Jump to content

"Το δώρο είναι η νύχτα"


Guest old#2065

Recommended Posts

Guest old#2065

Όνομα συγγραφέα : npaps-Νίκος

 

Είδος : Για τον 28ο διαγωνισμό τρόμου με θέμα «Μεταμορφώσεις.. Παραμορφώσεις»

 

Λέξεις : 2.637

 

Βία ; Ναι

 

Σεξ ; Όχι

 

Αυτοτελής ; Ναι

 

Σχόλια : Τα ονόματα και τα βιογραφικά στοιχεία είναι τιμητική αναφορά σε δύο ιστορικά πρόσωπα, που με διαφορετικό τρόπο το καθένα «υπάρχουν» στο διήγημα.

Αρχέιο (βρίσκεται στο τέλος της σελίδας, προτιμήστε το γιατί έχει και εικόνες)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Το δώρο είναι η νύχτα»

 

 

Ο Θεόφραστος Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Ασεβέδο βον Χοχενχάιμ , ήταν σκυμμένος πάνω στα παμπάλαια και κιτρινισμένα βιβλία του και μελετούσε. Έκανε δηλαδή αυτό που ήταν η μοναδική του ενασχόληση, μέρα-νύχτα σχεδόν όλη του τη ζωή.

 

Η μητέρα του, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν Ισπανίδα και καταγόταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τον Ελβετό Φίλιππο Αουρέλιους βον Χόχενχάιμ, και μόλις εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, απέκτησαν τον Θεόφραστο Χόρχε.

 

Ο Θεόφραστος είχε σπουδάσει βιβλιοθηκονομία και ιστορία των θρησκειών στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Και μέσα από σύνθετες δοκιμασίες και διαδικασίες, έγινε βιβλιοθηκάριος στην βιβλιοθήκη του Βατικανού, πριν από πολλά χρόνια. Με τον τίτλο του πια ως Μέγας Βιβλιοθηκάριος, απολάμβανε, εκείνο το βράδυ, στο γραφείο του, στο δεύτερο υπόγειο του Βατικανού, την κατάδυση στον σκοτεινό κόσμο του δικού του σύμπαντος. Τον κόσμο της Μαγείας και της Αλχημείας. Χωρίς κοινωνικές δραστηριότητες, χωρίς καν τηλεόραση, είχε αφιερώσει όλη του την ενέργεια στην επίτευξη ενός και μόνο στόχου.

 

Όλα είχαν ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια, όταν έφτασε για αρχειοθέτηση ένα χειρόγραφο του 1.500 μ.Χ., που αποδίδονταν στον Παράκελσο. Ήταν ένα δυσνόητο κείμενο, γεμάτο με συμβολισμούς και ασάφειες. Είχε τον τίτλο «Ο κρύσταλλος της ψυχής». Το χειρόγραφο, που είχε δημοπρατηθεί στους Σόθμπης, ήρθε στην κυριότητα του Βατικανού κατ εκτέλεση της διαθήκης του τελευταίου κατόχου του. Αφού μελετήθηκε για ένα διάστημα, στάλθηκε για αρχειοθέτηση και ξεχάστηκε. Όχι όμως από όλους. Ο Θεόφραστος Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Ασεβέδο Βον Χοχενχάιμ, από τότε που το πρωτοείδε, έθεσε σκοπό της ζωής του όχι μόνο να το ερμηνεύσει αλλά και να το υλοποιήσει. Γιατί «Ο κρύσταλλος της ψυχής» ήταν μια συνταγή. Μια συνταγή, που έμοιαζε να περικλείει το απόσταγμα του έργου του Παράκελσου, όπου αλχημεία και μαγεία από όλα τα μέρη του κόσμου συναντιόντουσαν σε μια εξώκοσμη ανακάλυψη. Τη δημιουργία του κρυστάλλου που κοιτώντας μέσα από αυτόν θα μπορούσες να δεις τις διαθέσεις, τις προθέσεις, τα ένστικτα και τις επιθυμίες των ανθρώπων.

 

Ο Θεόφραστος, είχε φτάσει πια στο τέλος της αναζήτησης του. Με τον παχυλό μισθό που του εξασφάλιζε το αξίωμά του, είχε καταφέρει να στήσει ένα εργαστήριο σε μια κοντινή γειτονιά, στο Τραστέβερε. Είχε συγκεντρώσει τα απαραίτητα υλικά και το κυριότερο, είχε βρει και είχε μεταφράσει το αρχαίο εγχειρίδιο, που ανέφερε μεν, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει ο Παράκελσος. Το αρχαίο εγχειρίδιο που περιέγραφε την φρικτή τελετή, μετουσίωσης των υλικών, που θα έδινε υπερφυσικές διότητεςι στον πολυπόθητο κρύσταλλο. Ένας κρύσταλλος που με πολύπλοκες διαδικασίες σύνθεσης υλικών με βάση τον υδράργυρο, το θειάφι και το αλάτι, ήταν πια έτοιμος για την τελική ολοκλήρωση.

 

Η ώρα ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Θεόφραστος αφού διάβασε για μια ακόμη φορά την τελευταία φράση του χειρόγραφου, που έλεγε «Και μην ξεχνάς, το δώρο είναι η νύχτα», τακτοποίησε τα έγγραφα, έκλεισε το φώς και βγήκε από το γραφείο. Ο φύλακας , την στιγμή που του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και τον καληνύχτιζε, ένοιωσε μια ανατριχίλα καθώς το βλέμμα του Μεγάλου Βιβλιοθηκάριου συναντήθηκε με το δικό του. Ένα βλέμμα αστραφτερό σαν λεπίδι και ταυτόχρονα σκοτεινό σαν την κόλαση. Καθώς το αμάξι χανόταν στο σκοτάδι, ο φύλακας σταυροκοπήθηκε και μπήκε στο φυλάκιο, όπου συνέχισε να μισοκοιμάται μπροστά σε μια ανοιχτή τηλεόραση.

 

 

 

Μισή ώρα μετά ήταν έτοιμος να μπει στο εργαστήριό του. Εκατοντάδες φορές είχε έρθει τέτοια ώρα, αλλά σήμερα ήταν διαφορετικά. Μπέρδεψε αρκετές φορές τα κλειδιά πριν καταφέρει να ανοίξει. Η έξαψη που ένοιωθε κορυφώθηκε μόλις πέρασε το χολ και άναψε το φως, στο μεγάλο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για εργαστήριο.

 

Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε μια περίεργη πολυθρόνα, σαν ηλεκτρική καρέκλα, όπου βρισκόταν δεμένος και φιμωμένος, ένας άντρας. Γύρω- γύρω υπήρχαν πάγκοι, με δοχεία δοκιμαστικούς σωλήνες, καμινέτα και εργαλεία. Στη μία γωνία κάτι σαν τζάκι, και δίπλα μπουκάλες αερίου μια ντουλάπα και ένας τόρνος.

