Jump to content

Κρυφό


Adinol Doy

Recommended Posts

Ὄνομα συγγραφέα: Adinol Doy

Εἶδος: ἠθογραφία τρόμου

Σέξ: Ὄχι

Βία: Ὄχι

Ἀριθμὸς λέξεων: 2315 (συμπεριλαμβανομένων τοῦ τίτλου καὶ τοῦ ὀνόματος συγγραφέα)

 

 

 

Μετὰ ἀπὸ πάααρα πολὺ καιρό, ἀποφάσισα (μᾶλλον ὁ Ντῖνος τὸ ἀποφάσισε) νὰ συμμετάσχω στὸν διαγωνισμό. Ὄχι πὼς δὲν τὸ ἀπόλαυσα, φυσικά. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπετε στὶς ὀθόνες σας. Βέβαια, ὁ τρόμος εἶναι ὑπαινικτικὸς καὶ τὸ ὕφος δουλεύτηκε μὲ γνώμονα τὴν ἠθογραφία· γι' αὐτὸ τὸ κατέταξα ὠς "ἠθογραφία τρόμου". Αὐτὰ πρὸς τὸ παρὸν ἀπὸ ἐμένα. Οἱ δικές μου παρατηρήσεις μετὰ τὴν λήξη τοῦ διαγωνισμοῦ.

 

Σᾶς ἀσπάζομαι.

 

 

 

Σημ. Ἐπισυνάπτω τὸ ἀρχεῖο γιὰ πιὸ εὔκολη ἀνάγνωση.

 

 

 

Ἰδοὺ τὸ κείμενο:

 

 

 

 

Π. Μ. Ζερβός

 

Κρυφό

 

 

Ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης πέθανε τὰ ξημερώματα τῆς 2ας Ἀπριλίου στὸ σπίτι του. Μόνος. Τὸν βρῆκε ἡ Ρουμάνα ποὺ τοῦ συγύριζε κάθε ἑβδομάδα καὶ ἡ ὁποία ξεσήκωσε τὴν γειτονιὰ στὸ πόδι. Τὸ θέαμα ποὺ παρουσίαζε αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἦταν τραγελαφικό – ἀπὸ τὴν μιὰ τὸ πρόσωπό της, ποὺ ἔμοιαζε μὲ μάσκα τρόμου καὶ ἀπόγνωσης, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη τὰ ἀστεῖα ἑλληνικά της προξένησαν στοὺς γείτονες ἀντικρουόμενα συναισθήματα.

 

Στὰ παληὰ καφενεῖα καὶ στὰ ἀνακαινισμένα καπηλειὰ τῆς Κοκκινιᾶς ὁ θάνατος τοῦ Ἰακώβου Καραμαγγιώλη ἦταν γιὰ μέρες κεντρικὸ θέμα συζήτησης μεταξὺ τῶν γερόντων ποὺ πίνανε τὸ οὐζάκι τους καὶ παίζανε τάβλι. Τὸ ἴδιο συνέβη –ἀλλὰ γιὰ περισσότερο καιρό– στὶς συναντήσεις τῶν γυναικῶν στὰ ἐξωτερικὰ σκαλοπάτια τῶν σπιτιῶν τους καὶ στὴν λαϊκὴ τῆς Πέμπτης. Ἦταν σὰν νὰ λέγανε ὅλοι τους πὼς ἐκεῖνος πέθανε ἐπιτέλους· πρᾶγμα πού, φυσικά, κανεὶς δὲν τόλμησε νὰ ὁμολογήσει ἀνοιχτά.

 

 

 

Ἂν κάτι προξενοῦσε σὲ ὅλους μεγαλύτερη ἀπορία ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο, αὐτὸ ἦταν ἡ μακροζωία του, ἐπειδὴ οἱ συνομήλικοί του εἶχαν πεθάνει πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐνῶ οἱ νεώτεροί του –ἤδη σχεδὸν ἡλικιωμένοι– τὸν θυμοῦνταν ἀπὸ τὴν παιδική τους κιόλας ἡλικία ὡς ἕνα γέρο· κανεὶς δὲν τὸν θυμόταν ὡς νέο, ἂν καί, ἀναμφίβολα, κάποτε ὑπῆρξε τέτοιος. Ὁπωσδήποτε, ἦταν ὁλωσδιόλου ἄγνωστο πόσων ἐτῶν ἦταν ἀκριβῶς, ὅμως ὅλοι στοιχημάτιζαν πὼς στὰ σίγουρα πλησίαζε τὸν αἰῶνα, ἀφοῦ εἶχε πολεμήσει θαρραλέα στὸ Ἐλβασὰν καί, πρὶν ἀπ’ αὐτό, εἶχε βρεθεῖ αἰχμάλωτος στὸ Γκαίρλιτς. Κάποιος μάλιστα ἰσχυρίστηκε πὼς ὁ ἐκλιπὼν εἶχε πολεμήσει ἀκόμα καὶ στὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897, μὰ ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμὸς ἦταν ὑπερβολικὸς γιὰ νὰ ληφθεῖ σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅσων χρόνων κι ἂν ἦταν τελικὰ καὶ μέχρι τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης ἦταν ὑγιής, ἐχέφρων καὶ ἀπόλυτα ἱκανὸς νὰ συντηρήσει τὸν ἑαυτό του, ὅταν κατὰ πολὺ νεώτεροί του ἄνθρωποι σχεδὸν μετὰ βίας περπατοῦσαν. Θὰ εἶναι τὸ σκαρί του, ἔλεγαν. Μὰ τό ’λεγαν περισσότερο γιὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἴδιοι πὼς ἦταν φυσιολογικὸ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε, πὼς ἐκεῖνος δὲν ἀρνιόταν νὰ πεθάνει οὔτε εἶχε γαντζωθεῖ σὰν τὸν ἀπελπισμένο ἀπ’ τὴν ζωή.

 

Ἐλάχιστα πράγματα ἦσαν γνωστὰ γιὰ τὸν ἴδιο. Καὶ πῶς νὰ γίνει διαφορετικὰ ὅταν οἱ φίλοι του, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, ἔχουν πεθάνει; Μὰ κι ὅσοι ζοῦν ἀκόμη ἀφ’ ἑνὸς τὸν συναναστράφηκαν γιὰ σχετικῶς μικρὸ χρονικὸ διάστημα· κι ἀφ’ ἑτέρου διστάζουν νὰ ἐκφράσουν τὶς βαθύτερες σκέψεις τους, ὥστε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ μὲ σιγουριὰ γιὰ τὸ ἄτομό του. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, βέβαια, στὴν πραγματικότητα δὲν γνωρίζουμε πλήρως τὸν ἄλλον οὔτε πρόκειται ποτὲ νὰ τὸν μάθουμε.

 

Κι ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀπόλυτα ἀλήθεια· διότι κατὰ κανόνα ὅσα οἱ ἄνθρωποι ἀποκρύβουν μὲ τὰ λόγια ἀποκαλύπτουν μὲ τὶς πράξεις καὶ τὶς συμπεριφορές τους.

