King_Volsung Posted March 29, 2005 Share Posted March 29, 2005 (edited) Την ιδέα μου την έδωσε ο esteldor με το ποστ του ( "Ευ! Σπυρο! ο δρακοντας ερχεται κατα πανω μας" ειπε ο Αργυρης και υψωσε την ασπιδα του για να προστατευτει απο την θανατηφορα φωτια του δρακου.ο Σπυρος εψαλε κατι σε μια περιεργει γλωσσα. Αμεσως σχεδον μια πυρινη σφαιρα εμφανιστηκε απο το πουθενα και ο δρακος εκανε μια βουτια για να την αποφυγει. ) στο τοπικ http://community.sff.gr/index.php?showtop...=40entry15458 Την άρχισα πριν από λίγο και τελείωσα το πρώτο μέρος. Θα υπάρξει ακόμη ένα που θα το ποστάρω μόλις το γράψω. Τον τίτλο δεν σας τον λέω ακόμη γιατί είναι έκπληξη.(χεχε ) ------------------------------ Ο Σπύρος και ο Αργύρης, δύο παιδικοί φίλοι, ζουν μια φυσιολογική ζωή. Είναι και οι δύο φοιτητές Πληροφορικής στο ΤΕΙ στην Θεσσαλονίκη. Έχουν και οι δύο μακριά μαλλιά, ακούνε μέταλ και ροκ μουσική, έχουν κάνει μια-δυο φορές μαύρο, είναι πωρωμένοι με παιχνίδια στον υπολογιστή, κάνουν όλη την ώρα βόλτες και γενικά είναι τυπικά παραδείγματα αργόσχολου ροκά φοιτητή. Η ζωή τους όμως δεν είναι και τόσο φυσιολογική όσο φαίνεται. Κάτω από το χαμόγελό τους κρύβεται μια διεστραμμένη προσωπικότητα. Κάθε Σαββατοκύριακο μαζεύονται αυτοί και άλλοι δύο, ο Γιώργος και ο Παύλος –και οι δυο τους το ίδιο αργόσχολοι ροκάδες φοιτητές- και κλείνονται μέσα σε μια κατακόμβη και κάνουν ανθρωποθυσίες στον Σατανά παίζοντας D&D, ένα παιχνίδι που σκοπό έχει να καταστρέψει τις αθώες ψυχές των παιδιών αυτών. Για την ακρίβεια δεν κάνουν οι ίδιοι τις ανθρωποθυσίες, αλλά οι χαρακτήρες τους στο παιχνίδι, δηλαδή η διαβολική χάρτινη ενσάρκωση των παιδιών αυτών στο παιχνίδι. Που να φανταστούν όμως τι τους επιφύλασσε η Μοίρα; Έτσι, μια μέρα συνηθισμένη, σαν όλες τις άλλες, οι δύο φίλοι έκαναν την καθιερωμένη βόλτα τους το βραδάκι στην πλατεία Ναβαρίνου μετά από τρεις ώρες διαβολικού παιχνιδιού. «Λέω να φάω κανένα πεϊνιρλί,» είπε ο Αργύρης και πήγαν στο μαγαζί με τα ωραία καλτσόνε και τις πίτες να πάρουν και δύο κάτι να φάνε. Πήγαν παραπέρα και κάθισαν στο πεζουλάκι, δίπλα από τους αναρχικούς. Έφαγαν ήσυχοι-ήσυχοι το φαγητό τους και ο Αργύρης πέταξε πίσω του την χαρτοπετσέτα, η οποία έπεσε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Ο Σπύρος, ως οικολόγος και ‘σωστός’ άνθρωπος, τον μάλωσε που το έκανε αυτό. Έσκυψε πάνω από το πεζουλάκι, αλλά κατάρα! Τα γυαλιά του έπεσαν και αυτά μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. «Χα! Ρε Σπύρο! Γιατί πετάς πράγματα εκεί μέσα;» τον ειρωνεύτηκε ο Αργύρης. «Σταμάτα τις βλακείες… πρέπει κάπως να τα πάρω…» Και έτσι όπως κοιτούσε προς τα κάτω του φάνηκε πως είδε κάτι να γυαλίζει. Ήταν κάτι μισοθαμμένο κάτω από τα χαλάσματα και το χώμα. Το παρατηρούσε για ώρα, ώσπου ξαφνικά του φάνηκε πως κουφάθηκε. Όλη η βαβούρα της πλατείας εξαφανίστηκε, σαν να έφυγαν όλοι από εκεί, και δεν είχε καθόλου θόρυβο. Ούτε ο αέρας που φυσούσε δεν ακουγόταν. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Ερημιά. Κανένας δεν ήταν εκεί. Παράξενο… τι να έγινε; Ο Αργύρης στεκόταν δίπλα του, το κεφάλι του στραμμένο προς την παραλία, το στόμα του ανοιχτό, σαν να είδε κάποιο φάντασμα. Τον σκούντησε λίγο. Γύρισε σιγά-σιγά και έδειξε με το δάχτυλό του κάπου στην παραλία. Ο Σπύρος κοίταξε προς τα εκεί και έμεινε και αυτός με ανοιχτό το στόμα. Ήταν ένας στρατός! Ένας στρατός από τέρατα που ξερνούσε η θάλασσα! Ένας στρατός από σιχαμερά γλοιώδη πλάσματα! Και έτρεχαν προς το μέρος τους! Είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής και τότε οι δύο φίλοι, οι οποίοι ως τότε στέκονταν κοκαλωμένοι, για να γλιτώσουν πήδηξαν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Τα τέρατα τους προσπέρασαν και συνέχισαν την τρελή κούρσα τους προς την Καμάρα. Οι δυο τους τώρα βρίσκονταν στα γκρεμισμένα ανάκτορα του Γαλέριου. Αφού ξεπέρασαν το σοκ, ο Σπύρος άρχισε να ψάχνει τα γυαλιά του. Δεν κατάφερε να τα βρει, αλλά βρήκε εκείνο το αντικείμενο που γυάλιζε. Έσκαψε λίγο και το τράβηξε από το χώμα. Ήταν ένα μεγάλο σε μέγεθος και βάρος χρυσό νόμισμα. Πάνω του είχε σκαλιστή μια κεφαλή από κάποιον άνθρωπο και από την άλλη μεριά ήταν η κεφαλή ενός πλάσματος που έμοιαζε με δράκο. Καθώς το περιεργαζόταν, ο Αργύρης ήρθε κοντά του για να δει τι συνέβη. