niceguy0973 Posted October 31, 2012 Share Posted October 31, 2012 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νεκτάριος Μπουτεράκος Είδος: (φαντασία, τρόμος) Βία; (Όχι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων:4.054 Αυτοτελής; (Ναι) Νεκρομαντείο Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Η μόνη πηγή φωτός ήταν η οθόνη του υπολογιστή. Στο πρόσωπό του διαγράφονταν όλα τα έντονα χρώματα από τις σελίδες που διάβαζε. Τα μάτια του πήγαιναν ασταμάτητα δεξιά κι αριστερά, σαν εκείνα τα κουκλάκια με τα χαλαρά κεφάλια στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων. Την απόλυτη σιωπή του δωματίου αναστάτωσε το τρίξιμο της πόρτας. «Έχει πάει τρεις! Δεν θα κοιμηθείς;». Η Λυδία είχε περάσει μόνο το κεφάλι της από την πόρτα και τα μαύρα μαλλιά της κάλυπταν τα νυσταγμένα μάτια της. «Δώσε μου μισό, αγάπη! Δεν αργώ… Πρέπει να λαδώσω κι αυτήν την αναθεματισμένη τη πόρτα!». «Καλά! Άρη, μην αργήσεις γιατί έχουμε ταξίδι το πρωί!». «Δεν θυμάμαι να αποφασίσαμε πως θα πάμε παρέα…», χαμογέλασε ο Άρης. «Αν πας μόνος θα σου δώσω τη βέρα να τη φας! Δεν θα τη χαρείς, που είναι καινούργια. Κι αν μου αρνηθείς αυτό το ταξίδι θα είναι απόδειξη πως δεν με αγαπάς! Έχεις δώσει μια υπόσχεση…». Έκανε μια γκριμάτσα στο πρόσωπο κι έκλεισε την πόρτα. Ο Άρης κούνησε το κεφάλι και χάθηκε στις σελίδες του διαδικτύου. Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει την υπόσχεσή του, αλλά τώρα προτεραιότητα είχε το κείμενο μπροστά του. …στο Νεκρομαντείο, ο επισκέπτης δεν μεταβαίνει για να πάρει απλά και μόνο ένα χρησμό, αλλά για να συνομιλήσει με τις ψυχές των οικείων του αλλά πεθαμένων προσώπων… «Πολύ ενδιαφέρον!», ψιθύρισε. Κράτησε κάποιες σημειώσεις στο μπλοκάκι του και τέντωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι. Πριν βγει από το δωμάτιο, έριξε μια ματιά στο εξώφυλλο του πρώτου του βιβλίου, που είχε κορνιζάρει με καμάρι και χαμογέλασε. Η επόμενη μέρα ήταν μουντή και βροχερή. Ο Άρης φόρτωσε και την τελευταία βαλίτσα στο μικρό ασημί Golf του. Ο ίδιος είχε πάρει μόνο ένα μικρό σακίδιο. Όσα υπόλοιπα γέμιζαν το πορτμπαγκάζ ήταν της Λυδίας. Την κοίταξε με τα μάτια συνοφρυωμένα κι αυτή ανταπέδωσε με νάζι μικρού παιδιού. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για την Πρέβεζα. Η διαδρομή, παρότι όμορφη, ήταν κουραστική. Σύννεφα μαύρα πλαισίωναν τον ουρανό και χοντρές στάλες έσκαγαν με δύναμη στο τζάμι του αυτοκινήτου. Σύντομα έγιναν καταιγίδα. Η Λυδία είχε κολλήσει στην πλάτη της καρέκλας από τον φόβο της. Ο Άρης πάρκαρε στο πλάι και περίμενε για λίγο να κοπάσει η μπόρα. «Φοβάσαι;». Της έπιασε το χέρι, που είχε ασπρίσει από την πίεση. «Τώρα είμαι καλύτερα!», προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Ακόμα δεν το πιστεύεις έτσι;». «Τι δεν πιστεύω;». «Πως σ’ αγαπώ!». Την είδε να κατεβάζει το κεφάλι. Φαινόταν ακόμα λίγο δύσπιστη. «Θέλω το χρόνο μου! Εξάλλου πρέπει να μου το αποδείξεις είπαμε!». Ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο σχεδιάστηκε στον ουρανό, όμοιο με ζωγραφιά μικρού παιδιού. Έφερε το χαμόγελο στα χείλη της Λυδίας. Το ταξίδι συνεχίστηκε. Ο δρόμος ήταν αρκετά υγρός και η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος γέμιζε τα ρουθούνια τους. Οι στάλες πλέον που έσταζαν ήταν μόνο από τα δέντρα με τα βαριά κλαδιά τους. Έμοιαζαν με χέρια τεράστιων γιγάντων, που προσπαθούσαν να τους αρπάξουν κι αυτό εξίταρε τη συγγραφική φαντασία του Άρη. Το μυαλό του άρχισε να πλάθει