Κωνσταντίνος Posted May 16, 2012 Share Posted May 16, 2012 Όνομα Συγγραφέα: Κωνσταντίνος Είδος: Φανταστική Λογοτεχνία Αριθμός Λέξεων: 13.400 Αυτοτελής; Όχι ,κεφάλαιο 1ο Σχόλια: Θέλω να γράψω ένα βιβλίο φανταστικής λογοτεχνίας ,αλλά δεν έχω κανέναν στον κύκλο μου που να γνωρίζει από το είδος και να είναι σε θέση να μου ασκήσει αυστηρή κριτική. Σας παρακαλώ να το κάνετε εσείς! Είναι η γλώσσα βαρετή? Είναι η ανάπτυξη των χαρακτήρων πρόχειρη? Θα το εκτιμούσα αφάνταστα αν με βοηθούσατε! Α0 Ακόμα μια δύσκολη μέρα για τους μαθητές της αλεξανδρινής σχολής μαγείας... Ο ήλιος έκαιγε λες και είχε κάτι προσωπικό μαζί τους και ο Διοικητής γρύλιζε συνεχώς να κάνουν μεγαλύτερη προσπάθεια. Αυτός σίγουρα είχε κάτι προσωπικό μαζί τους ,γιατί ενώ η εξάσκηση στην ξιφομαχία υποτίθεται ότι θα ήταν δίωρη είχε ήδη διαρκέσει τρεις και βάλε ώρες. Πώς έβρισκε την διάθεση αυτός ο άνθρωπος να παρακολουθεί και να βρίζει δεκάξι αγόρια ,που εξασκούνταν στον ξίφος, ήταν ακατανόητο. Το μυαλό του ήθελε να τρέξει μακριά απ' όλα αυτά ,να φανταστεί κάτι χαλαρωτικό και όμορφο ,όμως αν αφαιρούνταν έστω και λιγάκι κινδύνευε να τραυματίσει τον Αίγη ή τον εαυτό του. Έτσι αναγκαστικά εστίασε την προσοχή του στους συμμαθητές του και βάλθηκε να αναλύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την κατάσταση. Πάντα του άρεσε άλλωστε να μπαίνει στην θέση ενός αποστασιοποιημένου παρατηρητή ,που αν αλλάζει την προοπτική από την οποία έβλεπε τα πράγματα. Τελικά έβγαλε το συμπέρασμα ,ότι τα ζευγάρια εξάσκησης χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη άνηκαν στενοί φίλοι ,που αντιμετώπιζαν την άσκηση διεκπεραιωτρικά και έκαναν την μεγαλύτερη δυνατή συντήρηση δυνάμεων. Συγκεκριμένα στην κατηγορία αυτή άνηκαν οι: Ρισίρι-Οκούμι Ο Ρισίρι έδειχνε μεγαλύτερος από την ηλικία του και ήταν λιγομίλητος ,κλειστός και πολύ πιο ώριμος από τους υπόλοιπους συμμαθητές του. Ο Οκούμι ήταν ο μοναδικός του φίλος και πολύ συμπαθητικός τύπος ,ειλικρινής και τίμιος. Λόκι – Κάιλ Ο Λόκι ήταν από τους πιο δημοφιλείς μαθητές της σχολής ,δυναμικός και κεφάτος ,σαν ένας (προβολέας) να ήταν μόνιμα στραμμένος πάνω του. ,Την παρέα του ,που του έμοιαζε αρκετά αποτελούσαν ακόμα ,ο Πηρς ,ο Νιλ και ο Κάιλ. Ο τελευταίος είχε αρκετές παραξενιές αλλά ήταν εντάξει παιδί. Πηρς – Νιλ Ο Πηρς ήταν ο πιο θορυβώδης μαθητής και ο πιο εύσωμος μαθητής στον κοιτώνα τους ,πράγμα εντυπωσιακό ,αν αναλογιζόταν κανείς τις τις εξαντλητικές ασκήσεις και την αυστηρή διατροφή τους. Παρορμητικός και συχνά ξεκαρδιστικός ήταν μια μόνιμη εστία γέλιου. Ο Νιλ από την άλλη ήταν ο πιο χαμηλών τόνων από την παρέα τους. Τζίνξυ – Λεβί Όχι ακριβώς φίλοι αυτοί οι δύο ,αλλά εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία. Ο Τζίνξυ παρά το μικρό του μέγεθος συναγωνιζόταν σε κέφι και φωνές τον Πηρς ,αλλά ήταν παράλληλα ευαίσθητος και ονειροπόλος. Ο Λεβί από την άλλη ήταν μοναχικός λύκος ,που η αγαπημένη του κυριακάτικη ασχολία ήταν να παίζει σκάκι και στα μάτια των περισσότερων ήταν κάπως αλαζόνας. Για την άσκηση ήταν παντελώς αδιάφορος για την άσκηση ,αφού απλά κουνούσε τα μέλη του χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια ,ούτε για να σώσει τα προσχήματα. Αίγης- Φιδίας Ο Αίγης ήταν ο ίδιος και δεν ήξερε στα αλήθεια τι να σκεφτεί για τον εαυτό του. Ήταν φίλος με τον Τζίνξυ ,τον Φιδία και τον Ξέρξη και κατά τα άλλα ένα συνηθισμένο αγόρι ,όπως υπέθεται. Ο Φειδίας ήταν κάπως ντροπαλός και αγχώδης ,αλλά πιστός φίλος. Του άρεσε η περιγραφή που είχε κάνει μέχρι στιγμής και έτσι συνέχισε και στην επόμενη ομάδα συμμαθητών του ,τις οποίας τα μέλη αντιμετώπιζαν την άσκηση με διαφορετικό από τον ενδεδειγμένο τρόπο: Λεβίνας– Ντόουνς Ο Ντόουνς ήταν περήφανος ,εκρηκτικός και ιδιαίτερα εύθικτος όταν κάποιος ανέφερε το μικρό του ύψου ,κάτι που γενικά ,όλοι απέφευγαν να κάνουν ,γιατί είχε πλάτες και δύναμη ταύρου. Ο Λεβίνας είχε την ατυχία να γεννηθεί με κόκκινα μαλλιά ,που ήταν στην Αλεξάνδρεια τρομερά σπάνια και για αυτόν τον λόγο ήταν ανέκαθεν ο κύριος στόχος των περισσότερων πειραγμάτων. Αυτό τον είχε κάνει σκληρό και συχνά ξεσπούσε πάνω στον Ντόουνς την χολή του ,παρότι ο τελευταίος προσπαθούσε να τον αγνοεί. Σάντο- Τόμας: Ο Τόμας ήταν ένα γιγαντόσωμο ,αλλά (χαμηλών τόνων) αγόρι ,ανίκανο να πειράξει ακόμα και μυρμήγκι. Και ο Σάντο ήταν ο χειρότερος του εφιάλτης. Πέρα από το ότι ήταν ένας μυώδεις τραμπούκος με σαδιστικές τάσεις ,κάτι σαν μικρός Διοικητής , δεν χρειάζονταν άλλες περιγραφές. Ο καημένος ο Τόμας προσπαθούσε να εκτελεί τις κινήσεις της άσκησης σωστά ,αλλά ο Σάντο συνεχώς τον ειρωνευόταν ,τον χτυπούσε με δύναμη και προσπαθούσε με κάθε δυνατό τρόπο να τον κάνει ρεζίλι. Μπέρικ - Ξέρξης Ο Μπέρικ ήταν παράξενος ,πολύ έξυπνος βέβαια, αλλά κάπως απόμακρος και ειρωνικός. Ο Ξέρξης από την άλλη ,ήταν από τους καλύτερους φίλους του έξυπνος ,αποφασιστικός ,αλλά δυστυχώς και φύσει ανταγωνιστικός κατί που εξηγούσε και τα νεύρα ,που είχε: Γιατί o Μπέρικ δεν ήταν ότι αδιαφορούσε ,αλλά ήταν κιόλας φανερό ότι επιτηδευμένα δεν έδινε το μέγιστο των δυνατοτήτων. Αυτό φυσικά εξόργιζε τον Ξέρξη καθώς δεν μπορούσε να βλέπει, ότι ο αντίπαλος του τον αντιμετώπιζε ,χωρίς στάλα ιδρώτα και έτσι κατέληγε να του ορμάει με λύσσα ,σαν να βρίσκονταν σε μάχη...Και ξαφνικά σταμάτησε! Πέταξε οργισμένα την λεπίδα του στο χώμα και του φώναξε “Γιατί δεν με αντιμετωπίζεις σοβαρά?” “Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.” απάντησε ο Μπέρικ φανερά δυσαρεστημένος ,που είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής. Ο Διοικητής εν τω μεταξύ κοιτούσε με ενδιαφέρον την λογομαχία και φαινόταν ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να επιβάλει την τάξη. “Εννοώ ότι χτυπάς σαν γυναικούλα!” Το παρακάνεις ,Ξέρξη! “Άρα θες να πεις..” αποκρίθηκε ετοιμόλογα ο Μπέρικ “..ότι σε αφόπλισα πάνω από δέκα φορές χωρίς καν να σε πάρω στα σοβαρά? Αν είσαι τόσο άχρηστος ,γιατί δεν τα βάζεις με τον εαυτό σου?” Ο Ξέρξης ,όπως όλοι πια περίμεναν, του όρμησε ,αλλά μέσα στα νεύρα του έκανε άτσαλες κινήσεις και έδωσε στον Μπέρικ την ευκαιρία ,αφού τον απέφυγε με ένα γοργό πλάγιο βήμα ,να τον χτυπήσει δυνατά στην πλάτη με τον αγκώνα και να τον σωριάσει στο χώμα. Ο Διοικητής έτρεξε αμέσως πάνω από τον πεσμένο Ξέρξη ,με εμφανή νεύρα. “Αν σε ξαναδώ να ορμάς σε αντίπαλο...” του φώναξε “..σαν ναύτης σε μπουρδέλο ,θα σε κάνω να εύχεσαι να μην είχες γεννηθεί.” Απίστευτο και όμως αναμενόμενο: Στον Μπέρικ δεν είπε κουβέντα ,ενώ τον Ξέρξη τον έστειλε να κάνει δέκα φορές τον γύρω της σχολής! “Ωραία κίνηση ,Μπέρικ!” έκανε ο Πηρς ,όταν επιτέλους η εξάσκηση τελείωσε. Δεν τον έλεγε με κακία για τον Ξέρξη. “Ελπίζω να μην την δοκιμάσεις πάνω μου!” “Μην με αναγκάσεις!” αστειεύτηκε και ο Μπέρικ δίχως όρεξη, “ Πρέπει να χαλαρώσετε και οι δύο.” παρατήρησε ο Λόκι “Αύριο είναι Κυριακή άλλωστε! Ήλπιζε και ο ίδιος ότι η έλευση της Κυριακής θα τους βοηθούσε όλους να ηρεμήσουν. Κατά τραγική ειρωνεία της μοίρας όμως ,η ηρεμία ήταν ένα από τα αγαθά ,που στο σύντομο διάστημα ζωής που του απέμεινε δεν επρόκειτο αν απολαύσει... Μαγεία είναι η γλώσσα στην οποία ο Δημιουργός περιέγραψε τον κόσμο ολόκληρο από την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια του μέχρι τα δίδυμα φεγγάρια και τα άστρα. Οι θεοί κατέχουν αυτή τη γλώσσα σε μια καθαρή της μορφή και αυτό επειδή είναι οι φύλακες τον τεσσάρων στοιχείων της Δημιουργίας. Στους ανθρώπους αντίθετα ,που είναι επιρρεπείς στην κακία και την καταστροφή, δόθηκε μια υποδεέστερη μορφή της. Ακόμα όμως και έτσι αν η γνώση αυτή κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτη θα έφερνε το δίχως άλλο την καταστροφή και για αυτό φυλάσσεται ως προνόμιο μονάχα των ενάρετων και των εξαγνισμένων. Έτσι τουλάχιστον τους έλεγαν... Ο Μπέρικ τους άκουγε προσεκτικά (αυτό ήταν άλλωστε ένα από τα μεγαλύτερα προσόντα του) αλλά δεν τους έπαιρνε ιδιαίτερα σοβαρά. Αν μη τι άλλο ,απ' όσα είχε ακούσει ή διαβάσει οι μάγοι-άρχοντες της Αλεξάνδρειας ,δεν του φαίνονταν περισσότερο “ενάρετοι και εξαγνισμένοι” από τον ίδιο. Βέβαια ,για να είμαστε δίκαιοι ,ούτε και οι συμμαθητές του ,στην πλειοψηφία τους πίστευαν ότι αν πέθαιναν για την πατρίδα και κάτω από τα λάβαρα των αρχόντων της θα πήγαιναν σε έναν παράδεισο με ποταμούς από μέλι και πηγές με το πιο γλυκό κρασί. Σε κάτι όμως πίστευαν. Στον πλούτο και στην δόξα ,στον θαυμασμό των άλλων , στην συντροφικότητα ,στις εφήμερες διασκεδάσεις ,όλοι είχαν από κάπου να πιαστούν ,όλοι εκτός από εκείνον. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι ήταν ένας καταθλιπτικός έφηβος που το μόνο που έκανε ήταν να συλλογίζεται και να μελαγχολεί. Ίσα ίσα ήταν επιδέξιος στο σπαθί και πρώτος στις αθλητικές επιδόσεις (αν θεωρείται άθλημα τα να δέρνεις άλλους υπό το κριτικό βλέμμα ενός παρανοϊκού διοικητή) Το θέμα όμως ήταν ότι για τίποτα από αυτά στα οποία ήταν χωρίς αμφιβολία καλός δεν μπορούσε να νιώσει αληθινά χαρούμενος. Ήξερε ότι το σπαθί θα του ήταν κάποτε χρήσιμο αλλά ως εκεί ,δεν το αγαπούσε. Αυτό ήταν και το πρόβλημα του: δεν αγαπούσε και ούτε μισούσε τίποτα. Διασκέδαζε με κάποια λίγα πράγματα και αντιπαθούσε οπωσδήποτε περισσότερα ,αλλά δεν υπήρχε κάτι για το οποίο στ' αλήθεια να παθιάζεται. Από μια άποψη είχε δίκιο ο Ξέρξης ,που του είχε βάλει τις φωνές πριν. Η μόνη ακτίνα φωτός που έβλεπε στην ζωή του ήταν το ταλέντο του στην μαγεία ,αφού την φλόγα στο κερί του την άναψε στην ηλικία ρεκόρ των πέντε χρόνων. Και παρότι αυτό το ταλέντο μέχρι τα δεκάξι του χρόνια δεν είχε βρει συγκεκριμένο τρόπο να το αξιοποιήσει ,ήλπιζε ότι αφού γινόταν Εκπαιδευόμενος και μάθαινε κάποια ξόρκια που θα τον έκαναν ισχυρό θα μπορούσε να το σκάσει και να ζήσει μια ζωής παρανομίας και περιπέτειας.. Η πιθανότητα να ακολουθήσει το προδιαγεγραμμένο του μέλλον και να γίνει Ακόλουθος τον αηδίαζε πρώτον γιατί ο μέσος όρος ζωής των τελευταίων ήταν εξαιρετικά χαμηλός και δεύτερον επειδή δεν μπορούσε να φανταστεί την ζωή του ως απομίμηση μάγου ,αντίθετα με άλλους συμμαθητές του που μαγεύονταν από την ιδέα των μακρινών ταξιδιών και των σεβαστών ανταμοιβών ,που θα τους επέτρεπε να ζήσουν στο έπακρο τις σύντομες ζωές τους. Παρότι όμως τα σκεφτόταν αυτά δεν μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τον εαυτό του πέρα από το να κλέβει βιβλία τις Κυριακές και να τα διαβάζει τις υπόλοιπες ημέρες ,σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μια εικόνα του χαώδη κόσμου στον οποίο μια μέρα θα καλούνταν να επιβιώσει μοναχός του. Με αυτές τις λαθραναγνώσεις και με την σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση που αναγκαστικά υπέμενε πέρασε χωρίς να το καταλάβει πάνω από μια δεκαετία και από (πεισματάρικο παιδί) είχε γίνει σχεδόν άντρας ,ίσως κομματάκι πιο εσωστρεφής από τους υπόλοιπους συμμαθητές του αλλά κατά τα άλλα υπόδειγμα Εκπαιδευόμενου και μελλοντικού Ακολούθου... Βυθισμένος καθώς ήταν στις σκέψεις του αυτές είχε απομακρυνθεί από το κέντρο της πόλης και είχε φτάσει στις φτωχές συνοικίες με τους βρώμικους δρόμους. Ήταν υπερβολικά καθαρός και καλοντυμένος για αυτά τα μέρη και το πλήθος του έριχνε δεύτερες ματιές ,αλλά