Loch Moors Posted October 5, 2011 Share Posted October 5, 2011 (edited) Είδος: φανταστικό, κοινωνικό διήγημα Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2.996 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια; Γράψ' τε την κριτική σας, please!! Ο Ευθύμιος Εύγλωττος πέρασε άλλη μια φορά τα δάχτυλα ανάμεσα απ’ τα γκρίζα του μαλλιά, παρόλο που πάντα σκεφτόταν ότι έπρεπε να αποβάλλει τις κινήσεις που δήλωναν νευρικότητα. Η υπεύθυνη του μακιγιάζ τον κοίταξε διακριτικά αλλά δυσαρεστημένα, γιατί μόλις του είχε στρώσει όλες τις τρίχες που πετούσαν βάζοντας μπόλικη λακ. Δεν έδωσε καμία σημασία, η μακιγιέζ ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Λίγα λεπτά απόμεναν ακόμα και θα έβγαινε στη σκηνή για να εκφωνήσει άλλον έναν απ’τους μεγαλειώδεις λόγους του και μάλιστα στην κεντρική αίθουσα συνεδριάσεων της πόλης. Ο χώρος έπαιρνε 2.000 ανθρώπους κι εκείνη τη στιγμή δεν έπεφτε καρφίτσα. «Κ. Εύγλωττε, σε 5 λεπτά βγαίνετε.» τον ειδοποίησε ο υπεύθυνος προγράμματος περνώντας βιαστικά απ’ τα παρασκήνια με μεγάλα και βιαστικά βήματα. Ο Ευθύμης έγνευσε καταφατικά και έσιαξε το παντελόνι του. Είχε παχύνει τελευταία και τον στένευε στη μέση, αλλά το είχε φορέσει γιατί ήταν το αγαπημένο του, τοτυχερό του. Φυσικά και δεν γινόταν να εκφωνήσει έναν τόσο σημαντικό λόγο χωρίς να φορά αυτό το παντελόνι. Εκεί,πίσω απ’ την σκηνή, πηγαινοέρχονταν δεκάδες υπάλληλοι της παραγωγής ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλο. Οι τεχνικοί της τηλεόρασης χειρονομούσαν στους συναδέλφουςτους κάπου στο βάθος της αίθουσας και μιλούσαν στα μικροσκοπικά μικρόφωνα μπροστά στο στόμα τους. «Διόρθωσε την κάμερα νούμερο 5.Λίγο πιο δεξιά… κι άλλο… εκεί, εκεί.» Μάλιστα.Θα τον έδειχναν και στην τηλεόραση. Ζωντανά, σε όλα τα κρατικά κανάλια, που σήμαινε ότι ο πραγματικός αριθμός που θα άκουγε τον λόγο εκείνο ήταν ανυπολόγιστος κι αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ακόμα και για τον Ευθύμιο Εύγλωττο που είχε χρόνια καριέρας στην εκφώνηση λόγων. Ήταν λίγο πιο νευρικός απ’ ότι συνήθως, αλλά άγχος δεν είχε καθόλου. Ήξερε ότι ο λόγος του ήταν καλός, αντάξιος της μεγάλης επετείου που γιόρταζαν την ημέρα εκείνη. Εξάλλου είχε τον τρόπο του στον προφορικό λόγο, όλοι του το αναγνώριζαν. Ο ίδιος ο Πρόεδρος τον εμπιστευόταν τυφλά σε κάτι τέτοια και τον έστελνε συχνά να μιλάει στη θέση του γιατί ήταν από τους πολυλογάδες εκείνους που κέρδιζαν και έπειθαν το κοινό χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Και τώρα ήταν απόλυτα προετοιμασμένος για να το κάνει άλλη μια φορά. Περίμενε να τον ειδοποιήσουν να βγει, κι άκουγε τη βουή του κοινού πίσω απ’ την βαριά κουρτίνα που έκρυβε την πόρτα των παρασκηνίων. Ο υπεύθυνος προγράμματος ξαναμπήκε φουριόζος «Βγαίνετε, κύριε. Καλή επιτυχία!» “Θα την έχω!” σκέφτηκε. Έστρωσε τη γραβάτα του, ανασήκωσε λίγο το παντελόνι του για να στερεωθεί καλά στη μέσητου, πήρε μια ανάσα και βγήκε στην ξύλινη εξέδρα. Το χειροκρότημα που τον υποδέχτηκε ήταν σαν