Nirgal Posted August 10, 2012 Share Posted August 10, 2012 Όνομα Συγγραφέα: Σταμάτης Σταματόπουλος Είδος: Επιστημονική φαντασία Βία; Δυσδιάκριτη Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 7685 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Συμμετείχε στο 18ο λογοτεχνικό εργαστήριο της ΑΛΕΦ τον Νοέμβριο του 2011, υπό τον τίτλο "Ενηλικίωση". Είναι μια αρκετά αγαπημένη ιστορία και θα ήθελα όσο το δινατόν πιο πολλά και αυστηρά σχόλια. Homo Argentum του Σταμάτη Σταματόπουλου 350 χρόνια μετά Η Λιλ τράβηξε τις φυλλωσιές και κοίταξε μέσα από την πυκνή βλάστηση. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά κειτόταν σβησμένο πια, το αστέρι που είχε πέσει απ' τον ουρανό εχθές το βράδυ. Η Λιλ είχε ακολουθήσει το μακρύ δρόμο που είχε χαράξει στο πέρασμά του και επιτέλους είχε φτάσει για να δει από τι είναι φτιαγμένα τα αστέρια που στιγματίζουν τον ουρανό κάθε νύχτα. Καπνοί αναδύονταν από διάφορα σημεία και τριγμοί ακούγονταν από το εσωτερικό του, αλλά οι φλόγες και ο βρυχηθμός, που είχε κάνει την ίδια και τα υπόλοιπα μέλη της φυλής της να σηκώσουν τα μάτια τους και να κοιτάξουν ψηλά, δεν υπήρχαν πια. Το αστέρι είχε περάσει σαν αστραπή και πολύ κοντά επάνω από τα κεφάλια τους. Λίγες στιγμές αργότερα έντονη αναλαμπή είχε φωτίσει τον ορίζοντα, το έδαφος είχε σειστεί κάτω απ' τα πόδια τους, για να ακολουθήσει ένας έντονος κρότος και μια καυτή ριπή ανέμου με μυρωδιά που δε θύμιζε τίποτα, παρά μόνο φόβο. Κανείς δεν είχε προλάβει να πανικοβληθεί, όπως είχε γίνει κάποτε όταν αφηνιασμένες αγέλες ζώων είχαν εφορμήσει στον καταυλισμό, κι ο Ριόρ αργότερα στην κουβέντα που είχε γίνει γύρω από τη φωτιά, είχε ισχυριστεί ότι αν είχε προλάβει ν’ ανέβει σ' ένα ψηλό δέντρο, το αστέρι σίγουρα θα είχε καψαλίσει το κεφάλι του. Αλλά, εκτός απ' τα παιδιά, κανείς άλλος δεν είχε δώσει και πολύ σημασία στα λόγια του Ριόρ, που πάντα έφτιαχνε ιστορίες. Οι σοφοί γέροντες και ο Τουρ, ο αρχηγός τους, είχαν σοβαρότερες έγνοιες. «Κι αν ο ουρανός εδώ έχει χαλάσει; Κι αν αυτό είναι σημάδι ότι κι άλλα αστέρια θ’ ακολουθήσουν;» «Ανοησίες! Ο ουρανός δε χαλάει. Αυτό είναι το βασίλειο της Νύχτας». «Τότε η Νύχτα θέλει να μας διώξει από 'δώ!» Αυτά και πολλά άλλα είχαν ακουστεί, αλλά στο τέλος όλοι είχαν στραφεί στη Ναμί την ιέρεια του Ήλιου. «Η Νύχτα δεν έχει δύναμη», τους είχε πει, «έχετε ακούσει ποτέ να πέφτει ο Ήλιος; Όχι βέβαια, αλλά το βράδυ, όταν η Νύχτα ρίχνει το πέπλο της, πόσες φορές δεν έχουμε δει άστρα να ξεκολλάνε και να χαράζουν την πορεία τους προς τη γη; Αυτό έγινε και σήμερα. Τίποτα άλλο και κίνδυνος δεν υπάρχει. Απλώς το αστέρι έτυχε να πέσει κοντά μας». Η γριά ήταν η πιο ηλικιωμένη και είχε δει πολλά στα χρόνια που ζούσε. Δε μιλούσε πολύ και όταν το έκανε όλοι κρέμονταν απ' τα χείλη της. Έτσι, οι περισσότεροι ανάσαναν ανακουφισμένοι με τα λόγια της κι ο Τουρ την ευχαρίστησε, αλλά ως αρχηγός έπρεπε να δείξει ότι αυτός έχει τον τελευταίο λόγο. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, κανείς δεν θα έκανε τίποτα. Όλοι θα έμεναν στον καταυλισμό και οι άντρες θα φύλαγαν σκοπιά, όπως έκαναν κάθε βράδυ. Το ξημέρωμα ο Τουρ θα επέλεγε μια ομάδα από τους καλύτερους μαχητές και ιχνηλάτες, οι γέροντες θα τους έδιναν μερικές συμβουλές, η ιέρεια θα τους ευλογούσε κάτω απ' το φως του Ήλιου και αμέσως μετά θα ξεκινούσαν για να εντοπίσουν το αστέρι και να επαληθεύσουν ότι η πτώση του δεν θα προκαλούσε άλλες αναταραχές στη φυλή. Η Λιλ, όμως, είχε άλλα σχέδια. Ήξερε ότι δε θα της επέτρεπαν να ακολουθήσει την ομάδα, όπως ήξερε ότι ευκαιρία όπως η σημερινή δε θα της ξαναδινόταν όσο ζούσε. Είχε φοβηθεί όσο και οι υπόλοιποι, αλλά όταν ο βρυχηθμός και η κάψα είχαν χαθεί, η περιέργεια μέσα της είχε αναλάβει ξανά τα ηνία. Πολλές φορές είχε αναστατώσει τη γριά Ναμί, αλλά και τους γέροντες με τις ερωτήσεις της, και εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι φρόντιζαν να της θυμίζουν πως η περιέργεια δεν προσφέρει τίποτα άλλο παρά μπελάδες. Αλλά η Λιλ επιθυμούσε να βιώσει πρωτόγνωρες εμπειρίες. Εκείνο το βράδυ ξεγλίστρησε από τις σκοπιές και αψηφώντας τούς κινδύνους που κρύβονταν στο δάσος, κίνησε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε για την πηγή όπου θα έσβηνε τη δίψα της· και κάμποσες ώρες αργότερα, όταν ο Ήλιος είχε μόλις σηκωθεί πίσω απ' τα βουνά, την έφτασε. Σήμερα Ήταν το τέλος της μέρας. Ο Βλάνταν στεκόταν πίσω από το γραφείο του κοιτώντας έξω. Αυτή η πλευρά της αίθουσας, η οποία ήταν απέναντι από τη μοναδική είσοδο, τού πρόσφερε μια μεγαλόπρεπη θέα. Ήταν κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από γυαλί. Παραδοσιακό, κρυστάλλινο, με βάση τη χαλαζιακή άμμο, όπως αυτά του 21ου αιώνα, αλλά άθραυστο με τη βοήθεια των σύγχρονων γνώσεων του 26ου. Όχι σαν αυτά που κατασκεύαζαν σήμερα, κάτι ανάμεσα σε πλαστικό και τεχνητό κρύσταλλο, στα οποία μπορούσες να προβάλλεις όποια εικόνα ήθελες, αν αυτή που υπήρχε από την άλλη πλευρά δεν ήταν της αρεσκείας σου. Ο Βλάνταν φρόντιζε να είναι περιτριγυρισμένος από απομεινάρια παλαιότερων εποχών. Αντικείμενα και συνήθειες που τον συνέδεαν με το παρελθόν, που δεν τον άφηναν να ξεχάσει, που δεν τον αποπροσανατόλιζαν. Ήθελε να θυμίζει καθημερινά στον εαυτό του την πορεία της ανθρωπότητας, τις αντιθέσεις που χαρακτήριζαν και συνέχιζαν παρά την πρόοδο να χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, τη διάρκεια των πραγμάτων που με την επέμβαση των ανθρώπων μπορούσαν να αψηφούν τη φυσική φθορά. Κοιτούσε λοιπόν έξω στην πραγματικότητα, και από τον τελευταίο όροφο του ουρανοξύστη τού οργανισμού του στα βόρεια απομακρυσμένα και εγκαταλελειμμένα προάστια της Μελβούρνης, μπορούσε να δει εύκολα το ακόμα τεράστιο αστικό κέντρο, το λιμάνι Φίλιπ και ακόμα πιο πέρα. Αυτήν τη φθινοπωρινή μέρα ο ουρανός ήταν καθαρός, αν και στον ορίζοντα επάνω από τον ωκεανό πλησίαζαν σύννεφα. Ο ήλιος έδυε, σκάφη κάθε μεγέθους έμπαιναν και έβγαιναν από το φυσικό λιμάνι της πόλης, ενώ ο εναέριος χώρος της ήταν γεμάτος από αεροσκάφη κάθε είδους. Η μητρόπολη αν και γεμάτη κίνηση, άλλαζε. Ο homo argentum είχε άλλες ανάγκες, άλλες ικανότητες και άλλες ανησυχίες. Σιγά-σιγά, αλλά σταθερά εγκατέλειπε την πόλη. Μπορούσε να ζήσει, να εργαστεί και να συλλογιστεί απομονωμένος. Ένιωθε δυνατός, αυτάρκης. Επάνω στον πλανήτη δεν υπήρχε κάτι που να τον τρομάζει, που να μην μπορεί να το αντιμετωπίσει. Δε χρειαζόταν τη συναναστροφή όσο οι πρόγονοί του. Εξάλλου, η φυσική επαφή με τους συνανθρώπους του δεν είχε σημασία πλέον για την διαιώνιση του είδους. Αποτελούσε μια συνήθεια που έτεινε να εγκαταλειφθεί. Μετά από αιώνες έντονης τριβής μεταξύ τους, τώρα οι άνθρωποι αποζητούσαν την απομάκρυνση. Η Μελβούρνη, όπως και κάθε άλλη μητρόπολη, μετά από αιώνες επέκτασης, συρρικνωνόταν. Τα κτισμένα προάστια έδιναν τη θέση τους σε κατεδαφισμένα μπλοκ και η φύση καταβρόχθιζε τα απομεινάρια. Από αυτήν την απόσταση η εικόνα θύμιζε στον Βλάνταν πτώμα που το τρώνε τα σκαθάρια και οι μύγες, και ήταν μία εικόνα που δεν άλλαζε για καμιά άλλη. Ήδη δεν τους χωράει ο πλανήτης, σκεφτόταν, νιώθουν εγκλωβισμένοι, θέλουν να νιώσουν ανεξάρτητοι. Βιάζονται να μεγαλώσουν. Τις σκέψεις του διέκοψε ο Χιου που πλησίαζε. Τι νέα να φέρνει; Ο Βλάνταν άνοιξε το μυαλό του και άφησε τις πληροφορίες να τον πλημμυρίσουν. Ένα αμυδρό μειδίαμα διαγράφηκε στα χείλη του. