Jump to content

Πληγή


Naroualis

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis)

Είδος: dark fantasy θα το έλεγα, μπορεί να μπαίνει και λίγο στα χωράφια του Τρόμου.

Βία; Μπα

Σεξ; Ούτε

Αριθμός Λέξεων: ~2100

Αυτοτελής; Ναι. Έχω μια ιδέα ότι θα χωρούσε κάπου, σε κάτι μεγαλύτερο που το σκέφτομαι πολλά χρόνια να το γράψω, αλλά είναι νωρίς ακόμα για τέτοιες δηλώσεις.

Σχόλια: Είχα λάβει με το κείμενο αυτό μέρος στο 6ο Flash Fiction Live, τον Οκτώβριο του 2010. Εδώ θα βρείτε την πρώτη γραφή, που ήταν κάπως δυσνόητη (duh, γραμμένη σε μιάμιση ώρα).

 

Σιγά-σιγά θα ανεβάζω κι άλλα κείμενα που δεν τα έχω διορθώσει ποτέ. Θα ήθελα όποιος διαβάσει κι έχει διάθεση να κάνει πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις, για να δω τι δε δουλεύει ακόμη και σε επίπεδο στίξης. Δεκτά και πμ και αρχεία με σημειώσεις επάνω τους.

 

Αρχείο: wound.doc

 

 

Πληγή. Έβαλα το δάχτυλό μου και την έξυσα λιγάκι. Το κάπαλο ήταν ακόμη σκληρό και παχύ και δε μ’ άφησε να φτάσω στο τρυφερό κρέας του μπράτσου από κάτω, εκεί που με φαγούριζε.

 

Σήκωσα το κεφάλι, ξέροντας ότι η κίνηση θα έστελνε όλες τις ρευστές μύξες από τη μύτη μου στο στόμα. Αλλά δε με ένοιαζε. Άλλωστε η βροχή ήταν πολύ δυνατή. Μπορεί και να μου ξέπλενε το πρόσωπο πριν οι σιχασιές προλάβουν να φτάσουν στα χείλη.

 

Είναι ωραία άμα βρέχει, γιατί κανείς δε θέλει να βγαίνει έξω και μπορώ κι εγώ να ξεσκάω λιγάκι. Έξυσα και το κεφάλι μου. Με φαγούριζε κι αυτό, αλλά δεν τολμούσα ούτε να πλυθώ ούτε να κουρευτώ. Είχα λίγο καιρό ακόμη πριν τελειώσει όλο αυτό, τόσο λίγο, που θα ήταν κρίμα να τα κατάστρεφα όλα έτσι, από καπρίτσιο, μόνο και μόνο για μια βουτιά στο ποτάμι. Η βροχή ήταν άλλο πράμμα, μπορούσε να πυκνώσει τη τζίβα των μαλλιών μου με υπέροχα βρωμερούς τρόπους.

 

Αλλά δεν είχα τίποτε από αυτά στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Αυτά ήταν πράγματα που είχαν γίνει πια συνήθεια, από ένστικτο πια πρόσεχα να μην ξεπλύνω τα χέρια μου ή να μη χυθεί επάνω μου καθαρό, πόσιμο νερό. Αλλού ήταν το μυαλό μου εμένα και δε μπορούσα και να κάνω αλλιώς.

 

Λίγος καιρός ακόμη. Πόσος; Ίσως έπρεπε να κρατάω λογαριασμό, να, να ερχόμουν εδώ στον ξεριζωμένο πλάτανο και να χάραζα γραμμές στον κορμό του -οι μισές του ρίζες ήταν ακόμη μες το χώμα κι η φλούδα ήταν χλωρή και χαρασσόταν εύκολα. Μια χαρακιά για κάθε μήνα. Πόσες χαρακιές έχω κάνει υπομονή;

 

Κατέβασα πάλι το κεφάλι μου. Από ένστικτο κι αυτό. Δε με πείραζε αυτό, το πόσες χαρακιές θα είχα κάνει υπομονή, αλήθεια δε με πείραζε καθόλου. Μόνο καμιά φορά, θυμόμουν τις μέρες τις ανέμελες στην αγκάλη των γονιών μου, όταν δεν είχα υποχρέωση σε κανέναν καμιά και μελαγχολούσα. Λίγος καιρός ακόμη έμενε κι ύστερα τέλος το βασανιστήριο. Οριστικά.

 

Αναστέναξα. Δεν είχα και τόσο μεγάλο βάρος στην καρδιά μου πια, αλλά το έκανα κυρίως για να εισπνεύσω μια τελευταία καθαρή, διαυγή ανάσα δροσερού αέρα. Με περίμεναν διάφορες αγριότητες πίσω στον πύργο, αλλά εκείνη η ανάσα που έμοιαζε με αναστεναγμό ήταν ένα κάτι που έπαιρνα πάντα μαζί μου πριν επιστρέψω.

 

Σκαρφάλωσα από την όχθη του ποταμού που γουργούριζε θολός κοντά στις ρίζες του πλάτανου, πετώντας πίσω μου ξεραμένα φύλλα και ξεριζώνοντας μανιτάρια. Ένα σωρό ζούδια είχαν λουφάξει από κάτω και τ’ αναστάτωσα, αλλά κοίταξα τη δουλειά μου κι εκείνα τη δική τους. Ήξεραν πια να μη μπαίνουν μπροστά μου όταν είχα δουλειές.

