Jump to content

Μαύρο Υποβρύχιο


Howard Crease

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Χρήστος Λαμπράκος

Είδος: Slipstream (?)

Βία: Ελάχιστη

Σεξ: Ναι

Αριθμός Λέξεων: 3841

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Ήδη ξέρω πως έχω ένα θέμα με τα -σε γελοίο βαθμό- καταθλιπτικά τέλη, ευχαριστώ. :)

 

ΜΑΥΡΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ

Ξύπνησε, και την αγαπούσε.

Μισόκλεισε τα μάτια του, υποκύπτοντας στον πειρασμό να φανεί ενοχλημένος απέναντι σε ένα ακόμη πρωινό. Απολαμβάνοντας κάθε δευτερόλεπτο, επικοινώνησε με τα άκρα του. Τα κούνησε, αρχικά ανεπαίσθητα, μέχρι να βρουν τη σιγουριά του ζεστού κορμιού που κοιμόταν πλάι του, ακόμα βυθισμένο στα όνειρα του ομορφότερου νου που είχε συναντήσει. Η σύζυγός του βρισκόταν εκεί, η πολυτιμότερη ωραία κοιμωμένη. Η πιο ωραία κοιμωμένη που υπήρχε.

Τράβηξε ένα μεγάλο κομμάτι αέρα, και άφησε μια μακρόσυρτη εκπνοή, όμοιος με θανατοποινίτη που ακούει πως υπήρξε μπλακ άουτ της τελευταίας στιγμής, και η επίσκεψη στην ηλεκτρική καρέκλα αναβάλλεται. Η κρεβατοκάμαρα μύριζε όπως η θεά Αφροδίτη την άνοιξη, πριν από κάποιον πολλαπλό οργασμό. Χαμογέλασε αχνά, αληθινά, και φόρεσε τις παντόφλες του.

Η πρωινή ησυχία που ανέκαθεν λάτρευε ήταν απλωμένη στο σπίτι. Τα πορτρέτα στους τοίχους έμοιαζαν να ακολουθούν τις αλλοπαρμένες σκέψεις του καθώς εκείνος διέσχιζε τους διαδρόμους προς την κουζίνα. Τα μόνα πλήγματα που δεχόταν η σιωπή ανήκαν στον αδιόρατο μα συνεχή παφλασμό των κυμάτων στο τέλος του γκρεμού που έδειχναν τα παράθυρα, ξυπνώντας τον έτσι από το όνειρο που ώρες-ώρες νόμιζε πως ζούσε, στο σπίτι των ονείρων του, με τη γυναίκα των ονείρων του -κάνοντας το σεξ των ονείρων του, δίχως καμιά αμφιβολία.

Αυτή τη φορά, του ξέφυγε ένα σχεδόν παιδιάστικο γελάκι χαράς. Άνοιξε με τον ώμο την πόρτα της κουζίνας, και στρώθηκε στην ετοιμασία ενός πλούσιου πρωινού. Ήλπιζε να έχει τελειώσει πριν ξυπνήσει η γυναίκα του, ώστε να μπορέσει να τής το σερβίρει με τον αγαπημένο της τρόπο: στο μπαλκόνι στην άκρη του γκρεμού, καθώς εκείνη αγνάντευε, όπως κάθε πρωί, τον ωκεανό.

Καθώς έκοβε το ψωμί και άνοιγε τα βάζα, και τα μαχαίρια και τα κουταλάκια περνούσαν με ταχύτητα από τα χέρια του και ο καφές ψηνόταν με ένα αργό γουργούρισμα, μία μουσική άρχισε να παίζει στα αυτιά του. Μπορούσε να την ακούσει πεντακάθαρα, απαλές νότες να επικυρώνουν κάθε του κίνηση, σαν τους ήχους όταν ο ήρωας του βιντεοπαιχνιδιού συλλέγει νομίσματα. Ήταν άραγε αυτή η μουσική της ευτυχίας; Θα μπορούσε να είναι. Θα μπορούσε να την εξερευνήσει αργότερα, όταν θα έκανε το καθημερινό γράψιμο. Το μυθιστόρημα ήδη πήγαινε πολύ καλά, και είχε χρόνο για τη χαρτογράφηση νέων ιδεών.

Ολοκλήρωνε με χειρουργική ακρίβεια μια χαμογελαστή φατσούλα απο σουσάμι πάνω στο γιαούρτι, έτοιμη να φαγωθεί, όταν άκουσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να τρίζει ελαφρά. Σαν να επρόκειτο να τη συναντήσει για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε το σφυγμό του να καλπάζει και χάρηκε που είχε μόλις τελειώσει. Γνώριζε πως πρώτα θα πήγαινε στο μπάνιο, οπότε θα είχε την ευκαιρία να γλιστρήσει με τον ομολογουμένως τεράστιο δίσκο μέχρι το μπαλκόνι, να τον αποθέσει στο παλιό ξύλινο τραπέζι που δέσποζε μοναχικό πάνω από τη θάλασσα. Έτσι κι έκανε.

