Jump to content

Η Φωνή της Πέτρας


Sonya
Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Ισόβαθμη ιστορία στο Write off #68

Recommended Posts

Όνομα συγγραφέα: Σόνια

Είδος: φάνταζι

Σεξ: όχι

Βία: όχι

Λέξεις: 3643 (3492 χωρίς την εισαγωγή)

Σχόλια: για το 68ο Write-off με εισαγωγή DinMacXanthi (προτιμήστε να το διαβάσετε απ' το αρχείο). Σε πείσμα της αποκαλύπτικ σκίφι εισαγωγής, εγώ αποφάσισα να γράψω φάντασι, ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ. :bleh:

Αρχείο: Η φωνή της πέτρας.docx Η φωνή της πέτρας.doc

 

Η Φωνή της Πέτρας

 

Στο πάτωμα ήταν γραμμένη μια ολόκληρη ιστορία. Το ανοιχτόχρωμο μάρμαρο ήταν η μουτζουρωμένη σελίδα, οι δεκάδες πατημασιές οι λέξεις. Σπασμένα ποτήρια, ριγμένες καρέκλες, κάποιο ξεχασμένο ρούχο προσέθεταν στην πλοκή. Κάπου-κάπου, χυμένο αίμα έβαζε τα θαυμαστικά.

Η Κορτ είχε ξαναδιαβάσει την ίδια ιστορία αρκετές φορές τις τελευταίες εβδομήντα-δύο ώρες. Όπου υπήρχε αρκετός χώρος για να συναχθεί πλήθος, ο πανικός δεν αργούσε. Πέρασε πάνω από το σωρό των πεσμένων φυλλαδίων –σε όλα τους ξεχώριζαν οι λέξεις "Παραμείνετε ψύχραιμοι" γραμμένες με μεγάλα γράμματα– και πλησίασε το σπασμένο παράθυρο.

«Ψύχραιμοι», ψιθύρισε ενώ έψαχνε το κινητό στην εσωτερική τσέπη του παλτού της. Η ιδέα τής προκαλούσε ένα παράταιρο χαμόγελο. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Κοίταξε έξω. Οι δρόμοι είχαν ακόμη κόσμο που σιγά-σιγά μάθαινε τι ακριβώς σημαίνει ‘αναρχία’. Έφερε το κινητό στο αυτί της και, θέλοντας και μη, σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, πέρα από τις σκεπές και τα καλώδια.

Τέτοιο θέαμα δεν το αντίκριζες κάθε μέρα. Θα ήταν όμορφο, αν δεν ένιωθες το βάρος της απειλής στον αέρα.

Εσύ ξέρεις τι θ’ ακολουθήσει, όμως, δεν ξέρεις;

«Ανν;» ακούστηκε στην άλλη μεριά του ακουστικού.

«Έλα, Γιούλιαν», απάντησε, παίρνοντας το βλέμμα της απ’ τον ουρανό κι επιστρέφοντάς το στο δωμάτιο. «Φαίνεται πως κέρδισες το στοίχημα», πρόσθεσε μ’ ένα κοφτό, ειρωνικό γελάκι. «Θρησκόπληκτοι ήταν και αυτή τη φορά».

«Πόσο είναι το σκορ;» τη ρώτησε, σχεδόν παιχνιδιάρικα.

Η Κορτ καταλάβαινε γιατί το έκανε αυτό. Εκείνος ήταν στο εργαστήριο, καθηλωμένος στην ασφάλεια της αναπηρικής καρέκλας του. Εκείνη έπρεπε να βγει έξω, ν’ αντιμετωπίσει το αίμα, τον θάνατο, το χάος, τον ουρανό. Ο τρόπος που είχε βρει να την ανακουφίζει, να συμμετέχει, ήταν τα στοιχήματα, μια συνήθεια τριάντα χρόνων. Μιας ζωής. Η Ανν δεν του είχε πει ποτέ ότι αυτό που την ανακούφιζε στην πραγματικότητα ήταν η θέλησή του κι όχι η πράξη του.

«Δώδεκα-δύο», απάντησε. «Νομίζω ότι μ’ έχεις σκίσει κατά κράτος».

Ο Γιούλιαν κάγχασε στο υπονοούμενο, αλλά δεν συνέχισε. Η επόμενη ερώτηση ήταν διστακτική, αλλά απόλυτα σοβαρή.

«Πόσοι;»

«Εφτά νεκροί, δώδεκα τραυματίες. Δύο παιδιά ανάμεσά τους».

Ο Γιούλιαν δεν ρώτησε ανάμεσα σε ποιους κι η Κορτ τον ευχαρίστησε από μέσα της. Ήταν πάντα πιο δύσκολο όταν ανάμεσα στα πτώματα ήταν παιδιά. Κυρίως γιατί μόνο τα παιδιά έδειχναν ν’ απολαμβάνουν τις διάφανες μορφές που ιρίδιζαν στον ουρανό σαν σαπουνόφουσκες.

Γιατί η φαντασία των παιδιών βλέπει την ομορφιά στη μαγεία.

Η Κορτ έδιωξε τη φωνή. Δεν θα μπορούσε να το κάνει για πολύ ακόμα, αλλά προς το παρόν χρειαζόταν μόνο τις δικές της σκέψεις.

«Να σε αφήσω να δουλέψεις τότε», άκουσε τη φωνή του Γιούλιαν και συνειδητοποίησε ότι για μια στιγμή είχε χαθεί.

«Ναι, μωρό μου», απάντησε μηχανικά. «Ελπίζω να μην αργήσω».

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, αντιλήφθηκε τα βλέμματα. Τόσο τα σωστικά συνεργεία, όσο και οι μπάτσοι που είχαν καταφτάσει, την κοιτούσαν, λες και περίμεναν απαντήσεις από κείνη.

«Δεν νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω, κύριοι», είπε απολογητικά. «Αυτό το περιστατικό δεν έχει να κάνει παρά έμμεσα με το φαινόμενο. Ό,τι συνέβη εδώ μέσα, συνέβη από χέρι ανθρώπου κι από θέληση ανθρώπου».

«Όμως είστε σίγουρη ότι δεν ήταν… αυτά που το προκάλεσαν;»

Η Κορτ κοίταξε τον αστυνόμο. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να μάθει να ξεχωρίζει τους βαθμούς τους, αλλά αυτός φαινόταν συνομήλικός της, οπότε μάλλον ήταν πιο υψηλόβαθμος. Η θέα ενός καλοστεκούμενου πενηντάρη που έτρεμε σαν το ψάρι και δεν τολμούσε καν να ονομάσει τους φόβους του, ήταν αποκαρδιωτική. Κυρίως γιατί μέχρι τρεις μέρες πριν, ο ίδιος αυτός άνθρωπος θ’ αντιμετώπιζε την Ανν Κορτ σαν ένα ψυχάκι ή τσαρλατάνο ή χειρότερα. Τώρα την κοιτούσε σαν παιδί που ζητάει απ’ τη μητέρα του να διώξει τον μπαμπούλα κάτω απ’ το κρεβάτι.