στις τσέπες του δεν βρισκόταν παρά ένα ευτελές ποσό και έτσι δεν έδωσε σημασία. Περισσότερο τον απασχολούσε η εξής ερώτηση: Είναι αυτοί οι άνθρωποι πιο ελεύθεροι από μένα? Μήπως δεν θα λιμοκτονήσουν και εκείνοι και οι οικογένειες τους αν για μια μέρα σταματήσουν να δουλεύουν? Τουλάχιστον εκείνος θα είχε μια πραγματική ευκαιρία να ζήσει όπως ήθελε ,σκέφτηκε ,αλλά χωρίς μεγάλη σιγουριά Και τότε ξαφνικά πέρασε από μπροστά του ένα γουρούνι που δύο νεαροί άντρες το έσερναν για σφαγή. Και αυτό που τον σόκαρε δεν ήταν άλλο από το ύφος που είχε το ανήμπορο ζώο: Κοιτούσε γύρω του με κάτι που στον Μπέρικ έμοιαζε με σαρδόνιο χαμόγελο και φαινόταν πολύ αισιόδοξο για το μέλλον του ,σαν να είχε κάποιο κρυφό σχέδιο. Τι παραπάνω ήταν ο ίδιος από ένα οικόσιτο ζώο που έβρισκε παρηγοριά στην σκέψη ,ότι κάποτε τάχα τον περίμενε έναν διαφορετικό πεπρωμένο απ' ότι τους ομοίους του? Μπορεί να ήλπιζε ότι τα θα ξέφευγε με κάποιον τρόπο αλλά ολόκληρη η πόλη σχημάτιζε γύρω του ένα δίχτυ ,που θα τον απέτρεπε. Είτε θα τον νάρκωνε με κάποιες εφήμερες χαρές αφού γινόταν Ακούλοθος ,ποτίζοντας τον με υποσχέσεις δόξας και ηδονής ,είτε θα τον κυνηγούσε ανελέητα εάν έβρισκε τελικά την θέληση να το σκάσει. Ήταν ένας και είχε να αντιμετωπίσει ένα αιωνόβιο σύστημα εξουσίας. Και τότε κατάλαβε ότι υπήρχε ένα πράγμα που μισούσε πραγματικά και αυτό δεν ήταν ούτε η Αλεξάνδρεια ,ούτε οι μάγοι-Άρχοντες της ,ούτε η τεράστια εξουσία τους. Ήταν ο ίδιος του ο εαυτός... Ένας συνηθισμένος άνθρωπος μπροστά σε μια τέτοια “Αποκάλυψη” είτε θα το έριχνε στο ποτό είτε στην ποίηση. Ο Μπέρικ όμως δεν ήταν τέτοιος σε καμιά περίπτωση (συν το ότι το αλκοόλ και οι ομοιοκαταληξίες του έφερναν πονοκέφαλο.) Έτσι εκείνη την ημέρα πήρε έναν όρκο στον εαυτό του: Ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να μην ανακαλύψει την πραγματική ελευθερία. Την ίδια μέρα ,αλλά πολύ μακριά ,όσο πιο μακριά μπορούσαν να βρίσκονται δύο άνθρωποι μέσα στην ίδια πόλη ,ο άρχοντας μάγος ήταν μελαγχολικός. Γιατί αν και βρισκόταν στην κορυφή του πύργου του ,ανάμεσα στα σύννεφα, ήταν υποχρεωμένος να ασχολείται με ευτελή και ταπεινωτικά καθήκοντα. Ήταν ψηλόλιγνος ,με μακριά μαύρα μαλλιά ,στοχαστικά μάτια και έδειχνε πιο μεγάλος από τα τριάντα του χρόνια. Καθόταν σε έναν χρυσό ,αρχαίο θρόνο διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους από τα πέρατα της γης και ο λευκός του χιτώνας του ήταν μαγικά υφασμένος έτσι που τα μεταξένια του μοτίβα ζωντάνευαν. Στο δωμάτιο μαζί του βρισκόταν ο Αισχύλος ,ο μοναδικός από τους υπηρέτες του ,που είχε πρόσβαση στο δωμάτιο του θρόνου. “Να σου διαβάσω την αναφορά ,άρχοντα μου?” τον ρώτησε για πολλοστή φορά ,παρότι σίγουρα μπορούσε να διακρίνει την ενόχλησή του. Ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος του καθήκοντος. “Βαρέθηκα!” του απάντησε εκνευρισμένος εκείνος “Φέρε μου να την διαβάσω εγώ” Πράγματι ο Αίσχυλος του παρέδωσε την καλογραμμένη αναφορά Ταγματάρχη Ερεβαίου ,που ήταν επίσης ανιψιός του άρχοντα Ρώσλυν και είχε κληρονομήσει ένα μέρος από τον στόμφο και την παράνοια του. Η εφαρμογή του νόμου “Περί μαγείας και τάξης”,έγραφε, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ικανοποιητική παρότι χρόνο με τον χρόνο φαίνονται να πληθαίνουν οι άφρονες ,που βάζουν σε δοκιμασία την μεγαλοψυχία του δοξασμένου μας βασιλείου. Στο Βυζάντιο για παράδειγμα ,όπως παρακάτω θα αναλυθεί, τα κρούσματα λαθραίας χρήσης ή διακίνησης μαγείας υπερδιπλασιάστηκαν. Παρόλα αυτά και με την συνεργασία των τοπικών αρχών κατέστη δυνατός ο εντοπισμός των παραβατών και η παραδειγματική τους (τιμώρηση) με μέσα που η αυστηρότητα τους ίσως υπερβαίνει το γράμμα αλλά όχι το πνεύμα του νόμου.. Και συνέχιζε παραθέτοντας αριθμούς και ονόματα και εκθειάζοντας ,τον εαυτό του βασικά (!), για την αποτελεσματικότητα και την επινοητικότητα του στα βασανιστήρια.. Ο άρχοντας διάβασε με προσοχή την αναφορά και ύστερα για λίγη ώρα έμεινε σκεπτικό. “Μα δεν καταλαβαίνουν οι ηλίθιοι ,ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί?” αναρωτήθηκε τελικά ,χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα. “Άρχοντα μου?” έκανε ο Αισχύλος ,στενοχωρημένος ,που ο αφέντης του βασανιζόταν από ζητήματα του πνεύματος, “Ναι ,ξέρω!” τον κατηγόρησε ο άρχοντας “Εσύ είσαι ένας απλός υπηρέτης και δεν ξέρεις από αυτά, αλλά παρόλα αυτά το ζήτημα είναι τόσο προφανές ,που ακόμα και ένας υπηρέτης θα έπρεπε να το καταλαβαίνει!” “Ίσως ,αν μου το εξηγούσες άρχοντα μου..” πρότεινε σκύβοντας το κεφάλι ακόμα περισσότερο. “Δεν θα είχε κανένα νόημα!” αποκρίθηκε αρχικά ,αλλά τελικά ενέδωσε στον πειρασμό να εκφράσει μεγαλόφωνα τις σκέψεις του. “Είμαστε απολιθώματα ,Αισχύλε!” ξεκίνησε να λέει “Ο κόσμος δεν είναι πια μικρός όπως ήταν κάποτε. Κάθε μέρα ιδρύεται και μια ακόμα αποικία ,αυξάνονται οι άνθρωποι και ταυτόχρονα ανοίγουν δρόμοι για το εμπόριο ,παράγονται προϊόντα καινούρια και αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων ,όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις ,αλλά και σε χωριά ξεχασμένα από τον Δημιουργό!” Καθώς έκανε αυτή την περιγραφή ένα χαμόγελο θαυμασμού ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του ,που σύντομα όμως έσβησε. “Και μεις παρόλα αυτά επιμένουμε να ακολουθούμε παραδόσεις αιώνων κρατώντας τα μυστικά της μαγείας μας επτασφράγιστα.” Έκανε μια παύση στο σημείο αυτό και κοίταξε τον στα μάτια για να του δείξει ,ότι περίμενε την απάντηση του. “Μα αν δεν την κρατούσατε ,εσείς οι Άρχοντες, την μαγεία ,εμείς οι απλοί άνθρωποι θα αφανιζόμασταν.” απάντησε ο Αισχύλος ,όπως ήταν αναμενόμενο. “Θα γινόταν ένας καβγάς στο καφενείο και με μια λέξη θα μπορούσε ο άλλος να σε σκοτώσει ή και χειρότερα ακόμα!” “Πράγματι...” απάντησε με σοβαρότητα ο άρχοντας “...υπάρχουν τρομερά ξόρκια ,που πρέπει να συνεχίσουμε να κρατάμε κρυφά ,όπως αυτό που ελέγχει τις σκέψεις σου και εξασφαλίζει ότι μου είσαι πιστός! Όμως υπάρχουν και άλλα ,που είναι ανόητο να τα αφήνουμε να ξεχνιούνται και να σβήνουν σε αραχνιασμένες βιβλιοθήκες και σκουριασμένα μυαλά.” “Μα αν ήταν γνωστά στον καθέναν ,άρχοντα μου, τα ξένα έθνη θα τα χρησιμοποιούσαν για δικό τους όφελος και πάλι θα έσπερναν την καταστροφή στον κόσμο!” Δεν ήταν ότι ο Αισχύλος είχε γίνει ξαφνικά αξιόλογος συζητητής ,αφού οι απόψεις αυτές ήταν κοινός τόπος μεταξύ των Αλεξανδρινών. “Και όμως εγώ ποτέ δεν είπα να τα αποκαλύψουμε σε όλους!” απάντησε με πίκρα ,γιατί αυτή η συζήτηση σχεδόν αυτούσια είχε επαναληφθεί στο (μαγικό) Συμβούλιο πολλές φορές. “Αυτό που τους έχω προτείνει ένα εκατομμύριο φορές είναι να μοιραστούμε τα μυστικά με τις συντεχνίες της πόλης και να της θέσουμε κάτω από τον αυστηρό έλεγχο μας. Φαντάσου τους αλεξανδρινούς χτίστες ,που με μια λέξη της θα μπορούν να χτίζουν παλάτια ,πόσο περιζήτητοι θα είναι σε όλο τον κόσμο.. Θα κερδίζουν δύναμη και χρήματα για λογαριασμό μας ,όπως ακριβώς συμβαίνει με τους μάγους γιατρούς ,αυτοί όμως οι ανόητοι θεωρούν τους εμπόρους και τους τεχνίτες ανάξιους λόγου ανθρώπου ,με τους οποίους δεν μπορούν να συναναστρέφονται οι ευγενείς.” “Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω ,άρχοντα μου.” παραδέχτηκε θλιμμένος ο Αισχύλος. “Φυσικά και δεν ξέρεις...” του φώναξε “..γιατί δεν είσαι παρά μια προέκταση της βούλησης μου! Είσαι όμως και ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορώ να μιλάω ειλικρινά χωρίς να φοβάμαι την προδοσία του.. Έτσι κατάντησα εγώ ,που είχα ορκιστεί να πάρω εκδίκηση για την καταστροφή του πατέρα μου! Όμως μια ευκαιρία ζητάω μόνο!” είπε καθώς σηκώθηκε αποφασιστικά από τον χρυσό του θρόνο ,για να σταθεί πίσω από την γυάλινη τζαμαρία. Ολόκληρος ο κόσμος απλωνόταν μπροστά στα πόδια του ,μα εκείνος κοίταζε ψηλά. “Μια ευκαιρία θέλω μόνο και ορκίζομαι στο όνομα του Δημιουργού ,ότι εγώ ,ο άρχοντας (Ρικάρντο Σμιθ) δεν πρόκειται να την αφήσω να πάει χαμένη!” Α1 Οι Εκπαιδευόμενοι κάθε χρονιάς ήταν χωρισμένοι σε πέντε δεκαεξαμελείς Κοιτώνες και ελλείψει άλλων ενδιαφερόντων ,αφού μονάχα τις Κυριακές μπορούσαν να σουλατσάρουν στην πόλη, πλακώνονταν μεταξύ τους. Φυσικά και οι μεγαλύτερες χρονιές έδεναν τις μικρότερες αλλά αυτή ήταν μια διαδικασία που λάμβανε χώρα χωρίς μίση περισσότερο ως έκφανση μια συμπαντικής νομοτέλειες. Ο Μπέρικ απέφευγε πάντα αυτού του είδους τις διασκεδάσεις ,αλλά σήμερα έκανε εντελώς αντίθετο στις συνήθεις του. Πλησίασε μια παρέα τριών μεγαλυτέρων του ,που ούτε καν ήξερε τα ονόματά τους, και είπε χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον από τους τρεις τους συγκεκριμένα. “Αναρωτιόμουν τι βρομούσε μέχρι που είδα την φάτσα σου!” Οι τρεις (που άνηκαν στην κατηγορία όχι απλά των πολύ γυμνασμένων αλλά των χωρίς λαιμό) κοιτάχτηκαν έκπληκτοι ,αλλά σύντομα αποφάσισαν ότι το σημαντικό ήταν να απολαύσουν την ευκαιρία που τους δινόταν και όχι να αναρωτηθούν για την αποκοτιά του Μπέρικ να τους προκαλέσει μόνος του σε ένα τόσο απομονωμένο μέρος. Ο τελευταίος ενώ στην πάλη και στην ξιφομαχία ήταν εξαιρετικός στο βρωμόξυλο υστερούσε κυρίως επειδή του έλλειπε η όρεξη. Και άλλωστε ήταν τρεις εναντίον ενός. Παρόλα αυτά έκανε εξαιρετική δουλειά αποφεύγοντας χτυπήματα που θα μπορούσαν να του κόψουν το νήμα της ζωής ή να τον αφήσουν ανάπηρο. Όταν μετά από αρκετό ξύλο οι βασανιστές του τον άφησαν επιτέλους σωριάστηκε κατάχαμα πρησμένος και καταματωμένος. Δεν είχε χτυπήσει τόσο σοβαρά ,ώστε να μην μπορεί να φτάσει κουτσά στραβά μέχρι το ιατρείο ,αλλά είχε τους λόγους του να περιμένει μέχρι κάποιος άλλον να τον βρει. Και πράγματι .,ύστερα από λίγα λεπτά η τύχη του χαμογέλασε και άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος του. Διακινδύνευε μια σύντομη ματιά και η ανακούφισή του κόπηκε μαχαίρι. Από όλους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον έχουν βρει ,τον βρήκε ο πιο ηλίθιος ,ο Διοικητής! Τζάμπα η παράσταση του ότι ήταν λιπόθυμος ,τζάμπα το ότι είχε γυρίσει το κεφάλι του στην πιο ανατριχιαστική γωνία που ήταν δυνατόν χωρίς όντως να του σπάσει ο σβέρκος. Προσευχήθηκε για ένα θαύμα ,αλλά δεν περίμενε πολλά. Και πράγματι ο Διοικητής καθόλους συγκινημένος από τα χάλια του ,τον κλότσησε δυνατά στα πλευρά και του φώναξε “Σήκω Μπέρικ κοπρόσκυλο” Ο Μπέρικ άφησε μονάχα ένα απροσποίητο βογκητό πόνου και απελπισίας και δεν κουνήθηκε. Ήταν δυνατόν να πήγαινε στράφι το ξύλο που έφαγε? Ο Διοικητής αφού είδε ότι οι φωνές του δεν είχαν αποτέλεσμα σάστισε και έπειτα είχε την ιδέα να προσπαθήσει να τον σηκώσει με το ζόρι Ο Μπέρικ τότε τα έπαιξε όλα για όλα. Μόλις το χέρι του Διοικητή ακούμπησε στο πίσω μέρος του λαιμού του ούρλιαξε τόσο δυνατά ,που πίστεψε ότι οι φωνητικές του χορδές θα έσπαγαν. Ο Διοικητής φάνηκε να σαστίζει για ακόμα μια φορά και ο Μπέρικ φοβήθηκε ,ότι ο ηλίθιος δεν θα καταλάβαινε. Για καλή του τύχη όμως μια μοναχική έκλαμψη στοιχειώδους ανθρώπινης ευφυίας έτυχε να περνάει από εκεί και έκανε τον Διοικητή να φωνάξει σε μια παρέα Εκπαιδευόμενων που προφανώς ήρθαν από περιέργεια εξαιτίας των (φωνών) του. “Τσακιστείτε να φωνάξετε τον γιατρό! Αμέσως!” Γενικά δεν ήθελαν να ρισκάρουν τον θάνατο των Εκπαιδευόμενων και έτσι πάντα υπήρχε σε επιφυλακή ένας αληθινός γιατρός στο στρατόπεδο ,από αυτούς που προέρχονταν από την Ιατρική Σχολή της Αλεξάνδρειας και ήξεραν θεραπευτικά ξόρκια. (στέλνονταν σε περιορισμένους αριθμούς στα διάφορα μέρη του κόσμου για να υπηρετήσουν κυρίως τις τοπικές άρχουσες τάξεις. Και ασφαλώς αποτελούσαν ένα ισχυρότατο διαπραγματευτικό ατού στα χέρια της Αλεξάνδρειας.) “Σας έχω πει χίλιες φορές να προσέχετε όταν πλακώνεστε!” είπε ο Διοικητής που στεκόταν αμήχανος δίπλα στον πεσμένο Μπέρικ. Στην πραγματικότητα βέβαια τους έλεγε ότι το ξύλο κάνει τους άντρες ,αλλά ας είναι... Σε ελάχιστα λεπτά άκουσε γρήγορα βήματα να έρχονται προς το μέρος του και ένιωσε μια μορφή να σκύβει επάνω του. “Πώς νιώθεις?” τον ρώτησε μια τσιριχτή φωνή. Ήταν ο καινούριος γιατρός ,που ο Μπέρικ ήλπιζε να είναι και άπειρος. Αντί να του απαντήσου περιορίστηκε σε ένα μουγκρητό πόνου. “Μόλις ακούμπησα τον λαιμό του έκανε σαν ζώο που το σφάζουνε.” φρόντισε να πει κατατοπιστικά ο Διοικητής “Από την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ...” ξεκίνησε να λέει αγχωμένα ο γιατρός “..