Jump to content

Αραμπέσκ


Naroualis

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη a.k.a. Naroualis

Είδος: Μάλλον επική φαντασία, αλλά θα δείξει

Βία; Όχι σε αυτό το απόσπασμα

Σεξ; Όχι σε αυτό το απόσπασμα

Αριθμός Λέξεων: 2000 και κάτι

Αυτοτελής; Όχι. Είναι ο πρόλογος ενός από τα πρώτα μεγάλα κείμενα που έγραψα ποτέ.

Σχόλια: Είχε ξεκινήσει (και τελειώσει, γιατί είναι ολοκληρωμένο σε χαρτί) σαν πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Προσπάθησα σε μια πρώτη φάση να το γυρίσω σε οπτική γωνία παντογνώστη αφηγητή και φυσικά να το εξανθρωπίσω. Την αρχική μορφή θα τη βρείτε εδώ, για να συγκρίνετε πώς έγραφα το 1993 και πώς το 2008. Το ξαναγράψιμό του ήταν η δεύτερη επικρατέστερη ιδέα για να γράψω στο φετινό Νανορίμο. Την έφαγαν οι Μαορί σχεδόν στο νήμα. Το ανεβάζω για δύο λόγους: πρώτον για να ξαναμπεί η Κελαινώ σε φάση Τάκλα Μακάν (ξέρει αυτή) και δεύτερον, κέρασμα για τα γενέθλιά μου.

Αρχείο: καλύτερα όχι. Αν και όταν ολοκληρωθεί, θα το ανεβάσω ολόκληρο. Προς το παρόν, enjoy ένα σφηνάκι φάνταζι αραμπέσκ.

Η θλιμμένη ιστορία της Βοχέντα Μίνους…

 

Κάποιοι την έλεγαν σιγανά, κουνώντας το κεφάλι. Άλλοι την έλεγαν με υπονοούμενα, μην τολμώντας ν’ αναφέρουν ονόματα. Κι άλλοι την έλεγαν παραλλαγμένη τόσο από τα στόματα που είχε περάσει, που καταντούσε αγνώριστη. Μόνο τ’ ότι ήταν θλιβερή έμενε πάντα σταθερό κι ίσως και τ’ όνομα, Βοχέντα Μίνους, γλυκειά Βοχέντα Μίνους.

 

Ο Νουρ Φατάγια άκουσε τη συγκεκριμένη ιστορία για πρώτη φορά, ένα βράδυ της εποχής της ξηρασίας, το όγδοο έτος της προεδρίας του Άσντι Μίνους. Είχε κάμποσο καιρό ξεμείνει στην πρωτεύουσα Ομός κι όπως οι λάσπες στο πρόσωπό του τον χαρακτήριζαν αμέσως ως νόθο, μόνο σε κάποιες από τις χειρότερες τρώγλες της μπορούσε να μένει. Σε κάθε πόλη της χώρας που λέγεται Ζήμα, όσο μεγάλη ή μικρή κι αν είναι, υπάρχουν πάντα τέτοια καταγώγια, όπου για ελάχιστα νομίσματα ή για κάποιες σκοτεινές υπηρεσίες, σκοτεινοί ιδιοκτήτες έδιναν στέγη και κρασί σε σκοτεινούς ενοίκους. Αλλά τον Νουρ δεν τον ένοιαζαν και πολύ αυτά.

 

Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ, αλλά τέτοια μέρη δεν είχαν ωράρια. Θαμώνες υπήρχαν, οι περισσότεροι καθισμένοι σε χαμηλούς σωφάδες, με μακριές πίπες να καπνίζουν το δαιμονόχορτο και μυξιασμένα παιδόπουλα να τους κάνουν αέρα. Κρασί υπήρχε, αλλά όχι το εκλεκτό κρασί των σταφυλιών που γεύονταν οι έμποροι κι οι ιερείς των Βασιλέων. Σε τέτοια μέρη ταίριαζε το δυνατό χουρμαδόκρασο των χωριών και των καταυλισμών στις παρυφές της ερήμου, εκείνοπου μπορούσε να κάνει έναν τίμιο άντρα να κλάψει κι ένα νόθο να γελάσει. Κι ο Νουρ το χρειαζόταν το γέλιο εκείνες τις εποχές.

 

Ως εκείνη την ώρα, η πελατεία του καπηλειού συνήθως είχε παγιωθεί στους μόνιμους. Γι’ αυτό κι η είσοδος ενός καινούργιου προσώπου αντιμετωπίστηκε με μια μικρή αναταραχή. Ένας-δυο έφεραν τα χέρια στις ζώνες τους, σημάδι ότι περίμεναν ίσως κάποια νέμεση. Ο ιδιοκτήτης, που κάπνιζε χαϊδολογώντας τα πισινά του αγοριού που του έκανε αέρα, έμεινε ακίνητος, όπως οι γάτες όταν ακούν κάποιον ύποπτο θόρυβο. Κάποιοι πελάτες τον μιμήθηκαν, στενεύοντας τα μάτια. Κι ήταν και μερικοί που δεν αντέδρασαν καθόλου, καθώς το δαιμονόχορτο τους είχε τυλίξει σε κάτι που λίγοι μπορούσαν να περιγράψουν με σαφήνεια.

