Διγέλαδος Posted November 28, 2012 Share Posted November 28, 2012 Όνομα Συγγραφέα: Άλεξ Είδος: τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1500 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Έχει τραγούδι στο τέλος Αρχείο: 21 century schizoid man.doc «Πάτερ, σε ευχαριστώ», ήταν το μόνο που μπορούσα να πω, μετά από τις ανακουφιστικές του υποσχέσεις. Οι λέξεις του αυτό το σαββατοκύριακο μου έδωσαν ελπίδες για την κουρασμένη ψυχή μου. Αλλά τώρα θα έπρεπε να αποχαιρετήσω το μοναστήρι και με βαριά καρδιά να γυρίσω πίσω. Πίσω σε αυτόν τον ψεύτικο κόσμο. Ένα σύνολο από ανθρώπους που φοράνε μάσκες. Ειδικά στη δουλειά μου. Όπως αποχαιρέτιζα τον ηγούμενο και τη ζηλευτή γαλήνη του, το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στα ράσα του. Το χρώμα του δεν μ’ άφηνε να ξεχάσω τα μαύρα κουστούμια που φορούσαν οι συνάδελφοί μου στα γραφεία της τράπεζας. Γραφεία σαν φωλιές μαύρων καρακαξών, στις οποίες συλλέγουν με λαιμαργία τα χρυσαφικά των πελατών τους σε λεφτά. Κι εγώ θα έπρεπε να επιστρέψω μέσα σε αυτόν το ναό της απληστίας το επόμενο πρωινό. Δεν είχε σημασία όμως, είχα πάρει μαζί τα εφόδιά μου. Λίγο αγιασμένο νερό, το Μέγα Ευχολόγιο σε μια μικρή έκδοση και έναν ξύλινο σταυρό. Αυτά θα αντικαθιστούσαν τα μισητά χάπια που έπαιρνα μέχρι τώρα. Μισητά επειδή με καθήλωναν στην οκνηρία. Σε τέτοιο βαθμό που το μυαλό μου μούδιαζε και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα περισσότερο από τις καθημερινές αναγκαίες λειτουργίες. Όμως τα έπαιρνα αναγκαστικά γιατί φοβόμουν. Ένας φόβος πραγματικός, γιατί την τελευταία φορά που άφησα το μυαλό μου να περιπλανηθεί στην άβυσσο του κρυμμένου κόσμου, δεν το άντεξα. Όμως τώρα ένιωθα έτοιμος, ο πάτερ είχε δίκιο. Ότι έβαζα μέσα στο στόμα μου μου μόλυνε την ψυχή. Η νηστεία όμως θα με έβαζε στο δρόμο της αλήθειας. Δεν άργησα να είμαι με το μπουκαλάκι της συνταγής στο χέρι. Και την άλλη στιγμή το ίδιο χέρι το πετούσε στον κάδο δίπλα από το νιπτήρα του μπάνιου. Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο είχε χαραχτεί στο πρόσωπο του ειδώλου μου στον καθρέφτη. Αισθάνθηκα καλά. Η πρώτη μέρα ήταν ανέλπιστα εύκολη. Όλοι με αγνοούσαν σαν να μην ήμουν εκεί. Ακόμα καλύτερα για μένα. Προτιμούσα να είμαι ένα φάντασμα, παρά ένας από αυτούς. Πλάσματα δέσμια της λαγνείας τους. Αμαρτία από την οποία με προστάτευαν οι ψαλμωδίες των ιερέων που ακόμα αντηχούσαν στα αυτιά μου. Γι’ αυτό όταν γύρισα σπίτι υπογράμμισα με μολύβι τους ίδιους ψαλμούς και τους επαναλάμβανα σιγά-σιγά. «Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. ἀλλ᾿ ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός.» Χωρίς να το καταλάβω είχαν περάσει ώρες και η νύχτα είχε αντικατασταθεί από το φως του Λόγου Του. Η ημερήσια ρουτίνα έπρεπε να συνεχιστεί. Όμως είχα ξεχάσει να αλλάξω και φορούσα το παλιό μου καφέ σακάκι. Οι συνάδελφοί μου πρέπει να πρόσεξαν τα δερμάτινα προστατευτικά που ήταν ραμμένα πάνω στους αγκώνες του. Καθώς περπατούσα