 

Γιὰ παράδειγμα, ὑπῆρχαν φίλοι του ποὺ ἔκαναν στενὴ παρέα, σχεδὸν καθημερινή, μαζί του καὶ ξαφνικά, σχεδὸν ἀπροειδοποίητα, ἐξαφανίζονταν. Ὕστερα ἐμφανίζονταν νέα πρόσωπα ποὺ ἔρχονταν στὸ σπίτι του καὶ κάποια στιγμή, ὅπως ἀκριβῶς κι οἱ προηγούμενοι, σταματοῦσαν ἐντελῶς τὶς ἐπισκέψεις τους. Αὐτὸ συνέβη ἀρκετὲς φορές, μέχρι ποὺ πιὰ κανεὶς δὲν τὸν ἐπισκεπτόταν. Τί ἀκριβῶς τοὺς εἶχε συμβεῖ καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν τοὺς ξανάβλεπαν ἀποτελοῦσε μυστήριο. Πάντως οἱ ἀργόσχολες γειτόνισσες, ποὺ παρακολουθοῦσαν πίσω ἀπὸ τὶς κουρτίνες τῶν παραθύρων τους ποιός ἔμπαινε καὶ ποιός ἔβγαινε, συμφωνοῦσαν ἀναμεταξύ τους πόσο ροδαλοὶ καὶ εὔρωστοι φαίνονταν τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς συναναστροφῆς τους μαζί του καὶ πόσο χλομοί, δύσθυμοι κι ἀδύναμοι λίγο προτοῦ χαθοῦν.

 

Μὰ οἱ ἄνθρωποι λένε πολλά· καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λένε ἀποτελοῦν ἀνοησίες κι ἐλαφρότητες, γιὰ νὰ περάσουν μὲ κάποιον τρόπο οἱ ἀργόσχολοι τὸν χρόνο τους. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς πὼς οἱ περιστασιακοὶ φίλοι του ἔφευγαν ἀπ’ τὴν ζωή του ἦταν ἀλήθεια. Κι αὐτὸ προκαλοῦσε εὐλόγως ἀπορία.

 

Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, ὅσο ζοῦσε ἦταν ἥσυχο ἄτομο, ποὺ ποτὲ δὲν δημιούργησε τὸ παραμικρὸ πρόβλημα. Ἦταν ἐξαιρετικὰ εὐγενικὸς μὲ τοὺς γείτονες. Ἐνδιαφερόταν πραγματικὰ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του – τοὺς ρωτοῦσε γιὰ τὴν ὑγιεία τους, γιὰ τὴν πορεία καὶ πρόοδο τῶν παιδιῶν τους καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια ἁπλὰ καὶ καθημερινὰ ζητήματα, καὶ τοὺς ἄκουγε πάντοτε μὲ προσοχή· ἐνίοτε δὲ τοὺς συμβούλευε γιὰ τὰ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Συχνά, ἐπίσης, συνέτρεχε ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, ἄλλοτε οἰκονομικὰ κι ἄλλοτε ἠθικά, κι ἦταν ἀπ’ τοὺς πρώτους ποὺ ἔσπευδαν νὰ ἐπισκεπτοῦν ὅσους ἀρρώσταιναν. Μὲ δυὸ λόγια, στὴν Κοκκινιὰ θεωρεῖτο ὑπόδειγμα καλοῦ γείτονα.

 

Τὸ σπίτι, στὸ ὁποῖο ἔμενε, ἦταν δικό του – κληρονομιὰ τῶν γονιῶν του, τοὺς ὁποίους ἔχασε, ὅταν ἦταν νέος, ἀπὸ φυματίωση· τὴν ἐποχή, δηλαδή, ποὺ ἡ νόσος αὐτὴ θέριζε τὴν χώρα καὶ δὴ τὰ κατώτερα κοινωνικὰ στρώματα.

 

Δὲν παντρεύτηκε ποτέ. Οἱ παληότεροι θυμοῦνται ἀμυδρά, ἀπὸ τὶς συζητήσεις τους μαζί του στὸ μακρυνὸ παρελθόν, πὼς στὰ νειᾶτα του εἶχε ἀγαπήσει καὶ ἀρραβωνιαστεῖ μιὰ προσφυγοπούλα ἀπὸ τὶς Κυδωνίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ δούλευε ἐργάτρια στὸ σαπωνοποιεῖο τοῦ Ζερβοῦ στὸν Πειραιά. Ὅμως ἡ κοπέλα ἐκείνη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια, προφανῶς λόγῳ τῶν κακουχιῶν ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῶν κακῶν συνθηκῶν διαβίωσης στὴν παράγκα της στὴν Νίκαια, δὲν ἄντεξε τὴν ἀπότομη ἀλλαγὴ κατάστασης, ὁπότε ἀρρώστησε βαρειὰ καὶ πέθανε. Ἔκτοτε ἐκεῖνος, θλιμμένος βαρέως ἀπ’ τὴν τραγικὴ γιὰ ἐκεῖνον ἀπώλεια, δὲν ἀγάπησε ποτὲ ξανὰ ἄλλη γυναίκα· γι’ αὐτὸ καί – σύμφωνα μὲ μιὰ μαρτυρία ἀμφίβολης ἀξιοπιστίας– ἐπεδόθηκε γιὰ χρόνια σὲ ἀκολασίες καὶ ἀχαλίνωτες ἀπολαύσεις.

 

Ἀδέλφια δὲν εἶχε οὔτε ἄλλους κοντινοὺς συγγενεῖς. Μόνον ἕνας ἀνεψιός του ἐρχόταν στὸ σπίτι, ἀλλὰ κι ἐκεῖνος, ὅπως κι οἱ περιστασιακοὶ φίλοι του, ἔπαψε νὰ τὸν βλέπει. Στὴν ἀρχή –πᾶνε πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε– οἱ γείτονες τὸν ἐπισκέπτονταν κι ἐκεῖνος ἀνταπέδιδε τὶς ἐπισκέψεις, ὡστόσο ἐτοῦτες οἱ δοσοληψίες ἄρχισαν νὰ ἀραιώνουν καὶ τελικῶς ἔπαυσαν. Δὲν ὑπῆρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος γι’ αὐτὴν τὴν ἀμοιβαία ἀπομάκρυνση – δὲν εἰπώθηκε οὔτε συνέβη, δηλαδή, κάτι ποὺ νὰ τὴν δικαιολογοῦσε· μολαταῦτα, κάποιοι ἀπ’ τοὺς γείτονες αἰσθάνονταν (χωρίς, φυσικά, νὰ τὸ ὁμολογήσουν οὔτε κἂν στοὺς ἑαυτούς τους) τὴν ξαφνικὴ ἀνάγκη νὰ ξεκόψουν κάθε ἐπαφὴ μαζί του. Κανεὶς δὲν ἤξερε νὰ πεῖ γιατί, ἀπ’ τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης ἦταν τόσο εὐγενικὸς καὶ καλὸς μαζί τους καὶ τοὺς ἔκανε τόσα δῶρα. Ἴσως –τώρα ποὺ τὸ ἀναλογίζονταν μετὰ ἀπὸ τόσον καιρὸ ποὺ εἶχε περάσει– νὰ ἔφταιγε ἀκριβῶς ἐκείνη ἡ ὑπερβολικὴ εὐγένειά του, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ νοιώθουν, κατὰ κάποιον τρόπο, ὑποχρεωμένοι ἀπέναντί του, μόλο ποὺ ἐκεῖνος δὲν τοὺς εἶχε ζητήσει ποτὲ τίποτε σὲ ἀντάλλαγμα παρ’ ἐκτὸς νὰ τοῦ προσφέρουν τὸ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον τους.