 

Στο φρύδι της απότομης όχθης ήταν το δάσος με τις οξιές κι ανάμεσα στους λιγνούς, κομψούς κορμούς τους μπόρεσα να ξεχωρίσω το μονοπάτι να απομακρύνεται από το νερό και να πηγαίνει προς την αντίθετη μεριά από εκείνη που πήγαινα εγώ. Χαζοί είναι οι άνθρωποι καμιά φορά. Τι κι αν δεν υπήρχε μονοπάτι ως τον πύργο; Μήπως δεν κατάφεραν να βρουν το δρόμο τους και να ζητήσουν τις διάφορες ηλίθιες χάρες τους από τον αφέντη;

 

Δε χρειαζόταν να σηκώσω τα φουστάνια μου για να περπατήσω. Είχαν τόσο κουρελιαστεί που ο ποδόγυρος έφτανε πάνω από το γόνατο πια. Μάλιστα -κι είναι στ’ αλήθεια αστείο να το σκεφτεί κανείς- άκουσα κάποιους κάποτε να με λένε «η ξετσίπωτη» και να υποθέτουν ότι έχω στο νου μου να ξελογιάσω τα αγόρια τους. Χαχα. Χαχα. Αχαχαχαχα.

 

Φάνηκε ο πύργος μπροστά μου. Άφησα με μεγάλη απροθυμία πίσω μου τις εξαίσιες μυρωδιές, το βρεγμένο χώμα, την αγριορίγανη που την πλήγωνε η βροχή κι η πληγή της ευωδίαζε τον τόπο, τις σβουνιές μιας αρκούδας, το μισολιωμένο πτώμα ενός ασβού. Κι υποδέχτηκα με μεγαλύτερη προθυμία τις εξαίσιες μυρωδιές του πύργου, το στάσιμο νερό της τάφρου, το βρεγμένο ξύλο της κρεμαστής πύλης, το λιβάνι που έκαιγε νυχθημερόν σε μεγάλα μαγκάλια κρεμασμένα από τα παράθυρα, το πιπερόμυρο που καιγόταν στην κορφή του πύργου, μέσα στο λέβητά του.

 

Προσπέρασα της Κήρες και τους Όνειρους που έστεκαν φρουροί άχρηστοι, αδιαφόρησα -κι εκείνοι για μένα- για τους Βραχνάδες που κουκούβιζαν στις σκοτεινές γωνιές της αυλής. Μάλιστα μπροστά από τις Έμπουσες που περίμεναν κάθε φορά να με αρπάξουν από τα ελεεινά μαλλιά μου, σήκωσα ψηλά τη μύτη κι είπα με στόμφο:

 

«Ο αφέντης με περιμένει! Μεριάστε!»

 

Φυσικά δε μέριασαν. Όχι με την πρώτη, υπακούουν στις εντολές τους με κάθε κόστος και μόνο ο πόνος μπορεί να τις λυγίσει. Αλλά εγώ μπορούσα να τις κάνω να μεριάσουν. Είχα ακόμη λίγη από την ποταμίσια ανάσα μέσα μου και μια ιδέα από τον πόνο της αγριορίγανης και τα ξεφύσηξα μέσα στα μούτρα της πιο κοντινής, εκείνης που με είχε βουτήξει από το σβέρκο κι ετοιμαζόταν να πάρει μια ρουφηξιά αίμα από το λαιμό μου. Πισωπάτησε κι οι άλλες την ακολούθησαν, βλέπεις, μοιράζονται όλες την ίδια βουλή και τον ίδιο νου, όταν πονάει η μία πονάνε όλες. Χίμηξα να μη με προλάβουν, από ανάμεσα στα μαύρα τους και ματωμένα πέπλα και χώθηκα στη μεγάλη σάλα, εκεί όπου ξεκινούσαν οι Σαράντα Σκάλες.

 

Μέτρησα πολύ προσεκτικά. Φυσικά είχα την πολυτέλεια αυτή, οι Έμπουσες ποτέ δε μπαίνουν στη σάλα, γιατί το ξόρκι που τις κρατάει δεμένες στον πύργο τις κάνει να θέλουν ν’ ανέβουν όλες τις Σκάλες κι αυτό δε γίνεται, η σάλα επιτρέπει μόνο μια Σκάλα ν’ ανέβεις κι αν δεν είναι η σωστή τότε ο πύργος σε φτύνει από ψηλά και τσακίζεσαι. Τέλος πάντων, μέτρησα προσεκτικά. Άθροισα τα γράμματα της μέρας, του μήνα και του χρόνου κι ύστερα μέτρησα τις Σαράντα Σκάλες, α-μπέμπα-μπλομ, ποια ν’ ανέβω.

 

Την ανέβηκα. Τα ξυπόλυτα πόδια μου έβγαζαν υγρούς ήχους καθώς πλατσούριζαν αυθάδικα στο σκούρο καστανοκόκκινο μάρμαρο. Ο κουρελιασμένος μου ποδόγυρος δε με άφηνε να ζεσταθώ λιγάκι, αλλά καλύτερα. Έπρεπε να ήμουν κρύα.

 

Αν και είχε περάσει πολύς καιρός. Ίσως έπρεπε ν’ αρχίσω να ζεσταίνομαι πάλι. Αλλά δε θα το αποφάσιζα εγώ αυτό. Μόνο ο αφέντης θα το αποφάσιζε αυτό.

