Jump to content

Ο κόσμος κάτω


Recommended Posts

Συγγραφέας: John82

Είδος: Ε.Φ

Βία; Όχι

Σεξ:Όχι

Λέξεις: 2968

Σχόλια: Η δεύτερη ιστορία που είχα γράψει για τον τελευταίο διαγωνισμό Ε.Φ με θέμα την Εξουσία. Την ανεβάζω χωρίς να την επεκτείνω ή να κάνω τις απαραίτητες διορθώσεις, ακριβώς όπως θα την ανέβαζα αν είχα αποφασίσει να συμμετάσχω με αυτήν.

 

 

Με το που βγήκε από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ο Κρις ανέπτυξε λίγη ταχύτητα ακόμα. Είχε αφήσει τις αστικές περιοχές και κατευθυνόταν προς τα ανατολικά προάστια, εκεί όπου οι πλέον πλούσιες οικογένειες είχαν τις κατοικίες τους.

Του άρεσε να περνά από αυτήν την περιοχή. Τα σπίτια παραδοσιακά στην όψη, αλλά κτισμένα σύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης τεχνολογίας, μεγάλοι, φροντισμένοι κήποι και πάρκα, όλα αυτά τον βοηθούσαν να ηρεμήσει. Αλλά ο τελικός προορισμός του ήταν αλλού.

Πέρασε κι από τα προάστια και ανέπτυξε κι άλλη ταχύτητα. Λίγες ημέρες πριν είχε αγοράσει το καινούργιο μοντέλο της Sethel, με της τελευταίας τεχνολογίας ηλιακές κυψέλες που φορτίζονταν ακόμα και τις συννεφιασμένες ημέρες, από το φως του φεγγαριού και των άστρων, ακόμα κι από τη θερμότητα του περιβάλλοντος. Του είχε κοστίσει λίγο ακριβά, αλλά πίστευε πως το αμάξι άξιζε τα λεφτά του. Τώρα που επιτέλους είχε βρεθεί στους άνετους, επαρχιακούς δρόμους, ήταν η ευκαιρία να το δοκιμάσει.

Μετά από αρκετή ώρα οδήγησης, τελικά έφτασε εκεί που ήθελε. Η παλιά πόλη, αν και ακατοίκητη πλέον, διατηρούσε ορισμένα καλοδιατηρημένα κτίρια. Αυτή ήταν η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της πόλης του, ως ένας φόρος τιμής στο παρελθόν αλλά και ως μια προειδοποίηση για τις νέες γενιές, για την παρακμή που έκρυβε.

Ο Κρις όμως δεν νοιαζόταν γι' αυτές τις προεκτάσεις. Η παλιά πόλη, με τα λίγα διατηρημένα και τα ακόμη περισσότερα ερειπωμένα κτίρια, ήταν εδώ και χρόνια το αγαπημένο του καταφύγιο. Μετά από συνεχόμενες μέρες εξαντλητικής δουλειάς στην Cube, θυγατρικής της Demah στον τομέα των ειδών οικιακής τεχνολογίας,, αυτό το μέρος ήταν το ιδανικό για χαλάρωση και περισυλλογή.

Κατέβηκε από το αυτοκίνητό κι έριξε μια ματιά γύρω του. Έρημοι δρόμοι, εκτός από την περιστασιακή εμφάνιση κάποιου δημοτικού φρουρού, βρισκόμενου αρκετά χαμηλά στην ιεραρχία και μάλλον έχοντας υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα για να τον στείλουν εκεί. Αυτός, οι λίγοι φρουροί και μερικά ζώα ήταν οι μοναδικές ζωντανές παρουσίες αυτήν την ώρα.

Άρχισε να προχωρά στους άδειους δρόμους. Πάντα απέφευγε τις αναπαλαιωμένες γειτονιές και προτιμούσε να βαδίζει ανάμεσα στα ερείπια. Ήταν περίεργο, το ήξερε, μα μόνο εκεί έβρισκε αυτό που πραγματικά αναζητούσε.

Συνέχισε την πορεία του, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο σωρό από πέτρες. Τον είχε δει κι άλλες φορές και πάντα η εικόνα δεν έμοιαζε φυσιολογική, σαν να μην ταίριαζε με τον περιβάλλοντα χώρο. Όσες φορές όμως κι αν το είχε σκεφτεί έπειτα, ποτέ δε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ενοχλούσε.