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Το γαλάζιο έδινε τη θέση του στα χρώματα της φωτιάς. Μοναδικά χρώματα, μοναδικός πλανήτης. Κάθε πλανήτης έχει ξεχωριστό ηλιοβασίλεμα. Η πόρτα άνοιξε και ο Χιου Χέλσινγκ μπήκε στο πολυτελές γραφείο. «Έχουμε την αναφορά» είπε. Ο Βλάνταν γύρισε και κοίταξε τον Χιου. Στεκόταν ακόμα μπροστά από την τεράστια δίφυλλη πόρτα. Μια βαριά και περίτεχνα σκαλισμένη πόρτα από ξύλο λευκής βελανιδιάς, η οποία είχε αποσυναρμολογηθεί μαζί με την κάσα της από το κουφάρι ενός πύργου του 15ου μ.Χ. αιώνα στη βορειοανατολική Ευρώπη, είχε αναπαλαιωθεί και κατά την κατασκευή του κτηρίου των εγκαταστάσεων του οργανισμού στην Αυστραλία, είχε τοποθετηθεί ως είσοδος του γραφείου του. Η υπόλοιπη διακόσμηση και ο εξοπλισμός τελευταίας τεχνολογίας δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη αντίθεση, αλλά αυτό ακριβώς ήθελε ο Βλάνταν. Κάθισε με αργές κινήσεις στην πολυθρόνα πίσω απ' το γραφείο του. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Χιου στα μάτια. Ο Χιου αντιγύρισε τη ματιά και ατάραχος προχώρησε προς το γραφείο. Υπήρχαν εποχές, συλλογίστηκε ο Βλάνταν κι ένα πικρό χαμόγελο προσπέρασε το πρόσωπό του. Υπήρχαν εποχές! Ο Χιου κάθισε σε μια από τις δύο πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο. Από αυτήν την απόσταση ο Βλάνταν μπορούσε εύκολα να διακρίνει τις ασημόχρωμες φλέβες στο κατάλευκο δέρμα των κροτάφων τού Χιου και τις μικρές ασημί πιτσιλιές στις ίριδες των ματιών του. «Μου επιτρέπεις;» ρώτησε ο Χιου με σοβαρότητα, δείχνοντας με το αριστερό χέρι του προς τον κενό χώρο μπροστά του. Ο Βλάνταν αντί για απάντηση απλώς έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας του και έστρεψε το βλέμμα του προς την κενή παλάμη του Χιου. Ο Χιου κοίταξε την παλάμη του και από μέσα της αναδύθηκε μια ροζ κρυστάλλινη χάντρα. Την έπιασε με το άλλο χέρι και την άφησε στο τραπεζάκι μπροστά του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα επάνω από την χάντρα αιωρήθηκε η τρισδιάστατη εικόνα ενός γαλαζοπράσινου πλανήτη. 350 χρόνια πριν Όταν πριν από μισό αιώνα ο Εγκέντ Τερράι είχε αποφασίσει να αποκαλύψει την ταυτότητά του σε έναν κλειστό και πολύ συγκεκριμένο κύκλο, γνώριζε ότι θα εξέθετε τον εαυτό του, θα δεχόταν πιέσεις, στην αρχή ίσως και απειλές. Πλέον η σχέση του με όσους ανθρώπους γνώριζαν την πραγματική του φύση ήταν πιο ισορροπημένη, αλλά κάποιοι συνέχιζαν να είναι ανυπόμονοι. Κάθε φορά έπρεπε να τους πείθει για το παράλογο των απαιτήσεών τους, να απαντά σε κάθε απορία τους. Σήμερα βρισκόταν στα κεντρικά γραφεία της πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρίας του στα βόρεια προάστια της Ζυρίχης. Η βιτρίνα της εταιρίας ήταν απαραίτητη για να ελέγχει τη ροή των πληροφοριών που παρείχε στους ανθρώπους, αν και κάθε τριάντα πέντε με σαράντα χρόνια έπρεπε να αλλάζει ο ίδιος όνομα και η εταιρία βασικό μέτοχο. Η πραγματική του φύση δεν ήταν ακόμα ευρέως γνωστή και η ανθρωπότητα δεν ήταν προς το παρόν έτοιμη να αποδεχτεί κάποιον σαν κι αυτόν δίπλα της. Σε μερικούς αιώνες ίσως, αλλά όχι ακόμα. Δύο ορόφους χαμηλότερα σε μία πολυτελή αίθουσα γινόταν μία εκδήλωση με αφορμή μία σημαντική επιτυχία της εταιρίας. Ο Τερράι γνώριζε ότι όσοι παρευρίσκονταν δεν είχαν έρθει για να γιορτάσουν. Είχαν έρθει για να αποκομίσουν οφέλη. Συμμαχίες θα ενισχύονταν, ενώ για άλλες θα ξεκινούσε η κατάρρευση. Ένα παιχνίδι παιζόταν και όσοι θα μπορούσαν να προβλέψουν εγκαίρως τις συνέπειες της επιτυχίας στα παγκόσμια δεδομένα της υγείας, θα κέρδιζαν. Για τους πιο οξυδερκείς ήταν ευδιάκριτο ότι οι συνέπειες θα είχαν αντίκτυπο και στη μορφή τής ανθρώπινης κοινωνίας. Εξάλλου, η αντικατάσταση του βασικότερου ίσως φορέα ζωής στη Γη από ένα βιομηχανικά παραγόμενο προϊόν δε θα μπορούσε να έχει μικρότερη επίδραση. Σε κάποιες συζητήσεις θα αναφερόταν ότι η οικονομία είχε βρει νέο παρθένο πεδίο να αφαιμάξει και πολλοί θα μάτωναν για να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες το νερό αποτελούσε το πεδίο σύγκρουσης όσων κατηύθυναν τον κόσμο. Το μέλλον ανήκε στο τεχνητό αίμα. Από την πλευρά του ο Τερράι γνώριζε ότι αυτή η επιτυχία αποτελούσε απλώς το πρώτο βήμα από τα πολλά που θα ακολουθούσαν. Η εταιρία του είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στις τάξεις της την ελίτ στον ερευνητικό τομέα γύρω από το αίμα και την υποκατάστασή του. Ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα είχαν ξεκινήσει οι προσπάθειες για την εύρεση υποκατάστατων αίματος κυρίως για μεταγγίσεις κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων. Η πρόοδος εκείνων των ερευνών δεν ήταν σημαντική, αλλά τα πρώτα βήματα είχαν γίνει. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα η χρηματοδότηση και κυρίως η καθοδήγηση του Εγκέντ Τερράι είχε οδηγήσει σε επιτυχή αποτελέσματα και σήμερα η εταιρία του γιόρταζε την έγκριση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για παραγωγή και χρήση τού υποκατάστατου αίματος σε ανθρώπους. Στην εκδήλωση παρευρίσκονταν καθηγητές πανεπιστημίων, οικονομικοί παράγοντες, επιφανείς ερευνητές του κλάδου, πολιτικοί από όλον τον κόσμο, ενώ το ενδιαφέρον στις συζητήσεις προσέλκυαν οι ερευνητές που είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα και κυρίως ο Βίκτωρ Κουντζ, ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Αυτόν περίμενε ο Τερράι στο γραφείο του. Ο Κουντζ ήταν ένας ξεχωριστός επιστήμονας. Διένυε την πέμπτη δεκαετία της ζωής του και η αύρα που εξέπεμπε παρουσίαζε έναν άνθρωπο με έντονη εσωτερική δύναμη. Σε αυτήν την εντύπωση σημαντικό ρόλο έπαιζε και η αναμφισβήτητη επιτυχία, η οποία τον είχε φέρει στο προσκήνιο όχι μονάχα του επιστημονικού κόσμου, αλλά ακόμα και όσων δεν κατείχαν τις γνώσεις για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του. Ο Βίκτωρ ήταν ο νέος σταρ-επιστήμονας, που κάθε εποχή απαιτούσε. Ήταν ο άνθρωπος που είχε ερμηνεύσει με τον καλύτερο τρόπο τις δυσδιάκριτες παραινέσεις τού Τερράι, είχε κατανοήσει γρήγορα τις πληροφορίες που του παρείχε και είχε κάνει πολλά βήματα στη χρήση όλων αυτών των δεδομένων, όχι μόνο για να φτάσει σήμερα σε σημαντικά αποτελέσματα, αλλά και για να θέσει τις βάσεις για ακόμα περισσότερα. Κι έτσι σήμερα το υποκατάστατο αίματος ήταν έτοιμο να μπει στην παραγωγή. Βέβαια, προς το παρόν το κόστος ήταν απαγορευτικό για τους περισσότερους, αλλά ακριβώς γι' αυτό γινόταν η εκδήλωση. Το υποκατάστατο αίματος αποτελούσε τεχνολογία αιχμής και ως τέτοια στον απλό κόσμο φάνταζε ξένη και ανεπιθύμητη. Ο Τερράι όμως, γνώριζε ότι τα πάντα ήταν θέμα χρόνου. Ο πόνος ήταν πολύ πιο ανεπιθύμητος και η θέα ενός αγαπημένου προσώπου που βασανιζόταν, είχε τη δύναμη να κατεδαφίσει κάθε προκατάληψη μπροστά στην πιθανότητα ανακούφισης. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε τη στείρωση αυτού του προσώπου. Το τεχνητό αίμα, αυτό το ασημόχρωμο υγρό, άλλαζε το χρώμα και την υφή του δέρματος, άλλαζε το χρώμα της ίριδας των ματιών, αλλά αυτές οι συνέπειες ήταν τόσο ανώδυνες, που σύντομα θα κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία με τη δερματοστιξία. Η στείρωση, όμως ήταν άλλο πράγμα. Οι άνθρωποι δε θα αντάλλασσαν εύκολα τη δυνατότητα αναπαραγωγής με μια μόδα και ο Τερράι γνώριζε, πολύ πριν του το επισημάνουν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόταν, ότι αν ήθελε το ασημόχρωμο υγρό να χρησιμοποιηθεί ευρέως, θα έπρεπε αυτό το πρόβλημα να λυθεί. Είτε να δοθεί κάτι εξίσου σημαντικό σε αντάλλαγμα, σκέφτηκε. Και γι' αυτό ο Κουντζ είχε ζητήσει να τον δει σήμερα. Ο Κουντζ, όμως, όσο χαρισματικός κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι άνθρωπος. Κι ο Τερράι έπρεπε για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει την ανυπομονησία και το πείσμα. Σήμερα Όση ώρα ο Χιου ανακαλούσε στη μνήμη του πληροφορίες για τη σύσταση του εδάφους και της ατμόσφαιρας του πλανήτη, και τις παρουσίαζε, έριχνε κλεφτές ματιές στον Βλάνταν Τερράι, ο οποίος παρέμενε ανέκφραστος. Η ανθρωπότητα έχει αλλάξει κι όμως αυτός κρατάει την όψη όσων δεν έχουν επιλέξει τη θεραπεία, σκεφτόταν παρατηρώντας το ροδαλό χρώμα στο πρόσωπο του Βλάνταν. Είναι δεμένος με άλλες εποχές. Βέβαια, ο Βλάνταν δεν ήταν ο οποιοσδήποτε κι ο Χιου τού το αναγνώριζε, αλλά η ανθρωπότητα είχε εξελιχθεί, είχε αποδείξει τι ήταν ικανή να πετύχει, τι ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει. Κι όμως στον Βλάνταν αυτά δεν αρκούσαν και ο Χιου το έβλεπε σε κάθε έντονη ματιά που του έριχνε. Σε κάθε συνάντηση μαζί του, ένιωθε ότι περνούσε κάποιο είδος δοκιμασίας, ότι έπρεπε να κερδίζει κάθε φορά το δικαίωμα της συνομιλίας μαζί του. «Το ιδιαίτερο εύρημα στο συγκεκριμένο πλανήτη διακρίνεται εύκολα στις τροχιακές φωτογραφίες που μας έστειλε ο Εξερευνητής» συνέχισε την παρουσίαση, και μπροστά από το ολόγραμμα του πλανήτη άρχισαν να προβάλλονται δισδιάστατες λήψεις χερσαίων επιφανειών. Ο Χιου εκμεταλλευόμενος τη μικρή παύση στην παρουσίασή του έριξε μια αδιάφορη ματιά στο χώρο γύρω του. Το βλέμμα του σταμάτησε στ’ αριστερά του, στη βαριά δρύινη είσοδο του γραφείου. Περίτεχνα γοτθικά σκαλίσματα διακοσμούσαν περιμετρικά την κάσα, ενώ τα δύο φύλλα είχαν στο κέντρο τους τα πρόσωπα δύο δαιμόνων. Κάθε φορά που ερχόταν εδώ παρατηρούσε την είσοδο και κάθε φορά ένιωθε οίκτο για τους προγόνους του που ήταν τόσο επιρρεπείς στις δεισιδαιμονίες. Τα πρόσωπα αυτών των όντων της φαντασίας αποτελούσαν αποδείξεις της αδυναμίας των παλαιότερων ανθρώπων, αποδείξεις της ανωριμότητας που τους χαρακτήριζε. Ο Χιου χαμογέλασε. Ευτυχώς ο ίδιος δεν ανήκε σε αυτές τις γενιές. Διώχνοντας αυτές τις σκέψεις, γύρισε ξανά προς το ολόγραμμα του πλανήτη που συνέχιζε να περιστρέφεται μπροστά του. Ο Βλάνταν τώρα κοιτούσε μια φωτογραφία, στην οποία διακρίνονταν μικρές εστίες φωτιάς που αχνόφεγγαν ανάμεσα στα φυλλώματα μιας δασικής έκτασης. Αν και τραβηγμένες από ύψος δεκάδων χιλιομέτρων, η ευκρίνεια των λήψεων ήταν τόσο υψηλή ώστε πολλές λεπτομέρειες ήταν ευδιάκριτες. Η φωτογραφία αντικαταστάθηκε με μια άλλη που έδειχνε την ίδια περιοχή, αλλά με μεγαλύτερη μεγέθυνση. Πλέον διακρίνονταν ξεκάθαρα δύο εστίες ανάμεσα στη βλάστηση. Ο Χιου έπιασε με την άκρη του ματιού του μια αμυδρή κίνηση και έστρεψε το βλέμμα του στον Βλάνταν, ο οποίος είχε γύρει ελαφρώς μπροστά. Ώστε υπάρχει κάτι που μπορεί να του κεντρίσει το ενδιαφέρον. «Τα πρώτα βήματα», είπε κοιτώντας τον Βλάνταν. Ο Βλάνταν ανταπέδωσε το βλέμμα. «Βαρύ φορτίο» είπε ανέκφραστος. «Για εσένα δεν ήταν;» ρώτησε ο Χιου, περιμένοντας έστω και μια μικρή σύσπαση στο πρόσωπο του Βλάνταν. Μια τόση δα απόδειξη πως πλέον ήταν ίσοι. Ο Βλάνταν αντί για απάντηση έστρεψε ξανά το πρόσωπό του προς την προβαλλόμενη φωτογραφία. Με τίποτα δε μένει ικανοποιημένος σκέφτηκε ο Χιου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και στρέφοντας το πρόσωπό του προς τα ολογραφήματα, συνέχισε την παρουσίαση. Τα τελευταία εκατό χρόνια είχαν λάβει ανάλογα δεδομένα από οκτώ ακόμα Εξερευνητές. Το πρόγραμμα “Εξερευνητής” είχε δώσει θετικά αποτελέσματα στα μέσα του 24ου αιώνα, περίπου εκατόν πενήντα χρόνια από την έναρξή του. Ένας πλανήτης που μόλις έμπαινε σε περίοδο σταθερότητας, με τον πυρήνα να ηρεμεί, αλλά τις τεκτονικές πλάκες να προκαλούν σεισμούς βιβλικών διαστάσεων και τεράστια ενεργά ηφαίστεια να εμπλουτίζουν την ατμόσφαιρα με υλικά απαραίτητα για την ύπαρξη ζωής. Η ανθρωπότητα δε θα μπορούσε να είχε ζητήσει καλύτερες ειδήσεις από τον πρώτο ανταποκριτή της. Αν υπήρχαν ακόμα πλανήτες τόσο νέοι, σίγουρα θα υπήρχαν και γηραιότεροι, έτοιμοι να αποικηθούν. Οι άνθρωποι απλώς έπρεπε να περιμένουν. Να περιμένουν και να συνεχίσουν να στέλνουν μη επανδρωμένες βολίδες σε κάθε πιθανή κατεύθυνση που τους υποδείκνυαν τα τεράστια τροχιακά τηλεσκόπια. Η υπομονή πάντοτε ανταμείβεται και στους επόμενους δύο αιώνες οι εκατοντάδες Εξερευνητές εξέπεμψαν εικόνες από μοναδικά αστρικά συστήματα και πλανήτες· κάποιοι από αυτούς κατοικήσιμοι. Σήμερα ο Χιου ανέφερε στον Βλάνταν Τερράι την ανακάλυψη ενός ακόμα πλανήτη προς αποίκιση, ο οποίος όμως, παρουσίαζε μια σημαντική διαφορά. Κατοικούταν ήδη από νοήμονες μορφές ζωής. 350 χρόνια μετά Για αρκετή ώρα η Λιλ έκανε το γύρο του άστρου και το παρατηρούσε, χωρίς να αφήνει την κάλυψη που της πρόσφερε το δάσος. Ήταν σαν ένας τεράστιος δίσκος. Σε ύψος έφτανε τα ψηλότερα δέντρα που στέκονταν ακόμα όρθια τριγύρω. Ήταν μαύρο και καμένο, είχε χάσει τη λάμψη του, αλλά σε πολλά σημεία η επιφάνειά του γυάλιζε στο φως, ενώ καπνοί έβγαιναν κυρίως από μια μακρόστενη τρύπα στην πλευρά που ήταν στραμμένη προς το τεράστιο μονοπάτι που είχε ανοίξει. Από την άλλη πλευρά ήταν καψαλισμένο και ένα άνοιγμα έχασκε προς το εσωτερικό του. Από εκεί ήταν που αποφάσισε τελικά να το πλησιάσει όταν υπερνίκησε το φόβο της. Η Λιλ κοίταξε γύρω της και με αργά βήματα βγήκε από το δάσος. Πλησίασε το άστρο και άπλωσε διστακτικά το χέρι της. Βεβαιώθηκε ότι δεν εκπέμπει θερμότητα και στη