 

Η Σκάλα τελείωσε απότομα και στο τελευταίο της σκαλί ένα μαγκάλι με λιβάνι με υποδέχτηκε με τη βαριά του μυρωδιά. Το παρέκαμψα, άλλωστε τίποτε δε μπορεί να με εμποδίσει, μόνο να με καθυστερήσει λίγο περισσότερο. Έβαλα το μαγκάλι πίσω μου, το ένα χέρι μου στη μέση και με το άλλο έξυσα λίγο την πληγή στο μπράτσο μου, εκείνη με το χοντρό κάπαλο που με φαγούριζε. Κι ο αφέντης απέναντί μου αναστέναξε καρτερικά.

 

«Έλα κοντά» έκανε σιγανά.

 

Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να μου απευθύνεται σ’ αυτόν τον τόνο. Κάτι όμορφο σκίρτησε μέσα μου, λες να είχε φτάσει τελικά ο καιρός; Λες τελικά, αν τραβούσα χαρακιές στη φλούδα του πλάτανου, σήμερα να χάραζα την τελευταία; Τον πλησίασα πειθήνια, με συστολή. Δε γινόταν να τα χαλάσω τώρα.

 

Για μια στιγμή τον λυπήθηκα. Ήταν τριάντα χρονών κι έμοιαζε με ογδόντα. Τα μαλλιά του είχαν όλα πέσει και τα γένια του είχαν αραιώσει τόπους-τόπους από τον τριχοφάγο. Το σώμα του ήταν ένα βουνό από άμορφη σάρκα και τα ρούχα είχαν λειώσει πάνω του σε στρώματα, ποτέ δεν έβγαζε ένα ρούχο από πάνω του, μόνο φορούσε κι άλλα κι άλλα κι άλλα. Τα μάτια του με κοίταξαν κρυμμένα μέσα σε δυο μάζες από πρησμένα βλέφαρα, η γλώσσα του έγλυψε τα μισόγυμνα ούλα του, προσπαθώντας να υγράνει τον έρπη στα μπλαβιά του χείλη. Δε μπορούσε ούτε το χέρι του να κουνήσει πια.

 

«Μπορείς να με ακούσεις;» μουρμούρισε. «Μπορείς να ακούσεις αυτά που θα σου πω και να τα θυμηθείς; Να τα πεις κάπου;»

 

Δεν του απάντησα.

 

«Εγώ δε μπορώ να τα γράψω πια» κοίταξε τα χέρια του με θλίψη απεριόριστη «αλλά εσύ… Μπορείς να τα μεταφέρεις στον κόσμο; Όταν θα πεθάνω;»

 

Τον άφησα λίγο ακόμη να αγωνιά. Δεν ήταν η πρόθεσή μου να τον βασανίσω έτσι, μόνο να υπολογίσω αυτά που μου έλεγε ήθελα, να δω αν όντως μπορούσα. Είχα ζήσει πολύ καιρό μ’ αυτόν τον αξιολύπητο θνητό, ήθελα να είμαι σίγουρη γι’ αυτό που θα του έταζα.

 

«Ναι» είπα στο τέλος.

 

Αναστέναξε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Τα ξανάνοιξε, βεβαιώθηκε ότι δεν είχα φύγει. Κι ύστερα προφανώς σκέφτηκε πόσο αστείος θα ήταν ένας τέτοιος φόβος και του ξέφυγε ένα χαμόγελο.

 

«Άκου τα λοιπόν σαν απαγγελία κι έτσι να τα θυμάσαι. Έτσι θα τα θυμάσαι;»

 

«Σαν απαγγελία. Θα τα θυμάμαι.» Σκέφτηκα λίγο ακόμη. «Κι έτσι θα τα πω εκεί που θες να ειπωθούν.»

 

Αναστέναξε ξανά. Και μετά πήρε βαθιά ανάσα.

 

«Ο Πύρρος από την Πάφρα, ο μάγος με τα κόκκινα μαλλιά, ήρθε εδώ στο βουνό της Λυγκιστίδας, όπου μια φλούδα μόνο χωρίζει τον Πάνω και τον Κάτω Κόσμο, για να κλέψει από τον Άδη την καρέκλα που ήταν δεμένος ο Θησέας, όταν πήγε να κλέψει την Περσεφόνη. Για την ασέβειά του αυτή, η ίδια η Κόρη τον καταράστηκε παράδοξη κατάρα, να μην πεθάνει ποτέ παρά μόνο όταν εκείνος το αποφασίσει, παρά μόνο όταν εκείνος το επιθυμήσει με της ψυχής του τη δύναμη όλη. Κι ύστερα ο ομόκλινός της, ο τρομερός Αϊδωνέας, έριξε πάνω στον Πύρρο κατάρα κι άλλη.»

 

Με κοίταξε στα μάτια κι εγώ του αντιγύρισα το βλέμμα ανέκφραστη. Ακόμη δεν ήταν ώρα για το δώρο μου. Αλλά ήταν αλήθεια, το είχε αποφασίσει. Είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι. Τι καλά.

