Jump to content

Και οι τέσσερις ήταν υπέροχοι...


Alucard

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Ηλίας Τ.

Είδος:Φάντασι με χιούμορ

Βία; Ε, μάλλον μπα, λίγο κακά λογάκια

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:2992

Αυτοτελής;Οχι, τύπου πρόλογος σε κάτι που ελπίζω να γίνει

Σχόλια: Ό,τι γράψετε και σχολιάσετε είναι καλοδεχούμενο!

 

Ι

Οι Υπέροχοι Τρεις

 

Το πανδοχείο ήταν, όπως πάντα τέτοια ώρα, ασφυκτικά γεμάτο. Ναύτες, έμποροι και μισθοφόροι στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλο για να απολαύσουν ένα κύπελλο κρασί και να φάνε λίγο από το διάσημο βραστό του Κότρεμ, του ιδιοκτήτη του ‘Ακέφαλου Μονόκερου’. Φωνές σε τέσσερις-πέντε διαφορετικές γλώσσες, βρισιές σε ακόμα περισσότερες και γέλια χάριζαν στον χώρο μια ανέμελη ατμόσφαιρα. Όταν η βαριά, δρύινη πόρτα του ‘Ακέφαλου Μονόκερου’ άνοιξε αθόρυβα και μέσα από το σκοτάδι που τύλιγε τους δρόμους της Τσιγκάρτ αναδύθηκαν τρεις ανθρώπινες φιγούρες, επικράτησε μια ξαφνική και απόλυτη σιγή. Ήταν λες και όλοι οι θαμώνες κράτησαν την ανάσα τους και την άφησαν να βγει με εμφανή ανακούφιση, μόνο όταν οι τρεις άντρες κάθισαν στο πιο απομακρυσμένο τραπέζι του πανδοχείου. Οι έξι γεροδεμένους ναύτες που λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν έπιναν την μπύρα τους στο ίδιο εκείνο τραπέζι θεώρησαν καλή ιδέα να τους παραχωρήσουν το τραπέζι και να σταθούν όρθιοι μπροστά από το πέτρινο, χτιστό τζάκι.

Όλοι γνώριζαν πολύ καλά ποιοι ήταν οι τρεις άντρες. Τα ονόματά τους είχαν γίνει στίχοι για πολυάριθμα τραγούδια και τα περισσότερα παιδιά της πόλης είχαν τα πορτραίτα τους κρεμασμένα στους τοίχους των δωματίων τους. Κάποιοι κακεντρεχείς λένε πως το ίδιο ίσχυε και για τις κόρες των περισσότερων ευγενών της πόλης, με τη διαφορά ότι τα δικά τους ‘πορτραίτα’ δεν περιορίζονταν μόνο στο πρόσωπο, αλλά κατέβαιναν και λιγάκι πιο κάτω. Α, και φυσικά, πως οι τρεις άντρες δεν φορούσαν τα συνηθισμένα τους ρούχα…ή καθόλου ρούχα, γενικότερα.

Ο δημοφιλέστερος από τους τρεις που συνιστούσαν την πιο επιτυχημένη μισθοφορική ομάδα, όχι μόνο της Τσιγκάρτ, άλλα και ολόκληρης της χώρας, ήταν αναμφίβολα ο Ούλριχ με τον Κόκκινο Πέλεκυ. Με ύψος λίγο κάτω από τα δύο μέτρα, κορμί που θα έκανε και τον καλύτερο γλύπτη να ντραπεί για τα δημιουργήματά του και μάτια στο χρώμα της ανταριασμένης θάλασσας, μπορείτε να καταλάβετε γιατί συνέβαινε αυτό. Ε, εντάξει, και το γεγονός ότι δεν αποχωριζόταν ποτέ το μαγικό του πολεμικό τσεκούρι, που όπως λέγεται έχει αφαιρέσει τη ζωή από χίλιους εξακόσιους ενενήντα-δύο αντιπάλους, ανθρώπινους και μη, σίγουρα βοηθούσε λίγο την κατάσταση.

Στα δεξιά του Ούλριχ καθόταν ένας άντρας που, αν κατάγεσαι από κάποιον άλλο πλανήτη σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά από το δικό μας, θα έλεγες ότι κατά λάθος βρέθηκε στη συντροφιά του. Δεν θα τον έλεγες ψηλό, άλλα ούτε και κοντό, φορούσε φανταχτερά ρούχα από το πιο ακριβό μετάξι της Ανατολής, τα δάχτυλά του κοσμούσαν δαχτυλίδια από κάθε λογής μέταλλο και πετράδια που μπορεί να βάλει ο νους και φαινόταν να είναι εντελώς άοπλος. Αν όμως είσαι από το δικό μας πλανήτη, τότε σίγουρα θα έχεις ακούσει έστω και μια φορά στη ζωή σου κάποιο τραγούδι για τους Υπέροχους Τρεις, και δε θα δυσκολευτείς καθόλου να αναγνωρίσεις στο κοινότυπο πρόσωπο του νεαρού, τον Αθόρυβο, τον πιο δαιμόνιο κλέφτη ολόκληρης της πλάσης. Λέγεται πως έκλεψε το αγαπημένο διαμαντένιο δαχτυλίδι της βασίλισσας την ώρα που έκανε έρωτα με τον αδελφό του βασιλιά, χωρίς κανείς από τους δυο τους να καταλάβει το παραμικρό. Κανένας δεν ξέρει το παρελθόν του, ποιο είναι το πραγματικό του όνομα ή από πού κατάγεται. Αυτό που ξέρουν είναι πως η φρουρά της πόλης τον καλεί για ανάκριση μετά από κάθε μεγάλη διάρρηξη, αλλά ποτέ του δεν έχει συλληφθεί καθώς δεν υπάρχει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος του.