 

Ἐπίσης, ἴσως νὰ ἔφταιγε ἐν μέρει καὶ ἡ ἐμφάνισή του. Ὄχι πὼς ἦταν δύσμορφος ἢ βρόμικος – τοὐναντίον, ἦταν ἀρτιμελὴς καὶ πάντα καλοπλυμένος καὶ περιποιημένος σὰν δανδῆς. Μὰ ὑπῆρχε κάτι ἐπάνω του ποὺ τὸν ἔκανε ἀπωθητικό, ἂν ὄχι ἀποκρουστικό. Δὲν ἤξερε νὰ πεῖ κανεὶς ἂν ἦταν ἐπειδὴ τὰ μάγουλά του ἦσαν κάπως ρουφηγμένα καὶ τὰ μικρά του χείλη συχνὰ πλατάγιζαν, καθὼς καὶ τὰ σχεδὸν μονίμως γουρλωμένα μάτια του πού, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἄχρωμη ἐπιδερμίδα του, τὸν ἔκαναν νὰ μοιάζει μὲ ἄρρωστο. Μὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά, κοινὰ σὲ ἀρκετοὺς ἀνθρώπους –καὶ δὴ προχωρημένης ἡλικίας–, οὐδέποτε τοὺς ἐμπόδιζαν νὰ εἶναι δημοφιλεῖς, ἐπειδὴ ἡ συμπεριφορά, ἡ ἔμφυτη εὐγένεια κι ἡ καλοσύνη εἶναι στοιχεῖα ποὺ ὑπερκερνοῦν κάθε σωματικὴ ἀτέλεια. Κι ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης ἦταν κατὰ πολὺ προικισμένος μὲ τέτοιου εἴδους ἀρετές· ὥστε εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ἦταν ἀνίκανος νὰ κρατήσει μία ἔστω φιλία διὰ βίου.

 

Εἶναι ἀλήθεια, ὁπωσδήποτε, πὼς τὸ γῆρας ἦταν ἀνέκαθεν ἀνεπιθύμητο στοὺς νέους, ὡς ἀπόδειξη περίτρανη τῆς φθορᾶς καὶ ὑπενθύμιση διαρκὴς τοῦ θανάτου ποὺ ἀποτελεῖ τὸν αἰώνιο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ὑπάρχουν γέροι συμπαθητικοὶ καὶ εὐγενικοὶ καὶ γέροι στριμμένοι, κακότροποι καὶ ἀπωθητικοί. Ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης δὲν ἀνῆκε οὔτε στὴν μιὰ οὔτε στὴν ἄλλη κατηγορία – ἢ μᾶλλον, γιὰ νὰ ἀκριβολογοῦμε, συνδύαζε χαρακτηριστικὰ καὶ ἀπ’ τὶς δυὸ κατηγορίες· δηλαδή, ἦταν περιποιητικός, εὐγενικὸς καὶ καλότροπος ἀλλά, γιὰ κάποιον παράξενο λόγο, ἀπωθητικός.

 

Μὰ αὐτὸ ποὺ τοὺς προξενοῦσε τὴν μεγαλύτερη ἀμηχανία ἦταν τὰ μάτια του καί, κυρίως, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κοιτοῦσε, λὲς καὶ ἤθελε νὰ ἀπομυζήσει κάθε λέξη, συμπεριφορὰ ἢ συναίσθημα ἀπὸ ὅσους τὸν περιτριγύριζαν. Ὅταν οἱ συνομιλητές του ἔλεγαν κάτι ποὺ τοῦ φαινόταν ἐνδιαφέρον, προσηλωνόταν πάνω τους καὶ τὰ θολά του μάτια ξαφνικὰ ζωντάνευαν, χωρὶς ν’ ἀνοιγοκλείνουν τὰ βλέφαρα, πετοῦσαν σπίθες καὶ χρωματίζονταν ἀπὸ ἕνα ἐκτυφλωτικὸ μελὶ χρῶμα· καὶ μιὰ ἀμυδρὴ ἐρυθρότητα ἐμφανιζόταν στὰ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο χλομὰ μάγουλά του. Αὐτὴν τὴν ξαφνικὴ μετατροπὴ στὴν ἀρχὴ δὲν τὴν παρατηροῦσε κανείς, ὅταν ὅμως κάποια στιγμὴ αὐτὸ συνέβη ἀποφάσισαν πὼς δὲν ἤθελαν νὰ τὸν ξαναδοῦν, ἐπειδὴ τοὺς προκαλοῦσε μιὰν ἀσυνείδητη σαστισμάρα καὶ ξαφνικὴ κακοκεφιά· γι’ αὐτὸ καὶ σταδιακά, διακριτικὰ κι εὐγενικὰ ἄρχισαν ν’ ἀπομακρύνονται. Ἔτσι, τὰ τελευταῖα δεκαπέντε μὲ εἴκοσι χρόνια ἀπέμεινε μονάχος, χωρὶς συντροφιὰ καὶ χωρὶς κοινωνικὴ ζωή, μὲ μοναδικὴ παρουσία στὸ σπίτι του τὴν ἑβδομαδιαία ἐργασία τῆς Ρουμάνας καθαρίστριας.

 

Εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοήσουμε πῶς δουλεύει τὸ μυαλὸ τῶν ἀνθρώπων. Παραπονούμαστε συχνὰ γιὰ τὴν ἀγένεια τῶν ἄλλων, μὰ ἀποφεύγουμε κι ἐκείνους ποὺ εἶναι περιποιητικοὶ ἀπέναντί μας. Τέτοια ἀκριβῶς ἦταν ἡ στάση τῶν γειτόνων καὶ πάλαι ποτὲ φίλων ἀπέναντι στὸν Ἰάκωβο Καραμαγγιώλη, ὥστε θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ τυπικὴ περίπτωση ἀχαριστίας.

 

Ἀλλ’ ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης δὲν ἔδινε σημασία σὲ τέτοια ποταπὰ πράγματα· παρέμενε μειλίχιος, συγκαταβατικὸς καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἐπιεικὴς μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Σὲ κανέναν δὲν κράτησε κακία γιὰ τὴν πλήρη ἐγκατάλειψή του· ἀντίθετα, ὅποτε συναντοῦσε κάποιον, ἐξακολουθοῦσε νὰ ρωτᾶ εὐγενικὰ καὶ μὲ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ νέα τους καὶ τὴν ὑγιεία τους, λὲς καὶ δὲν εἶχε ἀλλάξει τίποτε στὴν συμπεριφορά τους ἀπέναντί του. Μόνο ποὺ ἡ ἔκφρασή του ἦταν πιὸ παγωμένη ἀπὸ ποτέ, ποτὲ δὲν χαμογελοῦσε, γεγονὸς ποὺ τοὺς προκαλοῦσε μιὰ τόσον ἀφόρητη δυσθυμία ὥστε ἔνοιωθαν τὴν ἀνάσα τους νὰ κόβεται. Κι ἐκεῖνοι, αἰσθανόμενοι ἴσως μιὰν ἐνδόμυχη ἐνοχὴ καὶ καταπνίγοντας ἐτούτη τὴν δυσθυμία, τοῦ ἀπαντοῦσαν μὲ εὐγένεια – κάποτε καὶ μὲ καλοσύνη ἀκόμη–, ἴσα γιὰ νὰ λήξουν τὴν συνάντησή τους ὅσο πιὸ γρήγορα γινόταν.