 

«Μου χάρισε μια σκλάβα, που θα με έκανε σκλάβο της. Την κόρη την πιο μικρή του Τυφωέα και της Έχιδνας. Απ’ όλες τις θεές τις τιμωρούς την πιο τρομερή, που το θύμα της το εντοπίζει με την οσμή, που το θύμα της το εντοπίζουν κι όλοι, θνητοί και θεοί, με την οσμή και πάλι. Εκείνη με την παρουσία της και μόνο θα με βασάνιζε, ώσπου να μην αντέχω άλλο και να παραδοθώ στη δίκαιη τιμωρία μου. Ποτέ δεν αμέλησε τα καθήκοντά της, ποτέ δε λάθεψε η πίστη της στην αποστολή της. Έφερα Κήρες κι Όνειρους να την εμποδίσουν, αλλά τίποτε δε μπόρεσαν να κάνουν. Έφερα Βραχνάδες να την πλακώσουν, αλλά μόλις την είδαν λούφαξαν στις σκοτεινές γωνιές της αυλής. Έφερα Έμπουσες να της πιουν το αίμα, αλλά εκείνη πάντα βρίσκει τρόπο να τις κάνει να μεριάζουν. Κι ούτε οι Σαράντα Σκάλες τη μπέρδεψαν ποτέ από το να έρθει κοντά μου, ούτε το λιβάνι που καίει σε μαγκάλια κρεμασμένα στα παράθυρά μου, ούτε ο γιγάντιος λέβητας στην κορφή του πύργου, σα φάρος στη στεριά, που καίει μέρα νύχτα το δυνατότερο πιπερόμυρο. Ούτε κι η καρδιά της η σκληρή με λυπήθηκε ποτέ να με λευτερώσει.»

 

Και πάλι, ανέκφραστη τον κοίταξα. Δεν ήταν δικό μου πρόβλημα αυτό, εγώ μόνο την ελευθερία μου ζητούσα. Τώρα ζεσταινόμουν πολύ, είχα γίνει ολόκληρη μια φλόγα ροδαλή, μια φλόγα ματωμένη.

 

«Ο καιρός μου τελειώνει» έκανα απαλά. «Τι άλλο έχεις να μου πεις;»

 

Προσπάθησε να κινηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε χάσει την ικανότητα να ορίζει το σώμα του, όταν κάθησε στην καρέκλα του Θησέα κι η πράξη του τον έκανε να πρηστεί σα ασκί, να αυγατίσει η σάρκα του, λες κι ήταν ο Λούκουλος, λες κι έτρωγε συνέχεια για χρόνια χωρίς να σταματά. Και φυσικά το βάρος του ήταν τόσο που να σαλέψει δε μπορούσε, μόνο τα χέρια του κουνούσε πού και πού, για να τονίσει μια λέξη ή φράση ή να με στείλει σε κάποιο θέλημα. Κι εγώ πήγαινα στα θελήματά του, γιατί είναι στη φύση μου να πηγαίνω και να έρχομαι κι όσο πιο πολλές φορές γίνει αυτό, τόσο περισσότερο να ευχαριστιέμαι το ρόλο μου.

 

Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Τον σεβάστηκα.

 

«Τίποτε» είπε τελικά. «Τίποτε, σύντροφε της ζωής μου της άθλιας, της ρημαγμένης…»

 

«Που μόνος σου τη ρήμαξες.»

 

«Της σάπιας…»

 

Δεν του απάντησα. Είχε έρθει ο καιρός, η ώρα, η στιγμή. Ζεστάθηκα κι άλλο, όσο δεν έπαιρνε κι αυτός το κατάλαβε. Έτσι ζεσταίνονται οι πληγές της κατάκλισης όταν είναι να σε φάνε ζωντανό, να σε σκοτώσουν. Τον άρπαξα από τα χέρια και τον τράβηξα και τρόμαξε από τη δύναμή μου. Τίποτε για μένα δεν είχε καταλάβει. Αφού τόσον καιρό μπορούσα να τον κάνω να υποφέρει, τάχα τώρα δε θα μπορούσα να τον κάνω να σηκωθεί;

 

Όλη του η πλάτη και το πίσω μέρος των ποδιών κι οι γλουτοί του ήταν μια σαπισμένη μάζα. Γέλασα και του χάρισα τα τελευταία μου δώρα, μια ανάσα από ποτάμι και δροσιά, μια πνοή αγριορίγανης. Αλλά δεν είχε καμιά καλοσύνη το δώρο μου.

 

«Έμεινα άπλυτη χρόνια ολόκληρα για να πονάς» είπα πετώντας από πάνω μου την μορφή του θνητού κοριτσιού και παίρνοντας τη θεία, την άφθαρτη και αγέραστη μορφή μου. «Έξυνα τις πληγές μου για να μη σταματήσει ποτέ το πύο να τρέχει. Έμπλεκα τα μαλλιά μου με λάσπη, τα στόλιζα με σκουπίδια. Βρωμούσα σαν οχετός και σαν αφοδευτήριο για να βρωμάς, να μην γιάνεις ποτέ. Και τώρα σου θυμίζω πώς είναι να μυρίζεις κάτι άλλο από το σάπιο κρέας σου. Θυμήσου τα όλα αυτά, Πύρρο από την Πάφρα, Μάγε με τα κόκκινα μαλλιά. Θυμήσου τα εκεί που πας, στον Άδη, στην αγκαλιά της Κόρης και του Αϊδωνέα που σε περιμένουν να σε οδηγήσουν με χαρές στα Τάρταρα της αιώνιας τιμωρίας.»

 

Κι όπως έκλεινε τα μάτια του για πάντα, του θύμισα γιατί οι τρομεροί γονιοί μου Πληγή με είχαν ονομάσει.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλησπερα κορίτσι.