Ήταν πραγματικά παράξενο. Από μερικά μέτρα μακρυά, αυτός ο σχηματισμός έμοιαζε με μικρή πυραμίδα, με σχεδόν λείες πλευρές. Από κοντά όμως η πρότερη εντύπωση αποδεικνυόταν λανθασμένη. Και πάλι όμως οι πέτρες ήταν τακτικά τοποθετημένες και η τοποθεσία του ήταν επίσης περίεργη. Ορθωμένος μπροστά από ένα στενό, σκοτεινό δρομάκι, εκτεινόμενου σε μεγάλο βάθος κάτω από την σκιά ψηλών κτιρίων, αυτός ο σωρός έμοιαζε σαν να φρουρεί την είσοδο της συγκεκριμένης διαδρομής.

Και τότε η απάντηση έλαμψε ξαφνικά στον νου του. Αυτός ο σωρός δεν είχε διαμορφωθεί τυχαία σε αυτό το σημείο. Ήταν δημιούργημα, αναμφίβολα συμβολικό, ανθρώπων.

«Ποιων όμως και γιατί;» μονολόγησε.

Αν και ήξερε πως ήταν η φαντασία του, του φάνηκε πως παγωμένος αέρας ερχόταν μέσα από τις σκιές. Αποφάσισε να απομακρυνθεί αμέσως από εκεί. Μπορεί αργότερα να ντρεπόταν γι' αυτό, αλλά εκείνη τη στιγμή οι τρίχες στον αυχένα του είχαν σηκωθεί όρθιες, η καρδιά του πηγαινοερχόταν σαν τρελή μέσα στο στήθος του.

Απομακρύνθηκε βιαστικά. Δεν ήξερε προς τα που κατευθυνόταν, αλλά δεν ανησυχούσε. Ακόμα κι αν έχανε τον προσανατολισμό του, δεν θα αργούσε να συναντήσει κάποιον φρουρό. Περπατώντας αρκετά βιαστικά, διένυσε μεγάλη απόσταση και σταμάτησε για να πάρει μιαν ανάσα. Στεκόταν μπροστά από μια άθικτη βιτρίνα και πίσω από τη τζαμαρία βρίσκονταν αραδιασμένες διάφορες συσκευές παλιάς τεχνολογίας. Έριξε μια βιαστική ματιά γύρω. Είχε βρεθεί σε μια από τις αναπαλαιωμένες γειτονιές.

Κοιτούσε αφηρημένος τα παλιά, ενεργοβόρα ηλεκτρικά είδη, όταν κάτι έπεσε με ορμή επάνω του και τον σώριασε στο έδαφος. Παρά τον αιφνιδιασμό του, είχε προσέξει πως αυτό που τον είχε χτυπήσει είχε έρθει κινούμενο με τα τέσσερα πόδια κι αμέσως υποψιάστηκε πως επρόκειτο για κάποιο ζώο. Όταν όμως έριξε επάνω του το βλέμμα του, διαπίστωσε πως αυτό δεν ίσχυε.

Μπροστά του είχε μια κοπέλα, μια νεαρή, όμορφη κοπέλα, σίγουρα όχι μεγαλύτερη από εικοσιπέντε χρονών. Είχε μακρυά, μαύρα μαλλιά, μελιά, ελαφρώς σχιστά μάτια και η επιδερμίδα της ήταν έναν τόνο πιο σκούρα από τη δική του.

Αν αυτός αισθάνθηκε έκπληξη στην θέα της, αυτή μάλλον τρομοκρατήθηκε όταν αντάμωσαν οι ματιές τους. Πάντα πεσμένη στα τέσσερα, σαν ζώο, οπισθοχώρησε λίγα βήματα και κόλλησε στον τοίχο. Ο Κρις την πλησίασε προσεχτικά.

«Μην φοβάσαι» της είπε ήρεμα. «Δεν πρόκειται να σε πειράξω.»

Αμέσως αναρωτήθηκε αν η κοπέλα μπορούσε να τον καταλάβει, αλλά ο τρόπος που χαλάρωσε την στάση της όταν άκουσε τα λόγια του, δεν του άφησε αμφιβολίες.

