Cassandra Gotha Posted December 24, 2011 Share Posted December 24, 2011 (edited) είδος: τρόμου βία: όχι σεξ: όχι αριθμός λέξεων: 1.333 σχόλια: γράφτηκε για τον Flash Fiction Live διαγωνισμό με χρώμα Halloween και θέμα "το γλυκό". Το συγύρισα λιγάκι, ελάχιστα, αλλά αν διαπιστώσετε ότι θέλει και κάτι ακόμα παρακαλώ αφήστε μου ένα σημείωμα, θα μου φανεί χρήσιμο. Ευχαριστώ. Υπάρχει αρχείο στο τέλος του ποστ. Τα Μπισκότα Της Μάρας Είχε ετοιμάσει από νωρίς τα υλικά, που περίμεναν καρτερικά, απλωμένα πάνω στο τραπέζι. Είχε ανάψει τη φωτιά που φούντωνε με κάθε φύσημα της καμινάδας. Και είχε φορέσει τα καλά της. Το μαύρο, σκισμένο από τα χρόνια φόρεμα, τις μαύρες μπότες κι εκείνο το σάλι που της έφτανε μέχρι τα γόνατα. Η Μάρα, η μόνη γυναίκα στο χωριό, ήξερε πώς να κάνει τους άντρες της να υποφέρουν, να χαίρονται, να μαραζώνουν, να ασφυκτιούν για χάρη της. “Μπαστάρδια μου, απόψε θα σας κεράσω την τρέλα σε κουτί ζαχαρωτών”, είπε και φύσηξε τρεις φορές στη γλυκόριζα πριν να την κόψει. Έπιασε έπειτα το κύμινο. Περίεργο συστατικό για μπισκότα, αλλά ήξερε τι έκανε. Ήξερε πώς να το δαμάσει, να μην ξεφύγει και την προδώσει. Όπως και με το μικρό μυστικό της, αυτό που τρέλαινε κάθε χρόνο τους άντρες και δεν ήξεραν τι τους είχε βρει. Αφού έκοψε, έτριψε, μαλάκωσε σε μπράντι και χτύπησε στο γουδί τα διάφορα υλικά που περίμεναν τη σειρά τους χωρίς να γνωρίζουν την τύχη τους, τα έπλασε όλα σε μια ζυμαρένια μπάλα και άρχισε να υφαίνει. Υφαίνει; Μπορεί να είναι και αυτή η λέξη σωστή. Τα χώριζε σε μικρές μερίδες, λέγοντας το όνομα του κάθε ενός από τους άντρες που θα δέχονταν το κέρασμα. Το έλεγε ξερά, χωρίς θυμό ή αγάπη. “Ο Λιόντας. Πρώτος. Αυτός που τη μάνα του δεν ξέρει, και μάνα του με θέλει. Ο Σώτος. Αυτός που κόρες ήθελε και προσπάθησε να μου κάνει μία. Ο Ζήσης. Αυτός που τη θάλασσα αγάπησε αλλά την άφησε για χάρη μου. Και ο Μικές. Αυτός που με ξέχναγε κάθε φορά πριν κοιμηθεί μαζί μου, ποια είσαι, μού 'λεγε, είμαι η Μάρα του απαντούσα, κι ερχόταν στο κρεβάτι μου παρθένος από μνήμες.” Κι έτσι συνέχισε η Μάρα, ώσπου έπλασε ένα μπισκότο για όλους. Όταν τελείωσε, τα στρίμωξε πάνω στο μαύρο απ' την καπνιά ταψί και τα άφησε λίγο να φοβηθούν. Κανένα δεν ήταν ίδιο με το διπλανό του. Ήταν εκεί μπισκότα που έμοιαζαν με πέτρες σε σχήμα και σε χρώμα, άλλα που έφερναν λίγο σε λουλούδια ή φύλλα, και μερικά που θα τα πέρναγε κανείς για ωμές καρδιές ζώων. Όσο τα περίμενε να ωριμάσουν γονάτισε δίπλα στη φωτιά σκαλίζοντας, φυσώντας, βγάζοντας κάρβουνα μπροστά, στήνοντας με κέφι το σκηνικό της φρίκης για το ετήσιο μαγείρεμα. Όταν είδε ότι άρχισαν να τρέμουν δίπλα στη φλόγινη απειλή, έπιασε το ταψί και αλύπητα το έβαλε να ψήσει τα ζυμαρένια θύματά της. Έξω η νύχτα κουνιόταν λάγνα, πλησιάζοντας το μικρό χωριό από τη θάλασσα, όπως έκανε πάντα τέτοιες μέρες. Ο αέρας γινόταν τσαμπουκάς, τα κύματα έβριζαν στο βάθος, ο ουρανός δεν έβλεπε τη γη απ' το