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, το νόμισμα άρχισε να βγάζει ένα χρυσό φως το οποίο όλο και δυνάμωνε ώσπου τους κάλυψε. Όταν έσβησε σιγά-σιγά, βρίσκονταν σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Ήταν ένας σκοτεινός διάδρομος, μάλλον κάποιου κάστρου. Ο Σπύρος κρατούσε ακόμη στα χέρια του το νόμισμα. Και οι δυο τους κοιτούσαν αποσβολωμένοι το νέο τους περιβάλλον. Αφού κατάλαβαν πως μάλλον κάτι δεν πάει καλά, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς το βάθος του διαδρόμου, όπου έβλεπαν ένα φως. Ήταν ένας πυρσός. Τον πήρε ο Αργύρης και προχώρησε μπροστά πρώτος, ως πιο σωματώδης και πιο γυμνασμένος. «Ρε συ!» αναφώνησε ο Σπύρος. «Τι είναι;» «Μόλις συνειδητοποίησα πως βλέπω μια χαρά. Δεν χρειάζομαι γυαλιά.» «Α ναι; Ωραία! Ας συνεχίσουμε τώρα όμως.» Και συνέχισαν να προχωρούν στον διάδρομο. Φαινόταν να έχει απίστευτα μεγάλο βάθος. Περπατούσαν και περπατούσαν, όταν είδαν μια πόρτα στα αριστερά τους. Ο Αργύρης στάθηκε να ακούσει τι γίνεται από πίσω. Δεν ακουγόταν τίποτα. Τέντωσε το χέρι του και την άνοιξε, κάτω από τα παρακάλια του Σπύρου να προσέχει. Ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο, αλλά είχαν μαζί τους τον πυρσό. Μικρό σε διαστάσεις και φτωχό. Είχε μόνο κάτι βαρέλια και μερικά ράφια. Μπήκαν μέσα. Ο Σπύρος άνοιξε ένα βαρέλι να δει το έχει μέσα. Ένα σακί με αλεύρι. Άνοιξε ένα δεύτερο. Το ίδιο. Άνοιξε και ένα τρίτο, το τελευταίο. Ένας αρουραίος πετάχτηκε από μέσα και προσγειώθηκε στο πάτωμα. Ο Αργύρης όρμησε να τον σκοτώσει, αλλά του ξέφυγε και δάγκωσε το πόδι του τρομαγμένου Σπύρου. Ευτυχώς που φορούσε τα μποτάκια του και τα δόντια του αρουραίου δεν κατάφεραν να τον πληγώσουν. Τότε βρήκε ευκαιρία ο Αργύρης και του έδωσε μία με τον δαυλό. Ο αρουραίος αμέσως λαμπάδιασε και έφυγε τρέχοντας έξω. Μετά από αυτήν την περιπέτεια συνέχισαν τον δρόμο τους στον διάδρομο. Έφτασαν στο τέρμα του διαδρόμου. Ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Ένα μικρό δωματιάκι χωρίς πόρτα βρισκόταν σε αυτό το τέρμα. Είχε ένα ξύλινο γραφείο με κάτι χαρτιά πάνω. Στους τοίχους είχε κρεμασμένα δύο δυάδες σπαθιών σε σχήμα Χ και μια ασπίδα πάνω από την καθεμιά. Ο Αργύρης τράβηξε ένα σπαθί και μια ασπίδα. Ήταν κοφτερό και η ασπίδα φαινόταν γερή. Ο Σπύρος κοίταξε τα έγγραφα πάνω στο γραφείο. Ήταν σε μια γλώσσα… παράξενη… αλλά γνωστή. «Λατινικά! Είναι Λατινικά! Σκατά… δεν ξέρω σχεδόν τίποτα. Είναι δύσκολο να βγάλω νόημα.» «Καλά άστα αυτά και έλα εδώ να πάρεις ένα σπαθί. Δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσουμε.» «Μισό λεπτό. Εδώ λέει… Claustrum… τι είναι αυτό πάλι; Imperator Galerio… Αυτοκράτορας Γαλέριος! Urbis Thessalonica, regnum Romanorum… urbis… urban στα αγγλικά… μάλλον είναι η πόλη, regnum… reign στα αγγλικά μάλλον το βασίλειο. Πόλη Θεσσαλονίκης, Βασίλειο των Ρωμαίων! Annus 315 A.D.… εεε… έτος 315 μ.