Ο τρίτος της παρέας ήταν ο περίφημος μάγος Ξλίγκροντ ο Μαύρος. Ψηλός και λιπόσαρκος, με λευκά μακριά μαλλιά, αν και δεν θα ήταν πολύ πάνω από τα τριάντα. Οι φήμες λένε πως απέκτησε τα άσπρα του μαλλιά, μετά από τον τραγικό θάνατο του πατέρα του, πρώην Πρύτανη του Μαγικού Πανεπιστημίου της Μισκάλ. Ντυμένος πάντα με μια μαύρη ρόμπα κεντημένη με μαγικούς ρούνους και με το ραβδί από ζωντανό ξύλο της Άγκρυλοθ στο χέρι, ο Ξλίγκροντ αποτελούσε την αρχετυπική εικόνα των μάγων ολόκληρου του κόσμου. Εννοείται πως φορούσε και ένα μαύρο, μυτερό καπέλο στο σοφό του κεφάλι.

 

ΙΙ

Προβλήματα

 

‘Τζέικ, τι θα κάνουμε;’, ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αθόρυβος τον θηριώδη σύντροφό του. ‘Σε λίγη ώρα θα έρθουν και εμείς ακόμα δεν έχουμε κάποιο σχέδιο για το πώς θα τους αντιμετωπίσουμε. Θυμάσαι τι έγινε την προηγούμενη φορά, έτσι;’

‘Ναι, φίλε μου, δεν πάσχω από άνοια’, του απάντησε ήρεμα ο Ούλριχ. ‘Τι θέλεις να κάνω; Να παίξω και σε αυτούς τον βάρβαρο, μπας και τα κάνουν πάνω τους; Αφού το ξέρεις πολύ καλά πως μπροστά τους είμαστε ανίσχυροι. Μας κρατάνε από τα τέτοια και δεν χάνουν ποτέ την ευκαιρία να μας το υπενθυμίζουν’.

‘Ο Τζέικ έχει δίκιο, Αθόρυβε’, είπε με θλιμμένο ύφος ο Ξλίγκροντ. ‘Δεν μπορούμε να τους κάνουμε τίποτα. Μην ξεχνάς πως αυτοί μας έκαναν αυτό που είμαστε τώρα. Χωρίς αυτούς θα ήμασταν τρεις ανώνυμοι μισθοφόροι. Ούτε πλούτη, ούτε μεγαλεία, ούτε τίποτα. Και ξέρουμε πολύ καλά, πως αν ένας μας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτά, αυτός είσαι εσύ’.

‘Μα γι’ αυτό και έγινα κλέφτης, Μάικ! Για μια ζωή γεμάτη χρήμα, γυναίκες και πολυτέλεια! Αν με ενδιέφεραν τα σκονισμένα βιβλία, θα γινόμουν μάγος, σαν ένα κακοντυμένο τύπο που ξέρω’, του απάντησε ο Αθόρυβος, χαρίζοντας του ένα από τα πολυτραγουδισμένα χαμόγελά του. ‘Στο κάτω κάτω, δεν είμαστε οι σκλάβοι τους! Έλεος, δεν είναι οι νταβατζήδες μας, είναι οι…’

‘Κλείστε τα στόματά σας, βλάκες!’, ψιθύρισε ο Ούλριχ. ‘Ήρθαν’.

Όση ώρα ο Αθόρυβος έλεγε τον πόνο του, άλλη μια τριάδα αντρών μπήκε από την πόρτα του ‘Ακέφαλου Μονόκερου’. Βέβαια αυτή η τριάδα, δεν είχε την παραμικρή σχέση με τους Υπέροχους Τρεις. Με μια πρώτη ματιά, τουλάχιστον. Πρώτα από όλα, κανείς δεν τους έριξε μια δεύτερη ματιά, αν και οι περισσότεροι θαμώνες τους ήξεραν εξ όψεως. Ήταν ο Τζακ ο σιδεράς, ο Χιούθ ο κλειδαράς και ο Ρόμερ που είχε το μαγαζί με τα υλικά των μάγων. Και οι τρεις ήταν ντυμένοι στην τρίχα, με ακριβούς μανδύες από δέρμα ελαφιού να καλύπτον τους στρογγυλεμένους ώμους τους και χρυσοποίκιλτες ζώνες να προσπαθούν μάταια να περιορίσουν τις χοντρές κοιλιές τους. Χωρίς να κοιτάξουν ούτε αριστερά ούτε δεξιά, κατευθύνθηκαν με σίγουρο βήμα προς το τραπέζι των διάσημων μισθοφόρων.

‘Καλησπέρα, κύριοι’, τους χαιρέτησε ανέμελα ο Τζακ, που έδειχνε να είναι ο αρχηγός αυτής της τριάδας εμπόρων. ‘Χαίρομαι που σας βλέπω όλους καλά. Έμαθα πως είχατε κάτι δυσκολίες στο τελευταίο σας ταξιδάκι στην εξωτική Κοχθμν. Συναντήσατε έναν κόκκινο δρακο-πάνθηρα, ε;’, τους ρώτησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη, σαν να ήθελε να τους πει πως ό,τι και να κάνουν, αυτός θα το μάθει.

