Jump to content

H Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων


begginfly

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Διαμαντής

 

Είδος: Περιπέτεια υπερφυσικών διαστάσεων

 

Βία: Ναι

 

Σεξ: Ίσως

 

Αυτοτελής: Όχι

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 1ο):

 

-Θα μου πεις;

-Στρίβε!

-Θέλω να μου πεις.

-Στρίβε, ρε, σου είπα!

-Όχι, θέλω να μου πεις. Γιατί δε μου λες;

-Γιατί έτσι!

-Τι συμβαίνει; Τι φασαρία είναι αυτή;

-Μαμά! Ο Γιάννης δε μου λέει πού ήταν!

-Γιάννη! Γιατί δε λες......Πού ήσουν, παιδάκι μου; Τι σκόνη είναι αυτή; Πώς είσαι έτσι; Αλήτευες πάλι, βρε; Άντε γρήγορα στο μπάνιο και μετά ύπνο αμέσως.

-Πεινάω....

 

Ήταν απόγευμα προς βράδυ όταν ο Γιάννης συναντούσε στην πλατεία της πόλης τον Κώστα και την Μαίρη, φίλους του από το σχολείο.

 

-Άργησες, του έκανε η Μαίρη. Τι έχουμε πει; Συνέπεια πάνω από όλα.

-Ε, και; Τι έγινε που άργησα; Άλλωστε, όσο πιο αργά πάμε τόσο το καλύτερο.

-Ναι, αλλά για να είσαι σωστός απέναντι στους άλλους έπρεπε να είσαι εδώ στην ώρα σου.

-Εντάξει, Μαίρη! Θύμισέ μου να μη σε ζητήσω σε γάμο όταν μεγαλώσουμε!

-Αστειάκι; αποκρίθηκε εκείνη με ξινισμένο ύφος.

-Έλα, έλα! Κόφτε το τώρα, παρενέβη ο Κώστας. Έφερες τον εξοπλισμό;

-Ναι! απάντησε ο Γιάννης φανερά ευχαριστημένος από την αλλαγή της συζήτησης και ξεκρέμασε το σακίδιό του από τους ώμους.

-Για να δούμε, έκανε ο Κώστας κι άνοιξε το σακίδιο. Φακοί, γάντια, γουόκι τόκι, σχοινί....Όλα φαίνονται εντάξει.

-Εσύ τι έφερες; ρώτησε ο Γιάνης ανυπόμονα.

 

Ο Κώστας έβγαλε από την τσέπη του ένα βιβλιαράκι:

-Οδηγός επιβίωσης από στοιχειωμένα σπίτια. Είναι, βέβαια, στα Αγγλικά αλλά νομίζω θα βγάλω άκρη.

-Cool!!! Πού το βρήκες;

-Το έδιναν σε μια ιστοσελίδα, σχεδόν τσάμπα.

-Αυτό το πράγμα, δηλαδή, θα μας βοηθήσει; ρώτησε αποδοκιμαστικά η Μαίρη.

-Ας σκεφτόσουν εσύ κάτι καλύτερο, κυρία μου, ανταποκρίθηκε στην επίθεση ο Γιάννης. Και μια που το συζητάμε, εσύ τι έφερες;

 

Η Μαίρη έψαξε στις τσέπες της:

-Ένα κινητό σε περίπτωση που μας συμβεί κάτι στραβό και ένα πακέτο απολυμαντικά μαντηλάκια γιατί ποιος ξέρει πόση βρωμιά μπορεί να κρύβεται εκεί.

 

Ο Γιάννης και ο Κώστας αντάλλαξαν βλέμματα.

-Μην το ψάχνετε, αγόρια! Πάλι καλά που για τέτοιες περιπτώσεις βάζουν και μια γυναίκα στην πλοκή......Πάμε;

 

Και κλείνοντας τους το μάτι ξεκίνησε προς την αποστολή τους.

Ο Γιάννης έσκυψε στον Κώστα και του ψιθύρισε:

 

-Αν της πω ότι τις γυναίκες της έχουν μόνο για τις τσιρίδες, λες να προσβληθεί;

Ο Κώστας έπνιξε ένα γελάκι και ξεκίνησαν.

 

Σε λίγη ώρα έφτασαν απέξω από το υποτιθέμενο στοιχειωμένο σπίτι.

-Γιατί υποτιθέμενο, ρε Μαίρη; απόρησε ο Κώστας.

-Γιατί τόσα έχουμε ακούσει για στοιχειωμένα σπίτια και τίποτα δεν ήταν αλήθεια.

-Ναι, αλλά εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά.

-Ως προς τι;

-Μα, καλά, πού ζεις; Δεν έχεις ακούσει για την εξαφάνιση του γεράκου την προηγούμενη Πέμπτη;

-Και τι έχει να κάνει αυτό με την περίπτωσή μας;

-Ο γέρος εξαφανίστηκε σ’αυτή τη γειτονιά.

-Και πώς συνδέεται αυτό με το σπίτι;

-Ωωωω! Συνέχεια ερωτήσεις, παρενέβη ο Γιάννης. Δε καταλαβαίνεις, παιδάκι μου; Το στοιχειό του σπιτιού τον παρέσυρε και τον τράβηξε προς το σπίτι.

-Κι εσύ πώς το ξέρεις; Το είδες με τα μάτια σου;

-Όχι.....αλλά δε θέλει και πολύ μυαλό. Τι άλλο θα μπορούσε να του συμβεί; Αφού σου λέει εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος.

-Δηλαδή αποκλείεται να του επιτέθηκαν ληστές και να τον πέταξαν στη θάλασσα;

-Άμα γινόταν αυτό, μπήκε στη συζήτηση ο Κώστας, οι άνθρωποι στις γύρω πολυκατοικίες θα άκουγαν τις φωνές του γέρου....

-Μπορεί να τον είχαν φιμώσει, υπέθεσε η Μαίρη.

-.....και επιπλέον, συνέχισε ο Κώστας, δε θα ξεβραζόταν το πτώμα του στην ακτή;

Η Μαίρη κάθισε και σκέφτηκε λίγο. Ύστερα είπε:

-Οκ! Έστω ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Δεν υπάρχουν ένα σωρό άλλες λύσεις, λογικές πάντα, για να εξηγήσουν την εξαφάνιση;

-Όχι, απάντησε ευθύς αμέσως ο Γιάννης. Και θα στο αποδείξω μόλις μπούμε εκεί μέσα.

 

Γύρισαν και κοίταξαν το σπίτι. Από μια άποψη θα μπορούσες να πεις ότι αποτελούσε το ιδανικό σκηνικό για ταινία τρόμου. Ένας έρημος, εγκαταλελειμμένος κήπος με ψηλά χορτάρια και αγριολούλουδα. Πού και πού ξεφύτρωναν εδώ και εκεί τα άλλοτε περήφανα, μαρμάρινα αγάλματα του κήπου, τα οποία τώρα στέναζαν κάτω από το βάρος των αναρριχητικών φυτών που είχαν κουρνιάσει στο σκαλιστό σώμα τους. Το σπίτι ήταν ένα παλιό αρχοντικό (αγαπημένη κατοικία για τα στοιχειά των μυθιστορημάτων). Τριώροφο, νεοκλασικό, παρατημένο στην τύχη του, που την ημέρα θα το προσπέρναγες αδιάφορος. Το βράδυ όμως, λες και η νύχτα το μεταμόρφωνε, γινόταν αλλόκοτο τρομακτικό και όχι μόνο δεν θα σου ήταν αδιάφορο αλλά μάλλον θα προτιμούσες να αλλάξεις πεζοδρόμιο για να μην το αντικρίσεις Η μπογιά στους τοίχους, ένα άλλοτε ζωηρό πορφυρό χρώμα, ήταν φθαρμένη κι είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Ορισμένα από τα τζάμια ήταν σπασμένα, προφανώς από πέτρες που είχαν κατά καιρούς πετάξει τα διάφορα αλητόπαιδα, και κάποια από τα παντζούρια είχαν ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες και κρέμονταν στο κενό. Στη σκεπή του κτιρίου διακρινόταν μια τρύπα μεσαίου μεγέθους, η οποία άφηνε το φεγγαρόφως να γλιστρήσει μέσα.

-Είναι κρίμα πάντως που η πολιτεία δεν φρόντισε να κάνει κάτι για να σωθεί αυτό το αρχοντικό. Να το αναπαλαιώσει και να το μετατρέψει σε κάτι καλό για την πόλη, είπε κάποια στιγμή η Μαίρη.

-Νομίζεις ότι δεν προσπάθησαν; αντιγύρισε ο Κώστας. Απλώς, όσοι μπλέχτηκαν με αυτό το σπίτι βρήκαν όλοι τους μυστηριώδη θάνατο. Ε, από τότε εγκατέλειψαν τις προσπάθειες.

-Ανοησίες! Απλώς ξεκινάνε να κάνουν κάτι και το αφήνουν ανολοκλήρωτο. Έτσι δεν γίνεται πάντα;

Πριν προλάβει να της απαντήσει ο Κώστας, ακούστηκε ένα τρίξιμο σκουριασμένου μετάλλου και η φωνή του Γιάννη:

-Έλα τώρα! Τι θα γίνει; Κουβέντα θα ανοίξουμε; Έχουμε δουλειά να κάνουμε.

Είχε ήδη ανοίξει την παλιά, σιδερένια πύλη του αρχοντικού και είχε μπει στον κήπο.

-Είσαι τρελός; Θα μπορούσε να μας δει κάποιος. Γιατί βιάζεσαι; τον μάλωσε η Μαίρη.

-Μα, δεν είναι κανένας εδώ, αντιγύρισε εκείνος.

 

Και πράγματι, η γειτονιά ήταν έρημη. Ούτε ψυχή δεν φαινόταν στον δρόμο ενώ τα παράθυρα στα γύρω σπίτια ήταν σφαλισμένα, αν και δεν ήταν πολύ αργά το βράδυ. Ποιος ξέρει; Ίσως το αρχοντικό να ανάγκαζε τους κατοίκους να πέφτουν νωρίς για ύπνο την νύχτα. Ο Γιάννης προχώρησε μέσα στον κήπο ακολουθώντας ένα μονοπατάκι που κινδύνευε κι αυτό τώρα να χαθεί κάτω από ένα στρώμα αγριόχορτων. Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν σιωπηλά. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και αναστάτωσε την ηρεμία των φυτών του κήπου. Η Μαίρη γράπωσε το μπράτσο του Κώστα και το έσφιξε με δύναμη.

-Ήρεμα, είπε εκείνος. Ο αέρας είναι.

 

Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια στο τέρμα του μονοπατιού. Αριστερά και δεξιά τους στέκονταν δυο μαρμάρινα λιοντάρια, πάλαι ποτέ φύλακες της κατοικίας που όμως, όπως και τα αγάλματα στον κήπο, είχαν αρχίσει να χάνουν την αίγλη τους. Μπροστά τους ορθωνόταν μια σκαλιστή, δρύινη πόρτα καλυμμένη με ένα βαρύ στρώμα σκόνης και βρωμιάς. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η Μαίρη εξακολουθώντας να κρατάει το μπράτσο του Κώστα είπε:

-Ξέρετε, νομίζω πως προλαβαίνουμε να γυρίσουμε πίσω. Άλλωστε η έξοδος δεν απέχει και πολύ.

 

Ο Γιάννης έβαλε με τόλμη το χέρι στο πόμολο και το έστριψε. Η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο και από το εσωτερικό του σπιτιού αναδύθηκε μια δυσωδία. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός μεταλλικός ήχος. Η Μαίρη άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή και οι τρεις τους κοίταξαν πίσω. Η μεγάλη μεταλλική πύλη είχε κλείσει και το μονοπάτι που οδηγούσε σ’αυτή φαινόταν σαν να είχε εξαφανιστεί.

-Προφανώς ο αέρας έσπρωξε την πόρτα και την έκλεισε, έδωσε μια εξήγηση ο Κώστας προσπαθώντας να καθησυχάσει τη Μαίρη που είχα γραπωθεί ολόκληρη από πάνω του, αλλά περισσότερο καθησύχαζε τον ίδιο του τον εαυτό.

-Μα, πώς είναι δυνατόν αυτό; αντέδρασε εκείνη. Αφού δε φυσάει καθόλου.

 

Κοίταξαν γύρω τους και πρόσεξαν ότι δεν κουνιόταν φύλλο ενώ είχε απλωθεί μια παράξενη ηρεμία. Κάποια στιγμή ένα αυτοκίνητο έστριψε και πέρασε από το δρόμο μπροστά στο αρχοντικό.

-Ε, λοιπόν, τουλάχιστον η κίνηση δεν έχει σταματήσει, είπε ο Κώστας. Έτσι, μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια, αν τη χρειαστούμε.

Γύρισε και την κοίταξε. Εκείνη είχε στηλώσει το βλέμμα στο δρόμο και φαινόταν προβληματισμένη.

-Τι συμβαίνει;

-Πρόσεξες ότι όταν πέρασε το αυτοκίνητο δεν ακούστηκε τίποτα;

-Σαν τι να ακουστεί, δηλαδή;

-Ξέρω ‘γω; Δε θα έπρεπε να ακουστεί ο ήχος της μηχανής του; Έστω κι αν ήταν σχεδόν αθόρυβη.

 

Τώρα ο Κώστας παρατηρούσε ότι στον κήπο επικρατούσε υπερβολικά πολλή ησυχία. Δεν ήταν λογικό. Δεν υπήρχαν ζωύφια που έκαναν θόρυβο την νύχτα; Δε υπήρχαν νυχτοπούλια; Τριζόνια; Γρύλοι; Πού βρίσκονταν όλα αυτά τα ζώα; Έμοιαζε σαν και οι ήχοι της φύσης αποφάσισαν να απεργήσουν εκείνο το βράδυ. Και τότε το είδε: τα φύλλα του δέντρου δίπλα στο φράχτη του κήπου χόρευαν συγχρονισμένα στο ρυθμό του ανέμου χωρίς μουσική υπόκρουση. Παρόλο που μπορούσε να δει τα φύλλα να κουνιούνται δεν άκουγε το θρόισμα τους, μονάχα μπορούσε να το πλάσει στο μυαλό του.

-Ο Γιάννης πού είναι;

Η απορία της Μαίρης έβγαλε τον Κώστα από τις σκέψεις του. Γύρισε πίσω του και είδε ότι ο Γιάννης έλειπε.

-Πίσω μας βρισκόταν.

-Ξέρω πού βρισκόταν. Πού βρίσκεται τώρα θέλω να μάθω.

