Jump to content

Το παιδί και το αρνάκι


thanatos

Recommended Posts

Ο Νίκος άκουσε την φωνή των γονιών του έξω από το σπίτι. Κατέβηκε κάτω στον δρόμο και είδε τον πατέρα του να κατεβάζει ένα αρνάκι από μια καρότσα αγροτικού αυτοκινήτου. « Έφερα το αρνί, χαχα, ωραίο ε; »

 

«Τι θα το κάνουμε;», ρώτησε ο Νίκος. «Θα το μεγαλώσουμε και θα το σφάξουμε το Πάσχα» Ο Νίκος κοίταζε τον πατέρα του με ένα βλέμμα εμπιστοσύνης. Είχε πάντοτε την αίσθηση ότι ο πατέρας του ήξερε τι έκανε. Ξαφνικά το αρνάκι άρχισε να τρέχει για να ξεφύγει την σκλαβιά, μα ο πατέρας πρόλαβει να πιάσει το σκοινι το οποίο ήτανε δεμένο στο πόδι του αρνιού. Το σκοινί τεντώθηκε, τραντάχθηκε με δύναμη και το αρνί έφερε τούμπα στον αέρα κι έσκασε πάνω στην άσφαλτο. Ο πατέρας γέλασε και τράβηξε το αρνί με τα δυνατά και σκληρά του χέρια, σαν να τραβάει έναν δούλο από την αλυσίδα του.

 

 

 

Το επόμενο πρωί, Ο Νίκος σηκώθηκε, πήρε το πρωϊνό του και βγήκε έξω στην αυλή. Είδε το αρνάκι μέσα στον κήπο, δεμένο από ένα δέντρο και ολομόναχο. Ένα πολύ δυνατό συναίσθημα πλυμμήρισε την καρδιά του.. Το πλησίασε και το χάϊδεψε. Έκοψε μερικά χόρτα και του τα έδωσε να τα φάει. Πόσο πολύ το αγαπούσε εκείνη την στιγμή. Το αγκάλιαζε ξανά και ξανά. Μύριζε την μυρωδιά του, έβλεπε το συμπαθέστατο στόμα του να μασουλάει τα χόρτα, χάϊδευε το κεφάλι του και το κορμί του. Ο Νίκος χαμογέλασε. Το αρνί τον κοίταξε σαν ήθελε κι αυτό να χαμογελάσει. Εκείνη την στιγμή ήταν για αυτόν κάτι παραπάνω από ένα συμπαθητικό ζωάκι, κάτι παραπάνω κι από άνθρωπος…

 

Ήτανε το πλάσμα που περίμενε τόσα χρόνια να του δώσει τρυφερότητα. Η οικογένεια του Νίκου ήτανε άνθρωποι με σκληρή καρδιά. Ήθελαν να δείχνουν μια καλή εικόνα στην κοινωνία και στα παιδιά τους αλλά η σκληρή ψυχή τους έκανε τον Νίκο να τους απεχθάνεται. Δεν άφηνε να τον πολυαγγίζουν ούτε οι γονείς του ούτε τα αδέρφια του. Όλοι τους ήτανε υποκριτές, είρωνες, χωρίς ίχνος ευαισθησίας μέσα τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στερείται την σωματική επαφή χρόνια ολόκληρα. Ήταν συναισθηματικά μόνος σ αυτή την ζωή και απογοητευμένος. Αυτό το ζώο ήρθε ως άγγελος εξ ουρανού.

 

Το βράδυ πήγε στην καλύβα όπου είχανε βάλει το αρνί. Όταν αυτό άκουσε τα βήματα του Νίκου άρχισε να βελάζει. Ήταν σαν ένα μωρό να καλούσε τον γονιό του για να το δώσει να φάει. Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα, άναψε τον φακό και είδε το μικρό πλάσμα να τον κοιτά στα μάτια και να βελάζει αθώα. Έσκυψε και το αγκάλιασε. Δεν τον ένοιαζε αν θα τον λέρωνε με τα βρώμικά μαλλιά του.