Η μέρα επρόκειτο να είναι πανέμορφη, δίχως αμφιβολία. Για λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξε τον τρόπο που οι ακτίνες παιχνίδιζαν με τα νερά στο βάθος, και σχεδόν κούνησε το κεφάλι του προς επιβεβαίωση της προστασίας που έδειχναν να τούς παρέχουν τα αχνά περιγράμματα βουνών σε κάθε σημείο του ορίζοντα. Κάθετα, εκατοντάδες μέτρα κάτω, είδε το μικρό μαύρο υποβρύχιο να αναμένει σταθμευμένο, ανεβοκατεβαίνοντας από τον ελαφρύ κυματισμό. Μια βόλτα στο βυθό δεν θα ήταν κι άσχημη ιδέα σήμερα. Η ιδέα του να κάνεις έρωτα με την αγάπη της ζωής σου περικυκλωμένος από έναν ατέλειωτο υδάτινο όγκο και κάθε είδους κήτη πάντα γοήτευε και τους δυο τους.

Δυο χέρια τον σταμάτησαν γλυκά από το να κάνει σχέδια. Αυτό δεν έκαναν πάντα;

“Καλημέρα ψυχή μου”, τού ψιθύρισε, και αντήχησε κάπως περίεργα στα αυτιά του. Δεν έδωσε σημασία. Ήταν σύνηθες να επηρεάζει την πραγματικότητα του οτιδήποτε βρισκόταν τριγύρω της.

Σαν απάντηση, προτίμησε να γυρίσει και να τη φιλήσει μεμιάς, εκείνα τα δροσερά χείλη που τόσο θα λαχταρούσε να μπορούν να μιλούν και να φιλούν ταυτόχρονα. Ήδη ένιωθε το αίμα να συσσωρεύεται στο πέος του και σκεφτόταν πως το χθεσινοβραδινό σεξ δεν είχε διακοπεί ποτέ, όταν σταμάτησε. Εκείνη, δεν αντέδρασε, ούτε στο επικείμενο φιλί, ούτε στην αναβολή του.

Συνοφρυώθηκε.

“Συμβαίνει κάτι;” τη ρώτησε. Η θάλασσα πάφλαζε κάτω τους, και ένα ελαφρύ αεράκι χάιδευε αρμονικά τα μαλλιά της, που έμοιαζαν να μη χρειάζονται περιποίηση. Το βλέμμα της είχε κάτι λάθος. Δεν ήταν υγρό, ευτυχώς. Όμως ήταν λάθος.

Ακολούθησε μια παύση στη διάρκεια της οποίας θα μπορούσε να ορκιστεί πως η Γη περιστράφηκε γύρω από τον ήλιο ένα εκατομμύριο φορές. Το μπαλκόνι τους κρατούσε εκεί, στην υλοποίηση κάθε φιλοδοξίας που είχαν νεότεροι, και όμως, εκείνη έμοιαζε ξαφνικά να μην είναι ικανοποιημένη. Τελικά, κούνησε το κεφάλι της, αποδιώχνοντας θαρρείς κάτι δυσάρεστο.

“Δεν είναι τίποτα μωρό μου” τον καθησύχασε, και βιάστηκε να στρέψει τα χρυσαφένια μάτια της προς τον δίσκο, λίγα μέτρα πίσω τους. Άνοιξε το στόμα της, ευχάριστα ξαφνιασμένη σαν να έβλεπε εκείνο το θέαμα για πρώτη φορά. Άφησε έναν αναστεναγμό που έκανε το περιεχόμενο του στέρνου του να λιώσει.

“Μου έφτιαξες πρωινό;”

Κοίταξε ξανά το πρόσωπό του, και αυτή τη φορά δεν υπήρχε τίποτα λάθος. Δεν πρόλαβε να νεύσει καταφατικά, γιατί εκείνη επιτέθηκε στα χείλη του με ένα από τα χιλιάδες είδη φιλιών που αγαπούσε να δέχεται από τη σύζυγό του. Αφέθηκε στις τυμπανοκρουσίες που ηχούσαν δίπλα στους κροτάφους του και στη νέα ορμή που ανασήκωνε το πέος του.

Εκείνη του το χάιδεψε, τρυφερά όπως πάντα. Άρχισε να σκύβει. “Σ' ευχαριστώ μωρό μου”.

Θα είναι μια πραγματικά καλή μέρα σήμερα, πρόλαβε να σκεφτεί, πριν χαθεί στο γαργαλητό που προκαλούσαν τα μαλλιά της ανάμεσα στα πόδια του.