 

Κοίταξαν την παλιά πόρτα κι αντάλλαξαν βλέμματα με νόημα. Ο Κώστας προχώρησε ένα βήμα και με σταθερό χέρι ακούμπησε το άλλοτε επιχρυσωμένο πόμολο. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να το στρίψει, η Μαίρη τον γράπωσε από την μπλούζα. Πριν προλάβει εκείνος να διαμαρτυρηθεί, την είδε κατάχλωμη με το δάχτυλο τεντωμένο προς τον κήπο. Έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση που του έδειχνε και πάγωσε ολόκληρος: μπροστά στην είσοδο στεκόταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, τερατώδης σχεδόν, με μεγάλες πλάτες και ύψος τουλάχιστον 2 μέτρα. Φαινόταν ρακένδυτος ή μάλλον ερημίτης. Στα δυο του χέρια κρατούσε κάτι που δεν μπορούσε να δει καλά. Ένα ακόμα αυτοκίνητο πέρασε μπροστά από το αρχοντικό και καθρεφτίστηκε αλλοιωμένο στο σώμα του αγνώστου. Τότε και τα δυο παιδιά κατάλαβαν. Αυτό που αντίκρυζαν σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος. Μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από άνθρωπος. Και σίγουρα φαινόταν απειλητικό. Ο άγνωστος έκανε ένα βήμα μπροστά και η Μαίρη ενστικτωδώς πισωπάτησε. Συνέχισε να τους πλησιάζει και η Μαίρη μπήκε πίσω από τον Κώστα.

-Σώσε με, του ψιθύρισε.

 

Ο Κώστας βέβαια δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Ξεροκατάπιε και σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει. Κοίταξε να δει μήπως μπορούσε να βρει κάτι να χρησιμοποιήσει σαν όπλο όμως μάταια. Η πυκνή βλάστηση σε συνδυασμό με το σκοτάδι εμπόδιζε την καλή ορατότητα.

-Δε θέλω να πεθάνω, είπε η Μαίρη κλαψουρίζοντας.

-Σκάσε, δε θα πεθάνουμε!

Έβγαλε το μπουφάν του και έπιασε τα μανίκια μέσα στις χούφτες του.

-Τι θα κάνεις μ’αυτό;

-Εσύ τι λες; Προσπαθώ να αμυνθώ.

-Έτσι;;; ρώτησε εκείνη σχεδόν υστερικά.

-Έχεις εσύ κανένα καλύτερο σχέδιο;

-Κοίτα! Σταμάτησε!

 

Ο άγνωστος είχε κοκαλώσει πίσω από μια δέσμη φεγγαρόφωτου και τους κοίταζε. Από ό,τι μπορούσαν να διακρίνουν δεν είχε πρόσωπο ενώ αυτό που κρατούσε στο χέρι του αποκαλυπτόταν τώρα σε όλο του το μεγαλείο: μια σκουριασμένη καραμπίνα, της οποίας οι κάνες ήταν κατεστραμμένες και ξεπετάγονταν σαν κοφτερά μαχαίρια.

-Τι περιμένει; ρώτησε ξεψυχισμένα η Μαίρη.

-Ίσως θέλει να δει τις αντιδράσεις μας.

Τότε ο ογκώδης άγνωστος βγήκε από το μονοπάτι και πέρασε στο σκοτεινότερο σημείο του κήπου. Συνέχισε να κατευθύνεται προς το μέρος τους με τα ψηλά αγριόχορτα να διαπερνούν το σώμα του σαν να μην υπήρξε ποτέ.

-Εί...είναι άυλος, αναφώνησε ο Κώστας. Σαν...σαν φάντασμα.

Η Μαίρη είχε λουφάξει στην γωνία και επαναλάμβανε σιωπηλά:

-Είναι ένα όνειρο. Ένας εφιάλτης. Ξύπνα......Είναι ένα όνειρο, ένα κακό όνειρο....

-Μαίρη, δεν είναι ώρα για δειλίες. Κάτι πρέπει να κάνουμε...Μαίρη!!

 

Βλέποντας ότι τον αγνοούσε έχοντας καλύψει τα αυτιά της με τις παλάμες της και κλείνοντας τα μάτια, την άρπαξε από τους καρπούς της και την τράνταξε. Εκείνη όμως εξακολουθούσε να μην τον ακούει. Ο άγνωστος-φάντασμα είχε φτάσει στο πρώτο σκαλοπάτι και ανέβαινε. Ο όγκος του πολλαπλασιαζόταν με κάθε του βήμα. Τουλάχιστον, έτσι είχε την εντύπωση ο Κώστας όταν τον ξαναντίκρυσε. Τώρα, λίγα εκατοστά μακριά τους έμοιαζε δυσθεώρατος. Η Μαίρη άνοιξε εκείνη τη στιγμή τα μάτια της και είδε τον σκιερό όγκο από πάνω της να υψώνει την παλιά καραμπίνα έτοιμος να επιτεθεί. Το πρόσωπο του Γιάννη σχηματίστηκε στο κεφάλι του πλάσματος. Αλλά ήταν ένα πρόσωπο σκοτεινό με δύο μαύρα μάτια σχισμές να δακρύζουν ρυάκια αίματος, μια μύτη ανύπαρκτη και ένα στόμα χωρίς χείλη και χωρίς δόντια. Το τέρας βρυχήθηκε και κατέβασε την καραμπίνα. Η Μαίρη λιποθύμησε σκεπτόμενη ότι αν είναι να πεθάνει, ας πεθάνει ανώδυνα. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν μια ακτίνα φωτός να πετάγεται από μια γωνία.............

Edited by begginfly
Link to comment
Share on other sites

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 2ο)

 

-Μη!

-Έλα! Μην κάνεις τη δύσκολη.

-Σε παρακαλώ. Όχι τώρα.

-Τι έχεις;

-Δεν μπορώ......Δεν θέλω.

-Μαίρη μου......

-Το υποσχέθηκες.

-Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;

-Μου είπες ότι η προηγούμενη θα ήταν και η τελευταία.

-Εγώ....

-Το υποσχέθηκες.

-Αυτή θα είναι η τελευταία.

-Ορκίσου.

-Ορκίζομαι. Τώρα σταμάτα τις κλάψες και κατέβασε το βρακάκι σου.

-Μην με πονέσεις, σε παρακαλώ, μπαμπά.

-Γλυκιά μου, σε πόνεσα ποτέ; Και στο υπενθυμίζω.....Δεν είμαι ο μπαμπάς σου.

 

Ήταν όντως φως. Ένα φως που απλωνόταν όλο και περισσότερο. Πού λες να βρισκόταν; Στον Παράδεισο; Εδώ λοιπόν καταλήγουν όσοι φεύγουν από τη ζωή; Σε ένα απέραντο λευκό τοπίο; Παντού ησυχία. Φοβόταν. Το ένιωθε. Ήταν μόνη. Χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους. Μόνη! Όμως τώρα το φως δυνάμωνε πιο πολύ και από μακριά ακουγόταν μια φωνή να την φωνάζει. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν αντρική ή γυναικεία αλλά έλεγε καθαρά το όνομά της: Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη, ΜΑΙΡΗ!!!

 

Η Μαίρη άνοιξε τα μάτια της και ένα εκτυφλωτικό φως γαργάλησε τους βολβούς των ματιών της. Τα έκλεισε ξανά αμέσως και ανασηκώθηκε απότομα.

-Ε, ήρεμα, άκουσε κάποιον να της λέει. Η φωνή του της φάνηκε γνωστή.

-Είναι καλά; άκουσε μια δεύτερη γνωστή φωνή να ρωτάει.

-Ναι, έτσι φαίνεται. Απλώς έχασε τις αισθήσεις της. Αυτό είναι όλο.

-Όλο προβλήματα είναι αυτό το κορίτσι. Ήθελα να ‘ξερα τι την πήραμε μαζί.

-Σσς. Θα σ’ακούσει.

 

Η Μαίρη άνοιξε ξανά τα μάτια και αντίκρυσε δύο γνωστές φυσιογνωμίες. Στα αριστερά της στεκόταν ο Κώστας φανερά προβληματισμένος και στα δεξιά ο Γιάννης με αποδοκιμαστικό ύφος.

-Είστε και οι δύο ζωντανοί, ψέλλισε και αμέσως τους βούτηξε στην αγκαλιά της. Πόσο χαίρομαι. Νόμιζα ότι πεθάνατε και με αφήσατε μόνη μου.

-Γιατί να πεθάνουμε, μωρέ; Τρελή είσαι; φώναξε ο Γιάννης προσπαθώντας να ξεφύγει από το σφιχταγκάλιασμα της.

-Μαίρη, είσαι καλά; ρώτησε ο Κώστας με αγωνία.

Εκείνη κοίταξε και τους δύο με κάποια σύγχυση. Έπειτα, το βλέμμα της έπεσε στον γύρω χώρο.

-Πού είμαστε; κατάφερε να πει μετά από λίγο.

-Πού θες να είμαστε; απάντησε ο Γιάννης με θυμό. Μέσα στο αρχοντικό φυσικά.

-ΠΟΥ; Η Μαίρη τινάχτηκε σαν ελατήριο.

-Μαίρη, ξεκίνησε να λέει ο Κώστας, όταν ανοίξαμε την πόρτα σε έπιασε σκοτοδίνη και μας έμεινες στα χέρια. Έπρεπε να σε μεταφέρουμε μέσα και κάναμε ότι μπορούσαμε για να σε συνεφέρουμε.

-Και να ξέρεις ότι δεν είσαι καθόλου ελαφριά, πρόσθεσε ειρωνικά ο Γιάννης. Άμα ήξερα ότι είσαι τόσο ευαίσθητη στις δυσάρεστες οσμές, ούτε που θα στο πρότεινα να ακολουθήσεις.

 

Η Μαίρη τον αγνόησε και είπε:

-Και γιατί;

-Γιατί τι; ρώτησε ο Κώστας.

-Γιατί με φέρατε εδώ; Γιατί δε με παίρνατε έξω από τον κήπο; Γιατί με βάλατε εδώ μέσα;

-Πας καλά; αντέδρασε ο Γιάννης. Δηλαδή τι θα κάναμε; Θα σε κουβαλούσαμε τόση απόσταση μες στο σκοτάδι και τα αγριόχορτα;

-Δεν καταλαβαίνετε; Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Είναι επικίνδυνα.

-Επικίνδυνα; Γιατί;

Έτσι άρχισε να τους εξιστορεί το όνειρο που μόλις είχε δει ενώ εκείνοι την άκουγαν με σκεπτικισμό. Όταν τελείωσε, ο Γιάννης πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

-Μάλιστα....Κοίτα να δεις. Καλό το κόλπο σου αλλά δε θα μασήσω.

-Ορίστε;

-Από την αρχή ήσουν αρνητική με το όλο εγχείρημα και είχες τα δίκια σου. Όταν αποφάσισες να ακολουθήσεις όμως, έπρεπε να συμβιβαστείς κι όχι να προσπαθείς να μας αλλάξεις γνώμη μέχρι τελευταία στιγμή.

-Δηλαδή πιστεύεις ότι το έστησα όλο αυτό;

-Σίγουρα η λιποθυμία ήταν 100% αληθινή αλλά η ιστορία που μόλις σκαρφίστηκες και παρουσίασες σαν όνειρο....δεν πείθει.

-Ήταν όνειρο!

-Ναι, καλά! Κι εγώ είμαι καμήλα τότε.

-Δεν είσαι καμήλα, ηλίθιος είσαι.

-Πρόσεξε τα λόγια σου, μικρή...

-Έλα, σταματήστε και οι δυο σας, μπήκε στη μέση ο Κώστας.

-Εσύ με ποιανού το μέρος είσαι, ρε; αντιγύρισε ο Γιάννης.

-Με κανενός! Απλώς χρειαζόμαστε λιγότερη ένταση για να σκεφτούμε. Άκου Μαίρη, συνέχισε σε ήρεμο τόνο ο Κώστας, ο Γιάννης κι εγώ έχουμε μια συγκεκριμένη αποστολή να φέρουμε εις πέρας, με ή χωρίς εσένα.

-Ποια αποστολή, ρε μπουμπούνες; Τι λέτε;

-Σκοπεύουμε να ανακαλύψουμε τι τρέχει με αυτό το σπίτι πάση θυσία, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως οι δρόμοι μας θα χωρίσουν εδώ.

-Μισό λεπτό, γιατί νομίζω ότι έχω μπερδευτεί. Τι ακριβώς σκοπεύετε να βγάλετε από αυτήν την ιστορία;

-Δεν είναι προφανές; αποκρίθηκε ο Γιάννης. Σκέψου: αν υπάρχει σε αυτό το σπίτι ένας θησαυρός, θα γίνουμε πλούσιοι. Ή αν υπάρχει όντως κάτι παράξενο και το φωτογραφίσουμε, θα μας βγάλουν οι εφημερίδες. Θα γίνουμε διάσημοι.

Η Μαίρη δεν πίστευε στα αυτιά της. Τους άκουγε να μιλάνε και κουνούσε το κεφάλι με αποδοκιμασία.

-Δηλαδή, όλα αυτά γίνονται για αυτό το λόγο;

-Εμ, για τi άλλο;

-Νόμιζα ότι είχα να κάνω με ώριμους ανθρώπους αλλά τελικά μάλλον έκανα λάθος. Εγώ φεύγω.

-Στο καλό και να μας γράφεις, είπε κοροϊδευτικά ο Γιάννης.

 

Η Μαίρη με ένα σιγανό μουγκρητό τους γύρισε την πλάτη και πήγε προς την πόρτα. Έπιασε το πόμολο, το οποίο της φάνηκε κρύο και το γύρισε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κατώφλι. Σταμάτησε εκεί και κοίταξε γύρω της. Όλα είχαν τυλιχτεί σε μια πυκνή ομίχλη. Την παραξένεψε γιατί δε θυμόταν να είχε δει ποτέ της τόσο πυκνή ομίχλη. Κάτι άλλο που της έκανε εντύπωση ήταν ότι η ομίχλη φαινόταν να εκτείνεται μέχρι τα όρια του κήπου. Ένιωσε ένα ρίγος στην πλάτη και επέστρεψε μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Οι άλλοι δύο την κοίταζαν παραξενεμένοι.

-Δεν ακούω ούτε σχόλιο, απάντησε εκείνη. Πάμε να τελειώνουμε. Δε μ’αρέσει το μέρος.

Τα αγόρια άρχισαν να ανεβαίνουν την εσωτερική σκάλα που ακολουθούσε μετά την είσοδο με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη.