Χ.; Αργύρη! Γυρίσαμε πίσω στο χρόνο!» Ο Αργύρης κοιτούσε αποχαυνωμένος από την ανακάλυψή τους. «Πως είναι δυνατόν;» «Δεν ξέρω… πάντως ξέρω πως πρέπει να γυρίσουμε πίσω.» «Να γυρίσουμε πίσω; Εκείνα τα τέρατα τα θυμάσαι;» «Μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο;» Ο Αργύρης συμφώνησε. Έδωσε στον Σπύρο ένα σπαθί και μια ασπίδα. «Πάντως ο οπλισμός αυτός καμία σχέση δεν έχει με την αρχαία Ρώμη. Παραπέμπουν πιο πολύ σε μεσαίωνα. Οι ασπίδες μεγάλες και τριγωνικές με θυρεούς, τα σπαθιά μακριά… δεν είναι έτσι τα Ρωμαϊκά όπλα.» «Όντως έχεις δίκιο,» είπε ο Αργύρης. «Έλα όμως, πρέπει να φύγουμε από εδώ.» Δύο πόρτες στο δωματιάκι αυτό φαίνεται να οδηγούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, προς τα κει που περπατούσαν πριν από λίγη ώρα στον μεγάλο διάδρομο. Άνοιξαν την δεξιά και προχώρησαν. Ένας μικρός αυτή τη φορά διάδρομος, καλά φωτισμένος και καθαρός –δεν είχε τόση υγρασία και βρωμιά όσο ο άλλος- τους έβγαλε σε μια άλλη πόρτα. Την άνοιξαν και κοίταξαν μέσα με προτεταμένες τις ασπίδες και τα ξίφη τους. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο, στολισμένο και καλά φωτισμένο, με πλούσια έπιπλα και ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά. Γύρω-γύρω καθόταν κόσμος. Φαίνονταν πλούσιοι -ή μάλλον περισσότερο εύποροι παρά πλούσιοι. Όλοι πάντως φορούσαν ρούχα που πρώτη φορά έβλεπαν και δεν παρέπεμπαν ούτε σε αρχαία Ρώμη, ούτε σε μεσαίωνα. «Τι γίνεται εδώ!» φώναξε ο Αργύρης απειλητικά. Όλοι τρόμαξαν και αναπήδησαν στις καρέκλες τους και είδαν πίσω τους δύο οπλισμένους άντρες στην πόρτα. Σάστισαν. Μία φωνή ακούστηκε. «Τι κάνετε εδώ παιδιά;» ήταν η φωνή του Παύλου. -------------------------- Υ.Γ. Ορφέα, μη με σκοτώσεις που σκότωσα τα Λατινικά Υ.Γ.2 Esteldor, και πάλι να σε φιλήσω! Edited March 29, 2005 by King_Volsung Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
The Blackcloak Posted March 29, 2005 Share Posted March 29, 2005 Όμορφη ιστορία του τύπου Από-Τον-Κόσμο-μας-Εκεί-και-πισω-πάλι. Μου θυμίζει επίσης το Dragon Waiting που διαβάζω τώρα . Συνέχισέ την. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 29, 2005 Share Posted March 29, 2005 Πλάκα έχει. Περιττό να πω ότι ψήνομαι να μάθω τι θα γίνει παρακάτω. H σάτιρα στην αρχή είναι πολύ πετυχημένη. Μετά, βέβαια, φαίνεται κάπως ν'αλλάζει το στυλ, αλλά όχι τελείως. Προφανώς., σατιρικό είναι κι αυτό, όμως θέλω να το διαβάσω όλο για να έχω ολοκληρωμένη άποψη. Αναμένω! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted March 29, 2005 Share Posted March 29, 2005 Να πέφτει σιγά σιγά και το υπόλοιπο... Ήδη με αυτό εδώ μας ψήνεις άσχημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μελδόκιος Posted March 30, 2005 Share Posted March 30, 2005 Πραγματικά είναι ενδιαφέρον. Άι! Γράφ! Κι έχει πολύ πλάκα... (Αν και δεν ανέφερες τον Μίλτο (η Άκη ή Άρη η Σόρον ή όπως στο διάολο τον λένε), τον σκύλο-βαρέλι της ναυαρίνου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted March 30, 2005 Author Share Posted March 30, 2005 Χαχα! Ορίστε και το επόμενο μέρος! Είναι ωραία ιστορία... Θα υπάρξει και τρίτο σύντομα... απλά περιμένετε στις οθόνες σας (όχι μην περιμένετε τόσες ώρες... θα πάθετε τίποτα... μπορεί και μεθαύριο να το ποστάρω ) ----------------------- Τρεις φίλοι περπατούσαν στο στενό μονοπάτι πάνω από τον ψηλό και απότομο γκρεμό. Πέτρες ξεκολλούσαν κάτω από τα πόδια τους και έσκαγαν λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, στον ορμητικό χείμαρρο που η βουή του έφτανε δυνατή μέχρι τα αυτιά τους. «Συνεχίζω να επιμένω πως δεν ήταν καλή ιδέα να έρθουμε εδώ,» είπε ο δεύτερος στην σειρά, ο Παύλος. «Σταμάτα ρε κλαψιάρη… Και στο κάτω-κάτω, τι παραπονιέσαι; Εσύ δεν έκανες την πατάτα; Πάρ’ τα τώρα. Να διορθώσεις το λάθος σου,» τον μάλωσε ο Αργύρης, πάντα πρώτος στην σειρά. «Ναι αλλά…» «Δεν έχει αλλά ρε. Δε καταλαβαίνεις;» τον έκοψε απότομα ο Αργύρης. «Ε, σταματήστε. Εντάξει, ο Παύλος έκανε το λάθος, αλλά φταίμε κι εμείς,» είπε ο Σπύρος. «Για μισό λεπτό. Εμείς γιατί φταίμε;» ρώτησε παραξενεμένος ο Αργύρης. «Ο Παύλος το έχασε το