«Κοιτάξτε, αστυνόμε, όσο θα μπορούσαν τα σύννεφα να το προκαλέσουν αυτό, άλλο τόσο θα μπορούσαν και οι μορφές. Αν ρίξετε μια πολύ γρήγορη ματιά, θα δείτε γύρω σας όλες τις αποδείξεις για τον ένοχο αυτού του εγκλήματος: μια ανοιχτή Βίβλος πάνω στο τραπέζι, σταυροί και εικόνες στους τοίχους. Είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε κι ένα απ’ τα φυλλάδια που ισχυρίζονται ότι πρόκειται για την Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι φόνοι έγιναν από θρησκευτικό φανατισμό και μόνο. Είναι το δωδέκατο παρόμοιο περιστατικό που έχω αντιμετωπίσει τις τελευταίες τρεις μέρες».

Θ’ αντιμετωπίσεις κι άλλα, Ανν. Ακόμα δεν έχουν αρχίσει οι εφιάλτες που θα θρέψουν τον εαυτό τους. Ακόμα δεν έχεις δει τίποτα.

Η Κορτ σήκωσε το χέρι της και πίεσε τη βάση της μύτης της, κλείνοντας τα μάτια της. Ευχήθηκε η χειρονομία να μην φάνταζε αφύσικη.

«Κυρία Κορτ, τι είναι αυτά τα πράγματα;»

Η Ανν πήρε μια βαθιά ανάσα. Δέκα χρόνια μελετούσε, ερευνούσε κι έγραφε γι αυτό, από τότε που είχε βρει εκείνη την καταραμένη πέτρα με τον ρούνο κι όλη της η αντίληψη για την πραγματικότητα άλλαξε για πάντα. Δέκα χρόνια είχε εισπράξει χλευασμό, ειρωνεία και μερικούς μισότρελους βλαμμένους που θα πίστευαν οτιδήποτε προκειμένου να φανούν σπουδαίοι. Είχε χάσει τη δουλειά της, είχε χάσει τους φίλους της, είχε χάσει τους πάντες και τα πάντα, εκτός απ’ τον Γιούλιαν που δεν είχε αμφιβάλει ούτε για μια στιγμή ότι αυτό που του έλεγε ήταν η απόλυτη αλήθεια.

«Είναι η μετατροπή των ονείρων από ιδέα σε ύλη», είπε το ποιηματάκι με απλά λόγια. Μέσα σε τρεις μέρες, είχε πει τα ίδια πράγματα περισσότερες φορές απ’ όσες είχε συστηθεί μέχρι τώρα στην ζωή της. Δεν είχε υπομονή να τα επαναλάβει. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει σπίτι και να μιλήσει με τον μοναδικό άνθρωπο που έκανε κάτι για να βοηθήσει την κατάσταση. «Και θα μου επιτρέψετε ν’ αποχωρήσω», πρόσθεσε, πριν συνεχιστούν οι ερωτήσεις. «Αν έχετε άλλες απορίες, μπορείτε πάντα να διαβάσετε τις μέχρι τώρα αναφορές μου. Καλό σας απόγευμα».

Η Ανν βγήκε απ’ το κτίριο. Ήδη είχε αποφασίσει ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά δε θα ξαναπήγαινε μάρτυρας σε κανένα μακελειό φανατισμού. Αν μπορούσε να βοηθήσει με κάποιον τρόπο, αυτός ήταν στο σπίτι της, στην ησυχία της και μακριά από εικόνες που θα της προκαλούσαν εφιάλτες.

Φοβάσαι, Ανν; Πόσο θάνατο έχεις δει μέσα σε τρεις μέρες; Πόσα πτώματα στοιχειώνουν τα όνειρά σου και τα κάνουν εφιάλτες; Σε τι θα δώσεις ζωή απόψε, Ανν;

Η Κορτ δεν απάντησε. Δεν απαντούσε ποτέ. Δεν αγνοούσε τη φωνή, όμως αρνιόταν να της απαντήσει, απ’ την πρώτη μέρα που την είχε ακούσει. Στην αρχή νόμιζε πως αυτή η φωνή ερχόταν από μέσα της, απ’ το υποσυνείδητό της, ότι τρελαινόταν. Πολύ γρήγορα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα.

Η κατάσταση στους δρόμους ήταν φριχτή. Όσο κάποιοι κλείνονταν στα σπίτια τους για να μην βλέπουν τις μορφές, άλλο τόσο κάποιοι χάζευαν διαρκώς τον ουρανό, ξεχνώντας τον κόσμο γύρω τους. Τα τροχαία είχαν γίνει τόσο μεγάλος βραχνάς, ώστε υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο ν’ απαγορευτεί η χρήση οποιουδήποτε μέσου κυκλοφορίας. Η Κορτ δεν κοιτούσε ψηλά. Μόνο μπροστά της, δεξιά, αριστερά, τους καθρέφτες. Ακόμα κι έτσι, κόντεψε να τρακάρει τρεις φορές και της πήρε πάνω από δυο ώρες να γυρίσει στο σπίτι της, παραπατώντας απ’ την εξάντληση.

Σωριάστηκε στον καναπέ κι έκλεισε τα μάτια της. Σε λιγότερο από ένα λεπτό άκουσε το μαλακό τρίξιμο από ρόδες.

Πρέπει να λαδώσω αυτή την καρέκλα, σκέφτηκε και άνοιξε τα μάτια της. Ο Γιούλιαν είχε καταφτάσει μ’ έναν δίσκο να ισορροπεί στα μπράτσα της καρέκλας του. Άφησε στο τραπεζάκι ένα πιάτο με φρούτα και δυο ποτήρια κρασί και γλίστρησε το κορμί του δίπλα της και τα χέρια του γύρω της.

Για αρκετή ώρα έμειναν σιωπηλοί. Η Ανν απορροφούσε άθελά της ενέργεια απ’ τον άντρα της. Δεν φαινόταν να τον ενοχλεί, όμως ακόμα κι αν τον ενοχλούσε, η Ανν ήξερε πως θα συνέχιζε να της την προσφέρει αδιαμαρτύρητα.

Κάποια μέρα αυτό που κάνεις θα πάρει την ζωή του, Ανν, όπως πήρε τα πόδια του εφτά χρόνια πριν.