 

Ο άντρας -γιατί μόνο άντρας θα τολμούσε ποτέ να μπει σε τέτοιο μέρος τέτοια ώρα- ήταν μέτριος στο ύψος και φορούσε την παραδοσιακή βαθυκύανη φορεσιά των νομάδων. Το κεφάλι και το πρόσωπό του ήταν τυλιγμένα στο σαρίκι που συνήθιζαν οι νομάδες, αφήνοντας μόνο τα μάτια του να φαίνονται,σκούρα και διαπεραστικά. Ακόμη και τα πασούμια του ήταν νομαδικά, από δέρμα γουρουνιού, χωρίς τις γυριστές μύτες των πασουμιών των πόλεων. Κι όμως κάτι επάνω του, ίσως η στάση του σώματός του, ίσως ο τρόπος που φορούσε το σαρίκι του, ίσως, στο τέλος-τέλος, εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, έλεγε ότι δεν ήταν παιδί των ανοιχτών εκτάσεων.

 

Ο νεοφερμένος έριξε ένα γύρω το βλέμμα του και τελικά έκανε νόημα σ’ ένα από τα παιδόπουλα του μαγαζιού να του φέρουν πιοτό. Και πάλι, παρ’ όλο που το νόημά του άνηκε στη γλώσσα των νοημάτων των νομάδων, η κίνησή του είχε αστική ποιότητα. Κι αυτό ήταν που έκανε τους θαμώνες του μαγαζιού να ξαναγυρίσουν στις ασχολίες τους. Ένας άνθρωπος της πόλης που προσπαθεί να περάσει σε τέτοιο μέρος για νομάδας, δε μπορούσε παρά να σημαίνει ότι είχε έρθει για να βρει κάποια μικρή απαγορευμένη απόλαυση.

 

Ο Νουρ ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι ο νεοφερμένος τράβηξε μια μαξιλάρα κι έκατσε δίπλα του, γέρνοντας το πάνω μέρος του σώματός του προς το μέρος του. Συνήθως ούτε εκείνοι που έψαχναν για τη συντροφιά των αντρών δεν ήθελαν πάρε-δώσε με νόθους. Κι ακόμη περισσότερο ξαφνιάστηκε όταν ο άντρας τράβηξε την άκρη του σαρικιού και φανέρωσε το πρόσωπό του, με τέτοιον τρόπο που να μην το δουν άλλοι. Αλλά και να έβλεπαν, δε θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Τα πρόσωπα των ανθρώπων σαν το νεοφερμένο σπάνια είναι αναγνωρίσιμα σε αυτές τις συνοικίες της Ομός. Αλλά ο Νουρ ήξερε, γιατί είχε πολεμήσει κι είχε ορκιστεί -ξέχωρα από τους υπόλοιπους τιμημένους πολεμιστές της Ζήμα- κάτω από το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα, πριν από -πόσα χρόνια είχαν περάσει, αλήθεια;

 

Ήταν ο Άσντι Μίνους. Αιρετός πρόεδρος του Μεγάλου Συμβουλίου της Ζήμα, εκλεγμένος από τους Συμβούλους να προεδρεύει για δεκαπέντε χρόνια, όποια κι αν ήταν η σύσταση του Μεγάλου Συμβουλίου. Τα χρόνια μετρούνταν πλέον με το όνομά του, η όγδοη χρονιά της προεδρίας του. Παμπόνηρος πολιτικός,πιστός στην πατρίδα του όσο κανείς, με μια αίσθηση της πολιτικής που κανείς δεν είχε τα τελευταία εκατό χρόνια σε τούτη τη μεριά της ηπείρου. Κι οι ικανότητές του αυτές δε θα εξαφανίζονταν όταν θα πέθαινε. Και οι δύο γιοι του ήταν δημόσια πρόσωπα, ο μεγάλος ο Λάνι είχε εκλεγεί πέρσι δήμαρχος σε ένα από τα προάστια της πρωτεύουσας κι ο μικρός ο Όγκεμ είχε πολλές φορές αναλάβει καθήκοντα γραμματέα στις συνελεύσεις του Μεγάλου Συμβουλίου. Η εξυπνάδα και η ικανότητα ήταν κληρονομικά στην οικογένεια των Μίνους.

 

Και τους χρειάζονται και οι δύο αυτές ιδιότητες γιατί εκτός από πολιτική είχαν και θρησκευτική εξουσία στα χέρια τους. Από κάποια αρχαία ιστορία που ακόμη κι η ίδια η οικογένεια δυσκολεύεται να τη θυμηθεί και τη διηγηθεί σωστά, οι Βασιλείς έχουν χαρίσει στους Μίνους την προστασία της μαγικής λέξης Ορ, εκείνης που όταν χαραχτεί στο μέτωπο ενός ανθρώπου μπορεί να σηκώσει από πάνω του όλες τις κατάρες και τις συμφορές, ακόμη κι εκείνες που οι ίδιοι οι Βασιλείς έχουν επιβάλει. Πολλοί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους είχαν διαμαρτυρηθεί για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των Μίνους. Αλλά εφόσον οι ψήφοι του Μεγάλου Συμβουλίου έβγαιναν έτσι, κανείς δε μπορούσε να τους αρνηθεί αυτήν την εξουσία.

 

Το παιδόπουλο έφερε μια κανάτα χουρμαδόκρασο και τους σέρβιρε νωχελικά. Ο Μίνους πήρε το ποτήρι χωρίς να μιλήσει και βάλθηκε να το γυρνάει στα χέρια του νευρικά.

 

-Δεν είναι ασφαλές μέρος αυτό για σένα, κύριέ μου, είπε ο νόθος σιγανά, όταν το παιδόπουλο απομακρύνθηκε.

