Stanley Posted November 13, 2011 Share Posted November 13, 2011 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Χρηstanley Είδος: Mainsτρομος Βία; Οχι Αριθμός Λέξεων: 1112 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Την ανεβάζω με κάποιες λίγες προσθήκες σε σχέση με τη γρήγορη μορφή της στον FFL. Σημαντικότερη αλλαγή το τέλος. Αυτό που περίμενα να ακούσω στα σχόλιά σας ήταν πως ήταν όχι κάτι ακατανόητο, αλλά κάτι άκομψο ή χοντροκομμένο -αυτό πιστεύω εγώ. Εδώ δεν αλλάζει ο πυρήνας του, αλλά δίνεται διαφορετικά. Εξάλλου, η ιδέα μού ήρθε από μια προφανή παραφθορά της φράσης "φάρσα ή κέρασμα". Από καιρό την περίμενε αυτή τη μέρα ο Τζακ. Ήταν κάτι δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα και συναρπαστικό, ένα ακόμη σημάδι ότι πλησίαζε να γίνει άντρας. Έτσι κι αλλιώς, αυτές οι φήμες που άκουγε δεν υπήρχε περίπτωση να ισχύουν, οπότε τι είχε να φοβηθεί; Αφού ήπιε το γάλα του, έβαλε τη μητέρα του να του σιδερώσει την αγαπημένη του στολή, ένα ψευτοσκισμένο κοστούμι του συνονόματού του, του Αντεροβγάλτη. Η μητέρα τού σκούπισε το άσπρο μουστάκι που του ξέμεινε, τον έντυσε με αργές κινήσεις και του έδωσε την πάνινη τσάντα. «Άντε, αγόρι μου, καλή σου επιτυχία. Και κοίτα να φέρεις πολλά γλυκά, εντάξει; Όλοι θα σου δώσουνε, είσαι τόσο όμορφος. Όλα καλά θα πάνε». Ο Τζακ χαμογέλασε και φούσκωσε το στέρνο του. Σε λίγο είχε βγει έξω, μια μινιατούρα σμιλεμένη από σκοτάδι, που με το ζόρι φαινόταν μέσα στη νύχτα που είχε πλακώσει ήδη το χωριό. Στους δρόμους είχε ξεχυθεί το γνωστό ετερόκλητο λεφούσι, ένα πλήθος από κολοκύθες με κέρατα, βρικόλακες και καλικάντζαρους, όλοι μικροσκοπικοί, σαν να ήταν τα παιδιά εκείνων των απόβλητων πλασμάτων, που οι γονείς τους τα είχαν παρατήσει γιατί τους θύμιζαν την δικιά τους ασχήμια. Ο Τζακ πέτυχε τον φίλο του τον Μακ, που ήταν ντυμένος… κάτι. «Τι έχεις ντυθεί; Είσαι ένα χάλι!» του είπε ο Τζακ και γέλασε. «Είναι… είναι… δεν ξέρεις εσύ!» «Καλά, καλά. Να σου πω, δεν φοβάσαι λιγάκι;» «Για τι πράγμα;» «Για αυτά που λένε, μωρέ. Ξέρεις τώρα». «Μπα, γιατί να φοβηθώ; Όλοι θα μου δώσουν γλυκά εμένα» είπε ο Μακ και συνέχισε την πορεία του. «Ναι, καλά! Εγώ θα μαζέψω πιο πολλά γλυκά για τη μαμά, πάντως, ό,τι και να κάνεις» πρόλαβε να φωνάξει ο Τζακ. Όταν έφτασε στην πρώτη του πόρτα, ένιωσε κάποιον να σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά του, ή κάτι να μπήγεται ανάμεσα στους σπονδύλους του· μόλις τότε συνειδητοποίησε πραγματικά πως ήταν η πρώτη του χρονιά. Χτύπησε δυο φορές. «Φάρσα ή…;» ρώτησε τον κύριο που του άνοιξε. Ήταν ένας ξερακιανός με δόντια σαν νύχια και πρησμένη κοιλιά, οι τρίχες από τα φρύδια να πετάγονται σχεδόν μέχρι τα μάτια του. «Βρε, καλώς τον! Μα, το ρωτάς; Φάρσα, φυσικά!» Ο κύριος είχε μια φωνή πολύ πιο πράα από όσο περίμενε ο μικρός, κι αυτό του έδωσε κουράγιο. Ο Τζακ έβγαλε από το