Θοδωρής Posted January 9, 2012 Share Posted January 9, 2012 Όνομα Συγγραφέα: Θοδωρής Καραγεωργίου Είδος ποιήματος: Επικό – Φάντασυ Αριθμός Στίχων: 132 Για τη Λευκή πριγκίπισσα (Μέρος ΙΙ) Νιώθω την πόλη μου ξανά, το κάστρο και τις πέτρες, ακούω και οσφρίζομαι ή είναι στ’ όνειρό μου; Απ’ το πρωί με βγάζανε στο κρύο και στο χιόνι, δεμένος σ’ ένα πάσαλο στη γη καλά μπηγμένο. Με αλυσίδες και καρφιά στα χέρια περασμένα, μες τα πυκνά σκοτάδια μου για να τους κόβω ξύλα. Ήταν χειμώνας βάναυσος, βαρύς, πολύ μεγάλος. Λιμοκτονούσαν οι άγριοι, πέθαιναν τα παιδιά τους, ρήμαξαν όλα τα σπαρτά, έλειψαν τα κυνήγια, ψοφούσανε τα ζωντανά αφόρητη η πείνα. Ώσπου κατέβηκε η Τραυλή απ’ τα Πυκνά τα Δάση, έφερε κρέας και κρασί να τους ευδαιμονήσει. Γιορτή αμέσως στήσανε, τρανή, πολύ μεγάλη. Είχαν αρχίσει το κρασί, άναψαν τις φωτιές τους, τα κρέατα σουβλίζανε, τραγούδαγαν, γελούσαν. Έκοβα ξύλα κι άκουγα τους λύκους να ουρλιάζουν, πίσω και πέρα απ’ τα βουνά όλο να πλησιάζουν. Λίγο πριν απ’ το σούρουπο, λίγο πριν να βραδιάσει, μπήκαν οι λύκοι στο χωριό και λύσσαγαν στην πείνα. Ζήτησαν κρέας και κρασί μ’ απάντηση δεν πήραν. Κι ήταν πέντ’ έξι άγριοι, πολύ πιο μεθυσμένοι, διώξαν τους λύκους μακριά με πέτρες και με ξύλα. Μόλις ο ήλιος χάθηκε καλά πίσω απ’ τους λόφους, ξεχύθηκε ουρλιάζοντας ολόκληρη η αγέλη. Πέσανε πάνω στους άγριους, με όλη τους τη λύσσα. Βγάλαν εκείνοι τα σπαθιά, βγάλανε τα κοντάρια, μα οι λύκοι δε σταμάταγαν, πέθαιναν απ’ την πείνα Και επάνω εκεί στην ταραχή στης μάχης την αντάρα, σηκώνω το πελέκι μου και σπάω την αλυσίδα. Πέφτω στα γόνατα και ψηλαφώ, τριγύρω μου το χώμα, ψάχνω το δρόμο για να βγω, μες τα Πυκνά τα Δάση. Νύχτες και μέρες τριγυρνώ, χαμένος στα σκοτάδια, κι είναι το κρύο βάναυσο, η πείνα με λυγίζει. Μα είν’ η ελπίδα μου τώρα ζεστή, καίει τα σωθικά μου, τρέφει τις προσδοκίες μου, ζεσταίνει την καρδιά μου. Μέχρι που ακούω τις φωνές, ανθρώπων κι όχι ζώων, είναι μια γλώσσα άγνωστη, μα όχι των αγρίων. Τρέχω κοντά τους να με δουν και να με βοηθήσουν, μα εκείνοι με αρπάζουνε και με χτυπούν με ξύλα, με κλείνουνε σ’ ένα κλουβί μαζί τους με τραβάνε. Είναι τσιγγάνοι αλχημιστές που τριγυρνούν τον κόσμο, από βουνά σε ξέφωτα, κι από χωριά σε πόλεις, κάνουν τους άντρες να γελούν κι έπειτα να τρομάζουν, και τα παιδιά να τους κοιτούν με γουρλωμένα μάτια. Πουλάνε ασήμι και χρυσό με υδράργυρο λιωμένο, πουλάνε πέτρες μαγικές που ανθρώπους ανασταίνουν. Κι εγώ σε ξύλινο κλουβί, πολύ καλά κλεισμένος, σα ζώο με τραβολογούν, στο πλήθος να με δείχνουν. Λιώνουν επάνω μου κεριά μέχρι που να ματώσω, μπήγουν στα χέρια μου καρφιά θέαμα να τους δώσω. Βάζουν στα πόδια μου φωτιές και σίδερα που καίνε, και με ξυράφια κοφτερά τη γλώσσα μου χαράζουν. Και πάνω που παρέδιδα το σώμα και το πνεύμα, κάτι μου φέρνει γνώριμο απ’ τα παλιά τα μέρη. Είμαι κοντά στην πόλη μου, μετά από τόσα χρόνια, δε με γελάει η ακοή, μήτε η όσφρησή μου, μυρίζω το ποτάμι της, γάργαρο κελαρύζει, και τις κραυγές ακούω Λευκών πάνω από το κάστρο. Πετάγομαι τότε όρθιος απ’ του κλουβιού την άκρη, απλώνω και τα χέρια μου τον κόσμο ν’ ακουμπήσω. Φωτιά πιάνουν τα μέσα μου φλογίζει η καρδιά μου, μα του κλουβιού τα κάγκελα αδύνατο να σπάσω. Ώσπου ακούω μια φωνή μέσα από το πλήθος, κάνει το πνεύμα μου να ανταριαστεί, το είναι μου να ουρλιάξει. Μα δε μπορώ ούτε να δω, ούτε και να φωνάξω, μόνο με ελπίδα στην ψυχή, απλά να περιμένω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
laas7 Posted January 10, 2012 Share Posted January 10, 2012 Συνεχιζει να μου αρεσει που η συνεχεια του Λευκου ιπποτη καταληγει αγωνιωδης και εγω περιμενω να δω τι θα γινει μετα... Καποιοι στιχοι ειναι πολυ καλοι π.χ. "μες τα πυκνα σκοταδια μου" και "και με ξυραφια κοφτερα την γλωσσα μου χαραζουν". Μετα στον στιχο " δεμενος σ' ενα πασαλο" νομιζω πως δεν χρειαζεται το τελικο σιγμα πρεπει να ειναι " δεμενο σ' ενα πασαλο" αν προσεξεις την λογικη των απο πανω φρασεων. Εχω επισης τη εντυπωση πως το πρωτο τετραστιχο πρεπει νοηματικα να μπει στο τελος, εκει που ξανανακαλυπτει την πολη του, γιατι αλλιως κανεις ενα αλμα περιγραφοντας την παρελθοντικη κατασταση, ενω ο ηρωας βρισκεται ηδη στην πολη. Εχω καποιες αποριες, ποια ειναι η Τραυλη (θελω να τα ξερω ολα αλλα μπορει να μας το πεις σε επομενη συνεχεια οποτε κανω υπομονη) και πως μπορει να εχει καρφια στα χερια και να κοβει ξυλα η πως του εδωσαν πελεκυ... δεν δινεις ποτε οπλο σε αιχμαλωτο... αλλα καθως δεν ειναι πεζο, αλλα ποιημα νομιζω συγχωρειται... Γενικα μου κανεις καλη εντυπωση και μου αρεσει που γραφεις με πλοκη, δεν βαριεται ο αλλος να διαβαζει ποιηση νομιζω...μια τελευταια ετσι επισημανση θα ηταν πως πολυ συχνα χρησιμοποιεις την πεινα, κατι που με κουρασε καπως. Βεβαια καταλαβαινω πως ηθελες να δωσεις εμφαση στις ταλαιπωριες του ηρωα, αλλα ισως θα μπορουσες να το κανεις με αλλο τροπο. Παντως περιμενω πως και πως, να δω τι θα γινει και που θα καταληξει ο λευκος ιπποτης! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Θοδωρής Posted January 11, 2012 Author Share Posted January 11, 2012 Γεια σου Μαριαντζελλα. Λοιπόν, το «ς» έπρεπε πράγματι να μην υπάρχει εκεί. Σχετικά με το άλμα στο χρόνο, είναι κάτι που έχω κάνει από επιλογή, όπως και στο πρώτο μέρος. Για την Τραυλή ίσως να υπάρξουν κάποιες διευκρινήσεις αργότερα. Για τις λεπτομέρειες με τα καρφιά και τον πέλεκυ, θα καλυφθώ πίσω από την ποιητική ασπίδα. Η πείνα, πράγματι επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές απ’ όσες θα έπρεπε, αλλά ήταν κάτι που ήδη είχα γράψει αυθόρμητα και δεν ήθελα έπειτα να το αλλάξω. Σε ευχαριστώ για τα σχόλιά σου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.