 

-Ξέρω πράγματα που με προστατεύουν, Νουρ Φατάγια, απάντησε ο Άσντι Μίνους, ξαφνιάζοντας τον άλλον ακόμη περισσότερο αναφέροντας το όνομά του. Αλλιώς τι τύχη νομίζεις θα είχα, αν με έβλεπαν οι πολιτικοί μου αντίπαλοι να κάθομαι δίπλα σε ένα νόθο;

 

Ο Νουρ σιώπησε. Είχε ένα σωρό ερωτήσεις στην άκρη της γλώσσας του, όμως οι επιταγές των Βασιλέων απαγορεύουν σ’ ένα νόθο να κάνει ερωτήσεις.

 

-Έχω να σε δω δυο χρόνια, συνέχισε ο Μίνους. Από τότε που ο προηγούμενος βασιλιάς του Αρίν έχασε τον εναντίον μας πόλεμο, στα σύνορα, στη ζούγκλα του Νταρφ. Είχες πολεμήσει γενναία τότε.

 

-Παράξενο που η ευγένειά σου με θυμάται, κύριέ μου. Είχα πολεμήσει όπως κάθε καταραμένος: ζητώντας το θάνατό μου. Ήταν η τύχη που με κράτησε ζωντανό.

 

-Όχι. Ήταν το χέρι των Βασιλέων. Γιατί ως γνώστες των μοιρών ήξεραν ότι…

 

Χαμήλωσε το κεφάλι. Ο Νουρ εξακολούθησε να σωπαίνει, όμως ένιωθε τη θλίψη του άλλου να τον κόβει σαλεπίδα, σαν το απόλυτο κενό. Πόσο εύκολο είναι για έναν πιστό των Βασιλέων ναζητάει τη βοήθεια ενός νόθου;

 

-Έχεις ακούσει για τις κόρες μου; είπε τελικά ο Μίνους, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Έχω δύο: την Ανκίς, που το άγγιγμα της ζωντανεύει τα λουλούδια και τη Βοχέντα, που τα μαλλιά της μεγαλώνουν χίλιες φορές πιο γρήγορα από των άλλων ανθρώπων. Είναι και οι δύο εξαιρετικά ευσεβείς και οι Βασιλείς είναι γι’ αυτές μεγάλη παρηγοριά από τότε που έχασαν τη μητέρα τους. Πριν από ενάμιση μήνα, η Βοχέντα πήρε την απόφαση να αφιερωθεί στο Βασιλέα Ντιρ. Έμεινε δώδεκα μέρες σε ένα ναό του θεού-Άνδρα κι ύστερα έκανε όλες τις τελετές καθαρμού για να μπει στο Μικρό Οίκο των Βασιλέων και να γίνει Μικρή Σύζυγος. Τίποτε, ό,τι κι αν της είπα, δεν της άλλαξε γνώμη.

 

-Ο τίτλος της Μικρής Συζύγου είναι μεγάλη τιμή για ένα κορίτσι, κύριέ μου, παραξενεύτηκε ο Νουρ.

 

-Το να είσαι γιος του Ρουν Φατάγια, Μεγάλου Συζύγου της θεάς-Γυναίκας, είναι επίσης τιμή, αλλά όπως όλα τα άλλα, έχει κι αυτό το τίμημά του.

 

Ο άντρας με τη λάσπη στο πρόσωπο δάγκωσε τα χείλη του, γιατί κι οι νόθοι έχουν καρδιά που κλαίει.

 

-Πήρα ένα μήνυμα πριν τέσσερις μέρες, συνέχισε ο προστάτης του Ορ με χαμηλή φωνή. Από τον Κολμ Αντόρα, τον τωρινό βασιλιά του Αρίν. Θέλει τη Βοχέντα γυναίκα του. Αν δε γίνει ο γάμος σε εκατό μέρες, θα μας επιτεθεί με τα τρεις χιλιάδες πλοία του αέρα που του χάρισαν οι μάγοι του Πάντον. Του εξήγησα ότι η εκλεκτή του είναι ταγμένη στη θρησκεία, αλλά είπε πως, για το καλό της πατρίδας μου, δεν πρέπει να έχω τέτοιου είδους αναστολές. Νουρ Φατάγια, οι μικρές χερσαίες μας δυνάμεις δεν θα τα βγάλουν πέρα ούτε με τη μαγεία των αλλόπιστων, ούτε με τις μεγάλες επίγειες δυνάμεις που λένε ότι μαζεύει κάτω από τις προστατευτικές του φτερούγες ο Αντόρα. Και όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να πίσω τον Ηγούμενο, τον επικεφαλή των Προσκυνητών να με αφήσει να δω τη Βοχέντα έστω μια φορά, ώστε να την πείσω να αφήσει το Μικρό Οίκο για χάρη του Κολμ Αντόρα.

 

-Και να ήθελε, όμως, δε μπορεί να φύγει από το Μικρό Οίκο, είπε ο Νουρ. Μόνο όσοι είναι γεννημένοι σ’ αυτόν μπορούν, και πάλι μόνο για να περπατήσουν ανάμεσα στους ανθρώπους περιφρονημένοι και καταραμένοι.

 

Η αναφορά στο εθιμοτυπικό του Μικρού Οίκου βοήθησε το νόθο να κρύψει την ταραχή που ένιωθε. Έξω από τη επικράτεια της Ζήμα, μακριά από τα θρησκόληπτα βλέμματα των Μεγάλων και Μικρών Συζύγων των Βασιλέων και των ιερέων τους, οι άνθρωποι δεν ξεχώριζαν νόθους και νόμιμους γιους, τουλάχιστον όχι με τόσο απόλυτο τρόπο. Στο γειτονικό Αρίν, ο ίδιος ο αρχιστράτηγος και κατοπινός βασιλιάς δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να χαρίσει τη φιλία του σε ένα νόθο. Ο Κολμ Αντόρα είχε ορκιστεί στο σπαθί του φιλία στο Νουρ, πράγμα που μόνο ένας άνθρωπος στη γη είχε τολμήσει να το κάνει. Για το νόθο αυτό ήταν ανέλπιστη τύχη κι απέραντη ευτυχία, μιας και η εκτίμηση του για τον Αρίνο ήταν το ίδιο υψηλή. Κι ο Νουρ δε μπορούσε να φανταστεί τι είχε αλλάξει τόσο πολύ τον χαρακτήρα του ανθρώπου εκείνου, που να επιδίδεται σε πράξεις μικροπρέπειας και πολεμικής λαγνείας.