 

Στον επάνω όροφο οι τοίχοι είχαν μια γκρίζα απόχρωση ενώ κατά μήκος του διαδρόμου απλωνόταν ένα σκωροφαγωμένο, κόκκινο χαλί. Εδώ κι εκεί ξεπηδούσαν ιστοί αράχνης ενώ η ατμόσφαιρα είχε μια βαριά μυρωδιά κλεισούρας.

-Λοιπόν, τώρα θα χωριστούμε, μίλησε ο Γιάννης κι έβγαλε τρεις φακούς.

-Τι πράγμα; αντέδρασε η Μαίρη.

-Αυτό που άκουσες. Λοιπόν, εγώ θα πάω από εκεί, εσύ Κώστα από την άλλη μεριά και Μαίρη, εσύ επάνω.

-Πάνω; Πού πάνω;

-Έχει κι άλλο όροφο το κτίριο.

-Και θα με αφήσετε να ερευνήσω ολόκληρο όροφο ενώ εσείς θα ψάχνετε σε δωμάτια; Αυτό αποκλείεται.

-Οκ. Τότε μπορείς να κατέβεις στο ισόγειο και να ψάξεις εκεί. Δε νομίζω ότι έχει πολλά δωμάτια.

-Ούτε με σφαίρες!!!

-Καλά λοιπόν!!! Μείνε εδώ κι άσε μας να ψάξουμε ΜΕ ΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΜΑΣ!!

Ο Γιάννης έστριψε και κατευθύνθηκε αριστερά, προς την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Ο Κώστας έκανε να φύγει από την άλλη μεριά, όταν η Μαίρη τον γράπωσε από το μπράτσο.

-Εμείς μαζί, του είπε επιτακτικά.

Ο Κώστας άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό και προχώρησαν. Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν αθόρυβα στο δωμάτιο. Άναψαν τους φακούς και έριξαν φως. Το δωμάτιο είχε μεσαίο μέγεθος και τα έπιπλα του ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Έμοιαζε με τη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Ο Κώστας πλησίασε ένα χαμηλό, ορθογώνιο έπιπλο και τράβηξε το σεντόνι. Αποκαλύφθηκε ένα γραφείο. Η Μαίρη έριξε φως σε μια πλευρά του δωματίου που φαινόταν να βρίσκεται το παράθυρο. Βαριές, υφασμάτινες και σκονισμένες κουρτίνες το κάλυπταν.

-Θα αφήσω να μπει λίγο φως εδώ μέσα.

-Πρόσεχε.

 

Η Μαίρη πλησίασε στο παράθυρο, έπιασε μια από τις κουρτίνες και την τράβηξε με δύναμη. Το φεγγαρόφως εισέβαλε στο δωμάτιο. Τότε ακούστηκε ένα κριιικ, η μια πλευρά του κουρτινόξυλου ξεκόλλησε από τον τοίχο και ήρθε καταπάνω της. Εκείνη άφησε μια στριγγλιά, το κουρτινόξυλο την χτύπησε και την έριξε στον τοίχο. Τότε ξεκόλλησε και η δεύτερη πλευρά και οι κουρτίνες σωριάστηκαν πάνω της. Η Μαίρη μέσα σε στριγκλιές πάλευε να απελευθερωθεί. Ο Κώστας έτρεξε να τη βοηθήσει.

-Ηρέμησε! Το κάνεις χειρότερο έτσι.

Οι στριγκλιές της εξακολουθούσαν να ακούγονται σιγανά κάτω από το σωρό των κουρτινών. Ο Κώστας, έπειτα από λίγων λεπτών πάλη, κατάφερε να βρει τελικά την άκρη, ανασήκωσε τις κουρτίνες και την έβγαλε έξω. Η Μαίρη άρχισε να τινάζεται με υστερικές κινήσεις.

-Επιτέλους! Κόντευα να σκάσω εκεί μέσα. Γιατί σου πήρε τόσο πολύ να με βγάλεις;

-Αν καθόσουν λίγο ακίνητη μπορεί και να έκανα γρηγορότερα.

Πριν προλάβει να του απαντήσει, ακούστηκε ένας γδούπος έξω από το δωμάτιο.

-Τι ήταν αυτό;

-Ακούστηκε από την άλλη μεριά του διαδρόμου.

-Εκεί που είναι ο Γιάννης;

-Πάμε να δούμε. Μπορεί να έπαθε κάτι σοβαρό.

Οι δυο τους ξεκίνησαν να βγουν από το δωμάτιο, όταν ένας αέρας μπήκε βίαια στο δωμάτιο σπάζοντας τα τζάμια του παραθύρου και κλείνοντας βροντερά την πόρτα προς τον διάδρομο. Η Μαίρη διπλώθηκε κλείνοντας τα αυτιά της.

-Εντάξει είναι, την καθησύχασε ο Κώστας. Ο αέρας ήταν.

Πλησίασε την πόρτα και έστριψε το πόμολο. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε.

-Τι στο καλό;

Δοκίμασε με περισσότερη δύναμη, όμως δεν γινόταν τίποτα.

-Τι γίνεται; ρώτησε φοβισμένη η Μαίρη.

-Δεν ανοίγει. Μάλλον έχει φρακάρει.

-Βάλε περισσότερη δύναμη.

-Βάζω αλλά δεν γίνεται τίποτα.

Εκείνη ήρθε δίπλα του και έπιασε το πόμολο.

-Με το τρία.....1....2....3!!!

 

Ο Γιάννης μπήκε στο δωμάτιο φουρκισμένος. Αυτή η ξιπασμένη τους κάνει ό,τι θέλει. Κάποιος όμως πρέπει να την βάλει στη θέση της. Έριξε φως στο δωμάτιο κι αμέσως ο θυμός του καταλάγιασε. Από τη διαρρύθμιση του χώρου υπέθεσε ότι βρισκόταν στο σαλόνι του αρχοντικού. Γύρω γύρω απλώνονταν έπιπλα τυλιγμένα με λευκά υφάσματα. Στη μια πλευρά του τοίχου βρισκόταν ένα μαρμάρινο τζάκι με ένα σκεπασμένο αντικείμενο από πάνω. Από το ταβάνι κρεμόταν ένας πολυέλαιος με κρύσταλλα. Ο Γιάννης άρχισε να τραβάει τα καλύμματα αποκαλύπτοντας δύο μεγάλους καναπέδες, ένα τραπεζάκι, ένα σύνθετο με γυάλινη τζαμαρία και ένα μεγάλο καθρέφτη με χρυσό σκάλισμα πάνω από το τζάκι. Στην επιφάνειά του είχε μαζευτεί από τα χρόνια πολλή σκόνη. Με την παλάμη του απομάκρυνε λίγη από αυτή και αντίκρυσε τον εαυτό του καθρεφτισμένο. Του χαμογέλασε με αυταρέσκεια, ισιώνοντας λίγο το μαλλί στο πλάι. Γύρισε στο σύνθετο κι άρχισε να περιεργάζεται το περιεχόμενό του, δίχως να προσέξει ότι το καθρεφτισμένο του είδωλο δεν τον μιμούνταν παρά στεκόταν εκεί, έχοντας παγώσει με το χαμόγελο στα χείλη κι άρχισε σιγά σιγά να εξαφανίζεται, λες και ο καθρέφτης το απορροφούσε..

 

Μέσα από το τζάμι μπορούσε να διακρίνει σκεύη από ασήμι και πορσελάνη, παλιές φωτογραφίες, σερβίτσια και βάζα. Όλα τους ανέπαφα. Αυτά τα αντικείμενα πρέπει να ήταν ανεκτίμητης αξίας, δεν είχε όμως σκοπό να τα πάρει. Δεν ήταν κλέφτης. Αποφάσισε να τα φωτογραφίσει και να τα δείξει στις αρχές. Ίσως έτσι έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον για το παραμελημένο αρχοντικό. Το πώς θα εξηγούσαν βέβαια την εισβολή στο σπίτι ήταν άλλο θέμα. Τουλάχιστον θα αποκτούσε την πολυπόθητη δημοσιότητα. Βούτηξε την φωτογραφική και έβγαλε μερικές λήψεις. Έπειτα, φόρεσε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια και ψαχούλεψε τα συρτάρια μήπως βρει τίποτα αξιόλογο. Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι καθώς του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο από μακριά. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν τίποτα, συνέχισε το ψάξιμο. Τα περισσότερα συρτάρια ήταν άδεια, εκτός από ορισμένα που περιείχαν ποντικοκούραδα και ψόφια ζωύφια. Όταν όμως άνοιξε ένα ντουλάπι, ανακάλυψε κάτι ενδιαφέρον. Τυλιγμένο σε βελούδο ήταν ένα ορθογώνιο αντικείμενο που, όταν το ξετύλιξε. αποδείχτηκε ένα μεγάλο βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες. Γύρισε στην πρώτη σελίδα και διάβασε μια ημερομηνία. Από κάτω ακολουθούσε ένα χειρόγραφο κείμενο σε μαύρο μελάνι.

-Είναι ένα ημερολόγιο....ή ένα χρονικό, σκέφτηκε ο Γιάννης. Θα το πάρω. Μπορεί να περιέχει πολύτιμα ιστορικά στοιχεία!

 

Άνοιξε το σακίδιο του και έβαλε μέσα το βιβλίο. Σηκώθηκε και γύρισε να φύγει. Η έρευνα τελείωσε Θα πήγαινε να βρει τους άλλους για να τους πει τι ανακάλυψε. Τότε ακούστηκε ένας ήχος σαν κάτι να κυλούσε και να έπεφτε και ενστικτωδώς έκανε ένα βήμα πίσω. Ο πολυέλαιος έσκασε στο δάπεδο του δωματίου με θόρυβο. Ο Γιάννης τα είχε χαμένα. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Αφού βρήκε ξανά την αναπνοή του, έκανε το γύρο και προσπέρασε τον πολυέλαιο. Την ώρα που πλησίαζε στην έξοδο, ακούστηκε ένας ήχος αλυσίδας που σερνόταν και πριν προλάβει να αντιδράσει, κάτι τυλίχτηκε στο πόδι του και τον τράβηξε απότομα, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του. Ένιωσε το σώμα του να σηκώνεται από το έδαφος και να κρέμεται στον αέρα. Από μια πλευρά ερχόταν ανεξήγητη ζέστη. Έστριψε το κεφάλι του και πρόσεξε ότι το τζάκι είχε ανάψει από μόνο του. Η αλυσίδα τον μετακινούσε όλο και πιο κοντά στις φλόγες. Ο Γιάννης άκουγε τον εαυτό του να κραυγάζει βοήθεια.

Edited by begginfly
Link to comment
Share on other sites

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 3ο)

 

-Το άκουσες αυτό; είπε η Μαίρη έντρομη.

-Ναι, συγκατένευσε ο Κώστας. Πρέπει να είναι ο Γιάννης.

-Μπορεί να κινδυνεύει. Πρέπει να βιαστουμε.

-Μα, είναι αδύνατον να ανοίξουμε την πόρτα.

-Τίποτα δεν είναι αδύνατον! Η Μαίρη γύρισε το φακό προς το δωμάτιο και κοίταξε τριγύρω ψάχνοντας να βρει ένα εργαλείο για να ανοίξει την πόρτα. Τότε πρόσεξε στην απέναντι γωνία έναν καλά κρυμμένο καλόγερο.

-Βοήθα με, είπε στον Κώστα.

 

Εκείνος παράτησε την πόρτα και έτρεξε κοντά της. Πιάσανε τον καλόγερο και τον οριζοντιώσανε σαν πολιορκητικό κριό. Πήραν θέση μπροστά από το παράθυρο.

-Έτοιμος;

Ο Κώστας κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

-Με το ένα, είπε και κούνησαν μπρος πίσω τον καλόγερο, με το δύο.....

-Τρίααααααααα, φώναξε η Μαίρη και έτρεξε προς την πόρτα σέρνοντάς τον από πίσω.

 

Λίγα εκατοστά πριν ο καλόγερος ακουμπήσει στο σαπισμένο ξύλο, η πόρτα άνοιξε με φόρα προς τα έξω και τα παιδιά βρέθηκαν να τρέχουν στο διάδρομο. Η Μαίρη δεν σταμάτησε την πολεμική της ιαχή μέχρι που έφτασαν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ο καλόγερος έσκασε πάνω στην πόρτα του απέναντι δωματίου και έσπασε σε κομμάτια χωρίς να την ανοίξει ούτε μια σπιθαμή. Τα δυο παιδιά έπεσαν προς τα πίσω. Τότε έκπληκτα πρόσεξαν την πόρτα να κινείται από μόνη της. Στο άνοιγμα της, αντίκρυσαν ένα αλλόκοτο θέαμα. Ο Γιάννης κρεμασμένος σαν σακί από μια αλυσίδα (;) που φαινόταν να προέρχεται από έναν πεσμένο πολυέλαιο. Το πρόσωπό του απείχε μόλις λίγα μέτρα από τις φλόγες που ξερογλείφονταν στο τζάκι. Οι τσιρίδες του τα συνέφεραν από το αρχικό σοκ και μπήκαν βιαστικά στο δωμάτιο. Ο Κώστας έκανε μια προσπάθεια να κατεβάσει το Γιάννη πιάνοντας την αλυσίδα, εκείνη όμως σηκώθηκε πιο ψηλά παρασέρνοντας και τους δύο. Άρχισε να μαστιγώνει τον αέρα και να τινάζεται απότομα. Ο Κώστας μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο, πετάχτηκε στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Τέντωσε τα χέρια του ψάχνοντας κάτι να πιαστεί και γραπώθηκε από ένα οριζοντιωμένο ξύλο. Άκουσε καρφιά να στενάζουν από το βάρος του και συνειδητοποίησε ότι είχε κρεμαστεί από το κουρτινόξυλο. Την αμέσως επόμενη στιγμή ένιωσε να πέφτει παρασύροντας μαζί του τις βαριές κουρτίνες και προσγειώθηκε στον καναπέ από κάτω του, ο οποίος μην αντέχοντας το βάρος κατέρρευσε.

 

Το φως που μπήκε βίαια από το παράθυρο απλώθηκε στο δωμάτιο. Η αλυσίδα αμέσως έμεινε μετέωρη και μετά από λίγο σωριάστηκε στο πάτωμα μαζί με τον παγιδευμένο Γιάννη. Η Μαίρη έτρεξε κοντά του.

-Γιάννη, είσαι καλά; τον ταρακούνησε.

Εκείνος μισάνοιξε τα μάτια και την κοίταξε.

-Πού είμαι;

-Αυτό είναι μεγάλο θέμα συζήτησης.