Πάλι δεν απάντησε. Απ’ όλα όσα της χρέωνε κατά καιρούς η φωνή, αυτό ήταν το μόνο που κόντευε να τη σπάσει κάθε φορά. Κυρίως γιατί δεν είχε απάντηση, δεν ήξερε αν όντως ευθυνόταν εκείνη. Ο Γιούλιαν δεν την είχε κατηγορήσει ποτέ. Είχε δεχτεί το καροτσάκι, την αναπηρία, είχε προσαρμοστεί στην καινούργια καθημερινότητα και έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι λειτουργικός, χρήσιμος και χαρούμενος.

«Τι έκανα για να σε αξίζω;» ρώτησε, κουλουριασμένη ακόμα στην αγκαλιά του.

«Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα πρέπει να το σκεφτείς δυο φορές πριν το ξανακάνεις», της απάντησε μ’ ένα γέλιο.

Η Κορτ θα ήθελε πολύ να χαθεί μέσα στην αγκαλιά του, στο γέλιο του, όμως υπήρχε ένας κόσμος εκεί έξω που είχε αρχίσει να τρελαίνεται, που έβλεπε τα όνειρά του να πετάνε πάνω απ’ το κεφάλι του.

«Έχουμε νέα;» τον ρώτησε κι απομακρύνθηκε λιγάκι, ίσα για να τεντωθεί και να πιάσει το ποτήρι με το κρασί. Θα έπρεπε να φάει κιόλας, αλλά η όρεξή της είχε πάει περίπατο.

«Ναι, και πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι ευχάριστα. Άννι, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Απ’ τη στιγμή που συνέβη η πραγμάτωση, είναι ζήτημα ημερών να ξεφύγουν τα πράγματα. Η πίεση που ασκούταν στην πύλη ήταν τεράστια κι απ’ την στιγμή που έγινε η αρχή… το ρήγμα θα μεγαλώνει με γεωμετρική πρόοδο. Σκέψου πόσους εφιάλτες θα γεννήσει το χάος και πόσο μεγαλύτερη μάζα έχουν απ’ τα όνειρα. Σε λίγο θα περπατούν ανάμεσά μας τα γεννήματα των φόβων της ανθρωπότητας και δεν θα έχουν καλές διαθέσεις».

«Σκεφτόμουν και κάτι άλλο», ξεφύσησε η Ανν κι ήπιε μια γενναία γουλιά. «Απ’ την στιγμή που ο κόσμος θα καταλάβει ότι αυτά είναι τα όνειρά του, θα προσπαθήσει να μην κοιμάται. Πόσες μέρες θ’ αντέξουν πριν η αϋπνία τους τρελάνει ολότελα ή πριν πέσουν σε λήθαργο με όλη την πίεση και τον φόβο μέσα τους;»

«Οχτώ, το πολύ δέκα», απάντησε ο Γιούλιαν. Προφανώς και θα το είχε σκεφτεί. «Έχω συμπεριλάβει κι αυτά τα δεδομένα στους υπολογισμούς μου».

Η Ανν έριξε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ κι άδειασε το υπόλοιπο κρασί με μια γουλιά.

«Κατέβασε καμιά λύση η γκλάβα σου;» ρώτησε, κοιτώντας επίμονα το ποτήρι, λες και περίμενε κι απ’ αυτό απαντήσεις.

«Δύο, τώρα που το λες», απάντησε ο Γιούλιαν και τεντώθηκε κι εκείνος με κόπο να πιάσει το ποτήρι του. «Αλλά δεν θα σ’ αρέσουν».

Η Κορτ έστρεψε το βλέμμα της πάνω του και του ένευσε να συνεχίσει.

«Απ’ ό,τι έχουμε καταλάβει, τα όνειρα είναι ακίνδυνα. Συμφωνώ ότι μπορεί να μην είναι κι ό,τι καλύτερο να βλέπεις τις ονειρώξεις του καθενός μπροστά στο τιμόνι σου, αλλά και πάλι, δεν κινδυνεύει η ζωή σου απ’ αυτό… άμεσα. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συνηθίσουν να ζουν με τα όνειρά τους να βγάζουν βόλτα τον σκύλο στο πάρκο. Το πρόβλημά μας θα είναι η πραγμάτωση των εφιαλτών. Μπαμπούλες, δράκοι κι ο Τζακ ο αντεροβγάλτης δεν νομίζω πως είναι η καλύτερη παρέα».

«Δεν μου λες κάτι που να μην ξέρω, Γιούλιαν. Μπες στο ψητό».

«Οκέι. Τι θα έλεγες αν βρίσκαμε έναν τρόπο να στρατολογήσουμε τα όνειρα και να τ’ αφήσουμε να τα βγάλουν πέρα με τους εφιάλτες; Είναι τουφεκιά στα τυφλά, αλλά αν μπορούν ν’ αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους, ίσως έχουμε μια ευκαιρία», είπε με μια ανάσα ο Γιούλιαν.

«Πώς;» Η φωνή της Ανν ίσα που ακούστηκε πίσω απ’ τα σουφρωμένα χείλη.

«Χρησιμοποιώντας… παιδιά. Δεν υπάρχει κανείς που να έχει ισχυρότερη φαντασία από ένα πιτσιρίκι. Τα βάζουμε να διαβάζουν ηρωικές ιστορίες με ιππότες και δεν συμμαζεύεται, τους φουσκώνουμε τα μυαλά με ταινίες με υπερήρωες και τ’ αφήνουμε να ονειρευτούν. Η δύναμη που έχουν τα παιδικά μυαλά ξέρεις πόσο ισχυρή είναι, όπως και η ακλόνητη πίστη τους ότι αυτά που βλέπουν συμβαίνουν. Τα όνειρα θα υλοποιηθούν πολύ γρηγορότερα απ’ τους εφιάλτες και θα έχουμε έναν στρατό από σούπερμαν και μάγους να τους αντιμετωπίσουν».

Η Κορτ το σκέφτηκε για λίγο και μετά πήρε μια βαθιά, αποθαρρυμένη ανάσα.

«Όσο κι αν είναι έξυπνο σχέδιο, υπάρχουν λειτουργικές δυσκολίες: πόσοι γονείς νομίζεις ότι θα μας εμπιστευτούν τα παιδιά τους γι αυτόν τον σκοπό; Πόσοι νομίζεις ότι θα ’χουν το μυαλό να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους αυτή τη στιγμή; Και μην ξεχνάς πως τρεις μέρες τώρα, τα παιδιά βομβαρδίζονται όχι μόνο από τα όνειρα, αλλά κι απ’ την καθημερινότητά τους, που είναι βουτηγμένη στο χάος και την παράνοια. Πολύ φοβάμαι ότι οι εφιάλτες είναι πολύ πιθανότερο αποτέλεσμα».