σάκο του ένα νεροπίστολο και κατάβρεξε το πρόσωπό απέναντί του. Ο άντρας ξέσπασε σε γέλια και σκούπισε το πρόσωπό του με την παλάμη του. Από μέσα έφερε ένα κουτί γεμάτο καραμέλες και το έβαλε στην τσάντα του Τζακ. «Έλα, πάρε, τα αξίζεις. Τίνος είσαι εσύ, αγόρι μου;» «Είμαι ο Τζακ. Η μητέρα μου μένει στη γωνία πίσω από το βενζινάδικο, ο πατέρας μου έχει πεθάνει». «Α, ναι, ναι, την ξέρω τη μητέρα σου. Χαιρετίσματα να της δώσεις από τον Άλβιν. Άντε, καλοφάγωτα, Τζακ. Πρόσεχε εκεί έξω, και του χρόνου». Ο Τζακ ευχαρίστησε τον Άλβιν και έγλειψε τα χείλη του από λαιμαργία. Μπήκε στον πειρασμό να δοκιμάσει καμιά από τις λαχταριστές καραμέλες, αλλά θυμήθηκε τη μητέρα του και συγκρατήθηκε. Έσφιξε την τσάντα στον ώμο του και συνέχισε στην επόμενη πόρτα. Πριν χτυπήσει, ένα γυμνό παιδάκι πέρασε από δίπλα του τρέχοντας, με τρύπες και μαχαιριές σε όλο του το σώμα. «Ε, ωραία στολή» του φώναξε ο Τζακ και χτύπησε την πόρτα. «Φάρσα ή…;» Η γυναίκα στην πόρτα γέλασε. «Μα, φάρσα, φάρσα! Είναι να το ρωτάς, καλό μου; Εννοείται, φάρσα». Ο Τζακ άνοιξε την τσάντα του κι αυτή τη φορά έβγαλε δυο μεγάλα, άσπρα σαν δόντια, αβγά, που τα πέταξε στην γυναίκα. Ένα τη βρήκε στο μέτωπο και το άλλο στο πηγούνι, και οι δύο γέλασαν. Η γυναίκα πήγε λίγο μέσα και επέστρεψε καθαρή και με γεμάτα χέρια. Είχε μια ξινή τσαλακωμένη έκφραση. «Δεν το κάνετε με την καρδιά σας», της είπε ο Τζακ. «Τι είπες, παιδί μου;» «Δεν το κάνετε με την ψυχή σας. Το κάνετε με το ζόρι, επειδή πρέπει. Όπως και να ‘χει, ευχαριστώ». Η γυναίκα τον κοίταξε με συμπόνια και προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Και του χρόνου», του είπε, αλλά δεν το εννοούσε. Ο Τζακ πια έσερνε τα βήματά του. Είχε κουραστεί και βιαζόταν να τελειώσει, να πάει στο σπίτι του. Ήθελε λίγα λεπτά ακόμα μέχρι τα μεσάνυχτα και τα σπίτια ήταν πολλά. Η τσάντα του κόντευε να σχιστεί από το βάρος, όμως χωρούσε κι άλλα γλυκά. Οι δρόμοι αντηχούσαν από ουρλιαχτά λύκου και κουκουβάγιας, πυροτεχνήματα εκτοξεύονταν από το γρασίδι κι έσκαγαν δίπλα στο φεγγάρι, η ζάχαρη και το ψωμί μύριζαν και λίγωναν το σκοτάδι. Μια ακατάσχετη αιμορραγία ενεργητικότητας κυλούσε στην άσφαλτο, και στα σπίτια μέσα τα φώτα σβηστά, σιωπή, περιμένοντας. Όταν ο Τζακ έφτασε στο επόμενο σπίτι, ένα από τα τελευταία, ένα άλλο παιδί απομακρυνόταν από την πόρτα του – ένας λυκάνθρωπος. Ο Τζακ τον κοίταξε και τον ρώτησε «είναι καλός;» και ο λυκάνθρωπος του απάντησε «ναι, είναι, αλλά…» και χάθηκε χοροπηδώντας στη γωνία του δρόμου. Όταν το παιδί είδε τον κύριο Γκλεν πίσω από την πόρτα, ένιωσε το λαρύγγι του να καίγεται. Θυμήθηκε τι είχε γίνει λίγες εβδομάδες πριν – άραγε, εκείνος θα το θυμόταν ακόμα; Ο Τζακ έπαιζε με την παρέα του στο δρόμο κι η μπάλα κάποια στιγμή έσπασε το τζάμι του σαλονιού του κυρίου Γκλεν κι αυτός βγήκε έξω και φώναξε «ποιος διάολος το έκανε;» κι ο Τζακ μπήκε στη μέση κι είπε ψέματα πως αυτός το έκανε και μετά δεν ζήτησε συγγνώμη αλλά είπε μερικά άσχημα πράγματα στον κύριο Γκλεν, πράγματα που ένα παιδί δεν πρέπει να λέει στους μεγαλύτερους. «Φάρ… φάρσα ή...» Ο άντρας έμοιαζε πελώριος απέναντί του, λες κι είχε ντυθεί γίγαντας για την περίσταση. Τον κοίταξε με ένα διαγώνιο χαμόγελο – ναι, το θυμόταν. Το πρόσωπό του είχε γίνει όλο δόντια. Με μια κίνηση που τρύπησε το σκοτάδι, άρπαξε την πόρτα και την έκλεισε στα μούτρα του παιδιού. Ο Τζακ πόνεσε, έγινε για μια στιγμή θύμα ενός δεύτερου, πιο ανηλεούς αντεροβγάλτη που του είχε συλήσει τα σωθικά. Στο δρόμο για το σπίτι, κλότσαγε τον αέρα μπροστά του και έβλεπε τα άλλα παιδιά να γυρνούν χαρούμενα στα σπίτια τους. Όταν γύρισε και η μητέρα του τον είδε να κλαίει, εκείνη εύκολα κατάλαβε. Τον φίλησε στο μέτωπο και του είπε «δεν πειράζει, έκανες ό,τι μπορούσες» και του είπε ακόμα ότι κι άλλα παιδάκια εκείνη τη μοναδική νύχτα του χρόνου θα είχαν αντιμετωπίσει την απόρριψη και ότι «δεν πειράζει, δεν πειράζει». «Δεν μου έδωσε γλυκά», είπε ο Τζακ στη μητέρα του μέσα σε αναφιλητά. «Θα με τιμωρήσεις όπως λένε; Αλήθεια είναι, ε;» Η μητέρα δεν είχε κάτι άλλο να του πει, μόνο δάκρυσε λίγο. Αυτό έπρεπε να κάνει, αυτό θα έκαναν κι οι άλλες τρεις το πολύ, όπως γινόταν κάθε χρόνο, οικογένειες. Κατηγορηματική απάντηση ήταν μονάχα οι κινήσεις της: το παιδί, με τα χέρια στο στήθος και τα μάτια κόκκινα, την παρακολουθούσε, βέβαιος πια, να βγάζει το σκοινί από το ντουλάπι και να το περνάει σιγά σιγά γύρω από το φωτιστικό. Edited November 13, 2011 by Stanley Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheTregorian Posted November 13, 2011 Share Posted November 13, 2011 Οι αλλαγές που έκανες Χρήστο ήταν πετυχημένες για τη βελτίωση του κειμένου και νομίζω το τέλος δόθηκε πιο ομαλά, τώρα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
TheSea IsBurned Posted November 13, 2011 Share Posted November 13, 2011 Η αγαπημένη μου ιστορία αυτού του διαγωνισμού τώρα και σε δικό της τόπικ Πολύ καλή προσθήκη στο τέλος, τώρα αφήνει μια άλλη αίσθηση, προσδίδει μια παράνοια σε όλους τους κατοίκους κι ιδιαίτερα στον κύριο Γκλεν που τώρα γίνεται συνένοχος στη δολοφονία Μου άρεσε όμως και το προηγούμενο τέλος. Πάντως, αφήνουν και τα δύο την ίδια αίσθηση παράλογου και διαστροφής Πολύ καλό φλασάκι στο σύνολό του και συγχαρητήρια για την πολύ καλή θέση στο διαγωνισμό Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest old#2065 Posted November 13, 2011 Share Posted November 13, 2011 Και με το μπιρι μπιρι, σε ψήσανε και ένα σουρρεαλιστικό φινάλε το έκανες συμβατικό, νομοταγές, κομ ιλ φο, κατανοητό. Εν ολίγοις, με κίνδυνο να βγεί τελευταίο, το αρχικό διήγημα, ξεχώριζε. Αυτό μπορεί να βραβευτεί από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων κάτω Πατησίων, αλλά από μένα δεν θα