Έπιασε την αλυσίδα και προσπάθησε να την λύσει.

 

-Δοκίμασε.

-Τι είναι αυτό, ρε συ;

-Μη ρωτάς και δοκίμασε που σου λέω. Πρώτο πράμα.

-Πού το βρήκες;

-Ω, άσε τις ερωτήσεις και πάρε μια τζούρα. Άλλωστε αυτά είναι μυστικά. Δε λέγονται όπου να ‘ναι.

-Δε θα πάθω τίποτα, έτσι;

-Τι να πάθεις, ρε κακομοίρη Κώστα; Με μια ρουφηξιά;

-Και πώς το έφερες εδώ μέσα;

-Συζήτηση θα ανοίξουμε; Έχω τον τρόπο μου. Άντε τώρα.

-Καλά, καλά. Μια ψυχή που είναι να βγει.

 

Ένα ‘ωωωχ!’ ακούστηκε λίγο πιο πέρα. Ο Κώστας αναδείθηκε μέσα από σπασμένα ξύλα και σκονισμένα υφάσματα πιάνοντας το κεφάλι του. Από τη μια πλευρά του κεφαλιού του έτρεχε αίμα. Έπεσε στα γόνατα πλάι στον ημιλιπόθυμο Γιάννη και έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του.

-Σταμάτα κι έλα να βοηθήσεις, τον παρακίνησε η Μαίρη.

-Δεν μπορώ! Πονάω!

-Δεν μπορώ να ξετυλίξω αυτήν την αλυσίδα. Τον έχει δέσει σαν σαλάμι. Πρέπει να την κόψουμε.

-Πώς;

-Άμα ήξερα, θα το είχα ήδη κάνει. Έπειτα τον κοίταξε με συμπόνια και έβγαλε από την τσέπη της το πακετάκι με τα απολυμαντικά μαντηλάκια. Σκουπίσου!

-Ευχαριστώ, είπε εκείνος δεχόμενος την προσφορά της. Έπειτα, την κοίταξε και φώτισε το πρόσωπό του. Ίσως πρέπει να καλέσουμε βοήθεια. Πάρε από το κινητό σου.

-Έχεις δίκιο! Έβγαλε το κινητό από την άλλη τσέπη και κοίταξε την οθόνη. Να πάρει! Δεν έχει σήμα. Πρέπει να βγω έξω να καλέσω.

 

Τη στιγμή που σηκώθηκε να φύγει, ακούστηκε ένα τρίξιμο. Η Μαίρη γύρισε και έχοντας την εντύπωση ότι συνέβαινε καρέ καρέ, έβλεπε τον μεγάλο καθρέφτη πάνω από το τζάκι να απομακρύνεται σιγά σιγά από τον τοίχο και να έρχεται κατά πάνω τους. Δίχως να χάσει στιγμή έσπρωξε τον Κώστα προς τα πίσω και τράβηξε τον αλυσοδεμένο Γιάννη από την άλλη μεριά. Ο καθρέφτης έπεσε και έσπασε σε χίλια κομμάτια πριν προλάβει η Μαίρη να τραβήξει ολόκληρο τον Γιάννη μακριά, με αποτέλεσμα να πλακώσει το πόδι του. Ο Γιάννης με ένα βογκητό συνήλθε από τη λιποθυμία του κι άρχισε να σκούζει.

-Το πόδι μου! Το πόδι μου!

-Κώστα, έλα να με βοηθήσεις, φώναξε η Μαίρη.

Ο Κώστας τρεκλίζοντας πλησίασε την Μαίρη, έσκυψε και έπιασε το πλαίσιο του καθρέφτη.

-Με το τρία....1...2...3!

Βάζοντας όση δύναμη μπορούσαν, σήκωσαν το πλαίσιο λίγα εκατοστά από το έδαφος. Το πόδι του Γιάννη εμφανίστηκε καταματωμένο.

-Απομάκρυνέ το, πρόσταξε η Μαίρη.

 

Ο Κώστας κλότσησε ελαφρά το ταλαιπωρημένο πόδι. Νέα βογκητά από τη μεριά του Γιάννη. Άφησαν το πλαίσιο να πέσει με έναν γδούπο και ανασαίνανε βαριά. Η Μαίρη συνήλθε αστραπιαία και έπιασε το κινητό. Ο Κώστας τη σταμάτησε.

-Καλύτερα όταν βγούμε από το δωμάτιο. Δεν ξέρουμε τι άλλες παγίδες μας περιμένουν.

Εκείνη τον κοίταξε για λίγο κι έπειτα συμφώνησε σιωπηλά.

-Κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτόν, είπε δείχνοντας τον Γιάννη.

-Πρέπει να του καθαρίσουμε την πληγή και να του δέσουμε το πόδι προσωρινά για να μπορεί να περπατήσει.

Λέγοντας αυτά πήγε προς τις πεσμένες κουρτίνες και έκοψε μερικές λουρίδες ύφασμα.

-Κοίτα μήπως βρεις λίγο νερό στο σακίδιό του.

 

Η Μαίρη πήρε το πεσμένο σακίδιο και ψαχούλεψε μέσα στα πράγματα. Βρήκε ένα πλαστικό μπουκάλι μισογεμάτο. Ο Κώστας πήγε ξανά δίπλα της.

-Δεν είναι πολύ αλλά μάλλον θα κάνει. Ευτυχώς οι λουρίδες αυτές δεν φαίνονται πολύ βρώμικες, άρα μάλλον δεν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης.

Έριξε λίγο νερό στο πόδι του Γιάννη και με μια υφασμάτινη λουρίδα σκούπισε το αίμα συνοδεία των αποδοκιμαστικών βογκητών του.

-Το τραύμα δεν είναι πολύ βαθύ, ωστόσο θα τον εμποδίσει στη μετακίνησή του.

Έβγαλε δύο απολυμαντικά μαντηλάκια και τα ακούμπησε πάνω στην πληγή. Πήρε όσες λουρίδες περίσευαν και τις τύλιξε γύρω από την πληγή.

-Έτοιμος!

-Πού τα έμαθες εσύ αυτά; ρώτησε η Μαίρη με θαυμασμό.

-Πουθενά. Χρησιμοποίησα την ενστικτώδη λογική μου. Ας τον σηκώσουμε τώρα.

Τον έπιασαν από τους ώμους και τον ανασήκωσαν μέχρι τη μέση.

-Σιγά σιγά τώρα.

 

Ο Γιάννης στηρίχτηκε στο καλό του πόδι και σηκώθηκε όρθιος.

-Πιασ’τον εσύ από εδώ κι εγώ θα τον πιάσω από εκεί. Έτσι μπράβο. Και τώρα πάμε.

Με αργά και σταθερά βήματα έφτασαν μέχρι την πόρτα. Η Μαίρη άπλωσε το ελεύθερο χέρι της και γύρισε το πόμολο. Η πόρτα δεν άνοιγε. Ξαναδοκίμασε. Τίποτα.

-Πάλι τα ίδια; αντέδρασε ο Κώστας. Βαρέθηκα την ίδια ιστορία.

 

Παίρνοντας όση φόρα μπορούσε να πάρει, ύψωσε το πόδι του και κλότσησε την πόρτα με δύναμη. Παρακινημένη από το παράδειγμά του η Μαίρη άρχισε και αυτή να κλοτσάει την πόρτα με όλη της τη δύναμη. Μια ο ένας μια ο άλλος οι κλωτσιές τους έπεφταν όλο και σφοδρότερα πάνω στην πόρτα. Ένας περίεργος ήχος τους διέκοψε. Γύρισαν και είδαν ότι η φωτιά που τρεμόπαιζε μέχρι πριν λίγο στο τζάκι έιχε τώρα σβήσει. Το δωμάτιο είχε βυθιστεί στην σιωπή και παρόλο που φως έμπαινε από το παράθυρο, έδειχνε σκοτεινότερο. Ξαφνικά οι κρύσταλλοι του πεσμένου πολυελαίου τρεμούλιασαν και ανασηκώθηκαν κάνοντάς τον να μοιάζει με γάτα σε θέση άμυνας. Το αντικείμενο άρχισε να αιωρείται φτάνοντας λίγο πάνω από το ύψος των ματιών τους.

-Πρέπει να την κάνουμε τώρα, είπα σιγανά η Μαίρη.

-Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Γιάννης, ο οποίος δεν μπορούσε να κοιτάξει πίσω.

-Θα πέσουμε όλοι πάνω στην πόρτα όσες φορές χρειαστεί μέχρι να ανοιξει, είπε αποφασιστικά ο Κώστας.

 

Ο πολυέλαιος άρχισε να περιστρέφεται αυξάνοντας την ταχύτητά του όσο περνούσε η ώρα, δίνοντας στα παιδιά να καταλάβουν την επιτακτική ανάγκη να βγουν από το δωμάτιο.

-Μπρος.

Έπεσαν και οι τρεις με ορμή, η πόρτα όμως παρέμενε αμετακίνητη.

-Άλλη μια φορά!

Πάλι όμως η πόρτα παρέμεινε στη θέση της.

-Τρεις και καιγόμαστε!

 

Μαζεύοντας όλο τους το θάρρος και την θέληση τα παιδιά έπεσαν για τρίτη φορά πάνω στην πόρτα. Εκείνη άνοιξε διάπλατα και οι τρεις τους βρέθηκαν φαρδείς πλατείς στο πάτωμα. Πρώτη η Μαίρη αντέδρασε αστραπιαία και γύρισε πίσω της να κοιτάξει. Ο πολυέλαιος περιστρεφόμενος τώρα με εξωφρενική ταχύτητα φάνταζε στα μάτια της πιο απειλητικός από ποτέ. Ξαφνικά μετακινήθηκε από τη θέση του κι ήρθε καταπάνω τους. Μη προλαβαίνοντας να σηκωθεί, η Μαίρη κλότσησε με δύναμη την πόρτα κι εκείνη έκλεισε ερμητικά πριν προλάβει ο πουέλαιος να βγει. Ένα ‘γκαπ’ τους ενημέρωνε ότι το απειλητικό αντικείμενο είχε τρακάρει στην πόρτα. Ο Κώστας και η Μαίρη σηκώθηκαν βοηθώντας το Γιάννη να σταθεί στο ύψος του. Με τη συνοδεία επαναλαμβανόμενων ‘γκαπ’ οι τρεις τους τίναξαν τα ρούχα τους και βιάστηκαν να απομακρυνθούν.

 

Πρώτος μίλησε ο Γιάννης:

-Δεν έχετε την εντύπωση ότι βγήκαμε σε άλλο διάδρομο;

Οι άλλοι δύο κοίταξαν γύρω τους. Πράγματι η διαρρύθμιση του χώρου έμοιαζε διαφορετική. Ο διάδρομος που απλωνόταν μπροστά τους ήταν στενότερος και ίσα χώραγε να περάσει ένα άτομο. Αριστερά και δεξία ορθώνονταν πόρτες ενώ στο τέρμα του διαδρόμου διακρινόταν μια δίφυλλη μεγάλη είσοδος. Σκαλοπάτια δεν φαίνονταν πουθενά. Η Μαίρη όρθωσε το ανάστημά της και μίλησε:

-Ωραία, λοιπόν. Το πράγμα φαίνεται πως είναι ξεκάθαρο. Θα διασχίσουμε το διάδρομο και θα πάμε κατευθείαν στη δίφυλλη πόρτα. Δεν κάνουμε πουθενά στάση και δεν ανοίγουμε καμία άλλη πόρτα. Σύμφωνοι;

Τα δύο αγόρια κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Τα χτυπήματα στην πόρτα εντάθηκαν.

-Θα διασχίσουμε το διάδρομο ένας ένας. Γρήγορα. Μην καθυστερούμε.

 

Ο Κώστας μπήκε μπροστά. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πατήσει στον κενό χώρο μεταξύ του πρώτου ζευγαριού των πορτών, η Μαίρη έπιασε με την άκρη του ματιού της ένα τρεμούλιασμα της ξύλινης επιφάνειας.

-Κώστα, πρόσεχε, είπε και τον τράβηξε πίσω αμέσως.

Οι δύο πόρτες αποκολλήθηκαν από τις θέσεις τους και συγκρούστηκαν με δύμαμη μεταξύ τους. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών, οι ξύλινες επιφάνειες επανήλθαν στη θέση τους.

-Τι στο καλο ήταν αυτό τώρα, μου λες; Πώς θα περάσουμε τον διάδρομο;

-Δεν ξέρω, είπε η Μαίρη προβληματισμένη. Άσε με να σκεφτώ.

-Θα πεθάνουμε εδώ πέρα, κλαψούρισε ο Γιάννης. Κι όλα αυτά εξαιτίας μου.

Η Μαίρη τον γράπωσε και τον κόλλησε στον τοίχο.

-Όταν δείχνεις δειλία σε στιγμές σαν κι αυτή, τότε ναι, σίγουρα πεθαίνεις. Έχεις όμως πάντα μια δεύτερη ευκαιρία. Στάσου λοιπόν στο ύψος σου και ζήσε!

 

Ο Γιάννης αποσβολωμένος από την πυγμή της συνήλθε αμέσως. Η Μαίρη απομακρύνθηκε σκεφτική και πλησίασε την πόρτα πίσω τους. Τα χτυπήματα στην πόρτα εξακολουθούσαν. Μετά από λίγο, αγανακτισμένη, χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο ξύλο και φώναξε:

-Δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι.

Τα δύο αγόρια την κοιτούσαν σιωπηλά. Η Μαίρη άρχισε να σιγοκλαίει και διπλώθηκε στα δύο. Ο Κώστας την πλησίασε και αγκάλιασε τους ώμους της.

-Μαίρη, όλα είναι εντάξει. Ηρέμησε!

Εκείνη άπλωσε τα χέρια και τον έσφιξε πάνω της. Έμειναν σ’αυτή τη θέση κάμποση ώρα. Μετά σηκώθηκαν και προχώρησαν μπροστά. Τότε εκείνη πρόσεξε κάτι που δεν είχε διακρίνει πριν. Δίπλα στην δίφυλλη πόρτα στεκόταν ένα τραπεζάκι μεσαίου μεγέθους σαν αυτά που βάζουν στα χολ. Το πρόσωπο της Μαίρης φωτίστηκε:

-Αυτό είναι! Πώς δεν το είχα σκεφτεί; Κάντε πίσω. Νομίζω βρήκα τη λύση.

-Τι πας να κάνεις; ρώτησε ανήσυχος ο Κώστας.

-Θα δεις.