Ο Γιούλιαν δεν απάντησε.

«Κι η δεύτερη λύση;»

Αυτή τη φορά η σιωπή ήταν σχεδόν απτή. Ο Γιούλιαν πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρεψε το χέρι της με το δικό του.

«Πρέπει να πάμε στην Μπίρκα, Ανν», της είπε, σφίγγοντας τα δάχτυλά της. «Άκουσέ με!» πρόσθεσε πιο έντονα, πριν προλάβει ν’ αντιδράσει. «Το ξέρω ότι δεν θέλεις ν’ απαντήσεις στη φωνή, το ξέρω ότι δεν θέλεις να το αντιμετωπίσεις αυτό, όμως πρέπει. Εκεί είναι όλες οι απαντήσεις, το ξέρω».

Εκεί είναι η αδερφή μου, Ανν. Η σάρκα από τη σάρκα μου, το αίμα από το αίμα μου, αυτή που είναι ένα μαζί μου, αυτή που λαχταράω, αυτή που φυλάει την πύλη μαζί μου. Θα με πας πίσω στην αδερφή μου; Θα μας αφήσεις να ενωθούμε πάλι; Νιώθεις τον πόνο μου, Ανν; Αυτόν τον πόνο που είναι πιο κοφτερός από οποιαδήποτε λεπίδα, που καίει πιο δυνατά από οποιαδήποτε φλόγα, που δένει πιο σφιχτά απ’ οποιοδήποτε σχοινί; Αυτόν τον πόνο που κάνει την καρδιά να σφίγγεται, να ματώνει, να πεθαίνει και να γεννιέται πάλι απ’ τις στάχτες της κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας μέχρι τη λύτρωση; Αυτόν τον πόνο που δεν έχει όνομα, Ανν, δεν έχει όνομα. Θα με λυτρώσεις; Θα σώσεις τον κόσμο;

Η Ανν κούνησε βίαια το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά.

«Όχι», είπε, χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον απαντάει. «Δεν μπορώ να ξαναπατήσω εκεί, Γιούλιαν. Για να θέλει… αυτό…»

Αυτός.

«ΑΥΤΟ! να πάει εκεί, δεν είναι για καλό».

«Καλή μου», ξεκίνησε πιο μαλακά ο Γιούλιαν, «δεν θα προσπαθήσω να σε πείσω ότι σε καταλαβαίνω. Δεν μπορώ. Κανείς δεν μπορεί. Όμως έχω ζήσει τριάντα χρόνια μαζί σου, Ανν, δέκα εκ των οποίων σε μοιράζομαι με ό,τι είναι αυτό που έφερες μαζί με την πέτρα. Ξέρω εσένα. Και μπορώ να σου πω ότι αυτό που αρνείσαι, ίσως είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει. Είναι ο φόβος σου αυτός, πρέπει επιτέλους να τον νικήσεις».

Ο φόβος σου, Ανν. Αν εξαιτίας του φόβου σου ο Γιούλιαν έχασε τα πόδια του, θα μπορέσεις να τ’ αντέξεις; Είσαι έτοιμη να θυσιάσεις όλον τον κόσμο για να μην μάθεις;

Η Κορτ σηκώθηκε, γυρίζοντας την πλάτη της στον Γιούλιαν. Πήγε στο παράθυρο κι έσφιξε το περβάζι, λες και της έδινε θάρρος για ν’ αντιμετωπίσει τον κόσμο. Έξω, σειρήνες, φωτιές, κάτω απ’ το πέπλο των διάφανων ονείρων. Δέκα χρόνια ένιωθε πως αρνείται να χορέψει στο σαγηνευτικό τραγούδι της πέτρας, όμως αυτή τη στιγμή, με τους εφιάλτες στο κατώφλι του κόσμου, δεν ήταν πια σίγουρη αν η εμμονή της αυτή την είχε κάνει μαριονέτα.

«Εντάξει, λοιπόν», ψιθύρισε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της. «Ας γίνει το θέλημά σου».

 

Το πρωί τους βρήκε στο δρόμο απ’ το Γκέτεμποργκ προς τα ερείπια της Μπίρκα. Η Ανν είχε επιμείνει να ξεκινήσουν με την ανατολή. Δεν ήθελε να ρισκάρει μήπως ανακοινωθεί η απαγόρευση οποιουδήποτε μέσου κυκλοφορίας. Η οδήγηση δεν ήταν εύκολη. Μπορούσε ν’ αντισταθεί στις μορφές –ίσως λιγότερο διάφανες σήμερα-, αλλά όχι στην φωνή που δεν έκρυβε την αγωνία της. Κι αυτό δεν βοηθούσε σε τίποτα ούτε τις ικανότητές της στο τιμόνι, ούτε τ’ αντανακλαστικά της.

Με το λαπ-τοπ ακουμπισμένο στα άχρηστα πόδια του, ο Γιούλιαν έστελνε μήνυμα στις αρχές με την πρώτη του ιδέα, την επιστράτευση των παιδιών. Η Ανν δεν είχε πολλές ελπίδες ότι θα δουλέψει, αλλά κάθε πιθανή βοήθεια θα ήταν ευπρόσδεκτη.

Η ηρεμία που επικρατούσε στα ερείπια, όταν κατάφεραν να φτάσουν, ήταν ένα σοκ μετά το χάος που είχαν αφήσει πίσω τους. Στο ηλιόλουστο, μαγιάτικο πρωινό, τα όνειρα έμοιαζαν να χορεύουν μπροστά στις αχτίδες και το φως διαθλούταν μέσα τους. Η Κορτ έφερε το βλέμμα της απ’ τον ουρανό στον Γιούλιαν και μ’ έκπληξη είδε ένα γαλήνιο, σχεδόν ευτυχισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Μακάρι να συμμεριζόμουν την ηρεμία σου», μουρμούρισε.

«Όταν είσαι αναγκασμένος να κάθεσαι διαρκώς, μαθαίνεις να σκέφτεσαι και να φιλοσοφείς», απάντησε εκείνος, γυρνώντας τα μελένια του μάτια στα γαλανά δικά της. «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σήμερα θα κλείσει ένας κύκλος. Αν αυτό σημάνει το τέλος μου, είχα μια όμορφη, γεμάτη ζωή. Αν σημάνει το τέλος όλου του κόσμου, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι εγώ ήμουν ο μόνος που μπορούσε να τον σώσει, οπότε θα σβήσω μαζί του. Αν όλα πάνε όπως τα θέλουμε και βγούμε νικητές, θα κεράσεις εσύ το βράδυ».