«Μην τους αφήσεις να με πιάσουν» του είπε. Η φωνή της απαλή, αλλά οι λέξεις έβγαιναν κάπως “μουδιασμένες” από τα χείλη της, σαν να μην είχε συνηθίσει να μιλάει πολύ.

Δεν πρόλαβε να την ρωτήσει τι εννοούσε. Άκουσε φωνές ανθρώπων που πλησίαζαν κι αμέσως η κοπέλα κρύφτηκε σε ένα παράμερο σοκάκι.

Ήταν στρατιωτικοί, όχι άντρες της δημοτικής φρουράς, και κατάλαβε πως γύρευαν την άγνωστη. Ο επικεφαλής τους τον πλησίασε και αρχικά ζήτησε τα στοιχεία του. Αν και κάπως απρόθυμα, ο Κρις συμμορφώθηκε.

«Τί συμβαίνει;» ρώτησε έπειτα.

«Τίποτε το σοβαρό. Μήπως έτυχε να παρατηρήσετε κάποια περίεργη κίνηση;» ανταπέδωσε διακριτικά την ερώτηση ο στρατιώτης.

Ο Κρις δεν ήθελε να προδώσει την κοπέλα.

«Πριν δυο λεπτά κάτι πέρασε τρέχοντας» είπε τελικά. «Πήγαινε σαν ζώο, αλλά δεν έμοιαζε με κάποιο που θα μπορούσα να αναγνωρίσω. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί» ολοκλήρωσε κι έδειξε έναν δρόμο που χανόταν στα ανατολικά.

«Σας ευχαριστώ» απάντησε ψυχρά ο στρατιώτης. «Αν και δεν υπάρχει πρόβλημα, θα σας συνιστούσα να μην μείνετε πολύ ώρα εδώ» συνέχισε, κοιτώντας τον με νόημα.

Ο Κρις όμως δεν είχε σκοπό να φύγει. Αφού περίμενε μέχρι που οι στρατιώτες εξαφανίστηκαν από το οπτικό του πεδίο, έπειτα πλησίασε προσεχτικά το σημείο που είχε χαθεί η άγνωστη.

«Μάλλον έφυγε» σκέφτηκε, μα ξαφνικά εκείνη έκανε και πάλι την εμφάνισή της.

«Σε ευχαριστώ» του είπε δειλά και χαμογέλασε. Κάτω από τα κόκκινα χείλη της, ο Κρις πρόσεξε μια σειρά τριγωνικών, κοφτερών δοντιών. Ενστικτωδώς οπισθοχώρησε. Η κοπέλα δεν φάνηκε να ενοχλείται, σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους αντιδράσεις. Όμως το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

«Είμαι η Άννι» του είπε.

Ακόμα δεν είχε σταθεί όρθια και ο Κρις δε μπορούσε να μην αναρωτηθεί για αυτό. Την περιεργάστηκε λίγο καλύτερα. Τελικά κατάλαβε πως της ήταν αδύνατον να σηκωθεί.

«Κρις» της είπε απλά, μετανιωμένος για τον τρόπο του. Γονάτισε και άπλωσε το χέρι του προς εκείνη. Η Άννι, χαμογελώντας, τον μιμήθηκε.

«Πρέπει... πρέπει να φύγω» είπε μετά από λίγες στιγμές, κοιτώντας ανήσυχη τριγύρω. «Χάρηκα.» κι έπειτα άρχισε να απομακρύνεται βιαστικά.

Πριν τη χάσει από τα μάτια του, ο Κρις της φώναξε.

«Θα σε ξαναδώ;»

Εκείνη έμεινε για λίγο σκεφτική.

«Σε μια βδομάδα, τα μεσάνυχτα μπροστά στην πυραμίδα» αποκρίθηκε τελικά και χάθηκε μέσα στα στενά.

Ο Κρις δεν σπατάλησε άλλο χρόνο εκεί. Κατευθύνθηκε προς το αμάξι του και γύρισε στην πόλη.

Εκείνη η ημέρα είχε αποδειχτεί πολύ παράξενη και ενδιαφέρουσα.

 

***

 

Οι επόμενες ημέρες τον βρήκαν να αναρωτιέται για πολλά πράγματα.