 

Όπως εντελώς έξω από το χαρακτήρα του Κολμ Αντόρα ήταν η σχέση του με τους αρχιμάγους του Πάντον. Ακόμη κι η προοπτική να αποκτήσει τα πλοία του αέρα, τα ιπτάμενα άρματα που διέσχιζαν απέραντες εκτάσεις πετώντας, οδηγημένα από σκοτεινά ξόρκια, δε θα μπορούσε ποτέ να τον συμφιλιώσειμε τους αρχιμάγους. Μέρος των συστατικών για τα ξόρκια εκείνα είχε διαρρεύσει κι η φύση τους έκανε το νέο βασιλιά του Αρίν να φρίττει. Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε λίγους μόνο μήνες ν’ αλλάξει έτσι ένας άνθρωπος; Μπορούσε ποτέ η εξουσία να διαφθείρει με τέτοιον τρόπο;

 

-Ακόμη κι έτσι, μου φάνηκε πολύ ύποπτη η άρνηση του Ηγούμενου να μη με αφήσει να δω τη Βοχέντα, συνέχισε ο Άσντι Μίνους. Και κατόπιν συζητήσεως με τους γιους μου αποφάσισα να κινηθώ υπογείως. Χρειαζόμουν κάποιον που να ξέρει τα κατατόπια, αλλά να μην τον αναγνωρίζουν οι Μικροί Σύζυγοι. Γι’ αυτό ήρθα σε σένα Νουρ Φατάγια, Ξέρεις τον Μικρό Οίκο όσο κανένας, αφού ήσουν δέκα χρονών όταν σε πήραν από κει. Αλλά κανένας μέσα στο Μικρό Οίκο δε σε ξέρει, αφού το πρόσωπό σου ήταν πάντα καλυμμένο με τη λάσπη του νόθου. Θα σε καθάρω. Θα χαράξω το Ορ στο μέτωπό σου και θα σου δώσω καινούριο όνομα, όπως ορίζει η τελετή. Ύστερα θα μπεις στο Μικρό Οίκο, θα βρεις την κόρη μου και θα της εξηγήσεις την κατάσταση. Θα σε ακολουθήσει το δίχως άλλο. Τότε το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να βρεις τρόπο να τη βγάλεις από 'κει και να την οδηγήσεις στο νυφικό της κρεβάτι. Δε θα ‘ναι δύσκολο για έναν πολεμιστή σαν κι εσένα.

 

Ο Νουρ ένιωθε τα μάγουλά του ξαναμμένα, από κάποιο κοκκίνισμα ντροπής, αλλά ο πυλός στο πρόσωπό του δεν άφηνε να φανεί η αμηχανία του.

 

-Σ’ ευχαριστώ που δε με περιφρονείς και που θες να μου χαρίσεις ένα τόσο εξαίσιο δώρο, κύριέ μου, είπε. Όμως με την ευσέβειά της, η κόρη σου δε θα δεχτεί ποτέ να συμπορευτεί με έναν νόθο, ακόμα κι αν αυτός είναι καθαρός από την αμαρτία των γονιών του να τον γεννήσουν ανύπαντροι. Θα είμαι πάντα ένας άτιμος.

 

-Η κόρη μου είναι παιδί του καθήκοντος. Το μυαλό της κρίνει σωστά ανάμεσα στην πατρίδα και τη θρησκεία. Άλλωστε -κι η φωνή του Μίνους άλλαξε σ’ έναν ανεπάισθητο ψίθυρο- δε θα είσαι για πολύ ακόμα άτιμος. Όταν η αποστολή σου τελειώσει, κι αυτή θα είναι η αμοιβή σου, θα σου δώσω την άλλη μου κόρη, την Ανκίς για γυναίκα σου.

 

Ο νόθος τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει φίδι. Τα πράγματα που του έταζε ο πρόεδρος του Μεγάλου Συμβουλίου ήταν απραγματοποίητα, ακόμη κι αν ο κόσμος γύριζε ανάποδα, κανείς δε θα ευλογούσε μια τέτοια ανίερη ένωση, τόσο ατιμωτική για την κοπέλα.

 

-Κράτα την Ανκίς για τους τιμημένους σου πολεμιστές, κύριέ μου, έκανε ξερά. Καμιά γυναίκα, όσο κι αν την είχα ανάγκη, δεν θα υπέβαλα σ’ αυτό το μαρτύριο που περνάω τώρα εγώ. Καμιά, όσο μισητή κι αν μου ήταν, δε θα ανάγκαζα να υποφέρει, διωγμένη από την κοινωνία μας εξαιτίας του γάμου της μαζί μου. Θα το κάνω για την πατρίδα μου και γιατί δεν έχω σκοπό κι ελπίδα άλλη από το θάνατο.