 

Αυτό ήτανε ευτυχία. Να αγαπάς ένα πλάσμα, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Του είχε φέρει γάλα μέσα σε ένα μπιμπερό για μωρά. Καθώς το αρνί το έπινε, ο Νίκος ένιωσε πραγματικά σαν μαμά που ταϊζει το παιδί της. Μπήκε και η μάνα του Νίκου μέσα στην καλύβα και χαμογέλασε βλέποντας τον να το ταϊζει. Το χάϊδεψε κι αυτή και το τάϊσε. Έπειτα είπε: «Μην το πολυχαϊδεύεις, γιατί έχει ψύρες και είναι ακάθαρτο» Ήταν μια γυναίκα που έκρυβε καλά την βρώμα της ψυχής της και την κρατούσε πάντα για το τέλος.

 

Ο Νίκος όπου και αν πήγαινε, στο σχολείο ή για παιχνίδι το απόγευμα, ένιωθε διαφορετικά. Δεν ήταν μελαγχολικός ή νευρικός. Δεν τσακωνόταν τόσο συχνά. Και μόλις γύριζε στο σπίτι, καθότανε παρέα με τον καλό του φίλο.

 

Καθημερινά, καθότανε ώρες ολόκληρες στον κήπο μαζί του. Αυτό που του άρεσε δεν ήταν τόσο το ότι το χάϊδευε ή το τάϊζε, αλλά το ότι ήτανε παρέα οι δυο τους.

 

Ο πατέρας, παρόλο που αγόραζε συνεχώς τροφή για το αρνί, δεν ασχολιόταν περαιτέρω.

 

Μια μέρα ήρθε και η γιαγιά του Νίκου και πήγε στον κήπο να το δει. «Ω, τι ωραίο αρνάκι! Το κακόμοιρο!» ,είπε χαϊδεύοντας του. «Πότε θα το σφάξετε;»

 

«Δεν θα το σφάξουμε γιαγιά το αρνί, τι είν αυτά που λες; Θα το χουμε έτσι ως κατοικίδιο και απλώς θα παίρνουμε το μαλλί του»

 

«Πως δεν θα το σφάξετε; ! » Ο Νίκος αδιαφόρησε με αυτά που είπε η γιαγιά του. Του έκανε εντύπωση η αντίθεση μεταξύ του πως το χάϊδευε και των λεγομένων της για την σφαγή. Χμμ, είναι από οικογένεια κτηνοτρόφων, αναλογίστηκε. Δικαιολογημένα σκέφτεται έτσι.

 

Οι μήνες πέρασαν, το αρνί μεγάλωσε και έγινε τράγος. Έβγαλε κέρατα και είχε συγκρουσιακές διαθέσεις. Μόλις έβλεπε τον Νίκο έσκυβε το κεφάλι και όρμαγε πάνω του. Έγινε δύστροπο. Μερικές φορές καθόταν κάτω χωρίς να χει όρεξη για τίποτα. Ο Νίκος θύμωνε κάπου κάπου μαζί του, αλλά βαθιά μέσα του καταλάβαινε πως το άμοιρο αυτό ζώο είχε καταπιεστεί. Δεμένο σ’όλη του την ζωή, χωρίς άλλα αρνιά δίπλα του, ήταν δικαιολογημένο να συμπεριφέρεται έτσι. Του είχαν στερήσει την ζωή. Καμιά φορά, όταν σουρούπωνε, το αρνί ερχόταν στον Νίκο να το αγκαλιάσει κι έτσι καθόταν σιωπηλά μέσα στο μισοσκόταδο, κάνοντας, ίσως και οι δυο, την ίδια φαντασίωση: την εικόνα μιας καλύτερης ζωής. Ο Νίκος φαντάζονταν δυο χαρούμενους ανθρώπους, δυο διαφορετικούς γονείς που θα ρχοταν και θα τον έπαιρναν μακρυά από την μιζέρια. Το αρνί μάλλον θα χε στο μυαλό τις πρώτες βδομάδες της ζωής του, όπου ήτανε στην προστατευτική αγκαλιά της μάνας του, όπου έπαιζε με τα άλλα αρνιά. Η μάνα του Νίκου τον έβλεπε και ερχόταν και αυτή. Ήταν πολύ παρατηρητική γυναίκα και πάντοτε παρούσα στις ιδιαίτερα συναισθηματικές στιγμές του με το αρνάκι. Καθόταν και τον έβλεπε να το χαϊδεύει, επισημαίνοντάς του ήρεμα αλλά και πολύ επίμονα ότι το αρνί θα τον γεμίσει ψύρες. Ύστερα το τάϊζε κι αυτή και μετά από λίγο έλεγε το ίδιο πάντα πράγμα« Πάμε τώρα μες στο σπίτι, νύχτωσε». Ο ίδιος πάντα επίλογος.