συνέχεια το άγγιξε για να νιώσει την υφή του. Ήταν πιο λείο από οποιαδήποτε ποταμίσια πέτρα είχε αγγίξει και ήταν ακόμα ζεστό. Με το χέρι της ταξίδεψε στην επιφάνειά του και προχώρησε προς το άνοιγμα. Ένα λείο μονοπάτι οδηγούσε ανηφορικά προς το εσωτερικό. Η Λιλ προσεχτικά και αθόρυβα το ακολούθησε. Σύντομα έφτασε μέχρι το τέλος του, από όπου μπορούσε ακόμα να δει το φως της υπαίθρου. Αν και η περιέργειά της την τροφοδοτούσε με θάρρος, δεν είχε σκοπό να μπει τόσο βαθιά ώστε να μη βλέπει την έξοδο, αλλά η σπηλιά στην οποία κατέληγε το μονοπάτι τής πρόσφερε το πιο παράξενο θέαμα που είχε αντικρίσει ποτέ. Τα τοιχώματα περιμετρικά του σπηλαίου ήταν διακοσμημένα με γυαλιστερές επιφάνειες, άλλες σκοτεινές, άλλες φωτεινές, ενώ και από διάφορα άλλα σημεία εκπεμπόταν φως. Μεταλλικοί όγκοι διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί, ενώ στη μέση της αίθουσας ξεχώριζε ένας όγκος τόσο μεγάλος, που η Λιλ θα μπορούσε να ξαπλώσει επάνω του. Ήχοι δεν ακούγονταν εκτός από έναν υπόκωφο βόμβο που τον ένιωθε στο στομάχι της, ενώ η ατμόσφαιρα μύριζε όπως ο αέρας εκεί που έχει χτυπήσει κεραυνός. Η Λιλ κοίταξε για λίγο πίσω της, προς το φως του ήλιου. Μέσα στο άστρο το φως ήταν λιγοστό και ο φόβος του αγνώστου την εμπόδιζε να προχωρήσει, αλλά ήξερε ότι δεν είχε πολύ χρόνο ακόμα. Σύντομα θα έφταναν ο Τουρ και οι άντρες του και θα την έδιωχναν εκνευρισμένοι που τους είχε αψηφήσει. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε και έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το εσωτερικό, χάνοντας από το οπτικό της πεδίο το διάδρομο που οδηγούσε έξω. Η Λιλ κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε το χώρο γύρο της. Η οποιαδήποτε αλλαγή στους ήχους ή το φωτισμό θα την έκανε να τρέξει έξω, τίποτα απ’ αυτά, όμως, δε συνέβη και παρέμεινε στη θέση της. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν και αφού παρατήρησε το χώρο γύρω της, επέλεξε μια κατεύθυνση και έκανε με προσοχή ακόμα δυο βήματα. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει και ένιωθε τις παλάμες της παγωμένες, αλλά ταυτόχρονα μια ευχάριστη ανατριχίλα της έδινε θάρρος. Ήταν η πρώτη που εξερευνούσε ένα κομμάτι του ουρανού, που αντίκριζε μέρη που κανείς άλλος πριν απ’ αυτή δεν είχε αντικρίσει. Αφού το άστρο δε φαινόταν να ενοχλείται από την παρουσία της και με αυτήν την ευχάριστη αναστάτωση να την παρακινεί, η Λιλ αγνόησε το ένστικτο του κινδύνου και άρχισε να περιφέρεται, πάντοτε με προσοχή, ανάμεσα στους διάφορους μεταλλικούς όγκους που χάραζαν μονοπάτια, σαν σε σπήλαιο. Αν και η όρασή της είχε προσαρμοστεί πλέον στο λιγοστό φως, έπρεπε να προσέχει τα βήματά της. Δεν ήθελε να κάνει θόρυβο, αλλά ούτε και να χάσει την επαφή της με το δρόμο που την οδηγούσε έξω. Κάθε λίγα βήματα γυρνούσε και κοίταζε προς την κατεύθυνση απ’ την οποία είχε έρθει. Καθώς συναντούσε αντικείμενα με παράξενες μορφές που στο άγγιγμα τής άφηναν πρωτόγνωρη αίσθηση, η Λιλ ένιωσε την καρδιά της να ηρεμεί, και σύντομα αφέθηκε να τη συνεπάρει η ικανοποίηση της περιέργειάς της. Φωτεινά και άυλα σχήματα χόρευαν μπροστά της, γυαλιστερές χρωματιστές επιφάνειες αντιδρούσαν στο άγγιγμά της, ενώ ο μονότονος και αδιάκοπος βόμβος τής είχε γίνει γνώριμος και ακίνδυνος. Ήταν προσηλωμένη σε μια φωτεινή επιφάνεια μέσα στην οποία σχέδια άλλαζαν μέγεθος, χρώμα και σχήμα, όταν μια ψιθυριστή φωνή την καλωσόρισε. Η Λιλ άργησε να συνειδητοποιήσει ότι κανείς δε βρισκόταν δίπλα της και ότι η φωνή που άκουσε ήταν στο μυαλό της. Σήμερα Ο ήλιος είχε πέσει. Το γραφείο φωτιζόταν από τη φωταψία της Μελβούρνης και το τρισδιάστατο ολόγραμμα του πλανήτη που αιωρούταν επάνω από την κρυστάλλινη χάντρα. Γαλαζοπράσινο φως έλουζε τα πρόσωπα των δύο αντρών. Ο Βλάνταν παρακολουθούσε τον Χιου όσο παρουσίαζε τα στοιχεία που είχαν λάβει από τον Εξερευνητή. Τα στοιχεία δεν τον ενδιέφεραν. Ήξερε όλα όσα ήθελε - και ακόμα περισσότερα - από τη στιγμή που ο Χιου πλησίαζε το γραφείο του. Οι σκέψεις του ήταν απορροφημένες από τον ίδιο τον Χιου, από το homo argentum Χιου. Πόσο διαφορετικός ήταν από τους προγόνους του; Όσες φλέβες ήταν ευδιάκριτες, καθώς ο Χιου κινούνταν, άφηναν ασημένιους ιριδισμούς, ενώ και τα μάτια του, όσες φορές τόλμησαν να τον αντικρίσουν, οδηγούσαν τον Βλάνταν μακριά από τη Γη, από τον πλανήτη που γέννησε αυτό το είδος. Πόσο μακριά είχε φτάσει ο άνθρωπος, τι είχε αγγίξει, τι είχε θυσιάσει; Πόσες από αυτές τις αλλαγές οφείλονταν στον ίδιο; Τις σκέψεις του διέκοψε μία ερώτηση που του απηύθυνε ο Χιου. «Είσαι αποφασισμένος να φύγεις;» Ο Βλάνταν τον κοίταξε για λίγο ακόμα. Αμφιταλαντεύεται, σκέφτηκε. «Είναι καιρός». «Θα μπορούσες να μείνεις. Σε λίγο καιρό θα έχουν μείνει πίσω μονάχα όσοι επιθυμούν την παλιά μορφή». «Ακόμα και αυτοί δεν είναι ίδιοι». «Όλοι αλλάζουν, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό. Όσοι έχουν διαλέξει την παλιά μορφή, έχουν επιλέξει να μείνουν πίσω. Θα ξεθωριάσουν στο πέρασμα του χρόνου». Ο Βλάνταν έμεινε αμίλητος. «Η Γη θα είναι διαφορετική», συνέχισε ο Χιου, «η μείωση του πληθυσμού θα φέρει αλλαγές». Ο Βλάνταν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και κοίταξε έξω μακριά. Η Μελβούρνη αναδευόταν στο σκοτάδι. «Εσύ γιατί θέλεις να φύγεις;», ρώτησε. Η ματιά του Χιου ήταν καρφωμένη στην πλάτη του. Την ένιωθε. Γνώριζε και την απάντηση, όπως γνώριζε ότι ο Χιου δε θα παραδεχόταν ποτέ μπροστά του την αλήθεια. «Θέλω να γνωρίσω το Σύμπαν. Θέλω να γνωρίσω το νέο μου σπίτι». Πότε ήμουν νέος και άπειρος, αναρωτήθηκε ο Βλάνταν, πότε ξεκίνησα να ανακαλύψω τον Κόσμο; «Μπορείς να οραματιστείς τον Κόσμο, κοιτώντας τον ουρανό από ένα παράθυρο;», ρώτησε ο Βλάνταν και γύρισε ξανά προς τον Χιου. «Όσοι μείνουν εδώ», συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση, «θα κάνουν βουτιά στην ψυχή τους. Μην είσαι σίγουρος για το ποιος θα ξεθωριάσει πρώτος». Το τρισδιάστατο ολόγραμμα του πλανήτη συνέχιζε να περιστρέφεται μπροστά από το γραφείο. Ωκεανοί και ήπειροι εναλλάσσονταν στην επιφάνεια του πλανήτη. «Θα ξεκινήσεις απ' την αρχή, λοιπόν;» Στο πρόσωπο του Βλάνταν διαγράφηκε ένα πικρό χαμόγελο. «Μεγαλώσατε, Χιου, αλλά όχι αρκετά», είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Χιου δεν απέστρεψε το βλέμμα και ο Βλάνταν συνέχισε, «υπάρχουν κι άλλα παιδιά που χρειάζονται καθοδήγηση». «Είμαστε παιδιά σου;», ρώτησε ο Χιου μειδιώντας. «Είμαστε όλοι παιδιά του Σύμπαντος», είπε ο Βλάνταν κάνοντας το γύρο του γραφείου του. Είχε φτάσει μπροστά στο ολόγραμμα του πλανήτη. Ο Χιου τον κοίταζε μέσα από το ολόγραμμα. Ο Βλάνταν άπλωσε τα χέρια του γύρω από τον πλανήτη. Με τεντωμένα δάχτυλα χάιδεψε την επιφάνειά του και με μια κίνηση σαν ταχυδακτυλουργού διόγκωσε το ολόγραμμα. «Όταν έφτασα εδώ ήθελα να σας καθοδηγήσω στη