 

Κι ἔτσι πέρασαν μέρες, στιγμὲς καὶ χρόνια. Ἡ ζωὴ συνέχιζε νὰ κυλᾶ γιὰ τοὺς Κοκκινιῶτες. Ἄνθρωποι παντρεύονταν κι ἔκαναν παιδιά, ἄλλοι ἔμεναν μαγκούφηδες, καὶ οἱ χαρὲς σμίγανε μὲ τὶς λύπες. Μονάχα ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης ἔμενε ἴδιος καὶ ἔκανε τὰ ἴδια πράγματα, σάμπως ὁ χρόνος νὰ εἶχε σταματήσει γι’ αὐτόν. Καὶ τὰ πάντα ἔγιναν μιὰ συνήθεια ποὺ ἐνσωματώθηκε στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅλων.

 

Ὥσπου τὰ ξημερώματα τῆς 2ας Ἀπριλίου ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ ἡ συνήθεια αὐτὴ ἀνατράπηκε. Γι’ αὐτό, ὅταν ἡ Ρουμάνα καθαρίστρια ἔβαλε τὶς φωνὲς καὶ κατάλαβαν τί εἶχε συμβεῖ, σάστισαν. Εἶναι δυνατὸν νὰ πέθανε; ἀναρωτιόντουσαν. Φυσικὰ καὶ ἦταν· γιὰ ποιόν λόγο ὁ θάνατος θὰ προσπερνοῦσε ὁποιονδήποτε καὶ εἰδικὰ ἐκεῖνον;

 

Ἀρκετοὶ γείτονες καὶ γειτόνισσες ἔτρεξαν καὶ μπῆκαν στὸ σπίτι. Ἡ αὐλὴ ἦταν πεντακάθαρη μὰ ἄδεια – δὲν ὑπῆρχε οὔτε μιὰ γλάστρα ἢ ἔστω ἕνα διακοσμητικό. Ἀντίθετα, τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ ἦταν τόσο φορτωμένο ἀπὸ ἀντικείμενα ὥστε εἶχε γίνει πνιγηρό – ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καὶ ὁ ἔνοικός του.

 

Τὸν βρῆκαν ἀκίνητο καὶ ἄκαμπτο στὸ κρεβάτι μὲ μάτια κατακόκκινα ἀπ’ τὸ σπάσιμο τῶν ἀγγείων στὸ ἀσπράδι γύρω ἀπ’ τὴν κόρη καὶ γουρλωμένα ἀπὸ τὸν τρόμο τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου. Ποιός ξέρει σὲ τί ἀγωνία βρισκόταν ὅταν συνειδητοποίησε τί τὸν περίμενε; Ὡστόσο, τὰ χείλη του ἦσαν συσπασμένα στὸ μειδίαμα ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἐπιθυμοῦν νὰ δείξουν περιφρόνηση ἢ ἱκανοποίηση – μὰ ἐν προκειμένῳ περιφρόνηση ἐνάντια σὲ τί ἢ ἱκανοποίηση γιὰ ποιόν λόγο;

 

Αὐτὴ ἡ κατάφωρη ἀντίθεση προκάλεσε ἀνατριχίλα στοὺς παρευρισκομένους. Ὅταν τὴν ξεπέρασαν, κάλεσαν τὸν γιατρὸ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν γεγονός. Ὁ γιατρὸς ἦλθε, τὸν ἐξέτασε, ἀπεφάνθη (μᾶλλον βιαστικά) πὼς τὸ μοιραῖο προῆλθε ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδιᾶς καὶ ὑπέγραψε τὸ πιστοποιητικὸ θανάτου. Στὸ πιστοποιητικό, ἔπειτα ἀπὸ ἀνεύρεση τῆς ταυτότητας τοῦ νεκροῦ, ἔγραψε τὴν ἡλικία: ἑξῆντα ἑπτά. Μὰ ἦταν μόνο τόσο; μουρμούρισαν οἱ παρευρισκόμενοι ἔκπληκτοι. Ὁ γιατρὸς δὲν ἔκανε κανένα σχόλιο ἐπ’ αὐτοῦ· ρώτησε μονάχα: Ποιός θὰ ἀναλάβει τὰ τῆς κηδείας του; Οἱ γείτονες ἔμειναν βουβοί, καθὼς κανεὶς δὲν ἤθελε ν’ ἀναλάβει μιὰ τέτοιαν εὐθύνη. Τότε κάποιος θυμήθηκε ἐκεῖνον τὸν ἀνεψιὸ ποὺ εἶχε νὰ πατήσει στὸ σπίτι χρόνια καὶ καιρούς. Ἄνοιξαν λοιπὸν συρτάρια καὶ ντουλάπια, γιὰ νὰ βροῦν τὸ τηλέφωνό του. Καθὼς ἔψαχναν, ἀνακάλυψαν παληὲς φωτογραφίες τοῦ νεκροῦ. Σ’ αὐτὲς εἰκονιζόταν, χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ ἴδιος. Ὅμως πῶς εἶχε ἀλλάξει ἔτσι; Μέχρι πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, ὅπως μαρτυροῦσαν οἱ ἡμερομηνίες στὴν πίσω ὄψη τῶν φωτογραφιῶν, ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης ἦταν πολὺ διαφορετικός, τὰ χαρακτηριστικά του ἦσαν γλυκύτερα ἀπ’ ὅσο προτοῦ πεθάνει. Μὰ στὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ τὰ μάτια του βαθμιαῖα χώθηκαν στὶς κόγχες τους, τὰ μάγουλά του ἦσαν τόσο ρουφηγμένα ὥστε τὰ ὀστᾶ τῶν παρειῶν του ἔμοιαζαν σὰν νὰ προσπαθοῦσαν νὰ σκίσουν τὴν ἐπιδερμίδα, τὰ χείλη του –ἄλλοτε σαρκώδη καὶ φιλήδονα– ἔγιναν δυὸ σφιχτὲς γραμμὲς καὶ τὸ ροδαλὸ δέρμα του ἀπέκτησε μιὰ μόνιμη χλομάδα – ὥστε αὐτὸ ποὺ ἔδειχνε ὡς νεκρὸς τὸ ἐμφάνιζε ἤδη καὶ ὡς ζωντανός. Ναί, ἀναμφίβολα ἐπρόκειτο γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο, μὰ αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση (γιατὶ πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ τελικά;) ἦταν ὁλωσδιόλου σαρωτική. Ἦταν ὅμως καὶ φυσιολογική; Σ’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤξερε τί ν’ ἀπαντήσει· ἀλλ’ ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ ταλαιπωρήσει τὸ μυαλό του, ἀποφάσισαν πὼς ἴσως ὁ νεκρὸς νὰ ἔπασχε ἀπὸ κάποιαν ἀσθένεια ἄγνωστη σὲ ὅλους. Καὶ πῶς δὲν τὴν εἶχαν συνειδητοποιήσει τόσον καιρό; Ἔ, αὐτὸ δὲν ἤθελε καὶ πολλὴ σκέψη: τὸν ἔβλεπαν σχεδὸν κάθε μέρα· ἑπομένως, ἦταν οὐσιαστικὰ ἀδύνατον νὰ παρατηρήσουν τὰ στάδια τῆς ἀλλαγῆς.