 

Ο Θεόφραστος χωρίς να κοιτάξει καν προς το μέρος του δεμένου άντρα, έβγαλε το παλτό του, άνοιξε την ντουλάπα και παίρνοντας μια κρεμάστρα το κρέμασε. Ο άντρας, εμφανώς εξαντλημένος τον παρακολουθούσε έντρομος. Ο Μέγας Βιβλιοθηκάριος φόρεσε μια μπέρτα με περίεργα ιδεογράμματα, έκλεισε την ντουλάπα και κατευθύνθηκε σε έναν πάγκο. Άνοιξε ένα ξύλινο κουτί και πήρε από μέσα δύο κρυστάλλους σε σχήμα μικρού λεμονιού. Οι κρύσταλλοι ήταν διαυγείς και ακατέργαστοι με κοφτερές ακμές. Στη συνέχεια από ένα συρτάρι έβγαλε δύο κηροπήγια, τοποθέτησε δυο μαύρα κεριά και τα έβαλε δεξιά και αριστερά, μπροστά από τον άτυχο δεμένο άντρα. Μετά ακούμπησε ανάμεσά στα δύο κεριά μια ξύλινη κασετίνα και πάνω της ένα μικρό σχετικά μαχαίρι, που αν και φαινόταν παλιό η κόψη του άστραφτε στο φώς.

 

Κρατώντας τους δυο κρυστάλλους στο ένα χέρι, και ένα χαρτί στο άλλο, χαμήλωσε με τον ρυθμιστή το φωτισμό, ίσα όσο χρειαζόταν για να μπορεί να βλέπει, και γονάτισε μπροστά στον δεμένο άντρα.

 

Όλη αυτή την ώρα, δεν του είχε μιλήσει, δεν τον είχε κοιτάξει καν. Τον άντρα δεν τον γνώριζε και δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Δεν χρειαζόταν καμία συναισθηματική εμπλοκή με αυτό που έκανε. Του τον προμήθευσαν, πλήρωσε και για την επομένη είχαν αναλάβει τα υπόλοιπα.

 

Γονατισμένος, χωρίς να συμβουλεύεται καν το χαρτί άρχισε να μουρμουράει την επίκληση.

 

«Ασερά, Ανάθ, Μωτ και συ μεγάλε Βάαλ, δέξου………… υποτάσσομαι…………..» οι λέξεις έβγαιναν ανακατεμένες με άλλες ακατάληπτες, και σύντομα έγιναν ένα επαναλαμβανόμενο μουρμουρητό και η μόνη επαναλαμβανόμενη κατανοητή φράση ήταν «δείξε μου το σημάδι σου»

 

Ο άγνωστος άνδρας κάθιδρος, με γουρλωμένα μάτια και αγωνιώδεις αναπνοές κοίταζε το παλιό μαχαίρι, σαν να ήταν το μόνο πράγμα στον κόσμο.

 

Πέρασε αρκετή ώρα και ξαφνικά μια ανεπαίσθητη φλόγα τρεμόπαιξε στα δύο κεριά και σε πολύ λίγο όλο το δωμάτιο πήρε ένα απόκοσμο χρώμα από το φως των δύο κεριών, που άναψαν δίνοντας το μήνυμα της ανταπόκρισης στην ανόσια επίκληση.

 

Με τον άνδρα που ανέπνεε πια με δυσκολία να μεταφέρει το αγωνιώδες βλέμμα του από το μαχαίρι σε αυτόν, ο Θεόφραστος Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Ασεβέδο Βον Χοχενχάιμ σηκώθηκε και άνοιξε την κασετίνα. Πήρε τρία φιαλίδια και ανακάτεψε στην παλάμη του το περιεχόμενό τους. Οι ετικέτες στα φιαλίδια έγραφαν mercury, sulfur και salt.

 

Πλησίασε τον άνδρα και άλειψε τα μάτια του με το μίγμα, μια κίνηση που έκανε τον άτυχο άντρα να συσπαστεί από πόνο και να βγάλει μια φρικτή οιμωγή από το φιμωμένο στόμα του.

 

Ο Μέγας Βιβλιοθηκάριος ξανάρχισε να μουρμουράει την επίκληση με την προσθήκη της φράσης «και τώρα δώστο μου», πήρε από έναν κρύσταλλο στο κάθε χέρι, πλησίασε το πρόσωπο του άντρα και αφού τον κοίταξε ψυχρά, αδιάφορος για το μαρτύριό του, του σφήνωσε τους δύο κρυστάλλους στα μάτια. Το κορμί του άντρα συσπάστηκε τόσο έντονα που παραλίγο να ανατραπεί η πολυθρόνα.

 

Ο Θεόφραστος τότε πήρε το μαχαίρι και του έκοψε το λαρύγγι.

 

 

 

Κόντευε να ξημερώσει, στο κέντρο του δωματίου εξακολουθούσε να υπάρχει η πολυθρόνα, αλλά τώρα ήταν άδεια. Κάτω από έναν πάγκο υπήρχε μια μεγάλη μαύρη σακούλα. Ο Θεόφραστος καθισμένος μπροστά στο μικρό τόρνο δούλευε πυρετωδώς. Δίπλα του είχε ένα χοντρό σκελετό γυαλιών και κάθε τόσο, μέτραγε με μικρόμετρα τους κρυστάλλους που είχαν τώρα πια πάρει το σχήμα χοντρών φακών. Κάθε λίγο δοκίμαζε αν εφαρμόζουν στο σκελετό. Όταν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, είχε πια ξημερώσει για τα καλά. Φόρεσε τα γυαλιά και κοίταξε γύρω του. Έβλεπε κανονικότατα, όπως ακριβώς με τα δικά του γυαλιά, χωρίς καμία διαφορά. Ξεκρέμασε και φόρεσε το παλτό του και αφού έσβησε το φως βγήκε από το δωμάτιο. Στο χολ, προσπέρασε τον καθρέπτη χωρίς να τον κοιτάξει και βγήκε στο δρόμο.

 

 

 

 

 

Είχαν περάσει σχεδόν δυο βδομάδες από εκείνη τη νύχτα. Για τον Θεόφραστο όμως ήταν μια χρονική διάρκεια μεγαλύτερη από όλη την προηγούμενη ζωή του. Οι κρύσταλλοι της ψυχής, του είχαν παραδοθεί και παράλληλα του είχε παραδοθεί και η γνώση που αποκάλυπταν. Βίωνε πρωτόγνωρες και ανέλπιστες εμπειρίες. Ένοιωθε σαν να έγινε ο υπέρτατος άρχων. Οι πάντες τώρα παρελαύνανε γυμνοί μπροστά του, χωρίς την κοινωνική τους μεταμφίεση.

 

Εκείνο το πρωί που βγήκε από το εργαστήριο, ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ήταν ο φύλακας του τοπικού σχολείου και αμέσως μετά δύο μαθήτριες που πέρναγαν την είσοδο. Ο φύλακας με κεφάλι λύκου, με μάτια που έβγαζαν σπίθες κοίταζε λαίμαργα τις μαθήτριες και πλατάγιζε την γλώσσα του. Η μία μαθήτρια με κεφάλι πρόβατου χαχάνιζε αθώα, ενώ η άλλη με κεφάλι λύκαινας και έντονα βαμμένες βλεφαρίδες, έγλειφε τη μουσούδα της καθώς περνούσε μπροστά από τον ερεθισμένο φύλακα.

 

Η συνέχεια ήταν σουρεαλιστική, διασκεδαστική κάποιες φορές αλλά τελικά, τραγικά ασφυκτική.

 

Στην τράπεζα είδε έναν διευθυντή σαν κουμπαρά, έναν ταμία σαν σκυλί. Στο Βατικανό έναν νούντσιο με ζαρτιέρες και έναν βιβλιοθηκονόμο σαν ύαινα. Είδε ανθρώπους- φίδια, ανθρώπους-πίθηκους, ανθρώπους- γύπες. Είδε άλλους λαχανικά, κουράδες, κατσαρίδες, πέη η βρικόλακες.

 

Αυτές ήταν οι πιο κοινές και κατανοητές περιπτώσεις. Τα δύσκολα ήταν με τους δαίμονες. Μόλις τώρα συνειδητοποιούσε την τεράστια ποικιλία αυτού του είδους. Δαίμονες από όλους τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες. Δαίμονες ανάμεσα στους πιστούς, τους περαστικούς, τους συνεργάτες του, τις καλόγριες, τον κλήρο. Δαίμονες παντού. Επιστράτευσε κείμενα του μεσαίωνα, γκραβούρες, αρχαία ελληνικά κείμενα, κινέζικα, σκανδιναβικά, Ίνκας, από όλο τον κόσμο. Σιγά-σιγά άρχισε να τους αποκωδικοποιεί και να τους κατατάσσει. Όλοι ήταν δαίμονες των παθών, της σκοτεινής πλευράς, του κακού. Μόνο περνώντας από το άσυλο ανιάτων μια μέρα, του χαμογέλασε μια νοσοκόμα-άγγελος. Και άλλη μια φορά που κατέβηκε νύχτα στην πιάτσα Σαν Κοσιμάτο, έξω από ένα μπαρ, ανάμεσα σε τρωκτικά , αρπακτικά και δαίμονες, του φάνηκε πως είδε μια πόρνη-μαντόνα.

 

Ενώ είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά, η τουλάχιστον έτσι νόμιζε, για αυτή την εμπειρία, τελικά διαπίστωνε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ήξερε ότι αυτό που έβλεπε κάθε φορά ήταν μια μεταμόρφωση χωρίς υλική υπόσταση, όλα αυτά τα επικίνδυνα όντα δεν τον απειλούσαν άμεσα. Δεν κινδύνευε από τα γαμψά νύχια, τα κοφτερά δόντια η το δηλητήριο τους. Έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα ότι αυτό που έβλεπε ήταν απλώς μια σχηματοποιημένη προβολή του εσωτερικού κόσμου των άλλων. Αυτές οι σκέψεις πολύ λίγο των βοηθούσαν στο να συνεχίσει όπως πριν τη ζωή του. Ένοιωθε σαν να ζούσε πια σε έναν εχθρικό και αφιλόξενο κόσμο. Σε έναν εφιαλτικό κόσμο με τέρατα.

 

Καθισμένος στην ασφάλεια του γραφείου του ο Θεόφραστος Χόρχε Φρανσίσκο Ισίδορο Ασεβέδο βον Χοχενχάιμ, έδιωχνε τις αρνητικές σκέψεις και εικόνες και απολάμβανε να σχεδιάζει και να ονειρεύεται το μέλλον του. Ήξερε τώρα πια ότι κατείχε το μέσο για να πετύχει τα πάντα. Ήξερε ότι μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή τη γνώση, για να εκβιάσει, να εξοντώσει και να ανέβει όσο ψηλά επιθυμούσε. Όμως ακόμη δεν ήταν σε θέση να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις, βρισκόταν στο στάδιο της παρατήρησης. Είχε αφιερώσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του σε αυτό το στόχο, και αφού τώρα τον είχε πετύχει, δεν είχε κανένα λόγο να βιαστεί. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις με το βλέμμα του στον απέναντι τοίχο, επικεντρώθηκε στον καθρέφτη που ήταν καλυμμένος με ένα σκούρο ύφασμα. Ένοιωσε ένα ρίγος. Σίγουρα δεν ένοιωθε ακόμη έτοιμος να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Θα το έκανε κάποια στιγμή, όχι όμως ακόμη.

 

Καθώς περνούσαν όμως οι μέρες, άρχισε να συνειδητοποιεί δυο πράγματα. Το πρώτο ότι δεν μπορούσε να φορά συνεχώς τα γυαλιά, γιατί ο ψυχικός φόρτος των εικόνων γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός, και δεν τον άντεχε. Το δεύτερο όμως, και πιο ανησυχητικό, ήταν ότι διαπίστωνε πως σιγά-σιγά, το φως πάνω στη γη γινόταν όλο και λιγότερο. Όχι μόνο το φως του ήλιου, αλλά και το τεχνητό. Ο φόβος της ερμηνείας της τελευταίας φράσης του χειρόγραφου, άρχισε να φωλιάζει μέσα του. Έχοντας διαταράξει προαιώνιες ισορροπίες, έχοντας αφυπνίσει χθόνιες δυνάμεις, φοβόταν ότι τελικά «το δώρο θα είναι η νύχτα». Αργά, τόσο αργά που δεν γινόταν αντιληπτό από τους ανύποπτους, αλλά και σταθερά , η ανθρωπότητα οδηγούνταν με βεβαιότητα στο απόλυτο σκοτάδι.

 

Στις μέρες που ακολούθησαν το σκοτάδι άρχισε να καλύπτει σιγά-σιγά τα πάντα, το αντιλαμβανόταν πλέον και χωρίς τα γυαλιά του. Ήξερε ότι μπορεί να ήταν αυτός που δρομολόγησε αυτή την εξέλιξη, όμως δεν ένοιωθε τύψεις. Τους άξιζε αυτό το τέλος.

 

Ώσπου, δίπλα σε αυτή την διαπίστωση ,πολύ γρήγορα, ήρθε να φωλιάσει το ύπουλο και ανησυχητικό ερώτημα. Και αν δεν ήταν το τέλος; Αν έπρεπε να ζήσει ανάμεσά τους, μες το σκοτάδι, για την υπόλοιπη ζωή του;

 

Κλείστηκε στο γραφείο του, στο δεύτερο υπόγειο του Βατικανού. Είχε βάλει ισχυρούς λαμπτήρες για να μπορεί, για το χρόνο που έμενε, να διαβάζει. Προμηθεύτηκε ξηρά τροφή και έψαχνε στα αρχαία κείμενα για τις δοξασίες που ευαγγελίζονταν την αιώνια νύχτα. Από το σατανισμό μέχρι τον δράκο που τρώει τον ήλιο.

 

Το αξίωμα του, του παρείχε πρόσβαση στον ωκεανό της απαγορευμένης γνώσης που κρύβουν τα υπόγεια του Βατικανού. Έψαχνε από τη Θεογονία του Ησίοδου περί Ερέβους, τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας των Εσσαίων , τη Μυστική Καββάλα των Σουμερίων και τον πάπυρο της Ρας Σάμρα, μέχρι το μύθο της Νοτ και του Χριμφάξι από τα σκανδιναβικά έπη. Στο παρελθόν βρισκόταν το κλειδί που άνοιξε την πόρτα του επερχόμενου χάους, στο παρελθόν έλπιζε να βρει το κλειδί για να την ξανακλείσει.