* * *

Ήταν περασμένο μεσημέρι. Θαλασσοπούλια έκρωζαν πέρα από το ανοιχτό παράθυρο, που μαζί με τους συνηθισμένους θορύβους έφερνε και την αλμύρα, πάντα αναζωογονητική.

Ύστερα από σχεδόν τρεις ώρες διαρκούς δουλειάς, απομάκρυνε τον κορμό του από το φρεσκογραμμένο χειρόγραφο. Το γραφείο του έβλεπε βόρεια, προς την κατεύθυνση στην οποία συνέχιζε ο γκρεμός που στήριζε το σπίτι. Ο περιφερειακός δρόμος πλαισίωνε το χείλος του, μα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα να τον διατρέχουν. Άλλη μια ευχάριστη υπενθύμιση της απόλυτης απομόνωσής τους.

Τέντωσε την πλάτη του ενάντια στη ράχη της καρέκλας, και οι σπόνδυλοί του έτριξαν πλούσια, σφίγγοντας τους μύες του προσώπου του. Παρόλο που δεν τον χώριζαν πολλές ώρες από το πρωινό που μοιράστηκε με τη σύζυγό του, ήδη ένιωθε πεινασμένος. Αποφάσισε να την επισκεφτεί, αναμφίβολα σε κάποιον από τους δυο πυργίσκους του σπιτιού, να σχεδιάζει κάτι καινούριο και όμορφο σε μεγάλα χαρτιά. Μια κατοικία, ίσως, όπου θα μοιράζονταν, σαν εκείνους, τα όνειρά τους δυο νιόπαντροι. Πριν τη γνωρίσει, οι αρχιτέκτονες δεν του προκαλούσαν κανένα ενδιαφέρον. Τώρα μια αρχιτέκτονας ήταν αυτή που τον προκαλούσε καθημερινά, με κάθε ωραίο τρόπο.

Βγήκε από το γραφείο αφού έριξε μια τελευταία ματιά στις στοιβαγμένες σελίδες, να βεβαιωθεί ότι βρίσκονταν ακόμη εκεί. Δεν παίζει κανείς με τα παιδιά της ψυχής του. Ο διάδρομος ήδη μοσχοβολούσε από ένα μείγμα χοιρινού κρέατος και πικάντικων μπαχαρικών, και αυτό τον ανάγκασε να ευχαριστήσει για άλλη μια φορά τους γονείς αυτού του πλάσματος που βρισκόταν συνεχώς ένα βήμα μπροστά στην ικανοποίηση κάθε ανάγκης και επιθυμίας του. Καθώς πλησίαζε την κουζίνα το βήμα του γινόταν όλο και πιο γοργό και ήξερε πως αυτή τη φορά θα τον έπαιρνε πάνω στον πάγκο κοπής ή τον νεροχύτη, και το χέρι του είχε ήδη πιάσει τα κουμπιά του παντελονιού του...

...μα εκείνη δεν ήταν εκεί. Έμεινε στο κατώφλι, να περιεργάζεται, ακόμα ερεθισμένος, το φαγητό που σιγόβραζε στην κατσαρόλα, και τις μικροσκοπικές σταγόνες που έπεφταν ρυθμικά από τη βρύση, σημάδι ότι η γυναίκα του βρισκόταν εκεί πριν λίγο. Η μυρωδιά ήταν σχεδόν μεθυστική, μα η σκέψη της τελικά κυριάρχησε. Με τα χείλη του κυρτωμένα σε ένα ανυπόμονο χαμόγελο, κατευθύνθηκε προς το ζευγάρι από σκάλες στο δυτικό κομμάτι του σπιτιού, ακριβώς πριν το μπαλκόνι.

Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, επέστρεψε στο νου του εκείνο το δυσάρεστο βλέμμα που είχε αντικρίσει το πρωί. Το βλέμμα που έσπασε και χάθηκε πριν προλάβει να το περιεργαστεί. Το βλέμμα που τελικά, αποφάσισε όταν έφτασε μπροστά από την πόρτα του πυργίσκου, δεν σήμαινε τίποτα. Γιατί τίποτα δεν μπορούσε να πηγαίνει στραβά, ανάμεσα σε δυο τόσο ερωτευμένους και κυρίως αγαπημένους ανθρώπους. Τίποτα.