‘Έτσι είναι, Τζακ’, απάντησε γρήγορα ο Ούλριχ, που με την άκρη του ματιού του έβλεπε πως ο Αθόρυβος έκρυβε μέσα στην παλάμη του ένα από τα μαγικά, και άκρως θανάσιμα, στιλέτα του. ‘Αύριο θα καταθέσω στην Τράπεζα της Τσιγκάρτ το μερίδιό σας από τα λάφυρα. Όπως πάντα’.

‘Α, υπέροχα νέα, Ούλριχ’, είπε ο Ρόμερ με τη γλοιώδη φωνή του. ‘Και εσύ, μικρέ μου μάγε; Δε νομίζω να πληγώθηκες, έτσι; Δεν γίνεται να είμαι χορηγός ενός μάγου που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με έναν τοσοδούλικο δρακο-πάνθηρα;’, ρώτησε κοιτώντας τον Ξλίγκροντ μέσα από τα μισόκλειστα, μυωπικά του μάτια.

‘Τοσοδούλικο…;’, είπε χαμηλόφωνα ο μάγος, ενώ τα μάτια του πετούσαν φλόγες. ‘Τοσοδούλικο είναι αυτό που κρέμεται ανάμεσα από τα πόδια σου, Ρόμερ! Μα την Ιζμέλ, θα…’, φώναξε και έκανε να σηκωθεί, αλλά το μυώδες χέρι του Ούλριχ τον εμπόδισε.

‘Κάτσε κάτω, Μάικ’, του είπε άγρια ο Ούλριχ και με τα μάτια του έκανε νόημα να σωπάσει. ‘Συγνώμη για το μάγο μας, κύριοι, αλλά οφείλω να σας ενημερώσω πως ο εν λόγω δρακο-πάνθηρας είχε πάνω από πέντε μέτρα μήκος, ζύγιζε περίπου δύο τόνους, είχε νύχια που ξεσκίζουν ακόμα και τις μαγικές σου πανοπλίες, Τζακ, και έφτυνε τις μεγαλύτερες μπάλες φωτιάς που έχω δει στη ζωή μου. Οπότε καλό θα ήταν να μην αναφέρεστε σε πράγματα που δεν γνωρίζετε’. Μια από αυτές τις μπάλες φωτιάς έκαψε το αριστερό χέρι του Ξλίγκροντ και χρειάστηκε να τον πάνε σε έναν από τους ελάχιστους, και επομένως ιδιαίτερα ακριβούς, ιερείς του Γενγκ που ειδικεύονται στην επούλωση εγκαυμάτων.

‘Υπέροχο λογύδριο, Ούλριχ, αλλά πόσο αταίριαστο να βγαίνει από τα χείλη ενός βάρβαρου!’, του πέταξε ο Χιούθ, ο πιο μικροκαμωμένος από τους τρεις, αλλά και ο πιο άπληστος. Λογικό θα μου πείτε, αφού παλιότερα ήταν κλέφτης, όπως όλοι οι κλειδαράδες. ‘Λοιπόν, ακούστε με καλά και οι τρεις σας, γιατί θα τα πω μόνο μια φορά. Είμαστε οι χορηγοί σας, είτε το θέλετε, είτε όχι. Εμείς ήμασταν αυτοί που σας έκαναν αυτό που είστε τώρα. ‘Οι Υπέροχοι Τρεις’ είναι δικό μας δημιούργημα. Χωρίς εμάς, πιθανότατα τώρα θα ήσασταν νεκροί σε κάποια μισοξεχασμένη κρύπτη αγκαλιά με τίποτα αφυδατωμένα ζόμπι. Ο Τζακ έδωσε στον Ούλριχ τα όπλα και την πανοπλία του, ο Ρόμερ έδωσε σε αυτό το φρικιό με τα άσπρα μαλλιά ό,τι χρειάζεται για τα μαγικά του και εγώ στον Αθόρυβο τις πληροφορίες για να ξαφρίσει τους μισούς ευγενείς της πόλης! Κάνατε μια συμφωνία μαζί μας και θα την τηρήσετε. Και μη σας ξανακούσω να χρησιμοποιείτε τα αληθινά σας ονόματα! Αλλιώς…’, άφησε μισοτελειωμένη την απειλή του ο κλειδαράς.

‘Αλλιώς τι, Χιούθ;’, απαίτησε να μάθει ο Αθόρυβος, που φαντασιωνόταν να χώνει βαθιά στις κόχες των βατραχίσιων ματιών του Χιούθ δύο από τα αμέτρητα στιλέτα που είχε κρυμμένα πάνω του. ‘Δε σε συμφέρει να πάθουμε κάτι. Εμείς διαφημίζουμε τα προϊόντα σας! Όλη η πόλη έχει βάλει τις νέες, θωρακισμένες πόρτες σου! Αυτές που μου έχεις πει να μην παραβιάζω μέχρι να ξεπουλήσεις και να βγάλεις το νέο, βελτιωμένο μοντέλο! Ο Μάικ λέει σε κάθε συνέδριο μάγων που τον καλούν πως προμηθεύεται τα πάντα από τον Ρόμερ και ο Τζέικ…ο Τζέικ έχει σκοτώσει τόσα τέρατα με το μαγικό του τσεκούρι που απορώ πώς προλαβαίνεις τις παραγγελίες, Τζακ! Είστε οι τρεις πλουσιότεροι έμποροι της πόλης και ας μην το ξέρουν οι περισσότεροι. Εμείς το ξέρουμε και πολύ καλά μάλιστα! Εμείς κάναμε εσάς, όχι το αντίθετο! Τι άλλο θέλετε από εμάς, ε; Τι;!’, τους ρώτησε αγανακτισμένος ο Αθόρυβος, κοιτώντας τους τον ένα μετά τον άλλο στα μάτια. Τα διπλανά τραπέζια καίγονταν να μάθουν τι συζητούσαν τόσο έντονα οι έξι άντρες, αλλά δεν τολμούσαν να στρέψουν τα μάτια τους προς τα εκεί. Γι’ αυτό παρίσταναν τους αδιάφορους, πίνοντας αμίλητοι το ποτό τους. Τουλάχιστον, οι περισσότεροι.