ζεστό, απογευματιάτικο αεράκι. Τον έκανε να νιώθει κάτι παραπάνω από υπερήφανος που αυτός, ένας πρώην σταβλάρχης, είχε την ευκαιρία να κάνει κάτι τέτοιο. Φυσικά, έτσι γινόταν πια στην Καινούργια Κοινωνία στην οποία ζούσαν εδώ και δέκα χρόνια ακριβώς. Ο κάθε άνθρωπος είχε την ευκαιρία να δοκιμάζει την τύχη του σε πολλά πράγματα και να εξελίσσει τα ταλέντα του, οπότε ο Ευθύμης είχε αποχαιρετήσει για πάντα τα άλογα και τα παχνιά. Κοίταξε λίγο τα πρόσωπα γύρω του, ακουμπώντας ελαφρά στο βήμα όπου ήταν στερεωμένο το μικρόφωνο. Η οπτική επαφή με το συνομιλητή σου, με το κοινό σου, είναι πολύ σημαντική όταν θες να τους κάνεις όχι μόνο να ακούσουν, αλλά και να νιώσουναυτά που λες. Τα περισσότερα καθίσματα ήταν πιασμένα από καλοντυμένους προύχοντες της κυβέρνησηςκαι της αντιπολίτευσης, κι έμοιαζαν όλοι να τον κοιτούν ευχαριστημένοι... Ξαφνικά, άναψαν οι προβολείς πίσω απ’ τις σειρές των καθισμάτων του κοινού και στα μάτια των θεατών ο Ευθύμης λούστηκε στο φως, τον ίδιο όμως τον τύφλωσαν κι έκαναν το κοινό να κρυφτεί μέσα σε ένα ακαθόριστο, φωτεινό σκοτάδι. Ένιωσε λίγο άβολα με αυτό. Σχεδόν αμέσως όμως το προσπέρασε –κάνοντας μια νοερή σημείωση να επιπλήξει τον υπεύθυνο φωτισμού –και ξεκίνησε να μιλά, ήρεμα και καθαρά: «Κυρίες και κύριοι, σας καλωσορίζω στη μεγάλη μας επέτειο. »Σήμερα γιορτάζουμε δέκα χρόνια,αγαπητοί μου. Τη δέκατη και λαμπρή και μεγάλη επέτειο της ωραίας, Καινούργιας μας Κοινωνίας, της κοινωνίας που η ελευθερία, η ισότητα και οι ταξική ευελιξία είναι οι γνώμονες που χαράσσουν την πορεία της. »Τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν τις αξίες αυτές κι έτσι δεν έχει νόημα να επιχειρήσω μια τέτοια περιγραφή. Εξάλλου, τις βιώνουμε καθημερινά και τις βλέπουμε να πραγματώνονται γύρω μας. »Κάτι τέτοιες στιγμές όμως, είναι που συνειδητοποιούμε ότι τα χρόνια φεύγουν πιο γρήγορα απ’ όσο νομίζουμε, κυρίες και κύριοι. Θα μου πείτε πως δεν σας λέω κάτι καινούργιο, αλλά αυτό που οι περισσότεροι αγνοούμε ολωσδιόλου είναι το πόσα λίγα πράγματα διαρκούν στη μνήμη από τα χρόνια που έχουν φύγει. »Γι’ αυτό, με εφαλτήριο τη σημερινή επέτειο και γιορτή, θέλω να θυμηθούμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τι ήταν εκείνη η παλιά κοινωνία που αποτινάξαμε σαν σήμερα, πριν απόδέκα χρόνια. Είμαι σίγουρος ότι σας φαίνεται τόσο μακρινή τώρα, όσο φαίνεται και σ’ εμένα, ενώ τα παιδιά μας που δεν την γνώρισαν καν, θα πιστέψουν πως πρόκειται για παραμύθι…» έκανε μια μικρή παύση, σα να ήταν πραγματικά ένας παραμυθάς που θα άρχιζε να διηγείται την ιστορία του και περίμενε το κοινό να συγκεντρωθεί για τα καλά πάνω σ’ αυτόν «...Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια κοινωνία που πολύ της άρεσε να μιμείται το θέατρο. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, οι γειτονιές, οι πλατείες και οι πόλεις ήταν τα σκηνικά της, γερά στερεωμένα και καλοδιατηρημένα απ’ τους τεχνικούς που φρόντιζαν να λαδώνουν τις τροχαλίες και να κρατούν τα σχοινιά τεντωμένα, μη τυχόν και πάει κάτι στραβά και χτυπήσει κάποιος απ’ τους ηθοποιούς ή πατήσει κάνα σαπισμένο σανίδι της σκηνής και πέσει. Οι ισορροπίες πρέπει να κρατιούνται αυστηρά στο θέατρο, αλλά επειδή και τα απρόοπτα συμβάντα είναι μέσα στο πρόγραμμα, η κοινωνία είχε εκπαιδεύσει καλά τους ηθοποιούς της, ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις τρύπες και τα κενά που δημιουργούνταν. »Και οι ηθοποιοί, οι άνθρωποι δηλαδή της κοινωνίας εκείνης, παίζανε τους ρόλους που τους δίνονταν. Πρόθυμα ή όχι, συνειδητά ή ασυνείδητα, περπατούσαν ανάμεσα στα σκηνικά, συναναστρέφονταν,έκαναν φιλίες, έκαναν έχθρες, έκαναν σχέσεις και με τη συνεχή και καθημερινή εξάσκηση ρόλος και ύπαρξη γινόταν τελικά ένα, έτσι που κανένας δεν μπορεί να πει αν τελικά ο ρόλος υποχωρούσε μπροστά στην προσωπικότητα ή το αντίθετο. »Η κοινωνία εκείνη βέβαια, ήταν κάπως αυστηρή με όσους θέλανε να κάνουνε του κεφαλιού τους και να ξεπερνάνε τα όρια. Οι λίγο παράξενες συμπεριφορές ήταν ανεκτές, μέχρι το σημείο όμως που δεν διατάρασσαν την αρμονία που πρέπει να επικρατεί στο θέατρο…» σιγά, σιγά ο Ευθύμιος Εύγλωττος έβαζε και χειρονομίες στα όσα έλεγε, κι όποτε είχε την ευκαιρία ανέβαζε και το στενό του παντελόνι προς τα πάνω για να μην νιώθει ότι γλιστράει «…Τις νύχτες όμως, στα παρασκήνια, μερικοί απ’ τους ηθοποιούς δεν ξεκουράζονταν. Μια ανησυχία τους κατέτρωγε, ότι ο ρόλος που τους δόθηκε δεν τους ταιριάζει, ότι είναι γεννημένοι για κάτι διαφορετικό, ότι ο τρόπος σκέψης και οι έμφυτες τάσεις τους δεν χωρούσαν στον κείμενο που τους είχε δοθεί. »Κυρίες και κύριοι, αν η πεποίθηση των ηθοποιών εκείνων, δηλαδή των προγόνων μας, στηρίζονταν σε υπέρμετρη αλαζονεία ή στ’ αλήθεια ήξεραν να μετρούν τον εαυτό τους, δεν έχει και τόση σημασία…» εδώ ερχόταν το πρώτο κρεσέντο, που τον έκανε να σηκωθεί σχεδόν στις μύτες των ποδιών του και να ξεχάσει παντελώς και νευρικότητες και στενά παντελόνια «…Σημασία έχει ότι περίμεναν, πίστευαν, πως καινούργια δεδομένα θα τους δίνονταν. Περίμεναν πως θα έρχονταν η ευκαιρία να παίξουν αυτόπου πραγματικά ήθελαν. Περίμεναν, κι όταν κουράζονταν να περιμένουν, άρχιζαν κρυφά, να μελετούν μόνοι τους άλλους ρόλους που έπεφταν στα χέρια τους. Κι αυτότο έκαναν με τόσο πάθος, που ο δικός του ρόλος περνούσε σε δεύτερη μοίρα, γίνονταν μια επίπονη προσπάθεια… »Δυστυχώς όμως, σπάνια και πολύ δύσκολα εκείνη η κοινωνία-θέατρο έκανε ανακατανομή των ρόλων. Έτσι, οι κρυφέςπρόβες παρέμεναν κρυφές, έδιναν στους επίδοξους πρωταγωνιστές ελπίδα ανάκατη μεφόβο και τους έκαναν άτομα μοναχικά. Η αυστηρή, επικριτική, παλιά κοινωνία καραδοκούσε κι ήταν προτιμότερο να έχεις έναν κάποιο ρόλο, απ’ το να μην έχεις κανέναν…» η ροή του λόγου του τον είχε συνεπάρει για τα καλά «…Η μοναχικότητα ήταν ίσως και η ποινή τους για τις συγκαλυμμένες πράξεις τους. Το κουράγιο, ηόρεξη κάποια στιγμή εξαντλούνταν, φίλοι μου, η μοναχικότητα όμως δεν ξεριζώνονταν…» το κουμπί του παντελονιού του όμως ξεριζώθηκε εντελώς, ότανσήκωσε το χέρι για να