δική μου αλήθεια». Με το ένα του χέρι περιέστρεψε τη σφαίρα και έφερε μπροστά του μια ήπειρο. Αποχρώσεις του πράσινου και του καφέ χρωμάτισαν το πρόσωπό του. «Μόλις είχατε αρθρώσει τις πρώτες σας λέξεις. Με αντιληφθήκατε ως κάτι το θεϊκό». Περιέστρεψε απαλά τον πλανήτη. Μία άλλη ήπειρος σταμάτησε μπροστά του και άρχισε να την περιεργάζεται. «Σιγά-σιγά μάθατε να οργανώνεστε. Η παρουσία μου άρχισε να σας ενοχλεί. Θέλατε να αφήσετε το χέρι μου, να περιδιαβείτε μόνοι σας». Ο πλανήτης άλλαξε ξανά θέση. Μια οροσειρά φώτισε το πρόσωπό του. Λευκό και γκρι. «Με απομακρύνατε, μου δώσατε διάφορα ονόματα, πλέξατε μύθους γύρω μου, τρομακτικούς μύθους. Με διαβάλλατε». Ο Χιου συνέχισε να παρακολουθεί τον Βλάνταν μέσα από το ολόγραμμα. Τον άκουγε να αναπολεί αρχαίες μνήμες. Γι' αυτόν προσωπικές, για το είδος του συλλογικές. «Η απόρριψη με αναστάτωσε. Έπρεπε να σας δώσω ένα μάθημα». Έκανε μια μικρή παύση. «Ο χρόνος διδάσκει», είπε και συνέχισε, «Υπήρξα σκληρός κάποιες φορές και το είδος σας είναι ισχυρογνώμον, πεισματάρικο, αλλά ποιο παιδί δεν είναι;» Έστρεψε τη σφαίρα και έφερε μπροστά του έναν από τους πόλους. Το πρόσωπό του έγινε κατάλευκο. «Έκανα πίσω και σας παρακολουθούσα κρυμμένος». Ο Βλάνταν κοίταξε για πρώτη φορά μέσα από τον πλανήτη τον Χιου. «Χάσατε κάθε έλεγχο και πανικοβληθήκατε. Επέστρεψα τελευταία στιγμή». «Και τώρα πιστεύεις ότι μπορούμε να πορευτούμε μόνοι μας;» Στον τόνο της φωνής τού Χιου υπήρξε μια επιφύλαξη. «Ποτέ δε θα είμαι σίγουρος. Αυτή είναι η ροή των πραγμάτων». Ο Χιου σηκώθηκε όρθιος. Τώρα στέκονταν αντικριστά ο ένας με τον άλλο, ενώ το ολόγραμμα του πλανήτη αιωρούταν ανάμεσά τους. «Εγώ, όμως, νιώθω σίγουρος. Κάθε homo argentum νιώθει σίγουρος». «Αυτή είναι η ροή των πραγμάτων» επανέλαβε ο Βλάνταν. «Ήσουν θεός κάποτε. Τι σημαίνει αυτό για εμάς;» Ο Βλάνταν δεν απάντησε και ο Χιου είπε «Δεν έχεις πίστη σ’ εμάς». Νέος ήμουν όταν έφτασα εδώ, σκέφτηκε ο Βλάνταν, αλλά κράτησε τη σκέψη μέσα του. 350 χρόνια πριν «Δόκτωρ Κουντζ». Ένας μεγαλόσωμος άντρας με μαύρα μακριά μαλλιά δεμένα πίσω σφιχτά, ντυμένος με επίσημο σκουρόχρωμο κοστούμι και μια φαρδιά μεταξωτή μαύρη ζώνη δεμένη γύρω απ’ τη μέση του, είχε σκύψει επάνω από τον ώμο του Βίκτωρ και τον είχε διακόψει. Ο Βίκτωρ γύρισε και αναγνωρίζοντας αμέσως τον άντρα, του έγνεψε ελαφρά. «Με συγχωρείτε», είπε στην ομήγυρη και γυρίζοντας την πλάτη του ακολούθησε τον άντρα στο βάθος της συνωστισμένης αίθουσας. Φτάνοντας σε μια δίφυλλη πόρτα ο άντρας την άνοιξε και δείχνοντας προς το εσωτερικό είπε, «τελευταίος όροφος, δόκτωρ Κουντζ». Ο Βίκτωρ άφησε την εκδήλωση και ο άντρας πίσω του έκλεισε την πόρτα χωρίς να τον ακολουθήσει. Μπροστά του, μια είσοδος ανελκυστήρα έχασκε ανοιχτή. Έριξε μια τελευταία ματιά στην κλειστή πόρτα απ’ την οποία είχε μπει και μετά προχώρησε στο εσωτερικό του. Μια γυναικεία φωνή τον ρώτησε, «όροφος, παρακαλώ». «Πέμπτος», απάντησε ο Βίκτωρ και η πόρτα έκλεισε απαλά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα άνοιγε για να τον υποδεχτεί ακόμα ένας άντρας που του έγνεψε προς τα αριστερά. Αν δεν είχε ξανασυναντήσει τους σωματοφύλακες του Εγκέντ Τερράι, ίσως να ξαφνιαζόταν νομίζοντας ότι είχε να κάνει με διδύμους. Οι διαφορές, όμως, ανάμεσά τους ήταν εμφανείς σε όποιον είχε τον απαραίτητο χρόνο να τους παρατηρήσει και ο Βίκτωρ τους συναντούσε συχνά εδώ και χρόνια. Μία από τις σκέψεις που έκανε για να χαλαρώσει πριν από συναντήσεις του με τον Τερράι, ήταν ότι διάλεγε τους σωματοφύλακές του με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και όχι τις ικανότητες, αν και δεν τους είχε δει ποτέ σε δράση και σίγουρα ούτε και ήθελε. Ο Βίκτωρ ακολούθησε την υπόδειξη και λίγα βήματα μετά βρισκόταν έξω από μια ψηλή δίφυλλη ξύλινη είσοδο χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στάθηκε για λίγο απ’ έξω, έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν υπάρχουν τέρατα, σκέφτηκε χαμογελώντας κοροϊδευτικά προς τον εαυτό του και την άνοιξε για να βρεθεί στο μεγάλο γραφείο του Τερράι. Απέναντί του μια τεράστια γυάλινη επιφάνεια αποτελούσε τον ανατολικό τοίχο της αίθουσας και προεκτεινόταν σε μεγάλο ποσοστό και στην οροφή της. Ο πολύ χαμηλός φωτισμός του γραφείου, τόνιζε τη θέα η οποία ήταν πανέμορφη. Το φεγγάρι δέσποζε στο νυχτερινό ουρανό, ενώ χαμηλά στον ορίζοντα διακρίνονταν φώτα από σκάφη που έπλεαν στη λίμνη Λεμάν. «Περάστε, δόκτωρ Κουντζ», άκουσε τη χαμηλόφωνη πρόσκληση, ενώ πίσω από το βαρύ γραφείο η πολυθρόνα γύριζε για να αντικρίσει το έντονο βλέμμα του Τερράι. Ο Βίκτωρ ένιωσε υπνωτισμένος. Και μόνο η παρουσία αυτού του απροσδιόριστης ηλικίας άντρα στο χώρο, ήταν αρκετή για να κάνει όποιον βρισκόταν μαζί του να νιώθει αμηχανία και καμιά φορά φόβο. Ο Βίκτωρ γνώριζε αρκετούς συνεργάτες του που απέφευγαν, όσο περνούσε απ' το χέρι τους, τις συναντήσεις με τον Εγκέντ Τερράι. Δεν μπορούσαν να βγάλουν από το μυαλό τους την ιδέα ότι ο Τερράι γνώριζε και τις πιο απόκρυφες σκέψεις τους. Ο Βίκτωρ συχνά αναρωτιόταν πόσο κοντά μπορεί να ήταν στην αλήθεια κάτι τέτοιο. Ο Τερράι δεν ήταν άνθρωπος, αλλά μέχρι ποιο σημείο έφταναν οι δυνατότητές του; Από την άλλη, ο Βίκτωρ είχε τον δικό του τρόπο να ανταπεξέρχεται στο αίσθημα κινδύνου που του προκαλούσε ο Τερράι. Είχε εκλογικεύσει αυτό το συναίσθημα αναλύοντάς το. Αφού τέρατα δεν υπάρχουν πλέον, είχε σκεφτεί, ο Τερράι είναι ένα ον που το είδος μας έχει αδικήσει. Ο Βίκτωρ ανήκε σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που γνώριζαν ότι ο Τερράι βρισκόταν στη Γη από την εποχή τής γέννησης του homo sapiens και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο φόβος που ένιωθε απέναντι στον Τερράι, δεν εκπεμπόταν από αυτόν, αλλά πήγαζε στην πραγματικότητα από τα κατάλοιπα στο DNA που του είχαν κληροδοτήσει οι πρόγονοί του. Σε κάθε συνάντησή τους προβληματιζόταν για το τι μπορεί να σήμαινε αυτό για το είδος του. Έτσι και τώρα, πριν ακόμα μπει στο γραφείο, είχε αρχίσει να απασχολεί τη σκέψη του. Κι όταν ο Τερράι γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε στα μάτια ένιωσε την καρδιά του να επιταχύνει. Έκανε μερικά βήματα και ο Εγκέντ Τερράι σηκώθηκε από τη θέση του και κάνοντας το γύρο του γραφείου στράφηκε προς τον Βίκτωρ τείνοντας το χέρι του. Ο Βίκτωρ, όπως κάθε φορά δίστασε, αλλά τελικά ανταποκρίθηκε στη χειρονομία πιέζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Η χειραψία του Τερράι ήταν δυνατή, αν και ο Βίκτωρ δε θα την έλεγε εγκάρδια. Το χέρι τού Τερράι το ένιωθε παγωμένο και η αφή τού φαινόταν τραχιά. Παρ' όλ' αυτά προσπάθησε να κρατήσει το χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Κύριε Τερράι, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω», κατάφερε να πει. «Είναι μια πολύ σημαντική μέρα για την