Jump to content

Ατάκα κι επί τόπου #5 (Cassandra Gotha vs Nienor)


Naroualis
 Share

Ατάκα κι επί τόπου #5  

17 members have voted

  1. 1. Μου άρεσε περισσότερο η ιστορία της...


This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Όριο λέξεων: Απο 1000 εως και 3500

Είδη: Γενικά φανταστικό, αλλά αν κρίνω από τη φήμη των κοριτσιών, να περιμένετε κάτι στο χώρο του φάντασι.

Χρόνος συγγραφής: 1 βδομάδα αρχικά, παράταση αν είναι απολύτως απαραίτητη

Χρόνος ψηφοφορίας: Ομοίως

 

Η ατάκα πρέπει να μπει στην ιστορία αυτούσια χωρίς αλλοίωση των εννοιών της. Μόνη μετατροπή μπορεί να υπάρξει σε πρόσωπο αφήγησης ή οπτικής γωνίας. Επίσης πρέπει να έχει κάποιον ρόλο στην ιστορία και να μην παρακαμφθεί με συγγραφικά τεχνάσματα.

 

Η ατάκα σας:

 

Και στο γιορντάνι των γλυφών είδε το τέλος.

 

Γράφετε και ανεβάζετε τα διηγήματα από σήμερα Δευτέρα, 18 Ιουνίου έως και τη Δευτέρα, 25 Ιουνίου, τα μεσάνυχτα.

Ελπίζω να σας εμπνεύσω, διότι στην ηλικία μου πρέπει να παραιτηθώ από μουσίτσα και ν' αρχίσω να γίνομαι Μούσα laugh.gif

Edited by aScannerDarkly
Link to comment
Share on other sites

  • Replies 60
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Nienor

    9

  • Διγέλαδος

    4

  • Naroualis

    15

  • Cassandra Gotha

    11

:dazzled:

 

Μην παρεξηγείς το ύφος μου, Ευθυμία, είναι που μόλις συνήλθα από ένα μίνι εγκεφαλικό.

 

:D

 

Θα γράψω.

 

edit μισή ωρίτσα μετά: Έχω και ιδέα, κιόλας, δεν το περίμενα! :yahoo:Ελπίζω να μου βγει, να την κρατήσω. Θα γράψω κάτι γύρω από την ιστορία της Κλέφτρας μου, ένα από τα τρία παρατημένα μου βιβλία, το πρώτο που ξεκίνησα. (Θα είναι αυτοτελές, εννοείται).

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Εγώ το γιορντάνι το googlαρα το ομολογώ :p Αλλά τελικά, κατόπιν ώριμης σκέψης μου αρέσει πολύ η ατάκα :D

Link to comment
Share on other sites

Εμ, μόλις τώρα το κατάλαβα ότι μάλλον ξεπέρασα το όριο δυσκολίας. Η Άννα έχει ήδη ιδέα, αλλά αν θέλετε και οι δύο αλλάζω την ατάκα.

Link to comment
Share on other sites

Όχι ρε, τι λες αφού μας βλέπεις τελικά, κι οι δυο χαρούμενες είμαστε :) Θα βρω κι εγώ ιδέα σύντομα :D

Link to comment
Share on other sites

Κι εγώ το γκούγκλαρα το γιορντάνι, ρε. Πας καλά; Άκου "γιορντάνι". :8): Και για το glyph που λέμε και στα ελληνικά, έπρεπε να μου σκάσει φλασιά, που ευτυχώς μου έσκασε...

 

Τι μας κάνεις Ευθυμία, μουσίτσα, τρελό κορίτσι! :crazy:

 

(Εντάξει, την είχα ακούσει τη λέξη αλλά δεν ήξερα τι είναι).

Link to comment
Share on other sites

Και για το glyph που λέμε και στα ελληνικά, έπρεπε να μου σκάσει φλασιά, που ευτυχώς μου έσκασε...

Ξέρεις ότι είναι αρχαιοελληνική λέξη στην πραγματικότητα έτσι? :p

Είδες τι μαθαίνει κανείς με μία μόνο ατάκα... :p

 

Επίσης, Ευθυμία αυτά με τις μούσες άστα ακόμα... πενηντάρα ήτανε άμα τα έλεγε και σε μια άλλη εποχή. Μουσίτσα είσαι ακόμα και άμα μείνεις από μέσα θα μείνεις κι απέξω :D Αμέ

Link to comment
Share on other sites

Εγώ ξεκίνησα, με άλλη ιστορία τελικά, αυτή όμως μου αρέσει! :Lighten:

Link to comment
Share on other sites

Λυπάμαι για το διπλό post, αλλά δεν μπορώ να κάνω edit πια στο προηγούμενο.