Γιατί η Άννι είχε βρεθεί εκεί, γιατί την κυνηγούσε ο στρατός, ποια ήταν η σχέση της με τον περίεργο σωρό από πέτρες;

Ο Κρις ήταν σίγουρος πως αυτόν τον σχηματισμό είχε κατονομάσει ως πυραμίδα.

Ειδικά, η ανάμειξη του στρατού ήταν περίεργη. Σπάνια ανακατευόταν στις εσωτερικές υποθέσεις και μόνο αν υπήρχε κάποια ευθεία απειλή για τα συμφέροντα της Demah. Αυτή εταιρεία δεν ήταν απλώς σημαντική για το κράτος. Ήταν το ίδιο το κράτος, έχοντας αντικαταστήσει πλήρως τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Έδωσε στο κόσμο αυτά που οι αιρετοί άρχοντες δεν μπορούσαν -τροφή, δουλειά, ασφάλεια, ανέσεις- και σε αντάλλαγμα της δόθηκε η απόλυτη εξουσία.

Όλο αυτό το διάστημα δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Την σκεφτόταν όλη μέρα, η μορφή της εμφανιζόταν ξαφνικά στο νου και τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί, να δουλέψει, να περάσει στιγμές με τους φίλους του. Η παράξενη μορφή αυτής της ξένης στοίχειωνε τα όνειρά του, το όμορφό της πρόσωπο, τα τρομαχτικά της δόντια, τα παραμορφωμένα της πόδια, όλα αυτά έκαναν συνεχώς την εμφάνισή τους στην οθόνη της φαντασίας του. Αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο, ήξερε πως έπρεπε να την ξαναδεί.

Εκείνη η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη. Αν και αρχικά ανησύχησε, δεν ήθελε η βροχή να του χαλάσει τα σχέδια, τελικά γρήγορα ο ουρανός είχε καθαρίσει. Είχε κανονίσει τα πάντα, είχε πάρει άδεια λόγω ασθενείας, και ήταν έτοιμος να φύγει. Αποφάσισε να μην χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο. Αν και δεν απαγορευόταν, ένας άνθρωπος που θα κατευθυνόταν προς την παλιά πόλη μέσα στη νύχτα, αναμφίβολα θα κινούσε υποψίες. Ακόμα κι αν πήγαινε νωρίς, το ότι το αυτοκίνητο θα ήταν παρκαρισμένο εκεί τόσες ώρες, και πάλι θα φαινόταν παράξενο. Δεν ήθελε να δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα στην Άννι.

Αντί του αμαξιού του, θα χρησιμοποιούσε το λεωφορείο. Υπήρχε ένα δρομολόγιο που πήγαινε μέχρι την παλιά πόλη. Έφευγε στις 11 το πρωί, έφτανε εκεί τρία τέταρτα μετά, συνέχιζε μέχρι τις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές κι επέστρεφε έπειτα στην αφετηρία. Συνήθως κατά τον γυρισμό, περνούσε από την παλιά πόλη γύρω στις δύο το μεσημέρι. Φυσικά δεν τον ένοιαζε, δεν επρόκειτο να γυρίσει εκείνη την ημέρα πίσω, αλλά θα ήταν αναγκασμένος να περάσει εκεί κάτι περισσότερο από δώδεκα ώρες και σε αυτό το διάστημα να φροντίσει να μην τον αντιληφθούν οι δημοτικοί φρουροί.

Θεωρητικά εύκολο. Απλά θα έβρισκε καταφύγιο σε κάποιο ερειπωμένο σημείο, εκεί όπου σπάνια πατάνε οι φρουροί, και θα περίμενε.

Ετοιμάστηκε, πήρε μερικά σάντουιτς και νερό κι έφυγε.

 

Όπως είχε υπολογίσει, γύρω στις 12 το μεσημέρι βάδιζε στα μοναχικά δρομάκια της παλιάς πόλης. Όσες φορές είχε δει κάποιον φρουρό να πλησιάζει, αμέσως άλλαζε πορεία και απέφευγε μία κατά πρόσωπο συνάντηση.

