Jump to content

Πρόσεχε τι Εύχεσαι...


Alucard

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Alucard (Ηλίας T.)

Είδος: Φαντασία ναι, τρόμος μπα, δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω ακριβώς...

Βία; Μπα

Σεξ; Όχι ακριβώς, δεν περιγράφεται δλδ...

Αριθμός Λέξεων: 2.670

Αυτοτελής; Ναι.

 

 

 

Πρόσεχε τι εύχεσαι…

 

 

‘Σκατά’, φώναξε ο Αλέξανδρος και τσαλάκωσε τα χαρτιά που είχε μπροστά του. ‘Σκατά, σκατά, και πάλι σκατά. Συγκεντρώσου, ηλίθιε! Συγκεντρώσου!’

Σηκώθηκε από την παλιά ξύλινη πολυθρόνα στην οποία καθόταν εδώ και κάμποση ώρα και άρχισε να κόβει βόλτες στην σκεπαστή βεράντα του εξοχικού του. Ήταν μόλις 10 Ιουνίου, αλλά ο Αλέξανδρος θα ορκιζόταν πως βρίσκονταν ήδη στα μέσα του Ιουλίου. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και οι ειδήσεις έκαναν λόγο για επερχόμενο μίνι καύσωνα. Είχε έρθει εδώ πάνω στο βουνό για να ηρεμήσει και να εμπνευστεί, ώστε να μπορέσει επιτέλους να γράψει το νέο του βιβλίο. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η Μούσα του μάλλον δεν ήθελε να του κάνει το χατίρι.

‘Είκοσι σελίδες μπούρδες!’, μονολόγησε σε πιο ήπιο τόνο. ‘Ολόκληρο το πρωινό πήγε στράφι. Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που νόμιζα πως άμα βγάλω τον υπολογιστή στην βεράντα και άκουγα το κελάρυσμα του ποταμού και το κελάιδισμα των πουλιών, θα μου ερχόταν καλύτερη έμπνευση. Λες και θα γράψω κάνα σαχλορομάντζο, με πρωταγωνίστρια καμιά όμορφη, αλλά ντροπαλή 35άρα που παρατάει την καλή δουλειά για να ζήσει στο χωριό και εκεί γνωρίζει και ερωτεύεται τον άντρα των ονείρων της. Μπλιάχ!’ Ακούμπησε τα χέρια του στα κάγκελα της βεράντας, τα οποία είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα τα περάσει ένα χέρι βερνίκι μέσα στη βδομάδα, και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στις πράσινες βουνοπλαγιές. Εδώ και τρεις μέρες που είχε απομονωθεί στο παλιό σπίτι του παππού του, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μιλά μόνος του, ή, όπως το έθεσε ο ίδιος όταν το αντιλήφθηκε, να συζητά με τη φωνή της λογικής του.

‘Ηρέμησε, Αλέξανδρε’, του είπε μια γνωστή φωνή στο μυαλό του. ‘Η έμπνευση είναι κάτι που έρχεται όταν πρέπει να έρθει. Πότε δεν αργεί και ποτέ δεν έρχεται πριν το προκαθορισμένο ραντεβού’, του είπε η φωνή της λογικής του.

Αυτά τα λόγια φάνηκε να τον καλμάρουν κάπως. Ξαναγύρισε στο μικρό τραπέζι όπου τον περίμενε ο υπολογιστής του, στην οθόνη του οποίου γινόταν παρέλαση από διάσημα έργα τέχνης, ο φορητός εκτυπωτής του και τα τσαλακωμένα χαρτιά. Πήρε τα χαρτιά στα χέρια του και παίρνοντας μια βαθειά ανάσα, τα έσκισε.

‘Σου έλειψα;’, ρώτησε με ένα χαζό χαμόγελο τη Μόνα Λίζα που εκείνη τη στιγμή περνούσε μπροστά από την οθόνη του. ‘Ωραία, σήμερα δεν έχω έμπνευση, το παραδέχομαι. Δεν χρειάζεται όμως τρομερή έμπνευση για να γράψεις ένα προσχέδιο, ένα πλάνο της ιστορίας που θέλεις να διηγηθείς. Λοιπόν, ο Κώστας συμφωνεί μαζί μου πως η αγορά ζητά ένα ωραίο μυθιστόρημα τρόμου. Κάτι που να απορροφήσει τον αναγνώστη, να τον βοηθήσει να ξεχάσει τα προβλήματά του και να τον κάνει να νοιάζεται μόνο για το τι συμβαίνει στους πρωταγωνιστές. Θα ρίξουμε μέσα και λίγο υπερφυσικό και έτοιμο το βιβλίο.’ Ο Κώστας είναι ο καλύτερός του φίλος για περισσότερα από 18 χρόνια και ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα βιβλία του, πολύ πριν αυτά εκδοθούν.

Κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Όταν το φεγγάρι είχε πια ανέβει στον ουρανό, ο Αλέξανδρος καθόταν ακόμα μπροστά στον υπολογιστή του και το μόνο που υπήρχε γραμμένο στην κατά τα άλλα λευκή σελίδα του κειμενογράφου ήταν η λέξη ‘ΤΙΤΛΟΣ’. Με κεφαλαία, μεγάλη γραμματοσειρά και υπογεγραμμένη. Συγκρατώντας μετά βίας μια κραυγή που ήθελε να δραπετεύσει από μέσα του, σηκώθηκε και κάθισε πάνω στο γωνιακό κάγκελο της βεράντας. Προσπάθησε να βρει με το βλέμμα του το μικρό ποτάμι που τόσο πολύ αγαπούσε όταν ήταν παιδί, αλλά ήξερε πως ήταν μάταιο. Το σκοτάδι είχε αγκαλιάσει προ πολλού την πλάση και η μοναδική παραφωνία σε αυτή την ειδυλλιακή νύχτα ήταν η άσπρη οθόνη του υπολογιστή του. Ξαφνικά, τον πλημμύρισαν μνήμες από τα καλοκαίρια του με τον, συγχωρεμένο εδώ και χρόνια, παππού του. Τα παραμύθια που του διάβαζε, τους περιπάτους στο δάσος, τις καραβίδες που πιάνανε και μετά μαγείρευε η γιαγιά του με μπόλικο βούτυρο και σκόρδο…

‘Τότε όλα ήταν υπέροχα.’ ψιθύρισε μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά. ‘Υπερβολικά υπέροχα! Πώς να μου έρθει έμπνευση για βιβλίο τρόμου έτσι; Ούτε ταραγμένα παιδικά χρόνια, ούτε χωρισμένοι γονείς, ούτε καν ένας ανεκπλήρωτος έρωτας! Τίποτα!’. Τώρα πλέον είχε κατέβει από την γωνία του και η φωνή του σκέπαζε τον απαλό ήχο που έκανε το ποταμάκι. ‘Και εδώ, τόσα δέντρα και δάση και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο κι ούτε ένας μύθος, μια ιστορία, κάτι! Όλα τα χωριά έχουν θρύλους για νύμφες που τρελαίνουν τους άντρες, για φαντάσματα που ζητάνε εκδίκηση, ακόμα και για περίεργα ζώα που βγαίνουν βόλτα τη νύχτα και τρομοκρατούν τους χωρικούς! Εδώ, σε αυτό το γαμημένο σκατόβουνο, δεν υπάρχει τίποτα! Πώς να γράψεις μετά βιβλίο τρόμου; Τέλος, αύριο γυρνάω στην πόλη’. Και με αυτά τα λόγια, αφού μάζεψε τα τεχνολογικά βοηθήματα της δουλειάς του, ο Αλέξανδρος πήγε για ύπνο. Ποτέ δεν κατάλαβε πως το φεγγάρι είχε ακούσει κάθε λέξη από τα παράπονα του ενώ συνέχιζε το αέναο ταξίδι του στο νυχτερινό ουρανό. Το ίδιο είχε κάνει και το ποτάμι καθώς κυλούσε ανεμπόδιστο προς τη θάλασσα. Τη στιγμή που ο Αλέξανδρος παραδινόταν άνευ όρων στην αγκαλιά του Μορφέα, του φάνηκε πως άκουσε μια φωνή να του ψιθυρίζει στο αυτί ‘πρόσεχε τι εύχεσαι…’, αλλά όταν ξύπνησε το πρωί, δεν θυμόταν τίποτα.