 

Είχε περάσει ένας χρόνος και το αρνί έγινε ένας βαριεστημένος τεμπέλης όπου σηκωνόταν μόνο για να φάει. Καθόταν με τα πολλά κιλά του κάτω από μια ελιά, έκλεινε τα μάτια του και κοιμόταν. Μόνο οι σκνίπες που προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στα ρουθούνια του διατάρασσαν την ησυχία του κι έτσι κουνούσε νευριασμένα το κεφάλι του για να τις απωθήσει. Στο πόδι του ήταν ακόμη δεμένο το ίδιο σχοινί, από τότε που το είχαν φέρει. Παλιότερα, το αρνί προσπαθούσε να τρέξει μέχρι που το σχοινί τεντώνονταν και ματαιώνονταν η προσπάθειά του, ξανά και ξανά. Τώρα πια είχε συνηθίσει και δεν απομακρυνόταν πάνω από 2 μέτρα από κει που το χαν δεμένο.

 

Ο Νίκος πήγε ένα απόγευμα στα γενέθλια ενός φίλου του. Εκεί που έπαιζε ένιωσε να τον πονά η κοιλιά του κι’ αποφάσισε να φύγει. Χαιρέτησε τον φίλο του, του ευχήθηκε να τα κατοστήσει και κίνησε για το σπίτι. Το χε να καθήσει κανά δίωρο-το είχε πει και στην μάνα του-αλλά εκτάκτως έφυγε πάνω στο μισάωρο. Ανέβηκε τα σκαλιά του σπιτιού του και είδε κόσμο στον κήπο. Η μάνα, ο πατέρας κι ένας γεροδομένος κι άσχημος άντρας κάτι έκαναν…

 

Ο Νίκος ένιωσε τον χρόνο, τα μάτια του και το μυαλό του να σταματάν απέναντι στο σφαγμένο ζώο που ήταν κρεμασμένο από ένα κλαδί. Η μάνα του ήρθε αστραπιαία και του είπε: «Το αρνάκι μας το δώσαμε σ’ έναν τσοπάνη κι’ αυτός μας έδωσε ένα άλλο. Μείνε ήσυχος»

 

«Ναι, το δώσαμε το αρνάκι», ακούστηκε ένας ήχος μέσα απ’ τα στραβά σαγόνια του άσχημου άντρα. Ο Νίκος ήθελε να το πιστέψει. «Ναι, μακάρι…οπωσδήποτε πρέπει να είναι έτσι», σκέφτηκε.

 

Πρόσεξε το κρεμασμένο ζώο: Το είχαν γδάρει εντελώς, του είχαν ανοίξει την κοιλιά και είχαν βγάλει όλα τα εντόσθια. Ο ασχημάνθρωπος λίγο παραπέρα, έκανε μια τομή στο στομάχι και άδειαζε το πρασινωπό από τα χόρτα περιεχόμενό του στο χώμα. Το βλέμμα του Νίκου όμως καρφώθηκε στην πάνω σιαγόνα του αρνιού. Είχε απομείνει ένα μικρό κομματάκι από το τρίχωμά του. Ο καλός του φίλος είχε στα χείλη του ένα μαύρο σημείο, έτσι που θα μπορούσες να τον ξεχωρίσεις μέσα από πολλά αρνιά. Αυτό αποδείκνυε την αλήθεια: Είχαν σφάξει τον φίλο του. Ένιωσε αμέσως την ανάγκη να φωνάξει στους ανθρώπους-τέρατα στηριζόμενος σε αυτό το αποδεικτικό στοιχείο μα κάτι τον εμπόδιζε: Ήταν η κανονικότητα με την οποία αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν. Σαν να μην είχε γίνει τίποτε κακό, σαν ήταν όλα καλά, σαν μια συνηθισμένη μέρα όπου φώναξαν έναν άνθρωπο να κάνει μια δουλειά ρουτίνας. Αυτή η αρρωστημένη κατάσταση έκανε τον Νίκο να χάσει το έδαφος κάτω απ’τα πόδια του. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Γύρισε στο δωμάτιό του κι’ έπεσε στο κρεβάτι βυθισμένος σε μιαν άβυσσο.