κουνήσει το δάχτυλό του με νόημα. Και το βήμα με το μικρόφωνοήταν στενό, πολύ μικρό για να κρύψει το χρωματιστό σώβρακο με ρίγες που έχασκε φάτσα, φόρα στα μάτια των αμέτρητων θεατών. Ένα βροντερό γέλιο βγήκε μέσα από το σκοτάδι που είχε απέναντί του και του έμοιασε σαν μια μαύρη τρύπα που μόλις είχε εκραγεί. Τα κύματα από ασυγκράτητα χάχανα και κραυγές έρχονταν κατά πάνω του, πολλαπλασιάζονταν και τον χτυπούσαν ασταμάτητα. Ένιωσε σχεδόν να ζαλίζεται, κρύος ιδρώτας τον έλουσε μέσα σε μια στιγμή και, σαν σε παραίσθηση, είδε τον εαυτό του να σκύβει, να μαζεύει το παντελόνι και να φεύγει στα παρασκήνια με γρήγορο βήμα. Το γέλιο τον ακολουθούσε κι ήξερε ότι δεν μπορούσε να του κρυφτεί. «Τι συνέβη, τι συνέβη κ.Εύγλωττε;» ρωτούσε μετά από λίγο ο υπεύθυνος προγράμματος τον Ευθύμη, ενώ η μακιγιέζ του σκούπιζε τον ιδρώτα αμίλητη. «Τι ρωτάς, άνθρωπε; Δεν είδες; Τοκαταραμένο το παντελόνι μου ήταν στενό!» Μπορεί να μην γελούσαν μπροστά του, αλλά μπορούσε να δει καλά το μειδίαμα που τρεμόπαιζε στα χείλη τους και τα ανείπωτα σχόλια που ήταν γραμμένα στα μάτια τους. Πάλευε να μπει μέσα σε ένα άλλο παντελόνι που του έφεραν και μαζί με την στεναχώρια του προσπάθησε να καταπνίξει και την οργή που ανέβαινε στο λαιμό του. Μα να τον περιγελούν και τα πιτσιρίκια μπροστά στα μάτια του! Τι ρεζιλίκια ήταν αυτά, Θεέ μου! Κι όλοι οι ψευτο-αριστοκράτες εκεί έξω –ναι, τέτοιοι ήταν! –τόσο αστεία την βρήκαν αυτήτην αναποδιά; Κι ούτε λίγη εγκράτεια, λίγος σεβασμός στο πρόσωπό του; Όχι, ούτε λίγος, προφανώς, γιατί τα γέλια συνεχίζονταν αμείωτα έξω, ενώ κάποια μουσική είχε ξεκινήσει να παίζει για να καλύψει το κενό. «Τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο με τραχιά φωνή και κατάπιε όλα τα μπινελίκια που ανέβαιναν στο στόμα του. «Πρέπει να βγείτε και να προσπαθήσετε να τα μπαλώσετε κ. Εύγλωττε…» «Τι; Είσαι σοβαρός; Αν ξαναβγώ εκεί έξω θα με κατασπαράξουν!» αναφώνησε και χοροπήδησε σχεδόν εκεί που στεκόταν. «Ψυχραιμία, κύριε! Είμαι σίγουρος πως κι ο Πρόεδρος αυτό θα συμβούλευε αν ήταν εδώ, σκεφτείτε το κι εσείς…» Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο Ευθύμης ήταν ότι ήδη είχε πέσει κάποιο σχετικό τηλεφώνημα, άρα οι επιλογές μειώνονταν δραματικά σε μία. «Τι να πω τώρα; Τους ακούς πώς γελάνε;» ρώτησε σχεδόν απελπισμένα τον νεαρό υπεύθυνο, μην περιμένοντας κάποια σωτηρία. «Αν φύγετε τώρα, θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Η γιορτή θα λήξει εδώ και όλοι θα θυμούνται μόνο αυτό το… το περιστατικό.» “Έτσι κι αλλιώς μόνο αυτό θα θυμούνται.” αναλογίστηκε ο Ευθύμης. «Ελάτε, κύριε. Θα βρείτε σίγουρα να πείτε κάτι, είστε καλός σ’ αυτά!» Ναι, ήταν καλός! Κι είχε παλέψει για να γίνει καλός, καλύτερος. Είχε παλέψει πρώτα για να τον αποδεχτούν κι ύστερα για να τον παραδεχτούν. Πόσο είχε παλέψει όλα αυτά τα χρόνια… Όταν δούλευε στους στάβλους του τότε Κυβερνήτη, δεν ήξερε να γράφει ούτε το όνομά του. Αλλά το έμαθε και πέρασε από την άλλη μεριά κι είχε καταφέρει να ξεπεράσει πολλούς. Είχε