Ξύπνησε από το φως του ήλιου που του έκαιγε τα βλέφαρα. ‘Τι διάολο, αφού είχα κλείσει τα πατζούρια’, σκέφτηκε. Με προσοχή άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του και αμέσως κατάλαβε ότι κάποιος του έκανε πλάκα. Δεν βρισκόταν πια στο σπίτι του, αλλά μέσα στην καρδιά του δάσους. Ή καλύτερα στην καρδιά ενός δάσους, καθώς κάποια από τα δέντρα που έβλεπε, τα μάτια του τα αντίκριζαν για πρώτη φορά. Απότομα σηκώθηκε όρθιος και έκανε μια στροφή 360ο μοιρών. Τριγύρω του υπήρχαν μόνο δέντρα, τεράστιοι κορμοί καλυμμένοι με βρύα. Από κάπου κοντά μπορούσε να ακούσει τον οικείο ήχο ενός μικρού ποταμού. ‘Άρα δεν μπορεί να είμαι πολύ μακριά από το σπίτι μου’, σκέφτηκε. Εκτός από τις γνωστές του οξιές, σημύδες και καστανιές που ήξερε πως ευδοκιμούσαν σε αυτό το υψόμετρο, υπήρχαν και αρκετά άλλα φυτά που δεν τα αναγνώριζε. Κάποια έμοιαζαν λιγάκι με έλατα, αλλά είχαν πολύ χοντρούς κορμούς και μακρύτερες βελόνες, ενώ από κάποια άλλα κρεμόντουσαν κάτι περίεργοι καρποί, σαν τσαμπί από βελανίδια. Ζαλισμένος από το περίεργο αυτό θέαμα, αποφάσισε να πάει στο ποταμάκι για να πλυθεί. Ακολουθώντας τον γλυκό, κελαριστό του ήχο, άρχισε να κατεβαίνει προσεκτικά μια κατάφυτη ρεματιά. Αυτό που είδε μόλις έφτασε στην όχθη, τον έκανε να σταματήσει με το στόμα ανοιχτό και να αναρωτηθεί αν είχε χάσει τα λογικά του. Στη μέση του ποταμού, ούτε δέκα μέτρα από εκεί όπου καθόταν μαρμαρωμένος ο Αλέξανδρος, λουζόταν ολόγυμνη η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του. Τα καστανά μαλλιά της έλαμπαν στο φως του ήλιου, ενώ ολόκληρο το καλοσχηματισμένο σώμα της γυάλιζε από το κρυστάλλινο νερό. Τα στήθη της ήταν λιγάκι πιο μικρά από αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς το τέλειο μέγεθος, αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του ο εμβρόντητος άνδρας, το βλέμμα του οποίου είχε καρφωθεί ανάμεσα στα καλλίγραμμα πόδια της κοπέλας, λες και προσπαθούσε να διακρίνει κάτω από το νερό τον γλυκό της θησαυρό.

Άξαφνα, λες και της το ψιθύρισε ο άνεμος, η άγνωστη γυναίκα γύρισε και τον κάρφωσε με το γαλάζιο βλέμμα της. Στα μάτια της ο Αλέξανδρος διέκρινε μια θλίψη, μια σοφία που ξεπερνούσε κατά πολύ τα χρόνια της και…ένα μικρό χαμόγελο;

‘Ε…συγνώμη, δεν…’, ξεκίνησε να λέει, ενώ το χαμόγελο που νόμισε ότι διέκρινε στα μάτια της είχε πλέον απλωθεί και στο υπόλοιπο πρόσωπό της. Ξερόβηξε και συνέχισε, κατακόκκινος από ντροπή: ‘Δεν είμαι κανάς ανώμαλος ή κάτι τέτοιο, μένω λίγο πιο πάνω…’. Κατάλαβε πως το ‘λίγο πιο πάνω’ ίσως και να μην ίσχυε πια. ‘Ονειρεύομαι, έτσι δεν είναι; Δεν είσαι αληθινή, είσαι μια οπτασία, μια προέκταση του υποσυνείδητού μου.’ Τα λόγια αυτά φάνηκαν να ηρεμούν κάπως την ανησυχία που τον είχε καταλάβει και ταυτόχρονα να προβληματίζουν την γυμνή κοπέλα που είχε απέναντί του.

‘Με λένε Κασσιόπη’, του είπε εκείνη με την πιο ερωτική φωνή που είχε ακούσει ποτέ. ‘Αν σου πω ότι όντως ονειρεύεσαι, θα έρθεις να μου κάνεις παρέα;’, τον ρώτησε με νάζι και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Το νερό μόλις που κάλυπτε την ήβη της. Ο Αλέξανδρος ξεροκατάπιε. Ήταν πλέον σίγουρος πως δεν υπήρχε ούτε μια τρίχα στο εκπληκτικό κορμί της πέρα από τα μαλλιά, τα φρύδια και τις μακριές βλεφαρίδες της.