 

 

Έχω και σκελετό! Έχω και σκελετό! :yahoo:

 

O.T.

(Ε, ναι, μ' αρέσει να μοιράζομαι τις χαρές μου. Όχι, να εξηγούμαι, γιατί τελευταία στο sff νιώθω ότι εξετάζομαι για όλα: Για το πόσο συμμετέχω στους διαγωνισμούς, για το τι σχόλια κάνω, για το πώς απαντάω στα topic των διαγωνισμών, ακόμη και αν χρησιμοποιώ emoticons/τα σοβαρά άτομα δεν ζωγραφίζουν φατσούλες, κι εμείς ε΄δω είμαστε το πανεπιστήμιο της συγγραφικής τέχνης, ξερωγώ). Τέλος γκρίνιας, και να με συγχωρείτε αλλά ουφ, τα είπα και ξεθύμανα.

 

Έχω σκελετό, έχω σκελετό! :yahoo:

(Μωρέ ναι, είχα ξεκινήσει να γράφω, αλλά δεν ήξερα τα πριν και τα μετά. Και κόλλησα στο σημείο που έπρεπε να ξεκινήσουν να γίνονται πράγματα, αφού ξεμπέρδεψα με τις συστάσεις. Οπότε, επιτέλους κατάφερα να την φτιάξω την άτιμη την περίληψη - ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη στην προκειμένη, όχι σκελετός).

 

Κιάρα μου μάγισσα, πώς τα πας;

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Φιλενάδα μου, όχι και τόσο καλά, έχω ντύσει την ατάκα, αλλά δεν έχω ακόμα καταφέρει να εκμαιεύσω ιστορία από το μυαλό μου. Η μόνη που κατάφερα να ξεσηκώσω είναι ιστορία που την έχω ξαναπεί και δε μ' αρέσει το κόνσεπτ του να ξαναλέω τα ίδια. Μην ανησυχήσεις, δεν παίζει να σ' αφήσω μόνη σου, θα γράψω (έστω κι αυτό) και μάλιστα αύριο γιατί αλλιώς δε θα έχω προλάβει ούτε να την σουλουπώσω, πως θα θέλω έτσι να σε νικήσω :p :p :p

Link to comment
Share on other sites

Τώρα διπλοποστάρω κι εγώ για να μαστε στα ίδια :p

 

Το λοιπόν είμαι έτοιμη (σε ένα θεωρητικό επίπεδο) και αρκετά ευχαριστημένη μπορώ να πω :) αλλά ήθελα να σας ζητήσω να μην το πάμε 12 νταν όριο, να το πάμε "κάποια στιγμή πριν να ξημερώσει" όριο γιατί όπου να ναι θα φύγω -και δε θα ήθελα να τρέχω να γυρίσω για να μπορέσω να το κοιτάξω μια τελευταία. Γίνεται φανταστική μου συμπαίχτη και άπαιχτη διοργανώτρια? ε? Ε? :friends:

Link to comment
Share on other sites

Ο συγχρονισμός μας είναι καλό σημάδι. (Fantasy γράφουμε, γιατί ναμην μιλάμε για οιωνούς; :lol: )

Μόλις σήκωσα για λίγο το κεφάλι είδα ότι έκανες ποστ!

 

Θα ήταν πολύ καλό αυτό το ανοιχτό/εντός νυκτός όριο.

 

edit: "καλό" σημάδι, όχι κακό.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

Άντε, επειδή με πιάσατε κι οι δυο στα υποχωριτικά μου σήμερα. devil2.gif

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ φανταστρουμφικές μου συμπαίχτρια και διοργανώτρια για τον παραπανίσιο χρόνο :drinks:

(Τώρα εδώ που τα λέμε και καμιά βδομάδα ακόμα να χα, δεν είμαι πολύ σίγουρη για το τι θα του κανα :p Είμαι στη φάση που δεν μπορώ να τα δω τα στραβά του τώρα... οπότε κάτι κόμματα και κάνα δυο λέξεις άλλαζα μέχρι τώρα και λέω να πάω για ύπνο γιατί δεν έχει και πολύ νόημα. Παίζει να το συμπάθησα :) )

 

Άντε και καλή μας αρχή :D

 

 

 

Τίτλος: Σιράχθαζ

Είδος: Παραμύθι-μύθι-μύθι :p

Αριθμός λέξεων: 2.590

Αυτοτελές; Αχά

Βία: Μπα

Σεξ: Μπα

Αρχείο: Σιράχθαζ.doc

 

Σιράχθαζ

 

 

Μικρά γυμνά πατήματα ακούγονταν στο διάδρομο. Η Ιζαμπώ εκείνη τη νύχτα δεν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις της κόρης της. Μικρές γυμνές πατούσες -πλιτς πλιτς πλιτς- κι ο ήχος πλησίαζε ρυθμικά προς το δωμάτιό της.

