niceguy0973 Posted November 4, 2012 Share Posted November 4, 2012 Όνομα Συγγραφέα: Νεκτάριος Μπουτεράκος Είδος: (Ηρωική φαντασία - Παραμύθι) Βία; (Λίγο) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: Άγνωστο ακόμα Αυτοτελής; (Οχι.) (1ο κεφάλαιο) Σχόλια: Το παραμύθι για μικρούς και μεγάλους που γράφω στο Nanowrimo (Αδιόρθωτο ακόμα) Κεφάλαιο 1 Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει. Τα πεύκα μοσχοβολούσαν και τα λουλούδια ανέδυαν τους αρωματικούς χυμούς της καρδιάς τους. Βγήκε από την πόρτα με το αριστερό του μάτι κλειστό. Σκέφτηκε πως με αυτόν τον τρόπο θα του έδιναν περισσότερη σημασία. Προχώρησε στο πλακόστρωτο μονοπάτι χαμογελώντας. Τα μυτερά αυτιά του, χαμογελούσαν κι αυτά. Ο Πουκ γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι, προσπαθώντας να διακρίνει με το πράσινο μάτι του αν κυκλοφορούσε κάποιο άλλο ξωτικό στο χωριό. Από απέναντι ερχόταν η κυρία Γκρινμέλοου με δύο φραντζόλες ψωμί να αχνίζουν στα χέρια της. Την έκαιγαν και πότε τις πέταγε στο ένα χέρι, πότε στο άλλο, φυσώντας ταυτόχρονα. Σταμάτησε μπροστά στον Πουκ. «Καλέ, γιατί έχεις το γαλάζιο μάτι σου κλειστό;». Πότε γέλαγε, πότε φυσούσε… «Ε, δεν έχω ξυπνήσει ακόμα, κυρία Γκρινμέλοου», απάντησε αμήχανα ο Πουκ. «Άστα αυτά κατεργαράκο και μην κρύβεσαι! Όλοι το ξέρουμε! Αααα, κάηκα…». Η μία φρατζόλα βρέθηκε στο έδαφος και η κυρία Γκρινμέλοου άρχισε να βρίζει, κοιτώντας έντονα τον Πουκ, λες και αυτός ευθυνόταν. Ο Πουκ άνοιξε και το γαλάζιο μάτι του κι άρχισε να τρέχει προς το σιντριβάνι. Η χρυσή λύρα έλαμψε με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου που τη χάιδεψαν. Οι στάλες από τους πίδακες του σιντριβανιού την έκαναν πολύχρωμη κάτω από το φως του ήλιου. Ο Πουκ έμεινε απέναντι να τη θαυμάζει. Ξαφνικά ένιωσε ένα βάρος να χτυπάει την πλάτη του και τη μούρη του να χώνεται στο υγρό γρασίδι. «Πουκ, Πουκ, Πουκ μου…», ακούστηκε μια τραγουδιστή φωνούλα να του γαργαλάει την πλάτη και δύο μικροσκοπικά χεράκια να του αγγίζουν τα πλευρά. «Τι κάνειθ εθύ κθύπνια;». Ο Πουκ με χορτάρι και χώμα στο στόμα μιλούσε ψευδά. «Ξύπνησα και δεν ήσουν εκεί. Φοβήθηκα πως έχασα τον αδελφούλη μου!». Ο Πούκ γύρισε αργά και κοίταξε το μικροσκοπικό ξωτικό μέσα στα πράσινα μάτια του. «Λίλυ, τι έχουμε πει; Δεν είμαι αδελφός σου! Απλά…». «Σταμάτα! Δεν με νοιάζει τι λένε οι άλλοι! Είσαι αδελφός μου! Τέλος…». Η μικρή Λίλυ είχε συνοφρυώσει τα λεπτά φρύδια της και τον κοιτούσε απειλητικά. «Εντάξει μη θυμώνεις», χαμογέλασε ο Πουκ και την πήρε στην αγκαλιά του. Ένιωθε μεγάλη αμηχανία, όμως, κι άρχισε να τον πιάνει φαγούρα στο σβέρκο του. Το έτριψε γρήγορα και κοίταξε τη μικρή Λίλυ που φαινόταν τρισευτυχισμένη. «Πάμε σπίτι! Η μαμά έχει ετοιμάσει πρωινό!», είπε η Λίλυ. «Ήθελα να κάνω μια βόλτα και…». «Σςςςς», τον διέκοψε. «Άκου!». Ο ήλιος είχε ζεστάνει τη χρυσή λύρα και ο ελαφρύς άνεμος ξεκίνησε να χαϊδεύει τις χορδές της. Μια απαλή μουσική απλωνόταν στο χωριό. Τα λουλούδια άνοιγαν και μοσχοβολούσαν, τα καμπανάκια κουνιόνταν, βγάζοντας μελωδικούς ήχους, τα φύλλα των δέντρων θρόιζαν κρατώντας ρυθμό. Όλη η πόλη ξυπνούσε με τραγούδι της φύσης. Τα ξωτικά άνοιγαν τα παντζούρια από τα στρογγυλά παραθύρια τους και σιγομουρμούριζαν το σκοπό της μητέρας φύσης. Όλα τριγύρω γέμιζαν μουσική, χαμόγελα και χαρούμενη διάθεση. Η Λίλυ έπιασε τον Πούκ και ξεκίνησαν να στροβιλίζονται στο υγρό χορτάρι. Τα γέλια τους είχαν κι αυτά ρυθμό. Τότε ξαφνικά ακούστηκε η πιο μελωδική φωνή. Όλα σώπασαν εκτός από τους μουσικούς ήχους της φύσης. Αν μπορούσαν να την ακούσουν, θα σώπαιναν κι αυτοί. Η φωνή της είχε ένα ζεστό μέταλλο, που θα μπορούσε να λιώσει τον πάγο, να εξαφανίσει κάθε αγκάθι από τα φυτά, να γιάνει κάθε πληγωμένη ψυχή, να ζεστάνει και την πιο παγωμένη καρδιά. Η λύρα του σιντριβανιού έπαιξε πιο δυνατά, συνοδεύοντας θερμά τη φωνή. Ο Πουκ έριξε μια ματιά στο τριώροφο κτίσμα πάνω στο μικρό λόφο του χωριού. Η αρχόντισσα του χωριού, η Σύλφις, είχε βγει στο μπαλκόνι της και τραγουδούσε. Τα ολόχρυσα μαλλιά της έφταναν τα ξύλινα κάγκελα και ανέμιζαν, σκορπίζοντας παντού χρυσές λάμψεις. Το πρόσωπό της ήταν τόσο γαλήνιο, που ήταν αρκετό να το κοιτά κανείς για να νιώθει την απόλυτη ευτυχία. Ο δάσκαλος του χωριού, ο κύριος Γουόρντφουλ, βάδιζε με το κουτσό του πόδι και τη ξύλινη μαγκούρα του κάτω από το μπαλκόνι της αρχόντισσας. Το ταπ ταπ της μαγκούρας ταίριαζε απόλυτα με το ρυθμό του τραγουδιού, όπως και το πέρα δώθε που έκανε το γυμνό κεφάλι του. Που και που έσπρωχνε τα γυαλιά του στη μικροσκοπική του μύτη, για να μη του πέσουν. Τον πλησίασε και στρατηγός εν αποστρατεία, ο κύριος Άρμιτελ. «Θαυμάσια φωνή κύριε Γουόρντφουλ, τι λέτε;». Το έλεγε με καμάρι, κάνοντας τα χοντρά μάγουλά του ακόμα πιο κόκκινα. Το καταπράσινο σκουφί του έκανε αντίθεση με την απόχρωση του προσώπου του. «Πα… πάψε Άρμ… Άρμιτελ! Α… ακούω!», προσπάθησε με δυσκολία να πει ο δάσκαλος. Ο Πουκ πάντοτε απορούσε πως έγινε δάσκαλος αυτό το ξωτικό. Πως δίδασκε μ’ αυτόν τον τρόπο ομιλίας; Δεν καταλάβαινε, αλλά δεν είχε και προσωπική πείρα, γιατί ποτέ δεν πήγε στο σχολείο. Ο υπερτροφικός φούρναρης, ο κύριος Μπρέντμαν, βγήκε από το φούρνο του, τρώγοντας μια αχνιστή φρατζόλα, πασπαλισμένη με μέλι και τρίματα κανέλας. Έτρωγε λαίμαργα και χτυπούσε το παπούτσι του στο έδαφος με το ρυθμό. Η κυρία Ολντμαρίν – η οποία θα έπρεπε να είχε ξεπεράσει τα 450 έτη, αλλά έλεγε πως είναι μονάχα 300 ετών – στάθηκε δίπλα στον φούρναρη, που θύμιζε παραγεμισμένη μπάλα. «Τι θα γίνει Μπρέντμαν; Θα πουλήσεις τίποτα σήμερα;». «Αχ, αφήστε με να ακούσω το τραγούδι, κυρία Όλντμαρίν! Θα σας δώσω μετά τη φρατζόλα σας», απάντησε μπουκωμένος ο φούρναρης. «Ποιο τραγούδι καλέ;» «Τελικά τα φτάσατε τα 450 ε;», φώναξε περίχαρος ο Μπρέντμαν. «Κακό χρόνο να ‘χεις χοντρέ! 300 είμαι μόνο! Νεότατο ξωτικό!». Έτσι περίπου ήταν οι πιο πολλές μέρες του χωριού Λίννα, βορειοδυτικά της Μέσης γης, χτισμένο δίπλα στη λίμνη Έβεντιμ, της περιοχής Έριαντορ. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν μικρά ξωτικά, που το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν τα πράσινα μάτια. Λάτρεις της μουσικής, ήταν κι αυτό που τους έδινε την απόλυτη ευτυχία. Χωρίς τους ήχους των μελωδιών της φύσης, αλλά και των υπέροχων φωνών που είχαν στο χωριό, δεν θα ζούσαν για πολύ. Ο αέρας που ανέπνεαν, ήταν μουσική. Οι μυρωδιές που μύριζαν, ήταν μουσική. Τα χρώματα που έβλεπαν, ήταν μουσική. Τα λουλούδια δεν μπορούσαν να ανθίσουν χωρίς αυτή, ούτε τα δέντρα να καρποφορήσουν. Μα το κυριότερο ήταν πως τα ίδια τα ξωτικά δεν μπορούσαν να χαμογελάσουν, χωρίς το τραγούδι που έβγαινε από τις γύρω μελωδίες. Λένε πως τα αρχαία χρόνια της Μέσης γης, ένα τεράστιο πολύχρωμο σύννεφο πέρασε πάνω από τη λίμνη Έβεντιμ. Πολλοί αναφέρουν πως είδαν περίεργα πλάσματα να κατοικούν το σύννεφο αυτό, αλλά κανείς δεν μπορεί να εμπιστευτεί έναν μύθο. Από το σύννεφο, λοιπόν, αυτό κύλησε μια χρυσή λάμψη κι έπεσε μέσα στη μικρή λίμνη. Το πολύχρωμο σύννεφο χάθηκε, αλλά κανείς δεν αναζήτησε το αντικείμενο αυτό. Η λίμνη μετά από λίγο καιρό άρχισε να παίρνει διάφορες αποχρώσεις σε χρώματα μαγικά και ανεξήγητα. Επίσης, κατά διαστήματα τα νερά της αναταράζονταν ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό τρέμουλο στην επιφάνειά τους. Μια μικρή ομάδα ξωτικών πέρασε δίπλα από τη λίμνη και παρατήρησε τα χρώματα και τις μικρές αναταράξεις. Το πιο γενναίο ξωτικό από αυτά βούτηξε στο νερό και είδε ένα αντικείμενο να λάμπει στο πάτο της. Αφού βγήκε και πήρε μια μεγάλη ανάσα, ξαναβούτηξε και έβγαλε το αντικείμενο στην επιφάνεια. Ήταν μια χρυσή λύρα, της οποίας, όμως, οι χορδές ήταν άκαμπτες. Η ομάδα των ξωτικών την περιεργάστηκε, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Η πρώτη τους αντίδραση ήταν να την πετάξουν και να συνεχίσουν την πορεία τους. Ένα από τα θηλυκά ξωτικά, όμως, ζήτησε να την κρατήσει. Το βράδυ κατασκήνωσαν δίπλα στη Λίμνη. Άναψαν μια τεράστια φωτιά και κάθισαν τριγύρω, λέγοντας ιστορίες, πίνοντας χυμούς από φρούτα και βότανα και τρώγοντας ψωμί. Τότε η ξωτικιά που είχε τη λύρα άρχισε να τραγουδά. Ούτε η ίδια δεν πίστευε στη φωνή που έβγαινε από μέσα της. Οι χορδές της λύρας άρχισαν να πάλλονται. Όλοι είχαν μαγευτεί από το τραγούδι της. Πολλά από τα ξωτικά άρχισαν να κλαίνε και άλλα να νιώθουν ευφορία. Κάτι μαγικό συνέβαινε και για αυτό ευθυνόταν η μαγική λύρα. Τα ξωτικά δεν έφυγαν από την περιοχή. Έχτισαν ένα μικρό χωριό δίπλα στη λίμνη και του έδωσαν το όνομα της ξωτικιάς, δηλαδή Λίννα. Η λέξη από μόνη της σημαίνει τραγουδάω στη γλώσσα των ξωτικών. Μια σύμπτωση που επιβεβαίωσε τη μαγεία του αντικειμένου που ανακάλυψαν. Το ίδιο το ξωτικό που έβγαλε τη λύρα από τη λίμνη, έχτισε ένα πανέμορφο σιντριβάνι στο κέντρο του χωριού και έβαλαν τη λύρα πάνω σε αυτό. Από τη στιγμή εκείνη η φύση τριγύρω άνθισε, το χώμα έγινε πιο γόνιμο, ο αέρας πιο ζωντανός, τα χαμόγελα στα πρόσωπά τους πιο αληθινά. Ευτυχία, αγάπη και χαρά κληρονομούσαν τα ξωτικά των επόμενων γενεών. Ο Πουκ με τη Λίλυ επέστρεψαν στο