 

Όσο οι μέρες κυλούσαν και το φώς υποχωρούσε στην ύπουλη και σταθερή προέλαση του σκότους αυτός ενέτεινε την προσπάθεια του να ανακαλύψει μια λύση. Η αρχική αγωνία του άρχισε να δίνει τη θέση της στον πανικό. Δεν τον ένοιαζε για τους υπόλοιπους, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί ότι από την κορυφή της απόλυτης υπεροχής, θα κατέληγε στο μηδέν του απόλυτου τίποτα. Θα γινόταν ξανά ένας σαν όλους τους άλλους. Και χωρίς την απάτη της εξωτερικής εμφάνισης, καταλάβαινε ότι ένας άλλος κόσμος θα ανέτειλε. Στο σκοτάδι θα μιλούσαν πια τα ένστικτα, οι μυρωδιές των ορμονών, οι ήχοι από το ένοχο πετάρισμα των βλεφάρων, και το ελάχιστο σπάσιμο της φωνής στην προσποίηση του ψέματος . Η αυτοκρατορία της εικόνας, με τους μωρούς υπηκόους της, κατέρρεε. Ο παραμορφωτικός καθρέπτης που χτίζονταν επί χιλιετίες, είχε αρχίσει να ραγίζει και θα έσπαγε με ανυπολόγιστες συνέπιες, αν δεν έβρισκε μια λύση.

 

Όσο περνούσαν οι μέρες, η αγωνία και ο πανικός του μεγάλωναν. Η ιδέα ότι θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του περικυκλωμένος, μέσα στο σκοτάδι, από όλα αυτά τα τέρατα, τον οδηγούσε στην απόγνωση και την τρέλα. Τα αρχαία κείμενα όμως δεν ήταν πρόθυμα να του αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Περιθώρια πια δεν έμοιαζε να υπάρχουν. Αναγκαστικά αποφάσισε να ανέβει επάνω, να δει τι συμβαίνει . Δεν ήταν φυσιολογική αυτή η ησυχία. Το φώς ήταν πια αμυδρότατο και υπολόγιζε ότι πολύ σύντομα το απόλυτο σκοτάδι θα κάλυπτε τα πάντα. Η αναρχία, το χάος και οι βανδαλισμοί έπρεπε να έχουν ήδη αρχίσει.

 

Δεν του ήταν καθόλου εύκολη αυτή η απόφαση. Είχε ανατριχιάσει ήδη στην ιδέα ότι μπορεί να έπεφτε πάνω σε κάποιον που πριν από λίγο καιρό θα αποκαλούσε συνάνθρωπο. Πάνω σε ένα αρπακτικό, ένα δαίμονα, ένα τέρας.

 

Κρατώντας τα γυαλιά του στο χέρι, προσεκτικά και ψηλαφιστά, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Είχε πατήσει το πέμπτο η έκτο σκαλί, όταν πάγωσε από το φόβο του. Βήματα και ομιλίες ακούστηκαν από τον διάδρομο του ορόφου. Μέσα στο σκοτάδι, ακούμπησε στον τοίχο και προσπάθησε να τιθασέψει την αναπνοή του. Με τι είδους αλλόκοτα όντα έμελλε να συναντηθεί; Η καρδιά του χτύπαγε τόσο δυνατά, που για μια στιγμή φοβήθηκε ότι «αυτοί» θα την άκουγαν. Με τεράστια ανακούφιση αναγνώρισε από τις ομιλίες, ότι τελικά ήταν δύο καλόγριες που πήγαιναν βιαστικές στους κοιτώνες τους. Ξεθάρρεψε και άρχισε πάλι να ανεβαίνει. Σχεδόν είχε φτάσει στον πάνω όροφο όταν ξαφνικά στραβοπάτησε, έχασε την ισορροπία του και το τελευταίο πράγμα που άκουσε πριν το κεφάλι του χτυπήσει στο πάτωμα και χάσει τις αισθήσεις του ήταν εκείνο το «κρακ» από το σπάσιμο των γυαλιών του.

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

 

«Με ακούτε κύριε Χοχενχάιμ;» άκουσε μια φωνή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

 

«Είμαι ο δόκτωρ Ταβιάνι, είχατε ένα μικρό ατύχημα, με ακούτε;»

 

«Ναι, σας ακούω» ψέλλισε. Το κεφάλι του πονούσε, όπως και τα πλευρά του. Δεν έβλεπε τίποτε. Ευτυχώς τον γιατρό τον ήξερε, ήταν απλώς ένα γλοιώδες μαλάκιο. Ένοιωσε καλύτερα.

 

«Δεν είναι τίποτε σοβαρό, ίσως μια ελαφρά διάσειση». Ένοιωσε το χέρι του γιατρού να ανοίγει διαδοχικά τα βλέφαρά του και προφανώς κάτι να παρατηρεί, γιατί ένοιωσε την ανάσα του.

 

«Να παρατηρεί; Τι να παρατηρήσει μες στο σκοτάδι ο έρμος;» σκέφτηκε και χαμογέλασε στωικά.

 

Η φωνή του γιατρού φανέρωνε ταραχή.

 

«Δεν καταλαβαίνω. Το οπτικό σας νεύρο είναι τελείως νεκρωμένο σαν να εκτέθηκε σε ραδιενεργό ακτινοβολία»

 

O Μέγας Βιβλιοθηκάριος, άκουσε τον γιατρό να απομακρύνεται και να λέει σε κάποιον δίπλα του, με πολύ χαμηλή φωνή:

 

«Αυτός ό άνθρωπος είναι τελείως τυφλός».

 

========================================

 

 

 

 

 

 

 

Αθήνα, Νοέμβριος 2011

 

Το δώρο είναι η νύχτα.doc

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Η ιδέα ήταν πολύ καλή. Αλλά πάλι εντόπισα το ίδιο πρόβλημα όπως και την προηγούμενη φορά. Περισσότερες λέξεις θα το ανέβαζαν πάρα πολύ. Αν το άπλωνες μέχρι το όριο που σου δινόταν τότε θα είχες λιγότερο tell περισσότερο show και θα κέρδιζες σε ατμόσφαιρα.

Ειδικά στο σημείο που επικρατεί απόλυτη σύγχυση στο μυαλό του και νομίζει πως έρχεται η νύχτα και μετά που αποφασίζει να βγει. Εκεί μπορούσες να δώσεις πολύ τρομακτικές σκηνές με αυτόν να πιστεύει πως όλοι είναι τέρατα που τον καταδιώκουν.

Μου άρεσε και ως ιδέα και ως πλοκή και θα ήθελα να το δω μεγαλύτερο αν ήθελες να ασχοληθείς μαζί του. Καλή επιτυχία. :good:

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει ο τρόπος που αφηγήσαι. Είναι στρωτός, δίχως λόξιγγες και βγάζει μία σιγουριά στην πένα σου. Περνάς το μνμά σου απαλά, δίχως να το "φωνάζεις" ή να τραβάς τον αναγνώστη από τα μαλλιά. (Πολύ) ευπρόσδεκτο και το δηκτικό χιούμορ που είναι διάσπαρτο στο διήγημα σου όπως και η κεντρική ιδέα! Ωραίος!