 

Το γράμμα ήταν ακόμη κάτω από το μαξιλάρι της. Το είχε μάθει απ’ έξω πλέον, άσχετα που δεν είχε ακόμα καταφέρει να το πιστέψει. «Κυρία μου, λυπάμαι. Το Ιζαμπώ εχθές τη νύχτα βυθίστηκε. Ο άντρας σας δεν το εγκατέλειψε μέχρι την τελευταία στιγμή. Λυπάμαι. Μόλις βρω μπάρκο να επιστρέψω θα σας επισκεφτώ. Λυπάμαι πολύ. Πάντα στην υπηρεσία σας. Κερένης.»

 

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας ελαφρά και η Ιβάνα μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Οι καστανές μπούκλες της χύνονταν λιτές στους ώμους και το λευκό νυχτικάκι σερνόταν πίσω της. Ήταν ακόμη πέντε εποχών μα η γιαγιά Ιβάνα της το είχε ράψει πιο μεγάλο για την κρατήσει μερικές εποχές παραπάνω. «Σαν εαρινά φιντανάκια» έλεγε η γιαγιά «έτσι βλασταίνουν, σαν φιντανάκια.»

 

«Μαμά» είπε η μικρούλα στην Ιζαμπώ «το ακούω πάλι.»

 

«Έλα ‘δω» της απάντησε εκείνη και της έκανε χώρο δίπλα της.

 

Το κοριτσάκι χώθηκε κάτω από το σεντόνι και μέσα στη στήθος της μαμάς του. Η Ιζαμπώ την έσφιξε για λίγο και, χώνοντας τη μύτη της μέσα στις απαλές της μπούκλες, τη μύρισε και δάκρυσε για άλλη μια φορά.

 

Μόνο τα μάτια της δάκρυζαν. Η φωνή της δεν έσπαγε καθώς μιλούσε στους άλλους, οι κινήσεις της έμοιαζαν ίδιες και τα χέρια της δεν έτρεμαν. Μα στα μάτια της έβγαιναν όλα εκείνα που δε χωρούσε το μυαλό της κι οι αλμυρές σταλίτσες έφταναν ως τα χείλη της, για να τα παρηγορήσουν λες που δε θα γεύονταν ξανά τα δικά του. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Ούτε και στην Ιβάνα. Ιδέα δεν είχε πώς να της πει κάτι τέτοιο. Και τώρα την κοιτούσε κουρνιασμένη στον κόρφο της να λαγοκοιμάται, αναψοκοκκινισμένη από το φόβο και προσπαθούσε να προβλέψει πόσο κακό ακόμα θα έκανε στο παιδί της αν της έλεγε πως δε θα ξαναδεί το μπαμπά του. Κι εκεί, στην πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας, λίγο πριν το ξημέρωμα, με τη Σέπτια μεσούρανα να κρατά τα μυστικά και τα φυλάγματα καλά κρυμμένα, αποφάσισε κρυφό να το κρατήσει, από όλους κι από τον εαυτό της τον ίδιο.

 

***

 

 

Καθόταν έξω από την καλύβα με τα μαλλιά της ανακατεμένα και το σβέρκο μούσκεμα στον ιδρώτα. Χάζευε την αναμμένη λάμπα επάνω στο τραπέζι και τις πεταλούδες που πετούσαν γύρω της, επιθυμώντας διακαώς να βρουν ένα άνοιγμα για να καούν στη φωτιά και να ελευθερώσουν την ψυχούλα που κουβαλούσαν μέσα τους και τις βασάνιζε. Η έκτη σελήνη είχε δύσει και η έβδομη δεν είχε ανατείλει ακόμα στον ουρανό. Η νύχτα ήταν εξαιρετικά σκοτεινή, μα η Ιβάνα ήταν συνηθισμένη. Η παράγκα όπου ζούσε ήταν σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του βουνού και αντίκρυ της έβλεπε τις άλλες πλαγιές και τους σιωπηλούς κοιμισμένους οικισμούς. Νωρίτερα τη νύχτα, ανάμεσα στα φυλλώματα του πευκοδάσους μπορούσε να διακρίνει τις εστίες των κατοίκων τους, μα πλέον οι λόφοι γύρω είχαν σιωπήσει, οι φωτιές είχαν σβήσει και η Ιβάνα αισθανόταν πως ήταν η μοναδική που δεν κοιμόταν σε ολόκληρο το Δόλιχα, το όμορφο νησί του Απηλιώτη, με τα πανύψηλα βουνά, τα πευκοδάση και τα βαθιά φαράγγια.