Παρότι αναγκάστηκε μερικές φορές να λοξοδρομήσει, τελικά τράβηξε αποφασιστικά τον δρόμο του. Ήξερε πολύ καλά που θα έβρισκε προσωρινά καταφύγιο. Η περιοχή στην οποία είχε στηθεί η πυραμίδα τον εξυπηρετούσε. Μισογκρεμισμένα κτίσματα, γειτονιές που οι φρουροί σπάνια καταδέχονταν να πατήσουν. Βρήκε ένα, σχετικά καλοστεκούμενο, κτίριο και μπήκε σ' έναν μεγάλο χώρο στο ισόγειο, εκεί που τις παλιές ημέρες σίγουρα θα στεγαζόταν κάποιο κατάστημα. Προχώρησε κάπως βαθιά και κάθισε σε μια γωνιά, πίσω από έναν μεγάλο πάγκο. Ακόμα και να περνούσε κάποιος από εκείνον τον δρόμο και να κοίταζε μέσα, δεν υπήρχε περίπτωση να τον δει. Αφού έφαγε και ήπιε λίγο νερό, έβγαλε ένα από τα περιοδικά που είχε πάρει μαζί του, τα παλιομοδίτικα χάρτινα, που τόσο δημοφιλή είχαν ξαναγίνει τον τελευταίο καιρό, και πέρασε έτσι την ώρα του μέχρι που σκοτείνιασε.

Οι πολλές ώρες που έμεινε σε αυτήν την θέση τον είχαν σαν αποτέλεσμα να πιαστεί. Ήθελε να κάνει έναν περίπατο, αλλά δεν το τολμούσε. Είχε αποφασίσει να βγει έξω μόνο λίγο πριν τα μεσάνυχτα και δεν θα άλλαζε τώρα γνώμη.

Τελικά, αν και του φάνηκαν πολύ περισσότερες, οι ώρες πέρασαν και τα μεσάνυχτα ήταν πια κοντά. Προσεχτικά, αν κι εκείνη την ώρα δεν γίνονταν περιπολίες, βγήκε από την “κρυψώνα” του και πήγε μπροστά στον σωρό με τις πέτρες. Περίμενε λίγο, η αλλαγή της ημέρας ήταν ζήτημα λίγων λεπτών, όταν ξαφνικά άκουσε τα βήματα κάποιου που πλησίαζε από το δρομάκι. Αν και ήξερε πως ήταν η Άννι, εντούτοις δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και πήρε αμυντική στάση.

«Ποτέ δεν ξέρεις» συλλογίστηκε.

Η φωνή όμως της κοπέλας διάλυσε τους όποιους φόβους του.

«Χαίρομαι που ήρθες» του είπε, αφού τον είχε πλησιάσει. Πάντοτε βάδιζε στα τέσσερα και ο Κρις δεν μπόρεσε να μην νοιώσει οίκτο. Ευτυχώς η νύχτα έκρυβε την έκφρασή του. Κάθισε δίπλα της.

«Σε σκεφτόμουν» της είπε μόνο.

Το μάτια του είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Του φάνηκε πως ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της όταν άκουσε τα λόγια του.

«Θέλεις να δεις που μένω;» τον ρώτησε μετά από λίγες στιγμές.

Να φύγει από εκεί μέσα στην νύχτα ήταν αδύνατον. H πόλη του ήταν μακρυά κι αυτός πολύ κουρασμένος. Εξάλλου, αφού είχε έρθει χωρίς το αμάξι του, βαθιά μέσα του ήλπιζε πως η Άννι θα του πρότεινε κάτι τέτοιο.

Άρχισαν να βαδίζουν σιωπηλοί, προς εκεί από όπου είχε έρθει η κοπέλα. Αυτή μπροστά, σαν ζώο-οδηγός βάδιζε στα τέσσερα, αυτός λίγα βήματα πίσω της. Περπάτησαν έτσι κάμποση ώρα, στρίψανε δυο-τρεις φορές σε στενά σοκάκια και τελικά μπήκανε σε μια πολυκατοικία. Ακόμα και κάτω από το πέπλο της νύχτας, ο Κρις δεν μπόρεσε να μην προσέξει το επιβλητικό της μέγεθος.