 

Μου άρεσε η ιστορία αν και γενικά θα ήθελα κάτι πιο "σκοτεινό" καθότι τελικά η αίσθηση του Τρόμου μου έλειψε (αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικού γούστου και μόνο).

 

υγ Η Καμπάλα ανήκει στην Εβραική μυστικιστική παράδοση, όχι τη Σουμεριακή!

Link to comment
Share on other sites

Σε γενικές γραμμές θα συμφωνήσω με την Eugenia. Η ιδέα καλή, αλλά νομίζω κι εγώ ότι θα ήθελε πολύ περισσότερο χώρο για ν' αναπτυχθεί επαρκώς.

 

Βάζω τα υπόλοιπα σε σπόιλερ γιατί αλλιώς θα βάζω σπόιλερ κάθε δυο σειρές.

 

 

 

Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που φτιάχνει τα γυαλιά και μέχρι την τελευταία παράγραφο πριν τον τελικό διάλογο είχα την αίσθηση ότι διάβαζα την περίληψη μιας πολύ μεγαλύτερης ιστορίας. Καταλαβαίνω ότι δεν ήταν δυνατόν να γράψεις μια νουβέλα για το διαγωνισμό, αλλά ίσως θ' άξιζε τον κόπο να δώσεις λίγο χώρο ακόμα στην ιστορία, μετά το διαγωνισμό.

 

Κατά τ' άλλα μου άρεσε το ειρωνικό κλίμα--και γι' αυτό είχα την αίσθηση ότι διάβαζα περισσότερο σάτιρα, παρά τρόμο (αν και η ουσία αυτών που έλεγες είναι όντως τρομακτική...)

 

Απ' ό,τι κατάλαβα δεν είσαι και πολύ υπέρ του χτενίσματος, αλλά αφού τις έχω τις σημειώσεις ιδού κάποια φραστικά που θεώρησα πως μπορούν να βελτιωθούν:

 

"κάτι σαν τζάκι": ;; Ήταν ή δεν ήταν τζάκι; Κι αν δεν ήταν τζάκι τι ήταν; Και τι μας νοιάζει τι ήταν τελικά;

 

"περίεργα ιδεογράμματα": το περίεργα δε λέει τίποτα (εκτός ίσως από το ότι πιθανώς να υπάρχουν και ιδεογράμματα που δεν είναι περίεργα).

 

Οι κρύσταλλοι είχαν σχήμα μικρού λεμονιού, αλλά ήταν και ακατέργαστοι με κοφτερές ακμές. : χμμμμ.... όχι η εικόνα που έχω για τα λεμόνια.

 

ο "άτυχος" άντρας: το χρησιμοποιείς δυο φορές και για μένα παραπέμπει υπερβολικά στο στάνταρ δημοσιογραφικό talk. Εκτός κι αν εννοείς ότι "η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων", που λέει κι ο Βασίλης.

 

“σύντομα έγιναν ένα επαναλαμβανόμενο μουρμουρητό και η μόνη επαναλαμβανόμενη κατανοητή φράση ήταν”: το 2ο "επαναλαμβανόμενη" νομίζω δε χρειάζεται.

 

 

Τέλος, για το όνομα του ήρωα. Είπες ότι είναι τιμητική αναφορά, αλλά δεν κατάλαβα το λόγο που χρειάζεται να το επαναλαμβάνεις ολόκληρο τόσο συχνά μέσα στο διήγημα, εκτός αν σπας πλάκα (πιθανώς κάτι δεν έπιασα εγώ βέβαια). Κι εμένα τους χαρακτήρες μου τους λένε Πακ Ι Νυομαν Κόντι Σουντασάνα και Ίμπου Νι Μαντέ Ντέβι Νταμαγιάντι (αλήθεια), αλλά δεν έχει καμία σημασία για την ιστορία (πέρα από ένα inside joke που καταλαβαίνω μόνο εγώ και καναδυό φίλοι μου).

 

 

 

 

 

Καλή επιτυχία, Νίκο chinese.gif

Link to comment
Share on other sites

Ήταν ένα αρκετά καλογραμμένο κείμενο και το διάβασα αρκετά ευχάριστα..

Προσωπικά όμως δε με τρόμαξε, δεν κατάφερε να με κάνει να «πεθαίνω» από την αγωνία για το τι θα γίνει στο τέλος. Ένα τέλος που, για μένα τουλάχιστον, ήταν αρκετά προβλέψιμο.

Επίσης δεν είμαι αρκετά σίγουρος για το κατά πόσο ήσουν «μέσα» στο θέμα. Κατάλαβα πως τα γυαλιά που κατασκεύασε ο ήρωάς σου του αποκάλυψαν ένα διαφορετικό κόσμο, αλλά δεν επέφεραν καμία αλλαγή στους ανθρώπους, παρά μόνο φανέρωσαν τον, ήδη υπάρχοντα, βαθύτερο εαυτό τους. Επίσης, ούτε κι ο πρωταγωνιστής μεταπήδησε σε άλλο στάδιο ύπαρξης. Τα γυαλιά, αν κατάλαβα καλά, είχαν αποτέλεσμα μόνο όταν τα φορούσε και απλά στο τέλος τον τύφλωσαν.

Λυπάμαι, αλλά η ιστορία σου δε θα είναι αρκετά ψηλά στην προσωπική μου λίστα.

Link to comment
Share on other sites

Αν κάτι μου έλειψε σε αυτό το διήγημα ήταν ο τρόμος. Τα συστατικά ήταν εκεί, αλλά δεν τρόμαξα.

Η γραφη είναι καλή και δεν κουράζει αν και με ένα χτένισμα θα έδειχνε πολύ καλύτερο.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ιδιαίτερα προσεγμένο κείμενο. Η αφήγηση σου όπως ήδη ειπώθηκε είναι στρωτή και κάνει το κείμενο να κυλά πολύ όμορφα. Ίσως θα έπρεπε να κάνεις λίγο πιο σκοτεινή την ατμόσφαιρα και να μας τρομάξεις λίγο παραπάνω, αλλά ήταν αρκετά καλό δείγμα δουλειάς. :)