Ο πυργίσκος ήταν έρημος, με την εξαίρεση της θέας στον ωκεανό που έκοβε την ανάσα. Τα νερά ήταν τώρα λιγότερο ήρεμα, και κάτω από το φως του ήλιου που βρισκόταν στην ακμή του κύκλου του φάνταζαν γαλαζόχρυση λάβα που σιγοβράζει. Τα μολύβια της συζύγου του δεν έμοιαζαν να έχουν πειραχτεί. Εξέπνευσε, εκνευρισμένος που ποτέ δεν μπορούσε να πετύχει με την πρώτη τον σωστό πυργίσκο, κι ύστερα γέλασε. Μήπως δεν ήταν αυτή η ικανότητά της να τον εκπλήσσει συνεχώς που επίσης τον συνέπαιρνε;

Νιώθοντας σαν κυνηγός που επιτέλους έχει εγκλωβίσει το μικρό ελαφάκι σε αδιέξοδο, δίστασε πριν ανοίξει τη δεύτερη πόρτα. Πλησίασε το ξύλο, που ακόμα ανέδιδε μια αχνή μυρωδιά λούστρου, και προσπάθησε να την αφουγκραστεί.

Σιωπή. Τη φαντάστηκε να στέκεται πλάι στο παράθυρο, προβληματισμένη με κάτι που το θαυματουργό μυαλό της ήταν θέμα χρόνου να λύσει. Βρισκόταν εκεί μέσα, δικιά του, στο σύμπαν που από πάντα ονειρεύονταν να κατοικήσουν. Ένιωσε τη διάθεση για σεξ και την πείνα να υποχωρούν, να αντικαθιστώνται από εκείνο το χάδι που προκαλούσε μούδιασμα στον εγκέφαλό του και που είχε μάθει να αποκαλεί αγάπη. Έπιασε το πόμολο σαν να καλωσόριζε νεογέννητο.

“Κάποιας το βιολογικό ρολόι”, μίλησε απαλά μέσα από την απειροελάχιστη χαραμάδα, “μου στερεί ένα ωραιότατο μεσημεριανό”. Η θάλασσα αναδευόταν, σε κάποιο μακρινό μέρος. Μεγάλωσε λίγο τη χαραμάδα, για να είναι βέβαιος πως η φωνή του μπορούσε να ακουστεί. “Ένα πάρα πολύ όμορφο κορίτσι με προβλήματα ακοής” είπε, και αυτή τη φορά έδωσε στις λέξεις το επιπλέον μπάσο που χρειάζονταν, “έχει στήσει το στομάχι του άντρα της”.

Γλάροι επικοινωνούσαν ποιος ξέρει για τι, έτη φωτός μακριά. Στο εσωτερικό του πυργίσκου επικρατούσε μονάχα σιωπή. Κατέβασε με δύναμη το πόμολο και όρμηξε στο χώρο εργασίας της συζύγου του, ο οποίος δεν είχε ίχνος της. Τα μολύβια ήταν κι εδώ άθικτα. Το χαρτί τυλιγμένο στο πάνω οριζόντιο τμήμα του καβαλέττου, ολόλευκο. Τα αγαπημένα της σοκολατάκια εννέα, ακριβώς όσα είχε αφήσει εκεί την προηγούμενη μέρα.

Πριν επιτρέψει στον ηλίθιο εαυτό του να ανησυχήσει, χτύπησε τα χέρια του σε μια κίνηση που έδειχνε ότι τόση ώρα αγνοούσε το προφανές. “Είναι στο μπάνιο”, είπε φωναχτά, για να τον ακούσει ένα και μοναδικό ζευγάρι από αυτιά, που προσπαθούσε σθεναρά να μην πανικοβληθεί.

Αυτή τη φορά, προτίμησε να αφήσει τα παιχνιδάκια πίσω από την πόρτα. Το μπάνιο ήταν άδειο. Δίχως να ξέρει τι κάνει, ανεβοκατέβασε το καπάκι της τουαλέτας, τράβηξε την κουρτίνα της μπανιέρας σχεδόν ξεκολλώντας την από τη βάση της, και τελικά ισοπέδωσε τις οδοντόβουρτσες και τις χτένες και τα χίλια δύο παλιοπράγματα μπροστά από τον καθρέφτη.

“Μωρό μου!” φώναξε με ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή του, πηγαίνοντας για άλλη μια φορά προς την κουζίνα. Τα πορτρέτα στον τοίχο αγνοούσαν τον τρόμο που ξαφνικά τον είχε κυριεύσει, τον τρόμο που έμοιαζε με ένα βρομερό, γυαλιστερό φίδι του οποίου το φαρμακερό κεφάλι κατέληγε στη σκηνή πριν το πρωινό που πλέον ο νους του αναπαρήγαγε ξανά και ξανά.

Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα, έλεγε από μέσα του, τρέχοντας πλέον στις μακρόστενες αρτηρίες του παλατιού τους, που φάνταζαν να χάνουν αίμα. Η κουζίνα παρέμενε κατειλημμένη μόνο και μόνο από την κατσαρόλα με το φαγητό και το άρωμα που τού υπενθύμιζαν την παρουσία της γυναίκας του, και τα άψυχα έπιπλα και μαχαιροπίρουνα που επιβεβαίωναν την απουσία της. “Μωρό μου! Μωρό μου πού είσαι;”

Οι φωνητικές του χορδές έστειλαν ένα πονεμένο παράπονο στο κεφάλι του, μα το αγνόησε. Άρχισε να διατρέχει τα δωμάτια του σπιτιού, λαχανιάζοντας όχι από κούραση αλλά από ανησυχία, φωνάζοντας το όνομά της. Οι παντόφλες του γλιστρούσαν στο γυμνό, ξύλινο πάτωμα και κινδύνευσε να χάσει την ισορροπία του δύο ή τρεις φορές, όμως δεν τον ένοιαζε. Η σύζυγός του δεν ήταν σε κανένα από τα γραφεία της, δεν ήταν στην κουζίνα, το μπάνιο ή την κρεβατοκάμαρα, δεν ήταν στο δικό του γραφείο και δεν ήταν στο μπαλκόνι.

“Μωρό μου, γαμώτο!”, ξέσπασε, με την ανάσα του μισή, με τα γόνατά του αδύναμα και τα χέρια του να στηρίζονται στα κάγκελα πέρα από τα οποία υπήρχε μόνο το κενό. Ούρλιαξε στη θάλασσα και στα βράχια από εκεί πάνω, ξανά και ξανά, ένα τίποτα χωρίς εκείνη.

Τον είχε αφήσει.

* * *

Η Αστυνομία θα τον ειδοποιούσε σύντομα. Το κινητό της ήταν απενεργοποιημένο. Νιώθοντας κάθε κομμάτι του κορμιού του δεκάδες φορές πιο βαρύ, ένιωσε μια ξέψυχη σπίθα ελπίδας να αναβοσβήνει κάπου μέσα του. Δεν είχε ελέγξει το υποβρύχιο. Πριν κατέβει τη στριφογυριστή σκάλα μέχρι τον κόλπο στη βάση του γκρεμού, έφερε ξανά το σπίτι ένα γύρο. Το φαγητό έβραζε ακόμα, και νότες καμένου είχαν αρχίσει να επικρατούν της κάποτε ευχάριστης, τώρα πικρόχολης μυρωδιάς. Τα υπόλοιπα δωμάτια ήταν έρημα.

Σε κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινε, αντιμετώπιζε τον πειρασμό του να πηδήξει. Όμως ύστερα έριχνε μια ματιά στο μαύρο μεταλλικό κήτος στο τέλος της σκάλας, και ήξερε πως δεν μπορούσε να πεθάνει πριν εξαντλήσει κάθε πιθανό σενάριο. Ορκίστηκε στον εαυτό του πως αν την έβρισκε εκεί κάτω, θα την ανάγκαζε να του εξηγήσει γραπτώς το λόγο που τον οδήγησε ένα βήμα πριν την τρέλα. Αν όχι...

Ένα αυτοκαταστροφικό γέλιο σκαρφάλωσε στον οισοφάγο του, βλέποντάς το. Ένιωσε δάκρυα στα μάτια πριν καν το ακουμπήσει, γιατί μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε. Πριν εξαφανιστεί από προσώπου γης, τού είχε αφήσει ένα γράμμα που τώρα τον περίμενε κολλημένο πάνω στα πλευρά του υποβρυχίου. Ακόμα και τώρα συνέχιζε να διαβάζει τη σκέψη του, με εκείνη τη μαγική ακρίβεια. Πλησίασε τον φάκελο τρεκλίζοντας πάνω στο βρεγμένο βράχο. Όσο πιο κοντά έφτανε, τόσο πιο σίγουρος γινόταν πως ήταν από εκείνη. Ξεχώρισε τα κομψά γράμματά της πάνω στον φάκελο, που το νερό είχε λεκιάσει σε σημεία.

Για τον Πρίγκιπά μου.

Γλυκιά, κι ας τον σκότωνε. Με τρεμάμενα δάχτυλα απέσπασε τον φάκελο από το υποβρύχιο, και διάβασε εκείνες τις τέσσερις λέξεις ξανά και ξανά, μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει, μα δεν είχε το κουράγιο να ανέβει ξανά τον γκρεμό. Έσκισε όπως-όπως το χαρτί. Στο εσωτερικό του φακέλου υπήρχε μία σελίδα τετραδίου, διπλωμένη στη μέση. Κάθισε οκλαδόν πάνω στο βράχο, μια συντετριμμένη ψυχή μπροστά από ένα μικρό μαύρο υποβρύχιο, και διάβασε.

Γεια σου μωρό μου.