‘Δεν θέλουμε κάτι, το απαιτούμε!’, του πέταξε ο Τζακ με το αυτάρεσκο ύφος του πλούσιου έμπορου που μιλάει στον υπάλληλό του. ‘Για την ακρίβεια, απαιτούμε τρία πράγματα από εσάς’, είπε χαμογελώντας σαν τον λύκο που βρέθηκε ξαφνικά μέσα στο μαντρί. ‘Ούλριχ, μέχρι το τέλος του μήνα θα μου φέρεις τριακόσια κεφάλια γκόμπλιν. Ούτε ένα λιγότερο’.

‘Μα, Τζακ…’, ξεκίνησε ο Ούλριχ με ένα σαστισμένο ύφος στο πρόσωπό του. ‘Οι φυλές των γκόμπλιν έχουν πάει πέρα από τον ποταμό Λουρ για να ξεχειμωνιάσουν! Αυτό που μου ζητάς είναι αυτοκτονία! Ξέρεις πως πέρα από τον ποταμό…’

‘Αυτό που ξέρω είναι πως μέχρι το τέλος του μήνα, θα έχω τριακόσια κεφάλια να διακοσμούν τους τοίχους του μαγαζιού μου’, τον έκοψε απότομα ο Τζακ. ‘Ρόμερ, η σειρά σου’, είπε απευθυνόμενος στον φαλακρό συνέταιρό του.

‘Σε ευχαριστώ, Τζακ. Λοιπόν, Ξλίγκροντ, άνοιξε τα αυτάκια σου και άκου. Θέλω τα μαγικά σου να είναι εφετζίδικα! Αυτά πουλάνε! Όχι αυτές οι βλακείες που κάνεις τώρα, κατάλαβες;! Θέλω φλόγες, κεραυνούς, χαλάζι, τέτοια πράγματα, όλα μαζί αν γίνεται! Αυτά φέρνουν πελάτες, όχι μαγικά του στυλ ‘κάνω τον Ούλριχ άτρωτο, τον Αθόρυβο πιο γρήγορο, τον εαυτό μου αόρατο!’. Αν είσαι αόρατος, πανηλίθιε ασπρομάλλη, πώς θα ξέρουν ποιος είσαι; Πώς θα διαφημίζεις το μαγαζί μου, ε; Με αυτά τα χαζοσυνέδρια που πας; Τα λεφτά δεν τα φέρνουν οι μάγοι, αλλά αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν μάγοι! Κατάλαβες;’, τον ρώτησε ο Ρόμερ, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε νευρικά με το αγαπημένο του δαχτυλίδι που καθιστούσε άχρηστη την όποια μαγική επίθεση εξαπολυόταν εναντίων του.

‘Το έχουμε συζητήσει αυτό, Ρόμερ’, απάντησε ο μάγος κουρασμένα. ‘Έχω ορκιστεί να μην χρησιμοποιώ τέτοιου είδους μαγεία. Ήμουν σαφής και τις προηγούμενες τετρακόσιες φορές. Αφού βγάζεις πολλά λεφτά και έτσι…’

‘Θέλω εντυπωσιακά μαγικά! Αυτά πουλάνε! Αλλιώς θα βρω κάποιον άλλο, χωρίς τους δικούς σου ανόητους ενδοιασμούς. Έχεις τριάντα μέρες!’, είπε ο Ρόμερ και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, δείχνοντας πως γι’ αυτόν το θέμα είχε λήξει.

‘Και τώρα η σειρά μου νομίζω, έτσι κύριοι;’, ρώτησε με εμφανή χαιρεκακία ο Χιούθ. ‘Αγαπημένε μου, Αθόρυβε, αυτό που θέλω από εσένα είναι παιχνιδάκι για κάποιον κλέφτη της δικής σου κλάσης. Έχεις ένα μήνα καιρό για να μου φέρεις το στέμμα του βασιλιά Πρίλετ. Θυμάσαι εκείνο το δαχτυλιδάκι της βασίλισσας; Νιώθει μοναξιά το καημενούλι. Αν αρνηθείς, θα καταλήξεις στη φυλακή. Έχω καταγράψει όλες τις ‘μυστικές’ συνομιλίες μας. Φυσικά, έχω αλλοιώσει τη δική μου φωνή, με τη βοήθεια του Λόντριλ του Βάρδου. Μην ξεχνάς επίσης πως γνωρίζω το πραγματικό σου όνομα, καθώς και το πού μένει η καημενούλα η ανάπηρη μανούλα σου’, τελείωσε την φράση του χαμογελώντας αθώα ο Χιούθ, λες και σχολίαζε το άρωμα του κρασιού του.

Για πρώτη φορά, ο ετοιμόλογος Αθόρυβος δεν είχε τι να πει. Ένα λεπτό πέρασε και κανείς τους δεν είχε μιλήσει. Το δεξί χέρι του Ούλριχ είχε ασπρίσει από την ένταση, τόσο σφιχτά κρατούσε τη λαβή του τσεκουριού του. Ξαφνικά, ο Αθόρυβος σηκώθηκε όρθιος, τρομοκρατώντας τους τρεις εμπόρους που λίγο έλειψε να πέσουν από την καρέκλα τους.