 

Τὴν παρατήρησε ὅμως μιὰ καὶ καλὴ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἰακώβου Καραμαγγιώλη, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρίθηκε στὸ κάλεσμα τῶν γειτόνων καὶ ἐμφανίστηκε ὥστε νὰ ἐκτελέσει τὸ ὕστατο χρέος του ἀπέναντι στὸν νεκρὸ συγγενή του. Ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι καὶ εἶδε τὸν θεῖο του, τὸ αἷμα χάθηκε ἀπ’ τὰ μάγουλά του καὶ κρύος ἱδρώτας τὸν ἔλουσε. Δὲν τὸν θυμᾶμαι ἔτσι, ψιθύρισε. Θεέ μου, πῶς ἄλλαξε; Βέβαια, αὐτὸ ἦταν πέρα γιὰ πέρα ἀλήθεια, ἀλλά, στὰ χρόνια ποὺ εἶχε νὰ τὸν δεῖ, ἴσως νὰ τὸν εἶχε ξεχάσει κιόλας, ποιός ξέρει; Πάντως, ὁ ἀνεψιὸς τήρησε εὐλαβικὰ ὅ,τι ὁρίζει ἡ παράδοση: τὸν θρήνησαν στὸ σπίτι του, τοῦ ἔκαναν ὁλονυχτία, ἔκαψαν κεριὰ καὶ λιβάνια καί, τὴν ὥρα ποὺ τὸν ξεπροβόδιζαν, ἔσπασαν ἕνα πιάτο στὸν δρόμο.

 

Στὴν κηδεία παρευρέθηκε ὅλη ἡ Κοκκινιά· εἶναι ζήτημα ἂν τὸ κοιμητήριο ἔχει δεῖ τέτοια λαοθάλασσα, γεγονὸς διόλου τυχαῖο, καθὼς ὅλοι συζητοῦσαν στὴν πομπὴ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς τόσο καλοσυνάτου, εὐγενικοῦ καὶ καλοῦ γείτονα, τέτοιου ποὺ σπάνια θὰ τύχαινε ξανὰ στὴν ζωή τους.

 

Ὅταν ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία ἔλαβε τέλος καὶ τὸ ξερὸ χῶμα ἄρχισε νὰ καλύπτει τὸ φέρετρο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ νεκροῦ διὰ παντός, ὡρισμένοι ἀπὸ τοὺς γείτονες –κυρίως ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε τὸν συναναστρέφονταν συχνά– ἀναστέναξαν ἀνακουφισμένοι, ἀπόλυτα σίγουροι πλέον πὼς ὁ Ἰάκωβος Καραμαγγιώλης εἶχε πεθάνει πραγματικά, ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κρυφό.doc

Κρυφό.pdf

Edited by Mesmer
Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι η ηθογραφία του ήρωα όπως αναφέρεις και εσύ. Σε όλο το κείμενο υπάρχει η αίσθηση του παράξενου, του αφύσικου αλλά και του γνώριμου συνάμα, ίσως λόγω των ελληνικών αναφορών . Δεν ξέρω αν η αλλαγή του ήρωα βγάζει αρκετό τρόμο, όμως το κείμενο διαβάζεται εύκολα και είναι καλογραμμένο. Σε ένα σημείο έχω μια απορία.

Λες στην αρχή πως τον θυμούνται από παιδιά οι γείτονες, πάντα να είναι γέρος. Πιο μετά όμως λες πως πριν λίγα χρόνια σύμφωνα με τις φωτογραφίες ήταν πολύ διαφορετικός και σχεδόν αγνώριστος. Πως γίνεται αυτό; Ίσως να έχει να κάνει και με το μυαλό των γειτόνων του και πως τον έβλεπαν.

Την διάβασα ευχάριστα. Καλή επιτυχία. :book:

 

 

Link to comment
Share on other sites

Guest old#2065

Αγαπητέ Παναγιώτη το κείμενο ήταν μια πολύ καλή εισαγωγή για ένα ευρύτερο ηθογραφικό διήγημα, όπως εύστοχα το χαρακτήρισες. Δεν είμαι σίγουρος αν στα πλαίσια ενός σύντομου διηγήματος δίνει αυτό το κάτι που συνήθως περιμένει ο αναγνώστης. Δίνει όμως ένα στίγμα γραφής, αναμφίβολα αξιόλογο, και όχι υποχρεωτικά στο χώρο του φανταστικού η του τρόμου, αν και σαφώς υποβόσκει μια αναμονή τρόμου. Θα διάβαζα ευχαρίστως κάτι δικό σου στο μέλλον. Καλή επιτυχία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Λένε πως ο πραγματικός Τρόμος κρύβεται στον υπαινιγμό. Μου δημιουργήθηκαν προσδοκίες ενω διάβαζα την ιστορία οι οποίες όμως δεν εκπληρώθηκαν. Ενώ το κείμενο έβριθε από ανυσηχητικές νότες και τρομοπινελιές, τελικά δεν κατάφερε να απογειωθεί, με άφησε σε μία συνεχή αναμονή δίχως τελικά να με τρομάξει.

 

+ Η γραφή σου είναι πολύ καλή (όπως πάντα) και το Ελληνικό περιβάλλον πάντα καλοδεχούμενο!

Link to comment
Share on other sites

Δυσκολεύομαι να σχολιάσω αυτήν την ιστορία (που μου άρεσε) στο πλαίσιο του συγκεκριμένου διαγωνισμού.

Νομίζω πως είναι πολύ καλά γραμμένη κι έχει κατι πολύ σημαντικό να πει, μέσα σ' ένα κλίμα υπαινικτικού τρόμου, αλλά μάλλον εκτός των περιορισμών του διαγωνισμού (υπερφυσικός τρόμος). Εκτός κι αν κάτι έχασα...

Σε κάθε περίπτωση, καλή επιτυχία :)

Link to comment
Share on other sites

Ενοχλητική ιστορία. Μου προκάλεσε μια δυσφορία που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Κάθε παράγραφος και το αίσθημα δυσφορίας εντεινόταν ως το τέλος.