 

Πολύ με άρεσε και αν έχω ένα βασικό παράπονο είναι ότι έχεις πολλές πληροφορίες και λίγο χώρο. Θα σου πρότεινα να το ανοίξεις κι άλλο. :)

 

woundeug.doc

 

Ελπίζω να σε βοηθάνε οι παρατηρήσεις μου. :air_kiss:

Edited by Eugenia Rose
Link to comment
Share on other sites

Χμ, το φοβόμουν αυτό που λες για την πυκνότητα. Είναι ίσως από τα μεγαλύτερά μου προβλήματα. προσπάθησα να το μειώσω χρησιμοποιώντας ονόματα γνωστά, πχ, Θησέας, Κήρες και Βραχνάδες, αλλά και πάλι δε δουλεύει, λες.

 

Χμ, χμ και χμ. :unsure:

 

Ευχαριστώ, ρε μπέιμπι.

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Εμένα δεν με δυσκόλεψε η πυκνότητά του, δεν θα το ήθελα πιο απλωμένο. :hmm:

 

Απλό και κατανοητό, δεν αισχύνομαι να πω όμως ότι είναι άχρωμο και χωρίς συναίσθημα. :(

Είναι πολύ σκοτεινό το θέμα του, αλλά φαίνεται να περνάει χωρίς να σε αγγίζει. Χμ, ίσως γι' αυτό να ήθελε άπλωμα η Ευγενία;

( Όχι, όχι η ίδια, παρεξηγήσατε! :wind2: )

 

Τα γνωστά ονόματα δεν μου προσέφεραν κάτι άλλο πέρα από το άγχος ότι δεν γνωρίζω καλά τη μυθολογία μας. Κάπως με βάρυναν με τη σκέψη πως αν τα ήξερα καλύτερα, με περισσότερες λεπτομέρειες, θα απολάμβανα πιο πολύ το κείμενό σου. Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα - ίσως - δεν ξέρω, να σου πω την αλήθεια.

 

Λίγα πραγματάκια ακόμη στο αρχείο που σου στέλνω με π.μ.

Link to comment
Share on other sites

Χμ, ίσως γι' αυτό να ήθελε άπλωμα η Ευγενία;

( Όχι, όχι η ίδια, παρεξηγήσατε! :wind2: )

 

:rofl2:

 

Τα γνωστά ονόματα δεν μου προσέφεραν κάτι άλλο πέρα από το άγχος ότι δεν γνωρίζω καλά τη μυθολογία μας. Κάπως με βάρυναν με τη σκέψη πως αν τα ήξερα καλύτερα, με περισσότερες λεπτομέρειες, θα απολάμβανα πιο πολύ το κείμενό σου. Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα - ίσως - δεν ξέρω, να σου πω την αλήθεια.

 

Ευχαριστώ για το αρχείο, ελήφθη, πρωτοκολλήθηκε και θα χρησιμοποιηθεί εγκαίρως.

 

Επειδή βλέπω την απορία να εξαπλώνεται: Ο Θησέας κι ο ήρωας Πειρίθους έκαναν κάποτε μια συμφωνία να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο όταν θα πήγαιναν να κλέψουν την ιδανική γυναίκα. Ο Πειρίθους βοήθησε το Θησέα (το κρονόληρο, ήταν πάνω από 50 χρονών τότε ο παιδόφιλος) να κλέψει την Ωραία Ελένη που ήταν 10-12 χρονών. Αφήσανε τη μικρή στην μάνα του Θησέα (καλή τσασά η κυρα-Αίθρα στα γεράματα) και φύγανε να κλέψουνε την ιδανική γυναίκα του Πειρίθου. Που ήταν η Περσεφόνη. Και που τους πήρανε χαμπάρι, του υποδεχτήκανε στον Άδη, "καλώς τους, θα καθήσετε να πάρετε ένα φοντανάκι;" κι εκεί που καθήσανε, βγήκανε φίδια και τους δέσανε στη θέση τους. Όταν αργότερα κατέβηκε κάποιος (δε θυμάμαι ποιος, νομίζω ο Ηρακλής) στον Άδη, δοκίμασε να τους ελευθερώσει. Το Θησέα τα κατάφερε και τον ελευθέρωσε, αλλά όταν πήγανε να λύσουνε και τον γκομενιάρη τον Πειρίθου, έγινε σεισμός και κιοτέψανε και τον παρατήσανε αυτού (όσο πάει και μου βγαίνει και πιο λαϊκιά η αφήγηση, χαχα).

Edited by Naroualis
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Χμμμ, όντως σαν κάτι να μην πηγαίνει καλά. Νομίζω πως η πρώτη παράγραφος με τις μύξες με αποπροσανατόλισε επειδή δεν θυμίζει πληγή αυτό το κομμάτι. Επίσης μήπως να περιέγραφες πέρα από τις 40 σκάλες και τις Έμπουσες που τις συναντά η ηρωίδα και τα άλλα "κακά" που της έστειλε ο ήρωας και κατάφερε να τα νικήσει (στην αρχή); (μ' άρεσε αυτό που έκανες με τις Έμπούσες, για παράδειγμα, που έβλεπα κατευθείαν την κατάληξη)

 

Αυτό με τον μύθο του Θησέα, αλλά και τις άλλες θεότητες, θα μπορούσες να βάλεις μια επεξήγηση μετά από το τέλος του διηγήματος δίπλα σε αστεράκι, δεν πιστεύω να χρειάζεται να το βάλεις μέσα στο κείμενο. Αλλά τουλάχιστον χρησιμοποιείσαι τα κάπως για να πάρουμε μια εικόνα (αυτό που έγραψα στην πάνω παράγραφο).