Παρά τον εκνευρισμό της, η Κορτ κατάφερε ένα κοφτό γελάκι. Ένευσε καταφατικά στον Γιούλιαν κι έσπρωξε την καρέκλα του προς την παραλία. Στην αριστερή πλευρά, πάνω στο λοφάκι ήταν που δέκα χρόνια πριν είχε βρει την πλάκα, όταν έκανε την μελέτη της πάνω στα ερείπια. Η μνήμη την ταξίδεψε πίσω:

Η πλάκα ήταν σχεδόν θαμμένη στο χώμα και τα βρύα, κρυμμένη πίσω απ’ τα χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου. Η Ανν ήταν ενθουσιασμένη με το εύρημά της, έβγαλε φωτογραφίες κι άρχισε να σκάβει, να δει πόσο μεγάλη ήταν. Ήταν μικρή, ούτε μισό μέτρο ύψος, κι οι ρούνοι τής ήταν τελείως άγνωστοι. Όταν χόρτασε την μηχανή με φωτογραφίες, τα χέρια της άρχισαν να ταξιδεύουν στις γραμμές των ρούνων. Σε κάποια σημεία η πλάκα φαινόταν ν’ αποτελείται από δύο κομμάτια, το ένα μέσα στο άλλο, κι η Ανν έτρεξε τα δάχτυλά της στις σχισμές, μέχρι που μια ελαφριά πίεση ελευθέρωσε μια πέτρα μ’ έναν μόνο ρούνο και την άφησε στην παλάμη της.

Η Ανν άφησε το καροτσάκι και προχώρησε σαν υπνωτισμένη προς την θαμμένη πλάκα. Γονάτισε και με προσοχή τράβηξε κλαδιά και χόρτα, ελευθερώνοντάς την. Το κενό σημείο στο κέντρο της την τραβούσε, η φωνή στο κεφάλι της παλλόταν με ρυθμούς που της έφερναν ζαλάδα.

Κάν’ το! Ένωσέ μας, σε παρακαλώ, ένωσέ μας ξανά. Άσε μας να γίνουμε δυνατοί, να κλείσουμε την πύλη και να είμαστε πάλι μαζί κι ευτυχισμένοι.

Η φωνή επαναλάμβανε την επίκλησή της ξανά και ξανά.

Η Ανν έβγαλε την πέτρα απ’ την τσέπη της και την κράτησε στην παλάμη της, κοιτάζοντας τον ρούνο.

Δύο θα φυλάνε τις πύλες: ένας για να κρατάει τους εφιάλτες κι ένας για να του δίνει τη δύναμη να το κάνει. Ένας για να τρυγάει τα όνειρα, κι ένας για να γεύεται τον καρπό τους. Ένας για να τα στέλνει μπρος κι ένας για να φέρνει πίσω.

Η Ανν δεν είχε καταφέρει να μάθει ποιος έκανε τι. Δεν είχε ρωτήσει τη φωνή κι η φωνή δεν είχε προθυμοποιηθεί να της πει. Το μόνο που της έλεγε τόσα χρόνια τώρα, ήταν ότι το δέσιμο χαλάρωνε, ότι δεν θα μπορούσαν πια οι φύλακες να κρατήσουν την πύλη κλειστή για πολύ.

Ησυχία. Η Κορτ επέστρεψε απ’ τις αναμνήσεις της στο παρόν και διαπίστωσε πως το χέρι της είχε τοποθετήσει την πέτρα με τον ρούνο στην θέση της. Και στο μυαλό της βρισκόταν μόνο ησυχία. Δεν τολμούσε ν’ αναπνεύσει, μόνο αναζητούσε με τη σκέψη της τη φωνή. Όμως δεν βρισκόταν εκεί, κι η απουσία ήταν το ίδιο αισθητή με την παρουσία. Όταν, επιτέλους, έβγαλε τον αέρα που είχε μαζέψει στα πνευμόνια της, ξεκίνησε ο αέρας.

Στην αρχή δεν ήταν τίποτα πιο έντονο από ένα βοριαδάκι, μόνο που η κατεύθυνσή του ήταν από κάτω προς τα πάνω, λες κι ο ουρανός ρουφούσε αέρα. Η Κορτ γύρισε προς τον Γιούλιαν και τον είδε να κοιτάζει κι αυτός ψηλά, ενώ τα λιγοστά μαλλιά του ήταν όρθια πάνω στο κεφάλι του. Όσο ο αέρας δυνάμωνε, τα χαμηλά κλαδιά άρχισαν να τους χτυπάνε κι η Ανν έσπρωξε γρήγορα το καροτσάκι λίγα μέτρα μακρύτερα.

«Που να με πάρει και να με σηκώσει!» ψιθύρισε με δέος όταν ξανακοίταξε στον ουρανό, εκεί όπου οι μορφές συσπώνταν και πάλλονταν μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από χρώματα και ιριδισμούς. Ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο. Η Ανν έριξε το σώμα της πάνω στον Γιούλιαν κι αγκάλιασε γύρω απ’ αυτόν την καρέκλα του.

«Δεν θα σ’ αφήσω να πάθεις κακό», του ψιθύρισε, ενώ η λαβή της πάνω στην καρέκλα δυνάμωνε γεμάτη πείσμα.

«Το ξέρω», της απάντησε μ’ ένα χαμόγελο που η Κορτ ένιωσε χωρίς να βλέπει.

Η Ανν έκλεισε τα μάτια, καθώς ο αέρας γινόταν ανεμοστρόβιλος και προσπάθησε ν’ αγκιστρωθεί στη γη, λες και μπορούσε να το καταφέρει με την θέλησή της και μόνο. Κρατήθηκε έτσι μέχρι που νόμιζε ότι θα έσπαγε. Και μετά, μέσα σε μια στιγμή, τα πάντα γαλήνεψαν.

Της πήρε λίγη ώρα να βρει την ανάσα της και ν’ ανοίξει πάλι τα μάτια της. Όταν, όμως, σήκωσε το σώμα της, ο Γιούλιαν γλίστρησε κι έπεσε αναίσθητος στο χώμα.

Η Κορτ έσκυψε από πάνω του κι άρχισε να ελέγχει σφυγμό, αναπνοή, να φωνάζει τ’ όνομά του. Ο κόσμος έπαψε να έχει σημασία μπροστά στον Γιούλιαν.

«Πεθαίνει, Ανν», άκουσε πάλι την φωνή. Όχι μέσα στο κεφάλι της, αυτή τη φορά, αλλά μέσα απ’ την πέτρα. «Τον ρούφηξες. Σου έδωσε τα πάντα, όλη του τη δύναμη, όλη του τη θέληση κι έμεινε άδειος».