‘Αν τελείωσε αυτή η συζήτηση, μπορούμε να φύγουμε;’, ρώτησε σιγανά και χωρίς να περιμένει κάποια απόκριση, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και τη γαλήνη της νύχτας. Οι δύο σύντροφοί του τον ακολούθησαν.

‘Χαιρετισμούς στην μανούλα σου!’, φώναξε ο Χιούθ προκαλώντας ένα κύμα γέλιου στο τραπέζι.

 

ΙΙΙ

Μια Επιχειρηματική Πρόταση

 

Την επόμενη μέρα, οι Υπέροχοι Τρεις ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς το Νότο, προς τον ποταμό Λουρ. Λίγο πριν το μεσημέρι, τους επιτέθηκε μια ντουζίνα καθάρματα, οι οποίοι ή πολύ μεθυσμένοι ήταν ή πολύ ηλίθιοι και γι’ αυτό δεν αναγνώρισαν τα τρία υποψήφια, λέμε τώρα, θύματά τους. Αφού οι τρεις προβληματισμένοι ήρωες τους τακτοποίησαν μηχανικά, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς, έξι λιπόθυμους, τρεις δεμένους χειροπόδαρα να κρέμονται από μια βελανιδιά και έναν προσωρινά φυλακισμένο σε μια άλλη διάσταση, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους.

‘Δε μας είχες πει για τη μητέρα σου, Αθόρυβε’, ξεκίνησε ο Τζέικ, σκουπίζοντας το μαγικό του τσεκούρι από τα αίματα. ‘Αν χρειάζεσαι κάτι, εδώ είμαστε εμείς’, του είπε και τον άγγιξε φιλικά στον ώμο.

‘Το ξέρω, Τζέικ, σε ευχαριστώ. Δεν χρειάζομαι κάτι, όμως. Όλα είναι καλά’, απάντησε ο Αθόρυβος, ξαναβάζοντας τα στιλέτα του στις κρυμμένες τσέπες του μανδύα του. ‘Αυτό που με απασχολεί είναι το τι θα κάνουμε με τους χορηγούς μας!’, είπε ξεστομίζοντας τις τελευταίες λέξεις λες και δεν του άρεσε η γεύση τους. ‘Αυτό που μας ζητάνε είναι αυτοκτονία! Τουλάχιστον για εμάς του δύο. Ο Μάικ…’

‘Γνωρίζεις πολύ καλά πως δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω τη μαγεία που θέλει ο Ρόμερ, ακόμα και αν εξαρτιόταν η ζωή μου από αυτό. Το ορκίστηκα μπροστά στην ίδια την Ιζμέλ!’, του είπε εκνευρισμένα ο Μάικ. ‘Σας έχω πει για τον πατέρα μου’, συνέχισε θλιμμένα.

‘Ναι, Μάικ, το ξέρουμε’, τον καθησύχασε ο Τζέικ. ‘Δεν το εννοούσε έτσι ο Αθόρυβος, απλώς είναι θυμωμένος, όπως και εγώ, όπως και εσύ. Πάλι καλά που μας την έπεσαν εκείνοι οι γελοίοι προηγουμένως και ξεθόλωσε λίγο το μυαλό μου’.

Ποιοι γελοίοι;’, τον ρώτησε ο Αθόρυβος, που δεν είχε ιδέα πως κάρφωσε με τα μαχαίρια του πάνω από τους μισούς. ‘Πολεμήσαμε κάποιους;’, είπε και κοίταξε προς τα πίσω, ελπίζοντας να δει για ποιο πράγμα μιλούσε ο φίλος του.

‘Ε, εντάξει, μην φανταστείς τώρα πως πολεμήσαμε και κανά…’, άρχισε να του απαντά χαμογελώντας ο Τζέικ.

‘Έχουμε παρέα’, τον διέκοψε ο Μάικ δείχνοντας με.

‘Χαιρετώ τους Υπέροχους Τρεις’, τους είπα φωναχτά, δείχνοντάς τους πως είμαι άοπλος. ‘Ελπίζω να με συγχωρήσετε, αλλά άθελά μου, σας το τονίζω αυτό, άκουσα την, όχι και τόσο φιλική, συζήτηση που είχατε χθες με τους χορηγούς σας’.

‘Πώς σε λένε, ξένε;’, με ρώτησε ο Τζέικ κρατώντας ακόμα τον πολεμικό του πέλεκυ. ‘Δε μου αρέσει να μιλάω με αγνώστους’.

‘Και πολύ καλά κάνεις, Τζέικ’, του είπα χωρίς να το σκεφτώ. ‘Δε σε πειράζει να σε φωνάζω με το πραγματικό σου όνομα, έτσι δεν είναι;’, ρώτησα αμέσως καθώς έβλεπα πως μάλλον δεν αρχίσαμε καλά. ‘Με λένε Βαμ Πι Αρ και κάτι μου λέει πως είμαι η λύση στο πρόβλημά σας’.

‘Τι εννοείς;’, απαίτησε να μάθει ο Αθόρυβος. ‘Μήπως είσαι κάνας πληρωμένος δολοφόνος, ρε; Δεν θέλουμε παρτίδες με το σινάφι σας!’, φώναξε και έριξε μια γρήγορη ματιά αριστερά και δεξιά μήπως και δεν ήμουν μόνος.