 

Έχει ψωμί ;)

 

Και επίσης: κι άλλος τύπος με κουρέλια; Τι σας έχει πιάσει όλους;;

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

(μ' άρεσε αυτό που έκανες με τις Έμπούσες, για παράδειγμα, που έβλεπα κατευθείαν την κατάληξη)

 

Νομίζω ότι καταλαβαίνω τις παρατηρήσεις και πιστεύω ότι μπορώ να το φροντίσω, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το πολυκαταλαβαίνω...

Link to comment
Share on other sites

(μ' άρεσε αυτό που έκανες με τις Έμπούσες, για παράδειγμα, που έβλεπα κατευθείαν την κατάληξη)

 

Νομίζω ότι καταλαβαίνω τις παρατηρήσεις και πιστεύω ότι μπορώ να το φροντίσω, αλλά αυτό το σχόλιο δεν το πολυκαταλαβαίνω...

Σόρρυ. Βασικά αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι δυσανάλογη η παρακάτω παράγραφος:

 

Προσπέρασα της Κήρες και τους Όνειρους που έστεκαν φρουροί άχρηστοι, αδιαφόρησα -κι εκείνοι για μένα- για τους Βραχνάδες που κουκούβιζαν στις σκοτεινές γωνιές της αυλής. Μάλιστα μπροστά από τις Έμπουσες που περίμεναν κάθε φορά να με αρπάξουν από τα ελεεινά μαλλιά μου, σήκωσα ψηλά τη μύτη κι είπα με στόμφο:

Γράφεις μια πρόταση μόνο για τις Κήρες, τους Όνειρους και τους Βραχνάδες. (για ποιο λόγο ας πούμε ήταν άχρηστοι;). Ενώ για τις Έμπουσες συνεχίζεις με μια παράγραφο ακόμα και έχεις την κατάληξη ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τελικά την ηρωίδα στις σκάλες.

Edited by Διγέλαδος
Link to comment
Share on other sites

Κάπως θολά ήταν για μένα τα πράγματα στην αρχή. Με το που φτάνει στον πύργο αισθάνθηκα ότι άρχισε να ξεθολώνει η κατάσταση, όμως νομίζω πως αυτό ήταν περισσότερο πλασίμπο ξεθόλωμα. Αυτό που εννοώ είναι ότι, επειδή μπήκαν κι άλλοι χαρακτήρες στην ιστορία (ειδικά ο Αφέντης), η προσοχή μου στράφηκε/εστιάστηκε σ' αυτούς (κι όχι στην θολούρα που περιβάλλει την αφηγήτρια). Αλλά τελικά, σε ό,τι έχει να κάνει με την πρωταγωνίστρια, έμεινα στα σκοτάδια μέχρι που ήρθε η τελευταία πρόταση. Ίσως αν έδινες από νωρίς πληροφορίες (για την πρωταγωνίστρια) να λειτουργούσε καλύτερα για μένα η ιστορία. Μάλιστα, μια σκέψη που έκανα, ήταν η περίπτωση να άνοιγες από την αρχή όλα τα χαρτιά σου, σε φάση (προσοχή! mega spoiler για όποιον δεν έχει διαβάσει την ιστορία)

είμαι η Πληγή, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, κι έχω μια δουλειά να κάνω

. Λόγω του μικρού μεγέθους του κειμένου, νομίζω πως ένα τέτοιο άνοιγμα δεν θα αφαιρούσε βάρος από το φινάλε, ίσα-ίσα, μάλλον θα έκανε μεγαλύτερη την προσμονή μου να διαβάσω παρακάτω (χώρια από το ότι θα ξεκαθάριζε το τοπίο).

 

Και, φυσικά, ακόμα και με ανοιχτά όλα τα χαρτιά από την αρχή, δεν θα άλλαζα με τίποτα την τελευταία πρόταση. Μου είχε αρέσει τότε, μου αρέσει και τώρα (μου φέρνει στον νου τα λόγια της Σκιάς στην ομώνυμη (πολύ μικρή) ιστορία του Πόε).

Link to comment
Share on other sites

@Διγέλαδος: Μιλ μερσί, αυτήν την εντύπωση είχα κι εγώ. Οποτε λίγο απλωμα εκεί για να ισορροπήσει.

 

@Dagoncult: Θα το προτιμούσες δηλαδή έτσι;

 

 

Με λένε Πληγή. Οι άνθρωποι που με γνωρίζουν, ο αφέντης, οι υπολοιποι υπηρέτες του. Όλοι Πληγή με λένε.

 

 

Κι από 'κει και κάτω να πιάσει την υπολοιπη αφήγηση; Χωρίς αναφορές στους γονείς;

Link to comment
Share on other sites

Ένας νόστιμος εφιάλτης!

Θα συμφωνήσω με τον αποπάνω σύντροφο ότι αργούμε να μάθουμε τι είναι η πρωταγωνίστρια, περνάει αρκετά μεγάλο μέρος του κειμένου χωρίς πληροφορίες γι' αυτήν, πέρα από το ότι επίτηδες δεν πλένεται. Αλλά όλες αυτές οι μυρωδιές το κάνουν πολύ ατμοσφαιρικό, βεβαίως.

Από μυθολογία ξέρω, αν και όχι τόσο καλά όσο εσύ, και τα γνωστά ονόματα ήταν ένα συν για μένα. Την Πληγή σαν θεότητα δεν την έχω ακούσει, αλλά μόλις είδα το "κόρη του Τυφωέα και της Έχιδνας" έφτιαξα την κατάλληλη εικόνα... Το πολύ-πολύ να εξηγήσεις το μύθο με πιο πολλές λεπτομέρειες.