εταιρία σήμερα». «Πράγματι, και σε μεγάλο ποσοστό οφείλεται σ’ εσάς, δόκτωρ. Παρακαλώ καθίστε». Ο Βίκτωρ υπάκουσε και, κάνοντας μερικά βήματα, κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες που βρίσκονταν μπροστά από το γραφείο. Ο Τερράι τον παρακολούθησε μέχρι που κάθισε και αμέσως μετά επέστρεψε στη θέση που καθόταν. Στα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε η διαδρομή του Τερράι μέχρι τη θέση του, ο Βίκτωρ τον παρατήρησε για ακόμα μια φορά. Ψηλός και λεπτός όπως ήταν, το κουστούμι που φορούσε, αν και σίγουρα ραμμένο κατά παραγγελία, όποτε στεκόταν ακίνητος φαινόταν να κρέμεται επάνω του. Τα ρούχα έδιναν την εντύπωση ότι προηγούνταν της κίνησής του, ενώ οι ώμοι του δεν κινούνταν ποτέ όταν περπατούσε. Το πρόσωπό του ήταν μακρόστενο, με πολύ έντονα ζυγωματικά, μεγάλο μέτωπο και μάτια θαμμένα στις κόγχες τους, ενώ τα μαύρα μαλλιά του ήταν πάντοτε χτενισμένα προς τα πίσω. Οι εκφράσεις του προσώπου του ήταν πάντοτε συγκρατημένες, είτε γιατί δεν ήθελε να εξωτερικεύσει συναισθήματα, είτε γιατί δεν είχε. Το δέρμα του είχε μια ροδαλή απόχρωση, που ο Βίκτωρ τη χαρακτήριζε ξεπλυμένη. Η εμφάνισή του ήταν αυτή ενός ανθρώπου μέσης ηλικίας, αλλά σε κάθε τι επάνω του υπήρχε και κάτι όχι απολύτως ανθρώπινο. Θα μου έκανε τόση εντύπωση, αν δε γνώριζα την πραγματική του φύση, αναρωτήθηκε. «Μαθαίνω ότι δε διακρίνετε κάποια λύση στο πρόβλημα της στείρωσης», ξεκίνησε ο Τερράι. Κατευθείαν στο θέμα, σκέφτηκε ο Βίκτωρ. «Δυστυχώς, όχι» Ο Τερράι κοίταξε για λίγο τον Βίκτωρ αμίλητος σαν να τον περίμενε να πει κάτι επιπλέον και τελικά είπε «Είναι νωρίς ακόμα για να καταλάβετε τους μηχανισμούς που προκαλούν αυτήν την αναστάτωση. Προς το παρόν κάνετε πολύ καλά που επικεντρώνετε την προσοχή σας σε άλλες έρευνες. Ας μιλήσουμε γι’ αυτές». Ο Βίκτωρ δεν απάντησε αμέσως. Έσκυψε μπροστά πλησιάζοντας το γραφείο και ενώνοντας τις παλάμες του είπε «Κύριε Τερράι, έλπιζα ότι θα μπορούσατε να μας προσφέρετε κάποια βοήθεια σχετικά με αυτό το πρόβλημα. Οι υποδείξεις σας είναι το λιγότερο αποκαλυπτικές. Δώστε μας κάποιο στοιχείο να ακολουθήσουμε». Ο Βίκτωρ κοίταξε το πάτωμα. Είχε εκφραστεί σχεδόν ικετευτικά και αυτό ήταν κάτι που ήθελε να είχε αποφύγει. Στήριξε τους αγκώνες του στα μπράτσα της πολυθρόνας και έσπρωξε την πλάτη του πίσω. Έσφιξε τα χείλη του και έφερε ένα χέρι μπροστά στο στόμα του. Όσο κι αν σεβόταν τον Τερράι, δεν ήθελε να φαίνεται ότι χωρίς αυτόν ήταν ανίκανοι. «Χαίρομαι που οι γνώσεις μου σας είναι χρήσιμες, δόκτωρ», ξεκίνησε ύστερα από λίγο ο Τερράι, «αλλά το ζήτημα της στείρωσης θα πρέπει να το αντιμετωπίσετε προς το παρόν μόνοι σας». «Δε θα είχαμε πετύχει τίποτα χωρίς εσάς, κύριε Τερράι, και το συγκεκριμένο ζήτημα προκαλεί σοβαρή καθυστέρηση στην ευρεία προώθηση του υποκατάστατου. Αν το εξαλείφαμε καταλαβαίνετε πόσο γρηγορότερα θα προχωρούσαν οι έρευνες;» Είχε παρασυρθεί ξανά. Για δεύτερη φορά συνειδητοποιούσε ότι είχε φέρει το σώμα του κοντά στο γραφείο και εξέφραζε κάτι σαν παράπονο. Έπρεπε να ηρεμήσει. «Δεν είμαι σωστός οικοδεσπότης», είπε ο Τερράι ενώ σηκωνόταν, «θα θέλατε κάτι να πιείτε;» «Ναι, σας ευχαριστώ» απάντησε ο Βίκτωρ νιώθοντας ήδη καλύτερα και μόνο στη σκέψη ενός ποτού. «Πείτε μου, δόκτωρ, πόσο τολμηρές σκέψεις έχετε κάνει για το υποκατάστατο αίματος;», ρώτησε ο Τερράι. Στα χέρια του γέμιζε ένα ποτήρι από μία κρυστάλλινη καράφα. «Τι εννοείτε;» «Εννοώ πόσο πιστεύετε ότι θα επηρεάσει το είδος σας αυτή η ανακάλυψη». Ο Βίκτωρ δέχτηκε το ποτό που του πρόσφερε ο Τερράι και ήπιε μια γουλιά. «Έχω κάποιες ιδέες βασισμένες στα υπάρχοντα αποτελέσματα». «Παρακαλώ, πείτε μου. Θα ήθελα να τις ακούσω». Ο Βίκτωρ κοίταξε το ποτήρι του. «Πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου να δημιουργήσουμε υποκατάστατο το οποίο να θωρακίζει πλήρως τον άνθρωπο από κάθε είδους ασθένεια μεταφερόμενη από το αίμα. Κάθε είδος μικροοργανισμού που χρησιμοποιεί ως φορέα το αίμα, θα μπορούσε να εξουδετερώνεται άμεσα από ένα κατάλληλα διαμορφωμένο υποκατάστατο». «Κάποια άλλη σκέψη; Ποιο επαναστατική;», ρώτησε ο Τερράι, ο οποίος καθόταν ξανά στη θέση του. «Μελλοντικά ίσως καταφέρναμε να ενισχύσουμε τις αμυντικές λειτουργίες τού ανθρώπινου σώματος στο σύνολό τους. Θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε κάθε πιθανότητα απόρριψης μοσχεύματος», ο Βίκτωρ δίστασε για λίγο. «Ίσως πετυχαίναμε τη μεταμόσχευση οργάνων από ζώα και έτσι αντιμετωπίζαμε την έλλειψη μοσχευμάτων». «Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω κι εγώ μερικές σκέψεις», τον διέκοψε ο Τερράι. «Σκεφτείτε τη δυνατότητα κατασκευής τεχνητών μελών και οργάνων και την αποδοχή και πλήρη λειτουργία τους. Φανταστείτε το υποκατάστατο ως τη βάση επάνω στην οποία θα χτίσετε ένα ανθρώπινο σώμα πιο δυνατό, πιο ανθεκτικό. Και τώρα, δόκτωρ, φανταστείτε όλα αυτά τα επικίνδυνα δώρα να προσφέρονται με μιας, χωρίς κόπο». «Και γι' αυτό δε μας βοηθάτε στο θέμα της στείρωσης;» «Δόκτωρ Κουντζ, προσπαθήστε να αφήσετε στην άκρη το πάθος σας και χρησιμοποιείστε τη λογική σας. Τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα στην ιστορία του είδους σας, όποτε αποκτούσατε κάποια επιπλέον γνώση;» «Κύριε Τερράι, νομίζω ότι μας αδικείτε». «Δόκτωρ, δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Τι συνέβαινε όποτε αποκτούσατε πρόσβαση σε γνώση;» Ο Βίκτωρ δεν απάντησε αμέσως. Σε πολλές συζητήσεις με τον Τερράι, όπως και στη σημερινή, ένιωθε να αποπροσανατολίζεται. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό του και για πρώτη φορά κοίταξε τον Τερράι στα μάτια. «Εσείς δεν έχετε κάνει λάθη, κύριε Τερράι;» ρώτησε με ένα μικρό τρέμουλο στη φωνή του. Προς στιγμή ο Βίκτωρ νόμισε ότι είδε το ανέκφραστο πρόσωπο του Τερράι να μαλακώνει, αλλά μπορεί να ήταν και η ιδέα του. «Ανήκετε στα είδη που έχουν τεράστια ικανότητα δημιουργικής σκέψης» είπε ο Τερράι, «αλλά προς το παρόν υπολείπεστε σε κριτική ικανότητα. Όταν αποφάσισα να σας προσφέρω γνώση, έπρεπε να φροντίσω και για το αντίτιμο». Ο Βίκτωρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Περί αυτού πρόκειται, λοιπόν;» είπε με ένταση. «Και εσείς αποφασίζετε ότι το κόστος σε ό,τι μας προσφέρετε θα είναι η αδυναμία αναπαραγωγής; Και πώς περιμένετε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε; Πώς θα...» Ο Τερράι δεν τον άφησε να ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει. Μιλώντας με ηρεμία είπε «Δεν ήθελα το υποκατάστατο αίματος να είναι ελκυστικό για όλους από την αρχή. Θα έρθει και αυτή η στιγμή, αλλά χρειάζεται χρόνος». Ο τρόπος που του μίλησε ο Τερράι έκανε τον Βίκτωρ να συνειδητοποιήσει ότι είχε χάσει ξανά τον έλεγχο. Έμειναν για λίγο και οι δύο σιωπηλοί. Ο Βίκτωρ κοιτούσε το ποτήρι του και ο Τερράι τον Βίκτωρ. Και οι δύο ακίνητοι. Τη