στον διάδρομο ανάμεσα στα γραφεία, ένας από αυτούς με παρατηρούσε με ένα ειρωνικό μειδίαμα στα χείλη του. Όταν τον προσπέρασα ρώτησε την πλάτη μου. «Σε ποιόν αιώνα νομίζεις ότι ζεις»; Τον αγνόησα και συνέχισα να περπατώ. Πόσο θα ήθελα τώρα την βοήθεια του πατέρα. Ανυπομονούσα να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου και να μελετήσω κι άλλους ψαλμούς. Θα ηρεμούσα. Τώρα όμως το μόνο που άκουγα ήταν κάτι γυναικεία χασκόγελα. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσαν για μένα. «ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Κύριε, ἕως πότε;» Προτάσεις που ήθελα να χαράξω στο μυαλό μου, όπως ένα ξυράφι στο δέρμα. Κι ο πόνος να μου προσφέρει μια λυτρωτική ανακούφιση. Φράσεις που έλεγα ξανά και ξανά όλο το βράδυ, με το μυαλό μου να νιώθει σαν τα πέτρινα σκαλιά στο εκκλησάκι, τα οποία είχαν αποκτήσει ένα βαθούλωμα από το επίμονο περπάτημα των κληρικών κατά την πάροδο των αιώνων. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, ένιωσα τις αχτίδες του για λίγο να με ξυπνούν από ένα όνειρο που δεν είδα. Τα δάχτυλα μου είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο γύρω από τον σταυρό. Μόλις βγήκα έξω, τα μάτια μου δάκρυσαν από το φως που έπεφτε πάνω τους. Δεν ήθελα να υποστώ κι αυτό το μαρτύριο. Γύρισα πίσω στο σπίτι μου και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου μου. Κάτι που τελικά απέφερε θετικά αποτελέσματα. Όχι μόνο με προφύλασσε από τον διεισδυτικό βλέμμα του ήλιου, αλλά και από τις ματιές των άλλων. Είχα κάτσει στο γραφείο μου, αλλά ήμουν εξαντλημένος από την κούραση και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στους διάσπαρτους φακέλους που είχα μπροστά μου. Ερχόντουσαν κάποιοι προϊστάμενοι να μου μιλήσουν, μάλλον για να μου αναθέσουν κάποια εργασία, αλλά τη στιγμή που με βλέπανε, αλλάζανε γνώμη και γυρίζανε το τρομαγμένο πρόσωπό τους σε κάποιο άλλο θύμα. Καλύτερα, γιατί δεν είχα όρεξη να τους μιλήσω. Δεν απόρησα που με φοβόντουσαν, το καταπονημένο μου και αξύριστο πρόσωπο, φαινόταν στη σβησμένη οθόνη, ενώ τα γυαλιά ηλίου ήταν ακόμα κολλημένα σε αυτό. Ξαφνικά μια φιγούρα ξεπετάχτηκε από την άκρη του οπτικού πεδίου του ματιού μου. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος από τους συνεργάτες μου που ήθελε να μου κάνει πλάκα. Όμως δεν είχε σταματήσει εκεί. Αν κοιτούσα απευθείας εξαφανιζόταν, αλλά αν εστίαζα κάπου άλλου μπορούσα να δω αυτό το «πλάσμα» στο περιθώριο. Με είχε προσέξει και τώρα με κάρφωνε με τα μάτια του με ένα πονηρό ύφος. Ένιωσα αηδιασμένος. Η πύρινη απόχρωσή του δεν μου έδωσε πολλά περιθώρια για να σκεφτώ κάτι άλλο. Ήταν ένας δαίμονας. Έφυγα σχεδόν τρέχοντας από τη δουλειά μη δίνοντας κάποια δικαιολογία. Πώς να εξηγήσω αυτό που συνέβαινε; Όταν έφτασα στο σπίτι έριξα νερό στο πρόσωπο και κοίταξα τα ερεθισμένα μάτια μου, παραλίγο να μην με αναγνωρίσω. Άνοιξα το βιβλιαράκι εκεί που είχα αφήσει τον σελιδοδείκτη κι άρχισα να διαβάζω ψιθυριστά. «Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος· ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά. Εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. Τους ειπόντας·» Έπαιρνα δύναμη από τον ψαλμό. Μια δύναμη που με παρακινούσε να ψέλνω μέχρι την επόμενη αυγή. Αυτή τη φορά θα ήμουν προετοιμασμένος. Άνοιξα τον φθαρμένο καφέ χαρτοφύλακά μου και έβαλα μέσα τους ψαλμούς. Σήκωσα τον σταυρό από το γραφείο μου και τον χάιδεψα στοργικά καθώς το τοποθετούσα κι αυτό με προσοχή την τσάντα. Όταν έβαλα και το μπουκαλάκι με τον αγιασμό ξεκίνησα για τη δουλειά. Καθώς έμπαινα στην τράπεζα δεν κοιτούσα γύρω μου για να μην έχω κάποιο αντιπερισπασμό, σαν άλογο με παρωπίδες. Ήμουν συγκεντρωμένος στην γωνία του κτιρίου, εκεί που βρισκόταν το γραφείο μου. Μόλις κάθισα, άφησα τον χαρτοφύλακα πάνω στην έδρα. Τον άνοιξα κι έβγαλα από μέσα όλα τα σύνεργα εναντίον του φόβου. Μπορούσα να νιώθω τα απορημένα τους βλέμματα πάνω μου. Είδα τη σκιά του διευθυντή πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα να με πλησιάζει. Τον άκουσα να με ρωτάει αν είμαι καλά, αλλά η φωνή του ακουγόταν σαν να μου μιλούσε μέσα από μια σπηλιά. Έστρεψα το πρόσωπό μου προς τα πάνω και τότε τον είδα. Ήταν ο δαίμονας. Σάστισα. Έκλεισα καλά τα μάτια μου και τα ξανάνοιξα. Είχε πάρει τώρα την ανθρώπινη μορφή του. Όμως πια ήξερα ποιος ήταν και τι έκρυβε μέσα του. Κοίταξα γύρω μου, όλοι ήταν δαίμονες. Ήμουν περικυκλωμένος. Η σιωπή μου φαίνεται πρέπει να τον αποθάρρυνε και απομακρύνθηκε. Άνοιξα με τρεμουλιασμένο χέρι το Μέγα Ευχολόγιο κι άρχισα να ψιθυρίζω τον ψαλμό ξανά και ξανά. «Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και των άλλων κομμάτων, και τον αυτουργόν της πονηρίας» Είχαν σηκωθεί και με κοιτούσαν όλοι τους παραξενεμένοι. Μιλούσαν μεταξύ τους με σιγανή φωνή. Αλλά αυτό που άκουγα ήταν ουρλιαχτά. Ουρλιαχτά βρίζοντάς με και ζητώντας συγχρόνως έλεος. Ήταν δυνατοί, αλλά δυνατή έγινε και η φωνή μου. «Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας»! Κατάλαβα ότι ανησυχούσαν όμως εγώ δεν θα ησύχαζα. Σήκωσα τον σταυρό μου και τους το έτεινα στις μούρες τους. «Εξορκίζω σε»! Δεν τους φοβόμουν και ούτε θα ένιωθα οίκτο για αυτούς. Όμως δεν σταματούσαν και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο. Μα πως γίνεται οι άλλοι άνθρωποι να μην τους βλέπουν. Είναι εκεί μπροστά τους, και ζητάνε την υπογραφή τους για την παράδοση της ψυχής τους. Πλησίαζα κάθε έναν και του απεύθυνα τον σταυρό. Ήταν όλοι ακίνητοι. Παγωμένοι. Ευτυχώς. Λυγμοί από γυναίκες συναδέλφους αντηχούσαν στους τοίχους. Αν καταλάβαιναν ότι το έκανα για την σωτηρία τους δεν θα έκλαιγαν. Ένα υποχείριο των δαιμόνων, που φορούσε μια μπλε στολή και είχε μια θήκη όπλου στη μέση του με πλησίασε αργά. Δεν με τρόμαξε όμως. «Εξορκίζω σε»! Κάποιος έπεσε με ορμή πάνω μου. Γυναικεία ουρλιαχτά ακούστηκαν. Ο φύλακας με έσφιξε στην αγκαλιά του. Και μαζί του ένας άλλος. Δεν πρόλαβα να δω ποιος, είχαν γίνει πολλοί. Είχαν καταφέρει να με καθηλώσουν στο