Από επιμέλεια δε μου χτύπησε τίποτα ιδιαίτερο. Και γενικά πολύ καλό και μπράβο!

Link to comment
Share on other sites

Διαβάζοντάς το, θυμήθηκα και την πιο συνεπτυγμένη εκδοχή του Flash Fiction, και αυτό είναι καλό γιατί σημαίνει ότι μου έκανε αρκετή εντύπωση ώστε να είναι εύκολο να ξανάρθει στη μνήμη μου μετά από τόσον καιρό.

Δεν με πολυπείραξε που δεν ήξερα τις λεπτομέρειες της μυθολογίας, αν και ήταν πολύ καλύτερα τώρα που είδα και τις εξηγήσεις.

Ωστόσο, το περιβάλλον του πύργου με την τάφρο (ίσως και η βροχή) με παρέπεμψε αρχικά σε μεσαιωνική κατάσταση και χρειάστηκε να κάνω μετά μια εσωτερική αλλαγή στο μυαλό μου για να ξαναμπω στο πνεύμα των αρχαίων ελληνικών μύθων.

Πράγματι πολύ ατμοσφαιρικό, με μια μόνο απορία: Η Πληγή φαίνεται να υποφέρει και η ίδια. Περιμένει να τελειώσει το μαρτύριό της, σαν να είναι πραγματικά μια δουλειά που πρέπει να κάνει και να την υπομείνει για να λυτρωθεί. Όμως, έτσι όπως έρχεται η εξήγηση στο τέλος, μου φαίνεται σαν να είναι αυτή η δουλειά της γενικά. (Όπως π.χ. ο Έρωτας τρυπάει με τα βέλη του τα θύματά του ή οι Ερινύες κυνηγούν όποιον κάνει φόνους). Άρα δεν της μέλλεται καινούργιο βασανιστήριο αργότερα; Και πώς και δεν βρίζει και λίγο για τη μοίρα της που της είναι αυτός ο ρόλος της στη ζωή;

Edited by Tiessa
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωστόσο, το περιβάλλον του πύργου με την τάφρο (ίσως και η βροχή) με παρέπεμψε αρχικά σε μεσαιωνική κατάσταση και χρειάστηκε να κάνω μετά μια εσωτερική αλλαγή στο μυαλό μου για να ξαναμπω στο πνεύμα των αρχαίων ελληνικών μύθων.

 

 

Η Πληγή φαίνεται να υποφέρει και η ίδια. Περιμένει να τελειώσει το μαρτύριό της, σαν να είναι πραγματικά μια δουλειά που πρέπει να κάνει και να την υπομείνει για να λυτρωθεί. Όμως, έτσι όπως έρχεται η εξήγηση στο τέλος, μου φαίνεται σαν να είναι αυτή η δουλειά της γενικά. (Όπως π.χ. ο Έρωτας τρυπάει με τα βέλη του τα θύματά του ή οι Ερινύες κυνηγούν όποιον κάνει φόνους). Άρα δεν της μέλλεται καινούργιο βασανιστήριο αργότερα; Και πώς και δεν βρίζει και λίγο για τη μοίρα της που της είναι αυτός ο ρόλος της στη ζωή;

 

Το θέμα της μεσαιωνικής εσάνς υφίσταται όντως, κυρίως γιατί στο δικό μου κεφάλι είναι κάπως παράδοξα τοποθετημένο στο χώρο κι όχι στο χρόνο. Γενικά δεν είναι η δική μας πραγματικότητα, παρά που αναφέρονται οι δικοί μας Ολύμπιοι θεοί και η δική μας μυθολογία. Πίστευα ότι θα περνούσε αυτό λίγο στο ντουκού, γιατί δε θα μπορούσα να σας το εξηγήσω επακριβώς. Τέλος πάντων.

 

Αν η Πληγή υποφέρει ή όχι είναι μάλλον φιλοσοφικό το ζήτημα. (Φυσικά αναφέρομαι στο αν θα πρέπει να υποφέρει κι όχι αν κατάφερα εγώ να το γράψω καλά.) Πχ. όταν ο Έρωτας τρυπάει με τα βέλη του τα θύματά του, νιώθει καλά; Δεν έχει τύψεις γι' αυτό που κάνει, που βασανίζει τους ανθρώπους, ειδικά όταν τοξεύει στο γάμο του Καραγκιόζη;

 

 

Πάντως, η τωρινή αποστολή της Πληγής είναι μέρος της κατάρας των θεών, οπότε μπορείς να πεις ότι είναι μάλλον one of a kind. Η συνήθης συμπεριφορά της δεν είναι μέρος της αφήγησης.

Link to comment
Share on other sites

 

Με λένε Πληγή. Οι άνθρωποι που με γνωρίζουν, ο αφέντης, οι υπολοιποι υπηρέτες του. Όλοι Πληγή με λένε.

 

 

Κι από 'κει και κάτω να πιάσει την υπολοιπη αφήγηση; Χωρίς αναφορές στους γονείς;

 

 

Α... δεν ξέρω, εγώ προσπαθούσα να δώσω την γενική ιδέα του να μαθαίνουμε από νωρίς την

υπερφυσική, απειλητική

ιδιότητα της αφηγήτριας. Όμως, σχετικά μ' αυτό που έγραψες:

 

Μ' αυτό το 'οι άνθρωποι που με γνωρίζουν', η Πληγή μοιάζει να χάνει κάτι από την υπερφυσική της υπόσταση.