σκοτάδι. Όλα ήταν έτοιμα. Το έθιμο θέλει τη νύφη να περιμένει σπίτι της, να πάει ο γαμπρός να την πάρει και μαζί να τραβήξουν για την εκκλησιά. Το έφτυνε αυτό το έθιμο, όπως έφτυνε και την εκκλησιά. Παπάδες, παπαδόπαιδα, καντήλια και λιβάνια, όλα να πήγαιναν στο διάολο κι ακόμα παραπέρα. Με τους σταυρούς και τις εικόνες τους, φταίχτες και αλαζόνες, περνούσε τον καιρό της να τους μισεί. Κατά κάποιον τρόπο όμως, κι ας της χαλούσε το κέφι μόνο που το σκεφτόταν, ήταν και αυτοί απαραίτητοι για τη γιορτή. Η μυρωδιά γέμισε το μικρό δωμάτιό της. Μια πιπεράτη και γλυκιά μυρωδιά, μοναδική. Μόνο μια φορά το χρόνο. Μόνο μία φορά το χρόνο είχε μπισκότα η Μάρα. Τα έπιασε χωρίς να φοβάται μην καεί, τα έβαλε μέσα στο χαρτονένιο της κουτί με το χρυσαφένιο εσωτερικό και τυλίχτηκε καλύτερα στο σάλι της. Χαμογέλασε και βγήκε στο δρομάκι. Ο αέρας είχε κοπάσει, δεν είχε λόγο να φουντώνει πλέον τη φωτιά της. Η θάλασσα, σαν κλασσική δειλή, ηρέμησε και λούφαξε μόλις την άκουσε να χτυπάει τα τακούνια της στις πέτρες. Το σκοτάδι έφαγε και τα τελευταία αστέρια που είχαν το θράσσος να λάμπουν και να χαλούν τη νύχτα της γιορτής. Μόνο ένα πράγμα, ένα μισητό και αυτάρεσκο πράγμα συνέχιζε να της πηγαίνει κόντρα, κλαίγοντας πένθιμα. Και αυτό ήταν η καμπάνα της εκκλησίας. Οι άντρες είχαν μαζευτεί κιόλας στην πλατεία, τους άκουγε από μακριά. Έκαναν τόση φασαρία, τα καημένα, τα γλυκά της αγοράκια, που και να ήθελαν να της κρυφτούν δεν θα μπορούσαν. Φωνές τρομαγμένες, αηδιαστικές, τη γέμιζαν με νοσταλγία για μια εποχή που οι άντρες δεν έκαναν σαν παιδιά. Άντρες ολάκεροι, με πλάτες και με όλα, να τρέμουν και να κλαίνε και να χαλούν το κέφι; Δεν θα τους έδινε το κέρασμα, αν συνέχιζαν να την θυμώνουν έτσι δεν θα τους έδινε. Θα τα πετούσε καλύτερα στη θάλασσα, ένα-ένα ως το τελευταίο, να την ποθήσουν και να τη χαρούν τα ψάρια, γιατί αυτοί δεν θα το άξιζαν. Γέλασε κακιωμένη και τους λυπήθηκε για το ρεζίλεμά τους, γι' αυτό συνέχισε το δρόμο. Ήθελε να δει τα μούτρα τους. Άραγε, να ήταν σαν των προηγούμενων; Να έμοιαζαν σε κάτι με εκείνους στο βουνό; Μήπως τα ίδια αντράκια δεν ήταν και τους λόγου τους, σε τι να διαφέραν; “Ε, Αριστίδη, πώς παν' τα κέφια;” κορόιδεψε από μακριά τον καφετζή που έτρεχε προς το μέρος της μια που την είδε. “Ασ' τα κοπέλα μου, κακό μας βρήκε, ανήμερα του Άι-Δημήτρη!” “Μεγάλη η χάρη του” έφτυσε τις λέξεις η Μάρα, “τι κακό όμως λες ότι έγινε;” “Μας άφησε ο Δημητρός του Παντελή.” “Πώς μας άφησε καλέ μου; Τι λόγια είναι αυτά;” “Πέθανε, Μαριώ, πέθανε, τον βρήκαν πριν μια ώρα στα κατσάβραχα, ξέρεις, στου ληστή.” “Τι μου λες Αρίστο μου, ο Μήτσος μας; Πώ-πω... Και στη γιορτή του; Τι έγινε, πώς πέθανε; Τι έκανε στου ληστή;” “Δεν ξέρω Μαριώ μου, δεν ξέρω, να χαρείς, έλα μέσα να ακούσεις τον παπά να τα λέει.” Τον παπά. Ναι, γιατί να μην τον ακούσει; Θα τον άκουγε ξανά και ξανά. Άσε τον να λέει. Και μπήκε η Μάρα στον καφενέ του Αρίστου, μπήκε με