Jump to content

Το τσεκούρι του Άγιου Βασίλη


month

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Μηνάς Καραβάνος

Είδος: Παραμύθι

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1.487

Αυτοτελής; Ναι

 

 

Σχόλια: Και όμως δεν έχω πεθάνει!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πριν από χρόνια πολλά, σε τόπο μακρινό που τον λέγανε Καισάρια, ζούσε ένας γέροντας σεβαστός και άγιος. Πολλά έχουν γραφτεί αλλού γι αυτόν, τον άγιο Βασίλη, που δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Λεπτός και ξερακιανός, με χέρια φαγωμένα από τη δουλειά και τους αγώνες μιας ολόκληρης ζωής, ζούσε σε ένα καλύβι. Τα υπάρχοντά του λίγα, και αυτά τα έδινε και τα μοιραζότανε απλόχερα με όσους είχαν ανάγκη. Το μοναδικό πράγμα που φαινόταν καινούργιο και δεν μοιραζότανε ήταν ένα τσεκούρι, κοφτερό και πολυχρησιμοποιημένο. Χρόνια και χρόνια το χρησιμοποιούσε ο γέροντας, και έκοβε ξύλα από το δάσος που είτε τα χρησιμοποιούσε για να ανάβει την φωτιά του, είτε τα έδινε σε φτωχές οικογένειες που τα χρειαζόντουσαν.

 

 

 

Μια μέρα ένα παιδί τον ρώτησε· και που το βρήκες το τσεκούρι Παππούλη; Ο γέροντας έτριψε την γενειάδα του σκεφτικός, μισοχαμογελόντας.

 

«Πάνε πολλά χρόνια από τότε παιδί μου. Ήμουν πιο νέος τότε…» άρχισε να αφηγείται ο γέροντας, και τα παιδιά γύρω του άκουγαν με προσοχή.

 

«Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια αγόρασα αυτό το τσεκούρι. Ήταν γερό και κοφτερό, και ποτέ δεν με πρόδωσε. Τόσο εύκολα έκοβε, που άρχισαν να μιλάνε οι άνθρωποι, οι γονείς και οι γιαγιάδες σας, για το ότι ήταν ευλογημένο. Ένας τρανός άρχοντας μάλιστα έστειλε τον υπηρέτη του για να το αγοράσει. Οι φήμες άρχισαν να διαδίδονται γύρω-γύρω, και τελικά έφτασε και στα αυτιά ενός σκασιάρχη καλικάντζαρου. Είχε βαρεθεί να κόβει το δέντρο της ζωής και έκοβε βόλτες κάνοντας ότι ζημιά μπορούσε να κάνει, όταν άκουσε τις φήμες ότι το τσεκούρι μπορούσε να κόψει ολόκληρο δέντρο με ένα χτύπημα, ότι έκοβε μόνο του…» Ο γέροντας σταμάτησε και άρχισε να γελάει.

 

«Φυσικά τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια, αλλά μιλάμε για καλικάτζαρους. Πίστεψε τις ιστορίες και αποφάσισε να το κλέψει. Έτσι, και μιας και ήταν χειμώνας και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, αποφάσισε να ντυθεί ζητιάνος…»

 

 

 

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα κουρέλια που είχε τυλίξει γύρω του δεν φτάνανε για να καλύψει και την μύτη του, η οποία εκτεθειμένη όπως ήταν στο κρύο, είχε κοκκινίσει. Είχε μάλιστα αρχίσει να τρέχει και κάθε τρεις και λίγο την αναρουφούσε, κάνοντας ένα φριχτό, δυνατό ήχο. Πλησίασε το σπίτι του άγιου και χτύπησε την πόρτα δυνατά.

 

«Καλέ μου άνθρωπε!» είπε ο καλικάντζαρος με ψεύτικη φωνή. «Μήπως έχεις χώρο κοντά στο τζάκι σου για να κοιμηθώ; Δεν έχω σπίτι ο φτωχός ο διακονιάρης, μόνο τα κουρέλια που με τυλίγουν!» τελείωσε με ικετευτική και αδύναμη φωνούλα. Ο άγιος από την άλλη είχε καταλάβει με τι είχε να κάνει. Η μακριά η μύτη, η καμπούρα και τα μάτια του καλικάντζαρου τον πρόδωσαν, αλλά τον λυπήθηκε. Ο καιρός ήταν πολύ κρύος για οποιοδήποτε πλάσμα του κυρίου να περάσει το βράδυ χωρίς καταφύγιο.

 

«Πέρνα μέσα, και κάτσε κοντά στην φωτιά.» είπε τελικά, ανοίγοντας την πόρτα αρκετά ώστε ο καλικάντζαρος να περάσει μέσα. Σε ένα ξύλινο μπολάκι του έβαλε λίγη ζεστή σούπα, που ο καλικάντζαρος την ήπιε με μια μεγάλη και λαίμαργη ρουφηξιά, κάνοντας υπερβολική φασαρία. Επίσης ο άγιος του έδωσε ένα μαντήλι για να φυσήξει την μύτη του, κάτι που έκανε με επίσης τρομαχτικό θόρυβο.