το μόνο που βλέπω είναι απαίσιους τραυματισμούς. Αλλά αυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία. Δεν υπάρχει καμιά πειθαρχία σε αυτή την Σχολή?” Ο Μπέρικ φοβήθηκε ότι τον είχαν ξεχάσει και βόγκηξε διακριτικά για να στρέψει την προσοχή πάνω του. “Γιατρέ κάνε τα αναθεματισμένα τα ξόρκια σου γιατί αν ο Εκπαιδευόμενος μου πεθάνει όσο μου κάνεις κήρυγμα θα σου κόψω τον κώλο.” Ο Μπέρικ σχεδόν ένιωσε κάποια ευγνωμοσύνη προς τον Διοικητή του. Σχεδόν! “Μα τι να πρωτοθεραπεύσω?” έκανε ο γιατρός ακόμα περισσότερο πανικόβλητος. “Το καημένο το παιδί δείχνει σαν να το ποδοπάτησε άμαξα” “Ε κάνε κάτι που να τα θεραπεύει όλα λοιπόν!” Λίγο ακόμα να συνέχιζε έτσι ο Διοικητής και η ευφυΐα του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σχεδόν ανθρώπινη. “Αυτό σκόπευα να κάνω κύριε μου.” έκανε τον θιγμένο ο γιατρός “ Και τώρα παρακαλώ απομακρυνθείτε όλοι” Με τρεμάμενο χέρι ακούμπησε το κούτελο του Μπέρικ και ψιθύρισε “Sana” Τίποτα όμως δεν συνέβη!. Καθάρισε το λαιμό του ,πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ξαναπροσπάθησε “sana” Αυτή την φορά ο Μπέρικ ένιωσε κάτι σαν μια παγωμένη ενέργεια να ξεκινά από τις παλάμες του γιατρού και να ξεχύνεται βίαια σε ολόκληρο το σώμα του. Τραντάχτηκε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του ,αλλά μετά από ελάχιστες στιγμές συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε κανέναν πόνο. (?) Άθελα του χαμογέλασε. “Μπέρικ κοπρόσκυλο σε περιμένει μια τιμωρία που θα εύχεσαι να μην είχες γεννηθεί ποτέ” του γρύλισε εχθρικά ο Διοικητής “Για να μάθεις να μπλέκεις σε καβγάδες στο μέλλον..” Το χαμόγελο του πάγωσε. Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αλλάξει τη λίστα με τους ανθρώπους που μισούσε περισσότερο σκέφτηκε. Μια εβδομάδα μετά “Luceat umbra” είπε και μέσα στον σκοτεινό κοιτώνα το κερί του άστραψε με μια λάμψη που έμοιαζε εκτυφλωτική “Τι συμβαίνει Μπέρικ?” γκάριξε ο Τζινξυ ,ένας από τους πολλούς που ξύπνησαν εκνευρισμένοι “Αϋπνίες?” “Εσύ Τζίνξυ είσαι αυτός που θα έπρεπε να έχει αϋπνίες ,αφού αν δεν έχεις ανάψει το κερί σου μέσα στον χρόνο...” άφησε την φράση του να αιωρείται. “Και τι με αυτό?” ρώτησε επιθετικά “Με ξύπνησες για να μου κάνεις επίδειξη?” “Όχι ,σε ξύπνησα για να σου κάνω μάθημα!” “Ξεκόλλα Μπέρικ! Και εγώ έχω ανάψει το κερί μου ,αλλά αν μου ζήταγες να σου περιγράψω πως το έκανα...και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει πονοκέφαλος!” παρενέβη Λόκι “Βλέπετε αυτή την πληγή στο χέρι μου?” τους έδειξε ,σηκώνοντας τα μανίκια του ένα άσχημο κόψιμο στο μπράτσο του ,που φαινόταν έτοιμο να αρχίσει να αιμορραγεί. “Πως το έπαθες αυτό?” τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Λόκι “Μόνος μου το έκανα.” απάντησε έξαφνα “Φαίνεται λοιπόν πως τα έχασες από το πολύ ξύλο προχθές!” εξερράγη ο Ξέρξης ,που τόση ώρα παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο Μπέρικ άφησε λίγο τα γέλια να κοπάσουν και ύστερα είπε μια και μόνη λέξη “sana” Σιωπή ,κατάπληξη και ενθουσιασμός! Η πληγή στο χέρι του είχε εξαφανιστεί ως εκ δια μαγείας! “Πώς?” ρώτησαν ,αδυνατώντας να πιστέψουν στα μάτια τους, “Πριν σας απαντήσω ,θα ήθελα να σας πω κάποια πράγματα για το πως σκέφτομαι εγώ την μαγεία. Κανονικά θα έπρεπε να είναι μια ευλογία με την οποία θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κτίρια τόσο ψηλά όσο τα σύννεφα και για να έχουμε πόλεις με χρυσούς δρόμους και καλλιέργειες τόσο πλούσιες ,που δεν θα χρειαζόταν να δουλέψουμε ποτέ στην ζωή μας...” είπε σαν να αφηγούνται κάποιο παραμύθι. “Και αντί για αυτό την αληθινή μαγεία την έχουν στα χέρια τους μερικοί καταραμένοι άρχοντες που τη χρησιμοποιούν μονάχα για να επιβάλλουν την εξουσία τους. Και εμείς είμαστε οι σκλάβοι που σκοτώνουμε και σκοτωνόμαστε για χάρη τους όσο αυτοί τρώνε και πίνουν στους πύργους τους! Και μάλιστα τους μισούς από εσάς...” συνέχισε “..σκοπεύουν να σας αφήσουν ,να σαπίσετε στα ορυχεία ,επειδή διαπράξατε το τρομερό έγκλημα να μην μπορείτε να ανάψετε τη φλόγα σε ένα αναθεματισμένο κερί” Ο λόγος του ,που τον είχε κάνει πρόβα αρκετές φορές την τελευταία εβδομάδα φαινόταν ότι έφερνε αποτελέσματα. Όλοι τον κοιτούσαν εκστατικά και ειδικά εκείνη που δεν είχαν ακόμα καταφέρει να ανάψουν τα κεριά τους. Είχε διαλέξει τα λόγια του με προσοχή. “Και τι μπορούμε να κάνουμε?” Αυτή ήταν η ερώτηση που περίμενε, “Θα κλέψουμε την μαγεία τους ,όπως έκλεψα αυτό το ξόρκι από τον μάγο που με θεράπευσε και θα την χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε ελεύθεροι.” Τώρα που συνειδητοποιούσαν ,τι ήταν αυτό που ουσιαστικά τους έλεγε τον κοιτούσαν με ένα μείγμα τρόπου και δυσπιστίας. “Το ξέρω ότι σας ακούγεται αδύνατο γιατί και εγώ έτσι σκεφτόμουν ,όμως όσο βαριά και αν είναι τα δεσμά μας η μαγεία θα σας απελευθερώσει αν πιστέψετε σε αυτήν. Και για να σας αποδείξω ότι λέω την αλήθεια θέλω όλοι σας να δοκιμάσετε να ανάψετε τα κεριά σας” Αυτό ήταν και το μοναδικό σημείο την “ομιλίας” του για το οποίο ο Μπέρικ δεν ένιωθε καθόλου σίγουρος. Θα μπορούσε άραγε η δυνατή συγκίνηση να βοηθήσει κάποιους να ανάψουν τα κεράκια τους? Μέχρι τώρα μαζί με τον ίδιο μπορούσαν να τα ανάβουν εννέα άτομα. Τώρα κρατώντας την ανάσα του μέτρησε δώδεκα αναμμένες φλογίτσες που τρεμόσβηναν. Δόξα τω Δημιουργώ! “Αφού μέσα σε μόλις μια βραδιά τρεις τα κατάφεραν τότε και οι υπόλοιποι να είστε σίγουροι ,ότι θα καταφέρετε.” είπε για να μην αποθαρρυνθούν και οι υπόλοιποι ,αλλά μάλλον ήταν περιττό το σχόλιο του. Ο Οκούμι ,ο Τζίνξυ και ο Ξέρξης που είχαν ανάψει τα κεριά τους δεν πίστευαν στα μάτια τους και όλοι οι υπόλοιποι μιλούσανε για θαύμα. Όπως καταλαβαίνει κανείς ακολούθησε κάτι σαν αυτοσχέδια γιορτή με πειράγματα ,ξύλο και μαξιλαροπόλεμο. Ακόμα και δύο μπουκάλια κακής ποιότητας κρασί αποκαλύφθηκαν από έναν υπερενθουσιώδη Τζίνξυ αλλά ο Μπέρικ τους συγκράτησε “Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να καταλάβουν ,ότι κάτι παράξενο συμβαίνει!Και βέβαια...” τους προειδοποίησε “...θα ήταν ύποπτο αν τρεις από μας αποκάλυπταν ότι κατάφεραν ταυτόχρονα να ανάψουν τα κεριά τους.” τους” “Έχεις απόλυτο δίκιο Μπέρικ!” συμφώνησε ο Οκούμι “Ήθελα όμως να σε ρωτήσω ,πώς θα καταφέρουμε όμως να αποκτήσουμε τα ξόρκια που χρειαζόμαστε?” “Αυτό θα το συζητήσουμε αύριο με πιο καθαρό μυαλό..” είπε αποφεύγοντας την ερώτηση καθώς δεν ήθελε να χαλάσει το γιορτινό κλίμα. >>>>>>>>>>>>> <<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<< Ο Οκούμι ήταν ένας από τους τρεις που μέσα στην παραζάλη της χθεσινής νύχτας είχαν καταφέρει να ανάψουν τα κεράκια τους και υπέθετε ότι θα έπρεπε να νιώθει ευγνώμων ,όμως το μόνο που αισθανόταν ήταν περίεργα. “Και πώς είσαι σίγουρος ότι κανένας από εδώ δεν θα προδώσει το σχέδιο σου?” είχε ρωτήσει τον Μπέρικ πριν πέσουν και πάλι στα κρεβάτια τους. Ο τελευταίος απάντησε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ,σημάδι ότι είχε ήδη σκεφτεί το ενδεχόμενο και μίλησε επίτηδες μεγαλόφωνα. “Οκούμι ,αν δεν με απατά το ένστικτο μου ,οι μάγοι δεν θα δίσταζαν να μας κρεμάσουν όλους ,ακόμα και αν απλώς υποψιάζονταν ότι είχαμε ακούσει ένα παράνομο ξόρκι. Επομένως αν κάποιος μας καρφώσει είμαι βέβαιος ότι θα έχει την ίδια μοίρα” Είχε στα αλήθεια τρομάξει τότε ,όχι τόσο με την ζοφερή προοπτική του απαγχονισμού αλλά με την ψυχρή λογική του Μπέρικ. Είχε την αίσθηση ,ότι βρέθηκε ξαφνικά στο καράβι εκείνου του τρελού καπετάνιου που πάσχιζε να φτάσει από την Θήβα στο Βυζάντιο ,αν και όλοι τον προειδοποιούσαν ότι θα πνιγόταν. Αυτά είχαν συμβεί εχθές το βράδυ. Σήμερα όμως ήταν Κυριακή ,η μοναδική μέρα της εβδομάδας που οι Εκπαιδευόμενοι ήταν ελεύθεροι να κάνουν και να πάνε όπου θέλουν μέσα στην πόλη. Θεωρητικά ήταν ελεύθεροι και όλο το βράδυ ,αλλά όποιος την δευτέρα τα ξημερώματα δεν ήταν παρόν στην καταμέτρηση ή δεν έδινε τον καλύτερο του εαυτό στην πρωινή εξάσκηση... μαύρο φίδι που τον έφαγε. Μαζί με τον (κολλητό) του φίλο τον Ρισίρι έφυγαν από την σχολή τα ξημερώματα ,όπως άλλωστε το συνήθιζαν. Η πόλη ήταν όμορφη τότε ,πριν ο πολύς κόσμος βγει στους δρόμους και πριν η ζέστη να γίνει αφόρητη. Βασικά όχι ,για να λέμε την αλήθεια η πόλη δεν ήταν απλά όμορφη ,ήταν υπέροχη. Είναι άλλωστε η μόνη πόλη του κόσμου που εκτεινεται σε δυο διαφορετικές ηπείρους που ενώνονται μεταξύ τους από μια τοξωτή γέφυρα ,που χτίστηκε από τους μάγους άρχοντες και έχει μήκος εκατοντάδες μέτρα Το ευρωπαικό της τμήμα χτίστηκε τον τελευταίο αιώνα ,όταν το εμπόριο άνθισε τόσο πολύ που έπρεπε να χτιστούν εκατοντάδες πανδοχεία και καταστήματα, Γιαυτό και εκεί οι δρόμοι είναι ίσιοι και φαρδιοί ,ενώ υπάρχουν μικρά χαριτωμένα πάρκα και καθαριότητα. Αντίθετα το αφρικανικό τμήμα της κατοικείται εδώ και πολλούς αιώνες πριν η πόλη να γίνει η βασίλισσα του κόσμου. Γιαυτό πέρα από τους πανύψηλους πύργους του μάγων αρχόντων που βέβαια είναι απρόσιτοι στους κοινούς θνητούς μπορεί κανείς να συναντήσει όλα εκείνα που θα περίμενε σε μια πυκνοκατοικημένη σύγχρονη πόλη. Στενά λασπωμένα δρομάκια ,παράγκες χτισμένες γύρω από την πόλη ,ζητιάνους ,πόρνες και συμμορίες... ( Το μόνο που δεν θα βρει κανείς όσο και να ψάξει είναι τείχη ,αφού τα παλιά γκρεμίστηκαν σε μια συμβολική κίνηση που έλεγε “Όποιος τολμά ας επιτεθεί” Φυσικά κανείς δεν είχε τολμήσει για δεκάδες χρόνια... ) Ο Οκούμι με τον Ρισίρι κατευθύνονταν προς την νότια και πιο καινούρια πλευρά της (παλιάς) πόλης εκεί όπου μεταξύ των άλλων έμεναν όσοι πλούτιζαν από το εμπόριο ή τη βιοτεχνία χωρίς να έχουν όμως κάποια σύνδεση με τις αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Εκεί υπήρχαν σπίτια πλούσια ,που όμως σπάνια είχαν φρουρούς και ποτέ μαγικά μέτρα ασφαλείας που σύμφωνα με τους αστικούς μύθους μεταμόρφωναν τους επίδοξους διαρρήκτες σε βατράχους. Τι τους ένοιαζαν όμως εκείνους όλα αυτά? Μα φυσικά επειδή η βασική τους ασχολία εδώ και αρκετά χρόνια ήταν διαρρήξεις! Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ,ότι ήταν και κλέφτες... Αυτό που έκαναν ήταν να παρακολουθούν για μια ολόκληρη ημέρα ένα σπίτι που τους φαινόταν ενδιαφέρον και όταν έπεφτε η νύχτα παραβίαζαν τις κλειδαριές και τα λουκέτα που το προστάτευαν, Αυτό ήταν και το αγαπημένο τους σημείο της διαδικασίας ,αφού είχαν αναγάγει την παραβίαση κλειδαριών σε τέχνη κάνοντας συνεχώς εξάσκηση και κατασκευάζοντας περίτεχνα διαρρηκτικά εργαλεία από τα πιο απλά υλικά. Στην συνέχεια διασκέδαζαν κάνοντας βόλτες στο σπίτι και τρώγοντας λιχουδιές που κανονικά δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσουν. Αντικείμενα όμως μεγάλης αξίας δεν έπαιρναν γιατί δεν ήθελαν ούτε την προσοχή να τραβήξουν ,ούτε με κλεπταποδόχους να τρέξουν. Από όταν ξύνησαν ζήτημα ήταν αν ο Ρισίρι είχε πει δύο κουβέντες Γενικά βέβαια ο Ρισίρι σπάνια άνοιγε το στόμα του αν δεν είχε κάτι σημαντικό να πει και ο Οκούμι το σεβόταν ,όμως αυτή τη φορά τον έτρωγε η ανυπομονησία. “Ποια είναι η γνώμη σου για τον Μπέρικ?” “Δυσκολεύομαι να τον εμπιστευτώ αλλά είναι αλήθεια ότι ήδη έκλεψε ένα ξόρκι και έκανε εσένα ,τον Τζίνξυ και τον Ξέρξη να ανάψετε τα κεριά σας” Η αλήθεια είναι ότι αυτά που είχε κάνει ήταν πολύ εντυπωσιακά “Άρα είμαστε μαζί του?” ρώτησε “Καλώς ή κακώς οι ζωές μας είναι στα χέρια του. Αλλά έχω ένα άσχημο προαίσθημα για σήμερα...” Ούτε ο Οκούμι είχε κέφια και έτσι αποφάσισαν σήμερα να κάνουν μια απλή βόλτα στην πόλη και να αποφύγουν το ρίσκο. Όταν όμως γύρισαν στην σχολή το μεσημέρι ,βρήκαν όλους τους συμμαθητές τους να τους περιμένουν στον κοιτώνα ,πράγμα ασυνήθιστο. “Επιτέλους!” έκανε ο Τζίνξυ μόλις τους είδε. “Σας περιμέναμε για να μας πει ο Μπέρικ το σχέδιο του.” Ο Ρισίρι δεν απάντησε αλλά ένιωσε το άσχημο προαίσθημα ,που είχε νωρίτερα να επιβεβαιώνεται. Κάθισαν οκλαδόν δίπλα στους υπόλοιπους ,που πήραν αμέσως θέση μόλις τους είδαν να έρχονται, και ο Μπέρικ σαν ρήτορας από την Θήβα στάθηκε μπροστά τους και ξεκίνησε να εξηγεί. Φαινόταν να το απολαμβάνει μάλιστα... «Το ερώτημα είναι ένα και σαφές. Πού θα βρούμε τα μαγικά ξόρκια που χρειαζόμαστε?» Ήταν φανερό ότι κανένας δεν είχε κάτι να συνεισφέρει στην συζήτηση εκτός από τον Μπέρικ ,οπότε τον άφησαν να συνεχίσει. “Το να κλέψουμε κάποιο μαγικό βιβλίο είναι τόσο πιθανό όσο και το να ληστέψουμε το θησαυροφυλάκιο της πόλης. Το να αναγκάσουμε κάποιον άρχοντα μάγο να μας μάθει τα ξόρκια του είναι αδύνατο. Επομένως υπάρχει μονάχα μια λύση...” Από τον τρόπο που την παρουσίαζε ήταν φανερό ότι δεν θα επρόκειτο και για την πιο ευχάριστη προοπτική του κόσμου. Όλοι ή -ή ας μην υπερβάλλουμε ,σχεδόν όλοι- κατάλαβαν, Οι Ακόλουθοι! “Και πώς θα καταφέρουμε να αναγκάσουμε έναν Ακόλουθο να μας αποκαλύψει τα ξόρκια που ξέρει?» ρώτησε ο Πηρς ,αποσπώντας την επιδοκιμασία όχι μόνο του Λόκι και της παρέας του ,αλλά όλων «Μπορεί να μην είναι κανονικός μάγος αλλά σίγουρα θα ξέρει ένα δυο κόλπα για να μας κάνει να υποφέρουμε ..” “Εάν ξυπνήσει με ένα μαχαίρι κολλημένο στον λαιμό του δεν έχει σημασία αν είναι Ακόλουθος ή όχι. Θα τον αναγκάσουμε να μας γράψει τα ξόρκια που γνωρίζει ,θα τον δέσουμε και ύστερα θα εξαφανιστούμε. Κανείς δεν πρόκειται να μας υποψιαστεί.» Ο Μπέρικ το παρουσίαζε σαν μια ακίνδυνη βόλτα στην πόλη και η σιγουριά του ήταν εντυπωσιακή. «Μα σε ποιον Ακόλουθο θα το κάνουμε αυτό? Αν μάθουν ότι αποκάλυψε τα μαγικά του ξόρκια σε κάποιον ίσως τον σκοτώσουν!» Ήταν ο Τόμας που είχε μιλήσει ,καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια όπως έδειχναν τα κατακόκκινα μάγουλά του, και οι περισσότεροι δεν φαίνονταν να μοιράζονται τις ευαισθησίες του. Ο Μπέρικ όμως ήταν ούτως άλλως προετοιμασμένος για αυτό το επιχείρημα. “Θέλω όλοι σας να σκεφτείτε τον πιο ηλίθιο και αντιπαθητικό εκπαιδευόμενο ,που έχει περάσει ποτέ από την σχολή.” τους ζήτησε. Και ολοι συμφώνησαν αμέσως σε ένα όνομα όνομα: Βόσυρης! “Μα αυτός θα μας σκοτώσει!” διαμαρτυρήθηκαν. “Δεν θα μας σκοτώσει γιατί θα τον πιάσουμε στον ύπνο. Ας είναι καλά ο Οκούμι ,ο Ρισίρι και το ταλέντο τους στο να ανοίγουν κλειδαριές...” Ο Οκούμι ένιωσε την καρδιά του να βυθίζεται στο στήθος του. Ο Ρισίρι απλά κάτι μουρμούρισε και δεν αντέδρασε. “Και πώς θα βρούμε που μένεις ο Βόσυρης?” ρώτησε ο Λόκι δύσπιστα. «Ξέρω ήδη!» απάντησε ο Μπέρικ αποστομώνοντας τον. Οι Ακόλουθοι ,όπως όλοι γνώριζαν, παρέμεναν στην Αλεξάνδρεια για ένα διάστημα τριών περίπου μηνών μετά την (αποφοίτηση) τους προκειμένου να εκπαιδευθούν από τον άρχοντα στρατηγό τους και να προετοιμαστούν για τις μελλοντικές αποστολές τους. Και μάλιστα έμεναν σε συγκεκριμένα μικρά ,αλλά όμορφα σπίτια που βρίσκονταν στα ανατολικά προάστια. Παρακολουθώντας τους πιο κεντρικούς δρόμους στα προάστια αυτά ,ο Μπέρικ δεν είναι δυσκολευτεί να εντοπίσει τον γιγαντόσωμο και μελαμψό Βόσυρη που ακόμα και να ήθελε θα του ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητος. Ακόμα και ο Οκούμι εντυπωσιάστηκε από την προνοητικότητα του ,αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι χάρηκε κιόλας. Άλλον να ανοίγεις άδεια σπίτια και άλλο να μπαίνεις κρυφά στο σπίτι ενός τύπου που μέχρι πριν λίγες βδομάδες ήταν γνωστός στην σχολή ως «το Τέρας». Οι εξελίξεις όμως ήταν ραγδαίες και με τρόμο συνειδητοποίησε ,ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τις αποτρέψει… Όμως υπήρχε και ένας ακόμα ,που δεν ήταν ενθουσιασμένος με την καινούρια τροπή των πραγμάτων. “Και τι θα γίνει αν μας πιάσουν?” ρώτησε ο Ξέρξης. “Δεν θα κρεμάσουν μόνο εσένα ξέρεις ,αλλά και εμάς μαζί!” “Αν δεν το κάνουμε ...” απάντησε ο Μπέρικ δραματικά “...ο Αίγης και ο Ξέρξης μέσα σε λιγότερα από ένα χρόνο θα έχουν μια μοίρα χειρότερη από θάνατο.” Η σκέψη και μόνο των ορυχείων της Αιγύπτου έφερνε σε κάθε εχέφρονα Εκπαιδευόμενο ανατριχίλα. “Μα δεν μας εγγυάται κανείς ,ότι τα μαγικά ξόρκια ,θα τους βοηθήσουν σε οτιδήποτε!”διαμαρτυρήθηκε ο Ξέρξης. “Θα πάρεις εσύ λοιπόν την ευθύνη ,που δεν θα προσπαθήσουμε έστω?” Τα βλέμματα και τα επιχειρήματα τους διασταυρώθηκαν όμως η πραγματικότητα ήταν ,ότι ήδη τρεις από αυτούς είχαν καταφέρει με θαυμαστό τρόπο να ανάψουν τα κεριά τους. Ο Δημιουργός να τους βοηθούσε αλλά θα ακολουθούσαν το τρελό σχέδιο του Μπέρικ! Α2 Πριν από λίγο καιρό, ο Σάντο πίστευε ότι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στα ορυχεία της Αιγύπτου ,αφού εδώ και χρόνια οι προσπάθειες του να ανάψει εκείνο το αναθεματισμένο κερί έπεφταν στο κενό. Όταν όμως άκουσε το σχέδιο του Μπέρικ.... Ήταν τόσο παράξενο στην αρχή! Μετά όμως ξεστόμισε μια και μοναδική λέξη – sana πρέπει να ήταν- και εκείνο το βαθύ κόψιμο στο χέρι του εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Δεν ήταν κάποιο φθηνό κόλπο ,ήταν μαγεία! Και μέσα σε αυτά είχε ανάψει και ο ίδιος το δικό του κερί για πρώτη φορά! Δεν μπορούσε να πει πως το κατάφερε μα πάντα το ήξερε ότι η μοίρα του δεν έπρεπε να είναι η ίδια με εκείνους τους άχρηστους που δεν μπορούσαν να κάνουν μια μικρή φλογίτσα να εμφανιστεί. Όμως για να λέμε την αλήθεια καθώς τα χρόνια είχαν περνούσαν είχε αρχίσει να ανησυχεί και έτρεμε με τις ιστορίες για τα ορυχεία στην Αιγύπτου ,που έφταναν χιλιάδες μέτρα κάτω από τη γη ,εκεί που ζούσαν πλάσματα φοβερά και κατασπάραζαν όσους επιχειρούσαν να κλέψουν τα πολύτιμα μέταλλα τους. Πώς ένιωσε λοιπόν όταν άναψε εκείνη η φλόγα! Σαν ένα ποτάμι να ξεχύθηκε μέσα του ,τόσο δυνατός. Το ίδιο συναίσθημα που ένιωθε και όταν κέρδιζε μια μάχη ,αλλά μεγενθυμένο χίλιες φορές. Πόσο μάταιες του φαίνονταν τώρα όλες εκείνες η μάχες που είχε δώσει με μεγαλύτερους και περισσότερους συχνά αντιπάλους του μόνο και μόνο για κείνη την πικρή χαρά ,ότι τελικά είχε επιβιώσει.. Φυσικά διασκέδαζε βάζοντάς τα και με πιο αδύναμους ,γελούσε όταν έβαζαν τα κλάματα ,αισθανόταν ικανοποίηση όταν τον εκλιπαρούσαν να τους λυπηθεί και καμιά φορά όταν του αντιστέκονταν το απολάμβανε να τους σπάει τα δάχτυλα και να τους στέλνει σφαδάζοντας στον γιατρό, Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που ένιωθε τώρα χάρη στον Μπέρικ ,κάποιον δηλαδή για τον οποίο πάντα είχε την εντύπωση ,ότι ήταν ένας δειλός και ονειροπαρμένος ,που απέφευγε τους καβγάδες επειδή φοβόταν μήπως σημαδέψει το χαριτωμένο προσωπάκι του. Ίσως ο Δημιουργός να παρουσιάστηκε στον ύπνο του ,όπως έλεγαν κάποιες παλιές ιστορίες ότι γινόταν με τους σοφούς άντρες. Ή ίσως έτσι να ήταν πάντα και να το έκρυβε. Ο Σάντο το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε βρει κάτι που ποτέ δεν περίμενε να αποκτήσει: έναν φίλο! >>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> Τέτοια παράξενα πράγματα σκεφτόταν όλη την εβδομάδα ο Σάντο και αισθανόταν κάπως άβολα με την νέα του αυτή συνήθεια (Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι εκείνη την εβδομάδα είχε κάτσει να σκεφτεί περισσότερο απ' ότι όλο τον προηγούμενο χρόνο) Επιτέλους όμως πλησίαζε η Κυριακή και η Κυριακή ήταν μια μέρα για δράση. Σύμφωνα βέβαια με το αρχικό σχέδιο άλλοι θα ήταν εκείνοι που θα αναλάμβαναν δράση. Συγκεκριμένα ,τα δύο κλεφτρόνια θα παρακολουθούσαν από το πρωί το σπίτι του Βόσυρη και αργά το βράδυ ,αφού είχαν βεβαιωθεί ,ότι ήταν μόνος και κοιμόταν θα τον αιφνιδίαζαν και με την αρωγή του Μπέρικ θα του αποσπούσαν τα ξόρκια. 'Ήταν φανερή η πίστη του τελευταίου ,πως όσο λιγότεροι ήταν τόσο πιο δύσκολα θα γίνονταν αντιληπτοί. Ακουγόταν λογικά ,αλλά ο Σάντο δεν μπορούσε να παραβλέψει ένα εμφανές πρακτικό πρόβλημα. Ο Βόσυρης ήτανε πολύ σκληρό καρύδι και αυτό το γνώριζε από προσωπική εμπειρία ,έστω και ορισμένα χρόνια πριν (αφού έκτοτε είχε αποκτήσει την σύνεση να τον αποφεύγει). Πάντα κυκλοφορούσε με μια ντουζίνα τσιράκια του και αν τον στραβοκοίταζες σε σάπιζε στο ξύλο στη στιγμή. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι τώρα θα αποδεικνυόταν τόσο συνεργάσιμος. Σίγουρος για αυτό ,είχε αποφασίσει να προειδοποιήσει τον Μπέρικ ,τον οποίο βρήκε μόνο του στον Κοιτώνα. Ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του με την πλάτη στον τοίχο και διάβαζε ένα από τα βιβλία που συνήθιζε να κλέβει ,όποτε έβρισκε την ευκαιρία. “Μπορώ να σου μιλήσω ελεύθερα για αύριο?” ρώτησε με κάποια αμηχανία. “Φυσικά Σάντο.” του απάντησε και έκλεισε προσωρινά το βιβλίο αφού τσάκισε την σελίδα στην οποία βρισκόταν. “Αυτά τα δύο μπάσταρδα ο Οσούμι και ο Ρισίρι μπορεί να είναι καλοί στο να παίζουν με τις κλειδαριές τους ,αλλά αν κάτσει μια στραβή θα γίνουν καπνός πριν προλάβεις να το καταλάβεις.” Δεν ήξερε τι αντίδραση να περιμένει από τον Μπέρικ και μετάνοιωσε που ήταν τόσο ευθύς. Αφού τους είχε προτείνει για αυτή τη σημαντική δουλειά ίσως και να τους συμπαθούσε αν και δεν είχε δείξει κάτι τέτοιο μέχρι τώρα. “Θα ήταν όντως καλό να έρθεις και συ Σάντο ,αλλά ας ελπίσουμε ,ότι τα προσόντα σου δεν θα μας είναι απαραίτητα..” του απάντησε τελικά αφού το σκέφτηκε λιγάκι. Δεν έδειχνε ενθουσιασμένος αλλά αφού δέχτηκε να τον πάρει μαζί του όλα είχαν πάει μια χαρά..Η τύχη βοηθά αυτούς που βοηθάνε τον εαυτό τους σκέφτηκε. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήρεμα με αποκορύφωμα το μάθημα ξιφομαχίας. Ο Οκούμι και ο Ρισίρι συνήθιζαν να εξασκούνται μαζί για να χαζεύουν αλλά ο Σάντο όσες φορές βρήκε την ευκαιρία τους χάλασε το ντουέτο και τους γέμισε και τους δύο με αρκετές μελανιές ,προειδοποιητικές ,όπως τις θεωρούσε ο ίδιος. Μια γαλήνια μέρα πριν την καταιγίδα ,έτσι σκεφτόταν.... >>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> Την επόμενη τα ξημερώματα ο Οκούμι και ο Ρισίρι ,όπως το συνήθιζαν, εγκατέλειψαν την σχολή όχι όμως με σκοπό να εντοπίσουν ένα βολικό σπίτι για διάρρηξη αλλά για να παρακολουθήσουν το σπίτι του Βόσυρη. Όσο για τους υπόλοιπους ,παρά την αγωνία τους να βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων, προσπάθησαν να ακολουθήσουν το καθημερινό τους πρόγραμμα ,ώστε να μην κινήσουν τις υποψίες κανενός. Έτσι και ο Σάντο σηκώθηκε από το κρεβάτι του αργά και βγήκε για μια βόλτα στην πόλη. Δεν ήπιε όμως και δεν έμπλεξε σε καβγάδες. Ούτε όμως άφησε και εντελώς αναξιοποίητο τον χρόνο του. Βρήκε ένα σιδερά γέρο και χωρίς πελατεία και μετά από παζάρια τον κατάφερε να του ακονίσει τον εγχειρίδιο για μόλις δύο σελήνια. Ήταν ένα από τα βασικά όπλα που χρησιμοποιούσαν για εξάσκηση στη σχολή και τους επέτρεπαν να τα έχουν πάνω τους για αυτοπροστασία. (?) Με τον Μπέρικ είχαν κανονίσει να συναντηθούν στο βραδινό φαγητό. Προσπάθησε να του πιάσει την κουβέντα ,αλλά ήταν σκεπτικός και απαντούσε μονολεκτικά ,πιθανόν εξετάζοντας ξανά και ξανά το σχέδιο τους για σήμερα. (?) Η αίθουσα που κανονικά ήταν γεμάτη με εκατοντάδες παιδιά να κάθονται στα στενόμακρα τραπέζια ,σήμερα ήταν μισοάδεια αφοί πολλοί ήταν εκείνοι που προτιμούσαν να χάσουν ένα γεύμα διασκεδάζοντας στην πόλη. Τα έθιμα όμως τηρούνταν κανονικότατα. Ο Διοικητής τους στρατοπέδου αρχικά είπε την καθιερωμένη προσευχή στον Δημιουργό και έπειτα όλοι όσοι βρίσκονταν στην αίθουσα ανεξαιρέτως σήκωσαν τα ποτήρια τους που περιείχαν ένα δυναμωτικό ποτό και ευχήθηκαν υγεία και δόξα στους Άρχοντες-μάγους της πόλης. Στην συνέχεια κατέβαζαν το μικρό ποτήρι μονορούφι ένα έθιμο που είχε επιβληθεί από την αποτρόπαια γεύση του δυναμωτικού. Ύστερα έφαγαν ,βγήκαν από τη σχολή μέσω της κύριας πύλης ,περπάτησαν λίγο στην πόλη και τελικά έφτασαν. Για τον Μπέρικ τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Όλη του ζωή είχε συνηθίζει να ζει μέρες αδιάφορες ,όπου ότι και να έκανες δεν είχε στα αλήθεια μεγάλη σημασία. Μπορούσες να δίνεις τον χειρότερο σου εαυτό ,να σέρνεσαι κυριολεκτικά και το χειρότερο που θα σε περίμενε ήταν μια τιμωρία από τον Διοικητή. Σήμερα όμως όλα με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο όλα θα άλλαζαν. Αυτό βέβαια το ήξερε από την αρχή ,αλλά η γνώση από την συνειδητοποίηση απέχουν όσο το Βυζάντιο από την Αίγυπτο. Έτρωγε χωρίς όρεξη απαντώντας παράλληλα σε κάποιες ανοησίες του Σάντο. Ίσως ήταν λάθος του ,που έπαιρνε αυτόν τον στόκο μαζί του αλλά από την άλλη ήταν χωρίς αμφιβολία ο καταλληλότερος “πολεμιστής” Γεροδεμένος ,σαν τον Τόμας ,αλλά αθόρυβος και πολύ δυνατός. Αν ήταν και μουγκός θα ένιωθε χαρούμενος για την επιλογή του. Έξω το σκοτάδι είχε απλωθεί στους σχεδόν έρημους δρόμους και η πόλη ανέδυε το φυσικό της άρωμα ,έναν συνδυασμό από τις κολόνιες των λίγων και τον ιδρώτα των πολλών. Το στομάχι του σφίχτηκε και γενικότερα ένιωθε σαν να είχε αρπάξει κανένα κρυολόγημα. Ακούμπησε παρηγορητικά τα χέρια του στα δύο εγχειρίδια που κουβαλούσε -το ένα δικό του και το άλλο του Τζίνξυ- και που προς το παρόν κρύβονταν σε δύο διακριτικές θήκες. (?) Θα έπρεπε να ευχαριστώ τον Δημιουργό ,σκέφτηκε, μόνο και μόνο επειδή μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Το μόνο που ένιωθε όμως ήταν αγωνία. Φτάνοντας στο σπίτι του Βόσυρη επιβράδυναν και άρχισαν να αναζητούν τον Ρισίρι και τον Οκούμι με το βλέμμα τους. Τελικά κατάφεραν να τους βρουν μόνο όταν ο Οκούμι τους ένευσε το χέρι ,τόσο καλά κρυμμένοι ήταν μέσα στις σκιές σε ένα στενό δρομάκι που έβλεπε κατευθείαν στον στόχο τους. Ένα παραδοσιακό ,ξύλινο ,μονοόροφο σπίτι με αυλή ,από αυτά που χτίζονταν πριν η πόλη πλημμυρίσει με κατοίκους, Έδειχνε γαλήνιο και κοιμισμένο ,όπως και όλη η γύρω περιοχή... “Έχουν περάσει τουλάχιστον δυο ώρες ,που γύρισε σπίτι.” τους ενημέρωσε ο Οκούμι αντί χαιρετισμού. “Τόσο νωρίς?” αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Μπέρικ. Ο ήλιος δεν είχε πολύ ώρα που είχε δύσει. “Έδειχνε μεθυσμένος?” “Σίγουρα έδειχνε ευδιάθετος...” του απάντησε ο Οκούμι “αλλά δεν ξέρω αν ήταν από το ποτό. Από τότε δεν έχουμε δει φως ούτε έχουμε ακούσει τον παραμικρό ήχο από το σπίτι” “Ας το κάνουμε λοιπόν!” προέτρεψε ο Μπέρικ με περισσότερη σιγουριά απ' όση ένιωθε. Ο Οκούμι και ο Ρισίρι αντάλλαξαν μια σιωπηλή ματιά ,αλλά φαίνεται ότι παρά τις αμφιβολίες τους είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους. Έτσι και οι τέσσεριες μαζί ,σκυμμένοι και κρατώντας την ανάσα τους εγκατέλειψαν την κρυψώνα τους και κινήθηκαν προς την αυλόπορτα του σπιτιού. Βεβαιώθηκαν ότι κανένας δεν τους έβλεπε και αφού την έσπρωξαν να ανοίξει -ευτυχώς χωρίς κανέναν θόρυβο- κινήθηκαν προς το κατώφλι του σπιτιού ,όπου η μακριά σκεπή και τα ξύλα που την στήριζαν έριχναν βαθιές ,αδιαπέραστες σκιές. Για μια στιγμή ο Μπέρικ φοβήθηκε ότι δεν θα υπήρχε αρκετό φως για τον Οκούμι και τον Ρισίρι αλλά οι δύο τελευταίοι όχι μόνο δεν έδειχναν να ανησυχούν ,αλλά είχαν χαλαρώσει και ενεργούσαν μεθοδικά καθώς αδιαμφισβήτητα βρίσκονταν στο στοιχείο τους. Πρώτα ο Ρισίρι ακούμπησε το αυτί του στην πόρτα και μετά από κάποια αγωνιώδη δευτερόλεπτα έκανε νόημα στον Οκούμι να πλησιάσει. Εκείνος το έκανε αθόρυβα και αφού έπεσε στα γόνατα μπροστά από την κλειδαριά έβγαλε από μια εσωτερική τσέπη τα αυτοσχέδια διαρρηκτικά του εργαλεία ,που ήταν εντυπωσιακά σε αριθμό και ποικιλία ,αφού άλλα έδειχναν να είναι απλά σύρματα κυρτωμένα σε διάφορες γωνία ενώ άλλα είχαν περίτεχνα σχήματα και μυτερές απολήξεις. Δοκίμασε διάφορα από αυτά χωρίς να μείνει ικανοποιημένος και τελικά εισήγαγε ένα αντικείμενο σαν νυστέρι κρατώντας το πλαγιαστά. Ο Ρισίρι τότε δείχνοντας ότι έκανε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο έβαλε μια λεπτή μεταλλική βέργα στην κλειδαριά ,η οποία ως εκ δια μαγείας σταμάτησε να αντιστέκεται και άνοιξε αθόρυβα. Τα είχαν καταφέρει ταχύτατα και το κατόρθωμα του γινόταν ποιο εντυπωσιακό αν σκεφτόταν κανείς ότι είχαν για μόνο φως την χλωμή σελήνη. Απρόθυμα ο Σάντο ένιωσε κάποιον θαυμασμό για την τέχνη αυτόν τον δύο ,αλλά σύντομα τον αντικατέστησε η ανησυχία καθώς μπήκαν στο έρημο σαλόνι. Σταμάτησαν για λίγο χωρίς να κάνουν βήμα για να βεβαιωθούν ότι δεν τους είχαν αντιληφθεί αλλά και ότι όλοι τους ήταν έτοιμοι. Ο Σάντο με τον Μπέρικ κρατούσαν μαχαίρια , ο Οκούμι ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα και ο Ρισίρι ένα σκοινί. Τα μάτια τους είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι αλλά όταν προχώρησαν ξανά ,το έκαναν επιφυλακτικά και αργά. Από την πρώτη στιγμή ο Σάντο ένιωθε σαν κάποιος να παραμόνευε πίσω του κρατώντας ένα μαχαίρι που σημάδευε τον λαιμό του ,αλλά το απέδωσε απλά στο γεγονός ότι εισέβαλε στο σπίτι κάποιου που είχε τη σωματοδομή αρκούδας. Είχε περάσει μπροστά από τον Μπέρικ και ένιωθε καλύτερα έτσι. Συνέχισε λοιπόν να περπατάει κρατώντας την ανάσα του και σφίγγοντας το μαχαίρι που κρατούσε. Έφτασε στον διάδρομο και έστριψε υπολογίζοντας να φτάσει στην κρεβατοκάμαρα του Βόσυρη. Και τότε τον είδε! Στεκόταν μπροστά του κοιτάζοντας τον με μάτια που στάλαζαν οργή και κρατώντας μια μακριά ξύλινη σανίδα. Ακίνητος και αθόρυβος σαν κυνηγός που περιμένει το θήραμα του. Ήταν πανύψηλος με τα πόδια του να θυμίζουν μικρούς κορμούς δέντρων και τους μύες του να δείχνουν καμωμένοι από σίδερο Μπροστά του δεν ήταν παρά ένα ανυπεράσπιστο βρέφος και πριν καν προλάβει να φωνάξει προειδοποιητικά του είχε καταφέρει μια κλωτσιά στην κοιλιά που τον σήκωσε κυριολεκτικά στον αέρα και τον βρόντηξε με δύναμη στον τοίχο από πίσω. Ο Οσούμι και ο Ρισίρι που έτρεξαν χωρίς καμιά προφύλαξη προς το μέρος του (για να τον βοηθήσουν άραγε ή είχε απλά αδειάσει το μυαλό του από την έκπληξη?) δεν είχαν καμιά ελπίδα. Ο Βόσυρης τους κατέβασε την ξύλινη σανίδα κατακέφαλα και τους σώριασε αναίσθητους δίπλα του. Ο Σάντο αισθάνθηκε κάποια ικανοποίηση που οι ηλίθιοι την πάτησαν όπως και ο ίδιος αλλά και κάποιον πανικό. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο Μπέρικ ήταν να φύγει όσο προλάβαινε. Ήταν έτοιμος να του φωνάξει να κάνει αυτό ακριβώς όταν συνειδητοποίησε ότι ο Βόσυρης μπορεί χάρη σε μια υπεράνθρωπη έκτη αίσθηση να τους είχε αντιληφθεί ,αλλά δεν ήξερε τον αριθμό των εισβολέων! Και πράγματι βλέποντας τους εξουδετερωμένους πέταξε το ξύλινο ραβδί που κρατούσε και κινήθηκε να επιθεωρήσει τα θύματα του. Ο Μπέρικ τότε ,που είχε παραμείνει κρυμμένος στην στροφή του διαδρόμου βρήκε την ευκαιρία να του επιτεθεί με τις δίδυμες λεπίδες του να αστράφτουν ξαφνικά και να κατευθύνονται στο λαιμό του Βόσυρη. Εκείνος όμως φαίνεται πως ήταν στα αλήθεια ευλογημένος από τον θεό του πολέμου με αντανακλαστικά αιλουροειδούς γιατί πισωπάτησε την τελευταία στιγμή και τη γλίτωσε χωρίς καν να γρατσουνιστεί. “Ώστε κρυβόταν και άλλο ένα σκουλήκι.” είπε γελώντας περιφρονητικά. Παρότι ήταν άοπλος φαινόταν να έχει απόλυτα τον έλεγχο της κατάστασης. Ο Μπέρικ δεν έχασε χρόνο να του απαντήσει και για ακόμα μια φορά όρμησε ξαφνικά ελπίζοντας να βρει τον εχθρό του ευάλωτο. Όμως και πάλι ο Βόσυρης απέφυγε το χτύπημα του με άνεση και αντεπιτέθηκε με μια μπουνιά που βρήκε τον Μπέρικ στα πλευρά και τον έκανε να βογκήξει. Δεν χρησιμοποίησε όμως αυτή την ευκαιρία για να τον αποτελειώσει ούτε για να σηκώσει την ξύλινη βέργα του. Απλά έκανε δυο βήματα πίσω και περίμενε την επόμενη επίθεση του μανιασμένου Μπέρικ. Έπαιζε συνειδητοποίησε ο Σάντο και ο Μπέρικ παρότι αγωνιζόταν σαν λιοντάρι ήταν εξ αρχής καταδικασμένος. Αν είχε το μακρύ του σπαθί ίσως να κατάφερνε να τον αντιμετωπίσει στα ίσα τον άοπλο αντίπαλο του αλλά εν προκειμένω τα δύο μικρά του εγχειρίδια ήταν τόσο κατάλληλα όσο μια οδοντογλυφίδα για να αναχαιτίσει έναν ανεμοστρόβιλο. Το να αποκαλούμε βέβαια άοπλο κάποιον που τα χέρια του είναι δυνατά σαν σφυριά μάλλον διαστρεβλώνει το νόημα της φράσης. Ο Μπέρικ όχι μόνο δεν τον απειλούσε αλλά ήταν φανερό ότι μονάχα την τελευταία στιγμή κατάφερνε να αποφύγει βαριά πλήγματα ο ίδιος. Το αναπόφευκτο όμως δεν άργησε να συμβεί. Ο Βόρυρις τον χτύπησε με την συντριπτική του μπουνιά στον ώμο και ήταν φανερό από την αντίδραση του Μπέρικ ,ότι το το καλό του χέρι ,το δεξί είχε αχρηστευτεί. Αντί όμως εκείνος να τα παρατήσει έσφιξε τα δόντια και άρχισε να επιτίθεται με μια λύσσα που ο Σάντο δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να έκρυβε ο Μπέρικ. Παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαξε. Ο Βόσυρης καθυστερούσε την εξουδετέρωση του Μπέρικ επίτηδες ,απολαμβάνοντας με σαδισμό την απελπισμένη του αντίσταση και την κενή οργή του. Ο Σάντο ήθελε να ουρλιάζει από την απελπισία του ,όμως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Ο φίλος του συνέχιζε να αγωνίζεται και έτσι πάλεψε και ο ίδιος να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του. Αισθανόταν σαν να τον είχαν χτυπήσει στο στήθος με βαριοπούλα ,όμως δεν πρέπει να είχε σπάσει τίποτα. Στην αρχή αναζήτησε το μαχαίρι με το βλέμμα του ,όμως τελικά βρήκε μια καλύτερη ευκαιρία. Ο Βόσυρης έκανε κύκλους