gismofbi Posted August 27, 2012 Share Posted August 27, 2012 (edited) Αυτή είναι μια ιστοριούλα που έγραψα στα πλαίσια ενός διαγωνισμού. Μόνο που ανακάλυψα αργά την ύπαρξη του εν λόγω διαγωνισμού, για την ακρίβεια τρεις ώρες πριν λήξει η προθεσμία, κι όλη μου η προσπάθεια έγινε σε τόσο χρονικό διάστημα. Αυτό βέβαια δεν είναι ελαφρυντικό. Βαράτε ελεύθερα .... Τίτλος Διηγήματος: ‘’Β 20’’ 22 Απριλίου 1961, 24:00 ΗΠΑ, Καλιφόρνια, Νησί Αλκατράζ, Β΄ Πτέρυγα φυλακών Ο PaulJohnson έκανε ένα γρήγορο έλεγχο στη στολή του στα κλεφτά. Όλα ήταν άψογα. Είχε προνοήσει να είναι πλυμμένη, φρεσκοσιδερωμένη, με τσάκιση στο παντελόνι και τα κατάλληλα σήματα καλοραμμένα στο σακάκι. Είχε γυαλίσει τα σκαρπίνια του, είχε αφιερώσει αρκετό χρόνο στην προσωπική υγιεινή του, σε προσεκτικό ξύρισμα και όμορφο χτένισμα με πλαϊνή χωρίστρα στα ξανθά μαλλιά του. Ένιωθε έτοιμος. Έπρεπε να δείχνει αλλά και να είναι αψεγάδιαστος. Άλλωστε ήταν η πρώτη του μέρα ως δεσμοφύλακας στην πιο σκληροπυρηνική φυλακή του κόσμου και μάλιστα στη χειρότερη βάρδια, τη νυχτερινή. Και ακόμη χειρότερα στο δυσκολότερο πόστο, την Β΄ Πτέρυγα δηλαδή τα κελιά απομόνωσης που φιλοξενούσαν τους πιο μοχθηρούς δολοφόνους και ψυχωτικούς εγκληματίες της χώρας. Αισθανόταν λίγο αγχωμένος αλλά ήταν φυσιολογικό. Ο καθένας νιώθει νευρικός την πρώτη του μέρα σε μια νέα δουλειά. Πόσο μάλλον σε μια τόσο απαιτητική κι επικίνδυνη όσο η δική του. Το παρήγορο ήταν πως ενώ κανονικά ο νυχτερινός φύλακας περιπολεί μόνος του, γι’ αυτόν ο διευθυντής έκανε μια εξαίρεση και για μερικές μέρες θα περιπολούσε με έναν παλιό συνάδερφο ώστε να εκπαιδευτεί και αργότερα να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει από μόνος του. «Είσαι έτοιμος, μικρέ;» του διέκοψε τις σκέψεις μια φωνή. Ο νεαρός αντίκρισε έναν ψηλό, αρκετά αδύνατο –καχεκτικό θα τον έλεγε κανείς- δεσμοφύλακα, περίπου σαράντα πέντε χρονών με σκαμμένο πρόσωπο, έντονα χαρακτηριστικά κι αυτό που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν τα μελαγχολικά μαύρα μάτια του. Να ήξερε μόνο τι είχαν δει αυτά τα μάτια… Το αγόρι έσφιξε τη ζώνη στη μέση του κι αφού βεβαιώθηκε ότι το όπλο του, το ρόπαλο, οι χειροπέδες και ο φακός ήταν στη θέση τους, αποκρίθηκε: «Έτοιμος. Παρεμπιπτόντως, ονομάζομαι PaulJohnson», και πρότεινε το δεξί χέρι του. «FrankCollins», συστήθηκε ο άντρας λίγο ψυχρά και του έσφιξε το χέρι αδιάφορα και τυπικά. «Πάμε». Οι δύο δεσμοφύλακες διέσχισαν ένα μικρό πέτρινο τούνελ. Στο βάθος, το διάβα τους διέκοψε μια βαριά δρύινη πόρτα. Ο Frank έβγαλε μια αρμαθιά με σιδερένια κλειδιά, το κροτάλισμα των οποίων ήταν ο μόνος ήχος που έσπασε τη νεκρική σιγή. Ξεκλείδωσε την πόρτα και