Η Κορτ δεν απάντησε, μόνο έσπασε κι άρχισε να κλαίει, αγκαλιάζοντας το σώμα του Γιούλιαν και λικνίζοντάς το στα χέρια της.

«Δεν χρειάζεται να τελειώσει έτσι, Ανν», ξανάπε η φωνή. «Μπορείς να το αντιστρέψεις, να του δώσεις τη δική σου ζωή, μέσα από μένα. Όπως ακριβώς τρεφόσουν απ’ αυτόν τόσα χρόνια. Μπορώ να σε βοηθήσω».

Η Κορτ δεν το σκέφτηκε ούτε μια στιγμή. «Καν’το», είπε απλά, σπάζοντας την δεκάχρονη σιωπή, κι έσκυψε να δώσει ένα τελευταίο φιλί στον Γιούλιαν. Μετά ένιωσε την πέτρα να την τραβάει, να την ρουφάει, λες κι ήταν η ψυχή της ένα υγρό που γέμιζε το σώμα της. Έκλεισε τα μάτια της, περιμένοντας τον θάνατο.

Όταν απέκτησε πάλι συνείδηση του εαυτού της, είδε μπροστά της το σώμα της και τον Γιούλιαν όρθιους, να κρατιούνται απ’ το χέρι και να χαμογελούν, κοιτάζοντας ο ένας τα μάτια του άλλου. Η γνώση ήρθε μια στιγμή μετά, την ίδια ακριβώς στιγμή που ήρθε κι η παρουσία του Γιούλιαν μέσα της, διώχνοντας οποιαδήποτε αμφιβολία ή οργή. Οι αδελφές ψυχές είχαν ολοκληρώσει το καθήκον τους κι ήταν πια ελεύθερες. Η πύλη είχε κλείσει. Πλέον δυο καινούργιοι φύλακες θ’ αναλάμβαναν να την κρατήσουν κλειστή.

Τα σώματα γύρισαν προς την πέτρα κι υποκλίθηκαν.

«Πήραμε τη ζωή και τον θάνατό σας και σας αφήσαμε το καθήκον, όπως είχε αφεθεί και σ’ εμάς», είπε το σώμα της Κορτ.

Πήραμε το καθήκον και την αιωνιότητά σας, αποκρίθηκε ο Γιούλιαν.

Μετά, τα δύο σώματα γύρισαν κι απομακρύνθηκαν αργά, με τον μαγιάτικο ήλιο να χρυσίζει τα μαλλιά τους, κάτω απ’ τον καταγάλανο ουρανό.

Edited by Sonya
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μια πάρα πολύ ωραία ιστορία.

 

 

Μου άρεσαν: Η ιδέα ήταν καταπληκτική(τόσο που ζηλεύω που δεν την σκέφτηκα εγώ), η εκτέλεση άρτια και μπορεί η εισαγωγή να προϊδέαζε για post-apocalyptic καταστάσεις, θεωρώ όμως πως η δικιά σου ιστορία ήταν πιο κοντά στο ύφος της. Πολύ ωραία γραμμένο, γεμάτο συναισθήματα και λυρισμό.

 

Δεν μου άρεσαν: Πιστεύω πως παιδεύτηκες να χωρέσεις στις 3500 λέξεις μια ιδέα που άξιζε πολύ περισσότερο χώρο. Αν και η ιστορία είναι ολοκληρωμένη, μερικά κομμάτια μπορούσαν και έπρεπε να αναπτυχθούν περισσότερο. Π.χ η Ανν ξέρει τι πρέπει να κάνει, το να ακούει την φωνή της προκαλεί ψυχικό πόνο, αλλά δεν θέλει να πάει εκεί που ξεκίνησαν όλα. Ξέρει πως θα απαλλαγεί από την φωνή, ξέρει πως θα σώσει τον κόσμο, μα διαστάζει. Κατάλαβα πως συμπεριφέρεται έτσι επειδή φοβάται. Φοβάται μην χάσει τον Γιούλιαν, φοβάται μην μάθει πως αυτή είναι η αιτία της αναπηρίας του. Και πάλι όμως, όλη αυτή η εσωτερική πάλη μεταξύ καθήκοντος και φόβου θα ήταν καλύτερο να ξεδιπλωθεί ακόμα περισσότερο, έτσι ώστε να αναδειχθεί το πλήρες εύρος της. Το ίδιο πιστεύω ισχύει και για την τελική σκηνή.

 

Γενικά όμως, και αναγνωρίζοντας πως όσα ανέφερα ως αρνητικά οφείλονται στην έλλειψη χώρου, οφείλω να ομολογήσω πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο. Πολλά μπράβο και καλή επιτυχία.

Link to comment
Share on other sites

Κι εκεί που η εισαγωγή μάς είχε φτιάξει για ΕΦ αποκαλύψεις, έρχεσαι εσύ και το φέρνεις τούμπαλιν. :p

 

Δεν μπορώ να πω ότι με χάλασε αυτό το «apocalyptic fantasy», αλλά είχα δέσει ένα παράξενο κόμπο ότι, μ' αυτήν την εισαγωγή, θα μου 'ρχοταν κάτι πιο επιστημονικό, επειδή όπως και να το κάνουμε, ένα thing με την ΕΦ το έχουμε. :p Γι' αυτό και τάραξες τα νερά αρκετά δυνατά, αλλά όχι δυσάρεστα. Αν τη διάβαζα ανεξάρτητα απ' αυτό το write-off πιστεύω πως θα μου έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση. Όπως και να το κάνουμε, η ιστορία σου είχε την πρωτοτυπία της, το γούστο της, και το δικό σου προσωπικό στιλ, που ανεβάζει ακόμη μερικά κλικ τα άλλα δύο. Σίγουρα καλογραμμένη, σίγουρα αξιοπρόσεχτη.

 

Αυτό το κράμα του σύγχρονου κόσμου και των ονείρων που παίρνουν υπόσταση κατάφερε να με βάλει στην ατμόσφαιρά του, όσο κι αν ξέχωρα μοιάζουν αυτά τα δύο. Ταυτόχρονα, δίνεις τα απαραίτητα στοιχεία που μας βάζουν σ' ένα μετα-αποκαλυπτικό κόσμο (μπορεί να ακούγεται ΕΦίστικο, αλλά του ταιριάζει γάντι), ενώ συγκεντρωνόμαστε σε δύο μόνο πρόσωπα, που έχουν μια σημαντική ιστορία να πουν.

 

Σίγουρα η ιστορία χρειάζεται περισσότερο χώρο για να αναδειχτεί καλύτερα, επειδή ένιωσα ότι μου έλειψαν αρκετά πραγματάκια από τους πρωταγωνιστές, κάποιες λεπτομέρειες που θα με έκαναν να τους γνωρίσω καλύτερα.