 

Ο προστάτης του Ορ χαμογέλασε κι ήπιε την πρώτη γουλιά από το ποτήρι το χουρμαδόκρασο που γυρνούσε στα χέρια του. Το χαμόγελό του φάνηκε να υπόσχεται στο Νουρ μια άλλη ζωή. Κι ο νόθος τον ακολούθησε έξω από το καταγώγιο, στη σκοτεινή, ξηρή νύχτα της πρωτεύουσας προς ένα απίθανο μέλλον που έγνεφε από το βάθος των πιο τρελών ονείρων ενός απόβλητου της κοινωνίας.

 

 

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Τον επικεφαλής, Ευθυμία, επίρρημα είναι! :whip:

Εντάξει, καταλαβαίνεις τώρα ότι πρέπει να μάθουμε τη θλιβερή ιστορία της Βοχέντα, γιατί το έκοψες πάνω που ψηθήκαμε. Σε αυτή τη μικρή σκηνή πάντως, πρόλαβες να μας δείξεις πολλά κι εξαιρετικά ενδιαφέροντα για τον κόσμο αυτόν. Μόνο τα πολλά ονόματα με μπέρδεψαν λίγο, γιατί έχω δυσκολία να τα θυμάμαι, και είναι και παράξενα... Αλλά γι' αυτό μάλλον φταίω εγώ.

 

Θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να διαβάσω και την παλιά γραφή. Θα το κάνω όταν βρω χρόνο.

Link to comment
Share on other sites

Χεχε, όχι δεν είναι επίρρημα, είναι τυπογραφικό... Είναι ένα από τα κομμάτια που θέλω οπωσδήποτε κάποια στιγμή, στο εγγύς μέλλον να τα επισκεφτώ ξανά, να το κουβεντιάσω μαζί τους και να δω τι μπορεί να γίνει. Ένα complete make-over.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Επιτέλους ξεκόλλησα από το παλιό στυλ και άρχισα να γράφω. Επίσης επιτέλους κατάφερα να "δω" μέσα στο μυαλό μου, πώς ακριβώς εκτιλήχθηκε η σκηνή, χωρίς να γράφω κοριτσίστικα ανόητες μπούρδες. Και χωρίς να τον κάνω και τόσο φλούφλη τον Νουρ πια.

 

Κόντευα να τελειώσω το τελυταίο τσάι της ημέρας, όταν ήρθε να με βρει η υπηρέτρια στο καπηλειό. Ήταν λυγερή και τα μάτια της έλαμπαν και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε δίχτυ. Το στόμα της ήταν τονισμένο με χέννα και τα χέρια της μαλακά, σαν να μην είχε κάνει ποτέ της δουλειά. Μύριζε όμορφα κι ήταν ντυμένη πολύ απλά, αλλά με υφάσματα ποιότητας.

 

Δεν της έδωσα άλλη σημασία. Τα σημάδια αυτά που είχαν πει ό,τι χρειαζόμουν. Ήταν φελάχα, υπηρέτρια κάποιου πολύ πλούσιου εφέντη. Από την κατάσταση των χεριών της, μάλλον οδαλίσκη του. Αν ήταν κάτι περισσότερο θα φορούσε γιασμάκι, το πέπλο των ελεύθερων γυναικών. Αν ήταν κάτι λιγότερο θα ήταν βαμμένη έντονα και αρωματισμένη βαριά. Και θα φορούσε ένα σωρό γιορντάνια από χρωματιστό γυαλί για να δείχνει πιο επιθυμητή.

 

Έσκυψε στ’ αυτί μου αδιαφορώντας για τους άλλους πελάτες του τεϊοποτείου και μου ψιθύρισε. «ο έφεντης μου έχει για σένα μια δουλειά, νόθε.» Δεν την κοίταξα καν, σηκώθηκα πλήρωσα και βγήκα στο σοκάκι. Η φελάχα βγήκε πίσω μου και δεν τρόμαξε καθόλου όταν τράβηξα την Πίστη μου από το θηκάρι της και την υψώσω ως το στήθος της.

 

«Οδήγησέ με», της είπα σιγανά, αφήνοντας το φως του φεγγαριού να παίξει με το μέταλλο της Πίστης. «Μπροστά μου, να σε βλέπω.»

 

Μου χαλάλισε ένα μόνο βλέμμα, βελούδινο, πριν μου γυρίσει την πλάτη και πάρει δρόμο. Δε σήκωσα την κουκούλα του μπουρνούς που φορούσα, ήθελα όλοι να βλέπουν ότι δεν είχα τιμή-στο-πρόσωπο. Κάποιες φορές αυτό ήταν αρκετό για να αποθαρρύνει επίδοξους ενοχλητικούς.

 

Από σοκάκι σε σοκάκι, κάτω από τις αψίδες των σκεπαστών δρόμων του Σερ-Σεφέρ και πού και πού κάτω από μια κοκκινωπή πανσέληνο, χωρίς να συναντήσουμε κανέναν ξενύχτη ή παρωρίτη, η φελάχα με οδήγησε πρώτα ανατολικά, προς τους σταθμούς τους καραβανιών κι ύστερα έκανε μια απότομη στροφή προς την Κάσμπα. Όταν το αντιλήφθηκα, της βούλωσα το στόμα με το χέρι μου και την τράβηξα απότομα στις σκιές.

 

«Πού με πας, σκλαβάκι;» σύρισα στ’ αυτί της επικίνδυνα.

 

Και πάλι δεν έδειξε να τρομάζει. Περίμενε ν’ αφήσω το στόμα της ελεύθερο κι ακούμπησε απαλά με το δάχτυλό της το πλατύ μέρος της Πίστης μου.

 

«Κάπου που θα ήταν καλύτερα να έχεις το μαχαίρι σου θηκαρωμένο, νόθε. Δε θα μπούμε πουθενά, οπότε καλό θα ήταν να αποφύγουμε τις επιπλοκές. Έτσι είπε ο εφέντης μου.»