εισήλθαν. Την ξανακλείδωσε προσεκτικά. Στάθηκαν για λίγο στο πλατύσκαλο ενώ μπροστά τους παρουσιάστηκε μια πρόχειρη μαρμάρινη σκάλα που κατηφόριζε απότομα. Την κατέβηκαν ένας ένας επειδή ήταν τόσο στενή που χωρούσε μόλις ένα άτομο κι αυτό δύσκολα αν είχε καναδυό περιττά κιλά. Ο Frank ξεκλείδωσε μια συρώμενη καγκελόπορτα κι επιτέλους έφτασαν στη Β΄ Πτέρυγα. Τα συναισθήματα του Paul ήταν ανάμεικτα. Από την αρχή, μια ανησυχία σαν γάντζος του τρυπούσε το στομάχι κι όσο περπατούσε στις σκοτεινές υγρές κατακόμβες κινούμενος στα έγκατα της φυλακής, τόσο ένιωθε τον γάντζο να τον ‘’ξεκοιλιάζει’’ εσωτερικά και να σκαρφαλώνει ως το λαιμό του, σκαλώνοντας στην καρωτίδα του… Ένας απροσδιόριστος φόβος τον πλημμύρισε κι όσο διέσχιζε εκείνο το μακρύ, ατελείωτο διάδρομο, τον έπνιγε… Δεν γνώριζε αν αυτό που τον πανικόβαλλε έτσι ήταν το ίδιο το απειλητικό περιβάλλον ή οι επικίνδυνοι κρατούμενοι ή οι σκιές των βάρβαρων εγκλημάτων που διέπραξαν και τώρα τους στοιχειώνουν ή οι αόρατες ψυχές των αθώων θυμάτων που βάλθηκαν να τους βασανίζουν στην αιωνιότητα… Τούτη η πτέρυγα της απομόνωσης ήταν όλο κι όλο ένας μακρύς στενός διάδρομος εκατό μέτρων μήκους με τουλάχιστον είκοσι μικροσκοπικά κελιά το ένα δίπλα στο άλλο. Το μοναδικό τους περιεχόμενο αποτελούταν από ένα πέτρινο κρεβάτι και μια τουαλέτα. Κατά τα άλλα, ο χώρος επαρκούσε μόλις για ένα άτομο που στεκόταν όρθιο· για περπάτημα ούτε λόγος. Δυο ξεψυχισμένοι λαμπτήρες σε κάθε κελί, ο ένας τοποθετημένος εξωτερικά της καγκελόπορτας κι ο άλλος εσωτερικά ώστε να διακρίνεται η παρουσία του τροφίμου, αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να σπάσει το πυκνό σκοτάδι του διαδρόμου. Χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις βόλτες πάνω κάτω για να παρατηρήσει ο Paul ότι στο βάθος του διαδρόμου, στο τελευταίο κελί, το ‘’Β 20’’, δε λειτουργούσε καμία λάμπα με αποτέλεσμα να έχει πνιγεί στη σκοτεινιά. Μάλιστα, έμοιαζε λες και το ίδιο το σκοτάδι γεννιόταν και πήγαζε από κει κι απλωνόταν σαν μαύρος μανδύας στους τοίχους της πτέρυγας, στο ταβάνι, στο πάτωμα, έτοιμος να τον κατασπαράξει με την πρώτη ευκαιρία. Παράξενες σκιές πλανιόντουσαν στην ατμόσφαιρα και του προκαλούσαν ανατριχίλα κι ένα ρίγος κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς. Το κρύο έξω από το ‘’Β 20’’ ήταν μυστηριωδώς πιο έντονο σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο ενώ ένα ψυχρό ρεύμα φύσαγε από το πουθενά κατευθείαν στον ιδρωμένο, από το φόβο, σβέρκο του. Τότε έπιασε τον εαυτό του να στέκεται έξω από το κελί με το βλέμμα καρφωμένο ερευνητικά στο βαθύ σκότος μέσα του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να χρησιμοποιήσει το φακό του αλλά μετάνιωσε ακόμα και που το σκέφτηκε. Δεν ήθελε, κατά βάθος, να ξέρει τι βρισκόταν εκεί. Φοβόταν το τι θα αντικρίσει. Φοβόταν ακόμα κι αυτό που δεν έβλεπε. Ένιωθε όμως ότι κάτι υπήρχε εκεί μέσα. Κάτι που τον κοίταζε απευθείας στα μάτια. Τον κάρφωνε ένα αόρατο σκοτεινό βλέμμα, ήταν σίγουρος… Με τα μάτια του έψαξε τον Frank. Βρισκόταν στην αρχή του διαδρόμου. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο συνεργάτης του δεν πλησίαζε ποτέ το ‘’Β 20’’, ούτε καν έστρεφε το βλέμμα του εκεί… Σαν να μην υπήρχε… Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά… Αισθάνθηκε μια μακρόσυρτη ανάσα, σχεδόν σαν ανεπαίσθητο ροχαλητό, στο λαιμό του… Τα πόδια του παρέλυσαν… Έμεινε απλά σαν μια παγωμένη στήλη άλατος. Έμεινε να κοιτάει τον Frank αλλά δεν έβγαινε φωνή από μέσα του… Μόνο μια ανάσα που την έπνιγε το σκότος… Κάτι τον άγγιξε στη μέση… Μέσα από τα ρούχα… Σαν παγωμένα γλιτσιασμένα δάχτυλα… Άρχισε να τρέχει λες και τον κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες… «Θες να ξυπνήσεις τους πάντες με το ποδοβολητό σου;» αγρίεψε ο Frank. Το αγόρι κοντοστάθηκε λαχανιασμένο, ιδρωμένο και κατατρομαγμένο… Λύγισε τον κορμό του, στηρίχτηκε στα γόνατα του, σήκωσε το χέρι και με το δάχτυλο έδειξε το ‘’Β 20’’. «Τι είναι εκεί; Γιατί δεν έχει φως; Γιατί δεν το κοιτάς; Γιατί δεν το πλησιάζεις; ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ FRANK;» Ο Frank κοίταξε προς το ‘’Β 20’’. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Ήταν το μοναδικό κελί χωρίς φως και ενισχυμένο, εκτός από το ηλεκτρικό κλείδωμα, και με χοντρές αλυσίδες κι εξωτερικό λουκέτο ασφαλείας. Κλειδαμπαρωμένο, σκοτεινό, ψυχρό και τρομακτικό. Εδώ και πολλά χρόνια… «Θες να μάθεις για το ‘’Β 20’’;» ρώτησε και το αγόρι έγνεψε καταφατικά. «Κέρασε με ένα τσιγάρο και θα σου πω μια ιστορία». Ο Paul με τρεμάμενα χέρια ξετρύπωσε από την τσέπη του σακακιού του ένα χιλιοτσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα. Το κρατούσε εδώ και πολύ καιρό μιας και προσπαθούσε να το ελαττώσει. Πρόσφερε ένα στο συνάδερφο του και του το άναψε. Το πρόσωπό του έμοιαζε λίγο αλλοιωμένο και αχνό υπό το φως του σπίρτου… Ίσως ήταν η ιδέα του… Το βράδυ αυτό παραήταν περίεργο και του έπαιζε παιχνίδια… Έβαλε κι ο ίδιος ένα στο στόμα του. Το είχε ανάγκη! Ο Frank εξέπνευσε με αφηρημένο βλέμμα τον καπνό. Μάλλον αναπολούσε στο μυαλό του εκείνο το βράδυ… «Όταν και οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου χάνονται, το φρούριο του νησιού μετατρέπεται σε ένα θλιβερό και άχαρο μέρος, σαν στοιχειωμένο κάστρο», μονολόγησε και τράβηξε μια τζούρα. «Ξέρεις, βρίσκομαι στο Βράχο είκοσι πέντε χρόνια. Είδα