Kafka Posted January 31, 2013 Share Posted January 31, 2013 Σχόλια: Το διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στο πρόσφατο τεύχος του έντυπου περιοδικού Χίμαιρες. Αν κανείς θέλει να δει τη μορφοποίηση του μπορεί να επισκεφτεί την ηλεκτρονική εκδοχή του περιοδικού στη διεύθυνση http://chimeres.info/ Είναι ένα σκοτεινό κείμενο, και λιγάκι παλιό (το έγραψα πριν απο δεκαπέντε μήνες). ο πρώτος ήχος [κυριάκος χαλκόπουλος] Είμαι ένας ήσυχος ένοικος αυτού του αρχαίου κτιρίου. Η ζωή μου εδώ, στα τρία έτη που αριθμεί, κύλησε δίχως ιδιαίτερα γεγονότα, σιωπηλά, ειρηνικά. Αυτό ίσχυε για τις εξωτερικές εκδηλώσεις της. Ποτέ δεν έφερα εδώ κάποιον γνωστό μου, διότι δεν έχω φίλους. Ποτέ δεν έκανα τον οποιονδήποτε θόρυβο που θα μπορούσε να εκτιμηθεί πως θα ακουγόταν πέρα από αυτούς τους πένθιμους τοίχους. Αλλά το φαινόμενο της εσωτερικής μου ζωής ήταν πολύ διαφορετικό. Εκεί διαρκώς γίνονταν απειράριθμες σκέψεις, σκέψεις πολλών ειδών, σκέψεις με τις οποίες προσπάθησα να με βοηθήσω. Εδώ και τρία χρόνια βρέθηκα σε αυτό το μέρος, ψηλά, σε ένα από τα κτίρια της πλατείας Ναυαρίνου, κυνηγημένος από τη δυστυχία, σχεδόν αφανισμένος από τον ψυχικό πόνο. Κάποτε, στην αρχή της διαμονής μου εδώ, τα πράγματα μέσα μου ήταν τόσο άσκημα που αληθινά απορούσα και εγώ τι θα μου συμβεί στο τέλος. Έπειτα, αργά-αργά, πολύ αργά, κατόρθωσα με ένα αχανές ποτάμι από σκέψεις να πετύχω να βελτιωθεί λιγάκι η ψυχική μου ζωή. Εξωτερικά όλα έμοιαζαν σχεδόν απαράλλακτα. Πάλι ήμουν κάτι σιωπηλό, κάτι απόμακρο, κάτι που κοιτούσε λυπημένα, ανέκφραστα και που δε μιλούσε. Εσωτερικά όμως είχε γίνει κάποιο σημαντικό βήμα για να καλυτερεύσουν όλα, αν και αυτό δεν έγινε εύκολα, και πάμπολλες ήταν οι κρίσεις πως στην πραγματικότητα καθόλου δεν είχε κερδηθεί τίποτα, πως ήταν και αυτή η πίστη ότι είχα κατορθώσει τελικά να με βοηθήσω απλώς άλλη μία πλάνη και τίποτε που να το υπερέβαινε αυτό. Και πέρασαν πάλι μέρες και χρόνια, και ήρθε το αποψινό βράδυ. Σε αυτό έκανα την πρώτη μου κίνηση, την πρώτη μου ενέργεια, έπειτα από τότε που ήμουν πολύ μικρός, τον πρώτο ήχο στη ζωή. Λοιπόν δε με ξαφνιάζει που αυτό το μουσικό όργανο παρήγαγε μια τόσο ζοφερή νότα έπειτα από χρόνια στα οποία δεν χρησιμοποιούταν καθόλου. Από εκείνη την ώρα δεν έχω σκεφτεί κάτι το ιδιαίτερο. Πήγα λίγες φορές στο μπάνιο, για να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Εκεί κυρίως παρέμεινα και πάλι ανέκφραστος. Το πρόσωπό μου, κανονικό, με κοιτούσε με σοβαρότητα και κάποια θλίψη. Μια φορά όμως φαντάστηκα μια έκφραση κακόβουλη, και η φαντασία μου την απεικόνισε στη γυάλινη επιφάνεια. Όμως και αυτό το ξεπέρασα, διότι μου φάνηκε ομοίως ασήμαντο. Ήταν κακή η ενέργειά μου; Προσπάθησα με αυτήν ίσως να