 

Μου άρεσε ο χαρακτήρας της φωνής. Είχε το δικό του ξεχωριστό ρόλο. Σε κάποιο σημείο μόνο υπάρχει ένας λίγο μεγαλύτερο μονόλογός της, που μου φάνηκε κάπως παράταιρος απ' αυτό που είχε δείξει ως τότε. Δεν προσπαθεί να πείσει. Ξέρει ποια είναι, ξέρει τι της ανήκει, ξέρει τι θα γίνει,. Είναι απόλυτη και βάζει τα πράγματα στο δρόμο τους με το δικό της τρόπο. Τουλάχιστον κάπως έτσι την είχα εγώ στο μυαλό μου.

 

Καλή επιτυχία!

Link to comment
Share on other sites

Κατάφερες ξανά να βάλεις τα θεμέλια για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Συμφωνώ με τον Τζον ότι αυτή η ιδέα σου έχει πολύ ζουμί και της αξίζει να ασχοληθείς κι άλλο μαζί της.

Η εισαγωγή, όπως ήδη έχει αναφερθεί, οδηγεί σε άλλα μονοπάτια. Θεωρώ ότι το να καταφέρεις να ανατρέψεις αυτήν την εντύπωση αποτελεί από μόνο του κατόρθωμα, κι εσύ δεν τα πήγες απλώς καλά.

Πέρα από την ιδέα, και η δομή, οι διάλογοι και οι χαρακτήρες είναι πολύ καλά δουλεμένοι. Η ιστορία όμως ουρλιάζει για να ασχοληθείς μαζί της κι άλλο.

 

Η συνέχεια στη συζήτηση του παιχνιδιού...

Link to comment
Share on other sites

Στρωτό, κατανοητό γράψιμο χωρίς σκηνικά ζητήματα. Μπορείς και καλύτερα, αλλά γενικά καλό.

 

+ Η ανατροπή της εισαγωγής και η ιδέα.

+ Τα παιδιά.

- Η χρήση του «Κορτ» ως επώνυμο με το οποίο σκέφτεται η ίδια τον εαυτό της.

+ Η σχέση τους με το συγκεκριμένο παρελθόν.

+ Η αναπηρία του Γιούλιαν.

- Το κάπως κλισέ τέλος με την «αλλαγή φρουράς».

Link to comment
Share on other sites

Κι εδώ τα ίδια θα πω που είπα και στον Σταμάτη. Η ιστορία μου άρεσε και τα σχόλια παρακάτω δεν σημαίνουν το αντίθετο. Απλώς νομίζω ότι μπορείς να κάνεις παπάδες μαζί της τελικά.

 

Η γλώσσα: Είναι η δική σου γλώσσα κι αυτό μ' αρέσει γενικά στις ιστορίες σου. Έχει φωνή.

 

Η πλοκή: Λίγο αναποφάσιστη. Ξεκινάει σαν forensics story στην οποία μια που ξέρει από πνευματικά πράγματα συνεργάζεται με την αστυνομία. Συνεχίζει με σχέδια για το πώς θα σώσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας παιδιά (πολύ καλή ιδέα, εδώ μ' έφτιαξες και ήλπιζα να πας προς τα 'κει). Καταλήγει με την παραδοχή ότι η πρωταγωνίστρια και ευθύνεται και μπορεί να διορθώσει τα πάντα εδώ και πολύ καιρό κι απλά το κάνει τώρα γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε ιστορία. Επίσης νομίζω πως δεν εισέπραξα αρκετά το ότι αυτή η κατάσταση με τα όνειρα και τους εφιάλτες να βολτάρουν στους δρόμους είναι κάτι που έχει ξεκινήσει (σταδιακά;) εδώ και καιρό (;). Θεωρώ πως αυτό ως θέμα έχει περισσότερο ζουμί από την προσωπική ιστορία της Κορτ στη μορφή που έχει το διήγημα τώρα. Νομίζω πως το αποδυναμώνει πολύ το γεγονός πως και η αιτία και η λύση βρίσκονται στον ίδιο άνθρωπο.

 

Οι χαρακτήρες: Η χρήση του Κορτ με ξένισε κι εμένα. Αλλά γενικά η ανάπτυξη των χαρακτήρων ήταν καλή.

 

Το θέμα: Ενδιαφέρον, με τις επιφυλάξεις που ανέφερα στην πλοκή. Έτσι όπως είναι τώρα δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το θέμα. Είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες και τι θα κάναμε αν τα συναντούσαμε μπροστά μας; Είναι η περιέργεια και το βάσανο μιας που πήρε μια πέτρα; Είναι οι φύλακες και οι επιπτώσεις που έχει πάνω τους το καθήκον και η αιωνιότητά του; Προσωπικά θα ήθελα να διαβάσω το πρώτο. Δυστυχώς το έχω ήδη διαβάσει στο Μεγάλο Μυστικό Θέαμα του Μπάρκερ. Αλλά το βασικό νομίζω πως είναι ν' αποφασίσεις ποια ιστορία λες, ή ποια είναι η κύρια, και σε κάθε περίπτωση να δώσεις σε όλες σου τις αποφάσεις αρκετό χώρο για ν' αναπτυχθούν. Πάντως την ιδέα με τον στρατό των παιδιών θέλω να τη διαβάσω, κανόνισε. :)

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η γραφή, οι χαρακτήρες, οι εικόνες (ειδικά στην αρχή), οι ενδιάμεσες ατάκες.

Βρήκα αρκετά συνηθισμένο το θέμα και το κλείσιμο. Ίσως μπορούσες να έχεις καλύτερη κλιμάκωση με κάποια ενδιάμεση σκηνή. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξοικειωθώ με τους ρούνους και τη σύγχρονο σκηνικό που εκτυλίσσεται η ιστορία. Για εμένα δεν πέτυχε αυτό το «μπόλιασμα» φαντασίας σε μια τόσο ρεαλιστική αρχή. Φυσικά θα ήθελα πολύ περισσότερο να διαβάσω για τα «όνειρα των παιδιών», αλλά φαντάζομαι ότι θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να το γράψεις έχοντας χρονικό όριο.

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ... Μάλιστα.

Όπου αποδεικνύεται ότι όταν έχεις τη φαντασία μέσα στις φλέβες σου, μπορείς να κάνεις τα πάντα ακόμα και με σκηνικό που υπόσχεται τα εντελώς αντίθετα.

Μεγάλο συν σ' αυτό.