και βίωσα πολλά! Ποτέ δεν θα ξεχάσω όμως εκείνο το βράδυ. Το πρώτο βράδυ που είχα υπηρεσία ως δεσμοφύλακας στη Β΄ Πτέρυγα, όπως εσύ σήμερα. »Μόλις είχε νυχτώσει και το μέρος έγινε πιο κρύο, υγρό και ζοφερό. Μπορούσες να ακούσεις το κουδούνισμα από τις σειρήνες ομίχλης. Ήταν ένας ήχος που γινόταν τρομαχτικός ακόμη και για τους δολοφόνους που βρίσκονταν ανάμεσα μας. »Λίγες ώρες πριν, είχε μεταχθεί ο James ‘’τιμωρός’’ Parker. Τον είχαν τοποθετήσει στο ‘’Β 20’’. Επρόκειτο για έναν απλό, τυπικό οικογενειάρχη. Έκανε δύο δουλειές για να ικανοποιήσει τη λατρεμένη του σύζυγο και την αξιαγάπητη κορούλα του, μόλις επτά ετών. Ζούσαν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι σε ένα μικρό σπιτάκι στην εξοχή του Μιζούρι. Μία ημέρα που αυτός βρισκόταν στη δουλειά, δυο ληστές μπήκαν στο σπίτι του αλλά δεν τους έφτασε μόνο να το ληστέψουν. Βίασαν τις δυο γυναίκες της ζωής του κι έπειτα τις σκότωσαν, τις κατακρεούργησαν και σκορπίσανε σε όλο το σπίτι τα διαμελισμένα κομμάτια των πτωμάτων τους. Φαντάσου πως ένιωσε ο Parker όταν επέστρεψε στο σπίτι του περιμένοντας τα κορίτσια του να τον αγκαλιάσουν και να τον φιλήσουν… Η φρίκη τρύπωσε σαν κοπάδι σκουληκιών κάτω από το πετσί του και διαπέρασε ολόκληρο το σώμα του. »Στην αρχή σκέφτηκε να βρει τους ληστές και να τους σκοτώσει για να εκδικηθεί. Και πράγματι, λίγο καιρό μετά τους ανακάλυψε. Τότε όμως σκέφτηκε κάτι καλύτερο. Να τους κάνει να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα. Να τους ‘’τιμωρήσει’’. Σκότωσε όχι μόνο τις συζύγους και τα παιδιά τους αλλά και τους γονείς, τους θείους, τα ξαδέρφια τους… Σκότωσε οποιονδήποτε είχε έστω και την παραμικρή μακρινή συγγένεια μαζί τους! Έτσι για να νιώσουν όπως ένιωσε αυτός… »Όταν τελείωσε τη σφαγή, τηλεφώνησε ο ίδιος στην αστυνομία για να παραδοθεί. Λέγεται πως όταν κατέφτασαν εκεί οι αστυνομικοί αντίκρισαν τον Parker ξαπλωμένο σε μια λίμνη αίματος να μιμείται το σκύλο δαγκώνοντας ένα κομμένο χέρι, να γαυγίζει και να γελάει παρανοϊκά… »Αυτός επιθυμούσε τη θανατική ποινή αλλά η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ισόβια κάθειρξη στα κελιά απομόνωσης της Β΄ Πτέρυγας της φυλακής του Αλκατράζ. Είχε σκοτώσει συνολικά δώδεκα ανθρώπους… Αφού δεν τα κατάφερε με τη θανατική ποινή, πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Το ίδιο βράδυ το οποίο είχε μεταχθεί εδώ, το ίδιο βράδυ έδωσε τέλος στη ζωή του. Ήθελε να συναντήσει πάλι την πολυαγαπημένη του οικογένεια… »Εκείνο τον ήχο που κάνει ένας λαιμός όταν στραγγαλίζεται, οι πνιχτές κραυγές που δεν βγαίνουν ποτέ… Εκείνο τον ήχο που έσπασε τη σιγή της νύχτας νομίζω ότι τον άκουσα δέκα φορές πιο έντονα απ’ ότι