‘Όχι, όχι, τίποτα τόσο…θανάσιμο, σας διαβεβαιώνω’, τους είπα με την επαγγελματική, σταθερή φωνή μου. ‘Είμαι υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων’.

‘Τι πράγμα είσαι;’, ξεστόμισαν και οι τρεις μαζί, με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.

‘Είμαι ένα είδος διαμεσολαβητή που βοηθάει τους πελάτες του στις οικονομικές, και όχι μόνο, συμφωνίες τους’, τους είπα αργά και καθαρά. Μια λάμψη αντικατέστησε τη σαστιμάρα στο βλέμμα τους. ‘Στην Ανατολή μας αποκαλούν μάνατζερ’.

‘Έχω ακούσει για σας’, ξεκίνησε να λέει ο Μάικ, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου. ‘Εκπροσωπείται άλλους ανθρώπους ή ομάδες και μιλάτε για λογαριασμό τους. Δε νομίζω πως χρειαζόμαστε τη βοήθεια σου, τα καταφέρνουμε μια χαρά και μόνοι μας’, τελείωσε τη φράση του κοιτάζοντας με νόημα το μαγικό πέλεκυ του Τζέικ.

‘Με παρεξηγήσατε. Δεν ήθελα να προσβάλλω τις ξακουστές ικανότητές σας. Απλώς’, συνέχισα με ολοένα και περισσότερο θάρρος καθώς έβλεπα πως τους είχα εξάψει την περιέργεια, ‘μπορώ να σας βοηθήσω σε κάποια όχι και τόσο κοινότυπα ζητήματα όπου η δύναμη, η πονηριά ακόμα και η μαγεία δεν μπορούν να δώσουν λύση’, είπα και τους κοίταξα έναν έναν με τη σειρά στα μάτια. ‘Οι γκουρού των Χιονισμένων Κορυφών μου έμαθαν όσα χρειάζομαι για να μπορώ να κλείνω τις πιο συμφέρουσες, άρα και επικερδείς, συμφωνίες για τους πελάτες μου. Και όλα αυτά μόλις με ένα 10% από τα κέρδος τους’.

‘Και πως μπορεί ένας…μάνατζερ να μας βοηθήσει στο να κόψουμε τριακόσια κεφάλια γκόμπλιν;’, με ρώτησε απότομα ο Τζέικ, ρίχνοντας μου ένα εξονυχιστικό βλέμμα.

‘Με το να έρθει σε επαφή με τον αρχηγό της πιο τρομερής φυλής αυτών των πρασινομούρικων τεράτων και να συνάψει μαζί του μια εμπορική συμφωνία’. Από τα πρόσωπά τους κατάλαβα πως το είχα παρακάνει με τις οικονομικές ορολογίες. Πήρα μια βαθειά ανάσα και συνέχισα. ‘Δηλαδή, εσείς θα βοηθήσετε τη φυλή των Βρωμόστομων στο να αφανίσει τους μισητούς εχθρούς τους, και αυτοί σε αντάλλαγμα θα σας δώσουν τον αριθμό των κρανίων που χρειάζεστε. Και έτσι όλοι βγαίνουμε κερδισμένοι. Λοιπόν, με προσλαμβάνετε ως μάνατζέρ σας;’

Τα χαμόγελα που σχηματίστηκαν στα πρόσωπά τους ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόμουν. Μια υπέροχη συνεργασία είχε μόλις αρχίσει…

Και οι τέσσερις ήταν υπέροχοι 1.1.doc

Link to comment
Share on other sites

Ενδιαφέρουσα η σύλληψη. Συνδυάζεις λίγο από το σήμερα στο φανταζί.

Μ' αρέσει ο τρόπος αφήγησης, είναι αρκετά καθημερινός και θα ήθελα να είναι έτσι ακόμα και από την πρώτη παράγραφο. Ώστε να με τραβήξεις από την αρχή. (Νομίζω ξεκινάς από τη δεύτερη παράγραφο)

 

Ίσως να έκοβες κάπως τους διαλόγους σε λιγότερες προτάσεις; Γιατί πολλές φορές ένας χαρακτήρας μιλάει για πολύ ώρα και δεν βάζεις μέσα εικόνες ή τους άλλους πως ακούν αυτά που λέει.

 

O μάνατζερ λέγεται Βαμ Πι Αρ όπως λέμε Vampire? χεχε

 

Σου εύχομαι καλή συνέχεια!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Άλεξ! Το θέμα με τους διαλόγους είναι πως εκεί ποντάρω, όχι στην περιγρφή ή στη δράση, γι' αυτό και ορισμένες φορές είναι εκτενείς. Αυτό με τον Βαμ Πι Αρ...ποιος ξέρει;; Το μέλλον (ελπίζω) θα δείξει!

Link to comment
Share on other sites

Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Άλεξ! Το θέμα με τους διαλόγους είναι πως εκεί ποντάρω, όχι στην περιγρφή ή στη δράση, γι' αυτό και ορισμένες φορές είναι εκτενείς. Αυτό με τον Βαμ Πι Αρ...ποιος ξέρει;; Το μέλλον (ελπίζω) θα δείξει!

 

Αν ποντάρεις στους διαλόγους τότε θα σου πρότεινα να δεις σε άλλα βιβλία πως χειρίζονται οι συγγραφείς τους μεγάλους διαλόγους για να τους κάνουν πιο αληθοφανείς, αλλά και πιο ζωντανούς. Για παράδειγμα, κόβεις την ομιλία του ήρωα κάνοντας να βήξει ή για να καταπιεί. Ή περιγράφοντας μια φασαρία στο περιβάλλον, ή ακόμα να περιγράφεις τις αντιδράσεις των άλλων ακροατών. Κι έπειτα ξανα-συνεχίζεις τον μονόλογο.