γύρω από τον Μπέρικ για να το αποτελειώσει και αν συνέχιζε την πορεία του ,σύντομα θα περνούσε από μπροστά του. Άντεξε λίγο ακόμα ,προσευχήθηκε. Λίγο ακόμα! Και πράγματι ο Μπέρικ αν και τρέκλισε πια ,άντεξε έτσι που έστειλε τον Βόσυρη να περάσει ακριβώς μπροστά του. Με όλη του την δύναμη όρμησε τότε στα πόδια του και ενώ φυσικά δεν κατάφερε να τον ρίξει φάνηκε να τον βγάζει για λίγο από την ισορροπία του. Ο Μπέρικ είδε την ευκαιρία και έτρεξε με δύναμη να πέσει πάνω του σε μια κίνηση που η περισσότερη θα χαρακτήριζαν αυτοκτονική. Ο Βόσυρης όμως πράγματι έπεσε από την συνδυασμένη τους προσπάθεια και μάλιστα έπεσε με το κεφάλι στον τοίχο ,όπου πριν λίγο είχε συντριβή ο ίδιος. Ο Μπέρικ άδραξε την ευκαιρία για να βρεθεί από πάνω του με το εγχειρίδιο να πιέζει τον λαιμό του τόσο ,ώστε αίμα να τρέχει από μια μικρή πληγή που άνοιξε “Έτσι και βγάλεις μιλιά θα σου κόψω το λαρύγγι. Καταννοητός?” Μιλούσε λαχανιασμένα και δύσκολα. Αίμα έτρεψε από την μύτη του ενώ ήταν ολόκληρος μουσκεμένος στον ιδρώτα. Ο Βόσυρης κούνησε το κεφάλι του ελαφρά ,χωρίς όμως να μαλακώσει το βλέμμα του. “Άκου κρετίνε.” του είπε αφού ηρέμησε λιγάκι (Εν τω μεταξύ ο Σάντο που είχε βρει το μαχαίρι του το ακουμπούσε επίσης στον λαιμό του Βόσυρη.) “Νωρίτερα σήμερα μπλέξαμε σε καβγά με κάποιον ,ο οποίος για κακή μας τύχη αποδείχτηκε ότι είναι λακές ενός άρχοντα ,που τώρα θέλει τα κεφάλια μας...” Τα ψέματα του έβγαιναν με μεγάλη φυσικότητα! ““Αποφασίσαμε λοιπόν να τον σκάσουμε για πιο εύκρατα κλίματα ,αλλά προφανώς χρειαζόμαστε και κάποια εφόδια για να επιβιώσουμε. Ο Βόσυρις τους κοίταξε με μια απορία που παραλίγο να κάνει τον Μπέρικ να βάλει τα γέλια. “Την μαγεία ηλίθιε! Χρειαζόμαστε τα ψίχουλα της μαγείας που χωρίς αμφιβολία διαθέτεις...” απαίτησε κάνοντας νόημα στον Σάντο να φέρει το χαρτί και το μολύβι από τις τσέπες του αναίσθητου Ρισίρι. “Θα τα γράψεις σε ένα φύλλο χαρτί μαζί με ότι άλλο χρειάζεται να ξέρουμε και θα σε αφήσουμε να ζήσεις..” Μετά από τον τρόμο που είχαν υποστεί καμιά προφύλαξη δεν ήταν αρκετή. Έτσι ενώ ο Μπέρικ τον απειλούσε με το μαχαίρι ο Σάντο του έδεσε τα πόδια σφιχτά μεταξύ του και του έβαλε το κομμάτι ύφασμα στο στόμα. Ύστερα κάθισε πάνω στο αριστερό του χέρι και έφερε την κοφτερή λεπίδα στον λαιμό του. Και όμως παρόλα αυτά δεν αισθανόταν ότι είχε τον έλεγχο αλλά ότι καθόταν πάνω σε ένα ηφαίστειο που ήταν έτοιμο να εκραγεί. Αφού έγιναν όλα αυτά ο Μπέρικ έδωσε το χαρτί και το μολύβι στον Βόσυρη και πήρε θέση έτοιμος να επέμβει στην παραμικρή επιθετική του κίνηση. Ο Βόσυρης διαισθανόμενος ίσως τον φόβο τους έμεινε για λίγο αναποφάσιστος ,μέχρι που μίλησε ο Σάντο. “Άκου ,ζώον...” είπε μέσα στο αυτί του “ τύπος από εδώ άναψε το κερί του την πρώτη μέρα που ήρθε στην σχολή. Θα δοκιμάσει λοιπόν τα ξόρκια σου και αν δεν δουλεύουν θα σε ευνουχίσω.” Το να απειλείς με μίσος κάποιον που πριν λίγο είχε επιχειρήσει να σε συνθλίψει δεν ήταν πια και τόσο δύσκολο..Έτσι ο Βόσυρης έγραψε. “Μόνο αυτά είναι?” ρώτησε ο Μπέρικ καχύποπτα όταν σταμάτησε. Ο Βόσυρις κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Στα μάτια του φαινόταν αληθινός τρόμος και ο Μπέρικ τον πίστεψε. Είχαν γίνει λοιπόν όλα όσα έπρεπε εκτός από ένα. Αστραπιαία τον χτύπησε με την λαβή του εγχειριδίου του στο κούτελο και τον έριξε αναίσθητο. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να υποφέρει. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε με δύναμη την αιχμή του εγχειριδίου του. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησε να κάνει. Γιατί το μαλακό του δέρμα που τρεμούλιαζε ελαφρά με κάθε ανάσα έμοιαζε να είναι πιο σκληρό και από μέταλλο! Ήταν λάθος του ,που τον αναισθητοποίησε ,συνειδητοποίησε... Το μίσος είχε κρυφτεί από τα κλειστά πλέον μάτια του και το πρόσωπο του έδειχνε γαλήνιο και άκακο παρότι ο Μπέρικ ήξερε ότι μόλις πριν λίγο ο Βόσυρης είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει και με μεγάλη μάλιστα απόλαυση. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να εστιάσει στον πόνο που ένιωθε από τον σακατεμένο του ώμο και ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο του σώμα. Στον πόνο που θα ένιωθε όταν ο Σάντο θα αποκάλυπτε το σημερινό περιστατικό ,θα τον περιέγραφε και ύστερα θα τον έκαιγαν ζωντανό ή θα του έκαναν ακόμα χειρότερα. Ότι όμως και να σκεφτόταν δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν ανήμπορος σαν μικρό αγοράκι που ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι έχει μπλέξει με κάτι που κανονικά είναι δουλειά μόνο για άντρες. Είχε κοντέψει να πεθάνει πριν λίγα λεπτά ,είχε σωθεί από ένα θαύμα και τώρα δείλιαζε να κάνει το μόνο απαραίτητο πράγμα... Δάκρυσε για την ανυμποριά και καταράστηκε τον Δημιουργό και όλους τους θεούς μαζί. Και τότε ο Σάντο ,τον οποίο είχε παντελώς ξεχάσει του πήρε απαλά το εγχειρίδιο από το χέρι και έσκισε τον λαιμό του Βόσυρη σαν χαρτόνι. Αίμα έτρεξε ,κατακόκκινο και πηχτό. Αίμα ,αίμα ,αίμα Ύστερα ο Σάντο τον βοήθησε να σηκωθεί και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας σαν υπάκουος σκύλος. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο ηλίθιος να τα έκανε όλα σωστά τι στιγμή που ο ίδιος τα είχε χαμένα? Η οργή που του έφερε αυτή η σκέψη τον βοήθησε να συνέλθει. Καταρχάς έδωσε οδηγίες στον Σάντο ,να ψάξει την κρεβατοκάμαρα του Βόσυρη και να αρπάξει ότι πολύτιμο έβρισκε ,ώστε ο φόνος να δίνει την εντύπωση της ληστείας. Στη συνέχεια προσπάθησε να συγκεντρωθεί ώστε να θεραπεύσει τον εαυτό του.. Μόλις τα κατάφερε ένιωσε πολύ καλύτερα παρά την κούραση που έφερε στο σώμα του η μαγεία και έτσι συνέφερε και τους δύο λιπόθυμους ,αν και αυτό το μετάνιωσε γρήγορα. Και οι δυο ξύπνησαν πανικόβλητοι και χρειάστηκε να τους κλείσει το στόμα για να μην βγάλουν καμιά καταστροφική κραυγή. “Όλα είναι καλά.” τους καθησύχασε. Ο Ρισίρι ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε δείχνοντας μόνο λίγο ζαλισμένος “Αυτό το αποκαλείς καλά?” ψιθύρισε δείχνοντας το σώμα του Βόσυρη και την λίμνη αίματος που είχε σχηματιστεί γύρω του. Προσπάθησε να τους εξηγήσει τι συνέβη αλλά ο Οκούμι τον διέκοψε “Το σχέδιο έλεγε ότι δεν θα τον πειράζαμε!” Το σχέδιο? Τι απ' όσα είχαν συμβεί είχε πάει σύμφωνα με το σχέδιο? Του ερχόταν να τους σπάσει τα κεφάλια επιτόπου “Επίσης το σχέδιο έλεγε...” παρενέβη ο Σάντο που είχε γυρίσει εν τω μεταξύ από την κρεβατοκάμαρα “...ότι δεν θα προσπαθούσε να μας σκοτώσει ,ηλίθιε! Ξέχασες ότι πριν από πέντε λεπτά προσπάθησε να σου σπάσει το κεφάλι?” “Εμείς είμαστε που μπήκαμε οπλισμένοι στο σπίτι του” επέμεινε Οκούμι “Και αυτός ο σαδιστής αντί να φωνάξει βοήθεια μας παραμόνευε για να μας βασανίσει!” είπε ο Μπέρικ και ήταν η τελευταία του προσπάθεια να να λογικέψει. Ήταν κουρασμένος ,ντροπιασμένος αλλά και ανυπόμονος γιατί στην τσέπη του βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτί που θα μπορούσε να τους αλλάξει για πάντα την μοίρα... Τίποτα άλλο δεν θυμόταν από όσα έγιναν μέχρι να γυρίσουν πίσω στην σχολή εκτός από το ότι έβαλε τον Σάντο να πετάξει τα κλοπιμαία από το σπίτι του Βόσυρη σε έναν υπόνομο... Α3 Κάτω ακριβώς από τους κοιτώνες υπήρχε μια εγκαταλελειμμένη υπόγεια αποθήκη ,που ο Μπέρικ είχε εντοπίσει ως ιδανικό χώρο ασφαλούς απομόνωσης και αρκετό καιρό. Μύριζε υγρασία και κλεισούρα ,αλλά κατά τα άλλα ήταν ευρύχωρη και πρόσφερε ησυχία και προστασία από τα αδιάκριτα μάτια. Ο Μπέρικ κατευθύνθηκε αμέσως εκεί καθώς ήθελε με κάθε κόστος να έχει δοκιμάσει τα ξόρκια του Βόσυρη πριν αντιμετωπίσει τους συμμαθητές του. Ο Σάντο τον ακολουθούσε σαν την σκιά του ενώ αντίθετα ο Οκούμι και ο Ρισίρι ,με τους οποίους δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα σε ολόκληρη την διαδρομή από το σπίτι του Βόσυρη έως εδώ, πήγαν προς τον κοιτώνα. Ήταν φανερά εξοργισμένοι μαζί του αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να ασχολείται με τέτοια πράγματα τώρα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να συγκεντρωθεί και να ανακτήσει τις δυνάμεις του γιατί δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για αποτυχία. Καθώς σκεπτόταν για την αποτυχία συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά σε ολόκληρη τη ζωή του που τα πράγματα είχαν πάει στ' αλήθεια άσχημα. Και πόσο χειρότερα ακόμα θα μπορούσαν να γίνουν... Κοίταξε για λίγο το ταβάνι ,το πάτωμα και τους τέσσερεις άδειους τείχους αλλά πιο πολύ αυξανόταν η νευρικότητα του παρά τον ηρεμούσε η διαδικασία. Έτσι αφοσιώθηκε στο χαρτί ,που ο Βόσυρις είχε σημειώσει τις δύο μονάχα μαγικές φράσεις ,με τα γράμματα του που αν και αδέξια ήταν ευανάγνωστα. Στην αρχή είχε γράψει τα ξόρκια και δίπλα όπως φαινόταν την μετάφραση. globus ignis annihilare inimicis meis ,Σφαίρα φωτιάς ,εξολόθρευσε τους εχθρούς μου! Signum me ab hoste impetus ,Προστάτεψε με από την εχθρική επίθεση! Με κάποια διστακτικότητα ξεκίνησε να επαναλαμβάνει τις φράσεις ,αλλά τίποτα δεν συνέβη.. Ήταν μεν κουρασμένος αλλά το ήξερε ότι δεν έφταιγε αυτό. Εκεί που έπρεπε να νιώθει την μαγεία ένιωθε μονάχα ένα απέραντο κενό. Συνέχισε όμως να λέει τα ξόρκια.. Τα είπε γρήγορα και αργά ,τα είπε προσπαθώντας να σχηματίσει την αντίστοιχη εικόνα στο μυαλό του ,τα είπε με πάθος ,τα ψιθύρισε και τα φώναξε! Τίποτα όμως.. Η ώρα περνούσε αδυσώπητα και το αποτέλεσμα ήταν μηδέν εις το πηλίκο. Καμία ένδειξη ότι τα ξόρκια που είχε αποκτήσει με κίνδυνο της ζωής είχαν μια έστω μικρή πιθανότητα να δουλέψουν. Ίσως ο Βόσυρις να τον είχε κοροϊδέψει ,από αίσθηση καθήκοντος ή μάλλον από καθαρή μνησικακία ,ίσως να απαιτούσαν μια ειδική προφορά ή ίσως τέλος πάντων να υπήρχε κάποια άλλη δικλείδα ασφαλείας ,που επί αιώνες είχε κρατήσει καλά κρυμμένα τα μυστικά των μάγων. Ή ίσως απλά να ήταν άχρηστος. Ήταν αδύνατο πια να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις του ,παρότι ήξερε ότι όσο ταραζόταν τόσο χειρότερα θα γίνονταν τα πράγματα. Το αίμα του Βόσυρη πρώτα απ' όλα! Έρεε ατελείωτο σαν να κυλούσε μέσα του ολόκληρο ποτάμι... Τα δάκρυα και η αδυναμία του. Είχε καταντήσει να χρειάζεται τον οίκτο και την βοήθεια του Σάντο ,που θα είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς των ηλιθίων με άνεση αν γινόταν διαγωνισμός. Και οι συμμαθητές του! Τους φαντάστηκε να ακούνε για το σημερινό φιάσκο από τον Ρισίρι και τον Οκούμι και να τον παραμονεύουν όπως τα όρνια τους καταδικασμένους στην μάχη, Άλλα ίσως ήταν υπερβολικό να φαντασιώνεται τον εαυτό του ως μαχητή. Ήταν άλλωστε από την τίποτα παραπάνω από ένα ζωύφιο ανάμεσα σε άλλα? Ο μονόφθαλμος βασιλιάς των τυφλών? Ίσως μάλιστα ο Δημιουργός ,αν πράγματι υπήρχε, να είχε ήδη σφραγίσει την μοίρα του ως αποτυχημένου και να του είχε δώσει τόση νοημοσύνη και πάθος απλά και μόνο για να γελάει μαζί του καθώς ονειρευόταν ότι ήταν τάχα ξεχωριστός. Είχε ζήσει ποτέ κανείς τόση θλίψη και ταπείνωση όση εκείνος? Καθώς όλο και περισσότερο βυθιζόταν στην αυτολύπηση ένιωσε κάτι σαν μικρή σπίθα μέσα του και αρπάχτηκε από πάνω της σαν σωσίβιο. Ήταν αδύναμη και καχεκτική ,αλλά την τάισε με όλες τους τις σκέψεις και τα συναισθήματα ,ώσπου έγινε μια τεράστια φλόγα που διέτρεχε το σώμα του χωρίς να τον καίει και