πραγματικά ακούστηκε. Μέχρι να πεθάνω δεν θα τον ξεχάσω ποτέ… Έτρεξα γρήγορα προς το ‘’Β 20’’. Εκεί διέκρινα το άψυχο κορμί του Parker να κρέμεται από τη μπλούζα που είχε δεμένη στο λαιμό του… Αυτό έγινε στις 22 Απριλίου 1936, στις 03:35. Κάθε χρόνο, τέτοια ημερομηνία και ώρα, ένα πνιγμένο μουγκρητό από κάποιον που στραγγαλίζεται, σκοτώνει την ηρεμία της ατμόσφαιρας… »Κι εκτός αυτού, από το ’’Β 20’’, μετά τον Parker, πέρασαν άλλοι δέκα ισοβίτες. Όλοι βρέθηκαν κρεμασμένοι το ίδιο βράδυ το οποίο είχαν αφιχθεί στο Βράχο…» ξέσπασε σε λυγμούς ο Frank. Ξαφνικά ένας οξύς ήχος σαν μεταλλικό τρίξιμο τρύπησε το κρανίο τους… «Τι θόρυβος είναι αυτός;» ρώτησε ο Paul ρίχνοντας με το φακό του φως σε μια μισάνοιχτη πόρτα ενός κελιού, του ‘’Β 20’’. Μα πως; Ο νεαρός είχε δει την καγκελόπορτα κλειστή, κλειδωμένη και μάλιστα αλυσοδεμένη με λουκέτο ασφαλείας, το οποίο τώρα βρισκόταν ριγμένο στο πάτωμα! Τότε συνειδητοποίησε… Έβγαλε από το σακάκι του το χρυσό ρολόι τσέπης και διαπίστωσε πως η ώρα ήταν 03:34 της 22 Απριλίου 1961… Το επόμενο λεπτό έμοιαζε με αιωνιότητα… Μέσα στα αφτιά του ηχούσε ένα ανατριχιαστικό, στραγγαλισμένο, ξέπνοο μουγκρητό… Έπειτα μια διαπεραστική κραυγή, σχεδόν απόκοσμη… Μια κραυγή η οποία συνειδητοποίησε πως έβγαινε από το δικό του στόμα… Γύρισε το κεφάλι προς τον Frank αλλά αυτός δεν ήταν πουθενά! Μόνο ένα αποτσίγαρο πρόδιδε την προηγούμενη παρουσία του! Και τότε άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένος… Το ίδιο βράδυ ο PaulJohnson βρέθηκε νεκρός, κρεμασμένος από το υπηρεσιακό σακάκι του… Λίγες ώρες πριν, ο Paul, αφού αναζητούσε τον συνεργάτη του και δεν τον βρήκε πουθενά, κατέληξε στο γραφείο του αξιωματικού επόπτη, ρωτώντας τον μήπως έπαθε τίποτα ο FrankCollins και διακομίστηκε σε κάποιο νοσοκομείο, γιατί δεν εξηγούνταν αλλιώς η απουσία του. Ο αξιωματικός όμως δεν γνώριζε κάποιον δεσμοφύλακα με τέτοιο όνομα. Ύστερα από προτροπή του Paul ερεύνησαν το αρχείο της υπηρεσίας κι ανακάλυψαν ότι ο FrankCollins βρέθηκε νεκρός, κρεμασμένος, στις 22 Απριλίου 1936, μετά την πρώτη του βάρδια στο Βράχο, λίγα λεπτά πριν τις 05:00 τα ξημερώματα… Αυτό, βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία που αν και ξέρεις πως είναι υπερβολική, δεν μπορείς παρά να την θυμηθείς ξανά τις ώρες εκείνες που στη νυχτερινή περιπολία στα κρύα και σκοτεινά κελιά της Β΄ Πτέρυγας είσαι μονάχος με τις αναμνήσεις σου, χωρίς τσιγάρο, χωρίς μουσική, χωρίς συντροφιά… αν και για το τελευταίο αμφιβάλλω λίγο… Edited August 27, 2012 by gismofbi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 28, 2012 Share Posted August 28, 2012 Ένας ενδιαφέρων θρύλος από τα σκοτεινά μπουντρούμια