Προχώρησαν λίγο κι αυτός νόμιζε πως θα τον οδηγούσε σε κάποιο από τα παρατημένα διαμερίσματα. Η Άννι όμως δεν κατευθύνθηκε προς τους επάνω ορόφους. Αντιθέτως τον έφερε μπροστά στη σκάλα που κατέληγε στο υπόγειο.

«Προσεχτικά» του είπε καθώς κατέβαιναν. «Σε κάποια σημεία, τα σκαλοπάτια είναι εντελώς κατεστραμμένα.»

Κατέβηκαν. Μια μικρή λάμπα ήταν αναμμένη και το αχνό της φως, καθώς έπεφτε στα διάφορα αντικείμενα που ήταν στοιβαγμένα, δημιουργούσε παράδοξες σκιές στους τοίχους. Ο χώρος ήταν περιποιημένος, μα σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με την κατοικία κάποιου. Τον έφερε μπροστά σε μια μεταλλική σχάρα. Μάλλον οδηγούσε στο αποχετευτικό σύστημα της παλιάς πόλης κι ο Κρις κατάλαβε πως αυτός ήταν ο προορισμός τους. Πήγε να σηκώσει το βαρύ κάλυμμα, αλλά η Άννι, με σβελτάδα που τον παραξένεψε, τον πρόλαβε.

Άρχισε να κατεβαίνει πρώτος. Η κάθετη σκάλα ήταν βουτηγμένη στο σκοτάδι, αλλά, όσο προχώραγε, μπορούσε να διακρίνει μια κουκκίδα φωτός που σιγά-σιγά γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Η Άννι τον ακολουθούσε. Είχε φροντίσει να βάλει την σχάρα πάλι στην θέση της και με μεγάλη επιδεξιότητα κατέβαινε την μεταλλική σκάλα.

Μετά από λίγη ώρα στεκόταν, με την Άννι δίπλα του, πάνω στο δάπεδο του υπονόμου. Το χαμηλοτάβανο τούνελ που εκτεινόταν μπροστά τους ήταν καθαρό, καμία σχέση με όσα είχε διαβάσει για τους παλιούς υπονόμους και σε τακτά διαστήματα υπήρχαν μικρές λάμπες πετρελαίου στους τοίχους. Σίγουρα εκεί μπορούσε να αναγνωρίσει τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας και σίγουρα η Άννι δεν θα έμενε μόνη της.

Η διαδρομή που διάνυσαν ήταν απότομα κατωφερική, άνετη, αλλά η κούραση άρχισε να βαραίνει το σώμα του. Όταν όμως άκουσε φωνές από το βάθος, ομιλίες πολλών ανθρώπων, ήταν σαν ξαφνικά να ξέχασε την εξάντληση που ένοιωθε. Κοίταξε την Άννι, αυτή κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι της κι ο Κρις άρχισε να βαδίζει πιο γρήγορα.

Μετά το τέλος του διαδρόμου, ανοιγόταν μια ευρύχωρη αίθουσα. Υπολογίζοντας το μέγεθος με το μάτι, ο Κρις υπέθεσε πως είχε την ίδια έκταση με ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Ψηλοτάβανη, καλύτερα φωτισμένη από τον διάδρομο και γεμάτη ζωή.

Σε μικρούς πάγκους, ρακένδυτοι άνθρωποι είχαν απλωμένη τα εμπορεύματά τους -φτηνά χειροτεχνήματα, φαγητά- και διάφοροι συναλλάζονταν μαζί τους, τις περισσότερες φορές απλά ανταλλάσσοντας το ένα είδος με το άλλο. Περπάτησαν λίγο ανάμεσά τους και ο Κρις κατανόησε πως εκεί, αυτός ήταν ο παρείσακτος. Το καταλάβαινε αυτά από τα καχύποπτα βλέμματα, τα χαμηλόφωνα σχόλια, τις περιπαιχτικές εκφράσεις. Η Άννι όμως δεν φαινόταν να δίνει σημασία σε αυτά, βάδιζε αδιάφορη κι αυτός αποφάσισε να την μιμηθεί. Εξάλλου, βρισκόταν πια στον δικό της κόσμο.

Τον πήγε σε έναν μεσόκοπο άντρα, ίσως λίγο πάνω πενήντα χρονών. Μόλις τους είδε να πλησιάζουν, τα γαλάζια του μάτια έλαμψαν χαρούμενα.