ζήσω, ή μάλλον αυτό δεν είναι σωστά διατυπωμένο: δεν προσπάθησα να ζήσω με αυτήν, δεν γνώριζα ότι θα ένοιωθα ζωντανός διαπράττοντας την, ή για να είμαι ακόμα πιο ακριβής δεν το γνώριζα συνειδητά, κάτι μέσα μου ίσως να το γνώριζε όμως, και με παρότρυνε να προβώ σε αυτήν την ενέργεια. Είμαι τριάντα-δύο ετών. Δε νομίζω ότι η ζωή μου διατρέχει κάποιον κίνδυνο. Έξω, όταν βγήκα στο μπαλκόνι, όλα έμοιαζαν σκοτεινά. Μα και το μπαλκόνι ήταν βέβαια βυθισμένο στο σκοτάδι. Για να δει κανείς κάτι εδώ θα έπρεπε όχι μόνο να έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω του, αλλά και να περιμένει ακριβώς κάτι να διακρίνει, μέσα στις σκιές. Τούτο δε το θεωρώ πιθανό. Βέβαια αν πίστευα σε μεταφυσικές εξηγήσεις, ή έστω σε κάποια μυστική ένωση των ανθρώπων με δυνάμεις ενός πεπρωμένου, τότε θα μπορούσα όντως να ανησυχήσω πως κάποιος με είδε τότε. Αναρωτιέμαι πώς θα ένοιωθε ένας τέτοιος παρατηρητής μου. Σίγουρα την καθοριστική στιγμή μια έκπληξη. Αλλά και από πού θα με κοιτούσε; Τα αντικρινά κτίρια είναι πολύ μακριά. Από κάτω βέβαια, το δρόμο, θα γινόταν να με βλέπει κάποιος, όμως πόσο συχνά κανείς από εκεί σηκώνει το κεφάλι του για να κοιτάξει στους ψηλούς ορόφους αυτών των κτισμάτων; Και γιατί άλλωστε να το κάνει; Όχι, δε νομίζω ότι με έβλεπε κανείς ούτε από εκεί. Όσο φαντάζομαι κάποιον άλλο σε εκείνο το δρόμο, όχι εκείνον τον μεμονωμένο άνθρωπο που στεκόταν μπροστά από το κτίριο μου, μα έναν που περπατούσε εκείνη την ώρα προς τα πάνω, αναγκάζομαι να σκεφτώ πως θα κατάλαβε κάτι από εμένα μόνο πολύ αργά, μια στιγμή ίσως πριν να ακουστεί ο έντονος ήχος μπροστά του. Μα τότε όσο γρήγορα και να είχε γυρίσει έπειτα το κεφάλι του προς το κτίριο δε θα είχε καταφέρει να δει τίποτα, διότι ήδη ήμουν στο εσωτερικό του σπιτιού. Για την ακρίβεια είχα υποχωρήσει ως λίγο πίσω από τη μπαλκονόπορτα. Αυτό διότι ήθελα να ακούω, να ακούω τι συμβαίνει κάτω, παρόλο που δε μπορούσα να το δω. Ω πόσο θα ήθελα εκείνη την ώρα να τολμούσα να κατέβαινα στο δρόμο για να παρατηρήσω τι συνέβαινε! Αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό, θα ήταν ίσως εξαιρετικά επικίνδυνο. Τι κρίμα όμως! Στην πραγματικότητα ωστόσο δεν κατάφερα να ακούσω σχεδόν τίποτα σημαντικό. Αρχικά διαπιστώθηκε μια κραυγή, όμως αυτήν τη διαδέχτηκε πλήθος αδιευκρίνιστων ομιλιών που έφταναν ως εμένα μόνο ως ένα βουητό. Και κοιτούσα τη γυάλινη επιφάνεια της μπαλκονόπορτας, που σχεδόν παρουσίαζε το ίδιο ενδιαφέρον με εκείνο το βουητό, αφού και τα δύο ήταν ενοχλητικά ασήμαντα. Κατόπιν όμως υποχώρησα και από εκείνη τη θέση. Την πρώτη στιγμή δεν το είχα καταλάβει, αλλά όντως είχα αρχίσει να αισθάνομαι κάτι. Να αισθάνομαι! Αυτό είχε χρόνια να μου συμβεί! Και όμως ήταν αλήθεια, αισθανόμουν, και