νόμισμα, όχι εμείς.» «Ναι αλλά ποιος εξέθεσε τη Λαίδη Δελγάνδια; Ποιος σκότωσε το Τέρας;» «Δηλαδή το θεωρείς κακό που σκότωσα το Τέρας;» ο Αργύρης γύρισε και τον κοίταξε περιμένοντας μια απάντηση. «Βέβαια. Χαίρομαι που πέθανε και σταμάτησε να τρομοκρατεί τον κόσμο, αλλά τώρα όλοι σε θεωρούν γενναίο ιππότη. Τράβηξες την προσοχή, και να ‘μαστε τώρα να πάμε να σκοτώσουμε το Δράκο.» του απάντησε ο Σπύρος ψύχραιμος. Ο Αργύρης μούγκρισε και συνέχισε να περπατάει στο μονοπάτι πάνω στην πλαγιά του βουνού. Μετά από λίγη ώρα είδαν μπροστά τους μια στροφή πίσω από το βράχο. Συνέχισαν να περπατάνε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το τι θα συναντήσουν και μεγάλη προσοχή. Έφτασαν στην στροφή. Μια σπηλιά οδηγούσε στα έγκατα του βουνού, σαν να έχασκε με ανοιχτό το στόμα πάνω από το φοβερό φαράγγι. Οι τρεις φίλοι μπήκαν μέσα, ο Αργύρης πάντα πρώτος με το τσεκούρι, ο Παύλος με το τόξο του και ο Σπύρος με το μαγικό του βιβλίο ανά χείρας. Ο Σπύρος άναψε έναν δαυλό και το έδωσε στον Αργύρη. Ο αέρας δεν φυσούσε εκεί μέσα, αλλά ακουγόταν το σφύριγμά του απ’ έξω. Οι σταλαγμίτες και σταλακτίτες που γέμιζαν το μέρος, η αντανάκλαση της φωτιάς πάνω τους και οι περιστασιακές σταγόνες που έπεφταν με ένα πλιτς στις λακκούβες έκαναν το μέρος να φαίνεται πολύ τρομακτικό. Αν και ήταν ένα σπήλαιο, μπορούσαν να διακρίνουν ξεκάθαρα τον δρόμο ακόμη και χωρίς φως. Πιθανότατα κάποιος θα τον είχε ανοίξει. Κάποιος που θα έμπαινε συχνά εδώ πέρα. Κάποιος που θα ζούσε εδώ πέρα. Κάποιος Δράκος ίσως. Ο Σπύρος ανατρίχιασε κάνοντας αυτές τις σκέψεις. Φανταζόταν τον Δράκο να τους ορμάει και να τους κατασπαράζει. Σήκωσε το γιακά του και συνέχισε το περπάτημα κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Δεν μπήκαν πολύ βαθιά μέσα στο σπήλαιο, όταν άκουσαν έναν θόρυβο. «Ο Δράκος!» αναφώνησε ο Παύλος. «Ησυχία!» τον πρόσταξε ψιθυριστά ο Αργύρης. Και οι τρεις τους ετοιμάστηκαν για κάθε ενδεχόμενο… εκτός από αυτό. Μέσα από το σκοτάδι βγήκε ένας άνθρωπος. Φορούσε σκούρα ρούχα και κουκούλα και δεν γινόταν να καταλάβουν ποιος είναι. Μέχρι που μίλησε. «Τι γίνεται εδώ; Ποιοι είστε;» είπε με φοβισμένη, σχεδόν τρεμάμενη, φωνή. Και οι τρεις ξαφνιάστηκαν. «Μιλάει τη γλώσσα μας;» ψιθύρισε παραξενεμένος ο Σπύρος. Ο Παύλος κατάλαβε πρώτος. «Γιώργο;» ρώτησε διστακτικά. Είδαν τον άγνωστο να ξαφνιάζεται και αυτός. Πάγωσε. «Εσείς είστε;» κατάφερε να ψελλίσει. «Πω- πως είναι δυνατόν;» Ήταν ο Γιώργος, σε εξαθλιωμένη κατάσταση, αλλά ζούσε. Φορούσε κάτι κουρέλια που πρέπει να ήταν τα ρούχα του από τον κανονικό κόσμο. Έτσι έσμιξαν οι τέσσερις φίλοι και κάθισαν στο ‘σπίτι’ του Γιώργου, μια μικρή σπηλιά μέσα στο σπήλαιο, ζεστή και χωρίς υγρασία, για να διηγηθούν τις ιστορίες τους. Πρώτα μίλησε ο Γιώργος, λέγοντας την δικιά του περιπέτεια. Εκεί που καθόταν στο σπίτι του και έπαιζε ήσυχος το καινούριο του παιχνίδι, το Star Wars 2, ξαφνικά ο υπολογιστής έσβησε χωρίς λόγο. Εκεί που προσπαθούσε να βρει τι συμβαίνει, ένα χρυσό φως κάλυψε όλο το σπίτι του και μόλις έφυγε βρισκόταν μέσα στην σπηλιά αυτή. Δεν μπορούσε να φύγει από εκεί λόγω της υπέρμετρης υψοφοβίας του. Έτσι έμεινε εκεί μόνος του για 3 περίπου εβδομάδες, μέχρι που ήρθαν αυτοί οι τρεις και τον βρήκαν. Τρεφόταν με ό,τι έβρισκε μπροστά του, νυχτερίδες –όποτε κατάφερνε να τις πιάσει- και διάφορα άλλα πλάσματα. Μια μικρή πηγή του παρείχε καθαρό νερό για να πίνει. Κατάφερε να επιβιώσει. Οι άλλοι τρεις μόλις τα άκουσαν αυτά του έδωσαν καθαρά ρούχα, έκαναν ζεστό φαγητό και τον περιποιήθηκαν. Ο Παύλος γυρνούσε στο σπίτι του, όταν και αυτόν τον κάλυψε το φως και βρέθηκε μέσα σε ένα σπίτι. Δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ανθρώπους αυτούς, αλλά ευτυχώς ήταν φιλόξενοι και του έκαναν