σπίτι. Πριν μπουν μέσα τους γαργάλησε τη μύτη η μυρωδιά από τηγανίτες. Η Λίλυ όρμησε από την κεντρική είσοδο και κάθισε στο στρογγυλό τραπέζι της κουζίνας. Ήδη εκεί βρίσκονταν ο Ντιν και ο Νταν, τα δύο δίδυμα της οικογένειας Έρθγουορκ. Η κυρία Μίμη Ερθουγουορκ φορούσε τη λουλουδάτη ποδιά της και σιγοσφυρίζοντας ετοίμαζε τις τηγανίτες. Ο Ντιν και ο Νταν μάλωναν στο τραπέζι, όταν κάθισε ο Πουκ. «Αν δεν σταματήσετε αμέσως τότε θα ακούσετε καμπανούλες Ντιν-Νταν! Καταλάβατε Ντιν και Νταν;», ούρλιαξε η κυρία Μίμη, αλλά πάντα με το χαμόγελο στο στόμα. Τα δίδυμα ηρέμισαν… προς στιγμής. «Ντιν ποιο σκουφί θα φορέσεις σήμερα; Το ΠΡΑΣΙΝΟ ή το ΜΠΛΕ;», τόνισε τις δύο λέξεις ο Νταν. «Μα το πράσινο, βέβαια! Ταιριάζει με τα μάτια μου!», γέλασε ο Ντίν. Η Λίλυ τους αγριοκοίταξε, μα κανείς τους δεν έδωσε σημασία. Ο Πουκ χαμήλωσε το κεφάλι, κοιτώντας τις σκούρες σανίδες του πατώματος. «Κάποιοι αν δεν ζητήσουν αμέσως συγγνώμη, δεν πρόκειται να φάνε τηγανίτες με μέλι σφενδάμου», γρύλισε η κυρία Μίμη. Ο Ντιν κλώτσησε τον Νταν και του έκανε νόημα με τα μάτια. Ο Νταν αντέδρασε στην αρχή, ανεβοκατεβάζοντας τα πόδια του ρυθμικά. «Συγγνώμη Πουκ! Δεν θα ξανασχολιάσουμε τα δύο αυτά χρώματα μπροστά σου». Ο Νταν έδωσε μια κλωτσιά στον Ντιν κάτω από το τραπέζι. «Αουτς! Ηλίθιε! Πόνεσα… Συγγνώμη Πουκ!». Ο Πουκ τους χαμογέλασε αμήχανα. Η κυρία Μίμη έβαλε τις τηγανίτες στο τραπέζι και το μέλι έσταζε τριγύρω. Τα δίδυμα άρπαξαν από δύο και χάθηκαν προς την εξώπορτα. «Που πάτε εσείς; Καθίστε να φάτε σαν σωστά ξωτικά!», φώναξε η γυναίκα, αλλά μάταια. Η εξώπορτα είχε ήδη κλείσει. «Μας περιμένει ο μπαμπάς στο χωράφι», ακούστηκε η φωνή ενός από τους δύο. Μέχρι και η φωνή τους ήταν ίδια. Ο Πουκ, παρότι είχε παρατηρήσει κάποιες μικροδιαφορές μεταξύ τους, τον ήχο της φωνής τους δεν μπορούσε ακόμα να τον ξεχωρίσει. Η Λίλυ είχε ήδη μπουκωθεί με μισή τηγανίτα. Μέλια έτρεχαν από το στόμα της, καθώς προσπαθούσε να μασήσει την τεράστια μπουκιά της. Ο Πουκ για μια στιγμή ένιωσε μελαγχολικός. «Πουκ, δεν πιστεύω να σε πείραξαν τα λόγια τους;», ρώτησε ζεστά η κυρία Μίμη. «Όχι κυρία Μίμη…», προσπάθησε να χαμογελάσει ο Πουκ. «Μα-μά!», τόνισε η μπουκωμένη Λίλυ με πάθος. «Καλά σου λέει Πουκ! Σε έχουμε μεγαλώσει από τόσο δα ξωτικούλι. Ήσουν δεν ήσουν 40 ετών όταν σε βρήκαμε στο δάσος μισοπεθαμένο. Πρέπει να συνηθίσεις να με λες μαμά. Στο κάτω κάτω είμαι η μητέρα σου, αφού σε μεγάλωσα», παραπονέθηκε. «Έχεις δίκιο… μαμά!», είπε διστακτικά ο Πουκ. «Λοιπόν, μικρή φύγε! Έχει περάσει η ώρα και θα χάσεις το μάθημά σου!». «Δεν θέλω να πάω», γκρίνιαξε η Λίλυ. «Άσε τα καμώματα και φύγε! Τώρα!». Η Λίλυ σκούπισε τα μελωμένα χείλη της, κατσούφιασε κι ύστερα έφυγε αφού έσκασε ένα φιλί στον Πουκ και μια στενάχωρη ματιά στη μητέρα της. «Κυρία… Θέλω να πω, μαμά Μίμη! Γιατί να μου συμβαίνει αυτό;». Ο Πουκ την κοιτούσε επεξηγηματικά μέσα στα μάτια. «Δεν είναι κακό, μικρό μου ξωτικό, να είσαι διαφορετικός!», χαμογέλασε εκείνη. «Μα δεν θέλω!». «Κάποια πράγματα είναι γραφτό να συμβαίνουν… για κάποιο λόγο! Όλα έχουν τον λόγο τους, πίστεψέ με! Πάψε να ανησυχείς και το κυριότερο, σταμάτα να φοβάσαι. Ειλικρινά δεν έχω ξαναδεί πιο δειλό ξωτικό από σένα». «Δεν είμαι δειλός!», όρθωσε το θώρακά του ο Πουκ με περηφάνια. Εκείνη, ακριβώς, τη στιγμή ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος απ’ έξω. Τόσο δυνατός, που τα τζάμια από τα στρογγυλά παράθυρα έτριξαν, σαν να ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ο Πουκ με ένα σάλτο χώθηκε κάτω από το τραπέζι. Η κυρία Μίμη ένιωσε το πόδι της να τρέμει. Το είχε αγκαλιάσει ο Πουκ. «Χμμμ! Καθόλου δειλός!», σχολίασε. «Άντε, βγες από εκεί! Ξέχασες πως σε λίγες μέρες έχουμε μεγάλη γιορτή;». Ο Πουκ εμφανίστηκε δίπλα από το τραπέζι. Είχε μπλέξει τα δάχτυλα των χεριών του μπροστά από τη κοιλιά του και προσπαθούσε να τα σταθεροποιήσει από το τρέμουλο. Το προσωπάκι του ήταν κατακόκκινο και τα μυτερά αυτιά του είχαν πάρει κλίση κατηφορική. «Μπορώ να πάω κι εγώ κτήμα του… μπαμπα;», ρώτησε μέσα από τα δόντια του. «Να πας, αλλά πάρε ζακέτα και κασκόλ. Θα κάνει κρύο». «Μα έχει ζέστη», παραπονέθηκε ο Πουκ, καθώς έπαιρνε ζακέτα και κασκόλ. «Ξέρω εγώ! Να προσέχεις!», φώναξε την ώρα που έκλεινε η πόρτα. «Είσαι και αδύναμο, κακόμοιρο ξωτικό μου». Τα κτήμα του Σαμ Έρθγουρκ ήταν πίσω ακριβώς από το αρχοντικό της Σύλφις. Ο κύριος Σαμ είχε φυτέψει εκεί ζαρζαβατικά και αρκετά λαχανικά. Ο Ντιν και ο Νταν τα μάζευαν σε τεράστια πανέρια και ο πατέρας τους τσάπιζε και πότιζε με κουβάδες που έφερνε από το πηγάδι. Που και που σφούγγιζε τον ιδρώτα στο μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Όταν είδε τον Πουκ από μακριά έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο. «Να βοηθήσω κι εγώ;», τον ρώτησε περίχαρος. «Μα και, βέβαια, Πουκ! Να, βλέπεις τα χορταράκια που έχουν βγει γύρω από τις ντομάτες; Μπορείς να τα ξεριζώσεις και να τα συγκεντρώσεις σε ένα σημείο». «Ευχαρίστως!», ξεφώνισε χαρούμενα ο Πουκ. Άρχισε να ξεριζώνει τα χορτάρια και κουνούσε το κεφάλι ρυθμικά με το σκοπό που σφύριζε ο κύριος Σαμ. «Πουκ! Πρόσεχε ένας δράκος πίσω σου!», αναφώνησαν μαζί ο Ντιν και ο Νταν. Ο Πουκ έντρομος πέταξε ψηλά τα χόρτα που είχε μαζεμένα στα χέρια του κι άρχισε να τρέχει σε όλες τις κατευθύνσεις. Τα δίδυμα είχαν πέσει στο χώμα και κρατούσαν το στομάχι τους από τα χέρια. «Εσείς αγόρια!», φώναξε δυνατά ο κύριος Σαμ. «Βλέπετε τα φτυάρια που σας περιμένουν κάτω από τη μουριά; Όλος εκείνος ο χώρος εκεί δεξιά είναι δικός σας. Σκάβετε χαντάκια και φυτεύεται πατάτες. Μέχρι το μεσημέρι το θέλω έτοιμο». «Εσύ και η ιδέες σου!», τσίριξε ο Ντιν κι έδωσε μια καρπαζιά στον αδελφό του. Εντωμεταξύ ο Πουκ επέστρεψε κατακόκκινος στον κύριο Σαμ. «Μη στενοχωριέσαι Πουκ! Σύντομα θα μπορείς να βάλεις δέκα ξωτικά κάτω. Μπορεί να είσαι λίγο αδύναμος, αλλά έχεις μυαλό ξουράφι. Κανείς δεν θα σε πιάνει». Αναπτερώθηκε το ηθικό του Πουκ και το χαμόγελο ξαναζωγραφίστηκε στα μικρά χείλη του. «Κύριε Σαμ, είναι αλήθεια πως πολεμήσατε στις μεγάλες μάχες της Μέσης γης;». Το πρόσωπο του κυρίου Σαμ συννέφιασε. «Το ότι βρέθηκα σε ένα τόσο αιματηρό γεγονός, δεν με κάνει περήφανο Πουκ. Κανείς δεν μπόρεσε να μετρήσει τις ψυχές που χάθηκαν εκείνα τα χρόνια. Ξωτικά, χόμπιτ, άνθρωποι, νάνοι, αλλά και από την άλλη μεριά. Γιατί και οι εχθροί έχουν ψυχή. Κάποιος τους αναγκάζει να πολεμούν, αγόρι μου. Ναι, είναι αλήθεια! Πολέμησα… πολέμησα σκληρά! Το έκανα, όμως, για να μπορούμε σήμερα να ακούμε αυτή τη μαγική μουσική ελεύθεροι. Και, όπως σου είπα και πριν, δεν είμαι περήφανος που υπήρξα σε έναν τέτοιο πόλεμο». Τα μάτια του κυρίου Σαμ είχαν βουρκώσει, αλλά ο Πουκ δεν το παρατήρησε. Ήταν χαμένος στον δικό του κόσμο. «Πόσο σας ζηλεύω! Θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα σπαθί στο χέρι και μάχομαι άγρια Όρκς και γρήγορα γκόμπλινς. Και ύστερα να μιλάνε όλοι για τον γενναίο Πουκ». «Γενναίος γιέ μου μπορείς να γίνεις χωρίς να πιάσεις σπαθί στα χέρια σου. Η γενναιότητα δεν κρύβεται μόνο στη δύναμη των χεριών μας, μα περισσότερο στη δύναμη του μυαλού και της καρδιάς μας. Μπορείς να εξολοθρεύσεις ολόκληρο στρατό μόνο με το μυαλό σου. Μπορείς να διώξεις κάθε κακό μόνο με τη δύναμη της καρδιάς σου. Άκου το γέρο πατέρα σου!». «Είναι περίεργα αυτά που λέτε κύριε Σαμ! Νόμιζα πως χρειάζεται μόνο δύναμη για να είσαι γενναίος. Όμως, τα λόγια σας ήταν πολύ όμορφα και θα τα θυμάμαι», είπε χαμογελώντας ο Πουκ και συνέχισε να ξεχορταριάζει, κοιτώντας που και που πίσω του, μήπως τον πλησιάσει κανένας δράκος. Το βραδάκι ο Πουκ έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι του. Είχε μια γεμάτη μέρα και του άρεσε πολύ. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του, όμως, τα λόγια του κυρίου Σαμ. Αναρωτιόταν από εκείνη τη στιγμή, πως είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να νικήσει μόνο με το μυαλό και τη καρδιά του. Του φαινόταν αδιανόητο. Η πόρτα του μικρού δωματίου χτύπησε. Άνοιξε αργά και μικρή σκιά έτρεξε και πήδησε πάνω στα παπλώματα. «Πουκ, Πουκ, Πουκ μου! Δεν νυστάζω! Είσαι καλά αδελφούλη;», φώναξε με νάζι η Λίλυ. «Μικρή σουσουράδα γιατί δεν κοιμάσαι ακόμα; Το ξέρεις πως είναι αργά για σένα;», ρώτησε γελώντας ο Πουκ. «Σου είπα! Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το ξέρεις πως αύριο είναι οι ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή; Δεν θα πάω σχολείο! Γιουπιιιιι!». Είχε ανέβει στο κρεβατάκι του Πουκ και χοροπηδούσε. Τα ξανθά μαλάκια της ανέμιζαν δεξιά κι αριστερά κι έπεφταν τούφες στο πρόσωπό της. «Πρόσεχε θα πέσεις! Το ξέχασα πως σε λίγες μέρες έχουμε τη μεγάλη γιορτή!». «Ναι! Μεθαύριο! Θα στολίσουμε με τη μαμά και με άλλες ξωτικιές τη πλατεία με λουλούδια. Εγώ θα περνάω σε κλωστή λουλούδια και θα φτιάξω μια μεγααααάλη γιρλάντα». «Αν, όμως, δεν κοιμηθείς, ξέχνα τον αυριανό στολισμό! Άντε γρήγορα στο κρεβάτι σου μικρή ατίθαση», φώναξε η κυρία Μίμη που είχε μπει από την πόρτα. Η Λίλυ έσφιξε τα χέρια της κι έβγαλε έναν νευρώδη γρυλισμό από μέσα της. Με κοφτά βήματα έφυγε από το δωμάτιο του Πουκ. Η κυρία Μίμη κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και του χάιδευε τα πόδια. «Κουράστηκε ο μικρός μου σήμερα;». «Όχι! Καθόλου! Έμαθα τόσα πράγματα!». «Μπράβο, να σε αφήσω να κοιμηθείς τώρα! Καλό σου βράδυ μικρέ μου», είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Μαμά! Να σε ρωτήσω κάτι;». Η λέξη “μαμά” του βγήκε τόσο αυθόρμητα, που ούτε ο ίδιος δεν το κατάλαβε. Η κυρία Μίμη ξανακάθισε στο κρεβάτι. «Ό,τι θες Πουκ μου!». «Θέλω να μου πεις τα πάντα για εκείνη τη μέρα!», ζήτησε με ένα βλέμμα μελαγχολίας. «Ποια μέρα Πουκ;», ρώτησε λίγο ταραγμένη η κυρία Μίμη. «Τη μέρα που με βρήκατε». «Πουκ, δεν είναι η ώρα για…». «Σε παρακαλώ!», τη διέκοψε ο Πουκ, πιάνοντας το χέρι της. «Σε βρήκαμε λίγο πιο έξω από το χωριό. Στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρο. Σε είχαν διπλωμένο σε μια κουβέρτα και δεν φαινόσουν καθόλου. Αν δεν ακούγαμε το κλάμα σου, που κι αυτό με δυσκολία έβγαινε, δεν θα σε βρίσκαμε ποτέ». «Θα είχα πεθάνει! Τι άλλο βρήκατε μαζί με μένα;», συνέχισε να ρωτάει ο Πουκ. «Μόνο το μενταγιόν που έχεις στο λαιμό, τίποτα άλλο!». Ο Πουκ τράβηξε το μενταγιόν του μέσα από τη μπλούζα του. Ήταν από μπρούτζο με κοκκινωπές αποχρώσεις κι ένα πετράδι στο κέντρο, όπου το μισό ήταν πράσινο και το άλλο μπλε. Ακριβώς σαν τα μάτια του. Το έσφιξε στα χέρια του. «Για τους γονείς μου, δηλαδή, δεν ξέρουμε τίποτα!». «Δυστυχώς αγόρι μου! Απολύτως τίποτα! Η αλήθεια είναι πως ψάξαμε με το Σαμ. Πήγαμε στα διπλανά χωριά και ρωτούσαμε. Το διαδίδαμε παντού, αλλά ποτέ δεν σε αναζήτησε κανείς. Λυπάμαι, Πουκ». Η κυρία Μίμη του χάιδευε τα σκούρα καστανά μαλλιά του. «Δεν πειράζει! Από περιέργεια και μόνο ρώτησα. Εσύ είσαι η μαμά μου! Δεν θέλω καμία άλλη!». Η κυρία Μίμη τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον έσφιξε δυνατά. Ο Πουκ ένιωσε χοντρές σταγόνες να του βρέχουν το κεφάλι. Ύστερα τον άφησε κι έφυγε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. Ο Πουκ έμεινε στο κρεβάτι να σφίγγει το μενταγιόν. Το μοναδικό αντικείμενο που του είχε απομείνει από μια μητέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Που ποτέ της δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν. Η χαμένη μουσική - Κεφάλαιο 1.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted November 8, 2012 Author Share Posted November 8, 2012 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νεκτάριος Μπουτεράκος Είδος: Ηρωική φαντασία, Παραμύθι Βία; Όχι Σεξ; Ναι Αριθμός Λέξεων: 4.133 Αυτοτελής; Ναι. Επεισόδιο 2ο Κεφάλαιο 2 Ένα χάος επικρατούσε στο χωριό. Όχι μόνο οι κάτοικοι της Λίννα, αλλά και ξωτικά από διπλανά, μα και μακρινά χωριά, είχαν έρθει για να βοηθήσουν στην προετοιμασία της γιορτής. Θα έπρεπε μέχρι το βράδυ να έχουν τελειώσει όλες οι εργασίες, γιατί θα ξεκινούσαν τα μεγάλα προεόρτια. Η πλατεία ήταν γεμάτη με πανέρια από πολύχρωμα λουλούδια, ενώ δεκάδες άμαξες κατέφταναν. Η κυρία Ρουμκίπερ δεν προλάβαινε να κλείνει δωμάτια στο πανδοχείο της και οι χρυσές λίρες έπεφταν βροχή. Οι στάβλοι του κύριου Χόρσμαν ήταν κατάμεστοι, τόσο που φιλοξενούσε άλογα και στην αυλή του σπιτιού του. Ευτυχώς με τη φασαρία κανείς δεν άκουσε τις βρισιές της κυρίας Χόρσμαν, αλλά ούτε είδε κανείς το τηγάνι που έφερε στο κεφάλι του άντρα της. Ύστερα έψαχνε τον μακρύ του σκούφο για να καλύψει το καρούμπαλο. Το μεγαλύτερο γεγονός συνέβαινε, βέβαια, στην πλατεία του χωριού. Πασαρέλα και νυφοπάζαρο. Πεντάμορφες ξωτικιές με αιθέρια φορέματα και λουλούδια στα μαλλιά, έσκαγαν λαμπερά χαμόγελα στα αρσενικά, προκαλώντας παρακρούσεις. Μα και τα αρσενικά έρχονταν με καλοσιδερωμένα παντελόνια και πολύχρωμες τιράντες να τα συγκρατούν. Χτενισμένα μαλλιά και αυτιά πεντακάθαρα, ώστε να γυαλίζουν κάτω από τον ζεστό ήλιο. Οι πιο αλέγροι χαρακτήρες δοκίμαζαν την τύχη τους σε ακροβατικά κόλπα, κάνοντας τις ξωτικιές να χαμογελούν ή και να ενθουσιάζονται. Κάποιοι άλλοι, βέβαια δεν ήταν και τόσο τυχεροί. Άγαρμποι στις κινήσεις τους, κέρδιζαν μόνο το γέλιο με τα καμώματά τους. Ο Πιτ Χόρσμαν, γιός του ιδιοκτήτη των στάβλων, είχε ερωτευτεί σφόδρα μια μικρή ξωτικιά από ένα μακρινό χωριό. Για να λέμε την αλήθεια ήταν η πιο γλυκιά ξωτικιά από τις παρευρισκόμενες. Αποφάσισε, λοιπόν, ο Πιτ να κάνει επίδειξη των δυνατοτήτων του στο μακροβούτι. Με μια εντυπωσιακή βουτιά βρέθηκε στα βάθη της λίμνης. Εντωμεταξύ, όλο σχεδόν το χωριό και οι επισκέπτες του έστεκαν στις όχθες τις λίμνης και χρονομετρούσαν. Ο Πιτ πραγματικά έκανε πολύ καλό χρόνο, αλλά στην επιστροφή του και καθώς έβγαινε από τα νερά, ένιωσε κάτι να τον γαργαλάει στο παντελόνι του. Τότε ακούστηκαν κραυγές και γέλια ανάμεικτα. Μπροστά από τον καβάλο του και πάνω από το φερμουάρ του βγήκε ένα τεράστιο χέλι. Όταν το πήρε είδηση ο Πιτ άρχισε να ουρλιάζει και να τρέχει πάνω κάτω την όχθη της λίμνης. Όσο έτρεχε το ξωτικό, τόσο σπαρταρούσε το χέλι κι άλλο τόσο κι ακόμα περισσότερο γελούσαν οι θεατές. Μέχρι που κάποια στιγμή, έπεσε με τη μούρη στο χώμα. Πολλά τα αστεία γεγονότα της ημέρας, μα ακόμα περισσότερη και η εργασία που κατέβαλαν για να ολοκληρώσουν τη διακόσμηση του χωριού. Χιλιάδες λουλουδένιες γιρλάντες κρεμάστηκαν παντού, λαμπάκια πολύχρωμα στόλισαν δέντρα, θάμνους, αλλά και κτίσματα. Πάγκοι μεγάλοι στήθηκαν περιμετρικά της πλατείας, όπου ο κάθε έμπορας έβγαλε την πραμάτεια του, ώστε να γεμίσει το πουγκί του με λύρες. Άλλοι πάγκοι μοσχομύριζαν με λιχουδιές φτιαγμένες από ανθούς λουλουδιών, βότανα και μέλι. Ο κύριος Μπρέντμαν, έβγαλε έναν τεράστιο πάγκο έξω από τον φούρνο του, γεμάτο από κάθε είδους ψωμιού, κέικ και πίτας. Οι μυρωδιές των εδεσμάτων και των λουλουδιών δημιουργούσαν μια κατάσταση ευφορίας, όπου μόνο χαμόγελα, ευτυχισμένα πρόσωπα και, σίγουρα, η μουσική χωρούσαν. Για το τελευταίο μερίμνησε ο κύριος Γουορντφουλ με την παιδική χορωδία του. Μικρά ξωτικά, ντυμένα με λουλουδένιες φορεσιές, έστεκαν σε μια μικρή ξύλινη εξέδρα μπροστά από τη λίμνη και τραγουδούσαν μελωδίες παραδείσου. Πολλά από τα ξωτικά άρχισαν να χορεύουν καθώς δούλευαν. Ο Λίλυ με την κυρία Μίμη βρίσκονταν σε έναν πάγκο γεμάτο άνθη κομμένα και έφτιαχναν τεράστιες γιρλάντες. Τα μικρά δαχτυλάκια της Λίλυ είχαν κιτρινίσει από τη γύρη των λουλουδιών και, καθώς ήταν αφηρημένη, έξυνε τη μύτη της. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν τα γέλια οι ξωτικιές τριγύρω και η Λίλυ να αρχίσει να φτερνίζεται. Ακούγοντας τη χορωδία των ξωτικών έχανε το ενδιαφέρον για την εργασία της και σιγομουρμούριζε τον σκοπό που άκουγε, σιγανά, ώστε να μην ακουστεί. «Γιατί δεν πας κι εσύ στη χορωδία;», ρώτησε η κυρία Μίμη, αντικρίζοντας ένα μικρό προσωπάκι που άρχισε αν κοκκινίζει υπερβολικά. «Δεν θέλω! Άσε με!», αντέδρασε η μικρή ξωτικιά. «Δεν έχω ακούσει ποτέ τη φωνή σου, το ξέρεις;». «Δεν τραγουδάω καλά! Δεν θέλω να τραγουδάω…». Η Λίλυ φαινόταν πλέον εκνευρισμένη. «Μα ζεις στο χωριό της μουσικής και μιλάς έτσι; Μήπως ντρέπεσαι μικρή μου;», γέλασε η κυρία Μίμη, προκαλώντας περισσότερα νεύρα στη Λίλη, τόσα που άρχισαν να πέφτουν τα άνθη από τα χέρια της. Ο Πουκ μαζί με τον Ντιν και τον Νταν είχαν αναλάβει την τοποθέτηση στα πολύχρωμα λαμπάκια. Οι κουλούρες ήταν τεράστιες και ο Πουκ φαινόταν σαν μικρό μερμήγκι μπροστά τους. Κάποια στιγμή, μάλιστα, μπλέχτηκε σε μια κουλούρα και δεν μπορούσε να βγει. Πάτησε και ένα λαμπάκι με αποτέλεσμα να πετάξει μακριά η πυγολαμπίδα που ήταν κλεισμένη μέσα και προκαλούσε το φως. Τα δίδυμα έβαλαν τα γέλια. Τον βοήθησαν να ξεμπερδευτεί και συνέχισαν την εργασία τους. «Πουκ αν κάτσεις δίπλα στα πολύχρωμα διχτάκια δεν θα σε ξεχωρίζουμε… Κοίτα, κίτρινο, κόκκινο, μπλε και πράσινο», είπε ο Ντιν δείχνοντας τα δύο του μάτια στο τελείωμα της κουλούρας κι έσκασε στα γέλια. Ο Νταν κοίταξε μήπως ακούει η μητέρα τους, αλλά το πεδίο ήταν ελεύθερο. Ο Πουκ δεν αντέδρασε, αντίθετα γέλασε μαζί τους. Ξαφνικά κάθε θόρυβος, κάθε μουσική και κάθε ήχος σταμάτησαν. Για λίγο ακούστηκε ένα μικρό σούσουρο και ύστερα τίποτα. Ένας διάδρομος ανοίχτηκε στο κεντρικό μονοπάτι που οδηγούσε στην πλατεία. Από πίσω φάνηκε η αρχόντισσα Σύλφις με την ακολουθία της. Φορούσε ένα ροζ μακρύ φόρεμα, κεντημένο με μωβ πετράδια και στα μακριά χρυσά μαλλιά της είχε πλεγμένες κορδέλες με μικρά λουλουδάκια. Τα τεράστια καταπράσινα μάτια της έλαμπαν από χαρά και ευτυχία. Περπατούσε στο μονοπάτι με τόση χάρη, που θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει πως τα πόδια της δεν αγγίζουν στο έδαφος, αλλά πετάνε ψηλά. Αριστερά της ήταν η Βέρνα, η οικονόμος της με ένα αγέρωχο παρουσιαστικό, αλλά ευγενικό και προσφιλές πρόσωπο και δεξιά της ένας ακόλουθος, ο Αγκούστ, για τον οποίο μόνο καλά λόγια δεν είχε να πει το χωριό. Ντυμένος πάντα με σκούρα ρούχα, μία τρίχα να στολίζει το γυμνό κρανίο του και δύο μάτια, μικρά σαν ποντικιού, να είναι χωμένα στις κόγχες τους. Σε συνδυασμό με το καμπουρωτό σώμα του, έκανε τη διαφορά μέσα στα υπόλοιπα ξωτικά. Ο Αγκούστ εμφανίστηκε ξαφνικά πριν από μερικά χρόνια στο αρχοντικό