 

Ακριβώς απέναντι από το πλάτωμα όπου βρισκόταν το σπίτι της υπήρχε άλλο ένα πλατωματάκι, μικρούλι και στρογγυλεμένο, στέρφο στο κέντρο του, περιτριγυρισμένο από μεγάλες μελιτζανί πέτρες, βατουλιές και αγριολούλουδα. Μπροστά του κειτόταν το πτώμα ενός δέντρου, που μια άγρια νύχτα κάποιου φθινοπώρου το είχε χτυπήσει ένας κεραυνός και το είχε κάψει. Η Ιβάνα δε θυμόταν τι είδους δέντρο ήταν άμα ήταν ακόμη ζωντανό, αν και από το κουφάρι του πίστευε πως μάλλον ήταν ελιά. Το μικρό ξέφωτο ήταν δύσκολα προσβάσιμο από οπουδήποτε αλλού εκτός από την αυλή της κι από κει έπρεπε κάποιος που θα περνούσε μπροστά από την πόρτα της να σκαρφαλώσει επάνω στον πεσμένο κορμό της ελιάς και ισορροπώντας επάνω του να πιαστεί από τις χαμηλές πέτρες που βρίσκονταν στην άκρια του πλατώματος και να τραβήξει το σώμα του επάνω προσεκτικά. Όταν η Ιβάνα είχε πάει να μείνει στην πλαγιά εκείνη του Δροσάλα, είχε σκεφτεί να βάλει ένα αμπελάκι σε εκείνο το πλάτωμα. Μα είχε σταθεί αδύνατο να οργανώσει δυο πεζούλες από κάτω του για να το φτάσει κι έτσι είχε παραιτηθεί από την ιδέα. Όταν όμως έπεσε το δέντρο, αλλιώς άρχισε να γυρνάει στο μυαλό της η ιδέα. Θα σμίλευε σκαλιά στο κουφάρι της ελιάς, θα ίσιωνε και λίγο την ακρούλα του πλατώματος να περπατιέται, και με την τσάπα της ύστερα θα το σκάρωνε το αμπελάκι και του χρόνου θα της έβγαζε σταφύλι να κάνει κρασί γλυκό σα μέλι.

 

Τούτα σκεφτόταν και τη νύχτα εκείνη χαζεύοντάς το όταν ήρθε η φωνή, υπόκωφη, μονότονη και βουερή. Στην αρχή νόμισε πως ήταν οι χτύποι της καρδιάς της που προσπαθούσε να συνέλθει ακόμη από εκείνο το όνειρο που την ξύπνησε. Ζούσε με τη χάρη της Σέπτιας όμως τόσα χρόνια, και τώρα πια θα την έλεγε κανείς γριά, παρόλο που ήταν κοτσονάτη και δυνατή. Ήταν συνηθισμένη στα όνειρα και δεν την τάραζαν τόσο. Δεν ήταν οι χτύποι της καρδιάς της το λοιπόν και δεν ήταν και όραμα, όχι τουλάχιστον ακόμη. Η φωνή έμοιαζε να πάλλεται, εκεί μέσα βαθιά, πίσω απ’ την καρδιά της, κοντά εκεί που απλώνει ο τρόμος το κρύο χέρι του και σ’ ακουμπά. Βρισκόταν εκεί και το μυαλό της δεν ήταν σε θέση να την αναλύσει και τι της έλεγε να καταλάβει. Τη δονούσε ολόκληρη κι αν και δεν ήταν η καρδιά της αυτό που άκουγε, ο χτύπος της καρδιάς της συντονίστηκε γρήγορα με εκείνο το ρυθμό που είχε η φωνή.