το κουτί στα χέρια και αντίκρυσε τα ίδια πρόσωπα, ξαναμένα, χλωμά, βρώμικα απ' το κλάμα, τα ίδια όπως κάθε χρόνο. Ου να χαθείτε, μισεροί, σκέφτηκε, εσείς δεν είστε άντρες. Κάθισε σε μια καρέκλα που της πρόσφεραν και άκουσε τα λόγια, τα ψέματα του παπά. Δεν χρειαζόταν να προσέχει τις κουβέντες. Ήξερε από πριν. Η ίδια ιστορία. Πώς ο Δημητρός ήταν παράξενος τις τελευταίες μέρες, και πώς όλο έπινε και μεθούσε και ο παπάς φοβότανε για χάρη του. Ότι κάτι κακό θα έκανε. Και να τώρα που το είχε κάνει. Ο Δημητρός, λέει, είχε αυτοκτονήσει. Είχε κόψει το λαιμό του με μαχαίρι, εκεί, στη σπηλιά του ληστή. Αλλά εκείνη ήξερε. Ο Δημητρός ήταν χαρούμενος άνθρωπος. Ερχόταν στο κρεβάτι της το βράδυ και άλλο πράγμα δεν ήθελε, μόνο εκείνη. Ο Δημητρός δεν πέθανε από δικό του χέρι. Μόλις τελείωσε ο παπάς, ήρθε η ώρα της γιορτής. “Άντε, πιείτε στο Δημητρό, στη μνήμη του” φώναξε στους άντρες της η Μάρα, ανοίγοντας λίγο το σάλι της, ξαναμμένη από τη ζέστη. “Θα πιεις παπά κι εσύ;” τον ρώτησε, αλλα εκείνος καμώθηκε κούραση και έφυγε να ετοιμάσει, λέει, τα της ταφής. Φύγε, σκέφτηκε η Μάρα, φύγε να μείνω με τους άντρες μου. Και άνοιξε το κουτί με τα γλυκά. Μόλις το είδαν παραξενεύτηκαν, κάποιοι ψυθίρισαν για απρέπεια. Δεν κάνει να γλυκαίνεις το πένθος. “Φάτε, κι αυτά δεν είναι σαν τα άλλα. Φάτε, είναι του 'Αι-Δημήτρη, μεγάλη η χάρη του, η μάνα μου τα έφτιαχνε”. Και ο καθένας άπλωσε το χέρι και έπιασε το δικό του μπισκότο, σαν νά 'ξερε, και το τρωγε με τέτοια όρεξη που σιγή απλώθηκε, κάθισε βαριά στο καφενείο. “Λοιπόν;” ρώτησε η Μάρα όταν και η τελευταία μπουκιά είχε κατέβει, “σας άρεσαν;” Αλλά κανείς δεν ήθελε να απαντήσει με λόγια, κανείς τους δεν μπορούσε. Μόνο τα πόδια της φιλούσαν κι έκλαιγαν “δεν σε αφήνω πια” της έλεγαν μέσα από αναφιλητά πόθου. “Το αίμα του Δημήτρη σας, το αγαπημένο μου καρύκευμα ας είναι η σκλαβιά σας” είπε δυνατά η Μάρα αλλά κανείς δεν την άκουσε. Είχαν πια εξαφανιστεί, μέσα στο κουτί με τα μπισκότα είχαν κλειστεί, και θα τους έπαιρνε μαζί της. Θα της έφταναν για την υπόλοιπη χρονιά. Η Μάρα, που κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν, μία φορά το χρόνο έπρεπε να μαγειρεύει. Τα μπισκότα της Μάρας.doc Edited December 24, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted December 24, 2011 Share Posted December 24, 2011 To ξαναδιάβασα. Μου άρεσε πολύ όπως και την πρώτη φορά. Δεν βρήκα κάποια παρατήρηση να σου κάνω. Ένα ελληνικό Halloween horror διήγημα. Μπράβο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted December 24, 2011 Share Posted December 24, 2011 Εκτός από εκείνο το ''σκηνικό της φρίκης'', που ακούγεται λίγο δημοσιογραφικό, όλο το υπόλοιπο είναι παντέλειο. Το λάτρεψα ως φλασάκι, το λατρεύω και τώρα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted December 24, 2011 Share Posted December 24, 2011 Ωραίο, ατμοσφαιρικό, ελληνικό-λαογραφικό, με τον τρόμο κρυμμένο να περιμένει