 

Για υπηρέτρια είχε πολύ ευρύ λεξιλόγιο. Αλλά κι εγώ που ήμουν νόθος, νόθα γεννημένος , το ίδιο ευρύ λεξιλόγιο είχα. Την άφησα και καθυστέρησε μια στιγμή περισσότερη απ’ όση έπρεπε ν’ απομακρυνθεί, αφήνοντας τα μαλλιά της να θροΐσουν πάνω στον ώμο μου, όλο υποσχέσεις. Τσαχπίνα φελάχα. Ερωτιάρα. Αλλά όχι για μένα. Και σίγουρα όχι πριν τελειώσουν οι δουλειές μου.

 

Πλησιάσαμε κι άλλο στα τείχη της Κάσμπα. Ο τεράστιος όγκος της ακρόπολης, τα αρμονικά διαστήματα των πύργων στα τείχη, τα γιγάντια λάβαρα που ανέμιζαν στο σιμούν, όλα έπεφταν πάνω μου και μ’ έκαναν να καμπουριάζω. Η φήμη μου είχε φτάσει πολύ μακριά, ως τα’ αυτιά των πλουσίων. Ίσως είχε έρθει η ώρα ν’ αλλάξω πόλη.

 

Το κορίτσι με οδήγησε μακριά από το κανάλι, σ’ ένα δημόσιο κήπο. Διασχίσαμε τις αλέες με τα δέντρα ανκίς, ανθισμένα αυτήν την εποχή του χρόνου και σταθήκαμε δίπλα σ’ ένα σιντριβάνι. Ήταν όμορφο, από πλάκες καφετιάς γύψου και στολισμένα με «ρόδα της ερήμου», μεγάλα σα γροθιές. Η φελάχα μού έκανε νόημα να σταθώ και έδειξε την Πίστη μου με δυσφορία. Αποφάσισα να της κάνω το χατίρι και να τη θηκαρώσω.

 

Από τις σκιές του κήπου ξεχώρισαν τρεις άντρες. Συσπειρώθηκα έτοιμος για όλα, αλλά η πανσέληνος μού αποκάλυψε ότι δεν κινδύνευα άμεσα. Ήταν -παρά τα απλά τους ενδύματα- πολύ πλούσιοι για να μου είναι άμεσα επικίνδυνοι. Γιατί μπορεί να φορούσαν τα σκούρα μπλε μπουρνούς των νομάδων της ερήμου και να είχαν κεφάλι και ρπόσωπο καλυμμένο με σκούρο μπλε σαρίκι, αλλά το καταλάβαινες από το βάδισμά τους και μόνο ότι δεν ανήκαν στα παιδιά της άμμου. Ο ένας ήταν φανερά γηραιότερος από τους άλλους δύο, πιθανώς πατέρας ή κηδεμόνας. Με χαιρέτησε μόνο με τα λόγια, χωρίς να φέρει το χέρι στο στήθος, στα χείλη και στο μέτωπο κι ύστερα τράβηξε το πανί από το πρόσωπό του.

 

«Σαλαάμ, Νουρ Μπιν-Αμπίι,» είπε διπλωματικά. «Ειρήνη σε σένα».

 

«Και δίψα στους εχθρούς σου, εφέντη μου,» αποφάσισα να τον καλοπιάσω.

 

Η φωνή του ίσα ξεχώριζε από το μουρμουρητό του σιντριβανιού, όπως υπέθετα ότι ήταν κι ο σκοπός του. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να κρύψεις μια κουβέντα από το να την κάνεις ανάμεσα σε άλλα μουρμουρητά. Οι άλλοι δύο άντρες έμειναν σιωπηλοί. Η φελάχα είχε εξαφανιστεί από το πλευρό μου, πίσω, ανάμεσα στις σκιές των φύλλων.

 

«Δε με γνωρίζεις, Νουρ Μπιν-Αμπίι; Σίγουρα με έχεις δει μια-δυο φορές.»

 

Δεν παραπονέθηκα που είχε φροντίσει να ‘χει το φεγγάρι στην πλάτη του και που δεν ξεχώριζα εύκολα τα χαρακτηριστικά του. Μισόκλεισα τα μάτια μου και τότε σήκωσε το χέρι του και μου ‘δειξε πρώτα τον έναν του συνοδό κι ύστερα τον άλλο.

 

«Ίσως γνωρίζεις τους γιους μου τότε,» είπε. «Τον Κουρτζίν Μπιν-Αφουλάι και τον Μεχαρίστε Μπιν-Αφουλάι.»

 

Δεν κατάφερα να πείσω αμέσως τον εαυτό μου ότι είχα ακούσει σωστά. Έμεινα για λίγο ακίνητος, σα χαζός, αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που είχα ακούσει και μη μπορώντας να αποφασίσω αν έπρεπε να πέσω στα γόνατα και να προσκυνήσω τον Ασίκη Αφουλάι Μπιν-Ταμίμτ, τον Ασίκη του Σερ-Σεφέρ, Εραστή της Γης Ανάμεσα στη Νεροθάλασσα και την Αμμοθάλασσα, Πατέρα των Πιστών και Κηδεμόνα των Απίστων και τους δύο πιθανότερους διαδόχους του.

 

«Ωραία», θρόισε στον ίδιο τόνο η φωνή του, «χαίρομαι που συνέρχεσαι εύκολα. Η ψυχραιμία θα σου χρειαστεί σύντομα. Να ξεκινήσω;»

 

Κατένευσα, ξέροντας ότι δεν άξιζα και τόσο την εκτίμησή του.