Από τη μέρα που σε γνώρισα, δεν υπήρξε στιγμή που να αμφέβαλλα για εμάς. Ήσουν τέλειος σε κάθε σου κίνηση, χάδι, σε κάθε σου χαμόγελο. Κάθε φορά που κάναμε έρωτα, ένιωθα απόλυτα ανυπεράσπιστη απέναντι στη χημεία μας, και απόλυτα ευτυχισμένη.

Θέλω να ξέρεις πως δεν φεύγω επειδή γνώρισα κάποιον άλλο, ούτε επειδή δεν βρίσκω πια σ' εσένα αυτό που ψάχνω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω γιατί φεύγω, και πού θα πάω τελικά. Όμως έχει πραγματικά σημασία, αφού αγαπιόμαστε τόσο πολύ; Γιατί ακόμα κι αν σήμερα σε αφήνω, είναι απλά πέρα από τις δυνάμεις μου να σταματήσω να σε αγαπάω. Για αυτή τη μέρα και κάθε μέρα που θα δω να ξημερώνει, οι καλημέρες που θα ακούω θα είναι από εσένα, μέσα στο κεφάλι μου. Το πρωινό που θα τρώω θα έχει μαγικά φτιαχτεί από τα δικά σου χέρια. Και όσοι κι αν γνωρίσω, θα είναι απλά βουβά κουτιά, που θα αποθηκεύουν τις αναμνήσεις που μου χάρισες και θα με βοηθούν να τις ξαναζώ. Θα είμαστε χώρια, μα συνάμα μαζί, μωρό μου, και κανείς δεν μπορεί να το εμποδίσει αυτό. Ειλικρινά πιστεύεις πως μπορεί να υπάρξει κάτι δυνατότερο από αυτό; Εγώ, ευτυχώς, δεν το πιστεύω. Θέλω να κάνεις το ίδιο. Θέλω να με ζεις και να με ξαναζείς μέχρι να καταφέρουμε να σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο τόσο πολύ, που τα όνειρά μας να γίνουν η νέα μας κρεβατοκάμαρα, το νέο μας σπίτι πάνω στο βράχο.

Σου τα γράφω όλα αυτά, περιμένοντας με κάποιο τρόπο να ανακαλύψω τι είναι αυτό που με διώχνει. Είναι περίεργο, μα νομίζω πως έχω αρχίσει να το καταλαβαίνω. Βλέπεις ψυχή μου,

Η σελίδα είχε σε εκείνο το σημείο. Δεν απόρησε, γιατί δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Το σκοτάδι σχεδόν κυριαρχούσε πλέον, και τα νερά είχαν γίνει μαύρα, κάνοντας το υποβρύχιο σχεδόν αόρατο.

Για μια χούφτα στιγμές, παρέμεινε αδρανής μπροστά από το θαλάσσιο όχημα. Πραγματικά τον είχε αφήσει, λοιπόν. Και το γράμμα της δεν ήταν για να βοηθήσει εκείνον, αλλά εκείνη, προκειμένου εκείνη να τα έχει καλά με τον εαυτό της. Προσπάθησε να αγνοήσει την τυφλή οργή που σχηματιζόταν κάπου στον ορίζοντα, με τη μορφή αλμυρών ουρλιαχτών του ανέμου. Δεν τα κατάφερε. Οι τελευταίοι γλάροι που επέστρεφαν στις φωλιές τους τον χλεύαζαν, με το θράσος καθαρά ανιχνεύσιμο στα κρωξίματά τους.

Πέταξε το γράμμα της στο νερό, και μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην οροφή του υποβρυχίου. Δεν ήταν τυχαίο που το είχε επιλέξει για το τελευταίο μέρος στο οποίο θα επικοινωνούσε μαζί του. Υπήρχε σκοπιμότητα, και τώρα την έβλεπε με το μάτι της φαντασίας του, φωταγωγημένη από εκατοντάδες λαμπερούς προβολείς.

Λίγο αργότερα, βυθιζόταν στο υγρό σκοτάδι.

* * *

Όσο κάτω πάει.

Το φως από το υποβρύχιο έγλειφε το σκοτεινό φαράγγι κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού, καθώς χανόταν όλο και βαθύτερα στο βυθό.

Όσο κάτω πάει. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να γίνει, το ήξερε καλά. Δεν υπήρχε εμπόδιο ικανό να τον κρατήσει χωρισμένο από εκείνη, εκτός ίσως από εκατοντάδες χιλιάδες τόνους νερού και μαύρου. Ήταν το καλύτερο ποντάρισμα. Θα έφτανε στα σωθικά της θάλασσας, και θα έμενε εκεί. Γιατί για εκείνον, όχι, δεν έφτανε ένα δακρύβρεχτο γράμμα, με λόγια για όνειρα και παντοτινή αγάπη. Δεν έφτανε η δύναμη των συναισθημάτων τους, που εκείνη τόσο καλά φρόντισε να εκθειάσει. Χωρίς την ίδια να ξυπνάει δίπλα του όπως λίγες ώρες πριν, χωρίς την παρουσία της να τον επιβεβαιώνει πως όλα πάνε καλά, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια βαριά, ραγισμένη πέτρα που βουλιάζει.