το τραπέζι. Τότε ήταν που τον βρήκαν οι άλλοι δύο. Αυτός τριγυρνούσε πολύ στην πόλη. Σε μια βόλτα του έχασε το νόμισμα που του είχαν εμπιστευτεί ο Σπύρος και ο Αργύρης. Πίστευαν πως με αυτό θα γυρνούσαν πίσω στην κόσμο τους. Και όντως έτσι ήταν, όπως έμαθαν αργότερα, προς μεγάλη δυστυχία του Παύλου που το έχασε. Σύμφωνα με τις φήμες που άκουσε, θα έβρισκαν ένα άλλο τέτοιο νόμισμα στο λημέρι του Δράκου, στο βουνό πάνω από την πόλη. Ο Σπύρος άρχισε την δικιά του ιστορία. Του είπε πώς έπεσε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο και πώς βρήκαν τον Παύλο. Αφού τον βρήκαν, κατάφεραν με νοήματα και με τη γλώσσα του σώματος να πείσουν τους οικοδεσπότες του Παύλου πως δεν ήθελαν το κακό τους και πως ήταν φίλοι. Περνούσαν οι μέρες και ο Σπύρος, που είχε κλίση στις γλώσσες, έμαθε σιγά-σιγά την Λατινική –σημαντική βοήθεια τα αγγλικά που ήξερε. Του την δίδασκε η Λαίδη Δελγάνδια, η γυναίκα του οικοδεσπότη του, του κυρίου Καλντέτι, ένας πολύ ευγενικός και φιλόξενος άνθρωπος. Ταυτόχρονα ερχόταν κοντά στην μαγεία, γιατί ήταν αρκετά συνηθισμένη στα μέρη αυτά. Τέλος πάντων, δεν τους πήρε πολύ να καταλάβουν πως βρίσκονταν σε έναν κόσμο σαν αυτό που έπαιζαν στο D&D. Δασκάλα του στη μαγεία, πάλι η Λαίδη Δελγάνδια. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα. Όταν έμαθε ο Καλντέτι τι γινόταν, ο Σπύρος ζήτησε συγγνώμη, αλλά επειδή αυτό δεν έφτανε είπε πως θα εξιλεωθεί κάνοντας ό,τι του ζητούσε. Ζήτησε τα κέρατα του Δράκου. Σειρά του Αργύρη. Στις πρώτες μέρες παραμονής του στον κόσμο αυτό, έκανε και αυτός πολλές βόλτες στην πόλη μαζί με τον Παύλο, αλλά βρήκε τελικά μια ακαδημία πολεμιστών. Γράφτηκε αμέσως και άρχισε την προπόνηση στο τσεκούρι και την ασπίδα. Έτσι περνούσαν οι μέρες του χωρίς να το καταλαβαίνει, ώσπου ένα τέρας άρχισε να τρομοκρατεί τους κατοίκους των γύρω χωριών, Πήγε να το σκοτώσει, και όλοι τον πέρασαν για τον εκλεκτό γενναίο ιππότη των θρύλων όταν το έσφαξε και του τέθηκε αποστολή να σκοτώσει τον Δράκο. Και να ‘τοι τώρα και οι τρεις μέσα στην σπηλιά του Δράκου. «Πω πω.. απ’ ότι βλέπω δεν είναι καθόλου τυχαία όλα αυτά… για κάποιον λόγο γίνονται…» παρατήρησε ο Γιώργος. «Ναι απ’ ότι φαίνεται…» συμφώνησαν και οι άλλοι. «Πρέπει να τον βρούμε και να τον σκοτώσουμε τον Δράκο. Είναι το καθήκον μας, η μοίρα μας καλύτερα,» είπε ο Σπύρος. «Γιώργο είσαι έτοιμος;» «Πανέτοιμος!» δήλωσε περήφανα. «Ωραία. Φεύγουμε τώρα,» είπε ο Σπύρος, σηκώθηκαν και ετοιμάστηκαν για την αποστολή τους. «Γιώργο, εσύ ξέρεις τα μέρη εδώ. Πάρε τον πυρσό και οδήγα μας προς τη φωλιά του.» «Αν και δεν κατάλαβα την παρουσία του μέχρι τώρα, νομίζω πως ξέρω που πρέπει να είναι. Ελάτε.» ----------------- Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 30, 2005 Share Posted March 30, 2005 Καλό όσο και το προηγούμενο, αλλά πηδάς κάποια ενδιάμεσα γεγονότα και, μετά, μας τα λες σε 3-4 παραγράφους μαζεμένα. Αυτό νομίζω χαλάει λίγο τη ροή. Αλλά, και πάλι, θα περιμένω να το διαβάσω ως το τέλος για να σχηματίσω ολοκληρωμένη άποψη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted March 31, 2005 Author Share Posted March 31, 2005 (edited) Έτοιμο και το τρίτο και τελευταίο μέρος. Βάρδε, ναι το ξέρω, απλά ήθελα να σας δώσω να καταλάβετε τι έγινε στα γρήγορα γιατί αλλιώς η ιστορία θα μεγάλωνε ΠΟΛΥ και δεν το θέλω. Πάντως αν έχω όρεξη στο μέλλον μπορεί να γράψω αναλυτικά αυτό το ενδιάμεσο σημείο. ------------- «Μαλάκα!» ο Γιώργος τρομαγμένος πήδηξε προς τα πίσω. «Τι είναι ρε;» τον ρώτησαν οι άλλοι παραξενεμένοι. «Είναι σαν τον Κέρβερο!» «Ποιο;» «Το σκυλί! Κοιτάξτε το! Είναι σαν αρκούδα!» Ο Σπύρος κοίταξε πίσω από την γωνία του τοίχου. Ένα τεράστιο καφετί σκυλί ύψους τουλάχιστον ενάμιση μέτρου με κάτι τεράστια κοφτερά δόντια