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα σαν ιδέα, σίγουρα! Η γραφή ωραία, δε με κούρασε και με βοήθησε να διαβάσω το κείμενο χωρίς να κουραστώ. Η συχνή επανάληψη του ονόματος - σιδηρόδρομος Αθηνών Θεσσαλονίκης με ταλαιπώρησε λίγο, αλλά κατανοώ ότι το έκανες για λόγους έμφασης, μάλλον. Μ' άρεσαν όλα αυτά τα αλχημιστικά κι η αναζήτηση των αρχαίων σκοτεινών μυστηρίων. Πάντα μου προκαλούν ενδιαφέρον ! Ωστόσο ο διαγωνισμός έπρεπε να είναι τρόμου και σ' αυτό το επίπεδο δεν ικανοποιήθηκα προσωπικά, θα 'θελα κάτι παραπάνω για να με κάνει να τρομάξω και φυσικά δεν αναφέρομαι σε αίματα και ακρωτηριασμούς, είναι καθαρά θέμα αίσθησης πιο πολύ. Αυτό που διάβασα θα το ενέτασσα πιο πολύ στη "Σκοτεινή Φαντασία". Το θέμα των μεταμορφώσεων... εε πάει κι έρχεται, το πιάνεις νομίζω από διάφορες σκοπιές ιδεατά! Νομίζω ότι έπρεπε να επενδύσεις λίγο παραπάνω στο τελευταίο κομμάτι, εκεί που ερευνά στην βιβλιοθήκη πριν χτυπήσει. Ίσως να είχε αντικατασταθεί με κάποιο άλλο συμβάν που θα έκανε πιο ατμοσφαιρική την ιστορία. Επίσης, θα ήθελα να δω κάποια πράγματα παραπάνω για τον χαρακτήρα του ήρωά σου. Τι τον οδηγεί στο να κάνει κάτι τέτοιο; Έχει κάποιες συγκεκριμένες φιλοδοξίες ή απλά η ανθρώπινη περιέργεια; Δηλαδή θα ήθελα να δω, ίσως, ένα σύντομο υπόβαθρο του ποια πράγματα στη ζωή του τον οδήγησαν εκεί, διότι η σκοτεινή μαγεία είναι ένα αντικείμενο περίεργο για να το κάνει ένας άνθρωπος από απλή περιέργεια και σε συνδυασμό με φόνο κιόλας.

 

Γενικότερα μια αρκετά καλή ιστορία, στην οποία προσωπικά θα 'θελα να δω κάποια πράγματα παραπάνω για να ικανοποιηθώ 100%. Ωστόσο, όσο περισσότερες ιστορίες σου διαβάζω, όλο και περισσότερο μ' αρέσουν οι ιδέες σου. Καλή επιτυχία, Νίκο! ;-)

Edited by TheTregorian
Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα ιστορία με πολύ καλή ατμόσφαιρα. Είχε ένα μυστήριο που με τραβούσε να πάω παρακάτω για να μάθω τι θα γίνει, ειδικά στην αρχή με το αρχαίο χειρόγραφο.

 

Ήταν αρκετά καλή η συνέχεια, με τα γυαλιά και το πώς τα πάντα άλλαξαν, και με το αργό ερχομό της νύχτας. Ωραίος τρόπος για να παρουσιαστή η σταδιακή εμφάνιση της

τύφλωσης.

 

 

Για να πω την αλήθεια, θα ήθελα να μάθω

τι θα έβλεπε αν κοιτούσε στον καθρέφτη. Το περίμενα αυτό πώς και πώς, και με πείραξε που δεν το έμαθα.

 

 

Πάντως, δεν θα έλεγα ότι ήταν και πολύ τρόμου. Αλλά μου άρεσαν οι μεταμορφώσεις, μαζί με τους συμβολισμούς τους και γενικά το όλο σουρεαλιστικό της υπόθεσης.

 

Υπάρχουν μερικά λαθάκια που μπορούν να διορθωθούν εύκολα.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Νίκο,

 

η ιστορία σου είχε μια πολύ καλή ιδέα και ενδιαφέρον, είναι μια πολύ έξυπνη αλληγορία που έχει πολλά να πει. Αυτό που κατάλαβα εγώ ήταν ότι η αλήθεια απαιτεί θυσίες να τη δεις ή ότι μόλις τα καταφέρεις, το ψέμα σού φαίνεται σκοτάδι, πέρα από αναφορές για την κρυφή και σατανική πλευρά του κάθε ανθρώπου. Τη διάβασα εύκολα, ήταν απλά γραμμένη με στρωτή αφήγηση και ρυθμό, αλλά θα μπορούσε να είχε πιο πολλή αγωνία/μυστήριο/συναίσθημα.

 

Το όνομα καλό θα ήταν να το ανέφερες λιγότερο συχνά, για ευνόητους λόγουςlaugh.gif

 

Μου άρεσε που τελικά δεν είδε τον εαυτό του –δεν το περίμενα – και η τελευταία πρόταση.

 

Έχεις βελτιωθεί στα δομικά και μορφολογικά στοιχεία, έγινες κι εσύ "τεχνικός"laugh.gif

Link to comment
Share on other sites

Νίκο η ιστορία σου με έπεισε. Η γραφή είναι με πολύ ωραίο τρόπο θρησκευτική/βιβλική/μυστηκιστική. Για λίγο στην αρχή φοβήθηκα πως η τύφλωση που προβλέπεται από το ξεκίνημα θα είναι η μόνη πτυχή της ιστορίας και ίσως έτσι να την έβγαζε εκτός θέματος αλλά οι εφιαλτικές περιγραφές των πλασμάτων ήρθαν για να με ανατριχιάσουν. Η θεία δίκη, νέμεση ή whatever βρήκε τελικά τον Θεόφραστο. Με έκανες εν τω μεταξύ να πιστέψω πως πραγματικά ξέρεις για τι μιλάς-όσον αφορά τα μυστηκιστικά κομμάτια.

Link to comment
Share on other sites

Πολλή αφήγηση έπεσε. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ιδιαιτέρως τρομαχτικό.Νομίζω αυτό έχει να κάνει με το ότι η αφήγηση δεν είχε αρκετές σκηνές που θα ενίσχυαν τον τρόμο. Υπάρχει η σκηνή

της τελετής και η σκηνή στις σκάλες (προς το τέλος)

αλλά πιστεύω ήθελε κι άλλες.

Μου άρεσε το σημείο όπου αναφέρονται αυτά που

βλέπει ο Θεόφραστος φορώντας τα γυαλιά.

 

Link to comment
Share on other sites

Η γνώση και η δύναμη που προκύπτει από αυτή έχει πάντα το τίμημά της. Η μεταμόρφωσή του, σε σημείο παραμόρφωσης είναι μάλλον περισσότερο εγκεφαλική αφού μετά από όλα αυτά που είχε κατακτήσει με την γνώση που του έδωσαν τα γυαλιά, τον ανάγκασαν να ξεχωρίσει, να αποκοπεί από τους άλλους και να απομονώσει τον εαυτό του, ο ίδιος, αφού δεν ένιωθε ότι ανήκει με τους άλλους. Είναι καλογραμμένη, έχει ωραίες περιγραφές, πολύ πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση και την διάβασα με ευχάριστα. Μέχρι την τελετή με είχε γραπώσει για τα καλά η όλη μυστικιστική, σκοτεινή ατμόσφαιρα μετά κάπως άρχισε να ξεφουσκώνει επειδή ήταν περισσότερο αφήγηση. Η ιδέα όμως είναι μεγάλο συν όπως και ο χαρακτήρας σου πολύ καλός. Το τέλος δεν το περίμενα και μου άρεσε. Καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Η μεταμόρφωση εδώ, είναι, υποθέτω, αυτή του περιγύρου του, μέσα απο τα γυαλιά. Μου άρεσε η ανάλυση της προσπαθειας του να κατανοήσει τί γίνεται γύρω του, οι αναφορές σε τόσα βιβλία, που δείχνουν την φιλολογική του αντιμετώπιση στα συμβάντα(ακόμα και το τελετουργικό της θυσίας έγινε τελείως μηχανιστικά).

