπω το χρυσόμαυρο κάλυμμα στην πλάτη της πολυθρόνας και μού είπε: «Μα γιατί είχες ανάγκη από μια παράξενη ιστορία! Από μια αληθοφανή, αλλά ωστόσο παράξενη και περίεργη ιστορία. Ποιοςκαταλληλότερος από εμένα; Ήρθα για να σου προσφέρω το απαραίτητο υλικό!». Η φιγούρα του Μπόρχες σχεδόν αμέσως ξεθώριασε σε τέτοιο σημείο, ώστε πια να γίνεται με δυσκολία ορατή. Εγώ αγωνιώντας πρόλαβα και φώναξα: «Θα ξανάρθεις;» Το φάντασμα είχε πια εξαφανιστεί, ωστόσο άκουσα να μου λέει: «Αν το θέλεις, θα ξανάρθω. Εξάλλου, δεν πρόλαβα να σου μιλήσω για το Άλεφ8… Να μπορούσες μονάχα να το ’βλεπες από κοντά… Είναι υπέροχο!» Μαζί με το φάντασμα του Μπόρχες εξαφανίστηκε το ψύχος, η φλόγα στο τζάκι αναζωπυρώθηκε, ο φωτισμός επανήλθε και οι σκιέςυποχώρησαν γοργά. Άφησα το στυλό και κοίταξα τις γεμάτες με λέξεις σελίδεςμπροστά μου. Παραπομπές: 1. Τίτλος βιβλίου τουΜπόρχες, στο οποίο καταγράφονται τα φανταστικά όντα της παγκόσμιας μυθολογίας! 2. Πασίγνωστο ποίημα τουΜπόρχες. 3. Τίτλος διηγήματος τουιδίου. Αστυνομικού περιεχομένου. Συλλογή «Μυθοπλασίες». 4. Ποίημα του Μπόρχες 5. Διήγημα του Μπόρχες,όπου γίνεται περιγραφή μιας παράξενης και δαιδαλώδους βιβλιοθήκης. Μερικοίθεωρούν ότι ο Μπόρχες προφήτευσε με το διήγημα του αυτό το Διαδίκτυο. Συλλογή«Μυθοπλασίες». 6. Ο θρυλικός γάτος τουΜπόρχες. 7. Η οδός στην οποίαβρισκόταν το σπίτι του στο Μπουένος Άιρες. 8. Από τα διασημότεραδιηγήματα του Μπόρχες που έδωσε και το τίτλο στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων. Edited October 9, 2011 by Μπόρχες Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted October 8, 2011 Author Share Posted October 8, 2011 Έστω ένα σχολιάκι, ρε παιδιά, για να μην νιώθω μόνος! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Rikochet Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 έχει μερικές ωραιές ιδέες (η τυφλότητα που επιμένει και μετά θάνατον) αλλά φοβάμαι ότι αυτό που βγάζει περισσότερο είναι το "μου αρέσει ο μπόρχες", και δε ξέρω αν αρκεί. θα πρότεινα να διαβάσεις κι άλλους συγγραφείς με εμφανή την επιρροή του (μπολάνιο πχ, ή ακόμα και το "ο μπόρχες και οι ουρακοτάγκοι" που είναι πιο κοντά στην ιστορία σου σε πνεύμα) και να δείς πώς την κάνουν δική τους. επίσης πάτα και μια επεξεργασία στο formatting της ιστορίας εδώ, πολλά κενά λείπουν, έχεις ένα 'εν ειρήσθω παρόδω" (ειρήσθω εν παρόδω είναι αν δεν κάνω λάθος) και διάφορα άλλα μικρολαθάκια. ως φανατικός του μπόρχες απαντάω οπότε να σου πώ ότι τον ενθουσιασμό πίσω απ'την ιστορία τον καταλαβαίνω. αλλά πιστεύω ότι ένα καλύτερο tribute θα πήγαινε βαθύτερα από αναφορές τίτλων ή βιογραφικών στοιχείων, αυτά περισσότερη σχέση με το πόσο γνωρίζεις το έργο του έχουν παρά με το ίδιο το έργο του. φιλικά και συντροφικά =) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 Έστω ένα σχολιάκι, ρε παιδιά, για να μην νιώθω μόνος! Για το διήγημα: Μου άρεσε ο τρόπος που χειρίστηκες τις σκηνές. Στην αρχή όλη αυτή η περιγραφή για το πώς είχαν οι άλλοι να πουν από μια ανατριχιαστική ιστορία, έτσι