Συνέχισε να κατεβαίνει για αρκετή ώρα. Με κάποιο μυστήριο τρόπο, το φαράγγι πλάταινε, δημιουργώντας μια πεδιάδα δίχως τέλος, σαν φυσαλίδα εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δυο εμπόδια. Το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο. Οι προβολείς του υποβρυχίου έφταναν γύρω στα δέκα μέτρα μακριά, και ακολουθούσε το τίποτα. Αναρωτήθηκε αν καταδυόταν στην ψυχή του, μα σκέφτηκε πως αυτό ήταν αδύνατον.

Ένα γερό, υπόκωφο τράνταγμα τον έκανε να χτυπήσει το κεφάλι του στην οροφή και τον ενημέρωσε πως είχε μόλις φτάσει στο βαθύτερο σημείο του ωκεανού. Όταν το χτύπημα σταμάτησε να τον ζαλίζει, πλησίασε ένα από τα φινιστρίνια και κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε τίποτα να δει. Τρέκλισε μέχρι το μπροστινό μέρος του υποβρυχίου, και ακολούθησε με το βλέμμα του τις ακτίνες των προβολέων. Ξάπλωναν πάνω σε ένα είδος σκληρής πέτρας, που υπέθεσε πως ήταν ο πάτος.

Θυμήθηκε τον εαυτό του να εικάζει πως επρόκειτο να είναι μια πολύ καλή μέρα. Θυμήθηκε τη μέρα που τη γνώρισε. Θυμήθηκε πως δεν τον είχε εντυπωσιάσει αμέσως μα τον είχε κερδίσει βήμα-βήμα, αργά και μεθοδικά σε κάθε νέα τους συνάντηση. Θυμήθηκε το πρωινό που είχε ανοίξει τα μάτια του, και απλά γνώριζε πως ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της.

Υπήρχαν τόσα να θυμηθεί. Και ορίστε, που ούτε εκείνο το μέρος, ούτε η πίεση πάνω από το κεφάλι του τα εμπόδιζε. Κατάλαβε πως το πρόβλημα δεν υπήρξε ποτέ γεωγραφικό. Πως το ταξίδι του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα ταξίδι στην κρεβατοκάμαρά τους, όπου θα έκλαιγε με τις ώρες μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως διαφορά.

Όσο κάτω πάει, σκέφτηκε ξανά, και κοίταξε την μαύρη, έρημη υδάτινη χώρα έξω από τα φινιστρίνια, το τελευταίο του καταφύγιο. Δεν είχε κατέβει αρκετά, αυτό ήταν όλο. Ύψωσε το βλέμμα του προς την οροφή, όπου η βιδωτή πόρτα του οχήματος εμπόδιζε το νερό από το να τον πνίξει και να τον ελευθερώσει. Με σταθερές κινήσεις, την έπιασε και άρχισε να την ξεβιδώνει, γεμίζοντας ταυτόχρονα τους πνεύμονές του με αέρα. Ένας τραχύς ήχος σηματοδότησε το άνοιγμα της πόρτας, μα δεν πρόλαβε να τον επεξεργαστεί. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το εσωτερικό του υποβρυχίου έγινε ένα με την παγωμένη υγρή μάζα που το περικύκλωνε.

Μη φοβάσαι, σκέφτηκε. Βγήκε στο κρύο σκοτάδι, αποφασισμένος και κατατρομαγμένος. Κολύμπησε με δυσκολία μέχρι τα χέρια του να αγγίξουν τον πάτο, και σε κάθε του κίνηση θύμιζε ξύλινη κούκλα. Άρχισε να σκάβει. Προσπαθούσε να σκάψει τον ίδιο τον φλοιό της γης. Γιατί αν υπήρχε ένα μέρος στο οποίο η σκέψη της δεν θα την έφτανε, δεν ήταν άλλο από τον πυρήνα.

Η θερμοκρασία του νερού είχε μουδιάσει τα άκρα του ώστε να νιώθουν μονάχα τριβή. Δεν υπήρχε κρύο ή πόνος ή οτιδήποτε. Υπήρχε μόνο αρκετό οξυγόνο, ήλπιζε, στους πνεύομονές του ώστε να φτάσει στο κέντρο του πλανήτη και να βρει την ηρεμία. Έσκαψε κι έσκαψε κι έσκαψε, και αν το έκανε στο σημείο που φώτιζαν οι προβολείς του υποβρυχίου, θα έβλεπε ότι ο πάτος δεν είχε ούτε γρατσουνιά. Όμως έβλεπε μόνο το σκοτάδι, και τα γράμματά της να σχηματίζουν υποσχέσεις στον μαύρο καμβά του, κι έτσι συνέχισε με μανία.