 

Προσωπικά, νομίζω θα προτιμούσα την αναφορά στους γονείς. Όπως είπε κι η word, φτάνουν και περισσεύουν τα ονόματά τους για να καταλάβω τι παίζει με την κόρη τους.

Link to comment
Share on other sites

Χμ. Χμ, χμ. Προβληματίζομαι. Αλλά αυτό είναι καλό. Ευχαριστώ που με βάλατε να σκέφτομαι, γιατί είχα την πεποίθηση ότι θα έβγαινε εύκολα και στο ντούκου αυτή η διόρθωση. Είναι ένα συναίσθημα που το είχα σχεδόν ξεχάσει, να με προβληματίζει τόσον πολύν καιρό, κάτι τόσο μικρό σε λέξεις.

Link to comment
Share on other sites

Θα ήθελα να πω ότι το διάβασα (ΕΜΠΟΥΣΕΣ, ΕΕΕΕ????). Κάτι δε με κάθεται καλά, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τί. Συγνώμη, δεν μπορώ να βοηθήσω. Αν με έρθει καμιά ιδέα θα επανέλθω.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό εδώ είναι πολύ πυκνό και πολύ εμπνευστικό--μπορώ να φανταστώ μια αρκετά μεγαλύτερη ιστορία (γραμμένη από σένα) και φτιάχνομαι.

Κατά τ' άλλα είμαι με τον Μπάμπη από πάνω, δεν είμαι σίγουρη τι δεν μου πάει καλά.

Οι πρώτες μου σκέψεις είναι οι εξής:

- Πολλά μαζεμένα τα λέει ο αφέντης στο τέλος. Αφ' ενός δυσκολεύομαι να τον παρακολουθήσω, αφ' ετέρου αναρωτιέμαι γιατί δεν τα ξέρει όλα αυτά τόσα χρόνια

η Πληγή

(κι αν τα ξέρει, τότε γιατί της τα λέει τόσο χύμα; Πολύ βολικό για τη συγγραφέα :p );

- Είσαι σίγουρη ότι θέλεις πρωτοπρόσωπη αφήγηση; Αν ναι, γιατί; Τι θα έχανε η ιστορία αν είχαμε τριτοπρόσωπη αφήγηση με στενή οπτική γωνία της ξέρεις-ποιας; Αναρωτιέμαι μάλιστα αν το ένα βήμα απόσταση από την ξέρεις-ποια θα με άφηνε να τη νιώσω περισσότερο.

 

Πάντως είναι σκοτεινότατο, ωραιότατο, και πολύ μπλιαχ, και θέλω να διαβάσω και την επόμενη εκδοχή του. :)

Edited by Ayu
Link to comment
Share on other sites

1) Πολλά μαζεμένα τα λέει ο αφέντης στο τέλος. Αφ' ενός δυσκολεύομαι να τον παρακολουθήσω, αφ' ετέρου αναρωτιέμαι γιατί δεν τα ξέρει όλα αυτά τόσα χρόνια

η Πληγή

(κι αν τα ξέρει, τότε γιατί της τα λέει τόσο χύμα; Πολύ βολικό για τη συγγραφέα :p );

2) Είσαι σίγουρη ότι θέλεις πρωτοπρόσωπη αφήγηση; Αν ναι, γιατί; Τι θα έχανε η ιστορία αν είχαμε τριτοπρόσωπη αφήγηση με στενή οπτική γωνία της ξέρεις-ποιας; Αναρωτιέμαι μάλιστα αν το ένα βήμα απόσταση από την ξέρεις-ποια θα με άφηνε να τη νιώσω περισσότερο.

 

Ευχαριστώ, κορίτσια μου.

 

1) Το σκέφτηκα λιγάκι σαν να είναι το πύρρειο ( :p ) αντίστοιχο του Last Will and Testament. Ακόμη κι αν τα ξέρεις, είναι τα τελευταία λόγια του πεθαμένου και πρέπει εκείνος να τα πει όπως τα σκέφτεται κι εσύ να τα μεταφέρεις όπως τα άκουσες. Δε λέω, με βόλεψε, αλλά...

 

2) Αυτό επίσης είναι κάτι που με βάζει σε σκέψεις. Γενικά έχω ένα θέμα με τις οπτικές μου γωνίες τον τελευταίο καιρό, προσπαθώ να καταλάβω αν έχω βολευτεί με την τριτοπρόσωπη ΟΓ προσώπου κι αν έχω χάσει το τρένο με την πρωτοπρόσωπη και την ΟΓ παντογνώστη αφηγητή.

Link to comment
Share on other sites

 

1) Το σκέφτηκα λιγάκι σαν να είναι το πύρρειο ( :p ) αντίστοιχο του Last Will and Testament. Ακόμη κι αν τα ξέρεις, είναι τα τελευταία λόγια του πεθαμένου και πρέπει εκείνος να τα πει όπως τα σκέφτεται κι εσύ να τα μεταφέρεις όπως τα άκουσες. Δε λέω, με βόλεψε, αλλά...

 

 

Ναι, αυτό είναι σαφές. Απλά επειδή τυχαίνει να είναι και η λύση του μυστηρίου για το τι συμβαίνει στην ιστορία μοιάζει λίγο στημένο. Από τη δομική, όχι την αφηγηματική, πλευρά.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..