 

«Λοιπόν; Πως σε λένε και πως και βρέθηκες έξω σε τόσο κακό καιρό;» ρώτησε ο άγιος, πετώντας το μαντήλι στην φωτιά, ενώ ο άνεμος έξω από το καλύβι άρχισε να ουρλιάζει απειλητικά.

 

«Με λένε Μανδρακούλο!» είπε ο καλικάντζαρος. «Και όπως είπα, δεν έχω σπίτι καλέ μου άνθρωπε! Μπορώ να κοιμηθώ τώρα; Το κρύο με έχει κάνει αδύναμο…»

 

Ο άγιος του χαμογέλασε αχνά, και του έστρωσε κουβέρτα για να κοιμηθεί στο πάτωμα μπροστά από την φωτιά, ενώ αυτός επέστρεψε στο κρεβάτι του. Ώρες πέρασαν. Ο καλικάντζαρος άκουγε την ρυθμική ανάσα του άγιου Βασίλη για αρκετή ώρα μέχρι να αποφασίσει ότι κοιμόταν βαθιά, σηκώθηκε με προσοχή και όσο πιο σιγά μπορούσε, πήρε το τσεκούρι που ήταν αφημένο σε μια γωνία του σπιτιού και με αργά και σιγανά βήματα βγήκε από την καλύβα, και άρχισε να τρέχει πάνω στο χιόνι. Ο άγιος Βασίλης όμως, όχι μόνο δεν κοιμότανε, αλλά είχε τις μπότες του δίπλα του, έτοιμος να ακολουθήσει τον καλικάντζαρο για οποιαδήποτε σκανταλιά θα έκανε αυτός. Με γοργά βήματα ακολούθησε τα ίχνη του πλέον απρόσεκτου καλικάντζαρου, που πίστευε ότι η κακοκαιρία θα τον κάλυπτε.

 

 

 

Μετά από λίγη ώρα φτάσανε μπροστά σε ένα δέντρο με μια μεγάλη τρύπα στη μέση του. Ο καλικάντζαρος, χωρίς καν να κοιτάξει γύρο του, βούτηξε μέσα. Ο άγιος Βασίλης κοίταξε με την σειρά του την τρύπα. Το δέντρο από μέσα ήταν κούφιο, ενώ στο έδαφος υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε σε σκαλοπάτια που κατέβαιναν βαθιά μέσα στη γη. Ο καλικάντζαρός μας μέσα στην βιασύνη του είχε ξεχάσει να κλείσει την καταπακτή, που έχασκε μπροστά στα μάτια του άγιου Βασίλη. Άμα την είχε κλείσει ο άγιος θα δυσκολευόταν αρκετά μέχρι να την ανοίξει και τα πράγματα μπορεί να είχαν γίνει διαφορετικά. Ο άγιος σκαρφάλωσε μέσα στην τρύπα και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια ένα-ένα…

 

 

 

«Το βρήκα! Το βρήκα! Έχω το τσεκούρι του άγιου Βασίλη!» φώναζε ο νεαρός καλικάντζαρος, χορεύοντας από την χαρά του, ενώ έτρεχε προς τον αρχηγό όλων των καλικαντζάρων, τον μεγάλο Μανδρακούλο! Ο Μανδρακούλος από την άλλη δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχαριστημένος. Ο σκασιάρχης μπροστά του είχε χάλασει τις βάρδιες που κάνανε οι καλικάντζαροι στο δέντρο, και έτσι χρειάστηκε και ο ίδιος να χειριστεί την τεράστια καλικαντζαροπριόνα. Περίμενε μέχρι που έφτασε ο νεαρός καλικάντζαρος κοντά του, και με μια δυνατή φωνή που ακούστηκε σε όλο το βασίλειο των καλικαντζάρων, φώναξε

 

«Έλα εδώ, αχαΐρευτο τομάρι! Που ήσουν και τι μας τσαμπουνάς τώρα;» Ο νεαρός καλικάντζαρος, με ενθουσιασμό εξήγησε για το τσεκούρι του άγιου Βασίλη. Για το πόσο καλό και θαυματουργό είναι. Για το ότι κόβει ολόκληρα δάση μόνο του. Έλεγε, έλεγε, και στο τέλος το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει το τσεκούρι ήταν να κόβει βράχους στα πέντε με μια τσεκουριά. Ο Μανδρακούλος ήταν σκεπτικός. Φήμες για το τσεκούρι του άγιου Βασίλη είχαν φτάσει και στα αυτιά του.