ροχάλιζε λίγα μέτρα πιο πέρα. «Ρε,» είπε ο Σπύρος χαμογελαστός. «Μοιάζει με τον Μίλτο, το σκύλο του σουβλατζή.» «Δεν είναι αστεία αυτά ρε…» είπε ο Παύλος. «Λοιπόν, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το περάσουμε χωρίς να το ξυπνήσουμε. Σίγουρα θα είναι κάποιου είδους φύλακας για τον Δράκο,» πρότεινε ο Αργύρης. Ο Σπύρος μουρμούρισε κάτι. «Τι είπες, Σπύρο;» ρώτησε ο Αργύρης. «Δεν σ’ άκουσα.» «Ω, τίποτα. Άντε πάμε,» είπε και περισσότερο χαρούμενος από πριν έστριψε στην γωνία και κατευθύνθηκε προς το σκυλί. «Τι κάνεις ρε;! Γύρνα πίσω!» προσπάθησε να φωνάξει ο Γιώργος όσο πιο σιγανά μπορούσε. Ο Σπύρος χωρίς να δίνει σημασία, συνέχισε τον δρόμο του, έφτασε ψύχραιμος στο σκυλί, το πέρασε και στο τέλος του διαδρόμου γύρισε και τους έκανε σινιάλο να έρθουν. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παραξενεμένοι. Τι έκανε πάλι αυτός… και ακολούθησαν. Πέρασαν προσεχτικά το σκυλί με κομμένη την ανάσα και έφτασαν τελικά στον Σπύρο. Μία τεράστια σιδερένια πύλη στα αριστερά τους έστεκε ως ο τελευταίος φρουρός για τη φωλιά του Δράκου. Έβαλαν και οι τέσσερις όση δύναμη μπορούσαν και κατάφεραν να την ανοίξουν τόσο ώστε μόλις να χωράνε. Μπήκαν όλοι μέσα στην τεράστια αίθουσα. Μια πανύψηλη στοίβα χρυσών νομισμάτων και άλλων πολύτιμων αντικειμένων μπροστά τους τους τύφλωσε καθώς το φως του πυρσού αντανακλόνταν πάνω τους. Ξαπλωμένος πάνω σε αυτόν τον υπερμεγέθη σορό ήταν ένας Δράκος. Ένα κόκκινο τέρας που μπορούσαν να το δουν πιο πριν μόνο στην φαντασία τους. Τεράστιο όσο δεν φαντάζονταν, με κάτι φτερά σαν του διαβόλου και κέρατα. Και αυτοί, μικροσκοπικά ανθρωπάκια μπροστά του, ήθελαν να το σκοτώσουν. Ευτυχώς κοιμόταν. «Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο αμέσως.» είπε πολύ σιγανά ο Αργύρης. «Λοιπόν, θα πλησιάσετε πολύ πολύ προσεχτικά και όλα τα σχετικά, ενώ εγώ θα κάνω ένα μαγικό που θα κουφάνει τον Δράκο,» είπε ο Σπύρος. «Όχι. Διαφωνώ. Πρέπει να σκαρφαλώσουμε αυτόν τον σορό για να τον φτάσουμε. Αν δεν μας ακούσει, θα μας νιώσει. Δεν γίνεται να το κάνουμε. Καλύτερα να τον αντιμετωπίσουμε όταν και όπου θέλουμε. Ας διαλέξουμε εμείς ένα πεδίο μάχης.» «Και που δηλαδή;» «Δεν ξέρω… ας σκεφτούμε.» Ο Παύλος, ως ολίγον τι φοβητσιάρης, άρχισε να τρέμει από την νευρικότητά του και το άγχος του. Το τόξο τού έφυγε από τα χέρια και έπεσε κάτω με έναν ξερό θόρυβο που αντήχησε σε όλη την αίθουσα. Οι άλλοι τρεις πάγωσαν από τον φόβο τους. Ο Δράκος ξύπνησε. Άνοιξε το μάτι του και σάρωσε την περιοχή. Εντόπισε το φαγητό του. Τέσσερις λιχουδιές τον περίμεναν στην πόρτα του. «Ηλίθιε! Βλαμμένε! Που σε βρήκανε ρε!» φώναξε ο Αργύρης. Ο Δράκος σηκώθηκε με βαριές κινήσεις και στάθηκε από πάνω τους παρατηρώντας τους. Και οι τέσσερις παραλίγο να κατουρηθούν πάνω τους βλέποντας το τρομερό θηρίο να ορθώνεται μπροστά τους. Πρώτος ο Γιώργος αντέδρασε και το έβαλε στα πόδια. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Ο Δράκος δεν πρόκειται να τους άφηνε να φύγουν τόσο γρήγορα. Με βήματα που ταρακουνούσαν όλο το βουνό κατευθύνθηκε προς το μέρος τους. Οι τέσσερις φίλοι πέρασαν πάλι τον μεγάλο σκύλο, ανέβηκαν τα σκαλιά, βγήκαν στο σπήλαιο και συνέχισαν να τρέχουν προς την έξοδο. Ο Γιώργος τους οδηγούσε. Το βουνό είχε σταματήσει να σείεται. Όταν είδαν μετά από πολλή ώρα την έξοδο, ανακουφίστηκαν. Σταμάτησαν το τρέξιμο και βγήκαν έξω από το βουνό προσπαθώντας να ηρεμήσουν. «Πω πω… πήραμε μια τρομάρα, άλλο πράγμα,» είπε ο Αργύρης και προσπάθησε να γελάσει, αλλά δεν του έβγαινε μετά από τέτοια εμπειρία. «Δεν γίνεται να το νικήσουμε. Θα μείνουμε για πάντα εδώ πέρα σε αυτόν τον κόσμο.» Ο Παύλος είχε απελπιστεί. «Ελάτε, κάποιο τρόπο θα βρούμε,» ο Σπύρος ήθελε να τους παρηγορήσει κάπως, αλλά μάταια. Κάθονταν σε ένα βραχάκι αμέσως μετά την έξοδο της σπηλιάς και πριν αρχίσει το επικίνδυνο μονοπάτι. Ο Γιώργος πλησίασε στην άκρη. Ήθελε να αντικρίσει το χάσμα παρά την υψοφοβία του' ήταν περίεργος. Έσκυψε πάνω από τον γκρεμό. «Πρόσεχε. Δεν θέλουμε ατυχήματα,» του είπε ο Αργύρης. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του, όταν μια κόκκινη σκιά που εμφανίστηκε από το χάσμα πέρασε από μπροστά τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα πηγαίνοντας προς τον ουρανό. Ο Γιώργος εξαφανίστηκε με μια πνιγμένη στους λυγμούς κραυγή. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, η κόκκινη σκιά γύρισε πίσω. Κάθισε πάνω στο μονοπάτι ακριβώς μπροστά τους. Ο Δράκος δεν θα άφηνε το φαγητό του να φύγει. Άνοιξε το στόμα του και έβγαλε φλόγες που πετάχτηκαν προς το μέρος τους. Ο Αργύρης ύψωσε την ασπίδα του για να προστατευτεί. «Καλυφτείτε!» Οι φλόγες τον σκέπασαν, αλλά η μαγική του ασπίδα τον προστάτεψε. Ο Παύλος όμως δεν ήταν και τόσο τυχερός. Το μόνο που έμεινε από αυτόν ήταν ένα απανθρακωμένο πτώμα. Ο Σπύρος κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και δεν έπαθε τίποτα... Ο Αργύρης με μανία όρμησε στο τέρας ουρλιάζοντας. «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΣΧΗΜΗ ΣΑΥΡΑ!» Ο Σπύρος επιχείρησε να κάνει ένα ξόρκι, αλλά δεν τα κατάφερε όταν είδε τον αγαπημένο του φίλο να γίνεται κομματάκια στα νύχια και στα δόντια του Δράκου. Το τέρας πλησίασε προς το μέρος του. Τώρα έμεινε μόνο αυτός. Ο Δαυίδ μπροστά στον Γολιάθ. Και δεν ήξερε τι να κάνει. Καθώς ερχόταν όλο και πιο κοντά, ο Σπύρος απομακρυνόταν. Πάτησε στην άκρη του γκρεμού. Κοίταξε πίσω του. Το χάος. Κοίταξε μπροστά του. Το θηρίο. «Το ήξερα πως δεν θα μας έβγαινε σε καλό αυτό…» ήταν η τελευταία του φράση. Έπεσε στο γκρεμό. Μία κραυγή ήταν το τελευταίο που ακούστηκε εκείνη τη μέρα στο καταραμένο βουνό του Δράκου. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» ----------------------------- ---------------------------- «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» Η μητέρα του Σπύρου όρμησε μέσα στο δωμάτιο κατατρομαγμένη από τις φωνές. «Σκατά! Έπεσα από το κρεβάτι και χτύπησα το κεφάλι μου στο κομοδίνο. Γαμώ την τύχη μου…» ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σκοτάδι. Ήταν ήδη πρωί. Η μητέρα του άνοιξε τα παντζούρια. Ο Σπύρος κοίταξε έξω από το παράθυρο. Είχε σύννεφα και ψιλόβρεχε. «Γαμώτο… άλλη μια μουντή και βαρετή μέρα στο σχολείο…» ------------------------ Συμπέρασμα (και τίτλος της ιστορίας): ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ --Το D&D βλάπτει σοβαρά την (ψυχική) υγεία --------------------- Αυτό ήταν... πως σας φάνηκε; edit: Μελδόκιε, τι λέει; Ευχαριστημένος; Edited March 31, 2005 by King_Volsung Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Esteldor Posted March 31, 2005 Share Posted March 31, 2005 ssssssssss καλο!!! οπως ειπα ο αργυρης ειναι αδερφος μου και ειναι λιγο μεγαλος για να ειναι φιλος του σπυρου αλλα τεσπα... και το καλο ειναι οτι αυτη η κακοφωνια των ελληνικων ονοματων παραληφτηκε με ιδιαιτερα καλο τροπο μιας και η εισαγωγη στην αρχη ηταν οτι επρεπε. α ναι, τα τερατα στην αρχη τι ακριβως ητανε? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 31, 2005 Share Posted March 31, 2005 Χεχε. Κάπου εκεί περίμενα πως θα κατέληγες. ;) Ωραίο ήταν. Εύθυμο, διασκεδαστικό, και έξυπνα και ζωντανά γραμμένο. Υπάρχει, όμως, κάτι το ύποπτο στο τελευταίο σου post... ...Τι δουλειά έχει ο διαβολικός Μελδόκιος με όλα τούτα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μελδόκιος Posted March 31, 2005 Share Posted March 31, 2005 ...