έφτανε από τα βάθη της γης μέχρι τον ουρανό. Μια αλυσίδα έσπασε μέσα του ,μια αλυσίδα βαριά που τον κρατούσε φυλακισμένο. Χωρίς να το σκεφτεί ψιθύρισε τα λόγια globus ignis annihilare inimicis meis και ύστερα δεν ήταν απόλυτα σίγουρος για το τι έγινε. Όσο για τον Σάντο μάλλον ούτε εκείνος θα μπορούσε να τον διαφωτίζει. Θα ορκιζόταν αργότερα ότι είδε τα μάτια του Μπέρικ να αστράφτουν σαν να καθρέφτιζαν μια μεγάλη φωτιά και ύστερα τον τοίχο απέναντι τους να εκρήγνυνται. Βέβαια αν κοιτούσε πιο προσωπικά θα μπορούσε να δει μια μπάλα φωτιάς να εκτοξεύεται σαν μέσα από την παλάμη του Μπέρικ και να πετάγεται προς τον πέτρινο τοίχο σκάζοντας σαν μικρό πυροτέχνημα χωρίς να του προκαλέσει κάποια μεγάλη ζημιά. Αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες. Είχαν νικήσει ,είχαν σαρώσει ,είχαν θριαμβεύσει! Η ντροπή του ,ο φόβος και η ταπείνωση που αισθανόταν σπαράχτηκαν από τις φλόγες και έγιναν στάχτες. Κάθισε κάτω και με την πλάτη στον τοίχο κοιμήθηκε σαν μωρό ,απαλλαγμένος από κάθε ανησυχία >>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν ξύπνησε από τον έντονο θόρυβο. Άνοιξε τα μάτια του αργά και είδε τον Σάντο να στέκεται όρθιος μπροστά του έχοντας όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές τους απέναντι. Μα φυσικά! Ήξερε τι περίμεναν και έτσι δεν καθυστέρησε με περιττά λόγια. globus ignis annihilare inimicis meis Η χαρά και ο ενθουσιασμός που ακολούθησαν ήταν χωρίς προηγούμενο. Οι περισσότεροι έρχονταν κατά πάνω του για να τον αγκαλιάσουν ,αλλά όχι όλοι. “Και ο Βόσυρης?” ρώτησε ο Οκούμι τους συμμαθητές του κοιτώντας τους απογοητευμένους να γιορτάζουν σαν να είχαν πετύχει κάποια σπουδαία νίκη. “Σκάσε Οκούμι!” του απάντησε ο Ξέρξης “Ποιος νοιάζεται για τον Βόσυρη” Αν κρίνουμε από την σιωπή που ακολούθησε κανείς, και σίγουρα όχι αρκετά ώστε να πάει κόντρα στο γενικό συναίσθημα ευφορίας. Ο Ξέρξης όμως δεν ήταν εκεί για να υπερασπιστεί τον Μπέρικ ,το κάθε άλλο. “Το πρόβλημα είναι...” είπε δείχνοντας τον “..ότι μας κρατάς στο σκοτάδι!” Μιας και ο Ξέρξης δεν μας είχε απασχολήσει μέχρι το σημείο αυτό στην ιστορία καλό θα ήταν να πούμε μερικά ενδεικτικά πράγματα για εκείνος. Καταρχήν λοιπόν ήταν άνθρωπος εξαιρετικά ευερέθιστος ,που είχε μια λίστα ολόκληρη με πράγματα που τον εκνεύριζαν. Και στην κορυφή βρισκόταν με διαφορά το του λένε τι να κάνει. Φυσικά ζώντας σε ένα στρατόπεδο για Εκπαιδευόμενους του έλεγαν συνεχώς τι κάνει και έτσι είχε ακόμα λιγότερη όρεξη να δέχεται διαταγές από συμμαθητές του και ειδικά από τον Μπέρικ που μέσα σε λίγες μέρες είχε μεταλλαχθεί από ένα απόμακρο έφηβο σε έναν αδυσώπητο τύραννο. Φυσικά ήταν και το γεγονός ,ότι εξαιτίας του είχε καταφέρει να ανάψει το κερί του ,αλλά αυτό απλώς τον έκανε ακόμα πιο εκνευρισμένο. “Θέλω να μάθω.” του ζήτησε ξερά “Τι εννοείς?” έκανε ο Μπέρικ την αθώα περιστέρα. “Ποιο είναι το σχέδιο?” εξήγησε κοφτά “Το σχέδιο Ξέρξη...” είπε ο Μπέρικ μιλώντας τώρα επίτηδες μεγαλόφωνα “...είναι να εξασκηθούμε στα ξόρκια που με κίνδυνο τις ζωής μας αποκτήσαμε ,ώστε πρώτον να μπορούν όλοι να χρησιμοποιούν μαγεία μέχρι το τέλος του χρόνου και δεύτερον έχουμε μερικές έστω πιθανότητες επιβίωσης στον έξω κόσμο” “Στην συνέχεια εννοώ..” “Μη σκοτίζεις το μυαλό σου με την συνέχεια Ξέρξη...” είπε συνεχίζοντας επίτηδες με τον διδακτικό τόνο που έσπαγε κόκαλα “...γιατί αν δεν μάθουμε όλοι αυτά τα ξόρκια τέλεια δεν πρόκειται υπάρξει καμιά συνέχεια για μας.” “Άντε και γαμήσου Μπέρικ.” Τα νεύρα του Ξέρξη ήταν δικαιολογημένα ,αλλά ο Σάντο δεν σκόπευε να αφήσει το θέμα να περάσει. “Δεν μου αρέσουν οι τρόποι σου.” του φώναξε πιάνοντας τον από τους ώμους και φέρνοντας το θυμωμένο πρόσωπό του μπροστά του “ Είμαστε μια ομάδα και πρέπει να συμπεριφέρεσαι ανάλογα.” “Ομάδα?” ρώτησε ο Ξέρξης καθώς τραβήχτηκε προς τα πίσω “Με τον Μπέρικ να κάνει ότι του γουστάρει και εσένα να είσαι ο γορίλας του? Ωραία ομάδα?” Ίσως πήγαινε γυρεύοντας μιλώντας έτσι στον Σάντο αλλά δεν τον ένοιαζε πια. Αυτή η ιστορία είχε παρατραβήξει. Ο Σάντο σήκωσε την γροθιά του ,αλλά αντί να τον χτυπήσει απλά γέλασε μαζί του βλέποντας τον να κάνει ακόμα ένα βήμα πίσω. “Δεν σκοπεύω να σε δείρω.” του είπε “Απλά σε προειδοποιώ. Κοίταξε γύρω σου και να ξέρεις πότε να το βουλώνεις” Ο Ξέρξης έδειξε να αποδέχεται την αλήθεια στα λόγια του ,αν και όχι χωρίς κάποια δυσαρέσκεια φυσικά. Η συγκυρία δεν ήταν με το μέρος του και αναγκάστηκε να υποχωρήσει παρότι είχε και ο ίδιος τον δικό του κύκλο φίλων και υποστηρικτών. (Τον Τζίνξυ βέβαια μάλλον θα πρέπει να τον εξαιρέσουμε ,αφού εκτός του ότι ήταν μονίμως χαμογελαστός και αισιόδοξος είχε σχεδόν θεοποιήσει τον Μπέρικ και ούτε καν του περνούσε από τα μυαλό η ιδέα να ξεσηκωθεί εναντίον του.) Έτσι έδειξε ότι θα άφηνε το θέμα να περάσει... Αν ο Ξέρξης ήταν εύθικτος και εκρηκτικός το άκρον άωτον της παθητικής καρτερικότητας ήταν ο Τόμας. Η σωματοδομή του ήταν εντυπωσιακή ,αφού ήταν ψηλότερος και από τον Σάντο και το ίδιο ευρύστερνος άλλα ο ίδιος ένιωθε απλά πανύψηλος και άχαρος. Όταν είδε εκείνη τη σφαίρα φωτιάς να εμφανίζεται από του πουθενά και να εκρήγνυται ,επάνω στον πέτρινο τοίχο δοκίμασε μια έκπληξη που θα τη θυμάται ως το τέλος της ζωής του. Αυτό βοήθησε να ξεχαστεί αυτή η ιστορία με τον Βόσυρη αν και ένα μικροκαβγαδάκι μεταξύ του Ξέρξη και του Σάντο παραλίγο να δυναμιτίσει το κλίμα.. Εκείνη την πρώτη μέρα δεν είχαν χρόνο να δοκιμάσουν και οι υπόλοιποι τα κλεμμένα μαγικά ξόρκια ,γιατί σύντομα θα ξημέρωνε και θα έπρεπε να στρώσουν τα κρεβάτια τους και να προετοιμαστούν για την πρωινή άσκηση. Το επόμενο όμως βράδυ όλοι ρίχτηκαν με ενθουσιασμό στην προσπάθεια. Κανένας δεν τα είχε καταφέρει τις πρώτες μέρες κάτι που απέδειξε πόσο σπουδαίο ήταν το κατόρθωμα του Μπέρικ αλλά σύντομα ο Ρισίρι τα κατάφερε. Και όχι απλά έφτιαξε μια μπάλα φωτιάς -μικρή αλλά εντυπωσιακά ισχυρή ,αφού έκανε μια μικρή λακκούβα στον πέτρινο τοίχο- αλλά έμαθε και το θεραπευτικό ξόρκι στην συνέχεια. Αυτό άνοιξε το δρόμο σταδιακά και στους υπόλοιπους ,και βεβαίως στον Φιδία και στον Πηρς που κατάφεραν να ανάψουν τα κεριά τους.για πρώτη φορά. Βέβαια υπήρχαν και ατυχήματα καμιά φορά, και κυρίως τρομερά εγκαύματα από πύρινες σφαίρες που έσκαγαν στο χέρι αυτού που τις έφτιαχνε και όχι εκεί όπου νοητά σημάδευε. Ο Μπέρικ και ο Ρισίρι όμως τα φρόντιζαν αμέσως και έτσι κανένας δεν είχε πάθει κάτι το σοβαρό. Το αντίθετο μάλιστα ,έδειχναν να πεισμώνουν από τις αποτυχίες τους και να προσπαθούν ακόμα εντονότερα. Ο ίδιος όμως,... Κάτι του έλειπε. Οι άλλοι όταν κρατούσαν το σπαθί ,όταν ο Διοικητής τους απειλούσε με εξωφρενικές τιμωρίες ,όταν κάποιος τους έβριζε χυδαία ή τους χτυπούσε ,παθιάζονταν. Ο ίδιος απλά δεν μπορούσε... Πάντα ήξερε ότι ήταν πιο “αργός” από τους υπόλοιπους αλλά δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα. Τώρα όμως ,με όλα αυτά τα γεγονότα να έχουν συμβεί, ένιωθε ακόμα περισσότερο απομακρυσμένος από τους άλλους. Γιατί ακόμα και όσοι δεν είχαν καταφέρει να τις κάνουν να δουλέψουν ,πρόφεραν τις πολύτιμες μαγικές λέξεις με ευλάβεια ενώ ο ίδιος ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε ποτέ. Μέχρι και ο Σάντο ,που ο Τόμας τον θεωρούσε τον πιο κακόψυχο άνθρωπο που είχε γνωρίσει τα είχε καταφέρει και πλέον έδειχνε εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Το ίδιο σκληρός ,αλλά και αγνώριστος συνάμα. Δεν ήθελε οι άλλοι να μένουν πίσω ,αλλά πλέον ξεκάθαρα φοβόταν ότι θα έμενε ο μόνος που δεν θα κατόρθωνε να προσφέρει τίποτα το χρήσιμο στην ομάδα. Οι συμμαθητές του ήδη συζητούσαν τι θα έκαναν αφού δραπέτευαν από την Αλεξάνδρεια ,αλλά ο ίδιος μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σκεφτεί ,ότι δεν ήθελε να τον εγκαταλείψουν σαν περιττό βάρος. Αυτά σκεφτόταν κατά τη διάρκεια της εξάσκησης ένα βράδυ μέχρι που ξαφνικά βγήκε από τις σκέψεις του γιατί συνειδητοποίησε με τρόμο ότι όλοι είχαν σταματήσει αυτό που έκαναν και τον κοίταζαν. “Συμβαίνει κάτι παράξενο?” ρώτησε αμήχανα. “Ο Ρισίρι έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση και θέλουμε να την δοκιμάσουμε.” ξεκίνησε να του εξηγεί ο Μπέρικ “Σκέφτηκε ότι κάποιος χειροδύναμος σαν εσένα ίσως να μπορούσε να διαπεράσει την μαγική ασπίδα με κάποιο όπλο...” Την μαγική ασπίδα όλοι δοκίμαζαν να την φτιάξουν ύστερα από την σφαίρα φωτιάς που ήταν αναμφίβολα και πιο εντυπωσιακή. Παρόλα αυτά ήδη ο Μπέρικ και δυο τρεις άλλοι την είχαν τελειοποιήσει. “Μα δεν είμαι και τόσο δυνατός..” διαμαρτυρήθηκε. “Μάλλον θα έπρεπε να δοκιμάσει κάποιος άλλος.” “Μην ντρέπεσαι Τόμας!” Αυτή η παρατήρηση τον έκανε φυσικά να ντραπεί πιο πολύ! Δεν είχε όμως άλλη επιλογή... Ο Μπέρικ ήδη είχε πει τα λόγια και γύρω του δημιουργήθηκε με διάφανη σφαίρα που είχε ένα απαλό γαλάζιο χρώμα. Ο Τόμας αφού πήρε μια βαριά μεταλλική βέργα που του έτεινε ενθαρρυντικά ο Ρισίρι την σήκωσε και με τα δυο του χέρια και ύστερα την κατέβασε δυνατά σκεπτόμενος ότι θα γίνει ρεζίλι. Η βέργα στην αρχή συνάντησε αντίσταση και παραλίγο να του φύγει από τα χέρια στην συνέχεια όμως το αόρατο εμπόδιο που την συγκρατούσε υποχώρησε έξαφνα με αποτέλεσμα να συνεχίσει την καθοδική της τροχιά ,έχοντας αλλάξει ευτυχώς κατεύθυνση από την σύγκρουση και αποφεύγοντας να χτυπήσει τον Μπέρικ που είχε μείνει στήλη άλατος. Αυθόρμητα ο Τόμας πήγε να ζητήσει συγγνώμη ,αλλά αντίθετα με ότι περίμενε γνώρισε επαίνους και όχι οργή. “Καταπληκτικά Τόμας!” τον συνεχάρη ο Μπέρικ όταν συνήλθε. “Μόνο κάποιος με την δική σου δύναμη θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Και μας έδειξες ότι η ασπίδα χρειάζεται ακόμα πολύ δουλειά...” Και δεν ήταν μόνο αυτό! “Από δω και πέρα θα χωριστούμε και θα εξασκούμαστε σε ομάδες των τεσσάρων. Δύο θα είναι υπεύθυνοι για την μαγική ασπίδα ,ένας για τις σφαίρες φωτιάς και το ιατρικό ξόρκι και ένας ακόμα για την χρήση συμβατικών όπλων.” Έτσι τους είχε πει ο Μπέρικ στο τέλος εκείνης της βραδιά και οι πέντε που δεν είχαν καταφέρει να χρησιμοποιήσουν ακόμα μαγεία έδειξαν τρομερά ανακουφισμένοι αφενός που βρήκαν ένα καινούριο ρόλο και αφετέρου που δεν θα έπρεπε να χύνουν άδικα τον ιδρώτα τους ,προσπαθώντας να κάνουν αυτό που τους έμοιαζε αδύνατο. Και ο πιο χαρούμενος απ' όλους ήταν ο Τόμας! Δεν ήξερε αν έπρεπε να πρωτοαγκαλιάσει τον Ρισίρι ή τον Μπέρικ και αισθανόταν επιτέλους ότι όλοι τους ήταν μια παρέα ,μια χαρούμενη μεγάλη παρέα... >>>>>>>> <>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> Πλέον δώδεκα από τους δεκάξι τους είχαν καταφέρει να ανάψουν τα κεριά τους και οι υπόλοιποι τέσσερεις ίσως να μην τα κατάφερναν ποτέ. Ο Μπέρικ λοιπόν αποφάσισε ότι ήταν ώρα να πάψει να ασχολείται μαζί τους και να αρχίσει να δίνει έμφαση στα καινούρια ξόρκια ,που με τόσο κίνδυνο είχαν αποκτήσει.. Για να γίνει αυτό το να χωριστούν σε ομάδες ήταν απαραίτητο (και η ανακάλυψη ότι η σωματική ρώμη διατηρούσε την χρησιμότητα της) του έδωσε την κατάλληλη αφορμή >> Εκτός από τον ίδιο και τον Ρισίρι ,σφαίρες φωτιάς είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ο Ξέρξης ,ο Λόκι και Σάντο. Ο τελευταίος ήταν φανερό ότι δεν ήταν κατάλληλος για να ηγηθεί μιας ομάδας και έτσι τα πράγματα ήταν σχετικά απλά: Η πρώτη ομάδα ήταν εύκολη ,αφού την παρέα του Λόκι με τον Κάιλ ,.