 

Σηκώθηκε όρθια να περπατήσει λίγο, να βρει την ανάσα της. Η Σέπτια ανέτειλε εκείνη την ώρα μωβίζοντας το στερέωμα. Γύρισε και κοίταξε το πλάτωμα σχεδόν περιμένοντας πως κάτι ήταν εκεί. Η εγγόνα της, η Ιβάνα, με το νυχτικάκι που η ίδια της είχε ράψει να ανεμίζει, στεκόταν όρθια επάνω του και την κοιτούσε, με ξέπλεκες τις απαλές της μπούκλες και ένα περίεργο φως να λάμπει στα μάτια της.

 

Η γριά Ιβάνα πάγωσε κι αισθάνθηκε όλο της το σώμα να μυρμηγκιάζει. Η φωνή τώρα έγινε πιο δυνατή και μέσα από το ρυθμικό εκείνο μοτίβο που της επαναλάμβανε μπόρεσε να ξεχωρίσει λέξεις: κίνδυνος, ο θάνατος, νεκρός, καπετάνιος και για μια μικρή στιγμή της φάνηκε πως το λευκό νυχτικό της εγγόνας της ανέμιζε στο ρυθμό της κι ενάντια στον άνεμο. Η φωνή ήταν αντρική, μακρινή, μα όχι ξεχασμένη. Ποτέ ξεχασμένη.

 

Κι εκεί, στη σιωπή της νύχτας, καθώς στεκόταν και κοιτούσε τη μορφή της εγγόνας της που για κανένα λόγο δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί παρά σπίτι της, μέσα στο ζεστό της κρεβάτι, στην πλαγιά του απέναντι βουνού, μια γυναικεία κραυγή έσκισε την ησυχία και γρήγορα κατάλαβε πως ήταν η δική της. Η Ιβάνα για κάποια απειροελάχιστα κλάσματα χρόνου τη θεώρησε σχεδόν φυσιολογική, δεν ήταν σίγουρη αν η κραυγή ήταν μέσα της ή απέξω της, κι αμέσως μετά τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, τα γόνατά της δεν την κρατούσαν άλλο και σωριάστηκε φαρδιά πλατιά στην αυλή της κάτω από το μεγάλο πλατάνι.

 

***

Η Ιζαμπώ έβγαλε απαλά το χεράκι της κόρης της από τη μέση της και το ακούμπησε επάνω στο σεντόνι. Σηκώθηκε από το κρεβάτι όσο πιο ήσυχα μπορούσε για να μην ξυπνήσει το κοριτσάκι. Η Ράουρα είχε σηκωθεί αρκετά ψηλά στον ουρανό και το φως περνούσε από τις γρίλιες του παραθύρου ζωγραφίζοντας σχέδια στο πάτωμα. Οι μέρες ήταν όμορφες. Κάθε που ξημέρωνε στέγνωναν τα δάκρυά της για λίγο, δεν ήταν σαν τις νύχτες, οι νύχτες ήταν ζοφερές και κρύες.

 

Έχωσε το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι και έβγαλε το γράμμα. Το διάβασε για άλλη μια φορά, όπως και κάθε μέρα εδώ και καιρό, το ‘χωσε στον κόρφο της και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Σήμερα θα το έλεγε τουλάχιστον στη μάνα του. Είχε περάσει τόσος καιρός.

 

Η Ιβάνα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε την πόρτα που έκλεινε απαλά. Ύστερα κοίταξε νυσταγμένη προς το παράθυρο, χαμογέλασε κι έγνεψε. Ξάπλωσε ανάσκελα και βάλθηκε να περνά τις παλάμες της από το φως του ήλιου που έμπαινε από τις γρίλιες και να παρατηρεί τα δάχτυλά της να αλλάζουν χρώματα χαμογελώντας.

 

***

 

 

Η γιαγιά Ιβάνα άνοιξε τα μάτια της στο φως. Τα γέρικα κόκαλά της έτριξαν ελαφρά από την υγρασία του πρωινού κι έβγαλε ένα μικρό βογγητό καθώς σηκωνότανε από το χώμα. Πλύθηκε και μασούλησε συνοφρυωμένη λίγο ψωμί.