Εξαιρετική δουλειά απο αυτήν την άποψη. Εξαιρετική δουλειά και απο την άποψη οτι σκέφτομαι την ιστορία σου εδώ και μέρες. Ενα συναίσθημα με ενοχλεί. Παρόμοιο με το συναίσθημα που είχα οταν είδα το Βlair Witch project. Είχα βγει από την αίθουσα με περίεργα συναισθήματα και με την άποψη ότι το έργο τελικά δεν μου άρεσε. Έφτασα σπίτι, έφαγα, είδα τηλεόραση και είχα τις εικόνες του έργου συνέχεια στο μυαλό μου. Λίγο πριν κοιμηθώ πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου που είχαμε δει μαζί το έργο και βγήκαμε από το σινεμά με παρόμοιες εντυπώσεις. Πριν προλάβω να του πω τίποτα μου πετάει αυτό που ήδη είχα στην άκρη της γλώσσας μου "Ρε μαλάκα, τι ταινιάρα ήταν αυτή;!"

 

Κάπως έτσι και με αυτό το διήγημα. Όσο το σκέφτομαι , τόσο μου αρέσει και κάθε μέρα που περνάει, ακόμη περισσότερο.

Ενα μειονέκτημα;

Όσοι αρκεστούν σε μια "πεταχτή" ανάγνωση και μόνο στα πλαίσια του διαγωνισμού, πιθανόν δεν θα το εκτιμήσουν. Έχει μεγάλο βάθος.

Link to comment
Share on other sites

Καλογραμμένο και αξιόλογο κείμενο, που θα ήθελα να είναι όμως σε pdf για να μπορώνα το διαβάσω πιο εύκολα.

 

Στην αρχή μού άρεσε περισσότερο, αλλά στην πορεία δεν έγινε κάτι γιανα με κρατήσει παραπάνω και να διαβάσω με αγωνία. Συνέχισε αρκετά αναμενόμενα και τυπικά, (ο τύπος ο περίεργος που είναι στο χωριό και κάτι κάνει και ζει πολύ, οιγείτονες τον φοβούνται κλπ). Το τέλος με βρήκε να πατάω το page down επαναλαμβανόμενα, με άλλα λόγια νομίζω ότι δεν στάθηκε συνεπής η ιστορία σε αυτό που είχε υποσχεθεί στην αρχή.

 

Ωραίος ο υποδόριος/υποβόσκων τρόμος, ότι κάτι κακό συμβαίνει.

 

Αρκετές αφοριστικές φράσεις μέσα στο κείμενο.

 

 

 

 

Καλή σου επιτυχία.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Σίγουρα δεν ήταν τρομαχτική αυτή η ιστορία.

Προσπάθησες να φτιάξεις μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και κάπως τα κατάφερες. Ανυπομονούσα για το τέλος και για την αποκάλυψη του τι πραγματικά συνέβαινε με τον Ιάκωβο. Δυστυχώς όμως, αυτή η αποκάλυψη ποτέ δεν ήρθε. Ίσως βέβαια να το φανέρωσες κι εγώ να μη στάθηκα ικανός να το αντιληφτώ.

Χρησιμοποίησες αρκετά καλά το λόγο, αλλά πολλά από όσα ανέφερες γέμιζαν απλά τις γραμμές και δεν προσέφεραν τίποτε ουσιαστικό στην ιστορία.

Γενικά, ανάμεικτες οι εντυπώσεις μου και για τα πλαίσια του διαγωνισμού δε μπορώ να δώσω σε αυτήν τη ιστορία μια καλή θέση.

 

Καλή επιτυχία 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μου θύμισε το αγαπημένο κλισέ:

"Πόσων χρονών άραγε να' ταν αυτός ο νόνος; Έτσι τον έβλεπα, έτσι τον ήξερα αφότου γεννήθηκα. Και μου 'κανε πάντα την παράξενη εντύπωση ανθρώπου που ήρθε στον κόσμο γέρος για να μη φύγει πια"

Γρ. Ξενόπουλος, Τερέζα Βάρμα-Δακόστα

ἐργάτρια στὸ σαπωνοποιεῖο τοῦ Ζερβοῦ στὸν Πειραιά. Καμιά σχέση με τον συγγραφέα; ;-)

 

Πολύ καλογραμμένο, ειδικά η γλώσσα, αλλά είναι απλώς μια σκηνή, μια προσωπογραφία, και μάλιστα ελλιπής. Πολύ tell, αλλά με τρόπο σωστό, που δε δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι τον θεωρούν αργόστροφο. Δεν υπάρχει υπόθεση, εκτός από το τρομακτικό υπονοούμενο. Πώς δικαιολογείται η ηλικία των 67 ετών στην ταυτότητα δεν το κατάλαβα, but this is just me. Ίσως θα χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες ή μάλλον να φαίνεται περισσότερο για ποιο λόγο ασχολούμαστε με το θάνατο ενός γέρου, τι το ιδιαίτερο έχει. Αυτό μένει υπερβολικά σε επίπεδο υπαινιγμού. Σίγουρα μου άρεσε, αλλά ήταν μικρό και αποσπασματικό και συμφωνώ με τον Adicto ότι "δημιουργεί προσδοκίες που δεν εκπληρώνονται".

Link to comment
Share on other sites

Εξαιρετική ιστορία Παναγιώτη. Πολύ δυνατή γραφή που σκάβει υπόγεια τον τρόμο ενώ ταυτόχρονα πείθει ως ηθογραφία. Είμαι σίγουρος ότι το υπαινυκτικό κλίμα θα "ενοχλήσει" αρκετούς αναγνώστες, όμως για εμένα αυτή η έλλειψη αποκάλυψης (σε συνδυασμό με τις Λαβκραφτιανές αναφορές εδώ κι εκεί) ήταν που έκανε το κείμενο να δουλεύει τόσο καλά. Διαμάντι από τα λίγα.

Link to comment
Share on other sites

Παναγιώτη, αυτή είναι η πρώτη σου ιστορία που διαβάζω. Μ’ άρεσε πολύ ο τρόπος αφήγησης, σαν να βρισκόμασταν παντού μέσα στο χωριό και να μαθαίναμε απ’ όλους για τον Ιάκωβο Καραμαγγιώλη. Είχε ωραία ατμόσφαιρα και οι πληροφορίες που μας έδινες σιγά-σιγά για τον Ιάκωβο σχημάτιζαν ένα ενδιαφέρον μυστήριο γύρω από το πρόσωπό του.

 

Παρόλο, όμως, που η γραφή και η εξέλιξη με κράτησαν μέσα στην ιστορία, ήταν σαν να μου έλειψε κάτι. Πέρα από όλα τα περίεργα που συνέβησαν στη ζωή και το θάνατο του Ιάκωβου, δεν έγινε τίποτα άλλο, κάτι έντονο, να μας ταρακουνήσει λιγάκι. Θα ήθελα να υπήρχε κάτι τέτοιο. Απ’ την άλλη, αν δινόταν το φανταστικό στοιχείο πιο έντονα, ίσως να χανόταν λίγη απ’ την αίγλη που ανάδυε.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Θα ήθελα δράση και εικόνες ρε γμτ.

Γούσταρα που η ιστορία δε λέει τίποτα φόρα παρτίδα, λες κι υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα τρόμου που τρέχει κάτω από την αφήγηση.

Στα θετικά οπωσδήποτε το ανησυχητικό φινάλε.