ιστορίες. Δεν του ήταν δύσκολο, εξάλλου. Λάτρευε τους κόσμους που δημιουργούσε μέσα στο λαβύρινθο του εγκεφάλου του. Ήδη είχε διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά του ήρωα του και είχε σκεφτεί την έναρξη. Μέχρι να έφταναν στη Πρέβεζα θα είχε έτοιμο το πρώτο κεφάλαιο. Είχε σκοπό να βασανίσει τον ήρωα από την πρώτη κιόλας πρόταση. Θα τον έβαζε να ξυπνάει από ένα περίεργο ατύχημα… Οι παράλληλοι δρόμοι της φαντασίας και της πραγματικότητας, πολλές φορές ενώνονται με μια τόσο δα κλωστή, λεπτή και ασημένια… Ένιωσε το σώμα του βαρύ, να χάνεται σε ένα χαώδες κενό. Έπεφτε με ασύλληπτη ταχύτητα. Τριγύρω του υπήρχαν κορδέλες πολύχρωμες, αλλά και σκούρες μαύρες. Κάθε μια από αυτές είχε και μια ιστορία. Δικές του ιστορίες. Δικές του εμπειρίες. Έβλεπε σαν ταινία σε γρήγορη κίνηση τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του, τα όνειρά του. Από τις μαύρες, ζωντανές κορδέλες έβγαιναν οι εφιάλτες του, σαν πλοκάμια τεράστιου χταποδιού, και προσπαθούσαν να τον αρπάξουν, να του απομυζήσουν κάθε ρανίδα ζωτικής ενέργειας, αλλά και ψυχικής ανάγκης. Σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω – μάλλον προς τα κάτω, εφόσον έπεφτε με αυτό – και είδε μια λευκή οπή, όπου ένα φως καθάριο και ζωντανό τρύπωνε μέσα στο έρεβος του σκοταδιού. Μια περίεργη ζέστη ένιωθε στο κεφάλι του, που διαπερνούσε τις καστανόξανθες τούφες των μαλλιών του και απλωνόταν σαν χάδι στο πρόσωπό του. Η τρύπα μεγάλωνε και τον πλησίαζε. Δεν τον ενδιάφερε τι θα συναντούσε εκεί. Δεν ένιωθε φόβο πλέον. Αυτό ήταν ένα συναίσθημα, ωχρό, ξεθωριασμένο, απόμακρο. Οι κορδέλες τεντώνονταν και ήταν έτοιμες να κοπούν. Ήθελαν να τον φτάσουν. Άκουγε φωνές, μελωδίες, ουρλιαχτά. Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα εικόνων και ακουσμάτων, μπόρεσε και ξεχώρισε έναν γνώριμο ήχο σε μέταλλο αλλά και ήχο. Ναι, ήταν το όνομά του. Μικρό, δισύλλαβο. Και η φωνή τόσο γνώριμη και ζεστή. Άρη… Άρη… «Άρη! Έλα σε παρακαλώ! Σύνελθε… Μη με τρομάζεις». Η Λυδία είχε πέσει πάνω του σχεδόν και του κουνούσε με μανία το πρόσωπο. Τα μάτια του κινήθηκαν. Πετάρισαν τα βλέφαρα. Λίγο φως μπήκε από τη σχισμή τους και τον έκανε να συνέλθει. Το κεφάλι του ήταν μουδιασμένο και βαρύ και κάτι ζεστό κυλούσε στον αριστερό κρόταφο. Ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια μέχρι να συνηθίσει το φως και ανασηκώθηκε. Μέσα στην θολούρα του αναγνώρισε τη γυναίκα απέναντί του. Όταν άρχισε να ξεκαθαρίζει το οπτικό του πεδίο έριξε το βλέμμα του τριγύρω. Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο σε γωνία, στο αντίθετο ρεύμα. Τα ελάχιστα αυτοκίνητα που περνούσαν κόρναραν μανιωδώς και έβριζαν για την καθυστέρηση που τους προκαλούσαν. «Τι… τι έγινε;». Οι λέξεις έβγαιναν αφρώδεις, σαν βαμβάκι, από το στόμα του. «Γλιστρήσαμε! Χτύπησες το κεφάλι σου στο τζάμι μπροστά… και… και… Θεέ μου, ήταν τρομερό! Από τύχη γλιτώσαμε τον γκρεμό». Τα δάκρια της Λυδίας μούσκευαν το μπράτσο του. Έριξε μια ματιά αριστερά του και είδε τον απόκρημνο γκρεμό να χάσκει. Ένιωσε τις τριχούλες στο σβέρκο του να ορθώνονται. Κοίταξε στο καθρέφτη και είδε τη μελανιά και το αίμα να τρέχει στο κεφάλι του. Ένα δυνατό κορνάρισμα του τρύπησε τ’ αυτιά. Ένα φορτηγό απαιτούσε να περάσει. Έβαλε μπρος και πάρκαρε λίγο πιο κάτω για να περιποιηθεί το τραύμα του. Παρά την θολούρα και τον έντονο πονοκέφαλο, το ταξίδι κύλησε ομαλά μέχρι τη Πρέβεζα. Μόνο που είχε χαθεί ο ενθουσιασμός του ταξιδιού, μα ήταν λογικό. Ο Άρης προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο δρόμο μπροστά του, αλλά το μυαλό του ήταν γεμάτο περίεργες, ακυβέρνητες εικόνες. Βρήκαν το ξενοδοχείο τους, ένα μικρό, παραδοσιακό και ήσυχο, λίγο έξω από την πόλη, και τακτοποιήθηκαν. Ο Άρης έκανε ένα ντους, αλλά ένιωθε λίγο ασφυκτικά. Κατέβηκε στο δρόμο να κάνει ένα τσιγάρο. Μέχρι και ο καπνός τον ενόχλησε, λες και ήταν ξένος για τον οργανισμό του. Πέταξε το μισοκαμμένο τσιγάρο και μπήκε στην είσοδο. Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν τον κοίταξε περίεργα. Τα μάτια του ήταν μικρά και χωμένα στις κόγχες του. Τα χαρακτηριστικά του έντονα και τσιτωμένα σε ένα ωχρό πρόσωπο. Το μαλλί κολλημένο στο κρανίο, σαν ζωγραφισμένο πάνω του κι όχι ζωντανό. Τα χείλη του, δύο γραμμές μαραμένες, που είχαν φτιαχτεί μόνο για να φωνάζουν την απελπισία. Χαμογέλασε στον στεγνό αυτόν άντρα, χωρίς ανταπόκριση, βέβαια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, του έριξε μια τελευταία ματιά και είδε μια κόκκινη λάμψη να βγαίνει από τις τρύπες των ματιών του, ή έτσι νόμισε τουλάχιστον. Το μόνο σίγουρο ήταν πως χρειαζόταν ξεκούραση. Το πρωί ξύπνησε απότομα από τους εφιάλτες που τον ταλαιπωρούσαν. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και το τραύμα του τον έτσουζε αρκετά. Γύρισε να δει τη Λυδία, αλλά το κρεβάτι ήταν άθικτο δίπλα του. Στο κάλεσμά του δεν απάντησε κανείς. Πήρε το κινητό από δίπλα του και την κάλεσε. Το είχε κλειστό. Το μόνο που μπορούσε να του περάσει από το μυαλό ήταν πως βγήκε για βόλτα. Πήρε ένα παυσίπονο και άνοιξε το παράθυρο. Δεν φαινόταν πουθενά ο ουρανός. Μια περίεργη, πυκνή ομίχλη κάλυπτε τα πάντα. Αλλιώς το είχε φανταστεί το ταξίδι αυτό. Ντύθηκε, πήρε φωτογραφική μηχανή και μπλοκάκι και κατέβηκε στο ισόγειο. Ο άντρας της ρεσεψιόν βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με το την ίδια ακριβώς έκφραση. «Καλημέρα σας! Μήπως άφησε κάποιο μήνυμα η γυναίκα μου;». Το πρόσωπο το άντρα κινήθηκε ελαφρά, ίσα για να τον κοιτάξει στα μάτια. «Ποια γυναίκα σας;». Η απάντηση ήρθε ξερή, μηχανική. «Η μελαχρινή κοπέλα που ανεβήκαμε στο δωμάτιο χτες βράδυ. Είναι γυναίκα μου, ξέρετε…». «Μόνος σας ήρθατε και μόνος σας ανεβήκατε στο δωμάτιο, κύριε. Αν δεν αισθάνεστε καλά να ειδοποιήσω το γιατρό της περιοχής». «Εντάξει, εντάξει… Κατάλαβα! Είναι οι συνηθισμένες πλάκες τις Λυδίας! Έχετε χιούμορ πάντως και δεν σας φαίνεται!», απάντησε, γελώντας ο Άρης, αλλά η μάσκα που είχε απέναντί του δεν κινήθηκε. Με ένα αμήχανο νεύμα χαιρέτησε και βγήκε από το ξενοδοχείο. Αγνόησε την πνιγηρή ατμόσφαιρα και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Πριν ξεκινήσει, άνοιξε τον χάρτη για να αποστηθίσει τη διαδρομή. Από μικρός το είχε αυτό το καλό. Δύσκολα έχανε τον προσανατολισμό του. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Σε ομαλές συνθήκες η διαδρομή δεν θα ήταν μακρινή, μα με μια τόσο πυκνή ομίχλη, ο Άρης πήγαινε σημειωτόν. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα έπαιρνε στο κινητό τη Λυδία, αλλά αυτό συνέχιζε να είναι εκτός λειτουργίας. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, αλλά η Λυδία τέτοιες φάρσες έκανε συχνά κι αυτό τον ηρεμούσε λίγο. Τα φώτα ομίχλης δεν βοηθούσαν καθόλου. Ευτυχώς οι λευκές γραμμές του δρόμου τον καθοδηγούσαν. Κοιτούσε συνεχώς δεξιά κι αριστερά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος της μηχανής. Μαύρες σκιές διαγράφονταν μέσα στους πυκνούς όγκους της ομίχλης, σαν μορφές που πάσχιζαν να ελευθερωθούν. Ο Άρης κούνησε το κεφάλι του και ένιωσε περήφανος για την υπέρμετρη φαντασία του. Ήταν σίγουρος πως θα του απόφερε ένα εντυπωσιακό βιβλίο φαντασίας με πολλά κέρδη, καθώς κι έναν ευτυχισμένο εκδότη. Μετά από ώρα έφτασε στο σημείο του Νεκρομαντείου. Άφησε το αυτοκίνητο κάπου κοντά και βγήκε. Κόντευε μεσημέρι και η ομίχλη δεν είχε αραιώσει καν. Κάθε βήμα που έκανε έδιωχνε μακριά μεγάλες τούφες από αυτή. Οι πέτρες των ερειπίων άρχισαν να διαγράφονται μέσα από το σύννεφο. Δέντρα γυμνά πρόβαλαν τριγύρω. Ο Άρης αφουγκράστηκε μέσα στη σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε καν το φτερούγισμα ενός μικρού πουλιού. Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξε λίγες φωτογραφίες. Τις είδε στο πίσω μέρος και δεν ενθουσιάστηκε. Είχε αποτυπωθεί κάθε τονική διαβάθμιση του γκρίζου και λίγες διάσπαρτες πέτρες. Πήρε το μπλοκάκι στα χέρια του, κράτησε κάποιες σημειώσεις και σκίτσαρε πρόχειρα το σχεδιάγραμμα του χώρου, όσο μπορούσε να το καταλάβει. Κάθισε σε μια πέτρα και άρχισε να γράφει μερικές ιδέες που γέννησε το μυαλό του. Είχε απορροφηθεί αρκετά, όταν άκουσε κάτι σαν σούρσιμο στο έδαφος. Πετάχτηκε όρθιος. Έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και όταν επέστρεψε στο αρχικό σημείο, την είδε… Μια γυναικεία φιγούρα με φαρδύ φόρεμα εποχής και πρόσωπο χωρίς χαρακτηριστικά. Σκούρο και ακαθόριστο. Η μορφή ήταν συγκεχυμένη, σαν συνέχεια της ομίχλης, αλλά ήταν σίγουρος πως την είδε. Μετά από ένα γρήγορο πετάρισμα των βλεφάρων η μορφή είχε εξαφανιστεί. Ο Άρης ανατρίχιασε. «Ποιος είναι εκεί; Απάντησέ μου! Λυδία!». Σίγουρα δεν ήταν η γυναίκα του αυτή, αλλά το όνομα βγήκε αυθόρμητα. Έβαλε το σημειωματάριο στο σακίδιο και περπάτησε προς το σημείο που είδε τη γυναικεία μορφή. Προσπάθησε με τα χέρια του να διώξει τα ιπτάμενα σύννεφα, αλλά αυτά επέστρεφαν με θράσος. Η απόκοσμη σιωπή έπαψε. Περίεργους ήχους έπιασε το αυτί του. Προσπάθησε να συντονιστεί μαζί τους, μα ήταν αδύνατο. Ο φόβος έκανε τη καρδιά του να χτυπά γρήγορα και οι παλμοί του υπερίσχυαν των αχνών θορύβων. Σαν ήχοι φωνών ήταν, απόμακροι, όμως, λες και τους χώριζε κάποιος αόρατος τοίχος. Ύστερα σταμάτησαν. Απότομα, όπως ακριβώς είχαν αρχίσει. Ο Άρης θεώρησε πως ήταν επηρεασμένος από το γύρω περιβάλλον και συνέχισε την περιήγησή του, αφού έκανε μια ακόμα κλήση στη Λυδία, χωρίς αποτέλεσμα. Προχωρώντας προς το κεντρικό χώρο του Νεκρομαντείου άρχισε να αισθάνεται ζέστη. Μικρές στάλες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του, κάτω από τις ρίζες των πυκνών μαλλιών του. Έβγαλε το σακίδιο και το μπουφάν και το έδεσε στη μέση του. Άνοιξε δύο κουμπιά από το πουκάμισό του και σκούπισε τον ιδρώτα με την ανάστροφη του χεριού του. Τότε ήταν που οι περίεργοι ήχοι άρχισαν πάλι. Αυτή τη φορά έμοιαζαν με ήχους μουσικής. Μελωδικοί και γεμάτοι στόμφο, μα μακρινοί, δυσδιάκριτοι. Προσπάθησε να προσηλωθεί σε αυτούς, όταν ένιωσε το ρίγος κρύου. Η θερμοκρασία είχε αλλάξει απότομα. Ένα πέπλο παγωνιάς τον τύλιξε τόσο δυνατό, που άρχισε να αισθάνεται τον ιδρώτα του να κρυσταλλώνει. Φόρεσε το μπουφάν και σήκωσε το γιακά αρκετά ψηλά. Αγκάλιασε τα χέρια του κι άρχισε να τα τρίβει. Μικρές φωτεινές μάζες, σαν φλόγες αιωρούμενες εμφανίστηκαν απέναντι. Έστεκαν στον αέρα, όπως οι φλόγες από λαμπάδες ανάστασης, λίγο πιο θολές. Όπως μικρές πυγολαμπίδες, πέταξαν στον χώρο και σταμάτησαν μπροστά σε ένα σημείο. Με φόρα τότε εξαφανίστηκαν σε μια τρύπα του εδάφους. Ο Άρης πλησίασε άπνοος και παρατήρησε το άνοιγμα μπροστά του. Μια πέτρινη σκάλα χανόταν στα έγκατα της γης. Ήταν το σημείο που οδηγούσε στην καρδιά του Νεκρομαντείου. Είχε μελετήσει καλά το χώρο από το διαδίκτυο. Προς στιγμήν δίστασε. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να κατέβει. Το πήρε απόφαση, όταν άκουσε τη φωνή της Λυδίας – απόμακρη, βέβαια, κι αυτή – να τον καλεί από τα βάθη του ανοίγματος. Ώστε όλα δικά της κόλπα ήταν. Εκμεταλλεύτηκε την ατμόσφαιρα τρόμου της ομίχλης για να παίξει τα παιχνιδάκια της. Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πως κατάφερε να δημιουργήσει την οφθαλμαπάτη της φλόγας. Γέλασε και με τη σκέψη αυτή κατέβηκε τη σκάλα. «Που είσαι πονηρό θηλυκό; Πως τα έκανες όλα αυτά; Με τάραξες το ξέρεις». Ο αντίλαλος της φωνής του γέμισε την αίθουσα. Δεν πήρε καμία απάντηση, παρά ένα αχνό γελάκι που χάθηκε κι αυτό στον πνιχτό αέρα. Ο χώρος κάτω με τις αψιδωτές καμάρες τον ενθουσίασε και ξέχασε όσα είχαν προηγηθεί. Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή κι αφέθηκε στο θαυματουργό κουμπί της. Αφού αφιέρωσε λίγο χρόνο στις λήψεις του, ύστερα γύρισε να τις θαυμάσει. Τότε παρατήρησε πως σε κάθε λήψη υπήρχε ένα σύμβολο στον τοίχο. Σαν αράχνη με δύο πόδια δεξιά κι άλλα δύο αριστερά, που σχημάτιζαν γωνία και τα αντίστοιχα πιο μικρά χέρια στο πάνω μέρος. Στη θέση του κεφαλιού είχε κάτι που έμοιαζε με μικρή τρίαινα, με το μεσαίο κομμάτι κοντύτερο, και στο κάτω μέρος μια φούσκα στρογγυλή. Κάτι του θύμιζε το σύμβολο αυτό, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Πλησίασε τα σημεία, όπου απεικονιζόταν το σύμβολο στις φωτογραφίες, μα στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εκεί. Κοίταξε μια τη φωτογραφία και μια τον τοίχο. Έτρεξε και στους υπόλοιπους τοίχους, όμως μάταια. Για αυτό σίγουρα δεν ευθυνόταν η Λυδία. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, τα γόνατά του σχεδόν λύγισαν. Πήρε την απόφαση να φύγει. Αυτό που είδε, όμως, τον κόλλησε στον τοίχο. Μορφές άυλες, διαφανείς, έκαναν πομπή στο χώρο. Μπροστά τρεις ιερείς με πρόσωπα αυστηρά και ρυτίδες να αυλακώνουν τα πρόσωπά τους. Παρά πίσω κόσμος να κλαίει και να οδύρεται. Γυναίκες να ξεριζώνουν τις τρίχες από τα μαλλιά τους, άντρες με πρόσωπα χαρακωμένα από τον πόνο, παιδιά με μάτια κλαμένα και βλέμματα μελαγχολικά. Κι όλοι αυτοί, γεννήματα άλλης εποχής, παλιάς, άγνωστης. Από τα χέρια τους έπεφταν κουκιά κι απ’ άλλους βότανα. Ήταν οι επισκέπτες του Νεκρομαντείου, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε αυστηρή δίαιτα για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν με τους χαμένους, δικούς τους ανθρώπους. Όλες οι γνώσεις αυτές ήρθαν σαν αναλαμπή στο μυαλό του Άρη. Μπορούσε και άκουγε το παράπονό τους. Δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους, δεν ήταν ξεκάθαρη στ’ αυτιά του, αλλά δεν ήταν και απαραίτητο. Ο πόνος ήταν έκδηλος στα πρόσωπά τους. Πέρασαν από μπροστά του κι ύστερα διαλύθηκαν στον αέρα. Βροχή δυνατή άρχισε έξω. Οι στάλες της έπεφταν στον τοίχο κάνοντας δυνατό θόρυβο, λες και πυροβολούσαν. Νερά άρχισαν να μπαίνουν από τρύπες και τα μικρά παράθυρα. Τα νερά, όμως, αυτά ήταν πύρινα. Σαν από λάβα καμωμένα. Δημιουργούσαν ρυάκια από μικρές φωτιές στο έδαφος. Ο Άρης τρέμοντας πισωπάτησε λίγο ακόμα. Ξαφνικά έχασε τη γη από τα πόδια του. Βρέθηκε να κατρακυλάει σε μια δεύτερη σκάλα, όπου έμπαινε βαθύτερα στη γη. Η πτώση του σταμάτησε και σηκώθηκε απότομα. Δεν είχε χτυπήσει πουθενά. Ήταν τυχερός μέσα