μιας φυλακής. Ωραίες και τρομακτικές οι εικόνες του αφώτιστου κελιού και της ατμόσφαιρας μέσα στους διαδρόμους. Μ' άρεσε αυτή η σύντομη περιπλάνηση στους χώρους του Βράχου. Το περιβάλλον και οι εξελίξεις κράτησαν την περιέργεια και την αγωνία ώστε να θέλω να μάθω τι γίνεται παρακάτω. Ωστόσο, υπήρχαν μερικές ασυνέπειες στο κείμενο. Ένα είναι οι λεπτομέρειες για το πώς James βρήκε τους δολοφόνους της οικογένειάς του. Ξέρω ότι δεν έχει μεγάλη σημασία για το ίδιο το διήγημα, αλλά έτσι φαίνεται ότι έγινε πολύ εύκολα. Επειδή, όχι μόνο βρήκε τους ληστές, αλλά σκότωσε τους συγγενείς τους και τους γείτονες (!), το οποίο φαίνεται λίγο υπερβολικό. Εντάξει, όταν αφηγείσαι ένα θρύλο, κάποιες υπερβολές είναι επιθυμητές, αλλά θέλεις επίσης να διατηρείς και την αληθοφάνεια. Κάτι άλλο, που αφορά τον Frank. Μετά το θάνατο του Paul λες ότι λίγες ώρες νωρίτερα είχε ψάξει για το συνεργάτη του και βρήκε ότι δεν υπήρχε δεσμοφύλακας μ' αυτό το όνομα κι ότι το όνομα αντιστοιχούσε σ' έναν κρατούμενο που βρέθηκε νεκρός στις φυλακές πολλά χρόνια πριν. Αλλά και πάλι έκανε τη βάρδια μαζί του, χωρίς να το ψάξει περαιτέρω; Και καναδυό τεχνικά θέματα. Δεν υπάρχει λόγος να γράφεις τα ονόματα στα αγγλικά. Ο Paul είναι Πολ, ο Frank είναι Φρανκ. Στην αρχή που γράφεις ότι η ώρα είναι 24:00, μάλλον εννοείς 00:00, επειδή 24:00 σημαίνει ότι η 22α του μήνα έχει τελειώσει, ενώ εσύ θες να δείξεις ότι μόλις έχει αρχίσει. Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted August 28, 2012 Author Share Posted August 28, 2012 Αδερφέ σε ευχαριστώ πολύ για τις συμβουλές και τις παρατηρήσεις σου. Θεωρώ ότι ήταν αρκετά εύστοχες και πιστεύω ότι θα με βοηθήσουν στο μέλλον να βελτιωθώ. (Ομολογώ πως η αληθοφάνεια δεν είναι και το μεγαλύτερο ατού μου). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted August 29, 2012 Share Posted August 29, 2012 Ωραία ιστορία. Ο θεματικός άξονας μου άρεσε πολύ μπορώ να πω. Μου θύμισες ένα ντοκιμαντερ που είχα δει μικρή για το Αλκατραζ. Φοβερό! Πάντως το περίεργο είναι ότι Πάρκερ όντως υπήρξε, Άλφρεντ βέβαια, στην Αμερική και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και κανιβαλισμό παρακαλώ! Όπως παραπέμπει και η εικόνα που μας δημιουργείς. Όταν τον βρήκαν δηλαδή να δαγκώνει το χέρι.... Είχα κάνει τον συγκεκριμένο μύθο στη σχολή, είναι πολύ γνωστός στην Αμερική! Αυτό με έκανε να συμπαθήσω την ιστορία σου ακόμα περισσότερο! Σου παραθέτω και το λινκ σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει να το διαβάσεις http://en.wikipedia.org/wiki/Alferd_Packer Πρέπει να προσέξεις όντως λίγο την αληθοφάνεια όπως σου είπε και ο Mesmer. Παράδειγμα, δε γίνεται να Σκότωσε όλους