 

«Ας το δοκιμάσουμε λοιπόν!» φώναξε και, αρπάζοντας το τσεκούρι από τον νεαρό, περπάτησε ως τις ρίζες του δέντρου της ζωής. Πλήθος από καλικάντζαρους είχε μαζευτεί και τον ακολούθησαν για να δουν τι θα γίνει. Ο Μανδρακούλος έφτυσε τις παλάμες του, σήκωσε το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του, και με ένα γερό χτύπημα άρχισε να κόβει μια χοντρή ρίζα που κανονικά θα έπαιρνε ώρες για να κοπεί. Σε λίγα λεπτά είχε κόψει την μισή ρίζα. Οι καλικάντζαροι άρχισαν να φωνάζουν και να γιορτάζουν. Επιτέλους! Θα κατάφερναν να κόψουν το δέντρο της ζωής! Ο πολύχρονος κόπος τους θα έφτανε στο τέλος! Ο Μανδρακούλος έκοβε, έκοβε, έκοβε, μέχρι που στο τέλος η ρίζα αποκόπηκε από το υπόλοιπο δέντρο. Ουρλιαχτά χαράς και συγκίνησης γέμισαν τις στοές. Οι καλικάντζαροι αγκαλιάζανε ο ένας τον άλλο, χειροκροτούσαν, έκαναν τούμπες και φιγούρες, και γενικά έδειχναν την μεγάλη τους χαρά με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Μανδρακούλος είχε αφήσει το τσεκούρι και αγκαλιασμένος με τον νεαρό καλικάτζαρο χοροπηδούσε από την χαρά του. Ο άγιος Βασίλης, που είχε ακολουθήσει κρυφά τους καλικάντζαρους μέχρι τώρα, μίλησε με καθάρια και ήρεμη φωνή.

 

«Δεν νομίζω ότι μπορείς να κρατήσεις το συγκεκριμένο τσεκούρι.» είπε και κοίταξε τον έκπληκτο Μανδρακούλο, που κατάλαβε αμέσως τι είχε γίνει, και χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τον νεαρό καλικάντζαρο, που έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου.

 

«Γιατί; Θα προσπαθήσεις να το κλέψεις πίσω;» του απάντησε αλαζονικά.

 

«Πρώτον, δεν μπορώ να κλέψω κάτι το οποίο είναι δικό μου.» συνέχισε με απίστευτη ψυχραιμία ο άγιος. «Δεύτερον, και σημαντικότερο, κοίτα την κεντρική ρίζα του δέντρου.» Ο Μανδρακούλος έστρεψε το βλέμμα του στην κεντρική ρίζα του δέντρου και ούρλιαξε. Από θυμό, από θλίψη και απογοήτευση; Κανείς δεν ξέρει να μας πει παρά μόνο αυτός και δεν νομίζω ότι θα μας αποκαλύψει ποτέ την αλήθεια. Οι χαρές και οι γιορτές σταμάτησαν αμέσως, και όλοι οι καλικάντζαροι άρχισαν να φωνάζουν. Το χάος που ακολούθησε ήταν χειρότερο από οτιδήποτε είχε γίνει ποτέ μέχρι τότε στις καλικαντζαροσπηλιές. Η ρίζα του δέντρου της ζωής όχι μόνο είχε θεραπευτεί, αλλά είχε απορροφήσει την τεράστια πριόνα που χρησιμοποιούσαν οι καλικάτζαροι. Πάνω στον θρήνο και τον οδυρμό, ο άγιος Βασίλης πήρε το κομμάτι από την ρίζα του δέντρου της ζωής, πήρε το ξεχασμένο τσεκούρι του, και επέστρεψε σπίτι του.

 

 

 

«Και τι έγινε μετά;» ρώτησαν με ενδιαφέρον τα παιδιά, που πλέον είχαν πολλαπλασιαστεί γύρω του. Ο γέρος απλά χαμογέλασε, και μια από τις μανάδες που επίσης είχαν μαζευτεί απάντησε.

 

«Μετά έγινε ότι πρέπει να πάμε σπίτι!» όλες οι μανάδες συμφώνησαν, όλα τα παιδιά διαφώνησαν, και με αρκετές φωνές και διαμαρτυρίες το κοινό του γέροντα εξαφανίστηκε.

 

«Μετά;» μουρμούρισε στον εαυτό του ο γέροντας. «Οι καλικάντζαροι δεν βγήκαν από τις σπηλιές τους εκείνη την χρονιά. Πέρασαν τις γιορτές φτιάχνοντας μια νέα, πιο μεγάλη πριόνα. Εγώ από την άλλη βρήκα ότι το ξύλο του τσεκουριού είχε σπάσει, οπότε χρησιμοποίησα την ρίζα από το δέντρο της ζωής. Το τσεκούρι πλέον έκοβε καλύτερα αλλά δεν κατέστρεφε τα δέντρα. Μέσα σε μέρες ένα ίδιο, ακόμα πιο γερό και ζωντανό από το δέντρο που κόπηκε, ξεφυτρώνει.»

 

 

 

Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε από την θέση του και άρχισε να περπατάει προς την καλύβα του. Το κρύο άρχισε να γίνεται πιο τσουχτερό και θα χρειαζότανε αρκετά ξύλα για να ζεσταθεί.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Επιτέλους, ένα αισιόδοξο παραμύθι!

 

:drinks:

Welcome back, month.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..