Link to comment
Share on other sites

ἐργάτρια στὸ σαπωνοποιεῖο τοῦ Ζερβοῦ στὸν Πειραιά. Καμιά σχέση με τον συγγραφέα; ;-)

 

 

Χάχά! ὄχι, δυστυχῶς. Πάντως ὑπῆρχε πράγματι αὐτὸ τὸ ἐργοστάσιο στὸν Πειραιά. Εἶπα νὰ κάνω χιουμοράκι, παίζοντας μὲ τὴν συνωνυμία.

Link to comment
Share on other sites

Στα του κειμένου σαν κείμενο εκτός διαγωνιστικών περιθωρίων και τα λοιπά, ήταν ένα πολύ απολαυστικό ανάγνωσμα για μένα. Ίσως γιατί έχω αρκετά χρόνια (κακώς) να διαβάσω κάτι μη φανταστικό και μου έφερε μια ευχάριστη μελαγχολία απ' την παιδική μου ηλικία που διάβαζα κλασσικά μυθιστορήματα. Η γραφή ήταν πολύ όμορφη, οι περιγραφές μαγευτικές, η ηθογραφία που επιχείρησες μοναδική! Είμαι πάρα μα πάρα πολύ ευχαριστημένος απ' αυτό που διάβασα και σ' ευχαριστώ πολύ, Παναγιώτη, γι' αυτή τη δυνατότητα!

Στα του διαγωνισμού (γιατί κάτι πρέπει να πω και γι' αυτό) υπάρχει μια αναμονή κι ένα μυστήριο που αφήνει πολλά υπονοούμενα και δε δίνει τίποτα έτοιμο. Αυτή η ιστορία που στην πραγματικότητα δεν είναι τρόμου, μου φάνηκε όμως πιο τρόμου από άλλες που "είναι", καθαρά λόγω της ατμόσφαιρας που είχες πλέξει. Το φανταστικό στοιχείο δεν υπήρχε αν και ίσως μπορεί να υπονοούταν. Το κεντρικό θέμα το πιάνεις από μία ωραία αν και περίεργη σκοπιά.

Και πάλι πολύ μπράβο γι' αυτό που έγραψες! :good:

Link to comment
Share on other sites

Πολύ προσεγμένη ιστορία ως προς τον τρόπο που είναι γραμμένη. Έχει ωραίες περιγραφές, δεν κουράζει και ο ρυθμός της είναι πολύ καλός και μου άρεσε που πατούσε πάνω σε μια καθαρά ελληνική καθημερινότητα.

Τον Ιάκωβο όλοι τον φοβούνταν, όλοι στο τέλος τον απέφευγαν και σιωπηρά φαίνεται να συμμερίζονταν όλοι τα ίδια συναισθήματα, ασχέτως αν αρνούνταν να τα εκφράζουν πιο έντονα ή με λέξεις. Η ανακούφιση στο τέλος που το χώμα τον καλύπτει και το πώς όλοι έτρεξαν για να διαπιστώσουν αν όντως έφυγε το επιβεβαιώνει. Ήταν για κάποιο λόγο τρομαχτικός και ίσως επικίνδυνος, για αυτό έπαυαν να τον κάνουν παρέα. Πολύ θα ήθελα έστω στο τέλος να έβλεπα το γιατί, ποιος είναι ο λόγος. Μπορεί βέβαια να χάλαγε και όλη η αίσθηση που αφήνει στο τέλος, αν το έκανες.

Δεν ξέρω πώς θα την κατατάξω, δεν με ικανοποίησε όσο άλλες ιστορίες του διαγωνισμού αλλά σίγουρα δεν με άφησε αδιάφορο. Καλή επιτυχία

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Το γεγονός πως δεν ήξερα που ήταν ακριβώς ο τρόμος στην ιστορία, αλλά ταυτόχρονα, τον περίμενα, έκανε και την παραμικρή καλογραμμένη λεπτομέρεια, ανατριχιαστική. δεν έχω ιδέα ποιός ακριβώς ήταν ο Ι.Κ. Οι λεπτομέρειες της προσωπικότητας του, όπως μας δίνονται, είναι πολύπλοκες και αντιφατικές, όπως και για κάθε άνθρωπο, αλλά σίγουρα, όχι αρκετές για να τον χαρακτηρίσουμε... κάπως.

Τελικά, για μένα, το πραγματικά τρομακτικό δεν είναι τόσο η φιγούρα του και η μετάλλαξη της μέσα στα χρόνια, όσο η αντίδραση των γειτόνων, η δική τους μεταστροφή απέναντι του, η απομόνωση που του επέβαλλαν. Είναι σαν να τον έθαψαν στο μυαλό τους πολύ πριν πεθάνει.

Link to comment
Share on other sites

Δεν σε ξερω και δεν εχω ξαναδιαβασει κατι δικο σου. Εχω προσφατα επιστρεψει στο φορουμ και ετσι εχω χασει πολλα και πολλους.

Μου δινεις την εντυπωση πως ξερεις καλα τι κανεις και τι γραφεις. Ειναι προσεγμενη δουλεια, αλλα εμενα δεν με κερδισε. Επισης μου φανηκε εκτος θεματος. Οι πολλες και αναλυτικες περιγραφες του γερου με κουρασαν. Παρααναλυεις την εξωτερικη του εμφανιση και αφηνεις πολλα να εννοηθουν... κανονικα αυτο θα μου αρεσε... να μην λες τι και πως, αλλα μονο να το εννοεις,... ειναι και αυτο μια τεχνη, αλλα καθως δεν εχεις γραψει καμμια πλοκη, καμμια εξελιξη στην ιστορια παρα μονο λες ξανα και ξανα πως ηταν και πως τελικα πεθανε... βαρεθηκα. Δεν φοβηθηκα και δεν βρηκα τιποτα τρομου στην ιστορια σου.

Στα συν ειναι το πολυτονικο και λεξεις οπως "ησαν" αντι για "ηταν" που δινουν ενα παρελθοντικο υφος γραφης που χαριζε πολυ.

Καλη επιτυχια!

Link to comment
Share on other sites

Τον τίτλο ομολογώ ότι δεν τον κατάλαβα. Κατά τα άλλα, μια ιστορία με ελάχιστη έως καθόλου πλοκή και μια αύρα μυστηρίου να πλανιέται πάνω από τα όσα με τόση ψυχραιμία εξιστορεί. Ναι, θα προτιμούσα να μαθαίναμε λίγα περισσότερα πράγματα για τον αρχετυπικό μυστηριώδη γέροντα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα χαλούσε η υπαινικτική μυστηριώδης ατμόσφαιρα. Και είναι αλήθεια ότι δεν ήταν ιδιαιτέρως τρομακτική ή απειλητική ιστορία.

 

Έχει όμως, από την άλλη, ένα πολύ μεγάλο ατού. Κι αυτή είναι η αφήγηση, έξοχα παλιομοδίτικη και ηθογραφική. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στο σκηνικό της παλιάς εποχής ή στις παλαιικές εκφράσεις και τονισμό, αλλά στο ύφος της. Εντελώς μακριά από το ύφος και τους “κανόνες” της σύγχρονης λογοτεχνίας, χρησιμοποιείς έξοχα έναν λόγο που προφανώς γνωρίζεις πολύ καλά, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τα κουραστικά και αδιάφορα στοιχεία του.