Τι δουλειά έχει ο διαβολικός Μελδόκιος με όλα τούτα; Πάνω κάτω! Πάνω κάτω! Γελούσαμε! ΤΟ ΣΚΥΛΙ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 Τρελός σκύλος αυτός ο Μίλτος μου φένεται... Αλλά γιατί τους έκανες γεύμα του δράκου; δεν λυπάσαι τον καημένο τον δρακούλι; Να τρώει τέτιο β διαλογής κρέας, απο πόλη; Αυτός που μεγάλωσε με κρέας απο το ύπαιθρο; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted April 1, 2005 Author Share Posted April 1, 2005 (edited) Ναι! (ψώνιοοοοοοο ) Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια Εύθυμο, διασκεδαστικό, και έξυπνα και ζωντανά γραμμένο. ναι ακριβώς αυτό ήθελα να πετύχω... μάλλον τα κατάφερα... Υπάρχει, όμως, κάτι το ύποπτο στο τελευταίο σου post... ...Τι δουλειά έχει ο διαβολικός Μελδόκιος με όλα τούτα; hmm.gif Πάνω κάτω! Πάνω κάτω! Γελούσαμε! ΤΟ ΣΚΥΛΙ! thmbup.gif ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! ^2 Τα τέρατα στην αρχή; Ούτε κι εγώ ξέρω τι είναι Κάτσε... τώρα που το σκέφτομαι.... Ναι! Είναι μία επίδραση του φανταστικού κόσμου πάνω στον αληθινό... βέβαια όλα αυτά μέσα στο όνειρο του Σπύρου. Edited April 1, 2005 by King_Volsung Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Orpheus Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 (edited) Our foolish apocryphal dreams come true... Δροσερό, όμορφο! Ως συνήθως μένω στο σοβαρό στοιχείο και δεν μπαίνω στο αστείο παρά μόνο too late; τι να κάνουμε, τρελλός για λίγη πραγματική φαντασία, ή μάλλον φανταστική πραγματικότητα... Οι Μούσες μαζί σου, μαζί μας, -Ορφέας edit: (Υ.Γ.) χεχε > claustrum τι εννοείς; > imperator ...-us, θα μπορούσε να ήταν και -o, αλλά νομίζω είναι καλύτερο (Claudius, Iulius, &c.) > [επανέρχομαι :Ρ] Edited April 1, 2005 by Orpheus Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 ΧΑΧΑΧΑ! Καλό, καλούστατο! Ωραίο! Πολύ διασκεδαστικό, καθόλου κουραστικό αλλά ούτε και πολύ σύντομο. Τραλαλα! Τι καλά! Χαίρομαι τώρα, μου έφτιαξες τη διάθεση Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted April 1, 2005 Author Share Posted April 1, 2005 claustrum τι εννοείς; > imperator ...-us, θα μπορούσε να ήταν και -o, αλλά νομίζω είναι καλύτερο (Claudius, Iulius, &c.) Claustrum είναι η φυλακή, σύμφωνα με ένα online λεξικό που βρήκα. Για το -us δεν το ήξερα... λες και ξέρω και τίποτα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Balidor Posted April 3, 2005 Share Posted April 3, 2005 "«Ρε,» είπε ο Σπύρος χαμογελαστός. «Μοιάζει με τον Μίλτο, το σκύλο του σουβλατζή.»" ... episi kolisa me ton skulo .... xaxaxaxaxaxaxa Episis me to " «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΑΣΧΗΜΗ ΣΑΥΡΑ!»" ... einai to klassiko pou leme... Famus Last Words.... Apla 8eiiko ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted November 8, 2005 Share Posted November 8, 2005 Ω ναι! Άργησα, αλλά τη διάβασα μονοκοπανιά. Απιστέφταμπλυ ξεκαρδιστιξιον διήγημα. Με μίλτο γίνεται ακόμα πιο αστεία. Και με ναβαρίνου και πεϊνερλί. Έξόχως έξοχο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted November 9, 2005 Share Posted November 9, 2005 Ε,αφου βρεθηκαμε ολοι μαζι διπλα στα ανακτορα "του Γαλεριου" ειπα να παρω μια γευση απο αυτη την ιστορια. Πλακα ειχε αν και στην αρχη νομιζω οτι καπως αλλιως ηθελες να το γραψεις.Α και ο Σπυρος δεν παει σχολειο πια ρε!!!!Φοιτητης δεν ειπες οτι ειναι; Απαιτω να αλλαχτει η λεξη πεινερλι.Το πεινε/(ι)ρλι με πατατες και ουγκαρεζα ειναι το κλασικο φαστ φουντ του Βολου(ουσιαστικα ειναι σαν καλτσονε που το κοβεις και το κανεις σαντουιτς).Ειναι "κοπυραιτ" πως το λενε ρε αδερφε;!; Τα πλασματα επρεπε να παιξουν καποιο ρολο κατ'εμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted November 9, 2005 Share Posted November 9, 2005 Μπουγάτσα με μπέικον και γκούντα. How's that;; (κάτι μου λέει πως θα σβηστεί το ποστ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.