 

Όταν μπήκε ξανά στην παράγκα της το ύφος της έμοιαζε παγερό, αποφασισμένο. Άνοιξε το παλιό μπαούλο κι έβγαλε ένα γιορντάνι. Εφτά σειρές ασήμι στις αλυσίδες που το κρατούσαν ενωμένο και σε κάθε μια απ’ αυτές πετράδια στα χρώματα των εφτά λουάνων τ’ ουρανού. Ρουμπίνι στην πρώτη σειρά για την Πρίμια, δύο τοπάζια στη δεύτερη για τη Σεκούια, τρεις κίτρινοι αχάτες για την Τέρτια, σμαράγδια για την Κουάρτια, ζιρκόνια για την κουίντια, Ζαφείρια για την Σέξτια κι εφτά αμέθυστοι για τη Σέπτια, την δική της σελήνη. Ένα κόσμημα που θα μπορούσε να αγοράσει τη χώρα ολάκερη, στρατοί θα πολεμούσαν για χάρη του, αντάξιο μιας βασίλισσας. Ένα εργαλείο μόνο για τη γιαγιά Ιβάνα, ένα εργαλείο που ποτέ της δε θέλησε να χρησιμοποιήσει ξανά.

 

Της το είχε δώσει κάποτε εκείνος, ο καπετάνιος της, αφού χάθηκε, αφού την άφησε μόνη. Και με αυτό μπορούσε να τον δει, να μαζεύει το πλήρωμά του, να αρμενίζει τα πέλαγα, για πάντα μακριά της. Δεν γνώρισε ποτέ το γιο του, κι εκείνη ήταν ακόμα κοπέλα ανθισμένη όταν νόμισε πως τον είχε χάσει για πάντα. Καλύτερα θα ήταν, συλλογίστηκε, καλύτερα να μην τον ξανάβλεπε ποτέ.

 

Κάθισε όλη την ημέρα εκείνη κοιτάζοντάς το, κι όταν πήρε να νυχτώνει κίνησε στο μούχρωμα να κατέβει το βουνό της και να βγει στην ακτή. Κι όταν η πράσινη Κουάρτια ήταν ψηλά στο στερέωμα, η γιαγιά Ιβάνα έχωσε ξυπόλητα πόδια της στα παγωμένα νερά της Αλμυρής κι άρχισε να τραγουδά με μια φωνή λες ξεχασμένη στο χρόνο, νότες λησμονημένες, φερμένες απ’ τα βάθη της ανατολής, πέρα απ’ τα σύνορα της λησμονιάς, που στα νησιά είχαν ίσως και αιώνες να ακουστούν με τη σειρά τούτη. Ύστερα άρχισε να στροβιλίζεται και να χορεύει με τα κύματα της Αλμυρής μαζί, που σηκώνονταν και χόρευαν μαζί της, υψώνονταν και χαμήλωναν, κύκλους έφερναν γύρω της σταλάζοντας δροσιά και φως.

 

Κάποτε, στην ανατολή της Σέξτιας, σήκωσε ψηλά το κόσμημα και μέσα στις ελάχιστες λάμψεις που αντανακλούσαν τα πετράδια μπορούσε να διακρίνει τα εσώτερα σκαλίσματα. Η κάθε λουάνη μπορούσε να σου δείξει μονάχα αυτά που είχαν λαξευτεί με το δικό της φως, μα όλα τους έβγαζαν το ίδιο νόημα. Η Ιβάνα το έφερε κοντά στα μάτια της και στο γιορντάνι των γλυφών είδε το τέλος. Όταν η μπλε Σέξτια μεσουράνισε κι η πλάση όλη έμοιασε ωκεανός, μια μεγάλη τρικάταρτη φρεγάτα αναδύθηκε από τα βάθη της Αλμυρής, κοντά στην ακτή. Αφροί έσταζαν παντού και τα νερά πάφλαζαν γύρω απ’ το σκαρί.

 

Η γιαγιά Ιβάνα έπεσε στα γόνατα στα ρηχά νερά και μπόρεσε μόνο να ψελλίσει «παιδί μου» καρτερώντας.

 

***

 

 

«Μανούλα,» η μικρή ήταν αναψοκοκκινισμένη όπως κάθε φορά που ξυπνούσε από έναν εφιάλτη κι έτρεχε στο δωμάτιό της Ιζαμπώ, όμως χαμογελούσε και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά «ήρθε ο μπαμπάς.»

 

Η Ιζαμπώ έχασε δυο ανάσες.

 

«Όνειρο ήταν, καρδούλα μου, έλα να πλαγιάσεις εδώ δίπλα μου» της είπε και σήκωσε το σεντόνι της. Έξω έβρεχε, μικρές κοφτές στάλες.

 

«Όχι, μανούλα, όχι. Έλα.» Η Ιβάνα είχε πιάσει το χέρι της που κρατούσε το σεντόνι και την τραβούσε απαλά. «Έλα, είναι στο δωμάτιό μου. Έλα» είπε πιο επιτακτικά.