στο τέλος. Στυλ Naroualis, θα έλεγα. Ίσως να υπονοούσες και κάπου αλλού εκτός από την τελευταία φράση το τι τους κάνει μετά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 24, 2011 Author Share Posted December 24, 2011 (edited) Ευχαριστώ Ευγενία! Κελαινώ, σωστήηη! Η "φρίκη" έφυγε, πάει, στον αγύριστο. Άλλο; edit: Ευχαριστώ Κέλλυ. Edited December 24, 2011 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted December 25, 2011 Share Posted December 25, 2011 Διάβασα και τη διορθωμένη βερσιόν, αλλά δεν μπορώ να σου πω πολλά. Τούτο δω το διήγημα το αγαπώ πολύ, το έβρισκα τέλειο εξαρχής, το βρίσκω τέλειο ακόμα. Μακάρι να μπορούσα να σου πω κάτι εποικοδομητικό να σε βοηθήσει κάπως, αλλά εμένα μου άρεσε ακόμα και το "σκηνικό της φρίκης", όλα του μου αρέσουνε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 25, 2011 Author Share Posted December 25, 2011 Μωρέ λες να γράψω τις Συνταγές Της Μάρας; Μπα, νομίζω θα είναι παραφορεμένο. Η Δίαιτα Της Μάρας όμως, ίσως να έπιανε! Να αποφασίσει να κάνει δίαιτα και να ψάχνει τρόπους να αντικαταστήσει το τρέχον μενού, με ένα πιο... υγιεινό. Χμ, πάλι για χαβαλέ με κόβω, το αφήνω στην άκρη προς το παρόν. Ευχαριστώ πολύ Κιάρα, τα λόγια σου μου ζεσταίνουν την καρδιά πάνω στη θράκα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted December 25, 2011 Share Posted December 25, 2011 Αυτό το διήγημα μού αρέσε πολύ όταν το είχα πρωτοδιαβάσει και θα πω κι εγώ ότι δεν υπάρχει κάτι σημαντικό που να χρειάζεται να διορθωθεί. Πλήρες και ολοκληρωμένο μέσα σε πολύ λίγες λέξεις, χωρίς να χάνει τίποτα από λεπτοεμέρειες. Ξεκινάει με μια πολύ δυνατή πρώτη παράγραφο και διατηρεί εξαιρετική ατμόσφαιρα όσο ετοιμάζει η Μάρα τη συνταγή. Για μένα, οι αρχικές σκηνές με την ετοιμασία και το ψήσιμο, αλλά και αυτό: Έξω η νύχτα κουνιόταν λάγνα, πλησιάζοντας το μικρό χωριό από τη θάλασσα, όπως έκανε πάντα τέτοιες μέρες. Ο αέρας γινόταν τσαμπουκάς, τα κύματα έβριζαν στο βάθος, ο ουρανός δεν έβλεπε τη γη απ' το σκοτάδι. Όλα ήταν έτοιμα. ήταν το πιο αγαπημένα μου σημεία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted January 5, 2012 Author Share Posted January 5, 2012 (edited) Σ' ευχαριστώ Βάσω. Και 'μένα αυτά είναι τα αγαπημένα μου. (Εμ, τώρα ξέρω πώς μπορεί να φαίνεται, μέσα στο διαγωνισμό τρόμου έφερα πάνω-πάνω τη δική μου ιστορία, αλλά πραγματικά δεν είναι έτσι. Απλά, για 'μένα ο διαγωνισμός έλειξε - τουλάχιστον η ψηφοφορία, μια που έστειλα την κατάταξή μου - και ήθελα να απαντήσω στην Tiessa εδώ και μέρες). Edited January 5, 2012 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted January 9, 2012 Share Posted January 9, 2012 Πω πω τι ωραιο κειμενο! Απο καιρο το ειχα δει και μου ειχε αρεσει ο τιτλος, αλλα ολο εβρισκα μια δικαιολογια για να μην το διαβασω(δεν ξερω γιατι)... μεχρι σημερα... Κασσανδρα, ειναι πολυ καλο! Μπραβο μπραβισιμο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.