Καλλογραμμένη, υπαινικτική ιστορία με αναπάντεχο τέλος.

Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ κι εγώ ότι έχασες στο κομμάτι της ατμόσφαιρας. Πολύ τρεχάτη αφήγηση. Και όταν ήρθε η στιγμή να διαβάσω το όνομά του για δεύτερη μόλις φορά, το πήδηξα λέγοντας "ναι καλά" και συνέχισα να διαβάζω. Μην παίρνεις ύφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. :p

 

Τώρα, τα θετικά της ιστορίας: λίγα αλλά δυνατά. Η υπόθεση. Ψαρώνω με κάτι τέτοια. Το πώς χειρίστηκες το θέμα. Προσωπικά με κάλυψες. Τα υλικά και η τελετή, το πάντρεμα αλχημείας-μαγείας. Αν και δεν μου άρεσε και πολύ η εύκολη, κατά τη γνώμη μου, λύση της μαύρης μαγείας, αλλά εντάξει. Τι να προλάβεις να χωρέσεις σε ένα μικρό διήγημα; Η απομόνωσή του. Αν ψαρώνω με τις αρχαίες γνώσεις, τρελαίνομαι με τις εμμονές και την απομόνωση. Η υποκρισία των "άγιων" ανθρώπων.

Link to comment
Share on other sites

Last but not least... με την ιστορια σου νομιζω πως καταφερα να διαβασω και να σχολιασω ολες τις ιστοριες του διαγωνισμου...

Δεν τρομαξα, δεν την βρισκω τρομου, αλλα μου αρεσε πολυ σαν ιδεα-ιστορικα αληθοφανης και ψαγμενη. Βεβαια να γκρινιαξω λεγοντας πως οι αλχημιστες δεν εκαναν θυσιες και τελετες τετοιου τυπου....αλλα θα μου πεις ποιητικη αδεια... θα ηθελα να ξερω τι κρυσταλους χρησιμοποιησε... οι αλχημιστικες συνταγες ειναι παντα εξαιρετικα λεπτομερεις σε σημειο τρελας...πχ. χαλαζιες?

Θα ηθελα και εγω, οπως ο Αγγελος, να ξερω τι ειδε στον καθρεφτη, στον εαυτο του, αλλα μπορει και ετσι που δεν το ξερουμε να ειναι καλυτερο...

Α και η επαναληψη του τεραστιου ονοματος του με κουρασε...και νομιζα πως εγω εχω μεγαλο ονομα...

Καλη επιτυχια!

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Συμφωνώ κι εγώ ότι έχασες στο κομμάτι της ατμόσφαιρας. Πολύ τρεχάτη αφήγηση. Και όταν ήρθε η στιγμή να διαβάσω το όνομά του για δεύτερη μόλις φορά, το πήδηξα λέγοντας "ναι καλά" και συνέχισα να διαβάζω. Μην παίρνεις ύφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. :p

 

Δεν φτάνει που έκανα την "υποχώρηση" να μην βάλω στον τίτλο το όνομα, μετά την απειλή σου πριν τις αναρτήσεις, θέλεις να του κουτσουρέψουμε και το όνομα του ανθρώπου:lol: Πως να τον λέω;Τεό;:hmm:

Link to comment
Share on other sites

Τεό; Μωρέ δεν θά 'ταν άσχημα.

 

Την πρώτη φορά το λέμε ολόκληρο, Νικ, την πρώτη. Μετά κόβουμε κάνα χιλιόμετρο. Εκτός και αν έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα, οπότε αν δεν έχουμε αναφέρει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα εδώ και εκατό σελίδες ξαναλέμε ολόκληρο το όνομά του να τον θυμηθούνε οι αναγνώστες (που και πάλι δεν είναι απαραίτητο, δεν το συναντάω πάντα αυτό).

 

Όχι, πρόσεξε σκηνικό δηλαδή:

 

Β - Με λένε Μαρία Ελένη Κοκοβίκου.

Α - Χαίρω πολύ κυρία Μαρία Ελένη Κοκοβίκου.

Γ - Πού θα πάμε;

Α - Θα μας πει η κυρία Μαρία Ελένη Κοκοβίκου.

Γ - Κυρία Μαρία Ελένη Κοκοβίκου, πού θα μας πάτε;

 

Ε, εγώ θα τους έλεγα "Στο διάολο! Που θα με ειρωνευτείτε εμένα", αλλά εγώ μπορεί να είμαι μυστήρια.

:8):

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη ιδέα για έναν φόρο τιμής στον Μπόρχες. Πολύ ωραία και η σκηνή της κατασκευής των φακών. Από την άλλη, η αφήγηση αναλώνεται στο να εξηγεί λεπτομερώς τα πάντα, αντί να μας αφήσει να τα δούμε και εμείς μέσα από τους παραμορφωτικούς της φακούς, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας είναι μάλλον ρηχή: Ο πρωταγωνιστής έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να αποκαλύψει ένα τεράστιο μυστικό. Όταν το καταφέρνει, απλώς δεν ξέρει τι να το κάνει. Ένας τέτοιος χαρακτήρας σαφώς και θα είχε μελετήσει τι ακριβώς θα συνέβαινε και θα είχε ένα σχέδιο για να εκμεταλλευτεί αυτή τη γνώση – άσχετα αν μετά η γνώση αυτή μπορεί να τον ξεγελούσε. Εδώ όμως ο πρωταγωνιστής μοιάζει απλώς με ένα παιδάκι που παίρνει στα χέρια του το καινούργιο του παιχνίδι κι απλά κάποια στιγμή το βαριέται – ή το μετανιώνει. Κι έχει σαφώς προειδοποιηθεί. Κάποια εξήγηση θα πρέπει να είχε στο νου του για τη δυσοίωνη φράση του τίτλου. Ίσως να είχε ενδιαφέρον να είχες επικεντρωθεί λίγο παραπάνω στο καθρέφτη. Αυτό που θα έβλεπε εκεί μπορεί να ήταν το σημείο που θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη.

 

(Και κάτι που θυμήθηκα τώρα. Μάλλον θα προτιμούσα κάτι πιο ευφάνταστο και απόκοσμο από τις μορφές ζώων. Μοιάζει σαν την εύκολη λύση).

 

 

Link to comment
Share on other sites

Με προβλημάτισε πολύ αυτή η ιστορία γιατί σε γενικές γραμμές μου άρεσε.

 

Θεματικά το βρήκα λίγο μπερδεμένο. Η πρώτη σειρά με παρέπεμψε σε ιστορία για απόγονο Παράκελσου και Μπόρχες, συνδυασμό τον οποίο βρήκα ευφάνταστο και ενδιαφέρον. Προς το τέλος αυτό που κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για κάποιο μυστικιστή ο οποίος με μαγγανείες αποκτά μια ιδιότητα με Μπορχικές διαστάσεις. Ως φόρος τιμής στον Παράκελσο αγνοεί τις σημαντικές του ιδιότητες ενώ ο ήρωας περισσότερο παραπέμπει σε μυστικιστές τύπου Agrippa von Nettesheim ή Eliphas Lévi. Η χρήση ιστορικών στοιχείων και αναφορά σε μυθολογικές πηγές δεν συνδέονταν πολύ καλά και δεν δημιούργησαν ένα πειστικό περιβάλλον γι’αυτά που συνέβησαν, για μένα. Επίσης, τα κίνητρα του μάγου όπως και η χρήση της νέας ιδιότητας δε φαίνονται πουθενά, παρά σε μια φευγαλέα αναφορά.