 

Η Ιζαμπώ σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη. Τα μάτια της στεγνά. Κρατώντας την κόρη της από το χέρι προχώρησε ξυπόλητη στον μεγάλο ξύλινο διάδρομο. Οι γυμνές πατούσες τους ακούγονταν ρυθμικά να χτυπούν στο πάτωμα, φτιάχνοντας μαζί με την βροχή υπόκωφη μουσική. Λευκά νυχτικά με δαντέλες στους ποδόγυρους, γυμνές πατούσες και το μικρό χεράκι της κόρης της στο δικό της. Γυμνές πατούσες στο πάτωμα και η βροχή. Προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο τούτα, τίποτα άλλο. Κι ο διάδρομος της φάνηκε αιώνιος και κατά κάποιο τρόπο στην άκρη του, εκεί που ήταν το δωμάτιο της μικρής είχε για μια μόνο στιγμή φως. Άπλετο φως

 

Άπλωσε το χέρι της στην πόρτα και την έσπρωξε απαλά. Έχασε άλλες δυο ανάσες. Το δωμάτιο ήταν άδειο, το κρεβατάκι της κόρης της ξέστρωτο, τα παράθυρα κλειστά. Όλα όπως έπρεπε.

 

«Βλέπεις, αγαπούλα μου, όνειρο ήταν. Έλα τώρα να πλαγιάσουμε να δούμ-» δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση της όταν ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε, το σπίτι σείστηκε συθέμελα. Μάνα και κόρη βρέθηκαν πεσμένες στο πάτωμα με τη μικρούλα διπλωμένη κυριολεκτικά μέσα στο σώμα της μαμάς της, που τη σκέπασε ολόκληρη πέφτοντας επάνω της. Σοβάδες έπεφταν γύρω τους και πέτρες κι ο χώρος μύρισε καπνό.

 

***

 

 

 

 

Η γιαγιά Ιβάνα φορούσε το κόσμημα στο λαιμό της μέχρι να τη φτάσει η βάρκα. Πάνω της στεκόταν όρθιος ο καπετάνιος του τρικάταρτου. Τ’ όνομά του ποτέ δεν το λησμόνησε: Άβυνθος, ο κύρης της Αλμυρής και της καρδιάς της. Τον κοίταζε αγέρωχα, παρόλο που το φουστάνι της ήταν βρεγμένο και τα μαλλιά της ξέπλεκα και λευκά. Ο χρόνος δεν είχε περάσει από πάνω του, έμοιαζε να τον είχε ξεχάσει. Σιράχθαζ, αυτό ήταν τ’ όνομα που του έδιναν οι λίγοι νησιώτες που γνώριζαν, ο τίτλος του. Αυτός που κυβερνά την Αλμυρή, το κάποτε πανέμορφο τρικάταρτο που τόλμησε να προσβάλει την θάλασσα και χάθηκε στο παρθενικό του ταξίδι στα αλμυρά νερά της. Όχι καπετάνιος, όχι. Μονάχα αυτός που κυβερνά.

 

«Άσ’ τον να φύγει» του είπε μόνο, ψυχρά, καθώς ανέβηκε κι εκείνη στη βάρκα όταν έφτασε στην ακτή.

 

Της έπιασε το χέρι «Ιβάνα» οι πανάδες στο χέρι της έσβηναν γοργά, το δέρμα γινόταν λείο και σφριγηλό. Η νιότη έφτασε μέχρι τον αγκώνα της.

 

«Άσ’ τονα σου λέω. Άσ’ τονα να γυρίσει πίσω, μ’ ακούς;»

 

«Οι θέσεις στο καράβι, αρχόντισσά μου, οι θέσεις στο καράβι πρέπει να συμπληρωθούν.»

 

«Πάρε ‘μένα.» Του είπε απλά. Το φουστάνι της είχε αρχίσει να γεμίζει στα σωστά σημεία. «Πάρε ‘μένα στη θέση του.»

 

Το μάγουλά της τσίτωσαν, τα μάτια της ξεκουράστηκαν κι άνοιξαν όσο χρόνια είχαν ν’ ανοίξουν. Είδε, όπως όταν ήταν είκοσι χρονών.

 

«Δεν θα τον ξαναδείς» της είπε.

 

«Δε με νοιάζει.» Μα την ένοιαζε. «Δώσε μου το λόγο σου» η φωνή της είχε μαλακώσει τώρα. Ήταν νεανική.