παλέψει, αλλά τώρα… Ένιωσε ένα μικρό πείσμα να φουντώνει μέσα του, δεν μπορούσε να τα αφήσει να πάνε στράφι αυτά που είχε καταφέρει, επειδή ένα κουμπί ξηλώθηκε απ’ τη θέση του. Έπρεπε να ξαναβγεί και να βρει κάτι να πει. Ο υπεύθυνος προγράμματος μιλούσε χαμηλόφωνα στο κινητό του. Όλοι έμοιαζαν αποδιοργανωμένοι τώρα, και πώς να μην ήταν άλλωστε; Ο ίδιος δεν θυμόταν να έχει ματαγίνει τέτοιο φιάσκο σε ζωντανό πρόγραμμα. Πού και πού έπιανε και τα κλεφτά βλέμματα των τεχνικών που του έλεγαν περιπαικτικά “Ωραίο βρακί, κ. Εύγλωττε. Δώρο του Προέδρου να υποθέσω;” «Η τηλεόραση παίζει ακόμα διαφημίσεις.Τελειώνουν σε τρία λεπτά, κύριε.» του είπε ο υπεύθυνος όταν έκλεισε το τηλέφωνο «Τους είπα ότι η εμφάνισή σας θα συνεχιστεί. Θα σας δώσω σήμα για να βγείτε.» Πήγε και στάθηκε πάλι στη γωνία πίσω απ’ τις κουρτίνες. Ο Ευθύμιος Εύγλωττος για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι να πει. Σκούπισε λίγο ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. Τα γέλια έξω είχαν σταματήσει αν και μερικά πιο έντονα χαχανητά έφταναν ξεκάθαρα ως τα παρασκήνια. Η βουή από τις συζητήσεις τον τρόμαζε. Τι να έλεγαν; Τον κορόιδευαν. Προσπάθησε να αγνοήσει ήχους, σκέψεις και να ξεχάσει προς στιγμή ότι συνέβη. Επικεντρώθηκε στον υπεύθυνο που κοιτούσε μια μικρή οθόνη και μετρούσε αντίστροφα μέχρι που γύρισε και του έγνεψε. Η μουσική στην αίθουσα σταμάτησε, ένα θρόισμα της βαριάς, σκούρας κουρτίνας και ήταν πάλι εκεί, στην σκηνή. Μόνο που αυτή τη φορά ένιωθε το κοινό εναντίον του. Ακόμη και η σιωπή που έπεσε αμέσως, κοφτή και απόλυτη, έμοιαζε απειλητική. “Για να δούμε τι άλλο έχει να πει ο γελοίος.” τους άκουγε να λένε. Περπάτησε προσπαθώντας να μην τρέχει, μέχρι το μικρόφωνο κι ακόμα έσπαζε το κεφάλι του να βρει κάτι να πει. Αυτή τη φορά τους έβλεπε όλους ξεκάθαρα. Τα φώτα που πριν τον είχαν τυφλώσει τώρα δεν άναψαν. «Ε, λοιπόν, αυτά παθαίνει κανείς όταν δεν προσέχει το βάρος του…» εννοείται ότι κανείς δεν γέλασε με το ανούσιο αστείο που επιχείρησε και το χαμόγελό του ήταν τόσο αμήχανο που ντράπηκε και σοβαρεύτηκε αμέσως. Από κάτω του εκατοντάδες πρόσωπα τον κοίταζαν. Χαιρέκακα βλέμματα, ψυχρά χαμόγελα και ειρωνικά νεύματα. Του θύμιζαν βασανιστές που απολαμβάνουν το μαρτύριο του αιχμαλώτου τους. Πού ήταν όλοι εκείνοι που τον χειροκρότησαν; Τώρα τον έκαναν να φοβάται. «Φαντάζομαι ότι κι εγώ έτσι θα γελούσα στη θέση σας, κυρίες και κύριοι…» έκανε μια δεύτερη, τελείως αβέβαιη προσπάθεια να πει κάτι, αλλά η φωνή του έσβησε και πάλι. Πέρασε μια στιγμή απόλυτης ησυχίας, κι ένιωσε τι ακριβώς σημαίνει εκκωφαντική σιωπή. Μερικοί κοιτούσαν αινιγματικά, σχεδόν θυμωμένα. Μάσκες αδιαφορίας τον κάρφωναν.Ο αριθμός τους ήταν ανυπολόγιστος. Και τότε, μέχρι να περάσει κι η επόμενη στιγμή, ο Ευθύμης είδε τα πάντα ξεκάθαρα μπροστά του, ήξερε ακριβώς ποιοι ήταν αυτοί που τον κοίταζαν και τι σκέφτονταν.Πόσο τυφλός ήταν τόσο καιρό; Τόσα χρόνια; “ Φαντάζομαι ότι κι εγώ έτσι θα γελούσα στη θέση σας…”.