 

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 4ο)

 

 

Η Μαίρη πήρε φόρα, έκανε μια ρόδα και διέσχισε το διάδρομο με μπακ φλιπ. Είχε αναπτύξει τέτοια ταχύτητα που στιγμιαία περνούσε μπροστά από τις πόρτες πριν προλάβουν να την χτυπήσουν. Σύντομα είχε φτάσει στο τέλος του διαδρόμου. Πήρε το τραπεζάκι και το έσπρωξε προς τον κενό χώρο μεταξύ του πρώτου ζευγαριού των πορτών. Έπειτα πήδηξε στην οριζόντια επιφάνεια και οι πόρτες έπεσαν απάνω της. Μόλις κατέβηκε από το τραπέζι εκείνες επανήλθαν στις θέσεις τους. Η Μαίρη σήκωσε το τραπεζάκι και προχώρησε προς το επόμενο ζευγάρι. Σε λίγα λεπτά βρισκόταν πίσω στην παρέα της, η οποία την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

-Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μπορεί να κάνει λίγο μυαλο και μερικά χρόνια ενόργανη, απολογήθηκε εκείνη χαμογελώντας. Βιαστείτε τώρα!

Ο Κώστας βοήθησε τον Γιάννη να ανέβει στην ξύλινη επιφάνεια. Μόλις οι πόρτες έπεσαν πάνω στο τραπέζι εκείνος κοκάλωσε στη θέση του. Η Μαίρη τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε προς το μέρος της:

-Έλα, δειλέ! Δεν παθαίνεις τίποτα.

Έφτασαν στο δεύτερο ζευγάρι και ακολούθησαν την ίδια διαδικασία. Την ώρα που ο Γιάννης ήταν ανεβασμένος στο τραπέζι, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, ξύλο που έσπαζε. Τα παιδιά κοίταξαν πίσω τους και είδαν τον περιστρεφόμενο πολυέλαιο να ίπταται πάνω από μια ριγμένη πόρτα.

-Βιαστείτε, βιαστείτε, παρότρυνε τα αγόρια η Μαίρη.

 

Τότε πρόσεξε πως το πρώτο ζευγάρι των συμπληγάδων θυρών είχε ισοπεδωθεί και σηκωνόταν στον αέρα υψώνοντας ένα τείχος. Αμέσως μετά το ζευγάρι των πορτών που βρίσκονταν αυτοί γλίστρησε κάτω από το τραπέζι κι άρχισε να σηκώνεται.

-Ε, τι συμβαίνει; ρώτησε ο Γιάννης τρομοκρατημένος.

Ο Κώστας κοίταζε γύρω του ανήμπορος να το πιστέψει. Μπροστά και πίσω του υψώνονταν δύο ψηλά τείχη που τον παγίδευαν σε ένα μικρο τετραγωνικό χώρου. Άγγιξε την συμπαγή επιφάνεια και την αισθάνθηκε ψυχρή. Η Μαίρη έχοντας προβλέψει την κατάσταση γραπώθηκε από το τρίτο ζευγάρι πριν προλάβει να υψωθεί και πέρασε στην άλλη μεριά. Η δίφυλλη πόρτα όμως είχε κρυφτεί πίσω από ένα τέταρτο τείχος. Ο Γιάννης είχε τυλιχτεί γύρω από την ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού και έτρεμε ολόκληρος. Γιατί, γιατί είχε αυτή τη χαζή ιδέα; Γιατί δεν αποφάσιζε να μείνει σπίτι του εκείνο το βράδυ; Τι τις ήθελε τις εξορμήσεις τέτοιες ώρες; Από τα δεξιά του άκουσε ένα συριστικό ήχο. Έστριψε το κεφάλι και αντίκρυσε τον περιστρεφόμενο πολυέλαιο να στέκεται πάνω από το πρώτο τείχος. Γούρλωσε τα μάτια και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Τότε το αντικείμενο ήρθε με φόρα προς το μέρος του κι εκείνος ενστικτωδώς έσπρωξε τα χέρια μπροστά και σηκώθηκε στα γόνατα. Ο πολυέλαιος πέρασε ξυστά δίπλα του, σπρώχνοντάς τον στο πλάι, κι έπεσε πάνω στο τραπέζι, ρίχνοντάς το κάτω. Ο Γιάννης ένιωθε να πέφτει και την τελευταία στιγμή γραπώθηκε από την άκρη του τείχους.

 

Ο πολυέλαιος συνέχισε την ξέφρενη πορεία του και σταμάτησε πάνω από το κομμάτι του διαδρόμου που είχε παγιδευτεί η Μαίρη. Περιστρεφόμενος πιο γρήγορα, άρχισε να εκτοξεύει τα κρύσταλλά του προς κάθε κατεύθυνση. Η Μαίρη κάλυψε το κεφάλι με τα χέρια της και άρχισε να τρέχει πανικόβλητη γύρω από τον μικρό χώρο. Ένας κρύσταλλος πέρασε από το πρόσωπό της και της έσκισε το μάγουλο. Εκείνη κοντοστάθηκε στον ένα από τa δύο τείχη και άγγιξε την πληγή της. Τότε ακούστηκε σαν κάτι να έσκιζε τον αέρα και η Μαίρη είδε τον πολυέλαιο να έρχεται με ορμή προς το μέρος της. Την τελευταία στιγμή έσκυψε για να τον αποφύγει κι εκείνος έσκασε στον τοίχο δημιουργώντας ένα μεγάλο βαθούλωμα και διαλυόμενος σε χίλια κομμάτια. Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι και ύψωσε το τρεμάμενο χέρι της να αγγίξει το βαθούλωμα, σαν να μην πίστευε ότι ένα αντικείμενο σαν τον πολυέλαιο μπορούσε να προξενήσει κάτι τέτοιο. Ευθύς αμέσως το βαθούλωμα κατέρρευσε και δημιούργησε μια τρύπα. Κοίταξε μέσα της. Απέναντί της ορθωνόταν η δίφυλλη πόρτα. Δίχως να χάσει καιρό πέρασε μέσα από την τρύπα για να βρεθεί στην άλλη πλευρά.

 

Ο Γιάννης πάλευε να πιαστεί και να μην πέσει. Έφερε το καλό του πόδι στην κάθετη επιφάνεια και το λύγισε. Τίναξε το πόδι και πετάχτηκε στον αέρα. Όμως η δύναμη δεν ήταν αρκετή για να τον σπρώξει πάνω στο τείχος και κατέληξε να κρέμεται ξανά. Οι αντοχές του εκμηδενίζονταν λεπτό το λεπτό και αποφάσισε το τελευταία αλλά σωτήριο βήμα: να πηδήσει μέχρι το άλλο τείχος απέναντι. Μάζεψε τις δυνάμεις του, ξαναλύγισε το γόνατό του και έσπρωξε με δύναμη Τινάχτηκε με φόρα προς την απέναντι πλευρά αλλά μη έχοντας υπολογίσει σωστά το ύψος και την απόσταση έσκασε πάνω στη σκληρή επιφάνεια κι προσγειώθηκε ανώμαλα πάνω στο ήδη ριγμένο, από τον πολυέλαιο, ξύλινο τραπεζάκι.

-Ωωωωωχ!!!

Ο Κώστας ακούγοντάς τον να αγκομαχά, πλησίασε το αφτί του στο τείχος που του έκλεινε το δρόμο.

-Γιάννη!!!! Γιάννη, είσαι καλά;

Καμιά απάντηση.

- Ρε, ρε συ, σύνελθε!

Ο Γιάννης κούνησε το κεφάλι και γύρισε να κοιτάξει τον τοίχο απέναντί του.

-Ωχ, τα κοκαλάκια μου.

-Τι σου συνέβη;

-Έπεσα και σαραβαλιάστηκα.

-Μπορείς να σηκωθείς;

Ο Γιάννης έκανε μερικές προσπάθειες να σηκωθεί αλλά όλο του το σώμα πονούσε.

-Ουχ!! Αου!!!

-Τι γίνεται, ρε;

-Τι να γίνει, μωρέ; Συγκρούστηκα με τον τοίχο και σκοτώθηκα.

-Σύνελθε γρήγορα. Πρέπει να την κάνουμε από δω μέσα.

-Εύκολο το’χεις;

-Όχι! Γι’αυτό βιάσου και βοήθα με να έρθω από κει.

-Πώς;

-Τι ‘πώς’, ρε βλάκα! Ρίξε μου κάτι να ανέβω.

-Σαν τι;

-Ξέρω ‘γω; Οτιδήποτε! Ψάξε στο σακίδιό σου.

-Παιδιά, είστε καλά; ακούστηκε από μακριά η φωνή της Μαίρης.

 

Ο Κώστας έκανε χωνί τα δυο του χέρια και φώναξε:

-Καλά είμαστε αλλά έχουμε παγιδευτεί.

-Ο Γιάννης έχει ένα σχοινί στο σακίδιό του. Δοκιμάστε να ξεφύγετε με αυτό.

Ο Κώστας τότε θυμήθηκε. Το είχε δει όταν άνοιξε το σακίδιο ο Γιάννης πριν φτάσουν εδώ. Μια κουλούρα σχοινί για κάθε περίπτωση.

-Γιάννη, άκουσες; Γιάννη! Ξεκόλλα, ρε! Πρέπει να την κάνουμε από εδώ.

Ο Γιάννης σηκώθηκε αργά και προσεχτικά και κατέβασε το σακίδιο από την πλάτη του. Το άνοιξε κι έβγαλε το σχοινί. Κοίταξε το τείχος. Ήταν αρκετά ψηλά για να το ρίξει από την άλλη μεριά. Οι κινήσεις του ήταν πολύ περιορισμένες εξαιτίας του πόνου από το πέσιμο και το πληγωμένο του πόδι. Το έπιασε από μια μεριά κι άρχισε να το περιστρέφει. Το άφησε να φύγει αλλά βρήκε στο τείχος. Δοκίμασε δεύτερη φορά όμως και πάλι απέτυχε.

-Τι κάνεις, μωρέ; Θα ρίξεις τίποτα καμιά φορά; ρώτησε ο Κώστας αγανακτισμένος.

-Δεν μπορώ, ακούστηκε η απάντηση από μια αδύναμη φωνή.

 

Η Μαίρη έχοντας την αγωνία της για τα αγόρια πέρασε ξανά από την τρύπα για να φτάσει κοντά στο τρίτο τείχος.

-Παιδιά, είστε κα.....

Εκείνη τη στιγμή η τρύπα έκλεισε γύρω από το αριστερό της χέρι και πόδι παγιδεύοντάς την μέχρι τον ώμο και τη μέση του μηρού αντίστοιχα.

-Ααααα, της ξέφυγε μια τσιρίδα.

-Μαίρη; Τι έγινε; άκουσε τον Κώστα να ρωτά.

-Παγιδεύτηκα!! Μέσα στον τοίχο! Βγάλτε με από εδώ!!!!

Ο Κώστας στράφηκε στον Γιάννη:

-Γιάννη, τελείωνε και πέτα το σκοινί. Η Μαίρη μας χρειάζεται.

Ο Γιάννης προσπάθησε να ανταποκριθεί αλλά μάταια. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλέιψει.

-Τελείωνε, γαμώτο, άκουσε τον Κώστα να φωνάζει.

-Δεν.......έχω........δυνάμεις.......κλαψούρισε ο Γιάννης.

Τότε ακούστηκε ένας ήχος και το πάτωμα άρχισε να τρέμει.

-Τι γίνεται πάλι; αναρωτήθηκε ο Κώστας.

Οι κραυγές της Μαίρης θα του έλυναν την απορία.

-Ααααααααααααα! Ο.....ο τοίχος.......ο τοίχος κινείται προς τα εδώ. Θα με κάνει λιώμααααα.

Ακούγοντάς την ο Κώστας πανικοβλήθηκε.

-Γιάννη, πέτα το σακίδιο.

-Ε;

-Βάλε το σχοινί μέσα και πέτα μου το σακίδιο!!!

 

Ο Γιάννης έκανε όπως του είπε. Πήρε φόρα, έγυρε το χέρι πίσω και με όση δύναμη είχε έριξε το σακίδιο. Εκείνο έφτασε μέχρι την άκρη του τείχους και προσγειώθηκε πάλι πίσω.

Ο Κώστας αντιλαμβανόμενος την αποτυχία, φώναξε:

-Ξανά!!!!

Δοκίμασε να το ρίξει δεύτερη φορά όμως και πάλι απέτυχε. Τα χρονικά όρια στένευαν επικίνδυνα. Η Μαίρη έκανε απελπισμένες προσπάθειες να ελευθερωθεί από τα πέτρινα δεσμά της αλλά του κάκου. Ο τοίχος πλησίαζε επικίνδυνα.

-Παιδιά!!! Βιαστείτε!!!

 

Ο Γιάννης έσπαζε το κεφάλι του να βρει έναν αποτελεσματικό τρόπο ρίψης. Η απόγνωσή του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Έπιασε το κεφάλι του και πίεζε να σκεφτεί. Αρνητικές σκέψεις τον κατέκλυζαν από παντού όμως έκανε προσπάθειες να καθαρίσει το μυαλό του. Τότε μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή. Θυμήθηκε έναν αγώνα που είχε παρακολουθήσει στην τηλεόραση. Κλασικός αθλητισμός και ένα άθλημα γνωστό.....Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Έπιασε το σακίδιο με τα δύο χέρια και κάνοντας δύο περιστροφές γύρω από τον εαυτό του, έριξε την ελπιδοφόρα βολή. Παρακολούθησε το αντικείμενο να διαγράφει μια πορεία πάνω από το τείχος και έβγαλε αυθόρμητα μια κραυγή ενθουσιασμού. Τότε όμως πάτησε στο πληγωμένο του πόδι για να ξαναβρεί την ισορροπία του κι ένιωσε να τον καίει ένας οξύς πόνος.

Από την άλλη μεριά ο Κώστας σκεφτόταν πως κάποιος του κάνει πλάκα, καθώς έβλεπε το μαύρο σακίδιο ίσα να στέκεται στην άκρη της κορυφής του τείχους αρνούμενο να πέσει προς το μέρος του. Πώς θα το έπιανε τώρα; Ήταν αρκετά ψηλά για να φτάσει. Στο μεταξύ η Μαίρη δοκίμαζε τη σωματική της αντοχή στην προσπάθεια της να απομακρύνει μάταια τον τοίχο, ο οποίος είχε φτάσει τόσο κοντά της που εκείνη άπλωνε το χέρι και τον έφτανε. Βέβαια, όσο περνούσε η ώρα, τόσο εκείνη αναγκαζόταν να μαζεύεται και να γίνεται ένα με τον τοίχο στον οποίο είχε παγιδευτεί.