«Κρις, να σου γνωρίσω τον Τόμας» είπε η Άννι. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν θερμή χειραψία.

«Η μικρή μου είπε τι έκανε γι' αυτήν. Σου είμαστε πολύ ευγνώμονες» ακούστηκε η βαριά φωνή του Τόμας.

Ο Κρις δεν απάντησε αμέσως. Προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το αναπάντεχο θέαμα. Δεν μπορούσε όμως να μείνει για πολύ αμίλητος.

«Χάρηκα» είπε σαστισμένος. «Συγχώρεσέ με, αλλά αυτά που αντικρίζω μου φαίνονται απίστευτα. Τί είναι εδώ;»

Τα βλέμματα της Άννι και του Τόμας συναντήθηκαν. Έπειτα, σαν να του έδωσε μια σιωπηρή επιβεβαίωση, αυτός είπε στον Κρις να τον ακολουθήσει.

 

Αυτά που είχε ακούσει του έμοιαζαν παράλογα. Αν κάποιος τα είχε υποστηρίξει σε κάποιο άλλο μέρος, σε διαφορετική συγκυρία, ο Κρις σίγουρα θα τον πέρναγε για τρελό. Αλλά είχε δει με τα μάτια του την φριχτή πραγματικότητα και η εξήγηση του Τόμας δεν έμοιαζε πια και τόσο απίστευτη.

Ο Κρις ήξερε πως, από τότε που η Demah πήρε την εξουσία, όλοι οι κρατικοί λειτουργοί, ακόμα και οι κυβερνήσεις, διορίζονταν από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Κι αφού όλα λειτουργούσαν σωστά, αυτός δεν είχε πρόβλημα με την παρούσα κατάσταση. Ο Τόμας όμως του αποκάλυψε μια διάσταση που αγνοούσε.

Οι διαφωνούντες, αυτοί που θεωρούσαν πως το τίμημα ήταν αρκετά μεγάλο, πολύ απλά διαγράφονταν από υπάρξεις. Κάθε στοιχείο για αυτούς εξαφανιζόταν από τα κρατικά αρχεία και, μην έχοντας πια την δυνατότητα να επιβιώσουν στις πόλεις, αναγκάζονταν να ζούνε στο περιθώριο, αποκομμένοι από τους άλλους.

Η γενετική βελτίωση των ανθρώπων, επίτευγμα κάποιας θυγατρικής της Demah, είχε ορισμένες φορές ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Παραμορφωμένα παιδιά εξοντώνονταν αμέσως μόλις γεννιούνταν. Η Άννι ήταν από τους “τυχερούς”.

«Την βρήκα εγκαταλελειμμένη στα ερείπια, μωράκι λίγων μηνών. Δεν έχω ιδέα πως βρέθηκε εκεί» του είπε ο Τόμας.

Έτσι, όλοι όσοι δεν ταίριαζαν στο νέο καθεστώς της Demah, δεν λογαριάζονταν καν ως άνθρωποι. Πολλοί από αυτούς δημιουργήσανε υπόγειες, αυτόνομες κοινότητες, μερικοί κατέφυγαν στα βουνά κι απλά κοίταζαν να επιβιώσουν.

«Πολλές φορές κάνουμε μικρές επιδρομές στα γειτονικά αγροκτήματα. Μερικά φρούτα και λαχανικά, ίσως και κάποιο μικρό ζώο, μα τις περισσότερες φορές ορισμένα χρήσιμα σκουπίδια είναι η λεία. Σε μια τέτοια επιδρομή η Άννι αποκόπηκε από την υπόλοιπη ομάδα. Όταν προσπάθησε να επιστρέψει μόνη της, στρατιώτες την εντόπισαν και την κυνήγησαν. Ήταν η μέρα που τη βοήθησες» είπε ο Τόμας.

Μιλήσανε για ακόμη λίγη ώρα, ώσπου τελικά ο Κρις αποφάσισε να έπρεπε να κοιμηθεί.

Το άλλο πρωί, η Άννι τον συνόδευε μέχρι την επιφάνεια. Λίγο πριν αρχίσει να σκαρφαλώνει στην σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο, γύρισε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της μελαγχολικό, τα μάτια της σαν να προσπαθούσαν να του πουν κάτι.