Φυσικά και θα γελούσε. Θα γελούσε με την καρδιά του γιατί στα δέκα χρόνια της Καινούργιας Κοινωνίας,είχαν ξεχάσει, ή ίσως δεν είχαν μάθει ποτέ, το ποιος ήταν τελικά ο σκηνοθέτης του κόσμου-θέατρο για τον οποίο μιλούσε ο έξυπνος και αλληγορικός λόγος του Ευθύμιου Εύγλωττου. Ποιος είχε την ικανότητα να μοιράζει έτσι ρόλους στον κόσμο εκείνο; Ποιον έβριζαν από μέσα τους οι “ηθοποιοί” που δεν αρέσκονταν στο κομμάτι που τους είχε δοθεί; Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν η μοίρα, που άλλους τους έβαζε να παίζουν το φτωχό λουστράκο κι άλλους τον πλούσιο ηγεμόνα. Μπορεί να ήταν και οι πολιτικοί με τις ψεύτικες υποσχέσεις τους. Μπορεί να ήταν και οι παππούδες των παππούδων τους, που τους άρεζε να μαθαίνουν στα εγγόνια τους ότι σε όλα υπάρχει σωστό και λάθος. Αλλά μπορεί να ήταν και οι ίδιοι, οι ηθοποιοί. Μπορεί να ήταν εκείνοι που πρώτοι κατέκριναν σκληρά τον συνάδελφό τους που έχανε τα λόγια του. Ήταν οι ίδιοι οι ηθοποιοί που δεν δέχονταν να αλλάζουν θέσεις και ρόλους, γιατί είναι πολύ δύσκολο να κάνεις κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που ξέρεις, να μάθεις ολόκληροκείμενο απ’ την αρχή. Ήταν ηθοποιοί που καταπιέζονταν σε έναν ρόλο τον οποίοδεν διάλεγαν, αλλά ταυτόχρονα καταπίεζαν, ήταν ο αυστηρός σκηνοθέτης και το αμείλικτο κοινό που κατακεραύνωνε με το βλέμμα τα στραβοπατήματα. Κι όταν κάποιος άρχιζε να γίνεται ένας αδιάφορος κάτοχος του ρόλου του, με ευκολία έσβηναν το όνομά του από τη μνήμη. Πέρασε και η δεύτερη στιγμή. Δύο στιγμές ησυχίας λοιπόν και ο Ευθύμης ένιωθε πως στέκονταν ώρες εκεί πάνω, μπροστά σε ένα απρόσωπο κοινό, χωρίς να λέει τίποτα. Το σώμα του και το μυαλό του όμως ηρέμησαν. Δεν υπήρχε πια λόγος για πανικό. Ήξερε τι θα έλεγε και, κάπου βαθιά μέσα του, είχε καταλάβει πως αυτήν θα ήταν και η τελευταία του παράσταση. Μίλησε. Άκουσε την φωνή του τελείως αποχρωματισμένη από κάθε είδους φανφάρα που φρόντιζε να προσθέτει συνήθως στους λόγους του. Κι ήταν παράξενη, σαν να την άκουγε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, γιατί τελικά, από την πολύ προσπάθεια, είχε καταφέρει να μετατρέψει ότι έλεγε, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σε έναν ατέλειωτο λόγο. «Μάλλον δεν έχετε πια καμία όρεξη να μάθετε τι θα έλεγα πριν γελοιοποιηθώ έτσι μπροστά σας. Μάλλον δεν θυμάστε καν τι σας έλεγα. Γι’ αυτό δεν θα σας κουράσω πολύ ακόμα. »Πριν, σας μίλησα για μια κοινωνία-θέατρο. »Τώρα, θα μπορούσα να πω πως τα τελευταία δέκα χρόνια κάναμε την σκληρότητα εκείνης της κοινωνίας να ξεθωριάσει, να ξεχαστεί. Τώρα, θα μπορούσα να πω ότι η κοινωνία δεν μιμείται πια το θέατρο, αλλά το θέατρο την κοινωνία κι εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας αυθεντικούς, κάνοντας ο καθένας τις επιλογές του. Τώρα πια τίποτα δεν προκαθορίζεται από την μοίρα, δεν υπάρχουν δόγματα για την ευτυχία και την επιτυχία. »Ζήτω στην Καινούργια Κοινωνία λοιπόν. »Ζήτω και μπράβο μου και μπράβο σας αλλά, μήπως υπάρχει κάποιος ανάμεσά σας που δεν έχει ξυπνήσει