 

«Μια από τις κόρες μου, η Φεϊσά, έκανε το ταξίδι ως το Μικρό Οίκο κι έμεινε εκεί, Προσκυνήτρια, να γίνει Μικρή Σύζυγος. Έχει τρεις μήνες που πήρα τα νέα της με το περιστέρι. Επίσης χτες, πάλι με περιστέρι, πήρα νέα από την Ασού στο νότο. Ο Μάι της Κίρελαχ, ο Κελουμέ Αν’ Ντορέ, ζητάει το χέρι της Φεϊσά.»

 

Ήμουν έτοιμος να ευχηθώ υγεία και καλούς απογόνους, αλλά η φωνή του με προσγείωσε απότομα.

 

«Αλλιώς θα περάσει την έρημο με τους πολεμικούς του δράκους και θα μας σφάξει όλους, μέχρις ενός.»

 

Είχα αρχίσει να συνηθίζω πια τις εκπλήξεις και το μυαλό μου δούλεψε γρηγορότερα από το αναμενόμενο.

 

«Το θέμα δεν είναι η κόρη σου, Ασίκη μου, αλλά ο πόλεμος, έτσι δεν είναι;» τόλμησα να ρωτήσω «αλλιώς θα έβαζες έναν οποιονδήποτε να την απαγάγει και θα τελείωνε η υπόθεση. Θες όμως εμένα που ξέρω από δυσκολίες, γιατί προφανώς ο πόλεμος αυτός πρέπει να γίνει κι η θεοσεβούμενη κόρη σου είναι μόνο η αφορμή.»

 

Δε χαμογέλασε με τα χείλη, αλλά με όλο του το υπόλοιπο πρόσωπο. Ήταν το χαμόγελο εκείνου που έχει εξουσία, που μοιράζει διφορούμενη εύνοια για να έχει την ευχέρεια να την αποσύρει όταν χρειαστεί.

 

«Σε κάθε περίπτωση» είπε, «χρειάζομαι πολλαπλούς αντιπερισπασμούς για να καταφέρω να οργανωθώ κατάλληλα. Ένας μάλλον ο κυριότερος θα είσαι εσύ. Θα πας στο Μικρό Οίκο, θα βγάλεις τη Φεϊσά από ‘κει, δε με νοιάζει πώς, και θα την πάς στην όαση της Πέτρας των Δακρύων. Εκεί θα έχω ανθρώπους μου να σε καθοδηγήσουν περεταίρω.»

 

«Ασίκη μου, μου ζητάς να βεβηλώσω το ιερό του Μικρού Οίκου;»

 

«Αυτό σου ζητάω.» Δε δίστασε ούτε για να πάρει ανάσα πριν το πει..

 

Κι εγώ καθόλου δε δίστασα. «Σ’ ευχαριστώ, ω Πατέρα των Πιστών, για την ειλικρίνειά σου.»

 

Κι εκεί σταμάτησα να σκεφτώ. Γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς να σκεφτώ. Οι πιθανότητες ήταν παρά πολλές για να τις αναλύσω εκείνη τη στιγμή μπροστά τους. Άλλωστε υπήρχε κάποιος που θα με άκουγε και θα με βοηθούσε πιο πρόθυμα από αυτούς τους τρεις.

 

«Να τολμήσω αν αναφέρω τη λέξη αμοιβή, Ασίκη μου;»

 

Τότε μόνο τον είδα να χαμογελάσει και σφίχτηκα, σχεδόν φοβισμένα. Το χαμόγελό του ήταν τρεις φορά πιο επικίνδυνο από τα δόντια των δυο γιων του που έτριζαν με λύσσα.

 

«Ναι, είμαι σίγουρος ότι είσαι ο άνθρωπός μου, Νουρ Μπιν-Αμπίι. Αυτή η αμοιβή σού φτάνει;»

 

Άνοιξε τη χούφτα του προς το μέρος μου. Άπλωσα κι εγώ το χέρι διστακτικά. Ήταν μια τιμή-στο-πρόσωπο, το σκουλαρίκι που δηλώνει ότι ο άντρας που το φέρει έχει γεννηθεί με τιμή, από γονείς παντρεμένους. Ήταν κάτι που ποτέ δεν είχα κι ούτε ήλπιζα ποτέ ν’ αποκτήσω.

 

«Αυτό…» έκανα διστακτικά, «είναι δώρο ενός πατέρα στο γιο του.»

 

«Ή ενός πεθερού στο γαμπρό του. Η Φεϊσά δεν είναι η μόνη μου κόρη. Ούτε και το Σερ-Σεφέρ η μόνη πόλη του κόσμου. Υπάρχει ένα μικρό χωριό στην ακτή, στα ανατολικά, στο Δρόμο του Χρυσού. Ο αμιράς εκεί θα ζήσει μια πολύ καλή ζωή, μαζί με τη γυναίκα του.

 

Σήκωσα το χέρι ως την καρδιά μου για να του απαντήσω.

 

«Θα πάρω το σκουλαρίκι, σα να το πήρα από τον πατέρα μου.» είπα στεγνά. «Άλλωστε αυτός είναι ο τίτλος σου, Πατέρα των Πιστών, και το δικαίωμά σου, Κηδεμόνα των Απίστων. Αλλά άσε με να πιστεύω ότι δε με θεωρείς ηλίθιο. Για να φτάσεις ή μάλλον καταλήξεις σε μένα, να στείλεις να με ζητήσουν με το όνομά μου και να κατέβεις ο ίδιος από την Κάσμπα ως εδώ, πάει να πει πως ξέρεις ότι μου κόβει. Ποιος λογικός άνθρωπος θα πίστευε ποτέ ότι θα χαλάλιζες την κόρη σου σ’ ένα νόθο; Τάξε μου άλλη αποκατάσταση, τάξε μου, ξέρω ‘γω, τη φελάχα που μου έστειλες κι ένα κιούπι με χρυσά φλουριά, ή τάξε μου να με κάνεις δρακοκαβαλάρη. Πιο πιστευτός θα είσαι έτσι.»