Στάθηκε αναποφάσιστος. Η ζωή του ήταν αλλού, αλλά δεν ήταν πια σίγουρος αν μπορούσε να γυρίσει εκεί. Όχι μετά από αυτά που έμαθε. Στο μυαλό του αντηχούσαν ξανά και ξανά, τα τελευταία λόγια του Τόμας.

«Κανείς δεν είναι ανεπιθύμητος εδώ.»

Να ήταν άραγε μια διακριτική πρόσκληση;

Λίγες στιγμές έπειτα γονάτισε δίπλα της. Τα βλέμματά τους αντάμωσαν, τα πρόσωπά τους πλησίασαν, τα χείλη τους ακούμπησαν τρυφερά.

Στάθηκε και πάλι όρθιος.

«Πάμε σπίτι» της είπε και με αργά βήματα άρχισαν να απομακρύνονται από την σκάλα.

Ο κόσμος κάτω.pdf

Ο κόσμος κάτω.doc

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ!

 

Δεν ξέρω. Αν και έχει κάποια καλά στοιχεία η ιστορία σου, όπως η γλώσσα, μού άφησε την εντύπωση ότι την τελείωσες βιαστηκά.

 

Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο και χρησιμοποιείς κάποια κλισέ.

 

Πάντως, φαίνεται να είχες ξεκάθαρο στο νου σου, τί ήθελες να γράψεις. Ακολούθησες το σχέδιο σου . Επίσης, μας έδωσες αρκετά επιτυχημένα το υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίζεται η ιστορία. Τον κόσμο δηλαδή που υπάρχει πίσω από την ιστορία.

 

Είμαι σίγουρος. Αν την δουλέψεις θα γίνει πολύ καλύτερη.

 

Σ'ευχαριστώ!

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις.

Όντως η ιστορία γράφτηκε κάπως βιαστικά και το αποτέλεσμα δεν με ενθουσίασε ούτε κι εμένα. Γι' αυτό εξάλλου δεν συμμετείχα με αυτήν στον διαγωνισμό. Ίσως στο μέλλον αποφασίσω να την ξαναγράψω και θα λάβω σοβαρό υπόψιν μου όλες τις παρατηρήσεις.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Καλή ιδέα, και καλό χτίσιμο πάνω της. Θα με ενδιέφερε να δω μια εκδοχή που να επικεντρώνει περισσότερο στο παιχνίδι εξουσίας (οχι γιατί ήταν το θέμα). Να περιγράφει περισσότερο τη ¬νεα ταξη πραγμάτων¬. Το πήρες απο μια άλλη σκοπιά εξίσου ενδιαφέρουσα.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τα σχόλια. Σίγουρα κάποια στιγμή η ιστορία θα ξαναγραφτεί και σίγουρα θα έχει τελείως διαφορετική, από την τωρινή, δομή.

Link to comment
Share on other sites

Εμενα μου αρεσε ως προς την περιγραφη του νεου κοσμου που την εξουσια την εχει αναλαβει μια εταιρια ..τωρα οπως ειπαν και τα παιδια θελει νομιζω λιγο παραπανω αναπτυξη ως προς την εξουσια , δλδ αν προσεθετες καποια πραγματα παραπανω σε σχεση με το ηταν αυτη η εταιρια , πως διοικουνταν η πολη , τι ρολο παιζαν τα μμε , πως ζουσε ο κοσμος . Και ισως εμπλουτιζες παραπανω τον ηρωα σου, που δουλευε , που ζουσε.. θα ηταν πολυ καλυτερο..

Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ Χρύσα.

Πάντως πρέπει να αναφέρω πως συνειδητά δεν ανέπτυξα την εξουσιαστική δομή αυτού του φανταστικού κόσμου. Ήθελα αυτήν η ιστορία να κινηθεί σε πιο ανθρωποκεντρικά πλαίσια. Και το όριο λέξεων δεν θα μου επέτρεπε να παρουσιάσω όλες τις λεπτομέρειες που θα ήταν απαραίτητες και ταυτόχρονα να χτίσω και μια ικανοποιητική πλοκή. Όταν την ξαναγράψω δίχως αυτόν τον περιορισμό, πολλά θα αλλάξουν.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..