κάποιο πρωί νιώθοντας πως όλα γύρω του γίνονται τα σκηνικά ενός θεάτρου στο οποίο θα παίξει αυτό που έπαιζε κι εχθές; Αν υπάρχει ας έρθει εδώ πάνω. »Μήπως υπάρχει κάποιος που δεν έχει νιώσει ότι η καθημερινότητα δεν του ανήκει και είναι απλά ο χώρος της προσωπικής του παράστασης; Αν υπάρχει ας έρθει εδώ πάνω. »Μήπως υπάρχει κάποιος που δεν περπατά συνεχώς στην ωραία Καινούργια Κοινωνία της βιτρίνας; Αν υπάρχει ας έρθει εδώ πάνω. »Μήπως υπάρχει κάποιος που δεν κρίνει και δεν κατακρίνεται για τις αποτυχίες και τα λάθη του, που δεν έχει νιώσει ποτέ ότι ένα σιωπηλό κοινό τον παρακολουθεί ασταμάτητα; Αν υπάρχει ας έρθει εδώ πάνω. »Ας έρθει εδώ πάνω κι αςκατεβάσει τα παντελόνια του, γαμώ το!» Ο Ευθύμιος Εύγλωττος χωρίς να κοιτάξει ούτε στιγμή πίσω του, χάθηκε σταπαρασκήνια. Κανείς δεν χειροκρότησε κι ήταν βέβαιος ότι συνέχιζαν να τον κοιτούν εκείνες οι μάσκες με ειρωνεία, με κακεντρέχεια και φθόνο. Ήξερε ότι το κοινό τον είχε καταδικάσει και τον είχε απορρίψει εδώ και ώρα. Κι εκεί, στην Καινούργια Κοινωνία που μόλις είχε κλείσει τα δέκα της χρόνια, ότι κι αν είχε κάνει, ότι κι αν είχε πει, λίγη σημασία είχε. Όλοι πλέον θα τον αποκαλούσαν με το όνομα “Ο Σταβλάρχης με το ριγέ σώβρακο” και θα γελούσαν. Edited October 5, 2011 by Σουσαμένια Άνοιξη 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted October 6, 2011 Share Posted October 6, 2011 Ενδιαφέρουσα ιδέα και, νομίζω, αρκετά καλή η υλοποίηση της. Προσπαθείς να δείξεις ότι, τελικά, καμιά ανθρώπινη κοινωνία, όσο καλή και ιδανική κι αν είναι, δεν μπορεί να αλλάξει τον ψυχισμό του ανθρώπου, ο οποίος έχει πάντοτε την τάση να γελοιοποιεί και να σατιρίζει την Εξουσία και τους εκπροσώπους της. Αλλά, και αντιστρόφως, θέλεις να καταδείξεις ότι η εξουσία μπορεί να σε ανυψώσει, αλλά ότι μια τέτοια ανύψωση σε αφήνει έκθετο και "γυμνό" στα μάτια όλων. Πολύ εύκολα, όπως στην περίπτωση του ήρωα σου, μπορείς από το απόγειο της δόξας να βρεθείς στα Τάρταρα και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο, την γελοιοποίηση! Το κείμενο σου είναι μια αυστηρή προειδοποίηση προς όλους μας: Προσέξτε, διότι όσο σημαντικοί και τρανοί κι αν γίνετε, αφήνοντας πίσω σας την ασημαντότητα και την ανωνυμία σας, μην ξεχάσετε ότι πάντοτε θα είστε εκτεθειμένοι στα μάτια όλων. Ότι όσο ισχυροί κι αν γίνετε, παραμένετε άνθρωποι, που, όπως όλοι οι κοινοί θνητοί, φοράτε...ριγέ σώβρακα! Η γλώσσα σου είναι φυσική, χωρίς υπερβολές. Δεν ξέρω πόσο δούλεψες το κείμενο σου, αλλά θεωρώ ότι με μερικά "χτενίσματα", θα βρεις πράγματα για να διορθώσεις. Αυτά τα ολίγα από μένα. Συνέχισε την καλή προσπάθεια. Σ' ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Loch Moors Posted October 10, 2011 Author Share Posted October 10, 2011 Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο, καταρχάς.. το πρώτο σχόλιο που λαμβάνω στο sff..