‘Δεν ξέρω αν ονειρεύεσαι ή όχι, αλλά αν δεν μπεις αυτή τη στιγμή μέσα στο νερό, θα είσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας πάνω στη γη! Άντε, ρε ηλίθιε, τι περιμένεις; Να σε γδύσει αυτή;’, η οικεία φωνή μέσα στο κεφάλι του σχεδόν ούρλιαζε.

‘Εε…Κασσιόπη, ε; Ωραίο όνομα. Αρχαιοελληνικό’, της απάντησε με ένα αμήχανο χαμόγελο ο Αλέξανδρος, ενώ η στύση του ήταν πλέον ολοφάνερη. ‘Εμένα με λένε Αλέξανδρο. Χα, ταιριάζουμε! Εννοώ, και το δικό μου είναι αρχαιοελληνικό’, είπε γρήγορα, ενώ από μέσα του έβριζε τον εαυτό του για τις μπαρούφες που ξεστόμιζε.

‘Αλέξανδρος.’, τα χείλη της σχημάτισαν το όνομά του σαν να το γεύονταν. ‘Ωραίο όνομα. Λοιπόν, θα έρθεις μέσα; Ή μήπως φοβάσαι μια μικρή, αθώα και γυμνή κοπέλα;’, του είπε και έκανε ένα ακόμα βήμα προς το μέρος του για να του αποδείξει ότι όντως είναι γυμνή και μάλλον καθόλου αθώα. Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε. Ακόμα και η φωνή της λογικής του παρέμεινε σιωπηλή να χαζεύει το πανέμορφο κορμί της κοπέλας να στραφταλίζει στις καυτές ακτίνες του ήλιου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το ένστικτό του αποφάσισε να παρέμβει και να σώσει την αντρική του αξιοπρέπεια. Με δυο γρήγορες κινήσεις στεκόταν πλέον και εκείνος γυμνός στην όχθη του ποταμού και με μια λιγάκι άτσαλη βουτιά βρέθηκε στο πλευρό της Κασσιόπης. Με μια βίαιη κίνηση την τράβηξε κοντά του και την φίλησε όπως δεν είχε φιλήσει ποτέ άλλοτε. Δεν του έκανε καμία έκπληξη το γεγονός πως η Κασσιόπη, όχι μόνο δεν τραβήχτηκε μακριά του, αλλά του ανταπέδωσε με ακόμα περισσότερο πάθος το φιλί του, ενώ τα χέρια της περιεργάζονταν το κορμί του. Μετά από λίγη ώρα, αποκαμωμένοι από την ερωτική τους συνεύρεση, ξάπλωναν αγκαλιασμένοι στη δυτική όχθη του ποταμιού.

‘Αλήθεια, δε μου είπες τελικά’, ξεκίνησε να τη ρωτάει ο Αλέξανδρος, ενώ το αριστερό του χέρι της χάιδευε ράθυμα το στήθος, ‘όντως ονειρεύομαι;’

Εκείνη τον κοίταξε με τα υγρά, γαλάζια της μάτια, αλλά πριν του απαντήσει, ένας ήχος από κάπου κοντά τους έκανε να ανακαθίσουν ξαφνιασμένοι. Ο Αλέξανδρος, συνειδητοποιώντας την γύμνια του και νιώθοντας εκτεθειμένος, κοιτούσε γύρω του πανικόβλητος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που τους τρόμαξε. Ξαφνικά, από έναν θάμνο γύρω στα 5 μέτρα πιο πάνω από την όχθη, ξεπρόβαλλε μια φιγούρα με κέρατα, πόδια τράγου και τον κορμό ενός άντρα. Ένας σάτυρος! Ο Αλέξανδρος δεν πίστευε στα μάτια του! Ο σάτυρος, βλέποντας το γυμνό ζευγάρι, γούρλωσε τα μεγάλα του μάτια, και εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τα εκεί από όπου είχε έρθει.

Η Κασσιόπη, εμφανώς ταραγμένη από αυτόν τον απρόσκλητο επισκέπτη, σηκώθηκε γρήγορα, τραβώντας τον Αλέξανδρο από το χέρι. ‘Πρέπει να φύγεις αμέσως! Δεν πρέπει να σε βρουν μαζί μου!’, του φώναξε, ενώ η φωνή της φανέρωνε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.