πάτωμα. «Αφήστε με»! «Δαίμονες»! Μόνο ακατανόητες κραυγές βγαίνανε από το στόμα μου. Το άλογο πια έκανε σαν αφηνιασμένο. Και μετά σκοτάδι. Μόνο ψήγματα φωτός. Και μερικές εικόνες. Δερμάτινες ζώνες γύρω μου. Λευκά ρούχα πάνω μου. Είμαι πίσω στο λευκό κελί μου. https://www.youtube.com/watch?v=ujIbpt-CCTY Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted November 28, 2012 Share Posted November 28, 2012 Μια αρκετά πετυχημένη σκιαγράφηση ενός μυαλού που οδεύει προς την παράνοια. Κι αυτή η προσκόλλησή του στη θρησκεία είναι κάτι που τον έκανε απρόβλεπτο, αν και δεν είδαμε κάτι ακραίο από πλευράς του στο διήγημα. Ίσως να το περίμενα, αλλά αν ήταν πολύ ακραίο πιθανόν θα χαλούσε την ωραία ροή του διηγήματος και την επαφή του με την πραγματικότητα. Κι επίσης, μπορώ να πω, ότι με τον τρόπο που είναι γραμμένη, που αφήνει τον αναγνώστη και να μπει στο μυαλό του ήρωα, αλλά και να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του, σε κάνει να νιώθεις λύπη γι' αυτόν. Γενικά, τα άτομα που έχουν μανία με τη θρησκεία γίνονται ευκολότερα μισητά ή/και τρομακτικά (η Mrs Carmody απ' το The Mist, είναι μία που μου έρχεται γρήγορα στο μυαλό). Είναι αυτή η ανώτερη ύπαρξη που τους δίνει δύναμη να κάνουν το οτιδήποτε. Κι επειδή αυτή η ανώτερη ύπαρξη είναι, λίγο-πολύ, βαλμένη για τα καλά στη ζωή μας, μας φέρνει πιο κοντά στο όλο κλίμα. Μιλάω κυρίως για τη διαφορά στο «Ο Θεός με έβαλε να το κάνω» και στο «Ο Δίας με έβαλε να το κάνω», που στη δεύτερη περίπτωση η επίδραση δεν είναι η ίδια. Καλή συνέχεια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted November 28, 2012 Author Share Posted November 28, 2012 (edited) Ευχαριστώ πολύ Άγγελε για την ανάγνωση. Έτσι είναι όπως τα λες. Εδώ πέρα η θρησκεία απλώς ήταν ένα μέσο διοχέτευσης της "παράνοιας" του ήρωα. Edited November 28, 2012 by Διγέλαδος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted November 29, 2012 Share Posted November 29, 2012 (edited) Να' μαι κι εγώ! Σχόλια: Έχει τραγούδι στο τέλος Ωραία πινελιά αν και προς στιγμήν νόμιζα πως θα βάλεις αυτό το βίντεο που κυκλοφορεί τις τελευταίες μέρες ως "τι ακούει ένα σχιζοφρενής στο κεφάλι του" αλλά τώρα καταλαβαίνω και τον τίτλο. Η αρχή ήταν ωραία και χαρακτηριστική αλλά νομίζω θα μου άρεσε να δω έναν διάλογο του πάτερ με τον ήρωα. Νομίζω πως θα με έβαζε περισσότερο στο κλίμα της περίπτωσής του. Γενικά όμως η έκταση του είναι πολύ καλή γι αυτό που θες να μας περάσεις (συνήθως σου λέω να γράψεις περισσότερα). Όπως αποχαιρέτιζα τον ηγούμενο αποχαιρέτισα καλύτερα νομίζω ο αόριστος ταιριάζει περισσότερο.Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο είχε χαραχτεί στο πρόσωπο του ειδώλου μου στον καθρέφτη. αυτό το είδωλο δεν μου αρέσει τόσο. Θα πρότεινα "είχε χαραχτεί στο πρόσωπο που έβλεπα στον καθρέφτη"Πολύ σωστό επίσης το ότι αναφέρεται συνέχεια στην καινή διαθήκη και μιλάει με παρομοιώσεις όπως και το ότι προσεύχεται συνέχεια. Πόσο θα ήθελα τώρα την βοήθεια του πατέρα. Ίσως για το δραματικό της υπόθεσης αλλά και για να προσθέσεις σε αληθοφάνεια ο ήρωας να παίρνει τηλέφωνο στην Μονή ζητώντας ή και μιλώντας ακόμα με τον ιερέα. Να εξομολογηθεί κάτι που σκέφτηκε ή να του ζητήσει να πει μια προσευχή γι αυτόν ή απλά να του πει πως νομίζει ότι δεν θα αντέξει/δεν είναι αρκετά δυνατός αλλά ο πάτερ τον καθησυχάζει.«Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και των άλλων κομμάτων, και τον αυτουργόν της πονηρίας»Είχαν σηκωθεί και με κοιτούσαν όλοι τους παραξενεμένοι. Μιλούσαν μεταξύ τους με σιγανή φωνή. Αλλά αυτό που άκουγα ήταν ουρλιαχτά. Ουρλιαχτά βρίζοντάς με και ζητώντας συγχρόνως έλεος. Ήταν δυνατοί, αλλά δυνατή έγινε και η φωνή μου. εδώ κάνει escalate πολύ καλά. Το άλογο πια έκανε σαν αφηνιασμένο ποιο άλογο; Overall μια ιστορία που με άρεσε πολύ και βλέπω ότι βελτιώνεσαι αισθητά! Well done. Edited November 29, 2012 by Eugenia Rose Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted November 29, 2012 Author Share Posted November 29, 2012 Η αρχή ήταν ωραία και χαρακτηριστική αλλά νομίζω θα μου άρεσε να δω έναν διάλογο του πάτερ με τον ήρωα. Νομίζω πως θα με έβαζε περισσότερο στο κλίμα της περίπτωσής του. δύσκολα μου βάζεις.. Ίσως για το δραματικό της υπόθεσης αλλά και για να προσθέσεις σε αληθοφάνεια ο ήρωας να παίρνει τηλέφωνο στην Μονή ζητώντας ή και μιλώντας ακόμα με τον ιερέα. Να εξομολογηθεί κάτι που σκέφτηκε ή να του ζητήσει να πει μια προσευχή γι αυτόν ή απλά να του πει πως νομίζει ότι δεν θα αντέξει/δεν είναι αρκετά δυνατός αλλά ο πάτερ τον καθησυχάζει. Μπα δεν νομίζει να έχει εκείνη η μονή τηλέφωνο. Αλλά θα μπορούσα να το πω αυτό ;) ποιο άλογο; αυτό το άλογο: Καθώς έμπαινα στην τράπεζα δεν κοιτούσα γύρω μου για να μην έχω κάποιο αντιπερισπασμό, σαν άλογο με παρωπίδες Overall μια ιστορία που με άρεσε πολύ και βλέπω ότι βελτιώνεσαι αισθητά! Well done. Σ' ευχαριστώ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted December 1, 2012 Share Posted December 1, 2012 Μια πολύ ωραία ιστορία. Ο ήρωας θέλει να ξεφύγει από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και (νομίζει πως) βρίσκει την παρηγοριά που έψαχνε στην θρησκεία. Αντί όμως να απαλλαγεί από αυτά που το βασάνιζαν, η ασκητική ζωή σε συνδυασμό με την νεόκοπη θρησκοληψία του τον σπρώχνουν ακόμα πιο βαθιά στο αδιέξοδο σπήλαιο της παράνοιας. Χρησιμοποιείς πολύ καλά τον γραπτό λόγο και μας βάζεις μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Πραγματικά είναι σαν βλέπουμε μέσα από τα δικά του μάτια και μπορούμε να αντιληφθούμε όλα του τα βήματα που τον φέρνουν όλο και πιο κοντά στην τρέλα. Το θέμα βεβαιώ δεν ήταν πρωτότυπο, και ήταν ολοφάνερο για το ποια θα ήταν η κατάληξη του ήρωα. Αλλά διαβάστηκε άνετα και κράτησε το ενδιαφέρον μου μέχρι το τέλος. ΥΓ. Πολύ επιτυχημένη και η χρήση των αποσπασμάτων από την Βίβλο. Έδιναν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα στο κείμενο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.