 

Ξύπνησε το βράδυ της επόμενης ημέρας. Μπήκε μέσα στην κουζίνα και είδε το αρνί πάνω στο τραπέζι, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα πλαστικό κάλυμμα. Το μαύρο τριχωτό σημείο στα χείλη του ήταν ακόμη εκεί. Θα μπορούσε ακόμη και τότε να φωνάξει τους γονείς του και να τους ζητήσει να λογοδοτήσουν. Τους είχε στο χέρι, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έβγαλε το κάλυμμα και αγκάλιασε το χωρίς δέρμα αρνάκι έτσι όπως το χε αγκαλιάσει την πρώτη φορά που το γνώρισε. Το μάτια του αρνιού, τον κοίταζαν θα λεγες φοβισμένα, σαν του λεγαν: «Είμαι μόνο, χρειάζομαι αγάπη». Γι αυτόν θα ήταν για πάντα ο καλύτερός του φίλος. Και δεν μπορεί να χάνονται έτσι οι φίλοι. Σίγουρα, τον περίμενε κάπου σ’ έναν άλλο κόσμο για να ξανασυναντηθούνε.

 

Ακούστηκε η φωνή του πατέρα του έξω από την αυλή να τον καλεί. Ο Νίκος στάθηκε για μια στιγμή σκεφτικός, ξανατύλιξε το αρνί και βγήκε έξω. Τον είδε να σκαλίζει τα αναμμένα κάρβουνα σε μια ψησταριά που είχε στήσει. «Έλα δώ», του είπε

 

Τον χάιδεψε μαλακά στην πλάτη σαν ένα καλοκάγαθος πατέρας. Γύριζε κάτι κρέατα-εντόσθια πάνω στην σχάρα λέγοντας του: «Το αρνί μας έχει γνήσιο κρέας, όχι σαν κάτι άλλα που τους δίνουν φάρμακα. Εμείς μόνο τριφύλλι και καλαμπόκι το ταϊζαμε», προδίδοντας τον εαυτό του και την γυναίκα του, όσον αφορά το ψέμα που είπαν στον Νίκο. Αλλά δεν του έκανε πλέον τίποτα αίσθηση. Καταλάβαινε ξεκάθαρα αυτά που άκουγε αλλά δεν αισθανόταν τον πόνο. Είχε μουδιάσει συναισθηματικά. Μαζί με τον πατέρα του, κοντά στην θέρμη της αναμένης φωτιάς, ένιωθε μια ασφάλεια, μια γαλήνη. Ο πατέρας κάρφωσε με το πιρούνι ένα κομμάτι συκώτι και το έδωσε ευγενικά στον Νίκο. Αυτός το πήρε και το κράτησε σκεφτικός για μερικά δευτερόλεπτα γιατί ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά κι ας ήταν όλα κανονικά τριγύρω του. Η μάνα ήρθε κι αυτή φέρνοντας ένα πλούσιο μενού με σαλάτες και ποτά. Ήταν χαμογελαστή. Ήταν η ιδανική εικόνα μιας οικογένειας όπου η μητέρα ετοιμάζει πλούσια γεύματα και ο πατέρας, μεγάλος και δυνατός, στέκεται πάνω από την φωτιά υπομένοντας με αυτοθυσία την κάψα πάνω στο δέρμα του. Ο Νίκος έφερε το πιρούνι στο στόμα του, μάσησε το συκώτι και το κατάπιε. Η γνώριμη γεύση ψημένου συκωτιού, σκέφτηκε. Δεν του φαινόταν τίποτε παράξενο. Όλα ήταν καλά. Αγαπούσε τους γονείς του.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σου αφήνω τα ίδια σχόλια που είχα κάνει και αλλού για την ιστορία σου.