Link to comment
Share on other sites

Μ' άρεσε αυτή η διαφορετική εικόνα των ηρώων που μας έδωσες. Όχι πολύ μακριά απ' τα ηρωικά κατορθώματα και τους ύμνους, υπάρχει ένας σωρός από άλλα οικονομικά ζητήματα που τους κατατρέχει. Μια σημαντική αντίθεση, αν θες, με την κόσμο του φάντασυ, για τους ασυμβίβαστους ήρωες, αλλά μια σημαντική σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο.

 

Βρήκα κάπως αταίριαστα με τον φάντασυ κόσμο κάποια κοινά ονόματα που χρησιμοποιείς, Τζακ, Τζέικ, Μάικ. Επίσης, ήταν κάπως απότομη η αλλαγή από τρίτο σε πρώτο πρόσωπο. Και δεν ήταν τόσο απαραίτητη αυτή η αλλαγή. Κατά τα άλλα το διήγημα είναι ευχάριστο και απολαυστικό.

 

Καλή συνέχεια.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μ' άρεσε αυτή η διαφορετική εικόνα των ηρώων που μας έδωσες. Όχι πολύ μακριά απ' τα ηρωικά κατορθώματα και τους ύμνους, υπάρχει ένας σωρός από άλλα οικονομικά ζητήματα που τους κατατρέχει. Μια σημαντική αντίθεση, αν θες, με την κόσμο του φάντασυ, για τους ασυμβίβαστους ήρωες, αλλά μια σημαντική σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο.

 

Βρήκα κάπως αταίριαστα με τον φάντασυ κόσμο κάποια κοινά ονόματα που χρησιμοποιείς, Τζακ, Τζέικ, Μάικ. Επίσης, ήταν κάπως απότομη η αλλαγή από τρίτο σε πρώτο πρόσωπο. Και δεν ήταν τόσο απαραίτητη αυτή η αλλαγή. Κατά τα άλλα το διήγημα είναι ευχάριστο και απολαυστικό.

 

Καλή συνέχεια.

 

Σ'ευχαριστώ πολύ, Μέσμερ, για τα καλά σου λόγια. Τα ονόματα τα έβαλα απλά για να τονίσω πως οι ήρωες είναι κοινοί άνθρωποι κατά τα άλλα, με προβλήματα όπως όλοι μας. Το θέμα με την αφήγηση και μένα με έχει μπερδεψει, για να σου πω την αλήθεια. Εδώ, υποτίθεται πως από την πρώτη στιγμή τα αφηγείται όλα ο Βαμπ. Απλώς, μέχρι να παρουσιαστεί στους ήρωες στο τέλος, είναι ένας απλός παρατηρητής, δεν συμμετέχει στην ιστορία. Δεν ξέρω αν θα το κρατήσω βέβαια έτσι, γιατί είναι αρκετά περιοριστικό νομίζω.

Και πάλι σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου!

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Ωραία γραμμένο και αστείο διήγημα, σίγουρα με προδιαθέτει θετικά να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας των τεσσάρων αφου όπως λες αυτός ήταν ο πρόλογος(ο τέταρτος του τίτλου είναι ο Βαν Πι Αρ σωστά;). Όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, είναι μια σάτιρα του κλασικού ηρωικού φάνταζυ(ή αν προτιμάς του εμπορικού φάνταζυ τύπου Ντριτζτ Ντο Ερντε). Ο παραλληλισμός με manager και χορηγούς ήταν αρκετά πετυχημένος και έπιασε τον στόχο του, δηλαδή να βγάλει γέλιο ενω ξεκάθαρα το δυνατό σημείο του κειμένου ήταν οι διάλογοι του που ήταν ξεκαρδιστικοί("Χαιρετισμούς στην μανούλα σου! :mf_trombone:"). Αναμένω την συνέχεια των περιπετειών των τεσσάρων "υπέροχων".

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραία γραμμένο και αστείο διήγημα, σίγουρα με προδιαθέτει θετικά να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας των τεσσάρων αφου όπως λες αυτός ήταν ο πρόλογος(ο τέταρτος του τίτλου είναι ο Βαν Πι Αρ σωστά;). Όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, είναι μια σάτιρα του κλασικού ηρωικού φάνταζυ(ή αν προτιμάς του εμπορικού φάνταζυ τύπου Ντριτζτ Ντο Ερντε). Ο παραλληλισμός με manager και χορηγούς ήταν αρκετά πετυχημένος και έπιασε τον στόχο του, δηλαδή να βγάλει γέλιο ενω ξεκάθαρα το δυνατό σημείο του κειμένου ήταν οι διάλογοι του που ήταν ξεκαρδιστικοί("Χαιρετισμούς στην μανούλα σου! :mf_trombone:"). Αναμένω την συνέχεια των περιπετειών των τεσσάρων "υπέροχων".

 

Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σου λόγια, waylander. Σύντομα ελπίζω θα έρθει και η συνέχεια των υπέροχων τεσσάρων. (Και ναι, ο Βαμ Πι Αρ είναι ο 4ος)

Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Όπως είπα κι οι υπόλοιποι, η σύλληψη είναι πολύ καλή. Όπως επίσης κι η σύντομη εισαγωγή του αφηγητή ως προσώπου της ιστορίας. Θα έλεγα ότι όπως είναι τώρα είναι αρκετά ικανοποιητικό, μιας και στην αρχή σχεδόν ενοχλήθηκα από το "κλείσιμο του ματιού του αφηγητή προς τον αναγνώστη" (κάτι που προσωπικά δε μου αρέσει καθόλου, αν δεν έχει χρησιμότητα στο κείμενο). Όταν έφτασε η στιγμή της αποκάλυψης, ξαφνιάστηκα ευχάριστα κι αυτό είναι καλό.