Ένιωσε μια ελαφριά ζάλη να τον αγκαλιάζει, και σκέφτηκε πως η ασφυξία δεν ήταν μακριά. Λευκά φώτα τον περικύκλωσαν, και θεώρησε πως ο εγκέφαλός του είχε αρχίσει να εγκαταλείπει την προσπάθεια. Μα τα είδε πάνω από τον ώμο του, απόκοσμα ψάρια με περίεργες φωτεινές κεραίες, που συγκεντρώνονταν γύρω από εκείνον και το υποβρύχιο, σαν μακάβριοι θεατές.

Η ζαλάδα χειροτέρεψε. Τα χέρια του δεν υπάκουγαν πια στην εντολή που τους έδινε για περισσότερο σκάψιμο. Ένιωθε σαν μολυβένια μαριονέττα, στο έλεος σχοινιών που κανείς δεν κρατούσε. Το φως στην περιφερική του όραση έγινε πιο δυνατό, και καθώς τα τελευταία ψήγματα αέρα τον ανασήκωναν αργά προς τα πάνω, κοίταξε τριγύρω και τώρα τα ψάρια ήταν εκατοντάδες, με τις ηλεκτρικές κεραίες τους να εξουδετερώνουν το σκοτάδι.

Είχε ανέβει αρκετά μέτρα πάνω από το σταθμευμένο υποβρύχιο, με τα τερατόμορφα ψάρια να παραμερίζουν υπάκουα στο πέρασμά του, όταν για τελευταία φορά σκέφτηκε πως έπρεπε να φτάσει όσο κάτω πάει. Τα μάτια του, το μόνο όργανό του κορμιού του που μπορούσε ακόμα να ελέγξει, πλανήθηκαν στο βυθό. Στα γράμματα που κάποιος θεός με αρρωστημένη αίσθηση του χιούμορ είχε χαράξει πάνω του. Ήταν μια γιγαντιαία ταφόπλακα. Το φως των ψαριών δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Ο πάτος της θάλασσας ήταν μια ταφόπλακα, με τα ονόματά τους χαραγμένα πάνω της. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην τόσο τραγική ειρωνεία του θεάματος, και γέλασε με όση δύναμη του απέμενε, αφήνοντας το νερό να κατακλύσει το στέρνο του.

Σιγά-σιγά, βούλιαζε ξανά προς το υποβρύχιο. Προς τον τάφο του πράγματος που τόσο απεγνωσμένα είχε προσπαθήσει να αποφύγει. Προς τον δικό του τάφο. Η πλάτη του ακούμπησε ομαλά στο πλάι του οχήματος. Το φως των ψαριών εξασθένησε. Τα κοίταξε όπως ένα μωρό κοιτάζει τον ήλιο. Τον εγκατέλειπαν, μόνο πάνω από τον νεκρό έρωτά του, ετοιμοθάνατο.

Ένας τέλειος παραλληλισμός αναβόσβησε για απειροελάχιστες στιγμές στον εγκέφαλό του, η τελευταία σπίθα νου που θα είχε ποτέ του. Κατανόησε το καθήκον του να βγει στην επιφάνεια, να συνεχίσει να ζει και να την αγαπά. Γιατί ήταν ολοφάνερο πως κάτω από εκείνη την ταφόπλακα βρισκόταν θαμμένος ο ίδιος ο έρωτάς του για εκείνη, ο οποίος περίμενε από την αυγή του ανθρώπινου είδους. Γιατί τα συναισθήματά του κρατούσαν τον πυρήνα της γης ζωντανό.

Το σκοτάδι που ερχόταν τώρα δεν είχε καμιά σχέση με τη φυγή των ψαριών. Μια ανεξήγητη δύναμη έστρεψε τον αυχένα του προς το φινιστρίνι που τον στήριζε, και πίστεψε πως θα ήταν ευκολότερο να ξεριζώσει ένα βουνό, μα τα κατάφερε να το κοιτάξει. Να δει το χέρι της πίσω από το τζάμι, να κρατά ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί που ποτέ του δεν θα διάβαζε. Ένιωσε να αποχωρίζεται το κορμί του, με τη συνοδεία μιας ξαφνικής ζεστασιάς. Έψαξε για το βλέμμα της στο εσωτερικό του υποβρυχίου, τώρα πια μόνιμα σπασμένο, πνιγμένο δίχως αμφιβολία. Δεν το βρήκε.

Τη στιγμή που έφευγε, γνώριζε πως ο πλανήτης δεν θα ζούσε αύριο.

* * *

Edited by Howard Crease
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..