‘Μα…τι…τι ήταν αυτό;’, κατάφερε να ψελλίσει ο Αλέξανδρος που πλέον ευχόταν να ήταν όλα ένα όνειρο, διαφορετικά θα πήγαινε μόνος του να κλειστεί στο Δαφνί.

‘Αλέξανδρε, πρέπει να φύγεις τώρα!’, του φώναξε και πάλι η Κασσιόπη ενώ προσπαθούσε να τον ντύσει. ‘Θα σε κυνηγήσουν και θα σε σκοτώσουν αν σε δουν εδώ μαζί μου, το καταλαβαίνεις;’. Αυτό το τελευταίο φάνηκε πως ταρακούνησε το μυαλό του αρκετά ώστε να ξεχάσει για λίγο την εξωπραγματική ομορφιά της που τον είχε μαγέψει. ‘Άκουσέ την, Αλέξανδρε. Κάτι παραπάνω ξέρει από μας. Δωσ’ της ένα ακόμα φιλί και δρόμο από εδώ!’, τον συμβούλεψε η λογική.

‘Μα…Κασσιόπη, τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;’, την ρώτησε. ‘Αυτό το πλάσμα· ήταν ένας σάτυρος, σωστά; Πώς…’, η τελευταία ερώτηση έμεινε μετέωρη καθώς άκουσε καλπασμό αλόγων να πλησιάζουν. ‘Καβαλάρηδες.’, είπε και την κοίταξε στα μάτια χωρίς φόβο, αλλά με θλίψη. ‘Ώστε εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας, ε;’. Έσκυψε και την φίλησε απαλά στα χείλη, ανήμπορος να αντισταθεί ακόμα και τώρα στην σαγήνη που του ασκούσε. ‘Ας είναι. Πες μου προς τα πού να πάω. Πώς θα ξυπνήσω από αυτό το υπέροχο όνειρο;’

‘Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς προς τα εκεί’, του είπε δείχνοντας κάπου προς τα εκεί όπου κυλούσε το ποτάμι. ‘Κάποια στιγμή θα δεις μπροστά σου μια τεράστια οξιά που έχει χτυπηθεί από κεραυνό. Μέσα στον κορμό της…’, σταμάτησε απότομα και κοίταξε πάνω από τον ώμο του. ‘Ω, θεοί, ο Κρέσος! Γρήγορα, τρέχα, Αλέξανδρε! Τρέχα! Εμένα δε θα με πειράξουν’

Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε αμέσως να τρέχει σαν τρελός μέσα σε φυλλώματα και κλαδιά που έδειχναν πως ήθελαν να τον καθυστερήσουν. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω του, είδε πως αυτοί που τον κυνηγούσαν δεν ήταν μια ομάδα καβαλάρηδων, όπως υπέθεσε αρχικά, αλλά μια ένωση άντρα και αλόγου. Κένταυροι! Οπλισμένοι με σφεντόνες και μικρά τόξα! Τα θηριώδη πλάσματα σίγουρα κάλπαζαν πιο γρήγορα από ότι έτρεχε, αλλά μέσα στην πυκνή βλάστηση δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα. Μια μεγάλη πέτρα που σφύριξε δίπλα από το αυτί του, γρατζουνώντας το δεξί του μάγουλο, ήταν αρκετή για να τον κάνει να γυρίσει και πάλι μπροστά του και να τρέξει με ακόμα περισσότερη δύναμη. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει η Κασσιόπη και προσευχόταν να ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη. Τα μάτια του έψαχναν αριστερά και δεξιά για την κεραυνοχτυπημένη οξιά. Ήξερε πως σε λίγο θα κουραζόταν και τότε οι κένταυροι θα τον έπιαναν. ‘Ε, και;’, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος ενώ συνέχισε να τρέχει, ‘αν με πιάσουν, θα ξυπνήσω. Έτσι δεν συμβαίνει πάντα στα όνειρα;’, αναρωτήθηκε σκουπίζοντας το αίμα που έτρεχε από το μάγουλό του. Τελικά η πέτρα του έκανε περισσότερη ζημιά από ότι νόμιζε. Μάλλον θα του άφηνε σημάδι. ‘Μα τι λέω, αφού όλα είναι ένα όνειρο!’, είπε φωναχτά αυτή τη φορά, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να σταματήσει. ‘Μην ξεχνάς πως ορισμένοι λαοί πιστεύουν πως άμα κάποιος πεθάνει στο όνειρό του, πεθαίνει και στην πραγματικότητα’, του απάντησε η φωνή της λογικής. ‘Πολύ Matrix βλέπεις εσύ!’, σκέφτηκε θυμωμένα και αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να προσπαθεί να ξεφύγει από ένα όνειρο, όταν μπροστά του είδε μια τεράστια οξιά που για να την αγκαλιάσεις θα χρειαζόσουν σίγουρα πάνω από 10 άντρες. Ο κορμός της ήταν στην κυριολεξία κομμένος στα δύο, αφού ο κεραυνός την είχε σκίσει σχεδόν μέχρι το έδαφος, αλλά το δέντρο ήταν αναμφίβολα ζωντανό. Τα φύλλα του ήταν σκούρα πράσινα και ακόμα και στα σημεία που είχαν καεί από τον κεραυνό, φυτρώνανε νέα κλαδάκια. Ο Αλέξανδρος, ξεχνώντας μια για πάντα τα περί ονείρου, σκαρφάλωσε βιαστικά το ένα περίπου μέτρο του κορμού που ήταν ατόφιο και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το σκοτάδι που κυριαρχούσε στο εσωτερικό της πελώριας οξιάς. Ισορροπώντας στο χείλος του τεράστιου V που είχε σχηματίσει η μανία της καταιγίδας, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος των διωκτών του. Τους είδε να καλπάζουν ανάμεσα από τα δέντρα, με το μίσος να έχει αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Ενστικτωδώς, αναγνώρισε αυτόν που η Κασσιόπη είχε αποκαλέσει Κρέσο. Ήταν αυτός που του είχε επιτεθεί με την σφεντόνα. Τα μαλλιά του -ή η χαίτη του;- ήταν πλεγμένα σε μια βαριά κοτσίδα που ανέμιζε πίσω του. Οι μύες του φούσκωναν και ξεφούσκωναν στην προσπάθειά του να πιάσει αυτόν που δεν είχε θέση στον κόσμο τους, τον βέβηλο. Ένα βέλος καρφώθηκε λίγο κάτω από εκεί όπου είχε το χέρι του και ο Αλέξανδρος κατάλαβε πως έπρεπε επιτέλους να ξυπνήσει. Στέλνοντας νοερά ένα αντίο στην Κασσιόπη, βούτηξε μέσα στο σκοτάδι του σχισμένου κορμού…

…για να ξυπνήσει απότομα στα μουσκεμένα από ιδρώτα σεντόνια του! Αφού πήρε τρεις βαθιές ανάσες και ένιωσε τους σφυγμούς του να ηρεμούν λιγάκι, άρχισε να γελάει σαν μανιακός. ‘Χα, χα! Το ήξερα πως ήταν μονάχα ένα όνειρο! Χα, χα, χα! Και τί όνειρο, Θεέ μου! Η καλύτερη έμπνευση που είχα ποτέ!’. Και με τα λόγια αυτά, χωρίς να μπει στον κόπο να ντυθεί ή να βγάλει τον φορητό υπολογιστή του στην βεράντα, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να γράφει το βιβλίου του με τον λακωνικό τίτλο, ‘Κασσιόπη’. Έγραφε ασταμάτητα για πάνω από μισή μέρα, εμπνευσμένος από το πιο ζωντανό όνειρο που είχε ποτέ του.

Το επόμενο βράδυ, όταν το μυθιστόρημά του ήταν σχεδόν τελειωμένο και αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο για να διώξει όλη την κούραση και την ένταση από πάνω του, ανακάλυψε έκπληκτος μια μικρή ουλή στο δεξί του μάγουλο…

Link to comment
Share on other sites

Δεν ήταν άσχημο.

Αρκετά καλογραμμένο, διαβάστηκε άνετα και, παρά τα γεγονός πως το θέμα δεν ήταν κάτι το πρωτότυπο ή καινοφανές, κράτησε το ενδιαφέρον μου μέχρι τέλους.