Κατά τα άλλα, εγώ περίμενα ότι θα γινόταν κάτι περισσότερο με τα όνειρα των παιδιών. Ξεκίνησε πολύ υποσχόμενο προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν αξιοποιήθηκε και ήταν κρίμα επειδή ήταν πολύ καλή ιδέα. Θα μου πεις, και στην πραγματική ζωή μπορεί να συμβαίνει αυτό και να κυνηγάμε μια άκρη, η οποία δεν καταλήγει στο αποτέλεσμα.

Δεν κατάλαβα ακριβώς για ποιο λόγο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν υλοποιηθεί τα όνειρα και σε λίγο θα ξεκινούσαν να υλοποιούνται οι εφιάλτες, ή ποια ακριβώς είναι η διαχωριστική γραμμή, αφού και τα δυο είνα γεννήματα του ύπνου.

Μου άρεσε η σχέση της ηρωίδας με τον Γιούλιαν και όλο το παρελθόν. Μου άρεσε πολύ η φωνή και ο τρόπος που λειτουργούσε. Μου άρεσε ο φόβος και ο δισταγμός της ηρωίδας που την κάνει πιο ανθρώπινη.

 

 

Δεν με χάλασε το τέλος με την αλλαγή της φρουράς. Ήταν άριστα ντυμένο με συναίσθημα κι έτσι με κάλυψε αναγνωστικά.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Μάλιστα. Καλό.

Είχα την απορία πώς είναι δυνατόν να γράψει κανείς φάντασυ με τέτοια εισαγωγή.

Είχα επίσης την εντύπωση ότι διηγήματα σαν κι αυτό ανήκουν στο είδος που λέγεται slipstream, δηλαδή (αν δεν κάνω λάθος) ένας κόσμος όπως τον ξέρουμε ή περίπου, όπου προκύπτει μεμονωμένα κάτι μαγικό/υπερφυσικό.

+Μεγάλο συν, και όχι μόνο σ' αυτό σου το διήγημα, η σημασία που δίνεις στη ζωντάνια των χαρακτήρων και των διαλόγων. Αν είχαν μικρότερη δόση αγγλισμών ("έσπασε" στα αγγλικά= "κατέρρευσε" στα ελληνικά, πχ) θα έφτανε για να σε ψηφίσω.

+Επίσης καλή ιδέα η σύνδεση του φαινομένου με κάποια "αρχαιολογική" ανακάλυψη. Όχι πρωτότυπο, αλλά μου άρεσε.

+Ενδιαφέρουσα και η φωνή, που μιλάει στην Κορτ αλλά αυτή την αγνοεί (για δέκα χρόνια!). Γενικά καλό αυτό το΄"η απάντηση ήταν μπροστά μου αλλά δεν την έβλεπα".

-Η ιδέα με τα όνειρα των παιδιών δε μου άρεσε, πολύ νεραϊδίστικη-ονειρική για να (μπορεί να) συμβαίνει μέσα σε έναν κόσμο με κινητά, λάπτοπ, αστυνομίες κλπ.

-Περίμενα να δω πώς ακριβώς είχε μείνει ανάπηρος ο Γιούλιαν, αλλά αν το εξήγησες κάπου δεν το πρόσεξα.

-Το τέλος επίσης είναι κάπως υπερβολικά νεραϊδίστικο-ονειρικό, αλλά οκ, θέμα γούστου.

Έχεις σχετικά υπό έλεγχο μια τάση για μελό εκφράσεις - κράτα το αυτό.

Και, μην το ξεχάσω, να διαβάσεις το "Η κόλασης ηυξήθη", από τις "Στάχτες της ψυχής μας", δε θυμάμαι ποιου συγγραφέα.

Καλή επιτυχία.

Edited by wordsmith
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ για όλα τα σχόλια. :)

 

Ε, να πω το κατιτίς μου κι εγώ...

 

α) το "κορτ" υπάρχει σαν Σουηδική λέξη (και σημαίνει 'κοντός', 'μικρός'). Είχα σκεφτεί στην αρχή να το χρησιμοποιήσω σαν παρατσούκλι ή σαν αστείο (να είναι αυτή ψηλή και το επώνυμό της Κορτ) κι έτσι της έβγαλα κι ένα μικρό όνομα. Αλλά μετά ξέχασα τι ήθελα να κάνω με το επώνυμο, με βρήκανε και τα πολλά ονόματα, γιατί είχα και την φωνή και γινόντουσαν δύο τα θηλυκά υποκείμενα και έμεινε έτσι.

β) επίτηδες δεν αναφέρθηκα στο συγκεκριμένο περιστατικό που άφησε ανάπηρο τον Γιούλιαν, κυρίως γιατί δεν είχα ούτε χρόνο, ούτε χώρο γι αυτό. Αλλά υπάρχει σαφής υπαινιγμός ότι η ικανότητα της Κορτ να του "ρουφάει" ενέργεια ευθύνεται γι αυτό (κάποια μέρα αυτό που κάνεις θα πάρει την ζωή του, όπως πήρε τα πόδια του).

γ) ο στρατός από παιδάκια και όνειρα ήταν μια έμπνευση της στιγμής εν ροή κειμένου. Για την ακρίβεια έγραψα το κομμάτι που ο Γιούλιαν λέει πως έχει δυο λύσεις (για να έχω το δραματικό εφε στην δεύτερη) και μετά καθόμασταν με το word και βριζόμασταν για δυο λεπτά, μέχρι που σκάσανε απ' το πουθενά τα παιδάκια και μετά έψαχνα έναν λόγο να τα απορρίψω για να πω το τέλος που είχα σκεφτεί. Είχε πλάκα εκείνη η φάση, κυρίως για τον Άλεξ στο δίπλα δωμάτιο.

δ) κατόπιν απαίτησης και συναίνεσης, η ιστορία αυτή θα πάει για νανό κι εγώ θα πάω μια βόλτα μέχρι την Μπίρκα για να έχω μια καλύτερη σκηνική εικόνα και θ' αρχίσω τις έρευνες, γιατί αν γράψω χοντρές πατάτες για ρούνους, ο Μπάμπης θα με ξεμαλλιάσει και θα 'χει και δίκιο.

ε) δεν σκόπευα να γράψω φάντασι, αλήθεια, είχα ξεκινήσει ένα σκίφι αποκαλύπτικ, αλλά ο Άλεξ "έτυχε" να πει "κοίτα, μ' αυτή την εισαγωγή, όλοι θα περιμένουν τρόμο ή ΕΦ ή κάποιον τέτοιο συνδυασμό... εγώ, αν έγραφα, θα προσπαθούσα να γράψω κάτι που να μην το περιμένουν" και μ' άφησε να βράζω στο ζουμί μου, γιατί τέτοιες προκλήσεις δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες. Ακόμα γελάει και μου το παίζει αθώος. :Ρ

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..