 

Το ύφος του κειμένου μου άρεσε, η γλώσσα σε λίγα σημεία μου έκοβε τη ροή όπως και κάποιες εικόνες

 

 

‘… παίρνοντας μια κρεμάστρα το κρέμασε.’

‘… σε σχήμα μικρού λεμονιού. Οι κρύσταλλοι ήταν διαυγείς και ακατέργαστοι με κοφτερές ακμές.’

‘… άτυχο δεμένο άντρα.’

δύο κεριά που δεν τα άναψε, μετά ρύθμισε το (ηλεκρικό) φως, έπειτα οι φλόγες τρεμόπαιξαν: και με 2 κεριά νομίζω γίνεται η δουλειά για ένα μάγιστρο που μετά από τόσο διάβασμα και προετοιμασία γνωρίζει τι λέει και σε ποιους απευθύνεται

 

 

 

Ίσως ο περιορισμός λέξεων να φταίει για το ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι προσδοκίες που είχα στην αρχή. Θα με ενδιέφερε πολύ να την έβλεπα ξαναδουλεμένη

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Ευκολοδιάβαστη ιστορία και με μια μυστικιστική ατμόσφαιρα, που θα γινόταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αν είχε λίγο περισσότερες λεπτομέρειες. Ήταν σκοτεινό χωρίς να είναι απαραιτήτως τρομακτικό, ενδεχομένως επειδή ξέρουμε ότι δεν παθαίνει κάτι που του ήρθε από το πουθενά, αλλά το προκαλεί μόνος του.

Θα προτιμούσα

 

 

να μη μου είχε μαρτυρήσει ο τίτλος από την αρχή τι θα γίνει.

Σαφώς χρειαζόταν να υπάρχει η φράση με την προειδοποίηση εκεί που έγινε για να υπάρχει η προοικονομία του τέλους, αλλά με το να τη βλέπω και στον τίτλο ξέρω άμεσα πού είναι η έμφαση και χάνω λίγη από την έκπληξη.

 

 

Κρίμα που δεν προλάβαμε να δούμε μια άμεση εφαρμογή της γνώσης που απέκτησε, φτιάχνοντας τα μαγικά γυαλιά.

Επίσης, ανήκω κι εγώ σ' εκείνη την ομάδα που θα ήθελε

 

 

να έχει δει τον εαυτό του στον καθρέφτη.

Όχι απαραίτητα να δω κι εγώ τι είδε (δεν ήταν ανάγκη να μας πεις και θα μπορούσε να χαλάσει την ατμόσφαιρα). Απλά θα ήθελα να ήξερα ότι το είδε και να δω τις αντιδράσεις του.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία, που όμως δεν είναι υπερβολικά τρόμου, αν και έχει αυτή τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα

 

 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που βρήκα είναι οτι μας αποκαλύπτει το τέλος ο τίτλος, καθώς και ότι νομίζω οτι θα ταίριαζε πολύ περισσότερο στον προηγούμενο διαγωνισμό φάνταζι με θέμα την όραση. Αυτό γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει κάποια μεταμόρφωση στην ιστορία, αυτά που βλέπει ο ήρωας είναι αναπαραστάσεις του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων και δεν έχουν φυσική υπόσταση. Νομίζω οτι η προσέγγιση είναι οτι, οι πράξεις και η συμπεριφορά μας ή οι σκέψεις μας, μας μεταμορφώνουν σε κάτι ανάλογο, αλλά για το διαγωνισμό δε μου φτάνει.

 

 

Όπως και να 'χει, είναι μια πολύ ιστορία.

 

Καλη επιτυχία!!!!

 

Υ.Γ: Κι εγώ θα ήθελα να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη.

Link to comment
Share on other sites

Εμένα με ανατρίχιασε περισσότερο η επιλογή του Νίκου να μη μας δείξει τι είδε ο ήρωας.Το μυστήριο και η ανατριχίλα που μας ερχεται είναι εύστοχα έτσι μιας και βάζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό εκεί.Πόσες φορές θα τολμούσαμε οι ίδιοι να δούμε την πραγματική μορφή της ψυχής μας;

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, το κείμενο είναι εξόχως Μπορχικό! Οι "μαγικοί" κρύσταλλοι είναι μια άλλη εκδοχή του Άλεφ! Όποιος έχει διαβάσει το αντίστοιχο διήγημα του Μπόρχες καταλαβαίνει για τί πράγμα μιλάω.

 

Σχεδόν σε κάθε γραμμή μπορώ να δω την επιρροή, την ευθεία επιρροή, του συγγραφικού στυλ του μεγάλου αργεντίνου και πατέρα του μαγικού ρεαλισμού. Βιβλία και βιβλιοθήκες, μυστικισμός και αρχαία μυστήρια, υπαινικτικότητα είναι μερικά από τα στοιχεία εκείνα που φανερώνουν την επιρροή του Μπόρχες.

 

Νομίζω ότι το μέγεθος του κειμένου είναι καλό. Ούτε πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό.

 

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα κείμενο, φόρο-τιμής σ' έναν από τους πατέρες της σύγχρονης λογοτεχνίας του φανταστικού. Μιμείται αρκετά επιτυχημένα εκείνο το στυλ γραφής. Γενικά μού άρεσε, μού κίνησε την περιέργεια. Ίσως να ήθελα ένα διαφορετικό τέλος υπαινικτικότερο ή ανατρεπτικότερο. Εγώ ίσως να επέλεγα το τέλος να σχετιζόταν με το τί θα έβλεπε μέσα από τον καθρέπτη, αλλά μικρή σημασία έχει η γνώμη μου, επ' αυτού.

 

Σίγουρα δεν με τρόμαξε, αλλά γι' αυτό δεν θεωρώ ότι είναι υπεύθυνη η ιστορία ή ο συγγραφέας της, αλλά η γενικότερη απάθεια μου μπροστά σε κείμενα τρόμου.

 

Πολύ καλή προσπάθεια, Νίκο! Τίμησες τον λογοτεχνικό μας πατέρα.

 

Εύγε!drinks.gifyahoo.gif

Edited by Μπόρχες
Link to comment
Share on other sites

Σε πολύ γενικές γραμμές, αυτή η ιστορία δε μου έδωσε ούτε τα μισά απ' όσα υποσχόταν η θεματολογία και η δυναμική της. Παρατήρησα οπωσδήποτε βελτίωση στη χρήση της γλώσσας και την αξιοποίηση του χώρου, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά περιθώρια ακόμα.

 

Αναλυτικά, στο επισυναπτόμενο αρχείο. Καλή επιτυχία. :)

 

Το δώρο είναι η νύχτα.doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..