Αν κάτι δε μου έκατσε πολύ καλά, αυτό ήταν οι εκτενείς μονόλογοι του Αλέξανδρου. Αν και προσωπικά έχω κάνει πολλούς ατομικούς διαλόγους(μάλλον πρέπει να το κοιτάξω αυτό), σπάνια μπορούσα να προφέρω δυνατά τις σκέψεις μου. Ίσως λιγότερες φωναχτές λέξεις και περισσότερος εσωτερικός μονόλογος να δημιουργούσαν καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά και πάλι, αυτό είναι μια καθαρά υποκειμενική άποψη.

Link to comment
Share on other sites

Δεν ήταν άσχημο.

Αρκετά καλογραμμένο, διαβάστηκε άνετα και, παρά τα γεγονός πως το θέμα δεν ήταν κάτι το πρωτότυπο ή καινοφανές, κράτησε το ενδιαφέρον μου μέχρι τέλους.

Αν κάτι δε μου έκατσε πολύ καλά, αυτό ήταν οι εκτενείς μονόλογοι του Αλέξανδρου. Αν και προσωπικά έχω κάνει πολλούς ατομικούς διαλόγους(μάλλον πρέπει να το κοιτάξω αυτό), σπάνια μπορούσα να προφέρω δυνατά τις σκέψεις μου. Ίσως λιγότερες φωναχτές λέξεις και περισσότερος εσωτερικός μονόλογος να δημιουργούσαν καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά και πάλι, αυτό είναι μια καθαρά υποκειμενική άποψη.

 

Σ' ευχαριστώ πολύ για την απάντηση, Γιάννη. Και πολύ σωστή η παρατήρησή σου! Δεν το είχα προσέξει πως αυτό που, λογικά, θα έκανε ο Αλέξανδρος θα ήταν να μιλά από μέσα του, στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον. Ευχαριστώ και πάλι!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Μ'άρεσε! Σίγουρα δεν ήταν κάτι πρωτότυπο, αλλά εμένα προσωπικά με τράβηξε από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να σταματήσω. Ίσως είναι που γενικά μ'αρέσουν οι ιστορίες για "συναδέλφους", για την απουσία έμπνευσης και για το πώς καταφέρνει τελικά ο ήρωας να τη βρει. Σχετικά με την παρατήρηση του Γιάννη, δε νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα με το να μιλάει μόνος του ο Αλέξανδρος. Εξαρτάται απ'τον χαρακτήρα που θέλεις να του δώσεις. Αν είναι πολυλογάς γενικά (όπως μια από τις καλύτερές μου φίλες) άνετα θα μπορούσε να μιλάει μόνος του. Αν πάλι δεν είναι τόσο πολυλογάς, ίσως θα ήταν καλύτερα οι περισσότεροι διάλογοι να γίνονται από μέσα του. Όλα εξαρτώνται από εσένα και τον χαρακτήρα που θέλεις να έχει. Α, και μην ξεχάσω να σου πω πως μ'άρεσαν τα τούιστ στο τέλος! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μ'άρεσε! Σίγουρα δεν ήταν κάτι πρωτότυπο, αλλά εμένα προσωπικά με τράβηξε από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να σταματήσω. Ίσως είναι που γενικά μ'αρέσουν οι ιστορίες για "συναδέλφους", για την απουσία έμπνευσης και για το πώς καταφέρνει τελικά ο ήρωας να τη βρει. Σχετικά με την παρατήρηση του Γιάννη, δε νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα με το να μιλάει μόνος του ο Αλέξανδρος. Εξαρτάται απ'τον χαρακτήρα που θέλεις να του δώσεις. Αν είναι πολυλογάς γενικά (όπως μια από τις καλύτερές μου φίλες) άνετα θα μπορούσε να μιλάει μόνος του. Αν πάλι δεν είναι τόσο πολυλογάς, ίσως θα ήταν καλύτερα οι περισσότεροι διάλογοι να γίνονται από μέσα του. Όλα εξαρτώνται από εσένα και τον χαρακτήρα που θέλεις να έχει. Α, και μην ξεχάσω να σου πω πως μ'άρεσαν τα τούιστ στο τέλος! :)

 

Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, Έλενα! Σωστή η παρατήρησή σου, αλλά δεν τον είχα πολυλογά στο μυαλό μου, οπότε μάλλον έπρεπε να τα λέει από μέσα του. Και εσύ και ο Γιάννης μου δώσατε μια τόνοση αυτοπεποίθησης! Ελπίζω να σας αρέσουν και αυτά που θα ανεβάσω στο άμεσο μέλλον!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..