που με έκανε κι εμένα να θέλω να βουλιάξω σε μια αναπαυτική πολυθρόνα μ' ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι και ν' ακούω χαλαρωμένη. Μετά περνάμε στο γραφείο-καθιστικό και τις αλλαγές που έγιναν με την έλευση του φαντάσματος-έμπνευσης (ωραία εικόνα οι φλόγες που κρύβονται κάτω από τα κούτσουρα!) και η μεγάλη (πολύ τραβηγμένη, κατά τη γνώμη μου, για διήγημα) σκηνή του διαλόγου τους. Και, τέλος, το ωραίο κλείσιμο που μας θυμίζει από πού ξεκίνησαν όλα. Πολύ ωραίο αυτό, πραγματικά. Αλλά έχω να πω κάτι για την κεντρική σκηνή, αυτήν του διαλόγου. Έχει ενδιαφέρον μόνο για όσους έχουν διαβάσει Μπόρχες (και μάλιστα αρκετά). Δεν συζητιέται κάτι με γενικό ενδιαφέρον, με φιλοσοφικές προεκτάσεις, αλλά γίνονται στείρες αναφορές σε έργα του συγγραφέα. Αυτό είναι που δεν βρίσκω πως έχει γίνει καλά. Φυσικά και θα ήταν καλές μερικές αναφορές σε κείμενά του ή στη ζωή του, αλλά αν υπήρχε και κάτι ακόμα. Η γλώσσα που χρησιμοποίησες πιστεύω ότι ήταν υπερβολικά επιτηδευμένη. Δεν έχω διαβάσει Μπόρχες, αλλά μαντεύω ότι σε έχει στοιχειώσει για τα καλά, ε; Νομίζω (και το έχω πει πάρα πολλές φορές αυτό, σε σημείο να γίνομαι μάλλον κουραστική), πως το να αναμασάμε το στυλ του αγαπημένου μας συγγραφέα δεν έχει καλό αποτέλεσμα. Η τέχνη πρέπει να προχωράει και όχι να αναπαράγεται. Ας πούμε, όταν λες "μέχρι τα οστά", με κάνεις να σκέφτομαι ότι διαβάζω για έναν γιατρό που εξηγεί κάτι σε ασθενή του. Η λέξη "κόκαλα" δεν ακούγεται και τόσο άσχημη για να τη χρησιμοποιήσεις. Αυτό βέβαια είναι ένα ελάχιστο παράδειγμα για το πώς μου φάνηκε η γραφή όλου του διηγήματος. γενικά: * Όταν μετέφερες το κείμενο από το αρχείο σου στο τόπικ, έγιναν σφάλματα που καθιστούν δύσκολη την ανάγνωση. Το γνωστό πια πρόβλημα των κολλημένων λέξεων. Κάνε ένα edit για να το διορθώσεις, πολλοί θα κλείνουν το τόπικ γι' αυτό το λόγο. Εγώ πάντως κουράστηκα πολύ να το διαβάσω. * Διακρίνω μια τάση να βάζεις πολλά κόμματα χωρίς να χρειάζονται. Το αναγνωρίζω γιατί εχω κι εγώ αυτή την τάση και παλεύω να την χαλιναγωγήσω. Όσα κόμματα χρειάζονται, και τοποθετημένα σωστά. Εγώ πάντως δεν ξέρω πότε θα τα καταφέρω. Αυτά από 'μένα, καλωσήρθες στην παρέα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
odesseo Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 Το ονομάζω "ηδυπόδειο", από τη γλύκα των ποδιών Του. Τυλίγω τις σεπτές φτέρνες με τις παλάμες και τα χείλη μου. Τις ασπάζομαι, τις πλένω, τις στεγνώνω με τα μαλλιά μου, τις λιβανίζω. Όλος ο κόσμος μου, αυτές οι φτέρνες. Δεν τολμώ να κοιτάξω ψηλότερα. Βλασφημία και ποταπότητα να κοιτάξω τον καβάλο Του. Όσο για το κεφάλι Του, ούτε λόγος: το βλέμμα Του θα με κεραυνοβολήσει... Κάποια στιγμή το παθαίνουμε όλοι - μοιάζει με παιδική αρρώστεια. Άλλος την περνάει βαριά, άλλος πιο ελαφριά. Αλλά περνάει, αργά ή γρήγορα. Κι αν είσαι τυχερός, μπορεί να γλιτώσεις και την ουλή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted October 9, 2011 Author Share Posted October 9, 2011 Αγαπητοί μου φίλοι, σας ευχαριστώ πολύ για τις παρατηρήσεις σας. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να επεξεργαστώ το κείμενο, ώστε να είναι ευανάγνωστο! Όντως ήταν αρκετά κουραστικό να το διαβάσει κανείς. Ελπίζω τώρα να βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση. Τώρα, σχετικά με τις παρατηρήσεις σας. Όταν έγραφα το κείμενο ήμουν πράγματι εξαρτημένος από τον Μπόρχες(τον διάβαζα κάθε μέρα, ενώ σήμερα τον διαβάζω κάθε βδομάδα!) και ήθελα να γράψω ένα κείμενο στο οποίο θα ήταν πρωταγωνιστής ο ίδιος ο Αργεντίνος ποιητής. Έπρεπε να σκαρφιστώ λοιπόν κάτι ώστε να τον "αναστήσω". Έτσι προέκυψε το φάντασμα του! Επίσης, ήθελα να υποκινήσω στον αναγνώστη το ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο λογοτέχνη κι έτσι σκέφτηκα ότι μια αναφορά στα έργα του με τρόπο φυσικό και στη ροή μιας ιστορίας θα ήταν πολύ καλύτερο από τη στείρα παράθεση τους στα πλαίσια ενός δοκιμίου. Ίσως δεν έγινε με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο, αλλά αυτή ήταν η πρόθεση μου. Ακόμη, ήθελα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου για τον Μπόρχες και την αγάπη μου γι' αυτόν. Εφόσον το αντιληφθήκατε, πέτυχα τον σκοπό μου. Το διήγημα το είδα ως μια ωδή ή μια σπουδή στον Μπόρχες, πρόχειρη φυσικά.Ως έναν φόρο τιμής. Γι' αυτό και τόλμησα να τον κατατάξω στους γίγαντες του πνεύματος, όπως τον Θερβάντες, τον Δάντη και τον Όμηρο. Προσπάθησα να μεταφέρω και κάποια χαρακτηριστικά του ύφους του ή της πασίγνωστης ειρωνικής του διάθεσης ή της σεμνότητας του. Γενικά και για να μην πλατιάζω, το συγκεκριμένο διήγημα γράφηκε αντί ενός δοκιμίου και με σκοπό να αποδώσει τα δέοντα στον Μπόρχες από έναν απλό αναγνώστη του, αλλά και για να κεντρίσει το ενδιαφέρον οποιουδήποτε υποψήφιου αναγνώστη του, με τρόπο ευχάριστο και παιγνιώδη. Αυτές οι διευκρινίσεις γίνονται από μέρους μου όχι με διάθεση αντιδικίας, ούτε καν με διάθεση υπεράσπισης του κειμένου, αλλά ως απαραίτητα στοιχεία για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ μας. Σίγουρα οι παρατηρήσεις σας με προβλημάτισαν και μού έθεσαν νέα ερωτήματα. Εξ άλλου, όπως λέει και κάποιος:"Μ' αρέσουν οι παρατηρήσεις, διορθώνομαι!" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
odesseo Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 (edited) Ακόμη, ήθελα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου για τον Μπόρχες και την αγάπη μου γι' αυτόν. Εφόσον το αντιληφθήκατε, πέτυχα τον σκοπό μου.Εάν έγραφες χίλιες φορές "Λατρεύω τον Μπόρχες", τότε ΚΑΙ θα μετέφερες πιο πειστικά τον ενθουσιασμό σου για τον Μπόρχες ΚΑΙ δεν θα μας έκανες να αντιπαθήσουμε έναν στραβούλιακα, σπαστικό γερο-ξερόλα Edited October 9, 2011 by odesseo Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 9, 2011 Share Posted October 9, 2011 Εμένα πάντως μου κέντρισες το ενδιαφέρον να διαβάσω κάτι δικό του, μια σκέψη που απλά είχε περάσει από το μυαλό μου μια-δυο φορές και όχι πολύ φανατικά. Δεν ήξερα τίποτα για αυτόν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.