ωωω! Και έχω να πω ότι με προβλημάτισες αρκετά, μιας και ίσως τελικά ο τρόπος που έγραψα το διήγημα να αποπροσανατολίζει απ' αυτό που αρχικά ήθελα να πω. Δεν λέω τίποτα άλλο όμως, θα περιμένω αν υπάρξει και κάποιο άλλο σχόλιο και τότε θα δείξει αν πρέπει να αναθεωρήσω λίγο το κείμενο ή όχι. Όταν τελειώσω με τις αναγνώσεις των κειμένων για τον διαγωνισμό Ε.Φ. θα διαβάσω κι εγώ τα δικά σου, γιατί χωρίς αλληλεγγύη που πάμε!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted October 10, 2011 Share Posted October 10, 2011 Το γεγονός ότι εγώ εισέπραξα το κείμενο σου μ' ένα συγκεκριμέντο τρόπο, δεν θα πρέπει να σε προβληματίζει απαραιτήτως. Κάθε κείμενο έχει ή πρέπει να έχει πολυεπίπεδες αναγνώσεις. Οπότε νομίζω ότι αδίκως προβληματίζεσαι. Θα αναμένω με αγωνία τα σχόλια σου επί των κειμένων μου. Σ' ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 14, 2012 Share Posted August 14, 2012 Τυχαία το βρήκα αυτό σήμερα. Και ήταν καλή τύχη! Μου άρεσε πολύ, δεν είναι πρωτότυπο αλλά δεν με νοιάζει. Είναι ωραία διατυπωμένο. ( Έκανα και εγκαίνια στο καινούργιο καλούδι του Στέφανου, το Like! ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Loch Moors Posted August 15, 2012 Author Share Posted August 15, 2012 Ουάου, σχεδόν κι εγώ το είχα ξεχάσει αυτό το τόπικ! Ευχαριστώ πολύ Άννα που το ξέθαψες και δύο ευχαριστώ για το σχόλιο... χεχε Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted September 6, 2012 Share Posted September 6, 2012 Ωραία αυτή η ιστορία, μ'άρεσε! Ευκολοδιάβαστη και με νοήματα, παρά τη φαινομενική ανεμελιά της. Είναι ειρωνικό το πως το πάθημα του κυρίου Ευθύμη τον έκανε να συνειδητοποιήσει τη βαθύτερη ουσία του λόγου που είχε προετοιμάσει, ή μάλλον τα πραγματικά αίτια που η κοινωνία ήταν έτσι όπως ήταν παλιά. Το πιο ειρωνικό όμως ήταν πως τελικά αποδείχτηκε ότι όσο κι αν αλλάξει η κοινωνία στους τύπους, στην ουσία παραμένει ίδια, μια και οι πρωταγωνιστές μένουν ίδιοι κι απαράλλαχτοι -άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, με άλλα λόγια... Πάντως, παρ'ότι το μήνυμα που θέλεις να δώσεις το δίνεις μια χαρά, ομολογώ πως θα ήθελα και μια αναφορά στο τι συνέβη και άλλαξε η κοινωνία πριν δέκα χρόνια -αν και δεν ξέρω αν θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο της ομιλίας του, χωρίς να βγάζει μάτι ότι γίνεται εξεπιτούτου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Loch Moors Posted September 23, 2012 Author Share Posted September 23, 2012 Θενκ γιου Έλενα! Ειδικά η 2η παράγραφος της απάντησής σου συνοψίζει ακριβώς αυτό που ήθελα να βγάλει το κείμενο... Όσο για το τι συνέβη και πώς ξεκίνησε η καινούργια κοινωνία πριν από 10 χρόνια, χμμ, θα ήταν και για μένα πολύ ενδιαφέρον να το σκεφτώ χεχε... Πριν το γράψω σα διήγημα το κείμενο ήταν ένα δοκίμιο με τα όσα μετά αποτέλεσαν το λόγο του Ευθύμιου. Οπότε, στην πραγματικότητα ήταν μια "ευκολία" η αναφορά μου στο ότι έχει γίνει κάτι και ο κόσμος άλλαξε τόσο που πιστεύει ότι δεν βάζει "ταμπέλες" δεν έχει προκαταλήψεις κλπ., χωρίς όμως να έχω προσδιορίσει αυτό το κάτι! Ως τώρα τουλάχιστον Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.