στην ατυχία του. Πήγε να ανέβει τα σκαλιά, όταν άκουσε ένα ξερόβηχα μέσα από το χώρο. Τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι και παρατήρησε μια μορφή στη γωνία της αίθουσας. Δεν ήταν άυλη η μορφή αυτή, αλλά φαινόταν ολοζώντανη. Πλησίασε με κομμένη την ανάσα. Η εικόνα γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη στα μάτια του. Ένας ισχνός άντρας, λιπόσαρκος, με λευκά, μακριά και βρώμικα γένια, που χάιδευαν το διαγεγραμμένο στέρνο του. Γύρω από τους γοφούς υπήρχε ένα βρώμικο ύφασμα, τυλιγμένο καλά, για να κρύβει τη γύμνια του. Δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν ακαθαρσίες και σκόρπια κουκιά. Το κεφάλι του ήταν ριγμένο μπροστά και τα χέρια του, άψυχα θαρρείς, στο πλάι. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, οπότε πλησίασε περισσότερο. Το σώμα του είχε μουδιάσει, τα πόδια του δεν τον στήριζαν καλά, αλλά κάτι τον τραβούσε σε αυτόν τον περίεργο γέρο. Μια έντονη, ανεξήγητη έλξη. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής, κάθισε πάνω στα πόδια του και αφουγκράστηκε για να ακούσει την αναπνοή του. Σιωπή! Απόλυτη ησυχία. Το χέρι του Άρη κουνήθηκε. Ο εγκέφαλός του έδινε από μόνος του εντολές. Δεν μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις του. Τα δάκτυλά του είχαν σχεδόν φτάσει τον ώμο του λιπόσαρκου ηλικιωμένου. Ξαφνικά ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του με μια απότομη κίνηση. Ο Άρης πετάχτηκε και έπεσε προς τα πίσω. «Ποιος… ποιος είσαι εσύ;», ακούστηκε η βραχνή φωνή του γέρου. «Άρη με λένε! Είμαι… είμαι συγγραφέας και ήρθα εδώ για… για να…». «Χμμμμ… Κάτσε κοντά μου… Άρη!». Ο Άρης σηκώθηκε αργά από το έδαφος και πλησίασε το γέρο. Αυτός με το χέρι του που έτρεμε του έδειξε την πέτρα απέναντί του για να καθίσει. Ο Άρης απλά υπάκουσε. «Ξέρεις που βρίσκεσαι, Άρη;», συνέχισε να ρωτά ο γέρος με τη βαθιά, αλλόκοτη φωνή του. «Στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα! Ήρθα για…». «Από τη φύση μας οι άνθρωποι δεν μπορούμε να μένουμε μόνοι, χρειαζόμαστε συντροφιά», τον διέκοψε ο γέρος. «Σ’ αυτό το όμοιο, λοιπόν, ον, που διαλέγουμε για να μας καλύπτει τις ψυχικές, και όχι μόνο, ανάγκες, έχουμε μεγάλη ευθύνη». «Δεν καταλαβαίνω!», τον κοίταξε απορημένος ο Άρης μέσα στα μάτια. «Νιώθεις μοναξιά, νεαρέ;». «Όχι, έχω τους φίλους μου, τη γυναίκα μου…». «Νιώθεις μοναξιά;», επέμενε ο γέρος. «Υπάρχουν στιγμές που την αισθάνομαι, ναι!». «Και πως λυτρώνεσαι;». «Προσπαθώ να μην είμαι μόνος». «Γιατί αποφάσισες να ζήσεις μαζί με τη σύντροφό σου;». «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω! Ήρθα εδώ για να συλλέξω στοιχεία για το βιβλίο μου, συμβαίνουν τα απίστευτα πράγματα και τώρα μου κάνει ανάκριση ένας… ένας ηλικιωμένος που δεν γνωρίζω…». Ο Άρης είχε σηκωθεί όρθιος και φώναζε. Οι φλέβες είχαν πεταχτεί στο πρόσωπό του και τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Έτρεμε ολόκληρος. «Βλέπεις κάποιον τριγύρω να σε κρατάει, νέε μου! Είσαι ελεύθερος να φύγεις οποιαδήποτε στιγμή θέλεις…». «Αυτό θα κάνω!», φώναξε εξοργισμένος ο Άρης, με έναν θυμό, που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προερχόταν. Κίνησε να φύγει. «Καλά κάνεις! Βάλτο στα πόδια! Έχεις και κάποιες υποσχέσεις να ξεχρεώσεις!». Ο Άρης πάγωσε στο βήμα που είχε κάνει. Τη ραχοκοκαλιά του τη διέτρεξε κρύος ιδρώτας και το μυαλό του άδειασε. Γύρισε με μάτια διάπλατα και κοίταξε τον ερειπωμένο γέρο. «Υποσχέσεις; Πως…». «Αυτό κάνουμε πάντα οι άνθρωποι. Δίνουμε