 

Και πάλι οι δυο παλικαράδες έτριξαν τα δόντια τους απειλητικά. Μου φάνηκε πολύ αστείο, αλλά δεν τους επέτρεψα να δουν έστω ότι αντιλήφθηκα τον ήχο.

 

«Το ήξερα ότι ήσουν η ορθότερη από τις επιλογές μου,» είπε ο Ασίκης του Σερ-Σεφέρ με το ίδιο χαμογελαστό χωρίς χαμόγελο τρόπο. «Οι απαιτήσεις σου με ικανοποιούν. Δε θα σταθώ στο θέμα της φελάχας, μιας κι η υπόθεση είναι αυστηρά οικογενειακή και δε θα εμπλακούν άλλοι εκτός της οικογένειάς μου, αλλά ούτε το κιούπι με τα χρυσά φλουριά είναι δύσκολο, ούτε να γίνεις δρακοκαβαλάρης. Γνωρίζω μάλιστα ένα Ραβδί που θα νιώσει πολύ καλύτερα αν έχει έναν ακόμη μαθητευόμενο στη διάθεσή του.»

 

Κούνησε το κεφάλι του ευδιάθετος.

 

«Πολύ καλά λοιπόν, κανονίστηκε. Φεύγεις αύριο το απόγευμα, με το καραβάνι των Προσκυνητών. Δε νομίζω να χρειαστείς από τώρα χρήματα, οπότε δεν έχει νόημα να στα δώσω από τώρα. Θα τα πούμε στην όαση της Πέτρας των Δακρύων.»

 

«Πόσον καιρό έχω στη διάθεσή μου;»

 

«Τρεις μήνες ως την ημερομηνία του γάμου, άρα λιγότερο από δύο μήνες.»

 

«Και η κόρη σου θα δεχτεί να φύγει μαζί μου; Πώς θα την πείσω ότι είμαι άνθρωπός σου;»

 

Ο Ασίκης έμεινε για λίγο σιωπηλός. Το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει καθόλου, όμως κάτι γυάλισε στο μέτωπό του, σαν ιδρώτας. «Σου είπα ότι είσαι ο κυριότερος αντιπερισπασμός. Έπρεπε να καταλάβεις ότι υπάρχουν κι άλλοι.»

 

Δεν το σχολίασα, δεν έπρεπε. Αντίθετα, έκανα την τελευταία ερώτηση. «Πες μου μόνο πώς θα αναγνωρίσω την κόρη σου. Έχει κάποιο χαρακτηριστικό; Ποιο είναι το χάρισμά της;»

 

Γέλασε στεγνά κι έκανε ένα νόημα. Από τις σκιές φάνηκε η μικρή φελάχα, με μια κίνηση ίδια χορτασμένου αίλουρου. Η όψη της σκανδάλισε για κάποιο ακαθόριστο λόγο τους γιους του Ασίκη. Οπότε υπέθεσα ότι όντως θα ήταν οδαλίσκη του. Το έχουν αυτό το συνήθειο οι νόμιμοι γιοι, να σκανδαλίζονται από τις ερωμένες των πατεράδων τους.

 

«Η Ανκίς από ‘δω κι η Φεϊσά είναι δίδυμες,» έκανε ο άντρας απέναντί μου, αποτελειώνοντάς με. «Έχουν μόνο μια διαφορά. Το χάρισμα της Ανκίς είναι να διαβάζει μυστικά. Η Φεϊσά έχει μαλλιά που μεγαλώνουν εφτά φορές πιο γρήγορα από των άλλων ανθρώπων. Κοίτα λοιπόν καλά την Ανκίς και θα ξέρεις με τι μοιάζει κι η Φεϊσά.»

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Θες να πεις ότι έχεις έτοιμο ένα μυθιστόρημα γύρω από τα Ραβδιά;

:yahoo:(Τρέχουν σάλια όμως, κανονικά! )

 

Πουλάκι μου... Τι έλεγες τότε, (κάτσε, αν θυμάμαι και καλά) ότι θα το δεις, και θα το γράψεις, και όταν γίνει...

 

Ε, δε νομίζω να θες και σχολιασμό τώρα; Απλά μου άνοιξες την όρεξη, τι άλλο; :)

Link to comment
Share on other sites

Χεμ, χεμ... wink.gif Βασικά ήταν κάτι που σίγουρα θα είχε μια χροιά αραβική, οπότε ο Ασίκης και τα Ραβδιά έδωσαν το δεύτερο επίπεδο αφήγησης που χρειαζόμουν. Δεν έχω αποφασίσει εντελώς πώς θα γίνει αυτό, πώς δηλαδή θα ενσωματωθεί η ιστορία με τη δράκαινα στην κεντρική πλοκή, αλλά σίγουρα ο Ιτάργκα θα είναι εκεί και μάλλον σε πρώτο πλάνο, ο χρυσούλης μου. (Και προσπαθώ πολύ σκληρά να το πάω λάου-λάου, γιατί όταν γράφω πολύ γρήγορα χάνω πράγματα που δε χρειάζεται να χάνονται από την πρώτη γραφή. Άσε που αυτή είναι η νιοστή γραφή.)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..