 

Στην άλλη μεριά ο Κώστας πήδαγε όσο πιο ψηλά μπορούσε για να φτάσει το σακίδιο αλλά το ύψος του τείχους τον εμπόδιζε. Έχοντας αγανακτίσει αρκετά, πήρε φόρα και περπάτησε τρία βήματα κάθετα προς τον τοίχο. Μια φορά ήταν αρκετή. Τράβηξε κάτω το σακίδιο κι έβγαλε το σχοινί. Σαν άλλος καουμποϊ το πέταξε σα λάσο φτάνοντάς το από την πλευρά του Γιάννη.

-Σου’ρθε;

-Ναι.

-Τώρα, δέσ’το κάπου.

Ο Γιάννης κοίταξε γύρω του ανήμπορος να βρει μια προεξοχή για να δέσει το σχοινί. Τότε το έπιασε γερά κι άρχισε να το τραβάει προς το μέρος του. Ο Κώστας νιώθοντας το σχοινί να τραβάει, το έπιασε και βάζοντας τα δυο του πόδια κάθετα προς τον τοίχο άρχισε να ανεβαίνει. Έφτασε στην κορυφή, τη διέσχισε και πέρασε στην πλευρά του Γιάννη.

-Επιτέλους, ξεφύσηξε.

-Και τώρα; ρώτησε ο Γιάννης.

Ο Κώστας κοίταξε τον κινούμενο τοίχο.

-Έχεις καμιά καλή ιδέα; τον ρώτησε ο Γιάννης.

-Τίποτα απολύτως.

-Και τι θα κάνουμε;

-Δεν ξέρω. Θα.........

Ένας υπόγειος ήχος, σαν γρύλισμα, τους διέκοψε. Αργά γύρισαν το κεφάλι προς τη μεριά από όπου αυτός ερχόταν. Στη μια πλευρά του τοίχου είχε ξεπροβάλει ένα από τα ανοίγματα όπου βρίσκονταν οι πόρτες πριν αυτές μεταμορφωθούν σε ψηλά τείχη. Μέσα έβλεπαν ένα πηχτό σκοτάδι.

-Πότε βρέθηκε αυτό εδώ; Δεν υπήρχε πριν, έκανε ο Γιάννης.

Ο Κώστας κοίταζε σαν υπνωτισμένος το άνοιγμα. Εκείνη τη στιγμή μια κραυγή τον απέσπασε.

 

Η απόσταση των δύο τειχών είχε αφήσει ελάχιστα περιθώρια στη Μαίρη να απλωθεί. Ένιωθε δύσπνοια και η αγωνία της είχε μεγιστοποιηθεί. Λίγα μόλις χιλιοστά μακριά της ο τοίχος άρχισε να της στερεί πολλά παραπάνω από οξυγόνο. Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον εαυτό της έβγαλε μια τελευταία κραυγή και λιποθύμησε. Αυτήν την κραυγή άκουσε ο Κώστας και θυμήθηκε τον αρχικό σκοπό του. Έκανε ένα βήμα μπροστά αλλά εκείνη τη στιγμή η άκρη του ματιού του πήρε είδηση μια φευγαλέα κίνηση στο πλάι. Από το άνοιγμα ξεπρόβαλε ένα μαύρο πλοκάμι και κατευθύνθηκε ταχύτατα προς το μέρος του. Βούτηξε μπροστά να το αποφύγει κι αυτό τυλίχθηκε γύρω από τη μέση του Γιάννη. Τον σήκωσε και βίαια τον τράβηξε προς το άνοιγμα. Ο Γιάννης αφήνοντας ένα ουρλιαχτό γαντζώθηκε από το κούφωμα. Ο Κώστας έτρεξε να τον βοηθήσει. Έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε προς τα έξω. Η δύναμη του πλοκαμιού ήταν μεγαλύτερη και το χέρι του Γιάννη γλίστρησε μέσα στην παλάμη του Κώστα. Καθώς ο Γιάννης χανόταν μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα αφήνοντας μια παρατεταμένη κραυγή, εκείνος έπεφτε προς τα πίσω.

-Όχι, φώναξε κι έτρεξε στο άνοιγμα. Ένα δυνατό ρεύμα αέρα διέκοψε την πορεία του και την επόμενη στιγμή μια πόρτα εμφανίστηκε από το πουθενά μες στο σκοτάδι, τον χτύπησε και τον πέταξε στην άλλη άκρη. Ο Κώστας έχασε τις αισθήσεις του.

 

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 5ο)

 

 

-Πώς είναι οι ασθενείς;

-Οι βιολογικές τους λειτουργίες δεν εμφανίζουν καμιά επιπλοκή. Ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται άριστα στις δεδομένες συνθήκες.

-Και το πρόγραμμα;

-Μόλις ολοκληρώθηκε η Φάση Α’.

-Έξοχα! Συνεχίστε ακάθεκτοι, παρακαλώ.

 

 

Η Μαίρη άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το δωμάτιο. Οι τοίχοι είχαν εξαφανιστεί και στο χώρο επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία. Αργά και προσεχτικά σηκώθηκε όρθια. Όλο της το σώμα πονούσε. Δεν θυμόταν τι είχε συμβεί. Πώς είχε γλυτώσει; Βρισκόταν ένα βήμα πριν το θάνατο. Ποιος την έσωσε; Μήπως.....μήπως τα ονειρεύτηκε όλα αυτά; Όπως πριν; Αλλά όχι. Να την, εκεί. Στεκόταν στο ίδιο δωμάτιο που βρισκόταν πριν χάσει τις αισθήσεις της. Δεν ήταν όνειρο. Και τα αγόρια; Πού ήταν τα αγόρια; Κοίταξε γύρω της. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να είχαν φύγει και να την είχαν εγκαταλέιψει εκεί μόνη της. Προχώρησε στο διάδρομο ψάχνοντας γύρω της. Δεν μπορεί να φύγανε και να την άφησαν μόνη. Αδύνατο. Τα μάτια της καρφώθηκαν σε ένα σημείο του χώρου. Ένα σώμα κουλουριασμένο στον τοίχο. Γνώριμη φυσιογνωμία. Η Μαίρη πήγε κοντά. Αυτά τα ρούχα.....τα φόραγε ένα αγαπημένο της πρόσωπο που είχε τώρα εξαφανιστεί. Έσκυψε από πάνω του και το ταρακούνησε. Το σώμα ασάλευτο. Νεκρός σκέφτηκε τότε. Ένα πτώμα. Μόνη της με ένα πτώμα. Τα δάκρυα άρχισαν να ξεχειλίζουν από τα μάτια της. Μόνο να θυμόταν το όνομά του. Ποιος ήταν μπροστά της τώρα; Πώς τον έλεγαν; Θα ήταν ατιμωτικό για εκείνη να μην θυμηθεί. Πάλευε με το μυαλό της να το βάλει σε τάξη, να το οργανώσει. Έπρεπε να θυμηθεί το όνομα του ανθρώπου που είχε απέναντί της. Θυμόταν μόνο την φυσιογνωμία του και στιγμές που είχαν μοιραστεί μαζί. Αλλά το όνομά του.......Εκείνη τη στιγμή το σώμα σάλευσε κι ακούστηκε ένας μορφασμός από την πλευρά του.

-Κώστα! αναφώνησε η Μαίρη ασυνείδητα. Και τότε σταμάτησε και συνειδητοποίησε ότι τα είχε καταφέρει. Είχε θυμηθεί το όνομα που τόσο πολύ την είχε παιδεύσει. Απλώς είχε κολλήσει το μυαλό της.

-Μ.....Μαίρη;

-Εγώ είμαι.

-Πού....πού είμαστε;

-Εκεί που μείναμε, στο παλιό αρχοντικό.

-Δηλαδή δεν ήταν όνειρο;

-Από ό,τι φαίνεται, δυστυχώς, όχι!

-Πού είναι ο......;

-Ποιος;

-Ο.......

-Τι προσπαθείς να θυμηθείς;

-Είμαι σίγουρος πως κάποιος λείπει.

-Ποιος λείπει;

-Ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο γνωστό. Αλλά......δε θυμάμαι.......το όνομά του. Πρέπει να τον γνωρίζεις κι εσύ.

-Δεν ξέρω κανένα άλλο πρόσωπο εκτός από σένα. Αν τον γνωρίζα κι εγώ, θα τον θυμόμουν. Όπως θυμήθηκα εσένα.

-Μα, έχω την εντύπωση πως ήμασταν μαζί και πως κινδύνευε.

-Ίσως θα πρέπει να ηρεμήσεις. Έχεις πάθει σοκ και δε σε κατηγορώ για αυτό. Προσπάθησε να χαλαρώσεις. Ακόμα δεν έχουμε βγει από το σπίτι.

-Ναι, έχεις δίκιο. Τον βοήθησε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του.

-Τώρα τι κάνουμε;

-Συνεχίζουμε, είπε η Μαίρη, μέχρι να βρούμε την έξοδο.

Στράφηκαν προς τη δίφυλλη πόρτα. Η Μαίρη έπιασε τα χερούλια και την άνοιξε διάπλατα. Το επόμενο δωμάτιο ήταν μια μεγάλη αίθουσα χορού. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με μάρμαρο. Στην μια πλευρά ορθώνονταν μεγάλα παράθυρα που άφηναν το φως να μπει. Στην άλλη άκρη στεκόταν μια άλλη δίφυλλη πόρτα.

-Εξωτερικά το σπίτι δε μοιάζει τόσο μεγάλο, διαπίστωσε ο Κώστας.

-Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι κι αυτό μια παγίδα, είπε η Μαίρη.

 

Και οι δυο τους κοντοστάθηκαν για λίγο στην είσοδο.

-Λοιπόν; Πάμε; πρότεινε ο Κώστας.

-Πάμε!

Ξεκίνησαν να διασχίσουν την αίθουσα. Στη μέση της διαδρομής το έδαφος κάτω από τα πόδια τους άρχισε να τρέμει. Το πάτωμα και οι γύρω τοίχοι μετακινούνταν κυκλικά προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τα παιδιά έχασαν την ισορροπία τους κι έπεσαν κατάχαμα.

-Ωραία, αναφώνησε ο Κώστας. Τι χειρότερο μπορεί να μας περιμένει;

Από πάνω τους ακούστηκαν ήχοι που έσχιζαν τον αέρα και μπροστά τα μάτια τους ξεπετάχτηκαν εκκρεμή με αιχμηρά στελέχη: σιδερένιες μπάλες με καρφιά και λαιμητόμοι. Τα επικίνδυνα αντικείμενα πηγαινοέρχονταν στο δωμάτιο περνώντας πολλές φορές ξυστά από το σημείο που βρίσκονταν τα παιδιά.

-Τι θα κάνουμε; φώναξε ο Κώστας.

-Δεν ξέρω, απάντησε ανήσυχη η Μαίρη.

Μια λαιμητόμος ερχόταν κατά πάνω τους.

-Ξάπλωσε κάτω τελείως, φώναξε ο Κώστας.

Οι δυο τους ξάπλωσαν στο δάπεδο και ένιωσαν στην πλάτη τους ένα τρομακτικό ρεύμα αέρα.

-Θα κινηθούμε έρποντας, πρότεινε η Μαίρη.

-Προς τα πού; ρώτησε ο Κώστας.

-Προς την έξοδο φυσικά.

-Ποια από τις δύο;

Μετά από λίγα λεπτά σιωπής ακολούθησε η απάντηση:

-Σε εκείνη που θα βρεθούμε πιο κοντά.

Τα παιδιά άρχισαν να απομακρύνονται από το κέντρο της περιστρεφόμενης πλατφόρμας προς τον κάθετο τοίχο. Τα επικίνδυνα εκκρεμή συνέχιζαν να ταλαντώνονται πάνω από τα κεφάλια τους. Κάποια στιγμή επικράτησε ησυχία και τα εκκρεμή απομακρύνθηκαν. Οι τοίχοι και το πάτωμα σταμάτησαν να περιστρέφονται.

-Τι έγινε; ρώτησε ο Κώστας.

-Δεν ξέρω, απάντησε η Μαίρη. Σήκω. Ας μην καθυστερούμε.

Ο Κώστας την γράπωσε από το χέρι τη στιγμή που πήγαινε να προχωρήσει.

-Εεεε......τι.......

 

Τότε μπροστά στα μάτια της προσγειώθηκε μία μεγάλη λαιμητόμος, η οποία καρφώθηκε στο πάτωμα τραντάζοντάς το. Η Μαίρη είχε γουρλώσει τα μάτια και ένιωσε τη καρδιά της να γρονθοκοπά το στήθος της. Πριν προλάβει να πει κουβέντα ακούστηκε από ψηλά ο ήχος πεσόμενου αντικειμένου. Τα παιδιά κοίταξαν ψηλά και έντρομα παρακολουθούσαν όλα τα εκκρεμή να έρχονται κατά πάνω τους. Χωρίστηκαν κι έτρεξαν σε αντίθετες κατευθύνσεις.

Η πορεία της Μαίρης ανακόπηκε απότομα όταν μία λαιμητόμος έπεσε μπροστά της. Αμέσως έστριψε κι έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά μια δεύτερη λαιμητόμος της έκλεισε το δρόμο. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στο πλάι αλλά μια τρίτη λαιμητόμος κρεμόμενη ακόμα την εμπόδισε πηγαίνοντας αριστερά-δεξιά. Τελικά προσέκρουσε στο πάτωμα σηκώνοντας αρκετά από τα παλκάκια σε ένα σωρό. Έχοντας χάσει την ορμή της η Μαίρη γονάτισε και πήρε βαθιές ανάσες. Ακούστηκε ένας γδούπος και πριν γυρίσει να το επιβεβαιώσει, είχε ήδη καταλάβει ότι μια τέταρτη λαιμητόμος είχε προσγειωθεί στο μοναδικό προσβάσιμο πέρασμα που είχε πλέον από αυτή τη μεταλλική φυλακή που κλεινόταν.

 

Ο Κώστας στο μεταξύ είχε φτάσει κοντά σε μια από τις εξόδους όμως ένα μεγάλο, κοφτερό εκκρεμές έπεσε μπροστά του και τον έριξε προς τα πίσω. Το εκκρεμές δεν καρφώθηκε καλά στο πάτωμα κι έπεφτε κατά πάνω του. Εκείνος υποχώρησε μετακινούμενος με τα χέρια και αφού απέφυγε τον κίνδυνο σηκώθηκε όρθιος. Ένα εκκρεμές έπεφτε πάνω από το κεφάλι του και εκείνος βούτηξε μπροστά. Έπεφτε κι άλλο. Μην προλαβαίνοντας να σηκωθεί κύλησε στο πλάι. Ακολούθησαν κι άλλα κοφτερά εκκρεμή και ο Κώστας για να τα αποφύγει χρειάστηκε να κυλήσει ακόμα αρκετά μέτρα. Γύρισε και κάθισε με τον ποπό και τα πόδια απλωμένα. Μια μεταλλική σπάθα καρφώθηκε ανάμεσα τους. Ο Κώστας κοίταζε κοκαλωμένος την αντανάκλαση του παραμορφωμένου από τον φόβο προσώπου του στην παγωμένη επιφάνεια του ξίφους.