 

Τώρα και μιας όπως λες βασίζεσαι πολύ στους διαλόγους σου, θα σου έλεγα κι εγώ να τους δουλέψεις ξανά και ξανά και ξανά. Όχι γιατί είναι κακοί, αλλά γιατί αν θες να γράψεις κάτι μεγάλο βασισμένο στο διάλογο, σίγουρα κάποια στιγμή θα βρεθείς σε κάποιο σημείο που ο διάλογος δε θα σε βοηθάει καθόλου και τότε θα πρέπει να έχεις εξασκηθεί πολύ καλά ώστε να μπορέσεις να το μαστορέψεις. Keep it up.  :yessir:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όπως είπα κι οι υπόλοιποι, η σύλληψη είναι πολύ καλή. Όπως επίσης κι η σύντομη εισαγωγή του αφηγητή ως προσώπου της ιστορίας. Θα έλεγα ότι όπως είναι τώρα είναι αρκετά ικανοποιητικό, μιας και στην αρχή σχεδόν ενοχλήθηκα από το "κλείσιμο του ματιού του αφηγητή προς τον αναγνώστη" (κάτι που προσωπικά δε μου αρέσει καθόλου, αν δεν έχει χρησιμότητα στο κείμενο). Όταν έφτασε η στιγμή της αποκάλυψης, ξαφνιάστηκα ευχάριστα κι αυτό είναι καλό.

 

Τώρα και μιας όπως λες βασίζεσαι πολύ στους διαλόγους σου, θα σου έλεγα κι εγώ να τους δουλέψεις ξανά και ξανά και ξανά. Όχι γιατί είναι κακοί, αλλά γιατί αν θες να γράψεις κάτι μεγάλο βασισμένο στο διάλογο, σίγουρα κάποια στιγμή θα βρεθείς σε κάποιο σημείο που ο διάλογος δε θα σε βοηθάει καθόλου και τότε θα πρέπει να έχεις εξασκηθεί πολύ καλά ώστε να μπορέσεις να το μαστορέψεις. Keep it up.  :yessir:

 

Σ'ευχαριστώ πολύ, Ευθυμία για τα καλά σου λόγια! Ξέρω πως δέν είναι εύκολο να ξαφνιαστείς! :p Ναι, έχεις δίκιο φυσικά, προσπαθώ συνεχώς να βελτιώνω το διάλογο και όχι μόνο. Ελπίζω κάποια στιγμή να το ολοκληρώσω! Και πάλι ευχαριστώ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Quest με χορηγούς. :B): Το διάβασα ευχάριστα και θα ήθελα να το δω τελειωμένο.

 

Μερικά πράγματα που σημείωσα:

 

Εκεί με τα πορτραίτα βρήκα μία ασάφεια: στην αρχή νόμιζα πως τα αγόρια της πόλης είχαν πορτραίτα των τριών αντρών και των ευγενών κοριτσιών. Μετά κατάλαβα ότι τα αγόρια και τα κορίτσια είχαν πορτραίτα των τριών αντρών, μόνο που τα κορίτσια είχαν εικόνες τους (των αντρών) γυμνές. Μπέρδεμα.

 

Η παρουσίαση του Αθόρυβου γίνεται λίγο κουραστική. Η επανάληψη ότι οι τρεις άντρες ήταν διάσημοι δεν χρειάζεται. (Μόλις μια παραγραφο πάνω μας έλεγες για τις αφίσες στα εφηβικά δωμάτια).  Επίσης, θα μπορούσε ο κλέφτης να έχει πιο εντυπωσιακό όνομα, Ίσκιος, Μαύρο Χέρι, Ύπουλο Φίδι, :rolleyes:   ... αλλά Αθόρυβος; Λίγο δεν είναι;

 

Το "σοφό" κεφάλι του "μόλις άνω των τριάντα" Ξλίγκροντ με ξένισε. Αν έλεγες κάτι για την ευφυϊα του, κάτι για τις γνώσεις του, Ο.Κ., αλλά η σοφία είναι άλλο πράγμα, που με παραπέμπει σε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο.

 

Σοβαρό πρόβλημα λογικής έχει η πρώτη σκηνή. Είναι δυνατόν να τους βλέπουν όλους μαζί; Δεν θα έπρεπε να συναντιούνται σε κρυφό μέρος, άλλο κάθε φορά, μεταμφιεσμένοι... κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο;

 

Τεράστιο πρόβλημα (βρίσκω να) έχει η ξαφνική εμφάνιση του αφηγητή. Μπήκε τόσο σφήνα στην ιστορία που με πέταξε έξω.

 

Γενικά, φαίνεται ότι έγραφες αυτόματα, πράγμα που μπορεί να σε οδηγήσει σε καλό δρόμο αρκεί να το δουλέψεις μετά, να δουλέψεις τις ιδέες, τις δυνατότητές του. Τώρα, στην αρχική του μορφή, δεν λειτουργεί όπως πρέπει, δεν χαλάρωσα να το ευχαριστηθώ.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Σ'ευχαριστώ για την κριτική, Άννα! Ελπίζω όταν κάποτε το τελειώσω να σου αρέσει πολύ περισσότερο!

Edited by Alucard
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..