 

Το να περιγράψεις την ψυχοσύνθεση και τις σκέψεις ενός παιδιού είναι από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα στη λογοτεχνία. Εδώ τα πήγες αρκετά καλά και με βρίσκεις μόνο αντίθετο στο κομμάτι που έλεγες την άποψη του Νίκου προς τους γονείς του, ότι δηλαδή ήταν σκληρόκαρδοι και είρωνες. Ένα παιδί θα αγαπάει τους γονείς του ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνουν. Μπορεί να μισήσει τις πράξεις τους, αλλά τους ίδιους ποτέ (εκτός βέβαια σε κάποια ιστορία υπερφυσικού τρόμου, όπου οτιδήποτε μπορεί να συμβεί).

 

Υπάρχουν λαθάκια στο κείμενο, και γραμματικά και ορθογραφικά, αλλά διορθώνονται εύκολα.

 

Καλή συνέχεια, Νίκο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ένα παιδί θα αγαπάει τους γονείς του ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνουν. Μπορεί να μισήσει τις πράξεις τους, αλλά τους ίδιους ποτέ

Νομίζω ότι δεν έχει διαφορά. Όσοι μίσησαν τους γονείς τους, τους μίσησαν για τις πράξεις τους. Και σε κάποιες περιπτώσεις τους σκότωσαν για αυτό.

 

Όσον αφορά την αφήγηση: ο συγγραφέας παρεμβαίνει έντονα, αλλά με τρόπο που δεν δένει με όσα περιγράφονται. Π.χ. οι χαρακτηρισμοί για τους γονείς του Νίκου δεν είναι ούτε του Νίκου, ούτε προκύπτουν από τη συμπεριφορά τους. Γενικά υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη ασυνέπεια ανάμεσα στις σκέψεις του συγγραφέα και στα γεγονότα.

 

Επίσης, όταν μεγαλώνει το αρνί, γίνεται κριάρι, όχι τράγος

 

Ωστόσο, το τέλος της αφήγησης μού μοιάζει σαν τη θεαματική προσγείωση ενός αεροπλάνου που δεν είδαμε ποτέ να σηκώνεται στον αέρα.

Είμαι βέβαιος ότι ό,τι προηγείται του τέλους μπορεί να γίνει πολύ καλύτερο - με άλλα λόγια, να πετάξει.

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Όσον αφορά την αφήγηση: ο συγγραφέας παρεμβαίνει έντονα, αλλά με τρόπο που δεν δένει με όσα περιγράφονται. Π.χ. οι χαρακτηρισμοί για τους γονείς του Νίκου δεν είναι ούτε του Νίκου, ούτε προκύπτουν από τη συμπεριφορά τους. Γενικά υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη ασυνέπεια ανάμεσα στις σκέψεις του συγγραφέα και στα γεγονότα.

 

Ναι, πολύ σωστή παρατήρηση.

 

Ωστόσο, το τέλος της αφήγησης μού μοιάζει σαν τη θεαματική προσγείωση ενός αεροπλάνου που δεν είδαμε ποτέ να σηκώνεται στον αέρα.

Είμαι βέβαιος ότι ό,τι προηγείται του τέλους μπορεί να γίνει πολύ καλύτερο - με άλλα λόγια, να πετάξει.

 

Το αεροπλάνο ήθελα να το αφήσω στο έδαφος, αλλά μάλλον το φινάλε δεν θα πρεπε να ναι τόσο απότομο αλλά πιο μακρόσυρτο. Να δείχνει ότι ανυπέρβλητα συναισθηματικά εμπόδια δεν το άφησαν τελικώς να πετάξει.

Edited by thanatos
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..