τους συγγενείς ή ανθρώπους που είχαν έστω και ελάχιστη σχέση με τους δολοφόνους της οικογένειας του και να ήταν μόνο δώδεκα. Εμένα δηλαδή αριθμητικά μου βγαίνουν λίγοι. Βέβαια είναι αυτό που λέμε "tall tale" δηλαδή εμφανώς ο Φρανκ υπερβάλει για να εντυπωσιάσει. Δεν είναι δηλαδή σημείο που χρειάζεται απαραιτήτως διόρθωση... Τέλος αυτό που θα θελα να πω είναι ότι στην κατάληξη της ιστορίας σου ίσως θα ήταν καλύτερα αν ακολουθούσες μια χρονική σειρά. Δηλαδή πρώτα να πεις για τον Φρανκ και μετά για τον Πολ... Ταπεινή μου άποψη πάντα... Καλή συνέχεια στο φόρουμ. Δυναμική και γιατί όχι; Σκοτεινή. ;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted August 29, 2012 Author Share Posted August 29, 2012 (edited) Oceanborn σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σου. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα σε ιστορίες τρόμου και χαίρομαι που σου άρεσε. Η αλήθεια είναι ότι και τα ονόματα των πρωταγωνιστών και η ιστορία ήταν καθαρά της φαντασίας μου αλλά όντως είναι αξιοπερίεργο το πόσο κοντά ήταν στην πραγματικότητα. Όσον αφορά το τέλος της ιστορίας με προβλημάτισε πάρα πολύ και τελικά αποφάσισα να κάνω μια χρονική ''παρασπονδία'' γιατί πίστεψα ότι θα ήταν λιγότερο αναμενόμενο και πιο ανατριχιαστικό σε σχέση με τη συμβατική χρονική σειρά. Σαν ιδέα μου άρεσε αλλά σαν εκτέλεση δεν πέτυχε. Edited August 29, 2012 by gismofbi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted August 29, 2012 Share Posted August 29, 2012 Oceanborn σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σου. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα σε ιστορίες τρόμου και χαίρομαι που σου άρεσε. Η αλήθεια είναι ότι και τα ονόματα των πρωταγωνιστών και η ιστορία ήταν καθαρά της φαντασίας μου αλλά όντως είναι αξιοπερίεργο το πόσο κοντά ήταν στην πραγματικότητα. Όσον αφορά το τέλος της ιστορίας με προβλημάτισε πάρα πολύ και τελικά αποφάσισα να κάνω μια χρονική ''παρασπονδία'' γιατί πίστεψα ότι θα ήταν λιγότερο αναμενόμενο και πιο ανατριχιαστικό σε σχέση με τη συμβατική χρονική σειρά. Σαν ιδέα μου άρεσε αλλά σαν εκτέλεση δεν πέτυχε. Πρώτη απόπειρα και ήταν τόσο καλή; Ω μα εσύ είσαι πολλά υποσχόμενος Μπράβο. Το Πάρκερ είναι πολύ συνηθισμένο όνομα, άλλωστε μιλάμε για δύο πολύ διαφορετικές ιστορίες. Απλά ο δικός σου Πάρκερ μου θύμισε τον αληθινό σε κάποιες πτυχές και το θεώρησα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σύμπτωση! Όσο για το τέλος δεν είναι ακριβώς ότι δεν πέτυχε. Απλά μία σκέψη έκανα. Θα το δουλέψω και γω λίγο στο μυαλό μου και θα σου στείλω μία πιθανή τελική μορφή να σου δείξω τι εννοώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.