σιωπή έσπασε ξανά ο Τερράι. «Προς το παρόν μελετήστε αυτά τα δεδομένα. Θα τα βρείτε ενδιαφέροντα» είπε ανοίγοντας ένα συρτάρι του γραφείου. Από μέσα έβγαλε ένα μικρό αποθηκευτικό μέσο και του το πρόσφερε. Ο Βίκτωρ το πήρε στα χέρια του. «Τα παιδιά είναι πολύ σημαντικά για να τα στερηθούμε, κύριε Τερράι, και η Γη σύντομα δε θα μας χωράει. Πρέπει να κοιτάξετε μπροστά και πρέπει να το κάνετε γρήγορα». Ο Τερράι σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου. Ο Βίκτωρ κατάλαβε και σηκώθηκε και αυτός. Η συνάντησή τους είχε φτάσει στο τέλος της. Έτσι ήταν πάντα, σύντομες. «Υπομονή», είπε ο Τερράι κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Βίκτωρ βγήκε κλείνοντας την πόρτα και ο Τερράι επέστρεψε πίσω από το γραφείο. Η λίμνη Λεμάν αντανακλούσε τα αστέρια του βραδινού ουρανού και τα φώτα των σκαφών που έπλεαν στη λίμνη έμοιαζαν να αιωρούνται στο διάστημα. Ο Τερράι έμεινε για ώρα ακίνητος. Χρειαζόταν την ηρεμία αυτής της στιγμής. Η συζήτηση με τον Βίκτωρ τον είχε κουράσει. Μερικές φορές αναπολούσε την απλότητα παλαιότερων εποχών, όταν έπαιζε το ρόλο του θεού. Όταν η μαγεία ήταν η καλύτερη εξήγηση. Σήκωσε τα μάτια του από την επιφάνεια της λίμνης και κοίταξε τον κατάστικτο ουρανό. Κοίταξε το παρελθόν και είδε το μέλλον. Υπομονή είχε, αφού για να κατακτήσει την αιωνιότητα, ήταν προαπαιτούμενο. Σήμερα Η βαριά δρύινη πόρτα άνοιξε και ένας μεγαλόσωμος άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα κότσο μπήκε στο γραφείο. Ένας ασημένιος κρίκος στο αριστερό του αυτί αντανακλούσε το λιγοστό φως της αίθουσας. «Κύριε», είπε, «να σας θυμίσω ότι σε μία ώρα πετάτε για Βραζιλία». Η παρουσίαση είχε τελειώσει και οι δύο άντρες κάθονταν στις θέσεις τους αμίλητοι. «Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου Γκορόλ», απάντησε ο Βλάνταν. Ο Χιου κοίταξε τον άντρα την ώρα που έκλεινε την πόρτα βγαίνοντας. «Πόσα χρόνια σε ακολουθούν οι Ρομά;» «Σχεδόν από τότε που έφτασα», απάντησε ο Βλάνταν. «Ακλόνητοι». «Η φυλή τους είναι η μοναδική που στο σύνολό της δεν έχει υιοθετήσει τη θεραπεία. Θα τους πάρεις μαζί σου;» «Ξέρεις την απάντηση». Ο Χιου έμεινε σκεπτικός. Ναι, ήξερε την απάντηση και δεν έπρεπε να είχε θέσει την ερώτηση. Ένιωσε ντροπή να τον κεντρίζει. Ο άντρας απέναντί του είχε δυνάμεις που ο ίδιος και οι συνάνθρωποί του μόλις άρχιζαν να αντιλαμβάνονται. Θα μπορούσε να είχε φύγει. Θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ χειρότερες επιλογές. Είχε παραδεχτεί ότι μαζί τους είχε διδαχθεί κι ο ίδιος. Είμαστε παράξενα όντα, σκέφτηκε. Τον λατρέψαμε σα θεό, τον αποκαλέσαμε αδελφοκτόνο, τον εμπιστευτήκαμε, τον διαβάλλαμε. Τον ακολουθήσαμε πιστά γιατί μας ενέπνευσε θάρρος, τον αποφύγαμε σαν αιμοβόρο τέρας που μας προκαλούσε τρόμο. Και τελικά, τον ξεχάσαμε. Ο Χιου χαμήλωσε το βλέμμα του. «Ίσως σου οφείλουμε μία συγγνώμη», είπε διστακτικά. Ο Βλάνταν κοίταξε τον συνομιλητή του. Η έκφρασή του ίσως ήταν ό,τι κοντινότερο σε έκπληξη. «Σπείρε γενιές, Χιου. Το Σύμπαν είναι πολύ μεγαλύτερο απ' όσο θα ανακαλύψουμε, ο Χρόνος είναι πολύ περισσότερος απ' όσο θ' αντέξουμε». Ο Χιου σηκώθηκε. Ήταν ώρα να φύγει. Κοίταξε τον Βλάνταν στα μάτια. Για πρώτη φορά τού φάνηκε ότι είδε κάτι άλλο, πέρα από την αμφισβήτηση. Ή μήπως πάντα αυτό έβλεπε, αλλά δεν το πίστευε; «Καλό ταξίδι», είπε και έτεινε το χέρι του. Μια ξεπερασμένη χειρονομία, αλλά ταιριαστή καθώς του φάνηκε. Ο Βλάνταν σηκώθηκε. «Καλό ταξίδι», ευχήθηκε με τη σειρά του και έσφιξε το χέρι του στο δικό του. Στον Χιου, το χέρι του Βλάνταν φάνηκε ζεστό, πιο ζεστό απ' το δικό του όπου δεν έρεε αίμα πια, αλλά ένα ασημί υγρό που θα τον προστάτευε όπου κι αν πήγαινε. Ο Χιου τράβηξε το χέρι του, αλλά ο Βλάνταν δεν τον άφησε. «Θεός είναι κάποιος, όσο κηδεμονεύει νοημοσύνη» του είπε και χαμογέλασε. Για λίγο οι δυο τους παρέμειναν ακίνητοι. Ο Χιου χαμογέλασε κι αυτός και ο Βλάνταν χαλάρωσε τη χειραψία. Ο Χιου έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και βγήκε από το γραφείο. Κλείνοντας τη βαριά πόρτα κοντοστάθηκε, όπως έκανε πάντα για να παρατηρήσει τα σκαλίσματα. Αυτή τη φορά είδε κάτι γνώριμο στις τρομακτικές φιγούρες. Είδε κάτι ανθρώπινο. 350 χρόνια μετά Η Λιλ δεν είχε τρομάξει, γιατί η φωνή που της είχε μιλήσει ήταν η πιο απαλή που είχε ακούσει ποτέ της. Χωρίς να καταλάβει πώς ήταν δυνατό να γνωρίζει, έστρεψε το σώμα της και κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο. Ο μεγάλος όγκος που είχε αντικρίσει όταν είχε πρωτομπεί στο άστρο, έχασκε ανοιχτός και δίπλα του στεκόταν μια μορφή, λίγο ψηλότερη από την ίδια, λεπτότερη και με μεγαλύτερα άκρα. Η Λιλ ανταπέδωσε το χαιρετισμό και χαμογέλασε. Ο Βλάνταν βρισκόταν ανάμεσα σε πιστούς του φίλους και ένιωθε ένα ανεπαίσθητο ρίγος για πρώτη φορά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά είχε τόσο καιρό να νιώσει φόβο, που ήταν σα να τον ένιωθε για πρώτη φορά. Βρίσκονταν σε ένα ψηλό οροπέδιο στα Καρπάθια όρη και κοντά του είχαν έρθει από κάθε γωνιά της Γης χιλιάδες Ρομά. Γνώστες της νομαδικής ζωής, είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται και από την πρώτη στιγμή να στήνουν τις σκηνές τους και να ανάβουν φωτιές και να γιορτάζουν. Ο Βλάνταν βρισκόταν εδώ μόνος του πολλά χρόνια πριν φτάσουν οι πρώτοι καλεσμένοι του -γιατί αυτός τους είχε καλέσει- και μετά από πολύ καιρό είχε ξανανιώσει χαρά. Είχε χαρεί χορεύοντας, είχε χαρεί γελώντας, είχε χαρεί παίζοντας. Και τώρα, μετά από ένα χρόνο γιορτής είχε νιώσει ένα καθαρτήριο αίσθημα φόβου να αγγίζει απαλά ξανά την ψυχή του. Αυτό τον είχε κάνει να χαρεί ακόμα περισσότερο. Όταν η Λιλ βγήκε από το αστέρι ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά στον ουρανό και τα πάντα έλαμπαν. Βγήκε με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της και προχώρησε στο ξέφωτο που είχε σχηματίσει το αστέρι στην ξέφρενη πτώση του. Η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Από το δάσος απέναντί της ξεπρόβαλε ο Τουρ με τους άντρες του, οι οποίοι όταν αναγνώρισαν τη Λιλ, βγήκαν από την κρυψώνα τους και την πλησίασαν με αποφασιστικό βήμα. Όσο ο Τουρ πλησίαζε, η Λιλ διέκρινε στο πρόσωπό του έκδηλη την οργή να αυξάνεται. Το χαμόγελο στο πρόσωπό της είχε αρχίζει να μαραίνεται και πριν ακόμα ο Τουρ φτάσει δίπλα της, η Λιλ είχε αρχίσει να πισωπατεί, σαν να την έσπρωχνε η οργή του. Όταν ο Τουρ έφτασε απέναντί της η Λιλ είχε ζαρώσει και σε κάθε του κίνηση μισόκλεινε τα μάτια της αναμένοντας το ξέσπασμα. Οι Ρομά τον βάφτισαν, όπως έκαναν εκατοντάδες φορές εδώ και χιλιάδες χρόνια, όποτε χρειαζόταν να ξαναγεννηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτή τη φορά τον ονόμασαν Ογκούζ που σημαίνει βέλος. Ένα βέλος που διανύει ολόκληρη τη διαδρομή για να βρει το στόχο του. Ο Βλάνταν, Ογκούζ πλέον, χάρηκε πολύ για το νέο του όνομα και ταυτόχρονα λυπήθηκε που θα άφηνε πίσω του τόσο πιστούς και καλούς φίλους. Στο τέλος, ακόμα και αυτή η λύπη τού προκάλεσε χαρά. «Γιατί είσαι εδώ; Γιατί βγήκες από το αστέρι; Γιατί μπήκες;» Η Λιλ άκουγε τις ερωτήσεις του Τουρ, αλλά ήξερε πως δεν τις έθετε για να του απαντήσει. Τουλάχιστον όχι τώρα. Ο Τουρ ήταν εξοργισμένος μαζί της, όχι τόσο επειδή είχε αψηφήσει τις εντολές του, όσο επειδή είχε τολμήσει κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε να κάνει. Εξαιτίας της ο Τουρ έπρεπε να μπει στο εσωτερικό του άστρου, για να μη φανεί στα μάτια των αντρών λιγότερο θαρραλέος και η Λιλ ήξερε ότι κανένας άλλος στη φυλή εκτός από την ίδια δε θα αποτολμούσε κάτι τέτοιο. Το άγνωστο τους τρόμαζε περισσότερο απ' όσο τους προσκαλούσε. Η Λιλ έμεινε αμίλητη, ενώ ο Τουρ κοιτούσε μία την ίδια, μία το σκοτεινό άνοιγμα του άστρου. Κάποια στιγμή ο φόβος που εξέπεμπε το σκοτάδι ξεχείλισε και ο Τουρ σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει. Η Λιλ έκλεισε τα μάτια και ζάρωσε στη θέση της. Όταν ο Ογκούζ ένιωσε ότι είχε φτάσει η στιγμή, τους αποχαιρέτησε όλους και ανέβηκε στο σκάφος που θα τον ταξίδευε για άλλους κόσμους, άγνωστους. Ήταν μια όμορφη καλοκαιρινή νύχτα και ο ουρανός πεντακάθαρος και ξάστερος τον καλούσε. Το βλέμμα του έπεσε σε ένα άστρο ψηλά στο στερέωμα που πάσχιζε να φανεί ανάμεσα σε πιο φωτεινά. Χαμογέλασε και έστειλε μια σκέψη. Σειρά σας. Μετά ξάπλωσε επάνω στον ξύλινο βωμό και έκλεισε τα μάτια. Με τη σκέψη του ετοίμασε το σώμα του για το ταξίδι. Η ψυχή του ήταν έτοιμη από καιρό. Έφευγε για νέες εξερευνήσεις. Είχε γνωρίσει το Σύμπαν. Έμενε να γνωρίσει και το θάνατο. Η Λιλ περίμενε το χτύπημα που ποτέ δεν ήρθε. Άνοιξε ξανά τα μάτια της για να δει τον Τουρ, αλλά και όσους τον συνόδευαν ακίνητους να κοιτάζουν με δέος πίσω της. Πριν γυρίσει γνώριζε ήδη τι θα έβλεπε. Μπροστά από το άνοιγμα του άστρου στεκόταν ο θεός που είχε συναντήσει λίγο πριν. Ψηλός και αγέρωχος, με το άσπιλο κατάλευκο δέρμα του, γεμάτο με ασημόχρωμες φλέβες και τα πανέμορφα μάτια με τις ασημένιες ίριδες. Το σώμα του δεν ήταν ίδιο με το δικό τους, αλλά η Λιλ καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο ήταν λογικό. Ένας θεός δεν μπορούσε να είναι όμοιός τους. Ο Τουρ κατάφερε να ψελλίσει «ήρθες από τον ουρανό;» Η Λιλ, όπως και όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί άκουσαν τη φωνή στο μυαλό τους. Ναι. Αμέσως ο Τουρ ξάπλωσε στο χώμα και το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι εκτός από τη Λιλ. Εκείνη χαμογέλασε και ρώτησε, «ποιο είναι το όνομά σου;» Η πυρά έφτασε ψηλά και οι Ρομά χόρεψαν και τραγούδησαν γύρω της. Ο Ογκούζ είχε αναχωρήσει για το τελευταίο του ταξίδι. Είχε διανύσει σα βέλος μία μεγάλη διαδρομή προς ένα στόχο, τον οποίο για να έθετε κάποιος έπρεπε πρώτα να μάθει να τον αποφεύγει. Ο Χιου κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Κάπου εκεί βρισκόταν ο τόπος απ' τον οποίο είχε ξεκινήσει. Άλλος ένας μύθος ξεκινά, σκέφτηκε σιωπηλά, και αυτήν τη φορά τον ξεκινώ εγώ. Χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε τη Λιλ. Της χαμογέλασε και της έστειλε το όνομά του. Κάιν. ΤΕΛΟΣ Homo Argentum.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted August 15, 2012 Share Posted August 15, 2012 Ενδιαφέρουσα μίξη Ε.Φ και θρησκευτικού μυστικισμού. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο, πρόκειται ουσιαστικά για παραλλαγή της θεωρίας των Αρχαίων Αστροναυτών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία αναπληρώνει την έλλειψη πρωτοτυπίας. Μου άρεσε το γεγονός πως παρουσιάζεις ένα ανθρώπινο είδος συρρικνωμένο και στα πρόθυρα της εξαφάνισης, όχι εξαιτίας μιας μεγάλης καταστροφής, αλλά λόγω της εξέλιξης που μετάλλαξε τους ανθρώπους σε ένα διαφορετικό και ανώτερο(;) είδος. Οι λίγοι που μένουν πίσω, μη θέλοντας να δεχτούν αυτήν την αφύσικη εξέλιξη, ίσως τελικά να είναι και οι λίγοι εκλεκτοί που θα κληρονομήσουν τη Γη. Στα συν μπορεί να προστεθεί και η πολύ καλή χρήση του λόγου. Το κείμενο μεγάλο, αλλά το διάβασα με περισσή άνεση και δε με κούρασε καθόλου. Δεν πολυκατάλαβα αν ο σκοπός του Βλάνταν/Εγκεντ/Ογκούζ ήταν εξαρχής να μεταμορφώσει μας το είδος μας σε διαστρικούς εκπολιτιστές/αθάνατους μικρούς θεούς ή τελικά οι ιδιαιτερότητες των ανθρώπων ήταν αυτές που τον οδήγησαν σε αυτό το μονοπάτι. Γενικά αρκετά καλή ιστορία, που τη διασκέδασα πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 15, 2012 Share Posted August 15, 2012 Εγώ το είδα λίγο διαφορετικά απ' ό,τι ο Γιάννης πιο πάνω. Ο Τερράι ήταν κάτι σαν θεός για μας. (Μ' άρεσε ο τρόπος που δίνεται αυτό στην ιστορία -λατρεύτηκε, μισήθηκε, ξεχάστηκε). Κι ο σκοπός του ήταν να μας κάνει όμοιους με κείνον, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση. Το ασημόχρωμο αίμα δεν ήταν μια εξέλιξη του ανθρώπου. Ήταν ένα τεχνολογικό επίτευγμα που αντικαθιστούσε το αίμα και έκανα τους ανθρώπους άφθαρτους από αρρώστιες και φυσικές φθορές (ίσως, στο τέλος, και αθάνατους). Ο Τερράι ήθελε εκτός από όμοιούς του στην εικόνα (επειδή και μέσα σε κείνον έρεε το ασημόχρωμο αίμα που έδωσε στους ανθρώπους), να του μοιάσουμε και στο πνεύμα ή, τουλάχιστον, να μας δείξει τον τρόπο του. Γι' αυτό και δεν έδωσε τη λύση για την αναπαραγωγή στους ανθρώπους, που ήταν το πρόβλημα που δημιουργήθηκε από το ασημόχρωμο αίμα. Για να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Κάτι που έκανε τους ανθρώπους να απομονωθούν, αυτό δηλαδή που έκανε κι ο ίδιος, γυρνώντας τον κόσμο μόνος του. Δεν ξέρω κατά πόσο κατάλαβα σωστά αυτά που ήθελε να μας πει ο Σταμάτης, αλλά η ιστορία μού άρεσε πολύ και την διάβασα εύκολα και με μεγάλο ενδιαφέρον, παρά το μεγάλο της μέγεθος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nirgal Posted August 17, 2012 Author Share Posted August 17, 2012 Κατ' αρχάς σας ευχαριστώ για τα σχόλια. Δεν έχω παρά να συμφωνήσω και με τους δυο σας σχετικά με το τι περνάει τελικά η ιστορία στον αναγνώστη. Όταν την έγραφα, και από ένα σημείο και μετά που άρχισε να παίρνει την τελική της μορφή, κατέληξα στο ότι δεν ήθελα να είναι ξεκάθαρη. Ήθελα ο κάθε αναγνώστης να αντιληφθεί τον κόσμο και όσα συμβαίνουν από τη δική του σκοπιά. Θα μπορούσα κι εγώ να σας αποκαλύψω διάφορες σκέψεις που έκανα αφού την τελείωσα. Θα μπορούσα να έχω ξεκαθαρίσει πολύ περισσότερα από τα κίνητρα και τα συναισθήματα που κινούν τους πρωταγωνιστές και να δώσω λίγο περισσότερη μασημένη τροφή στον αναγνώστη, αλλά το απέφυγα. Γι' αυτό μπορεί να δημιουργηθούν και αρκετές απορίες στο τέλος, τις οποίες όμως θα προτιμούσα να μην της απαντήσω εγώ, αλλά να βάλουν τον αναγνώστη να φανταστεί ο ίδιος κάποια απάντηση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.