-Βοήθειααααα, ακούστηκε η φωνή της Μαίρης.

 

Συνήλθε αμέσως, σηκώθηκε κι έτρεξε προς το μέρος της.

-Τι συνέβη;

-Δε βλέπεις; Έχω παγιδευτεί εδώ μέσα.

-Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις να βγεις;

-Εσύ τι λες; Δε θα το είχα κάνει ήδη αν μπορούσα;

Ο Κώστας δεν απάντησε.

-Έχεις καμιά άλλη βλακεία να πεις;

-Να βοηθήσω προσπαθώ.

-Αλήθεια; Κι εγώ γιατί δεν το βλέπω;

-Γιατί σε εμποδίζει το μέταλλο, ηλίθια!!!!!!

-Ποιον είπες ηλίθια, ρε φλώρε;

-Εσένα, ρε στρίγγλω. Από την ώρα που ήρθαμε τρώω στη μάπα την γκρίνια σου.

-Κάνεις λες και φταίω εγώ που βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε.

-Γιατί, ρε; Νομίζεις ότι εγώ ήθελα να είμαστε εδώ;

-Άλλο και τούτο. Δική σου ιδέα δεν ήταν να έρθουμε εδώ απόψε;

-Δική μου ιδέα; Πας καλά, ρε; Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, νομίζεις; Εσύ δεν μας κουβάλησες εδώ;

-Πας καλά, αγόρι μου; Νομίζεις ότι νυχτιάτικα θα έτρεχα σε στοιχειωμένες επαύλεις ή στο ζεστό μου κρεβατάκι;

-Τότε....πώς ήρθαμε εδώ; Και κυρίως.....ποιος μας έφερε;

Επικράτησε για λίγο σιωπή. Μετά από λίγο μίλησε η Μαίρη:

-Τέλος πάντων. Αυτό θα μας απασχολήσει αργότερα. Μπορείς να με βγάλεις τώρα από εδώ;

Ο Κώστας κοίταξε γύρω του στην αίθουσα. Πάντου υπήρχαν πεσμένα τα αιχμηρά εκκρεμή. Περιπλανήθηκε για λίγο στο χώρο κι έφτασε μπροστά σε ένα πορτρέτο. Απεικόνιζε τρία νεαρά άτομα, ντυμένα με ρούχα εποχής. Από κάτω μια επιγραφή έλεγε: «Στέφανος, Ευάγγελος και Ισιδώρα Πολίτη». «Θα είναι αδέρφια», σκέφτηκε. Προσέχοντας όμως τα πρόσωπα στο πορτραίτο παρατήρησε ότι δεν έμοιαζαν μεταξύ τους. Αυτό τον παραξένεψε και θέλησε να δει καλύτερα.

Τότε μια σιδερένια μπάλα με καρφιά έσκασε με πάταγο στο κέντρο του πατώματος κι εξαφανίστηκε μέσα σε μια τρύπα. Σε όλο το δάπεδο έτρεχαν ρωγμές κι αυτό άρχισε να καταρρέει στο κενό.

 

- Τι γίνεται; φώναξε η Μαίρη.

- Το πάτωμα διαλύεται, φώναξε ο Κώστας.

- Γρήγορα, γρήγορα, βγάλε με από εδώ.

Ο Κώστας βρέθηκε σε σύγχυση. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε είδε μια περισσευόμενη σπάθα να πέφτει και να κατευθύνεται προς το άνοιγμα της μεταλλικής φυλακής της Μαίρης. Εκείνη ήδη πατούσε τις πρώτες κραυγές και μαζεύτηκε στην άκρη. Η σπάθα καρφώθηκε μέσα στο άνοιγμα αλλά έγυρε στο πλάι και έπεσε πάνω σε μια από τις λαιμητόμους. Το αντικείμενο ταλαντεύτηκε για λίγο κι έπεσε προς τα έξω. Η Μαίρη κοίταξε μέσα από τις παλάμες της και βλέποντας το πεδίο ελεύθερο βγήκε δειλά δειλά έξω. Ο Κώστας έτρεξε στο πλάι της και την έπιασε από το μπράτσο τραβώντας την.

-Εεε, σύνελθε!!! Την κάνουμε από εδώ!!!

-Δε θα προλάβουμε!!!

-Σκάσε και τρέχα!!!

 

Οι δυο τους έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την πλησιέστερη έξοδο. Το δάπεδο πίσω τους χανόταν με μεγάλη ταχύτητα. Ο Κώστας πρόλαβε και κατέβασε το χερούλι. Κλειδωμένη. Προσπάθησε ξανά και ξανά αλλά τίποτα. Η Μαίρη τον γράπωσε από τα πόδια.

-Ε, τι κά.....

Ένιωσε το σώμα του να στέκεται στον αέρα και κάτι να τον τραβάει κάτω. Η Μαίρη είχε κρεμαστεί από τα πόδια του. Τα χέρια του Κώστα γλιστρούσαν πάνω στο χερούλι.

-Μην το αφήσεις, φώναξε η Μαίρη.

-Δεν θα αντέξω για πολύ, της απάντησε εκείνος.

Κάτω από τα πόδια τους έστεκε μια αχανής σκοτεινή άβυσσος.

-Πρέπει να ανεβούμε.

-Αδύνατον! Δεν ανοίγει η πόρτα.

Ακούστηκαν λυγμοί.

-Όποιος κι αν κλαίει, δεν βοηθάει την κατάσταση.

Τότε πίσω από την πόρτα ακούστηκε ένας ήχος σαν νερό που έτρεχε.

-Τι είναι αυτό; ρώτησε δυνατά η Μαίρη.

-Ω, Θέε μου, πρόλαβε να πει μόνο ο Κώστας.

Ένα τεράστιο, ορμητικό κύμα έπεσε πάνω στην πόρτα ξυλώνοντάς την από τους μεντεσέδες και την πέταξε στο κενό. Τα παιδιά άφησαν ένα ουρλιαχτό καθώς χάνονταν στο σκοτάδι. Το σκηνικό γύρω τους άλλαξε και περιτριγυρίστηκαν από βραχώδεις τοίχους γεμάτους τρύπες και σπήλαια. Ένιωσαν σαν να έμπαιναν βαθιά μέσα στην γη, σε απόκρυφα υπόγεια μέρη. Η Μαίρη δεν άντεξε να κρατιέται άλλο και άφησε το πόδι του Κώστα με ένα ουρλιαχτό.

-Όχιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι....................

Από μια τρύπα ένα τεράστιο μαύρο πλοκάμι ξεπετάχτηκε, τυλίχτηκε γύρω από τη Μαίρη και ξαναχάθηκε στο σκοτάδι παίρνοντάς την μαζί. Ο Κώστας για μια στιγμή ένιωσε γνώριμος με αυτό σκηνικό. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί παραπάνω καθώς έσκασε μαζί με την πόρτα στην επιφάνεια μιας λίμνης.

 

 

-Λοιπόν;

-Απομονώσαμε τα υποκείμενα. Πλέον θα έχουν αρκετό χρόνο για την προσωπική τους περισυλλογή.

-Εκχωρήσατε τη δεύτερη δόση του φαρμάκου;

-Μάλιστα. Όπως το παραγγείλατε.

-Έξοχα! Παρακαλώ, συνεχίστε τις εργασίες του πειράματος.

 

Η Νύχτα των Υγρών Ψιθύρων (Μέρος 6ο)

 

-Σπάσε γαμώτο σου λέω.

-Μα, θέλω να έρθω μαζί σου.

-Ούτε να το σκέφτεσαι. Εκεί που πάω δεν δέχονται νιάνιαρα σαν κι εσένα.

-Δε θέλω να μείνω μόνος μου.

-Η μαμά θα έρθει σε λίγο. Άσε με τώρα να ντυθώ.

-Εγώ θα έρθω, θες δε θες.

-Κάνε κανά αστείο και έχεις να φας πολύ ξύλο. Ναι, ναι βάλε και τα κλάματα τώρα. Όσο και να κοπανιέσαι, μαζί μου δεν έρχεσαι. Τελεία και παύλα.

 

Ο Γιάννης άνοιξε αργά το ένα του βλέφαρο και μετακίνησε δεξιά-αριστερά το βολβό του ματιού του. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι. Δε καταλάβαινε πού βρισκόταν. Το δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο και γύρω γύρω ίσα που μπορούσε να διακρίνει το περίγραμμα από κιβώτια. Κούνησε το σώμα του κι ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος. Άγγιξε με τις παλάμες του στο μισοσκόταδο και διαπίστωσε ότι ακουμπούσε πάνω σε σωρό με νομίσματα. Έπιανε κι άφηνε στις χούφτες του μεταλλικές ροδέλες που υποπτευόταν ότι ήταν χρυσές λίρες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Τότε για μια στιγμή αναθάρρησε. Τα είχε καταφέρει!!! Είχε βρει ένα θησαυρό!!! Ή αυτό που υποπτευόταν ότι θα έβρισκε σε ένα παλιό αρχοντικό όπως αυτό. Εκείνο που δεν περίμενε όμως ήταν ότι θα έβρισκε τόσο μεγάλο θησαυρό. Ή τουλάχιστον έτσι υπέθετε, καθώς εξαιτίας της έλλειψης φωτός δεν μπορούσε να ξέρει πόσο μεγάλος ήταν ο χώρος που βρισκόταν και πόση έκταση κάλυπτε ο σωρός των νομισμάτων.....Αν....Αν ήταν σωρός νομισμάτων. Δεν μπορούσε να τα δει καλά. Μόνο τα ένιωθε και τα φανταζόταν. Χρειαζόταν να βρει περισσότερο φως. Όμως πώς; Το σακίδιό του!!! Είχε φακούς μέσα. Έλεγξε την πλάτη του. Πουθενά. Ανασηκώθηκε και ψαχούλεψε γύρω από το μέρος που βρισκόταν. Τίποτα. Μα, πώς έχασε το σακίδιό του; Δε θυμόταν! Πίεσε το μυαλό του να σκεφτεί. Μια αδιόρατη εικόνα πέρασε από μπροστά του. Είδε τον εαυτό του να πετάει το σακίδιό του πάνω από έναν τοίχο. Μα, καλά, ανόητος ήταν; Πώς του ήρθε να κάνει κάτι τέτοιο; Και κυρίως, πότε το έκανε; Γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί; Πότε βρέθηκε σε εκείνον τον τοίχο; Τι να συνέβη εκεί;

Όλα αυτά τον απασχολούσαν έντονα όμως ένας ήχος από μακριά ακούστηκε και τον συνέφερε. Ένας ήχος, σαν κάτι να έπεφτε στο νερό από ψηλά. Πρέπει να ήταν αρκετά μακριά αλλά ήταν αρκετό για να του εξάψει την περιέργεια. Δοκίμασε να σηκωθεί για να πάει προς την κατεύθυνση του ήχου. Το ασταθές έδαφος εμπόδιζε την ομαλή πορεία του ενώ το μισοσκόταδο επιδείνωνε περισσότερο την κατάσταση. Ωστόσο εκείνος πρόβαλλε σθεναρή αποφασιστικότητα και συνέχιζε ακάθεκτος. Κάποια στιγμή το πόδι του πιάστηκε σε μια αλυσίδα, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε.

-Aαααααααααααααα!

 

Ένιωσε έναν οξύτατο πόνο στον δεξιό του ώμο κι άπλωσε το αριστερό του χέρι για να διαπιστώσει ότι τον είχε διαπεράσει ένα πειρατικό σπαθί. Γύρω από τον ώμο αισθάνθηκε ένα υγρό να κυλάει κι αμέσως κατάλαβε ότι μάτωνε. Ψαχούλεψε μέσα στο σκοτάδι λιγάκι πανικόβλητος και βρήκε τη λαβή του σπαθιού. Δεδομένου της μειωμένης ορατότητας και της έλλειψης ψυχραιμίας, ο Γιάννης υπέθεσε ότι ήταν αρκετά μακρύ και τον είχε διαπεράσει σουβλίζοντάς του τον ώμο. Έπιασε τη λαβή και για μια στιγμή δίστασε. Φοβήθηκε τις επιπτώσεις από την πράξη που θα ακολουθούσε. Αλλά μια έκλαμψη θάρρους τον οδήγησε να τραβήξει το σπαθί απότομα και να το βγάλει από τον ώμο του.

Ακούστηκαν ήχοι από πιτσιλιές που έπεφταν πάνω στους σωρούς των νομισμάτων κι ο Γιάννης λύγισε από τον πόνο. Έξαφνα όλος ο χώρος φωτίστηκε από εκατοντάδες πυρσούς και πήλινα σκεύη που ίπταντο γύρω από την αίθουσα και έφεραν πάνω τους λαμπερές φλόγες. Ο Γιάννης μπορούσε να δει πλέον που βρισκόταν, αν και ο πόνος θόλωνε την όρασή του. Ήταν ένας χώρος σπηλαιώδης, επομένως σκέφτηκε ότι βρισκόταν κάτω από τη γη ενώ πράγματι στεκόταν πάνω σε ένα σωρό χρυσών νομισμάτων, ο οποίος απλωνόταν πέρα ως πέρα στο χώρο. Τόπους τόπους ξεπηδούσαν κασόνια και σεντούκια παραφορτωμένα με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Λίγο πιο πέρα από αυτόν ήταν πεταμένο το σπαθί πάνω στο οποίο καρφώθηκε. Το πήρε στα χέρια του και κάτω από μια κηλίδα αίμα μπόρεσε να διακρίνει τη λέξη «θυσία».