 

Θα ήθελα πάρα πολύ και η ίδια η ιστορία που αφηγείσαι τόσο όμορφα να είχε μερικά παραπάνω στοιχεία, ώστε να γίνει το ίδιο ξεχωριστή με το ύφος της.

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

Παναγιώτη, χαίρομαι που δέχθηκες πιέσεις από τον διοργανωτή και μας έδωσες κάτι τόσο ξεχωριστό.

 

Ξέρεις τι έκανα όταν έφτασα στο τέλος της ιστορίας σου; Πήγα κατευθείαν στην αρχή. Έκανα και τις δυο φορές πολλή ώρα να τη διαβάσω, είναι τόσο πυκνό κείμενο που κάθε λέξη μετράει. Σπάνιο διήγημα, είναι αλήθεια. Έχει πολλά από τα στοιχεία που με κάνουν να βαριέμαι μια ιστορία, και χαίρομαι παρα πολύ που αυτή την απόλαυσα ακριβώς γι' αυτά.

 

Ποια είναι αυτά;

1) Καθόλου πλοκή. Συνήθως είμαι kill me now, αλλά τώρα πραγματικά έκανες πολύ καλά που δεν πρόσθεσες κάποιο στοιχείο δράσης, ανατροπής, εκπλήρωσης, τέλος πάντων κάτι. :lol: Η ιστορία σου δεν βρήκα να έχει τίποτα, παρά την "πυκνότητα" που ανέφερα, και όμως είναι τόσο πλούσια.

 

2) Παλαιολιθική γλώσσα. Συνήθως μου φαίνεται απλά μιμιτισμός και γίνομαι Τούρκος. Αυτό που διάβασα όμως μου έδωσε την εντύπωση του αυθεντικού. Πόσα μπράβο θες τώρα;

 

3) Μόνο tell. Ο κύριος τάδε ήταν έτσι, έκανε αυτό, οι γείτονες ήταν έτσι κι αλλιώς, και τον έβλεπαν καπως και... Τι να σου πω, πώς κατάφερες να τα κάνεις ενδιαφέροντα αυτά; Πώς κατάφερες να με κάνεις να τα διαβάζω και να νιώθω πράγματα;

 

4) Ιστορίες με γέροντες. Τις βαριέμαι, ω πόσο τις βαριέμαι! Βαράτε και βρίστε (με αυτή τη σειρά) για το ξεδιάντροπο political incorrect σχόλιο, αλλά δεν περίμενα να διαβάσω δεύτερη φορά μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν γέροντα.

 

 

Θέλω να σου πω επίσης, ότι το κείμενο μου έβγαζε όσο προχωρούσε μία κλειστοφοβική αίσθηση. Τη δεύτερη φορά νομίζω κατάλαβα γιατί. Είναι η γλώσσα που επέλεξες να χρησιμοποιήσεις. Αν ήταν σε πιο σύγχρονη, καθημερινή γραφή, πιστεύω πως δεν θα έλεγε και πολλά. Δημιουργεί μια αντίθεση, ένα σφίξιμο στην καρδιά, σαν να βλέπεις ταινία με πρωταγωνιστή έναν ερωτευμένο μπάτλερ ( the horror). :cold:

 

 

Τον τίτλο δεν είμαι τόσο μαγκίτισσα ώστε να τον πιάσω. Ακατανόητο.

Link to comment
Share on other sites

Ένα διήγημα που διατρέχεται από μια λανθάνουσα ένταση που προκαλεί αγωνία.

 

Έχει την ατμόσφαιρα του τρόμου, αλλά δεν καταλήγει σε κάποια κορύφωση, κάτι που, σε συνδυασμό με τον τρόπο που είναι γραμμένο, με κούρασε λίγο.

 

Επίσης νομίζω οτι το θέμα της μεταμόρφωσης θα μπορούσε να είναι πιο υπαρκτό στο κείμενο, έτσι ώστε να μην μοιάζει με ηθικογραφικό διήγημα, που νομίζω οτι είναι.

 

Γενικά, μια ενδιαφέρουσα ιστορία πάντως, σαν αυτές που διαβάζεις σ' ένα παλιό βιβλίο.

 

Καλή επιτυχία!!!

Link to comment
Share on other sites

Παναγιώτη, η ιστορία σου ήταν πολύ καλογραμμένη και με κράτησε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, υποσχόμενη κάτι πολύ ενδιαφέρον.

Στο τέλος όμως αισθάνθηκα ότι κάτι έχασα. Βρισκόμουνα εν αναμονή του τρόμου και των εξελίξεων.Η περιγραφή με τις αλλαγές και τις φωτογραφίες καλή, αλλά

 

 

κυρίως με μπέρδεψε πάρα πολύ το ότι η ταυτότητα φανέρωνε πως ήταν 67 χρονών. Δεν κατάλαβα αν ήταν ή δεν ήταν έτσι. Λες στην αρχή ότι οι συνομήλικοί του είχαν πεθάνει και οι νεότεροι τον θυμόντουσαν γέρο. Κάπου μπλέχτηκα με όλα αυτά. Μήπως η μεταμόρφωση γινόταν μόνο στο μυαλό τους; Κι αν ναι, για ποιο λόγο; Αυτό μου έλειψε.

 

 

 

Μου άρεσε πολύ ωστόσο η ατμόσφαιρα στη γειτονιά. Κυρίως επειδή ο τρόμος έμπαινε στην καθημερινή βάση όλων αυτών των πραγμάτων που γνωρίζουμε.

Link to comment
Share on other sites

Ένα κείμενο που θα ήαν μέσα στην προσωπική μου τριάδα, αν είχε (ή αν είχα αντιληφθεί πως έχει) στοιχείο υπρφυσικού τρόμου. Την αγάπησα, τη λάτρεψα, οι παρατηρήσεις που είχα να κάνω ήταν τόσο ελάχιστες που σχεδόν ντρέπομαι να επισυνάψω το αρχείο, αλλά θα το κάνω, γιατί υπήρξαν, οπότε θα τις θέλεις. Καλή επιτυχία. :)

 

Κρυφό.doc

Link to comment
Share on other sites

Πάρα πολύ καλό. Πολύ μου άρεσε το ύφος. Το βρίσκω άρτιο.Δε μπορώ να πω πολλά. Το απόλαυσα.

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Φίλε Παναγιώτη, αυτή είναι η πρώτη σου ιστορία που διαβάζω και με άφησες μάλλον λίγο μπερδεμένο.

Πιστεύω πως η ιστορία αυτή διαπραγματεύεται κάτι παραπάνω από αυτό που εγώ κατάλαβα.Σίγουρα , δεν θα έλεγα όχι

σε κάποιες εξηγήσεις μετά το πέρας του διαγωνισμού.

Καλή επιτυχία!

btw πρώτη φορά που διαβάζω κείμενο σε πολυτονικό/καθαρεύουσα

Link to comment
Share on other sites

Για εμένα ένα απο τα λίγα διηγήματα που έχω διαβάσει σε αυτό το forum και να το σκεύτομαι για ημέρες!! Τα θερμά μου συγχαρητήρια !!!

Και θέλω ναδιαβάσω περισσότερα διηγήματα από εσας.

 

Υ.Γ.: Ψήφησα το διήγημα σου σαν δεύτερο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..