ψηφιζόταν, και ούτε νομίζω θα το θυμάται κανείς αύριο το πρωί. Είμαι πολύ λίγος για να συμβουλεύω ταλαντούχους ανθρώπους σαν και σένα, να σου θυμίσω μόνο ότι η τέχνη είναι μια πορεία μοναχική. Μια πορεία που σε κατευθύνει η ψυχή και το ταλέντο σου και όχι οι ιαχές του πλήθους, αυτές το πολύ-πολύ να σε πάνε μέχρι το Μέγκα τσάνελ. (με όλο το σεβασμό στο συγκεκριμένο "πλήθος" που όλοι είναι ταλαντούχοι και δεν κρίνω την κριτική τους). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
aScannerDarkly Posted November 13, 2011 Share Posted November 13, 2011 Αν θέλετε και μια διαφορετική γνώμη, για μένα το βασικό πρόβλημα που είχα με την ιστορία, και συγκεκριμένα με το φινάλε της, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Όπως και την πρώτη φορά, συνεχίζει να μου δίνει την αίσθηση του shock for shock's sake. Είναι ένα τέχνασμα που εντυπωσιάζει αρχικά τον αναγνώστη, αλλά τελικά ξεθυμαίνει αμέσως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted November 13, 2011 Author Share Posted November 13, 2011 (edited) Και με το μπιρι μπιρι, σε ψήσανε και ένα σουρρεαλιστικό φινάλε το έκανες συμβατικό, νομοταγές, κομ ιλ φο, κατανοητό. Εν ολίγοις, με κίνδυνο να βγεί τελευταίο, το αρχικό διήγημα, ξεχώριζε. Αυτό μπορεί να βραβευτεί από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων κάτω Πατησίων, αλλά από μένα δεν θα ψηφιζόταν, και ούτε νομίζω θα το θυμάται κανείς αύριο το πρωί. Είμαι πολύ λίγος για να συμβουλεύω ταλαντούχους ανθρώπους σαν και σένα, να σου θυμίσω μόνο ότι η τέχνη είναι μια πορεία μοναχική. Μια πορεία που σε κατευθύνει η ψυχή και το ταλέντο σου και όχι οι ιαχές του πλήθους, αυτές το πολύ-πολύ να σε πάνε μέχρι το Μέγκα τσάνελ. (με όλο το σεβασμό στο συγκεκριμένο "πλήθος" που όλοι είναι ταλαντούχοι και δεν κρίνω την κριτική τους). Α, ρε Νίκο Να είσαι σίγουρος πως αν δεν είχα προσωπικό λόγο, δεν θα έκανα τίποτα στο κείμενό μου. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως τις ιστορίες μου τις υπερασπίζομαι δυναμικά και τις πιστεύω. Αυτό δεν το κάνω τυφλά όμως, προσπαθώ να δέχομαι όσα εγώ θεωρώ ότι έχουν βάση. Και ξέρεις τι πιστεύω; Ότι και με το τέλος αυτό πάλι ακατανόητο θα το έλεγαν το φλασάκι. Το νόημα δεν άλλαξε, και στις δύο εκδοχές η μητέρα κρεμάει το παιδάκι, που είναι η ουσία, απλώς σε αυτήν την εκδοχή παρουσιάζεται πιο υπαινικτικά και όχι τόσο μπαμ. Αν θέλετε και μια διαφορετική γνώμη, για μένα το βασικό πρόβλημα που είχα με την ιστορία, και συγκεκριμένα με το φινάλε της, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Όπως και την πρώτη φορά, συνεχίζει να μου δίνει την αίσθηση του shock for shock's sake. Είναι ένα τέχνασμα που εντυπωσιάζει αρχικά τον αναγνώστη, αλλά τελικά ξεθυμαίνει αμέσως. Να, ευχαριστώ για την επιβεβαίωση Edited November 13, 2011 by Stanley Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.