 

«Εντάξει, θα γίνει όπως το θέλεις» της είπε ο Άβυνθος. Φίλησε το χέρι που κρατούσε και το άφησε απαλά. Τα γηρατειά την συντάραξαν καθώς επέστρεψαν ξαφνικά, το φουστάνι της κρέμασε πάνω της, η όραση της θόλωσε, το κόκαλά της ρίγησαν. Μα το χαμόγελο στα χείλη της ήταν τώρα νεανικό.

 

***

Η μέρα ξημέρωσε υγρή. Το σπίτι τους κειτόταν αποκαΐδια. Ο κεραυνός είχε χτυπήσει την κάμαρα της Ιζαμπώ. Είχε σπάσει τις πέτρες του εξωτερικού τοίχου κι είχε τυλίξει την κάμαρα στη φωτιά μέσα σε λίγες μόνο στιγμές. Το υπόλοιπο σπίτι είχε ανάψει σαν να ήταν περιχυμένο με λάδι. Μόλις που είχαν προλάβει να βγουν έξω οι δυο τους. Όλη την υπόλοιπη νύχτα η κοινότητα προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά, μαζί με μια πορτοκαλιά ταξιδεύτρα που της μιλούσε γλυκά και παρακαλετά, τα είχαν καταφέρει μέσα σε λίγες ώρες. Το σπίτι όμως δεν ήταν πλέον κατοικήσιμο.

 

Καμιά από τις δυο τους δε νοιαζόταν, το είχαν ξεχάσει όταν από την παραλία ακούστηκαν φωνές. Η μάνα του Ζάραθου είχε πνιγεί. Η γιαγιά Ιβάνα επέπλεε στην ακύμαντη θάλασσα όταν την είχαν τραβήξει έξω οι ψαράδες μα ήταν πια πολύ αργά. Στο λαιμό της φορούσε ένα βαρύ κόσμημα από σίδερο και μπρούτζο που έφτανε μέχρι χαμηλά στο στήθος της. Πάνω του είχε σκαλισμένα σημάδια που για κανέναν τους δεν έβγαζαν νόημα.

 

Λίγα μέτρα πιο κει πίστεψαν πως βρήκαν ένα δεύτερο πτώμα. Μα ο Ζάραθος, αν και πολύ ταλαιπωρημένος, ήταν ζωντανός. Τα ρούχα του κουρέλια κρέμονταν επάνω του, άμμος ήταν χωμένη μέχρι και μέσα στα αυτιά του. Κρατώντας την κορούλα του αγκαλιά, σφικτά, όσο πιο σφικτά μπορούσαν τα πονεμένα χέρια του, έκλεισε τα μάτια της μάνας του και φίλησε τη γυναίκα του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ κοριτσάκια. Τώρα, επειδή είμαι μάλλον ηλίθια, μπορεί κάποιος φαντασικός μοντ να μας προσθέσει ένα πολλ;

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ κοριτσάκια. Τώρα, επειδή είμαι μάλλον ηλίθια, μπορεί κάποιος φαντασικός μοντ να μας προσθέσει ένα πολλ;

 

Έτοιμο.good.gif

Link to comment
Share on other sites

Αχ, παραμυθούδες, τι κεντήματα ήταν αυτά; Όταν τέλειωσα της Άννας, ήμουν σίγουρη ότι θα διάλεγα το δικό της κι όταν τέλειωσα της Κιάρας, πάλι ήμουν σίγουρη ότι θα διάλεγα το δικό της, μέχρι που θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει και της Άννας και μετά έμεινα και τα κοίταζα.

 

Δε διαλέγω ακόμα, δεν μπορώ. Θα τα ξαναδιαβάσω αργά κι ελπίζω να καταφέρω ν' αποφασίσω. Αλλά ξέρω πως όποιο και να διαλέξω, θα έχω αδικήσει το άλλο.

Link to comment
Share on other sites

Τη Δευτέρα κλείνει το μαγαζί (έτσι δεν είναι, Ναρουάλις; ), για περάστε, για ψηφίστε! Εμείς δεν πιέζουμε, δεν βάζουμε μαχαίρια σε λαιμούς, απλά μπορούμε να απευθυνθούμε στους τερατογράφους του φόρουμ... :whistling:

Link to comment
Share on other sites

Με πολύ δυσκολία ψήφισα. Συγχαρητήρια και στις δυο υφάντρες της φαντασίας.

Link to comment
Share on other sites

Δευτέρα, μεσάνυχτα προς Τρίτη. Εγώ ακόμη ν' αποφασίσω. :friends:

 

 

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Ατάκα κι επί τόπου #5 (Cassandra Gotha vs Nienor)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
 Share


×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..