τον Πηρς και τον Νιλ ,δεν υπήρχε λόγος να την χαλάσει. Στη δεύτερη θα ήταν οπωσδήποτε ο Ξέρξης με τον Φιδία και τον Αίγη. Τον Τζίνξυ αναγκάστηκα δεν θα τον έβαζε μαζί τους ,επειδή έπρεπε σε κάθε ομάδα να υπάρχει από ένας ,που δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιεί μαγεία. Παρόλα αυτά με ευχαρίστηση θα πήγαινε στην ομάδα του Οκούμι και του Ρισίρι ,με τους οποίους ήταν εξίσου φίλος. Και αφού φυσικά ο ίδιος θα ήταν μαζί με τον Σάντο ,όπως και με τον Λεβίνας ,ώστε να συμπληρωθεί η τριάδα των όσων χρησιμοποιούσαν μαγεία περίσσευαν οι εξείς: Ο Τόμας ,ο Λεβί και ο Ντόουνς. Τον πρώτο ,που χρειαζόταν μια πιο υπομονετική μεταχείριση των έστειλε στην ομάδα του Ρισίρι χωρίς δεύτερη σκέψη και έτσι έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε Ντόουνς και Λεβί. Όχι ότι είχε και μεγάλη σημασία δηλαδή ,αλλά μάλλον θα ήταν κακή ιδέα να στείλει τον ευερέθιστο Ντόουνς στον εξίσου νευρόσπαστο Ξέρξη. Όλοι φαίνονταν να είναι ικανοποιημένη με αυτή την διευθέτηση ή έστω σχεδόν όλοι... “Δεν θα φαίνεσαι κάπως κοντός στην ομάδα μας Ντόουνς?” τον ρώτησε ο Λεβίνας αντί χαιρετισμού. “Δεν θα φαίνεσαι κάπως άσχημος όταν σου σπάσω τα δόντια?” του απάντησε εκείνος. «Θα δώσω τόπο στην οργή από την χαρά μου, που ο Μπέρικ με διάλεξε στην ομάδα του..» έκανε δίνοντας δήθεν τόπο στην οργή. Ήξερε βέβαια ότι αν έρχονταν στα χέρια ο «κοντός» Ντόουνς θα τον έκανε κομματάκια (μετάβαση) Ο Λεβίνας τελευταία είχε αρχίσει να τον υποστηρίζει με ζέση ,αν και με έναν γλοιώδη τρόπο ,που του προκαλούσε αποστροφή. Αλλά αντί να του δώσει μια μπουνιά κατευθείαν επάνω στο γεμάτο χαρά χαμόγελο του ,όπως ήθελε ,ξεκίνησε να του δίνει οδηγίες για το ξόρκι ,όσο καλύτερα μπορούσε ,ώστε να παραδειγματιστούν και οι υπόλοιπες ομάδες. «Θα κοιτάζεις μονάχα τον στόχο σου ,ευθεία μπροστά και θα είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Φαντάσου όλα σου τα συναισθήματα να γίνονται μια σφαίρα φωτιάς που θα εμφανιστεί μπροστά από την παλάμη σου και θα κατευθυνθεί εκεί που θέλεις.» Φυσικά όλοι είχαν σταματήσει ότι έκαναν και κοίταζαν τώρα τον Λεβίνας ,που είχε κοκκινίσει και επιστράτευε όσο περισσότερο στόμφο γινόταν ,διαβάζοντας το μαγικό ξόρκι σαν να ήτανε το έπος του Γκιλγκαμές! Ο Μπέρικ κατάλαβε το λάθος και έστρεψε την προσοχή του στον Σάντο που εκτελούσε το ξόρκι μεν ,αλλά είχε μερικά.. προβλήματα με τον στόχο του. Έτσι φροντίζοντας πάντα να στέκεται ένα βήμα πίσω του εκτελούσε το ξόρκι ταυτόχρονα με αυτόν για να τον ενθαρρύνει και να τον βοηθήσει να συγκεντρωθεί. Όταν η ώρα πέρασε και ο Λεβίνας είχε ξανά ηρεμήσει γύρισε κοντά του. «Λεβίνας ,ο λόγος που σε διάλεξα στην ομάδα μου είναι ότι χρειάζομαι την υποστήριξη σου..» είπε χαμηλόφωνα «Αλήθεια?» ρώτησε εκείνος έκθαμβος. Φυσικά και όχι ηλίθιε ,ήθελε να του απαντήσει ,πώς είναι δυνατό να πιστεύεις τέτοιες ανοησίες. «Δυστυχώς υπάρχουν κάποιοι ,που αντίθετα με σένα δεν σκέφτονται το καλό της ομάδας..» «Θα κάνω ,ότι μπορώ…» ξεκίνησε να λέει «Το ξέρω Λεβίνας. Απλά ήθελα να σου ζητήσω να μην σκέφτεσαι τους άλλους όταν λες το ξόρκι. Εκείνοι μπορεί να σε υποτιμούν ,αλλά εγώ ξέρω τι αξίζεις!» Ήταν σημαντικό ,που η ομάδα του έδειχνε ,πως λειτουργούσε καλά ,αλλά κάθε φορά που έβλεπε εκείνο το αλαζονικό χαμόγελο στα χείλη του Λεβίνας ,το μετάνιωνε… >>>>>>>>>>>>>>>>><<<<<>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> Ο Αίγης έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Μια σφαίρα φωτιά που θα ξεπήδαγε από την παλάμη του χεριού του και θα χτυπούσε τον ξύλινο στόχο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι του ,μόλις λίγα βήματα μακριά ,δεν ήταν και τόσο δύσκολο! Αλλά ήταν τόσο κουρασμένος... “Έτοιμοι?” ρώτησε ο Μπέρικ “Με το ένα..” Ίσως έπρεπε να μην κάνει το ξόρκι καθόλου “Με το δύο...” Δεν μπορούσε όμως να ντροπιάσει την ομάδα του “Με το τρία..” Globus ignis annihilare innimicis meis Με το που εκτέλεσε το ξόρκι κατάλαβε ότι κάτι είχε πάει στραβά. Η σφαίρα φωτιάς δημιουργήθηκε μεν, ένιωσε όμως έναν τεράστιο πόνο στην παλάμη του σαν να καιγόταν. Ασυναίσθητα τράβηξε το χέρι του ,με αποτέλεσμα η σφαίρα αντί να κατευθυνθεί προς τον ξύλινο στόχο να σκάσει ακριβώς μπροστά στα πόδια του Λεβίνας. “Είσαι τρελός?” του φώναξε ο Λεβίνας όταν συνήλθε “Θέλεις να με σκοτώσεις?” “Συγγνώμη!” είπε όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Η παλάμη του τον έκαιγε και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά “Είσαι καλά?” Πριν όμως προλάβει να του απάντησει ο Μπέρικ είχε έχει σπεύσει (πάνω του) -όπως το φοβόταν- με αυστηρό και συνάμα απογοητευμένο ύφος. “Σου έχω πει χίλες φορές Αίγη ,ότι αν χάσεις την συγκέντρωση σου έστω και για ένα δευτερόλεπτο κινδυνεύεις να καείς ζωντανός. Πάλι δίστασες όταν έκανες το ξόρκι!” Έτσι όπως τον κοιτούσε στα μάτια είχε την αρρωστημένη αίσθηση ότι μπορούσε να διαβάσει και τις βαθύτερες σκέψεις του. “Συγγνώμη..” είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του. “Δεν αρκεί!” του φώναξε ο Μπέρικ “Για να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις σκληρός σαν ξίφος αλλιώς η μαγεία θα σε καταστρέψει. “Δεν νομίζεις ότι θα ήταν καλύτερα να του θεραπεύσεις το χέρι πριν συνεχίσεις με την διάλεξη σου?” ρώτησε ο Ξέρξης. “Εδώ μιλάμε για την ζωή του Ξέρξη και όχι για ένα απλό κάψιμο!” “Και πάλι...” επέμεινε “..δεν θα ήταν καλύτερα αυτά τα θέματα να τα αναλάμβαναν οι ομάδες?” Όσοι τον ήξεραν καλά ,καταλάβαιναν ότι έκανε υπαράνθρωπες προσπάθειες για να παραμείνει ευγενικός. “Και τι ξέρεις εσύ?” τον ρώτησε ο Σάντο κοροϊδευτικά “Μπορεί να πετυχαίνεις ακίνητους στόχους στα δέκα βήματα αλλά οι φλόγες σου είναι τόσο αδύναμες που δεν θα πείραζαν ούτε τζιτζίκι.” Αυτή τη φορά δεν συγκρατήθηκε και όρμησε στον Σάντο κατά μέτωπο. Εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε και χτύπησε πρώτος ,αλλά ο Ξέρξης απέφυγε επιδέξια την μπουνιά του και έπεσε πάνω του με φόρα. Αυτό του έκοψε το ειρωνικο χαμόγελο αλλά δεν τον έκανε να υποχωρήσει ούτε εκατοστό. Οι δυο τους έμειναν για λίγο ακίνητοι ,εγκλωβισμένοι σε μια αόρατη διελκυστίνδα και αυτό έδωσε τον χρόνο στον (Λόκι) και στον Ρισίρι ,που βρίσκονταν πιο κοντά να μπουν ανάμεσά τους και να τους χωρίσουν. Χρειάστηκαν πολύ πείσμα για να τα καταφέρουν. “Καλύτερα να σταματήσουμε εδώ για σήμερα...” είπε ο Μπέρικ χωρίς να καταδεχτεί να ασχοληθεί με το γεγονός περισσότερο. “Δεν έπρεπε να τσακωθείς μαζί του για χάρη μου.” έλεγε ο Αίγης λίγο αργότερα φανερά στενοχωρημένος που τους είχε βάλει σε μπελάδες. Ο Μπέρικ του είχε θεραπεύσει το χέρι χωρίς άλλες παρατηρήσεις και πλέον γυρνούσαν στον κοιτώνα ,προσέχοντας να μην κάνουν πολύ θόρυβο. “Δεν ήταν μόνο για χάρη σου Αίγη! Το θέμα είναι ότι μαζί με τον τραμπούκο του ,τον Σάντο ,την έχουν δει βασιλιάδες!” “Λίγο ακόμα και θα αρχίσει να μας δίνει διαταγές.” συμφώνησε και ο Φιδίας. Ο μόνος από τους τέσσερεις τους που δεν είχε βγάλει λέξη τόση ώρα ήταν ο Λεβί. “Εσύ γιατί έμεινες σιωπηλος?” τον ρώτησε ο Ξέρξης με πίκρα “Κατάπιες την γλώσσα σου?” “Πιστεύω ότι λίγη αυστηρότητα παραπάνω ίσως μας κάνει καλό.” είπε και δεν χρειαζόταν να πει παραπάνω. Αν αυτό ήταν ένας πόλεμος ,τότε είχε διαλέξει διαφορετικό στρατόπεδο.. Την ύπαρξη δύο διαφορετικών στρατοπέδων ,την επιβεβαίωσε και μια συζήτηση ,που είχε στους κοιτώνες ο Λόκι με τον Ξέρξη. “Λόκι!” του φώναξε ο τελευταίος βλέποντας τον από μακριά να κάθεται μοναχός του “Ήθελα .να σου μιλήσω.” εξήγησε μόλις τον πλησίασε. “Και εγώ.” του είπε ο Λόκι επιφυλακτικά. Ήταν αλήθεια ότι ήθελε να του μιλήσει ,αλλά επίσης ήταν και αλήθεια ότι το απέφευγε επιμελώς για μέρες. “Νομίζω ,ότι θα ήταν καλό να πάψεις να προκαλείς τον Μπέρικ με κάθε ευκαιρία..” του είπε επιφυλακτικά σαν να βρισκόταν εν αναμονή ενός τυφώνα. Και πράγματι η οργή του Ξέρξη ,έτσι όπως το πρόσωπο του συννέφιασε ολόκληρο και τα μάτια του πετούσαν αστραπές ,έμοιαζε με φυσικό φαινόμενο! “Μα δεν βλέπεις ,ότι η κατάσταση πάει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο?” τον ρώτησε όσο μπορούσε πιο ήρεμα. “Ήδη τον έχουμε αφήσει να μας βάλει σε μεγάλους κινδύνους και δεν ζητάει την γνώμη κανενός πριν κάνει το οτιδήποτε. “Φέρνει αποτελέσματα όμως.” του αντέτεινε ο Λόκι “Μα είσαι ηλίθιος?” φώναξε χάνοντας εντελώς την υπομονή του “Αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις ότι μας χρησιμοποιεί όλους και εγώ απλά θέλω να σε προστατέψω από...” Τώρα ήταν η σειρά του Λόκι να εκνευριστεί.“Δεν είμαι ούτε Αίγης ,ούτε Φιδίας ,για να χρειάζομαι την προστασία σου!” του έκανε γυρίζοντας του την πλάτη Και κάπως έτσι η ηγεσία του Μπέρικ εδραιώθηκε στην συνείδηση των αγοριών και το πρόγραμμα ,που επέβαλε ακολουθούνταν πιστά. Κάθε βράδυ εξασκούνταν μια με δύο ώρες και θα εξασκούνταν και ακόμα παραπάνω αν δεν ανακάλυπταν ότι η μαγεία επιβάρυνε με έναν ιδιαίτερο τρόπο τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα. Και έτσι πέρασαν μέρες ,βδομάδες και τελικά μήνες... Και αν κανείς δεν έθιγε ανοιχτά το ζήτημα του μέλλοντος τους ,όλοι ήταν συγκρατημένα ή φανερά αισιόδοξοι. Ο Μπέρικ το ήξερε αυτό και γελούσε με την ευπιστία τους! 1ο κεφάλαιο.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
apelpio Posted June 5, 2012 Share Posted June 5, 2012 Πρώτα απ' όλα παρατήρησα αρκετά συντακτικά λάθη. Πολλές φορές φαίνεται να ξεχνάς λέξεις ή να ήθελες να γράψεις κάτι διαφορετικό και να το άφησες στη μέση. Χρησιμοποιείς παρενθέσεις, σε σημεία που δε χρειάζονται ,ούτε ταιριάζουν. Επίσης οι παράγραφοί σου είναι πολύ μικροί. Καλό θα ήταν να τις μεγαλώσεις έστω και λίγο. Δεν καταλάβαινα επίσης τις μεταβάσεις από χαρακτήρα σε χαρακτήρα. Τις βρήκα κάπως άτσαλες. Στην αρχή φαίνεται πως θες να κάνεις πρωταγωνιστή σου τον Αίγη, στη συνέχεια όμως, δείχνεις πως είναι ο Μπέρικ. Όσον αφορά την ίδια την ιστορία, δεν την βρήκα ιδιαίτερα πρωτότυπη αλλά όσο περισσότερα διάβαζα τόσο περισσότερο με τραβούσε και αυτό ήταν καλό. Μου άρεσε το πως ο Μπέρικ έχει φιλοδοξίες αλλά και ανασφάλειες ως χαρακτήρας. Η ιδέα με τον αυξανομένα φασιστικό του ρόλο στην παρέα μου άρεσε. Πιστεύω όμως ότι στην αρχή για να τον περιγράψεις έφτασες στην υπεβολή, γράφοντας πως<<συνειδητοποίησε ότι μισούσε τον ίδιο του τον εαυτό>>. Πιστεύω ότι προσπάθησες να το κάνεις πολύ δραματικό εκείνο το σημείο και μιας και μόλις μας γνώρισες τον Μπέρικ δεν έπιασε για μένα. Πρέπει να τον αναπτύξεις περισσότερο αφού απ' ότι φαίνεται είναι ο πρωταγωνιστής σου. Βέβαια αυτό είναι μόλις το πρώτο κεφάλαιο οπότε δεν ξέρω ακόμη αρκετά για να κρίνω τη δουλειά σου. Πόσο έχεις γράψει μέχρι στιγμής? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Esteldor Posted June 5, 2012 Share Posted June 5, 2012 Προσπάθησα να το διαβάσω αλλά δεν τα κατάφερα, φίλε Κωνσταντίνε. Είναι πολύ μεγάλο για να αντέξω τη μορφοποίηση :/ Ίσως αν φρόντιζες ώστε οι παράγραφοι να μην έχουν διάστιχο θα ήταν καλύτερα. Επίσης μία πολύ φιλική συμβουλή. Άλλαξε τίτλο. Ο συγκεκριμένος είναι πολύ μεγάλος για νουβέλα και δεν θα με τραβούσε αν το έβλεπα στο ράφι ενός βιβλιοπωλείου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.