υποσχέσεις, που κάποιες τηρούμε και κάποιες όχι!». Ο Άρης κάθισε πάλι στη θέση του, πιο ήρεμος. «Πως βρέθηκες εσύ εδώ;». «Περιμένω…». Οι λέξεις του βγήκαν βαθιά, από μέσα του, πονεμένες. «Τι;». «Κάνω δίαιτα… Ξέρεις, αν δεν κάνεις δεν μπορείς να δεις τους αγαπημένους σου. Περιμένω εδώ τη σειρά μου. Κάποια στιγμή θα τον δω… Έτσι όπως ήταν πάντα, καμαρωτός, γενναίος, με τη βαριά πανοπλία και τη σπάθα στο πλάι… Ήταν καλός πολεμιστής… Ήρωας!». «Μα…». «Κι εσύ είσαι γενναίος. Ξέρεις να κρατάς τις υποσχέσεις σου!». «Δεν κράτησα καμία υπόσχεση». Ο γέρος τον κοίταξε και η γραμμή των χειλιών του έγινε λίγο καμπυλωτή. «Τι φοβάσαι περισσότερο;» «Δεν φοβάμαι… Τουλάχιστον δεν έχω φοβηθεί μέχρι σήμερα… Με όλα αυτά δεν ξέρω πια! Ίσως… ναι, το μόνο που φοβάμαι είναι να μην πάθουν κάτι τα πρόσωπα που αγαπώ». «Το απέδειξες αυτό!». «Πως;» «Τον θάνατο τον φοβάσαι;». «Δεν νομίζω! Όχι για μένα! Κάποτε με τρόμαζε, αλλά όταν έχασα τον πατέρα μου, τότε άλλαξαν όλα». «Το χειρότερο είναι όταν φεύγει πρώτα το παιδί και μετά ο γονιός. Ξέρω τι σου λέω! Δεν θυμάμαι πόσο καιρό περιμένω εδώ! Μόνο για μια ματιά! Ένα βλέμμα και ύστερα… Ύστερα ας χαθώ! Αλλά δεν έρχεται… Μου το είχαν υποσχεθεί πως θα τον δω... Κι εσύ είχες δώσει μια υπόσχεση και την τήρησες. Είσαι άξιος!». «Το λες και το ξαναλές! Δεν έχω δώσει καμία υπόσχεση… Και να έχω δώσει, που το ξέρεις εσύ;». «Το φωνάζουν όλοι εδώ μέσα! Δεν ακούς τις φωνές; Άκου;». Ο Άρης προσπάθησε να ακούσει. Κάποιους θορύβους έπιασε από μακριά αλλά τίποτα το ξεκάθαρο. «Δεν μπορώ… Δεν μπορώ ν’ ακούσω…». «Δεν έκανες δίαιτα εσύ! Όμως, θα σου πω ένα κόλπο… Προσπάθησε να αδειάσεις το μυαλό σου και θα ακούσεις… Θα ακούσεις!». Συγκεντρώθηκε, κλείνοντας τα μάτια. Άρχισε να νιώθει ελαφρύς, σαν να ξεκολλούσαν τα πόδια του από το έδαφος. Ύστερα άκουσε. Άκουσε φωνές, λέξεις, γλώσσες που δεν καταλάβαινε. Συγκεντρώθηκε περισσότερο και άκουσε μια λέξη που κατάλαβε. «Κάτι… κάτι ακούω!». «Πες το!». «Θυ.. θυσιάστηκες!». «Οι νεκροί πάντα ξέρουν…», είπε ο γέρος κι έριξε πάλι το κεφάλι του μπροστά και τα χέρια στο πλάι. Ο Άρης σηκώθηκε όρθιος. Νόμισε πως άκουσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Πισωπάτησε κι άρχισε να τρέχει. Ανέβηκε τις σκάλες γρήγορα και βρέθηκε στο χώρο, όπου νωρίτερα ήταν γεμάτος με πύρινες γλώσσες στο έδαφος. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε φωτιές, ούτε άυλες υπάρξεις. Τίποτα. Μόνο νεκρική σιωπή. Ένας κόμπος του έκλεινε το λαιμό. Ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει, μα δεν μπορούσε. Πνιγόταν, όμως, και χρειαζόταν αέρα. Συνέχισε να ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά η ομίχλη βρισκόταν ακόμα εκεί. Όχι τόσο πυκνή, όπως πριν. Τώρα κινούταν τριγύρω, σαν φίδι από καπνό. Αγκάλιαζε τις πέτρες, το μνημείο, τα ξερά χορτάρια, τα άφυλλα δέντρα. Τόσο άδειος δεν είχε νιώσει ποτέ. Άδειος, όπως ο χώρος γύρω του. Απονεκρωμένος με ένα φίδι από καπνό να τριγυρίζει μέσα του και να τον σφίγγει. Το αίσθημα ήταν ασφυκτικό, όπως το τοπίο και η ομίχλη. Ήθελε να φύγει. Να βρει τη Λυδία. Τα λόγια του γέρου του έφεραν μοναξιά, μα κι ένα κρυφό μήνυμα, που δεν είχε ακόμα ξεδιαλύνει στο μυαλό του. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Ο χώρος που το είχε παρκάρει ήταν άδειος. Ήταν σίγουρος πως το είχε αφήσει εκεί. Έψαξε γύρω από το Νεκρομαντείο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Κάθισε σε μια πέτρα κι έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια του. Ήθελε να κλάψει, μα τα μάτια του ήταν στεγνά. Άκουσε τότε βήματα. Όρθωσε το κεφάλι και κοίταξε ολόγυρα. Την είδε από μακριά. Ήταν η Λυδία. Ερχόταν προς το μέρος του Νεκρομαντείου. Η ομίχλη την έκανε θολή, σκούρα, αλλά ήταν απόλυτα σίγουρος πως ήταν αυτή. Όλο πλησίαζε. Όταν καθάρισε λίγο η εικόνα της, ο Άρης ταραγμένος σηκώθηκε. Είχε έναν επίδεσμο στο κεφάλι και το χέρι της ήταν σε νάρθηκα. «Τι έπαθες;», της φώναξε. «Που χτύπησες, αγάπη μου;». Δεν πήρε καμία απάντηση. Μόνο πλησίαζε. Έφτασε κοντά και τον προσπέρασε. Τα μάτια της ήταν άδεια και δύο μαύροι κύκλοι κρέμονταν από κάτω. Φαινόταν σαν… νεκρή. Ο Άρης θυμήθηκε τα λόγια του γέρου. Του τρυπούσαν τα αυτιά. Οι νεκροί πάντα ξέρουν… Έτρεξε να τη πιάσει, μα όταν την ακούμπησε χάθηκε στη μορφή της. Ήταν νεκρή! Και είχε έρθει στο Νεκρομαντείο για να τη δει. Όπως τότε, παλιά. Μια άθλια αναβίωση της ιστορίας. Κύματα οργής και θλίψης τον συνεπήραν, αλλά δεν μπορούσε να τα εκφράσει. Χιλιάδες ερωτήματα, πως, γιατί, πότε… Καμία απάντηση. Ήταν νεκρή. Δεν την είχε πια. Η Λυδία σταμάτησε μπροστά από το Νεκρομαντείο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρια. Λυγμοί βγήκαν από το στόμα της και το πρόσωπό της ζάρωσε. Ένα ουρλιαχτό και μια λέξη μπλέχτηκαν στον αέρα. «Γιατί;». Ο Άρης πλησίασε θολωμένος. Ήταν δίπλα της, τόσο κοντά της και τόσο μακριά ταυτόχρονα. Ήθελε να την αγγίξει, να της μιλήσει, να την αγκαλιάσει και να την καθησυχάσει, μα ήταν νεκρή. «Γιατί, το έκανες;», συνέχισε να μονολογεί η Λυδία. «Όχι έτσι! Δεν ήθελα μια τέτοια απόδειξη…». Τα λόγια της, τον μπέρδεψαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε. Ξαφνικά εικόνες ήρθαν στο μυαλό του. Το αυτοκίνητο που γλιστρούσε… ο γκρεμός δίπλα… η πόρτα που άνοιξε! Όχι η δική του, της Λυδίας! Κι ένα χέρι, το δικό του να τη σπρώχνει έξω. Κι αυτός έπεφτε… έπεφτε… Κατάλαβε! Η καρδιά του ησύχασε. Ο νους του ηρέμησε. Η ομίχλη έφυγε. Ένας ήλιος λαμπερός φώτισε τα πάντα. Με τόσο δυνατό φως που κάποιος θα το θεωρούσε εκτυφλωτικό, αλλά για τον ίδιο δεν ήταν. Από το πρόσωπό του έφυγε η αγωνία κι ένα χαμόγελο πήρε τη θέση της. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλο της Λυδίας. Ύστερα κατευθύνθηκε προς τον λαμπερό ήλιο. Η Λυδία ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Μια περίεργη ηρεμία απλώθηκε πάνω της. Κοίταξε το Νεκρομαντείο του Αχέροντα κι έφερε το χέρι χαμηλά στη κοιλιά της… Νεκρομαντείο.doc Edited October 31, 2012 by niceguy0973 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 31, 2012 Share Posted October 31, 2012 Μια ιστορία για ένα μέρος που θέλω πολύ να επισκεφτώ. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία κάποια στιγμή. Ωραία ιστορία. Με πολύ όμορφες εικόνες και περιγραφές. Πιστεύω πως έδωσες αρκετά καλά και ζωντανά την ατμόσφαιρα που περιμένει να συναντήσει κάποιος όταν βρίσκεται σ' ένα νεκρομαντείο. Στην αρχή μού φάνηκαν κάπως εύκολες οι εξελίξεις. Δηλαδή, το πώς ξεκόλλησε το αυτοκίνητο που λίγο έλειψε να πέσει στον γκρεμό, το πόσο εύκολα μπήκε ο Άρης στο νεκρομαντείο. Αλλά αυτό συνέβη επειδή πίστεψα πως συνέβη το αντίθετο, ότι η Λυδία είχε πεθάνει κι ο Άρης επρόκειτο να βρει τις αποδείξεις στο νεκρομαντείο. Οπότε, απ' αυτήν τη σκοπιά, μου άρεσε πολύ η ανατροπή. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι είναι κάτι αναμενόμενο σε τέτοιου είδους ιστορίες, αλλά δεν με πείραξε καθόλου και την ευχαριστήθηκα. Καλή συνέχεια, Νεκτάριε. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.