της Σύλφις, ως φυγάς. Τον κυνηγούσε μια μάγισσα στα Γιγαντοδάση, δίπλα από το Σχιστό Λαγκάδι και βρήκε καταφύγιο στο χωριό τους. Η Σύλφις τον λυπήθηκε και τον κράτησε στην υπηρεσία της. Ήσυχο ξωτικό φαινόταν, αλλά κανένας από το χωριό δεν του είχε εμπιστοσύνη. Τα κουτσομπολιά που γύριζαν το χωριό, έλεγαν πως πότιζε την αρχόντισσα με μαγικά μαντζούνια για να τον κρατάει στο πλευρό της. Πίσω από αυτούς ακολουθούσαν υπηρέτες, αλλά και καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοί, οργανοπαίκτες και θεατρίνοι. Η συντροφιά της αρχόντισσας έφτασε στο κέντρο της πλατείας. Ένας τεράστιος θρόνος, στολισμένος με λουλούδια υπήρχε εκεί και δεξιά κι αριστερά μικρότερα καθίσματα για τους ακόλουθους. Η Σύλφις κάθισε στο θρόνο της και οι υπόλοιποι παραδίπλα. Έκλεισε τα μάτια, σήκωσε λίγο το πιγούνι ψηλά και πήρε μια βαθιά αναπνοή, γεμίζοντας τα ρουθούνια της με τον μαγευτικό αέρα και τη δροσιά των νερών του σιντριβανιού, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Ένα αεράκι άρχισε να χαϊδεύει τα πρόσωπα των ξωτικών. Οι χορδές της χρυσής λύρας άρχισαν να πάλλονται. Η μουσική είχε αρχίσει. Ήχοι κάθε λογής άρχισαν να ξεχύνονται από παντού. Η αρχόντισσα αφουγκράστηκε το ρυθμό και τα χείλη της μισάνοιξαν. Η μελωδία ξεκίνησε να βγαίνει από μέσα της, στην αρχή με σιγανό τρόπο, ώστε να καταλήξει σύντομα σε ένα τραγούδι που σίγουρα θα έφτανε έως τη χώρα της Χαρανγουέηθ, νότια της Μέσης γης. Το τραγούδι της αυτό άνηκε στα προεόρτια τω ν ημερών και η μουσική συνοδεία της φύσης ήταν η πιο απλή, η πιο λιτή. Όσα διαδραματίζονταν ανήμερα της γιορτής της μουσικής δεν μπορούσε να τα συλλάβει το μυαλό ενός ξωτικού που ποτέ δεν είχε βρεθεί στη συγκεκριμένη γιορτή. Τα ξωτικά στην πλατεία τριγύρω κάθισαν στο έδαφος και αφέθηκαν σε αυτήν την ουράνια μελωδία. Πολλά από αυτά ξάπλωσαν κι έκλεισαν τα μάτια, ώστε το άκουσμα να φτάνει απευθείας στην καρδιά τους, προσπερνώντας τα αυτιά τους. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να υπολογίσει την ακριβή ώρα του κάθε τραγουδιού της αρχόντισσας. Ο χρόνος απλά πάγωνε, έπαυε κι αυτός και αφηνόταν στη μαγεία της μουσικής. Πολλοί έλεγαν πως η αρχόντισσα Σύλφις ήταν απόγονος της ίδιας της Λίννα, που για πρώτη φορά τραγούδησε με τη συνοδεία της χρυσής Λύρας. Άλλοι πάλι λένε πως είναι ένα ουράνιο πλάσμα, το οποίο έπεσε κι αυτό από εκείνο το πολύχρωμο σύννεφο, και για χρόνια αναζητούσε το μαγικό της μουσικό όργανο. Όταν το βρήκε στο συγκεκριμένο χωριό, εγκαταστάθηκε εκεί κι όλα έγιναν μαγικά. Κανείς δεν ξέρει την πραγματική καταγωγή της αρχόντισσας, μα και η ίδια ποτέ δεν έχει αναφερθεί στις ρίζες της. Θεωρεί τον εαυτό της γέννημα της περιοχής και αναπόσπαστο κομμάτι της. Επίσης, πιστεύει πως η καρδιά της δεν κατοικεί στο σώμα της, αλλά μέσα στη χρυσή Λύρα, γι’ αυτό υπάρχει κι αυτή η ιδιαίτερη επικοινωνία μεταξύ τους. Στην ουσία όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν κανένα από τα ξωτικά του χωριού. Η Σύλφις είναι για αυτούς το ίδιο το χωριό, το στήριγμα της ύπαρξής τους, η πηγή της μουσικής τους. Αφού τελείωσε το τραγούδι της, η Σύλφις κούρνιασε στο θρόνο της κι έμεινε εκεί να παρατηρεί τα όσα γίνονταν γύρω της. Θα έμενε καθισμένη στο θρόνο της μέχρι αργά το βράδυ, όπου θα τελείωναν τα προεόρτια και την επόμενη μέρα, πάλι πρώτη θα ξαναβρισκόταν στη θέση της. Κάποια στιγμή ο Αγκούστ έγειρε και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Η ματιά της αρχόντισσας έπεσε πάνω στον μικρό Πουκ. Αυτός ταράχτηκε και κατέβασε το κεφάλι χαμηλά. Η Σύλφις χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι στον ακόλουθό της. Η Λίλη που παρατήρησε όσα είχαν γίνει έτρεξε στον Πουκ. «Η αρχόντισσα σε ερωτεύτηκε», του είπε σιγανά στο αυτί και άφησε ένα πονηρό γελάκι να φύγει μαζί. «Άσε τις κουταμάρες, Λίλυ», απάντησε ο Πουκ, ο οποίος είχε γίνει τόσο κόκκινος, όσο και το κατακόκκινο διχτάκι που άναβε με το φως της πυγολαμπίδας. «Δεν λέω κουταμάρες! Δεν είδες πως σε κοίταζε; Είμαι σίγουρη πως σε έχει ερωτευτεί. Ο αδελφός μου θα γίνει ο σύζηγος της αρχόντισσας! Είμαι τόσο ευτυχισμένη που θα πάω να το πω σε όλους». Η Λίλυ άρχισε να τρέχει, χοροπηδώντας, μέσα στην πλατεία και ξωπίσω της έτρεχε αλαφιασμένος ο μικρός Πουκ για να τη σταματήσει. Ο Ντιν και ο Νταν ήταν μισοξαπλωμένοι στο έδαφος με τα δύο τους κεφάλια να ακουμπάνε και να στηρίζονται. Είχαν μαγευτεί τόσο πολύ με το τραγούδι της αρχόντισσας, που δεν είχαν καταλάβει πως είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Χωρίς να την αντιληφθούν, είχε έρθει πίσω τους η κυρία Μίμη. Τους έπιασε τα κεφάλια και τα κοπάνισε μεταξύ τους. «Άουτς», ακούστηκε ταυτόχρονα και από τους δύο. «Δεν ήρθαμε στην πλατεία για να χαζεύουμε. Έχετε ακόμα τρεις κουλούρες να τοποθετήσετε και κοντεύει βράδυ. Τι κάθεστε σαν τα ηλίθια;», τσίριξε στο αυτί της, κάνοντάς τους να πεταχτούν όρθιοι και να τρέξουν στις κουλούρες τους. Ικανοποιημένη από το κατόρθωμά της η κυρία Μίμη επέστρεψε στον πάγκο με τα λουλούδια, ρίχνοντας που και που κρυφές ματιές στα δίδυμα. Η ώρα περνούσε και κόντευε να νυχτώσει. Ο ουρανός είχε πάρει ένα ροδί χρώμα, όπου στη μεριά του ήλιου πορτοκάλιζε, δίνοντας έναν ουρανό, όμοιο με καμβά ζωγράφου. Οι πυγολαμπίδες άρχισαν να δίνουν δειλά το φως τους και τα πολύχρωμα δίχτυα που τις συγκρατούσαν να φωτίζονται. Μια τεράστια κυκλική τραπεζαρία με δύο διαδρόμους είχε περικλείσει το σιντριβάνι και τη συντροφιά της αρχόντισσας. Κατάλευκα τραπεζομάντιλα κάλυψαν την τραπεζαρία και σιγά σιγά γέμιζε από πιάτα, ταψιά, κανάτες και ποτήρια, που έφερναν οι ξωτικιές νοικοκυρές από το σπίτι τους. Αφού τα τοποθετούσαν στην τραπεζαρία έκαναν ύστερα κι έναν γύρο για να δουν αν υπήρχαν καλύτερα φαγητά από τα δικά τους. Μετά επέστρεφαν ικανοποιημένες στην παρέα τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως το δικό ους φαγητό ήταν το καλύτερο της βραδιάς. Οι εργασίες είχαν πλέον σταματήσει και είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από την πλατεία, περιμένοντας την αρχόντισσα να δώσει την έναρξη για τα προεόρτια. Όλοι πεντακάθαροι με τις πολύχρωμες φορεσιές τους, δεν διέφεραν σε τίποτα από τα λουλούδια που κρέμονταν τριγύρω και ανέδυαν το άρωμά τους. Οι μουσικοί είχαν βρει το χώρο τους και κούρδιζαν μεθοδικά τα όργανά τους, που πολύ σύντομα θα ακούγονταν σε όλο το χωριό και θα προετοίμαζαν το έδαφος για τους χορευταράδες των ξωτικών. Είχαν αφήσει έναν ελεύθερο διάδρομο γύρω από την πλατεία για να μπορέσουν να χορέψουν. Ο ουρανός φωτιζόταν πλέον μόνο από το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι και τα άστρα. Που και που κάποιος μετεωρίτης έπεφτε αφήνοντας πίσω το μια αστραφτερή ουρά κι ένα τεράστιο επιφώνημα από τα ξωτικά που το παρατηρούσαν. Η γιορτή είχε αρχίσει να φουντώνει. Οι μουσικοί από αρκετή ώρα έπαιζαν δειλά και κάποια ξωτικά λικνίζονταν στο ρυθμό τους. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο η στρογγυλή πίστα γέμιζε χορευτές. Τα πιάτα και τα ταψιά είχαν αρχίσει να αδειάζουν, το ίδιο και οι κανάτες. Τα τραγούδια ζωντάνευαν και τα ξωτικά μεθούσαν. Η Σύλφις σηκώθηκε από τον θρόνο της και ανακατεύτηκε στο πλήθος. Η συντροφιά της ακολούθησε το παράδειγμά της. Πρόσθεσαν ξύλα γύρω από τον ανθισμένο θρόνο και του έβαλαν φωτιά. Ήταν το έθιμο της βραδιάς. Την ώρα εκείνη η αρχόντισσα τραγούδησε ένα θλιβερό τραγούδι, το οποίο έλεγε για έναν πολεμιστή που θυσιάστηκε για τη βασιλοπούλα που αγαπούσε. Ήταν η μόνη μελανή στιγμή της βραδιάς, μα άνηκε κι αυτό στα προεόρτια. Όλα τα ξωτικά έκλαιγαν με το τραγούδι. Ακόμα και οι πυγολαμπίδες έβγαζαν πιο αχνό φως. Τέλος είχε έρθει η ώρα του μεγάλου χορού. Με την αρχόντισσα να κινεί το χορό, έφτιαξαν έναν τεράστιο κύκλο γύρω από τη φωτιά, ο οποίος κατέληξε σε σπείρα. Τα ξωτικά με μία φωνή τραγουδούσαν τα προεόρτια τραγούδια. Όλο αυτό κράτησε μέχρι αργά. Πριν διαλύσουν τη συγκέντρωσή τους, καθάρισαν τον χώρο για τη μεγάλη γιορτή της επόμενης μέρας. Ο Πουκ το βράδυ εκείνο έπεσε στο κρεβάτι του τόσο κουρασμένος, που δεν πρόλαβε ούτε να αναστενάξει από την κούραση. Ο ύπνος τον πήρε αμέσως και όνειρα μπλέχτηκαν στο μυαλό του. Είδε τη φωτιά που είχαν ανάψει στην πλατεία να φουντώνει και να καίε τα πάντα. Η χρυσή Λύρα φούσκωνε, γινόταν τεράστια και ξάφνου έσκαγε με χιλιάδες μαύρα πουλιά να ορμούν από μέσα της. Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του είχε χωριστεί στα δύο. Η μια πλευρά ήταν καταπράσινη σαν λιβάδι και η άλλη γαλάζια. Στο κέντρο υπήρχε μια μαύρη τρύπα, όπου μια γυναίκα με κόκκινα σαν τη λάβα μαλλιά κατέβαινε προς το μέρος του. Από τα μαλλιά της έβγαιναν φωτιές και από τα μάτια της κεραυνούς. Έκαιγε και σκότωνε τα πάντα στο πέρασμά της. Με τα γαμψά της νύχια άρπαξε τη μικρή Λίλυ και την πήρε μαζί της. Τότε ο Πουκ ξύπνησε με ένα ουρλιαχτό. Αμέσως άνοιξε η πόρτα και έφτασε η κυρία Μίμη κάτωχρη. «Πουκ, τι έπαθες αγόρι μου;». «Τίποτα… Καλά… καλά είμαι!», είπε βαριανασαίνοντας ο Πουκ. «Εφιάλτες έβλεπες;», συνέχισε να ρωτά η αναψοκοκκινισμένη γυναίκα και κάθισε δίπλα του, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα του. «Μάλλον έφαγα πολύ!», δικαιολογήθηκε. Η κυρία Μίμη του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, τον σκέπασε κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο Πουκ προσπάθησε να κλείσει στα μάτια του, αλλά μέσα στη σκοτεινιά συνέχισε να βλέπει εκείνη την περίεργη γυναίκα. Το πρωί ξημέρωσε, αλλά τα ξωτικά της Λίννα δεν σηκώθηκαν την συνηθισμένη ώρα τους. Κατάκοπα από το προηγούμενο βράδυ, αφέθηκαν στην ξεκούραση του ύπνου λίγο παραπάνω από το κανονικό. Αμέσως μετά άρχισαν τις προσωπικές τους ετοιμασίες, καθαριότητες και καλλωπισμούς. Η μεγάλη γιορτή ξεκινούσε με τη δύση του ηλίου και ολοκληρωνόταν το χάραμα. Είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους να ξεκουραστούν και να ετοιμαστούν. Βέβαια, τα θηλυκά ξωτικά ετοίμαζαν τα φορέματά τους, τα οποία τα έραβαν από μέρες μόνο για εκείνο το βράδυ. Μετά δεν επιτρεπόταν να τα ξαναφορέσουν. Ήταν και η βραδιά του ζευγαρώματος. Εκείνη τη νύχτα επέλεγε το αρσενικό, ποιο από τα θηλυκά θα του έκανε παρέα στο υπόλοιπο της ζωής του. Αν, μάλιστα, είχε κανονιστεί γάμος για το βράδυ εκείνο, τότε το ζευγάρι θα ήταν τυχερό, γιατί θα το πάντρευε η αρχόντισσα. Εκείνη, λοιπόν, τη μέρα επρόκειτο να γίνει γάμος διπλός. Ο μεγάλος γιος του φούρναρη, ο Τζιμ, θα παντρευόταν μια ξωτικιά από διπλανό χωριό και η εγγονή της κυρίας Ολντμαρίν θα παντρευόταν ξωτικό από το Σχιστό Λαγκάδι, το οποίο ήταν μεγάλη τιμή για το χωριό. Ο Πουκ ξύπνησε αργότερα από όλους, γιατί ο εφιάλτης τον είχε κρατήσει άγρυπνο για αρκετή ώρα. Όταν σηκώθηκε το κεφάλι του πονούσε αρκετά και η κυρία Μίμη του έφτιαξε ρόφημα με υδρόμελο και βότανα χαλαρωτικά. Του έκανε πολύ καλό. Μέσα σε λίγη ώρα ένιωθε καινούργιο ξωτικό. Έτσι αποφάσισε να βγει μια βόλτα το μεσημεράκι, για να περπατήσει στη λίμνη. Καθώς βάδιζε στο υγρό χώμα της λίμνης, παρατήρησε πως από τα ανατολικά ερχόταν ένα μαύρο σύννεφο. Ήταν αρκετά μακριά και φαινόταν σαν μια μικρή μουτζούρα στον καταγάλανο ουρανό. Γύρισε το κεφάλι του προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δεν υπήρχαν άλλα τέτοια σύννεφα. Το στομάχι του άρχισε να σφίγγεται και τα χέρια του ίδρωσαν. Ένα κακό προαίσθημα τον βασάνιζε, αλλά προσπάθησε να το καταπνίξει. Πήρε ένα βότσαλο και το έριξε στη λίμνη. Τότε στην αντανάκλαση των ομόκεντρων κύκλων που έκανε το βότσαλο, φάνηκε το σύννεφο να φουντώνει, να γίνεται τεράστιο, σαν να θέλει να κατασπαράξει ολάκερο τον κόσμο. Ο Πουκ έστρεψε απότομα το κεφάλι προς την ανατολή, μα το σύννεφο παρέμενε μια μικρή μουτζούρα. Το στομάχι του σφίχτηκε περισσότερο και αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. Περνώντας από το φούρνο του κυρίου Μπρέντμαν, άκουσε φωνές. Πλησίασε περισσότερο μέχρι να ακούει καθαρότερα. Ο Τζιμ μάλωνε με τον πατέρα του. «Μα δεν θέλω να την παντρευτώ σου λέω! Δεν με καταλαβαίνεις!», φώναζε ο Τζιμ. «Μην είσαι ξεροκέφαλος! Ξεχνάς πως θα σας παντρέψει η αρχόντισσα; Αυτό θα μας εξασφαλίσει για την υπόλοιπη ζωή μας. Θα μπορέσουμε να ανοίξουμε φούρνο και στο διπλανό χωριό», προσπαθούσε να τον συνετίσει ο κύριος Μπρέντμαν. «Είναι χοντρή και άσχημη! Δεν τη θέλω!». «Έχεις κάτι με τους χοντρούς; Δηλαδή όσοι τρώμε λίγο παραπάνω, δεν είμαστε κι εμείς ξωτικά;», είπε με παράπονο. «Ωχου, παράτα με κι εσύ! Ε, λοιπόν, ναι! Δεν μπορώ τους χοντρούς, δεν τους αντέχω…», συνέχισε να ουρλιάζει ο Τζιμ. «Σταμάτα! Δεν μπορώ… Να, η καρδιά μου… Πεθαίνω… Θα με πεθάνεις άχρηστε», άρχισε να λέει ο φούρναρης. Ο Πουκ έκρυψε ένα γελάκι κι έφυγε μακριά. Το γεγονός αυτό τον έκανε να ξεχάσει για λίγο το όραμα που είχε στη λίμνη, αλλά μια ματιά στο μαύρο σύννεφο τον έκανε να παγώσει. Φτάνοντας στο σπίτι, η κυρία Μίμη έφτιαχνε τις τελευταίες λεπτομέρειες από το φόρεμα της Λίλυ. Ήταν σε κίτρινη απόχρωση με όμορφα καφετιά πετράδια. «Είσαι καλύτερα Πουκ;», ρώτησε η κυρία Μίμη. «Ναι, καλύτερα! Υπάρχει περίπτωση να βρέξει! Έρχονται σύννεφα. Λες να χαλάσει τη γιορτή;». Η κυρία Μίμη σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο. Ο ουρανός φαινόταν πεντακάθαρος. «Δεν νομίζω! Δεν υπάρχει κανένα σύννεφο. Έλα Πουκ μην κάνεις αρνητικές σκέψεις. Όλα θα είναι υπέροχα στη σημερινή γιορτή. Ο Πουκ χαμογέλασε συγκρατημένα. Το αποψινό βράδυ διέφερε κατά πολύ από το προηγούμενο. Όλα είχαν μια νότα πολυτέλειας και λαμπρότητας. Χιλιάδες κεριά ήταν αναμμένα παντού και η ήρεμη βραδιά συνέβαλε στο να διατηρηθούν αναμμένα. Τα λουλούδια παρέμεναν κατά περίεργο τρόπο φρέσκα και ζωντανά, σαν να είχαν μόλις κοπεί. Αυτό συνέβαινε κάθε χρονιά και ήταν από τα μυστήρια της περιοχής. Παρότι θα έπρεπε να είχαν μαραθεί έστω και στο ελάχιστο, τη βραδιά της μεγάλης γιορτής ήταν όλα φρέσκα και μυρωδάτα, περισσότερο και από την προηγούμενη μέρα. Όλες οι ξωτικές ήταν πεντάμορφες. Περίτεχνα χτενίσματα, λαμπερά κοσμήματα, καλοραμμένα ρούχα και χαμόγελα που άστραφταν περισσότερο και από τα ίδια τ’ άστρα. Είχαν, όμως, και μια μικρή αγωνία στο πρόσωπο για την κατάληξη της βραδιάς. Αν το αρσενικό που θα τις κόρταρε θα ήταν όμορφο και αγαπητό. Τα μάγουλά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα και τα δάχτυλα των χεριών τους έτρεμαν. Τα μυτερά αυτιά τους γυάλιζαν, παρόλη την πούδρα που είχαν βάλει. Πίσω από το σιντριβάνι, εκεί που το προηγούμενο βράδυ έκαιγε η μεγάλη φωτιά, τώρα υπήρχε μια μεγάλη εξέδρα ανθοστόλιστη, όπου θα τελούνταν οι γάμοι. Ο Τζιμ φαινόταν αριστερά της εξέδρας με το πρόσωπό του σκυθρωπό, ενώ ο πατέρας του δίπλα έλαμπε από ευτυχία. Που και που σκουντούσε με τον αγκώνα του τον Τζιμ και αυτός εκνευριζόταν ακόμα περισσότερο. Δίπλα από την οικογένεια Μπρέντμαν στεκόταν μια άγνωστη οικογένεια. Σίγουρα ήταν το ξωτικό από το Σχιστό Λαγκάδι που θα παντρευόταν την τυχερή ξωτικιά του χωριού. Ξεχώριζαν από το ύψος τους και τα κατάλευκα μαλλιά τους. Η αρχοντιά και η μεγαλοπρέπεια ήταν διάχυτη πάνω τους. Δεν υπήρχε ίχνος σνομπισμού, αντίθετα φέρονταν ευγενικά και εγκάρδια στα υπόλοιπα ξωτικά του χωριού. Δεξιά της εξέδρας ήταν οι νύφες. Η εγγονή της κυρίας Όλντεριν, πραγματικά όμορφη ξωτικιά. Το κατάλευκο φόρεμα του γάμου της τόνιζε τα σκούρα χαρακτηριστικά του δέρματός της. Όλοι τη θαύμαζαν. Παραδίπλα ήταν η νύφη του Τζιμ. Μια κοντούλα, αλλά αρκετά ευτραφής ξωτικιά, με όμορφο μεν πρόσωπο, αλλά δεν συγκρινόταν με τη χάρη και την κομψότητα της διπλανής νύφης. Τρομπόνια ακούστηκαν σε έναν επίσημο σκοπό. Για μια ακόμα φορά έφτασε η Σύλφις με τη συντροφιά της. Αν το προηγούμενο βράδυ ήταν απλά όμορφη, εκείνη τη στιγμή φαινόταν εκθαμβωτική μέσα στο ολόχρυσο φόρεμά της με την τεράστια ουρά που την ακολουθούσε. Ανέβηκε στην εξέδρα, ώστε να αρχίσει η τελετή των γάμων. Οι μουσικοί έπαιξαν τους απαραίτητους σκοπούς και η Σύλφις είπα τις ευχές με την αιθέρια, κρυστάλλινη φωνή της σε ρυθμούς ερωτικούς. Η γεματούλα ξωτικιά κοίταζε τον Τζιμ μέσα στα μάτια κι αυτός φαινόταν να πρασινίζει από το κακό του. Το άλλο ζευγάρι ήταν ένα χάρμα οφθαλμών. Μέχρι και η αρχόντισσα τους χάζευε με ευχαρίστηση. Πιο πίσω ο κύριος Μπρέντμαν έκλαιγε από συγκίνηση ενώ η κυρία Ολντμαρίν που έστεκε δίπλα του τον χτυπούσε με τη μαγκούρα της για να σταματήσει. Αφού τελείωσε το μυστήριο των γάμων άρχισε πάλι το γλέντι. Περισσότερο εύχαρο και ζωντανό από τη προηγούμενη νύχτα. Τα δύο νεόνυμφα ζευγάρια χόρεψαν τον παραδοσιακό ζευγαρωτό στο κέντρο της πλατείας, με τη συνοδεία της Σύλφις, την οποία χόρευε ο πατέρας του ξωτικού από το Σχιστό Λαγκάδι. Ένα πανύψηλο ξωτικό με φαρδιές πλάτες και δυνατά χέρια. Κάποια στιγμή η γεματούλα νύφη πάτησε το πόδι του Τζιμ, κάνοντάς τον να κοκκινίσει από τα νεύρα του. Η ώρα περνούσε ευχάριστα. Κανείς δεν κατάλαβε πότε έφτασε δώδεκα παρά τέταρτο. Η αρχόντισσα τότε πήρε τη θέση της. Δίπλα στο σιντριβάνι με τη χρυσή Λύρα. Ο Πουκ έριξε μια ματιά στον ουρανό. Το σύννεφο τους είχε φτάσει. Βρισκόταν ακριβώς πάνω από το χωριό, αλλά καμία σταγόνα βροχής δεν έπεφτε από εκεί. Η αρχόντισσα μπήκε μέσα στο σιντριβάνι με την ουρά της να πλέει πάνω από τα κρυστάλλινα νερά. Στάθηκε μπροστά από τη Λύρα και ύψωσε τα χέρια και το κεφάλι ψηλά. Το τραγούδι της αυτή τη φορά έμοιαζε με προσευχή. Τα νερά από το σιντριβάνι άρχισαν να σηκώνονται, δημιουργώντας υδάτινες κορδέλες που πλέκονταν γύρω της. Τα δίχτυα με τις πυγολαμπίδες άνοιξαν κι αυτές πέταξαν πάνω από την αρχόντισσα σε περίπλοκους σχηματισμούς. Η μαγεία ύφαινε τον ιστό της σε όλη της το μεγαλείο. Όλοι κοιτούσαν με κατάνυξη και δέος. Τα φανάρια με κεριά άρχισαν κι αυτά να αιωρούνται ψηλά, μέχρι που φώτισαν τον ουρανό πάνω από το χωριό. Τα λουλούδια έβγαζαν άρωμα μεθυστικό και τα κλαδιά των δέντρων κινούνταν στο ρυθμό της μουσικής. Η Λύρα άρχισε να δονείται βγάζοντας μουσική θεϊκή. Όλα χόρευαν τριγύρω. Φώτα, έντομα, αρώματα νερά, πάντα στους ρυθμούς της Λύρας και του τραγουδιού της αρχόντισσας. Τα ξωτικά γονάτισαν στο έδαφος με το κεφάλι κατεβασμένο χαμηλά και τα μάτια κλειστά. Ο Πουκ τότε αισθάνθηκε μια αλλόκοτη παγωνιά. Σήκωσε αργά το κεφάλι και είδε το σύννεφο να κατεβαίνει πάνω τους. Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα ξωτικά. Σηκώθηκαν στα πόδια τους και κοιτούσαν το περίεργο σύννεφο, που όλο και ζύγωνε. Τα φαναράκια άρχισαν να πέφτουν στο έδαφος το ένα μετά το άλλο. Προσπάθησαν να τα αποφύγουν. Κάποια, όμως, χτύπησαν τα ξωτικά στο κεφάλι, στους ώμους, όπου έβρισκαν. Μια ξωτικιά άρπαξε φωτιά το φόρεμά της κι άρχισε να ουρλιάζει. Ευτυχώς, την έριξαν στη λίμνη και δεν τραυματίστηκε. Οι πυγολαμπίδες διασκορπίστηκαν προς το δάσος. Τα αιωρούμενα νερά έπεσαν πάνω στην αρχόντισσα και την έβγαλαν από το λήθαργό της. Κοίταξε τρομαγμένη το μαύρο σύννεφο κι ύστερα τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Το σύννεφο πλησίαζε απειλητικά και με γρήγορους ρυθμούς. Τα ξωτικά από το φόβο τους έπεσαν στο πάτωμα, καλύπτοντας με τα χέρια τους το πρόσωπο ή το κεφάλι τους. Πολλά από τα αρσενικά έπεσαν πάνω στα θηλυκά για να τα προστατέψουν. Ο Πουκ δεν πρόλαβε να εντοπίσει την οικογένειά του, όταν το σύννεφο έφτασε χαμηλά στο έδαφος. Μια έντονη μυρωδιά κάλυψε το χώρο. Τα ξωτικά άρχισαν να χάνουν τις αισθήσεις τους το ένα μετά το άλλο. Ο Πουκ όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν όλα θολά. Στην αρχή πίστεψε πως βρισκόταν το σύννεφο ακόμα πάνω τους, αλλά όταν άρχισε να ξεκαθαρίζει λίγο η όρασή του, είδε τα άστρα και την πανσέληνο στον ουρανό. Το σύννεφο είχε εξαφανιστεί. Το κεφάλι του, όμως, ήταν βαρύ και το σώμα του μουδιασμένο. Με μικρές κινήσεις άρχισε να ανακτά τις δυνάμεις του. Σηκώθηκε σιγά σιγά και είδε μια θάλασσα από λιπόθυμα ξωτικά στο έδαφος. Κάποια είχαν αρχίσει να συνέρχονται, ενώ κάποια άλλα είχαν ήδη σηκωθεί. Κοίταξε πιο μακριά και είδε τον Τζιμ να προσπαθεί να ελευθερωθεί από το βάρος της νέας του γυναίκας που τον είχε πλακώσει. Αφού ανακουφίστηκε πως όλοι από την οικογένειά του είναι μια χαρά, παρατήρησε την αρχόντισσα που έστεκε με βλέμμα κενό. Μπροστά της υπήρχε το σιντριβάνι, αλλά άδειο. Η χρυσή Λύρα είχε εξαφανιστεί. Η χαμένη μουσική - Κεφάλαιο 2.doc Edited November 8, 2012 by niceguy0973 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
thoroglin Posted November 21, 2012 Share Posted November 21, 2012 Έκατσα και διάβασα και τα δύο κεφάλαια που έχεις ανεβάσει και μπορώ να πω ότι είναι ένα πολύ ωραίο παραμύθι μέχρι τώρα. Πάντα μου αρέσει να διαβάζω ιστορίες που εξελίσσονται στη Μέση-Γη αλλά θα προτιμούσα να είχες χρησιμοποιήσει ανθρώπους αντί για ξωτικά, μιας και τα ξωτικά του Τόλκιν είναι αρκετά διαφορετικά από αυτά που περιγράφεις εσύ. Τα "λάθοι" που βρήκα μέχρι τώρα: Ο δάσκαλος του χωριού, ο κύριος Γουόρντφουλ, βάδιζε με το κουτσό του πόδι και τη ξύλινη μαγκούρα του κάτω από το μπαλκόνι της αρχόντισσας. Η κυρία Ολντμαρίν – η οποία θα έπρεπε να είχε ξεπεράσει τα 450 έτη, αλλά έλεγε πως είναι μονάχα 300 ετών Τα ξωτικά δεν γερνάνε ούτε πεθαίνουν από φυσικό θάνατο και όταν τα τραύματα τους δεν είναι θανάσιμα θεραπεύονται πλήρως. Ο υπερτροφικός φούρναρης «Είναι χοντρή και άσχημη! Δεν τη θέλω!» Τα ξωτικά ο Τόλκιν τα περιγράφει αψεγάδιαστα εμφανισιακά. Ψηλά, λεπτά και με όμορφα χαρακτηριστικά. Τον κυνηγούσε μια μάγισσα Στη Μέση-Γη δεν υπήρχαν μάγοι όπως τους συναντάμε σε άλλους φανταστικούς κόσμους. Οι μόνοι μάγοι που υπάρχουν είναι οι Ιστάρι, αλλά και αυτοί στην ουσία είναι Μάιαρ απεσταλμένοι των Βάλαρ στη Μέση-Γη. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted November 21, 2012 Share Posted November 21, 2012 Μ' άρεσε. Το διάβασα με ένα χαμόγελο στα χείλη που δεν έφυγε ούτε λεπτό. Υπάρχει διάχυτη η χαρά του παραμυθά, φαίνεται ότι το φχαριστιέσαι να αφηγείσαι ιστορίες ρε παιδί μου. Μ' άρεσε που η σύνταξη είναι λίγο όπως στην καθομιλουμένη και όχι εντελώς του γραπτού λόγου. Γενικά είναι ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, γούσταρα ξωτικούλια με χέλια και λάμπες με πυγολαμπίδες. Τώρα αν τα ξωτικά δεν ακολουθούν το κανονικό ευαγγέλιο, ναι, οκ. Ας μην το ακολουθούν. Αν αυτό είναι το είδος των ξωτικών που θέλεις εσύ, τότε αυτό θα γράψεις, απλά. Αν βγάλεις τις πολύ χοντρές αναφορές στον Τόλκιν, το Σχιστό Λαγκάδι πχ, θα δουλέψει μια χαρά, φρονώ. Αλλά θα έλεγα να κάνεις κάτι με αυτά τα ονόματα (Μπρέντμαν; Σήριουσλι; ), αλλά αν απευθύνεσαι σε νεότερους αναγνώστες μπορεί και να μη πειράζει, ίσα-ίσα, τα παιδάκια χαίρονται με κάτι τέτοια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted November 22, 2012 Author Share Posted November 22, 2012 Σας ευχαριστώ πολύ! Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει και μένα πολύ... Βέβαια, ενώ ξεκίνησα με ενθουσιασμό, λόγω υποχρεώσεων και προβλημάτων το σταμάτησα, αλλά σύντομα θα το συνεχίσω... Επίσης, έμαθα πως δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τον κόσμο του Τόλκιν, λόγω πνευματικών δικαιωμάτων, οπότε μάλλον θα τις αλλάξω αυτές τις λεπτομέρεις, έτσι δεν θα έχω θέματα και με όσα μου ανέφερες φίλε thoroglin... Τα ξωτικά, όμως, με εξιτάρουν και δεν ξέρω πως θα τα μεταλλάξω... χαχαχα.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted November 23, 2012 Author Share Posted November 23, 2012 Κεφάλαιο 3 Ήταν η πρώτη χρονιά στη Λίννα που η γιορτή είχε σταματήσει τόσο νωρίς. Όλα τα ξωτικά επέστρεψαν σπίτι τους, αφήνοντας τα πάντα στη θέση τους. Υπήρχε ένα τεράστιο κενό στην καρδιά τους, το οποία δεν είχαν νιώσει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η Σύλφις είχε χάσει τη φωνή της. Άνοιγε το στόμα της και δεν έβγαινε ήχος. Τα χρυσά μαλλιά της μεμιάς έγιναν θαμπά και τα τεράστια, αστραφτερά της μάτια θόλωσαν. Με τη βοήθεια του Άγκουστ μεταφέρθηκε στο αρχοντικό της. Ο Πουκ δεν είχε ξαναδεί τους συγχωριανούς του σε μια τέτοια άθλια κατάσταση. Η Λίλυ ήταν συνέχεια δακρυσμένη, τα δίδυμα άκεφα και η κυρία Μίμη εκνευρισμένη. Ο άντρας της έπεσε αμέσως για ύπνο, χωρίς καν να πει καληνύχτα. Το ίδιο και τα δίδυμα. Η Λίλυ δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά της μητέρας της. Αφού αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της, την έβαλε στο κρεβάτι της. «Τι θα γίνει τώρα;», ρώτησε ο Πουκ. «Είμαι… είμαι τόσο μπερδεμένη, που δεν ξέρω τι να σου απαντήσω! Ποτέ δεν είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο! Η Λύρα είναι η πηγή της ζωής μας και τώρα… τώρα χάθηκε. Μετά από τόσους αιώνες. Είναι τρομερό!». Το βλέμμα της κυρίας Μίμη ήταν αδειανό και το, κάποτε ζωντανό, δέρμα της είχε χλομιάσει. Κοίταξε για λίγο τον Πουκ στα μάτια, σαν να τον παρακαλούσε να δώσει μια λύση, αλλά ύστερα κατέβασε το κεφάλι της χαμηλά. Έκανε μεταστροφή και κλείστηκε στη κάμαρά της. Ο Πουκ κοίταξε το χώρο τριγύρω. Εκείνη τη στιγμή τον έβλεπε τεράστιο, χαώδη. Πήγε κι ο ίδιος για ύπνο. Το επόμενο πρωινό δεν έμοιαζε με κανένα από τα προηγούμενα. Ο ουρανός ήταν μουντός, έτοιμος να βρέξει. Το νερό από το σιντριβάνι έσταζε, δεν είχε πλέον ζωντάνια. Όλα τα λουλούδια από τις γιρλάντες είχαν μαραθεί και είχαν σκορπίσει στο έδαφος. Μα και τα δέντρα έμοιαζαν κουρασμένα. Τα κλαδιά τους είχαν γύρει και, μη μπορώντας να αντέξουν το βάρος των καρπών, τους άφηναν να πέσουν από πάνω τους. Η λίμνη είχε χάσει το ζωηρό της χρώμα. Ήταν πλέον πράσινη και θολή, όχι κρυστάλλινη. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούν στη φωλιά τους ή έφευγαν μακριά από την περιοχή. Οι άκρες από το γρασίδι είχαν μαυρίσει. Σάπιζε. Ο φούρνος του κυρίου Μπρέντμαν δεν μύριζε φρέσκο ψωμί. Δεν είχε ανοίξει καν. Τα περισσότερα παράθυρα ήταν σφαλισμένα κι όσα είχαν ανοίξει έχασκαν σαν μαύρες τρύπες. Λίγα από τα ξωτικά είχαν βγει στο χωριό και με βαριές κινήσεις προσπαθούσαν να μαζέψουν τα υπολείμματα της προηγούμενης βραδιάς. Τα μάτια τους είχαν γύρει προς τα κάτω και χαμόγελο δεν υπήρχε στα χείλη τους. Δεν μιλούσε ο ένας στον άλλον. Απλά έκαναν τις δουλειές τους μηχανικά. Ο Πουκ σηκώθηκε. Η γνωστή μυρωδιά από τις τηγανίτες δεν ερχόταν από τη κουζίνα. Μόνο η κυρία Μίμη βρισκόταν εκεί κι έπλενε πιάτα. Δεν του έδωσε σημασία. Ο Πουκ βγήκε στο χωριό. Περπατούσε στο δρόμο, βλέποντας τους συγχωριανούς σε μια άτονη κατάσταση. Πέρασε δίπλα από την κυρία Ολντμαρίν. «Καλημέρα κυρία Ολντμαρίν», προσπάθησε να της χαμογελάσει. Η ηλικιωμένη ξωτικιά του έριξε μια ματιά ανέκφραστη και συνέχισε το δρόμο της. Παρακάτω είδε τον Πιτ να σέρνει μερικά άλογα. «Πιτ μήπως θέλεις ένα χεράκι βοήθειας;». «Ε, όχι Πακ!», είπε αφηρημένος. «Πουκ…», τον διόρθωσε, αλλά ο Πιτ δεν έδωσε σημασία και συνέχισε τη πορεία του. Ο Πουκ έφτασε στη λίμνη και παρατήρησε το πόσο είχε αλλάξει. Ξαφνικά ένα ψάρι εμφανίστηκε στην επιφάνεια, γυρισμένο ανάποδα. Ύστερα κι άλλο. Κι άλλο ένα λίγο μετά. Ο Πουκ ταράχτηκε. Γύρισε και είδε κάποια ξωτικά που ήταν δίπλα του. «Κοιτάξτε! Τα ψάρια!». Φώναξε. Πλησίασαν και έριξαν μια βαριεστημένη ματιά στη λίμνη. Κούνησαν λίγο το κεφάλι και συνέχισαν τις δουλειές τους, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Δίπλα από το φούρνο του κυρίου Μπρέντμαν υπήρχε μια μικρή ταβέρνα, στην οποία πήγαιναν για πρωινό το πρωί, γεύμα το μεσημέρι, για μπύρα το απόγευμα και το βράδυ για δείπνο ή κρασί. Τη ταβέρνα αυτή την είχε ο κύριος Γουάινφουλ. Ο Πουκ πολλές φορές τον βοηθούσε, όταν ήταν μαζεμένος κόσμος και του έδινε γερό χαρτζιλίκι. Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε να μπαίνουν κάποια ξωτικά που είχαν σημαντική πολιτική και κοινωνική θέση στο χωριό. Ο δάσκαλος, δύο σύμβουλοι της αρχόντισσας, ο κύριος Χόρσμαν που ήταν και πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου του χωριού και ο κύριος Μπούκιν, ένας από τους πιο γραμματιζούμενους και μορφωμένους της Λίννα. Ο Πουκ δεν έχασε ευκαιρία. Μπήκε στο ταβερνείο και πέρασε κάτω από τον πάγκο. Ο κύριος Γουάινφουλ καθάριζε κάποια ποτήρια. Ο Πουκ του χαμογέλασε. «Είδα πως έχεις κόσμο και ήρθα να βοηθήσω». «Ναι! Καλά έκανες μικρέ! Δεν είμαι για πολλά σήμερα. Πάρε το πανί και καθάρισε λίγο τον πάγκο που κάθισαν», είπε, βαριανασαίνοντας, ο Κύριος Γουάινφουλ. Ο Πουκ άρπαξε το πανί κι έτρεξε στον πάγκο που κάθισαν τα ξωτικά. Χωρίς να τους ενοχλήσει άρχισε να μαζεύει νερά και ψίχουλα. «Κάτι πρέπει να γίνει! Δεν μπορούμε να αφήσουμε το χωριό μας σε αυτή τη κατάσταση», είπε ο κύριος Χόρσμαν. «Δεν μου λες; Η αρχόντισσα πως είναι;». «Καθόλου καλά! Δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη και μαραζώνει σαν τα λουλούδια του κήπου της», αποκρίθηκε ένας εκ των δύο συμβούλων. «Κύριε Μπούκιν χρειαζόμαστε τα φώτα σας», συνέχισε να λέει ο κύριος Χόρσμαν. Το ξωτικό απέναντι τον κοίταξε στα μάτια. Φαινόταν απογοητευμένος. «Έχω κάποια ιδέα, αλλά θα προτιμούσα να μιλήσω τελευταίος, χωρίς να θέλω να σας προσβάλω!», απάντησε ο γραμματιζούμενος. Για λίγο τα κεφάλια βάρυναν. Δεν μιλούσε κανείς. Ο κύριος Γουάινφουλ πλησίασε με αργά βήματα, πήρε ένα ψάθινο σκαμπό κι έβαλε πάνω τη ποδιά του, αφού πρώτα την έβγαλε. Κάθισε και χτύπησε δυνατά το χέρι του στον πάγκο. Οι υπόλοιποι αναπήδησαν από τον ήχο. «Πουκ, φέρε μας κρασί!», φώναξε με τη βαριά φωνή του ο ταβερνιάρης. Ο Πουκ παράτησε το πανί κι έτρεξε στο μπαρ. Πήρε ένα δίσκο και τον γέμισε ποτήρια. Άνοιξε τη κάνουλα από το χοντρό βαρέλι κι άφησε να γεμίσει η κανάτα το κόκκινο, αρωματισμένο υγρό. Την έβαλε κι αυτή στο δίσκο και την πήγε στον πάγκο. Μετά συνέχισε τις καθαριότητες, έχοντας το αυτί του στα λόγια των ξωτικών. «Είναι ανήκουστο αυτό που έγινε! Και δεν φώναζα τόσο καιρό; Δεν με ακούγατε όμως!», συνέχισε να φωνάζει ο κύριος Γουάινφουλ. «Ταβερνιάρη πες ό, τι είναι να πεις και άσε τους προλόγους», πετάχτηκε ο κύριος Γουόρντφουλ. «Αν είχαμε στρατιωτική κάλυψη, δεν θα είχαν συμβεί αυτά». Ο ταβερνιάρης είχε φέρει το κεφάλι του μπροστά, πάνω από τον πάγκο και τους κοιτούσε όλους έναν έναν. «Το λες και το ξαναλές αυτό! Τόσα χρόνια δεν είχαμε ανάγκη από τέτοιου είδους κάλυψη. Το χωριό μας είναι το μοναδικό στη Μέση γη, που ποτέ δεν δέχτηκε επίθεση», απάντησε κοφτά ο κύριος Χόρσμαν, φέρνοντας και το δικό το κεφάλι απέναντι ακριβώς από του άλλου. «Να, όμως, που χρειάστηκε!», φώναξε ο κύριος Γουάινφουλ, χτυπώντας το χέρι του δυνατά στον πάγκο. «Μη μου χτυπάς εμένα το χέρι…». Ο κύριος Χόρσμαν είχε σηκωθεί όρθιος και έφτυνε τις λέξεις. «Ηρεμίστε! Ηρεμίστε, σας παρακαλώ! Είμαστε σε δύσκολη θέση και όλα αυτά δεν βγάζουν πουθενά. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι». Την τάξη προσπάθησε να βάλει ο κύριος Μπούκιν και τα κατάφερε, εφόσον και τα δύο εξαγριωμένα ξωτικά κάθισαν πίσω στα σκαμπό τους. «Κύριε Μπούκιν, νομίζω πως πρέπει να μας μιλήσετε», είπε ο κύριος Χόρσμαν, κοιτάζοντας τον ταβερνιάρη με μισό μάτι. «Ξέρουμε πως η Μέση γη πάσχει από πολλές σκοτεινές δυνάμεις. Θα μπορούσα να αναφερθώ στη Μόρντορ, αλλά και αλλού, μα νομίζω πως οι μαγικές δυνάμεις που μας έπληξαν χτες προέρχονται από αλλού!», είπε με ηρεμία ο κύριος Μπούκιν «Από πού εννοείς;», ρώτησε ο άλλος σύμβουλος της αρχόντισσας. «Μίλα καθαρά γραμματιζούμενε!», πετάχτηκε ο ταβερνιάρης. «Πάψε εσύ!», φώναξε ο κύριος Χόρσμαν και η κατάσταση για μια ακόμα φορά εντάθηκε. Επενέβη ο κύριος Μπούκιν, σηκώνοντας το δεξί του χέρι ψηλά. «Φίλοι μου, σας ικετεύω! Την προσοχή σας… Πριν λίγο καιρό ήρθα σε επαφή με κάποια ξωτικά του δάσους που ζουν στο Έρεμπορ, το βουνό της Μοναξιάς. Μου μίλησαν για κάποια μάγισσα που κατοικεί δίπλα τους, στους Σιδερένιους Λόφους. Μαύρη μαγεία! Ιδιαίτερα με στοιχεία της φύσης! Όλες οι λεπτομέρειες που μου ανέφεραν, μου θύμισε το χτεσινό σύννεφο». «Δηλαδή μας επιτέθηκε μια αγριεμένη μάγισσα που ελέγχει τον καιρό;», ρώτησε ο κύριος Γουόρντφουλ, οπαδός της απλότητας. «Κάπως έτσι!», του απάντησε ο κύριος Μπούκιν. «Και πως μπορούμε να αμυνθούμε εμείς;», πετάχτηκε ο ταβερνιάρης. «Μα τον σκοπό της τον πέτυχε! Πήρε αυτό που ήθελε… Δεν νομίζω πως έχει λόγο να μας επιτεθεί ξανά!», αποκρίθηκε ο γραμματιζούμενος. «Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί έπρεπε να το κάνει την ημέρα της γιορτής!». Ο κύριος Χόρσμαν κουνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά με απελπισία. «Θα μπορούσε να κλέψει τη Λύρα μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Μια μέρα καθημερινή», πετάχτηκε και ο πρώτος σύμβουλος. «Μα ακριβώς αυτό ήθελε να πετύχει! Κάνοντας την επίθεση την ημέρα της γιορτής, όπου όλοι μας ήμασταν μαζεμένοι στην πλατεία, μας δίνει μια σοβαρή προειδοποίηση». «Ποια κύριε Μπούκιν», τον διέκοψε ο δάσκαλος. «Δεν το καταλαβαίνετε; Μας προειδοποιεί πως αν προσπαθήσουμε να αντεπιτεθούμε θα μας κατατροπώσει όλους. Ήταν μια παράσταση υπεροχής. Μας έχει στο χέρι αγαπητά μου ξωτικά». «Δεν μπορεί! Είναι αδύνατον! Δεν θα το επιτρέψουμε αυτό!». Ο κύριος Γουάινφουλ είχε σηκωθεί όρθιος, σπρώχνοντας το σκαμνί προς τα πίσω και ωρυόταν. Ο Πουκ έτρεξε και μάζεψε το σκαμνί. Τα χέρια του έτρεμαν από όσα είχε ακούσει. Φοβόταν τόσο πολύ που ήθελε να πάει να κρυφτεί κάτω από το πάπλωμά του και να μην ξαναβγεί. Τα στιγμή εκείνη μπήκε στην ταβέρνα η κυρία Βέρνα. Κατέβασε λίγο χαμηλά τα γυαλιά στη μύτη της και έλεγξε το πάτωμα. Ανασήκωσε το φαρδύ φόρεμά της και μπήκε στην ταβέρνα με βήμα περήφανο. Στάθηκε λίγο μακριά από τον πάγκο. «Καλημέρα σας, κύριοι! Θα σας παρακαλούσα να με ακολουθήσετε! Σας ζητά η αρχόντισσα!», είπε με ήρεμο και ζεστό τόνο η κυρία Βέρνα. Οι άντρες υπάκουσαν. Σηκώθηκαν, στρώνοντας τα σακάκια τους, άφησαν κάποια κέρματα στο τραπέζι και ακολούθησαν την οικονόμο. Τελευταίος έμεινε ο ταβερνιάρης. «Πουκ πήγαινε σπίτι σου κι έλα αργότερα να με βοηθήσεις να μαζέψουμε», διέταξε κι ο Πουκ πετάχτηκε έξω από το ταβερνείο. Τους ακολούθησε, χωρίς να τον αντιληφθούν. Φτάνοντας στο αρχοντικό, ο Πουκ κόλλησε πίσω από τον ταβερνιάρη, ο οποίος ήταν και ο πιο ευτραφής. Τρύπωσε στο αρχοντικό και δεν τον πήρε κανείς χαμπάρι. Ανέβηκαν μια τεράστια ξύλινη σκάλα και κατέληξαν σε έναν τεράστιο χώρο, όπου ήταν και το σαλόνι της αρχόντισσας. Ζεστό, με παχιά κόκκινα χαλιά, φορτωμένους πολυέλαιους και μια ελαιογραφία πάνω από το τζάκι, που ήταν φουντωμένο. Ο πίνακας έδειχνε την αρχόντισσα να κρατά τη χρυσή Λύρα στα χέρια της και να τραγουδάει. Ο Πουκ χάζεψε προς στιγμή τον πολύχρωμο πίνακα, αλλά αμέσως μετά κρύφτηκε πίσω από μια βαριά κουρτίνα, για να μην τον δουν. Τα ξωτικά κάθισαν στους αναπαυτικούς καναπέδες. Η Αρχόντισσα ήταν ξαπλωμένη σε μια πολυθρόνα μπροστά από τη φωτιά και την κοιτούσε. Τα χέρια της ήταν κρεμασμένα δεξιά κι αριστερά και το σώμα της ισχνό, λες και είχε να φάει κάποιους μήνες. Δεν γύρισε καν να τους κοιτάξει. «Η αρχόντισσα δυστυχώς δεν μπορεί να σας μιλήσει. Θα σας μεταφέρω εγώ τα λεγόμενά της», τους είπε η κυρία Βέρνα. Πλησίασε την αρχόντισσα και έσκυψε. Η Σύλφις γύρισε το κεφάλι της και με τα μάτια χαμηλωμένα κάτι της ψιθύρισε στο αυτί. «Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα κύριοι! Αν δεν βρεθεί σύντομα η Λύρα η αρχόντισσα θα χαθεί και το χωριό θα μαραζώσει! Κι αυτό πιστέψτε με μπορεί να οδηγήσει σε έναν άσχημο θάνατο», μετέφερε τα λόγια της η οικονόμος. Τα ξωτικά στους καναπέδες ανακάθισαν ταραγμένα. «Μα πως γίνεται αυτό; Γιατί με την έλλειψη της Λύρας εμείς κινδυνεύουμε να πεθάνουμε;», ρώτησε έντρομος ο κύριος Γουάινφουλ. Η οικονόμος δεν χρειάστηκε οδηγίες από την αρχόντισσα. Φάνηκε να γνωρίζει καλά την απάντηση. «Η μοίρα του χωριού σχετίζεται στενά με τη χρυσή Λύρα! Αυτή τόσα χρόνια μας δίνει ζωή και ευτυχία. Έχουμε μάθει να ζούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν μας λείψει η μουσική και η μαγεία της Λύρας, σύντομα θα πέσουμε σε κατάθλιψη και μετά θα έρθει το τέλος. Η ευτυχία όλων αυτών των αιώνων είχε ένα μικρό αντίτιμο. Αυτό είναι η διατήρηση της χρυσής Λύρας». «Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε ο κύριος Χόρσμαν. Η οικονόμος έσκυψε προς την αρχόντισσα. «Πρέπει πάση θυσία να βρούμε τη Λύρα. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, αγαπημένα μου ξωτικά». «Πρώτα, όμως, θα πρέπει να μάθουμε που βρίσκεται. Αν δεν το ξέρουμε αυτό δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε την κίνησή μας», είπε ο κύριος Μπούκιν. «Η αρχόντισσα γνωρίζει που βρίσκεται η χρυσή Λύρα. Είναι στους Σιδερένιους Λόφους. Εκεί ακριβώς αισθάνεται την ύπαρξή της. Δεν γνωρίζει την ακριβή τοποθεσία, αλλά υπάρχει, τουλάχιστον, ένα στοιχείο», απάντησε η κυρία Βέρνα με την καθοδήγηση της αρχόντισσας. Ο κύριος Γουόρντφουλ κοίταξε τον κύριο Μπούκιν. «Νομίζω πως ξέρω την ακριβή τοποθεσία της Λύρας», αποκάλυψε ο γραμματιζούμενος. Η αρχόντισσα γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε έντονα. Τράβηξε απαλά το χέρι της οικονόμου και της μίλησε. «Ρωτάει η αρχόντισσα πως είναι δυνατόν να το γνωρίζεις!». Ο κύριος Μπούκιν τότε επανέλαβε την ιστορία που είχε πει νωρίτερα στο ταβερνείο. Για πρώτη φορά από την ώρα της κλοπής φάνηκε να φωτίζεται το πρόσωπο της αρχόντισσας. «Αυτό σημαίνει πως έχουμε πιθανότητες να επιβιώσουμε! Τώρα πρέπει να συγκεντρώσουμε μια ομάδα ξωτικών, η οποία θα αναλάβει αυτή τη δύσκολη αποστολή», είπε η κυρία Βέρνα. Τα ξωτικά στους καναπέδες συνοφρυώθηκαν. Άρχισαν να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Ήξεραν πως ήταν μια αποστολή θανάτου. Δεν είχαν τις δυνάμεις, ούτε τους έμπειρους μάγους σε εκείνο το χωριό, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν έναν τόσο επικίνδυνο εχθρό, όσο εκείνη η μάγισσα. «Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να επιστρέψει η χρυσή Λύρα στη θέση της, αλλά και για να ξανακούσουμε αυτή τη θεσπέσια μελωδία από τα χείλη σας, αρχόντισσά μου», πήρε το θάρρος και είπε ο κύριος Μπούκιν, αφού σηκώθηκε όρθιος και έκανε μια βαθιά υπόκλιση στην αρχόντισσα. Η Σύλφις προσπάθησε να χαμογελάσει. Ο Πουκ πίσω από την κουρτίνα ένιωσε ένα ρίγος στη μικρή ραχοκοκαλιά του. Από όσα είχε ακούσει νωρίτερα, με έναν τέτοιον κίνδυνο που καραδοκούσε, θα έπρεπε να ήταν πολύ θαρραλέος όποιος αναλάμβανε μια τέτοια αποστολή. Ένιωσε κι ένα μικρό τσίμπημα ζήλειας στην καρδιά του, που ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο. Κάπου πιο μακριά, ανατολικά του δάσους της Σκοτεινιάς και βόρεια της θάλασσας της Ρουν, μέσα στη γύμνια των Σιδερένιων λόφων, εκεί που χιλιάδες γκόλμπιν δουλεύουν ασταμάτητα σε ορυχεία και χυτήρια, υπήρχε ένας τεράστιος, κατάμαυρος πύργος, σμιλεμένος από σίδηρο και χαλκό, στον οποίο κατοικούσε η μάγισσα Ντόου. Ψηλή, με καλογυμνασμένο σώμα, μαύρα μαλλιά πιασμένα σφικτά πίσω κι ένα κομμάτι μαύρο δέρμα να της καλύπτει το αριστερό της μάτι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν πολύ σκληρά. Παρότι είχε όμορφο πρόσωπο, μπορούσε να κάνει τον οποιοδήποτε να τρέμει από τον φόβο του. Εκείνη τη στιγμή, όμως, χαμογελούσε. Και ήταν η στιγμή, όπου απέναντί της είχε τη χρυσή Λύρα. Την είχε τοποθετήσει πάνω σε ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα και την περιεργαζόταν. Την πλησίαζε με το ένα της μάτι και την κοιτούσε. Χάζευε κάθε λεπτομέρειά της. Σήκωσε το χέρι της και πλησίασε τη Λύρα με τα ακροδάχτυλά της. Φαινόταν πως δίσταζε να την ακουμπήσει. Δεν θα μπορούσε μια μάγισσα τόσο σκληρή, όσο δηλαδή έδειχνε, να φοβάται ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι. Κι όμως, ήταν διστακτική. Το ένα της μάτι τρεμόπαιξε. Τα δάχτυλα με τα κατάμαυρα της νύχια σχεδόν άγγιξαν τη Λύρα. «Κυρά ήρθε μήνυμα!». Μπήκε ένα μικρό γκόλμπιν με τεράστια μάτια κι ένα μόνο δόντι να ξεπροβάλει από τη σχισμή που είχε για στόμα. Η μάγισσα πάγωσε με το χέρι της μετέωρο δίπλα από τη Λύρα. Το μάτι της άφησε το ποθητό αντικείμενο και κάρφωσε το γκόλμπιν. «Το ξέρεις πως με μια μόνο κίνηση μπορώ να σου βάλω τα έντερα για κασκόλ;», ρώτησε με τη φωνή να βγαίνει μέσα από τα δόντια της. «Μα… μάλιστα κυρά!», αποκρίθηκε το γκόπλιν έντρομο. Η Ντόου σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια στη μέση. «Δεν σου έχω πει χιλιάδες φορές να χτυπάς προτού μπεις, άχρηστε;». «Στις διαταγές σας κυρά!». «Τι μήνυμα;», ρώτησε στεγνά. «Ο πληροφοριοδότης μας έστειλε μήνυμα πως ετοιμάζονται να στείλουν ομάδα για να πάρουν τη Λύρα πίσω». «Τι πράγμα; Πως είναι δυνατόν να έμαθαν για εμάς; Είσαι σίγουρος;». «Ναι, κυρά!». «Μάλιστα! Καλοδεχούμενοι, λοιπόν! Αν προλάβουν, βέβαια να φτάσουν! Άντε ακόμα εδώ είσαι; Δίνε του!». Το μικρό γκόλμπιν τσακίστηκε και έφυγε από την τεράστια πόρτα πίσω του. Η Ντόου χαμογέλασε και επέστρεψε στην προηγούμενη ασχολία της. Δεν δίστασε και έπιασε τη χρυσή Λύρα. Πάγωσε και το ένα της μάτι γούρλωσε. Έτρεχε αλαφιασμένη στο δάσος. Τα δέντρα γύρω της, σαν τεράστιοι, γυμνοί γίγαντες άπλωναν τα μακριά χέρια με τα γαμψά νύχια για να την αρπάξουν. Το κρατούσε στην αγκαλιά της σφικτά. Τα δάκρυά της το μούσκευαν. Υπήρχε εκεί μέσα, τυλιγμένο σε μια μάλλινη κουβέρτα. Μάλλον ήταν όλος της ο θησαυρός και ήθελαν να τον αρπάξουν. Δεν έβλεπε που πατούσε, γιατί ή ομίχλη είχε γίνει στρώμα στο έδαφος. Τα γυμνά της δάχτυλα χτυπούσαν πάνω σε πέτρες, μάτωναν, μα δεν μπορούσε να σταματήσει. Θα την έπιαναν και θα έπαιρναν το θησαυρό της μέσα από τα χέρια. Γύρισε πίσω το κεφάλι της. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν πάνω στα μάτια της, όμως τις έβλεπε. Ψηλά στον αέρα να πετάνε με μαύρα κομμάτια υφάσματος να ανεμίζουν πίσω τους σαν εβένινες γλώσσες. Το στριγκό τους γέλιο έσκιζε τον αέρα. Με μεγάλη ευκολία απέφευγαν τα δέντρα και τα κλαδιά τους. Σαν ιπτάμενα φίδια με δέρμα σκισμένο έτρεχαν πάνω από το δάσος. Ήταν, τουλάχιστον, έξι από αυτές. Δεν θα τα κατάφερνε. Ήταν καταδικασμένη, αλλά προσπαθούσε. Άνοιξαν το στόμα τους και πέταξαν φωτιές. Μπάλες πύρινες έπεφταν τριγύρω. Μια από αυτές έπεσε ξυστά στο πανωφόρι της και άρπαξε φωτιά. Το έβγαλε, χωρίς να σταματήσει τη φόρα της, και το πέταξε μακριά. Το πόδι της βρήκε σε έναν βράχο. Δεν τον είχε δει με την ομίχλη. Ένιωσε το σώμα της να εκσφενδονίζεται μπροστά. Τυλίχτηκε γύρω από το θησαυρό της και κατρακύλησε στο έδαφος. Κλαδιά και πέτρες τις ξέσκισαν το δέρμα, μα δεν ένιωθε τον πόνο. Έπρεπε να προφυλαχτεί και η πτώση την είχε καθυστερήσει. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και συνέχισε τον αγώνα της. Την είχαν πλησιάσει, όμως, αρκετά. Άκουσε κάτι σαν μονότονες μελωδίες να βγαίνουν από το στόμα τους. Ξόρκια, και ήταν έτοιμες να τα ρίξουν πάνω της. Δυνάμωσε την ταχύτητα της. Μια ψυχρή ριπή πέρασε από δίπλα της, αλλά τη γλίτωσε τελευταία στιγμή. Οι φωνές τους έγιναν πιο δυνατές και τα ξόρκια τους ισχυρότερα. Το δάσος μπροστά της είχε πυκνώσει, μα η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί. Τουλάχιστον έβλεπε που πατούσε. Τα πνευμόνια της έκαιγαν και η κάθε της αναπνοή ήταν σαν χιλιάδες καρφίτσες να μπαίνουν από τον οισοφάγο της. Τότε αισθάνθηκε το χτύπημα. Ήταν δυνατό, αλλά ταυτόχρονα έμοιαζε με μπάλα από σύννεφο. Το σώμα της μούδιασε και σε λίγο το ίδιο θα συνέβαινε και στο μυαλό της. Όσο κι αν προσπαθούσε να συνεχίσει δεν μπορούσε. Τα πάντα άρχισαν να γίνονται θολά, δυσδιάκριτα. Κάτι μπροστά της έμοιαζε με μαύρη τρύπα. Δεν μπορούσε να το διακρίνει. Ίσως να ήταν και η ευκαιρίας της, ίσως και η καταστροφή της. Πέταξε αυτό που κρατούσε προς την τρύπα. Μετά όλα σκοτείνιασαν. Η Ντόου πετάχτηκε πίσω. Το πρόσωπό της έσταζε από τον ιδρώτα. Κοίταξε τα χέρια της, που νόμιζε πως είχαν καεί, μα δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Πήγε προς το παράθυρο και τράβηξε με δύναμη το χοντρό κορδόνι. Επανέλαβε την κίνηση τρεις φορές. Σε λίγο ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Έλα μέσα!», ούρλιαξε η Ντόου. Εμφανίστηκε ένας γέρος καμπουριασμένος με ένα ραβδί στα χέρια. Το μούσι του έφτανε μέχρι το πάτωμα και ένα στεφάνι από αραιά μαλλιά πλαισίωνε το χώρο πάνω από τα αυτιά, αφήνοντας κενό το υπόλοιπο κρανίο. Η μύτη του ήταν γαμψή και μακριά και τα μάτια του μικρά και ρυτιδιασμένα. «Με καλέσατε μεγαλειοτάτη;», ρώτησε με μια φωνή που ίσα ακουγόταν. «Ακούμπησα τη λύρα και είδα ένα όραμα», απάντησε στεγνά η μάγισσα. «Τι όραμα πολυχρονεμένη;». Σάλια έτρεχαν από το στόμα του γέρου. Η Ντόου του είπε όλα όσα είδε. Ο γέρος χτένιζε το μούσι του με τα δάχτυλά του. «Πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά;», ρώτησε η μάγισσα επιτακτικά. «Μάγισσά μου, πριν έρθετε στους Σιδερένιους λόφους, που ήσασταν;». «Εδώ ήμουν πάντα! Τι ερώτηση είναι αυτή, Λουντρίχ;», συννέφιασε η Ντόου. «Όχι βασίλισσα μου, δεν ήσασταν εδώ από πάντα! Είμαι σ’ αυτόν τον τόπο εδώ και εξακόσια χρόνια κι εσύ ήρθες πριν από περίπου σαράντα χρόνια». «Μα…», έκανε να πει η Ντόου, μα το μυαλό της θόλωσε. Πριν από τα σαράντα αυτά χρόνια δεν είχε καμία μνήμη. «Ίσως να ήταν κάποιο περιστατικό από αυτά που έχετε ξεχάσει». Λες και ήταν στο μυαλό της ο διαβολεμένος ο μάγος. «Λες βλακείες! Αλλά τι περιμένω κι από σένα. Άχρηστος είσαι! Φύγε από δω! Τώρα…», ούρλιαξε η μάγισσα. Ο γέρος εξαφανίστηκε, αφήνοντας λίγο καπνό πίσω του. Η Ντόου πλησίασε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Τα μαλλιά της στο πλάι κάλυπταν τα αυτιά της. Με το δάχτυλό της έκανε τις κολλημένες τρίχες στην άκρη και φάνηκε ένα μυτερό αυτί ξωτικού. Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Έδωσε μια στον καθρέφτη και τον έκανε χίλια κομμάτια. Κεφάλαιο 3.docx Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.