Πιάνοντας τον ώμο του σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Έπρεπε να βρει την πλησιέστερη έξοδο. Όμως μάταια. Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος και δε φαινόταν πουθενά ένα άνοιγμα που να του προσέφερε την αίσθηση της ελευθερίας. Προχώρησε με βάση το ένστικτό του. Ένα πήλινο δοχείο προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια του αναγκάζοντας τον να πισωπατήσει από το ξάφνιασμα. Η φλόγα που τρεμόπαιζε μέσα του χάθηκε και ο Γιάννης το σήκωσε προσεχτικά για να το δει καλύτερα. Δεν ένιωσε να τον καίει η εξωτερική επιφάνεια αλλά με τόσα που είχε δει δεν του έκανε εντύπωση. Με την πρώτη ματιά δε θύμιζε πήλινο δοχείο ή έστω ένα πήλινο αντικείμενο για τη φιλοξενία διαφόρων πραγμάτων μέσα του. Ήταν μακρουλό, βαθύ με αιχμηρές άκρες. Του φαινόταν περισσότερο σαν.......κράνος! Ένα κράνος, από αυτά που συνήθιζε να βλέπει στις επικές ιστορίες φαντασίας. Κοίταξε μέσα του. Το εσωτερικό τοίχωμα ήταν καρβουνιασμένο από τη φωτιά που έκαιγε πριν. Τότε ακούστηκε ένας ήχος αναρρόφησης και ο Γιάννης ένιωσε να απορροφάται από το πήλινο κράνος.

 

Αμέσως το πέταξε κάτω αλλά εκείνο άρχισε να τρεμει και στάθηκε όρθιο με το ανοιχτό μέρος προς τα πάνω. Από μέσα ξεπήδησε ένα σκελετωμένο χέρι, το οποίο σύντομα απέκτησε ταίρι. Τα δυο χέρια βγήκαν μέχρι τον αγκώνα και πάτησαν στο έδαφος. Δίνοντας ώθηση βοήθησαν να βγει το υπόλοιπο σώμα του σκελετού που κρυβόταν μέσα στο κράνος. Έμοιαζε πράγματι σαν σκηνή από επική περιπέτεια. Μπροστά στα μάτια του σχηματιζόταν ένας οργανωμένος σωρός από κόκαλα που κάποτε ίσως υπήρξε ένας γενναίος πολεμιστής.

Ο σκελετός φόρεσε το κράνος και βρυχήθηκε προς το Γιάννη. Εκείνος έχοντας ήδη αρχίσει το τρέμουλο, το έβαλε στα πόδια κουτσαίνοντας. Σιγά σιγά κι άλλα πήλινα δοχεία με τη σειρά τους άρχισαν να πέφτουν και να αποδεικνύονται κράνη για τρομακτικούς σκελετούς. Τα πόδια του Γιάννη βυθίζονταν στα νομίσματα επιβραδύνοντας το βηματισμό του και εμποδίζοντάς τον αρκετές φορές να σταθεί όρθιος. Πότε στα δυο του και πότε στα τέσσερά του άκρα έκανε προσπάθειες να απομακρυνθεί από την ολοένα κι αυξανόμενη στρατιά σκελετών που τον ακολουθούσε πιστά κι απειλητικά.

 

Ένα κράνος έπεσε μπροστά του. Ο Γιάννης το άρπαξε αμέσως, γύρισε και το πέταξε προς τους σκελετούς. Το αντικείμενο χτύπησε έναν από αυτούς και τον αποκεφάλισε. Το υπόλοιπο σώμα κατέρρευσε. Οι υπόλοιποι έμειναν να κοιτάζουν σαν χαμένοι τα διαλυμένα οστά. Ο Γιάννης το βρήκε καλή ευκαιρία και σηκώθηκε να φύγει. Ο θόρυβος όμως από τα παπούτσια του πάνω στα νομίσματα, ήταν αρκετός για να συνεφέρει τους σκελετούς από τη σύγχησή τους και να τον πάρουν και πάλι στο κατώπι.

-Άντε πάλι, έκανε ο Γιάννης με σφιγμένα τα δόντια και συνέχισε να προχωρά.

Ο σκελετωμένος στρατός δε φαινόταν να εμποδίζεται από το ανώμαλο έδαφος και να κινείται κανονικά. Σε λίγο τον είχαν ήδη προφτάσει. Ο πρώτος από αυτούς ύψωσε το σπαθί που κρατούσε, έτοιμος να τον αποκεφαλίσει. Εκείνη τη στιγμή όμως το πόδι του Γιάννη βυθίστηκε πολύ μέσα στα νομίσματα ισοπεδώνοντάς τον. Το σπαθί έκοψε τον αέρα και ο σκελετός σκόνταψε πάνω στο πεσμένο σώμα του Γιάννη πέφτοντας κάτω και διαλύθηκε στη στιγμή. Όμως κι άλλοι σκελετοί που ακολουθούσαν είχαν την ίδια τύχη. Ο Γιάννης δεχόταν συνεχώς χτυπήματα από τα πόδια των σκελετών στην πλάτη, στη γάμπα ή το πίσω μέρος του μηρού. Ο σωρός των νομισμάτων άρχισε να τρέμει και να βυθίζεται. Τα σωριασμένα οστά χάνονταν μέσα στο σωρό και το ίδιο συνέβαινε και στο σώμα του Γιάννη. Οι λίγοι εναπομείναντες όρθιοι σκελετοί έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να ξεπαστρέψουν το αγόρι. Κάποιος τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε προς τα πάνω. Ο Γιάννης με το άλλο χέρι βούτηξε μια χούφτα νομίσματα και τα πέταξε προς τον σκελετό.

 

Αμέσως το χέρι του απελευθερώθηκε και ο Γιάννης άρχισε να πέφτει μαζί με πολλά νομίσματα. Μπήκε σε μια τρύπα και κύλησε σε μια στενή, σκοτεινή και υγρή σήραγγα για κάμποση ώρα. Από πίσω ένας σκελετός, κομμένος από τη μέση και κάτω, σκούζοντας τον ακολουθούσε. Τον πρόφτασε και του άρπαξε το ένα πόδι από τον αστράγαλο. Τότε ο Γιάννης γλίστρησε σε μια τρύπα στα πλάγια της σήραγγας και ο σκελετός συγκρούστηκε στα τοιχώματα και διαλύθηκε. Ο Γιάννης εξακολουθούσε να γλιστρά μέχρι που είδε ένα άνοιγμα. Βγήκε σε μια αμμουδερή ακτή και προσγειώθηκε με τα μούτρα στην άμμο. Τινάχτηκε και πέταξε την άμμο από το πρόσωπό του με δυνατά χαστούκια.

Κοίταξε γύρω του. Μπροστά του απλωνόταν μια λίμνη. Από ένα σημείο ερχόταν φως και χυνόταν στα νερά, όμως δεν μπορούσε να διακρίνει ακριβώς την πηγή. Στο κέντρο της λίμνης επέπλεε ένα πλατύ αντικείμενο, σαν μεγάλη πόρτα. Πάνω στην πόρτα υπήρχε κάτι σαν, σαν....ένα σώμα! Ένα ξαπλωμένο σώμα πάνω στην πόρτα. Ο Γιάννης έβαλε τις φωνές. Εκείνη τη στιγμή όμως ο ώμος του του υπενθύμισε ότι ήταν ακόμη πληγωμένος και ο Γιάννης σωριάστηκε ξανά στην άμμο.

 

-Καλησπέρα σας!

-Καλησπέρα! Με ποιον έχω την τιμή;

-Ονομάζομαι Ιωάννης Καρλάς. Είμαι εδώ για το πρόγραμμα.....το πρόγραμμα που λέτε ότι βοηθάει στην αποκατάσταση της μνήμης.

-Α, μάλιστα, το πρόγραμμα. Ναι, ξέρετε, δεν είναι ακριβώς αποκατάσταση της μνήμης. Περισσότερο βοηθάμε τον συμμετέχοντα να έρθει αντιμέτωπος με το πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί και να απαλύνει τον πόνο του, όταν αυτός είναι έντονος. Εσείς....;

-Έχω ένα πρόβλημα που θέλω να αντιμετωπίσω, αν αυτό θέλατε να πείτε. Με ταλαιπωρεί αρκετά χρόνια τώρα και νομίζω ήρθε η ώρα να δώσω ένα τέλος.

-Είναι προσωπικό ζήτημα;

-Προσωπικό.......πολύ προσωπικό.....

 

-Τι συμβαίνει;

-Κάθε φορά μετά από εδώ πρέπει να τρίβω μερικά σημεία στο ντους και 3 και 4 φορές μέχρι να καθαρίσουν. Όμως πάντα θα έχουν μια απαίσια μυρωδιά, γεμάτη ντροπή και αηδία.

-Άρχισες πάλι τα ποιητικά σου; Αφού το ξέρω ότι σ’αρέσει.....

-Ήταν και είναι ένα μεγάλο λάθος.

-Αν το θεωρείς λάθος, τότε γιατί συνεχίζεις να ενδίδεις;

-..................

-Βλέπεις; Παραμένεις σιωπηλή γιατί κατά βάθος σ’αρέσει. Σε ηδονίζει να ξέρεις πως έχεις του χεριού σου κάθε είδους αρσενικό.

-Σταμάτα.....

-Ναι, μέσα σου βαθιά σε ευχαριστεί να ξέρεις πως μπορείς να κάνεις τους άντρες ό,τι θέλεις εσύ αλλά στην πραγματικότητα δε διαφέρεις από τις γυναίκες του δρόμου.

-ΠΑΨΕ!!!!! Α!

-Μην τολμήσεις να μου ξαναφωνάξεις γιατί θα σου μαυρίσω και το άλλο μάγουλο. Τώρα γύρνα. Θέλω να απολαύσω την πίσω θέα........Χα, χα, χα, χα!!!

 

Η Μαίρη άνοιξε αργά τα μάτια της. Γύρω της απλωνόταν μια παχιά ομίχλη. Κοίταξε ψηλά και είδε να κρέμονται εκατοντάδες καθρέφτες πάνω από το κεφάλι της. Ταλαντεύονταν όλοι μαζί ακολουθώντας μια μυστική συμφωνία, ένα απλό και λιτό τζάμι χωρίς πλαίσιο κρεμασμένο από μια χοντρή αλυσίδα. Η Μαίρη σηκώθηκε, ζαλισμένη ακόμα, κι έπιασε το πονεμένο της κεφάλι. Ξαφνικά της ήρθαν στο νου τα τεράστια εκείνα εκκρεμή που λίγο έλειψε να την κόψουν στα δυο πριν από μερικά λεπτά. Προσπάθησε να περπατήσει αλλά ένιωσε να ζαλίζεται και σταμάτησε. Κι αν οι καθρέφτες έπεφταν πάνω της; Όχι, έπρεπε να προχωρήσει. Αλλά δεν μπορούσε. Χωρίς όμως να το καταλάβει οι καθρέφτες χαμήλωναν και την πλησίαζαν. Την περικύκλωσαν και σχημάτισαν μια γυάλινη φυλακή ολόγυρά της. Στην επιφάνεια ενός καθρέφτη άρχισε να σχηματίζεται η αχνή εικόνα μιας γυναίκας. Φορούσε ένα κλειστό φόρεμα κι είχε τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σε ένα σφιχτό κότσο. Η Μαίρη κάπου θυμόταν ότι την είχε ξαναδεί. Μα, ναι! Ήταν η γυναίκα σε εκείνο το πορτραίτο, ανάμεσα σε δύο άντρες, που είχε δει στην αίθουσα με τα εκκρεμή. Το όνομά της ήταν κάπως περίεργο.

- Θεοδώρα....... Ίσιδα.......Ισιδώρα!!!!

 

Η γυναίκα χαμογέλασε πονηρά και έλυσε τα μαλλιά της. Έπειτα ξεκούμπωσε τα κουμπιά του φορέματος και το άφησε να πέσει αποκαλύπτοντας το γυμνό της κορμί. Η Μαίρη σάστισε γουρλώνοντας τα μάτια. Η γυναίκα γονάτισε και έπειτα στάθηκε στα τέσσερά της άκρα. Γύρω της άρχισαν να πετάγονται φλόγες και εμφανίστηκαν εκατοντάδες γυμνοί άντρες, σαν μορφές από γκραβούρες, με φλογισμένες σάρκες και κίτρινα μάτια. Στο πρόσωπο της γυναίκας εμφανίστηκε μια λάγνα έκφραση. Η Μαίρη πισωπάτησε σοκαρισμένη. Στο καθρέφτη πίσω της εμφανίστηκε ένας γυμνός άντρας που βγήκε μπροστά και πέρασε το ένα χέρι του γύρω από το λαιμό της, παγιδεύοντάς την. Η Μαίρη ξαφνιάστηκε και τίναξε το σώμα της για να απελευθερωθεί. Γύρισε να τον κοιτάξει ακόμα πιο τρομακρατημένη. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του ακόμη μια φορά βγαίνοντας από τον καθρέφτη και την άρπαξε από την μπλούζα. Τώρα στους γύρω καθρέφτες άρχισαν να πλησιάζουν κι άλλοι γυμνοί άντρες και να βγαίνουν από αυτούς απλώνοντας τα χέρια τους να την πιάσουν. Η Μαίρη μέσα από εκατοντάδες αγγίγματα και σφιξίματα ένιωσε να αιωρείται και το σώμα της να τραβιέται σε πολλά σημεία. Θυμήθηκε τότε εκείνο τον μύθο για τον κλέφτη που συνήθιζε να δένει σε δυο δέντρα τα θύματά του κι όταν απελευθέρωνε τους κορμούς, εκείνα σκίζονταν στα δυο.

 

Στη σκέψη ότι το ίδιο θα πάθαινε και η ίδια έμπηξε το νύχι της στον πήχη του άντρα που την κρατούσε από το δεξί χέρι. Νιώθοντας να βυθίζεται το δάχτυλό της στη σάρκα του, ανεπαίσθητα το έσυρε μέχρι τον καρπό του σκίζοντας το δέρμα σαν να ήταν χαρτί. Ο γυμνός άντρας της άφησε το χέρι κοιτώντας το δικό του. Οι υπόλοιποι ξαφνιασμένοι από το γεγονός χαλάρωσαν τις λαβές τους και η Μαίρη βρέθηκε να πέφτει πίσω στο έδαφος. Η πτώση ήταν ομαλή χάρη στην αθλητική της ετοιμότητα. Σηκώθηκε και έψαξε μια οδό διαφυγής. Όλοι οι καθρέφτες είχαν μετατραπεί σε πίνακες ζωγραφικής. Εκτός από έναν που φαινόταν απείραχτος ακόμα στην άλλη άκρη. Έτρεξε προς τα κει αποφασισμένη να πέσει πάνω του με φόρα και να τον σπάσει. Λίγο πριν φτάσει εκεί όμως ένας πύρινος άντρας μπήκε στον καθρέφτη και βγήκε έξω από τη γυάλινη επιφάνεια ορμώντας προς το μέρος της για να την πιάσει.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..