αυτό που αισθανόμουν έτσι απαίδευτος που ήμουν στην εκλεπτυσμένη διάκριση της σημασίας του λόγω της πολυκαιρίας του πόνου στην ψυχή μου μου φαινόταν απλά να έχει τη γενική σημασία πώς ήμουν ζωντανός. Ναι, ένοιωθα, και γι αυτό αντιλαμβανόμουν ότι ζω! Τι όμορφα που έμοιαζαν εξάλλου εκείνη την ώρα, καθώς αποσύρθηκα στο σαλόνι, όλα τα έπιπλα και οι σκοτεινοί τοίχοι! Όλα παρουσιάζονταν σαν κάτι που περιείχε μια σαφή σημασία. Ενώ ως τότε τα προσπερνούσα όλα αυτά εκτιμώντας πως είναι ανούσια, τώρα πραγματικά τα αντιλαμβανόμουν σαν κάτι εξαίσια όμορφο, σαν να ήταν όχι υλικά αντικείμενα αλλά ένας πίνακας που απέδιδε στην εντέλεια κάποιον συναισθηματικό τόνο, και τώρα αυτόν εγώ τον κατανοούσα και τον βίωνα. Και, χαμογελώντας, βυθίστηκα στο άκρο του δωματίου. Δε μπορούσα βέβαια να καθίσω στην παλιά πολυθρόνα, αλλά στάθηκα μπροστά από τη βιβλιοθήκη, και κοιτούσα τα βιβλία μου. Και ήταν σαν να είχε τραβηχτεί από γύρω μου κάποια ξύλινη επιφάνεια που με διαχώριζε από τον έξω κόσμο, κάποιο αρχαίο εμπόδιο, και τώρα επικοινωνούσα με αυτόν, ξανά, ξανά έπειτα από τόσα έτη, και πλημμύριζα από χαρά και αγαλλίαση που επιτέλους είχε επιτευχθεί κάτι τέτοιο! Ότι δεν κατανοούσα πώς είχε επιτευχθεί, και γιατί, δε με ενοχλούσε, διότι ήταν τόσο έντονη η βεβαιότητα ότι το έχω πετύχει που όπως κάποιος που ήταν φυλακισμένος δε θα εξέταζε πώς συνέβη να του εξασφαλιστεί η διαφυγή του αλλά θα στεκόταν κατ αρχήν στην αντιδιαστολή της παλιάς απελπισίας στο κελί, και της τωρινής του χαρούμενης ελευθερίας, έτσι και εγώ δεν ασχολούμουν ουσιαστικά καθόλου με σκέψεις για το λόγο που είχε συμβεί αυτή η τεράστια αλλαγή. Βέβαια δε μου διέφευγε η παραμονή μου στο μπαλκόνι πριν από λίγο. Ήδη την σκεφτόμουν, όχι τόσο ενοχλημένος όσο τώρα, αλλά ήδη την είχα κατά νου. Απλώς έμοιαζε ακόμα με κάτι ανισοβαρές σε σύγκριση με την επίπτωση τη δραματική που είχε στην εσωτερική μου ζωή. Ήταν σα να είχα πατήσει ένα μυρμήγκι, και αυτό για κάποιο λόγο είχε αλλάξει τα συναισθήματά μου προς το καλύτερο. Λοιπόν δεν είναι υπερβολικό να δοθεί η προσοχή στον ίδιο τον αφανισμό του εντόμου, όταν όλα προτρέπουν να σταθεί αυτή σε κάποια τιτάνια μεταβολή μέσα μου; Ω, φυσικά υπήρχε σύνδεση ανάμεσα στο ένα και το άλλο, σχέση αιτίου και αιτιατού, ή μάλλον κάτι πιο σκοτεινό, αφού φυσικά το ίδιο το γεγονός ήταν τόσο ασήμαντο που μόνο υπό συνθήκες που οι ίδιες θα όφειλαν να εξεταστούν ως το πραγματικό αίτιο είχε αναχθεί σε κάτι ικανό να προκαλέσει μια κίνηση των κολοσσιαίων και βραδυκίνητων από τη χρόνια ασυναισθησία εσωτερικών γραναζιών της ψυχής μου. Πολύ αργότερα σκέφτηκα την προοπτική κάποιος να κτυπήσει στην πόρτα μου. Στάθηκε αυτή η δεύτερη μεγάλη ενοχλητική μου σκέψη όμως. Από εκείνη την ώρα ως αυτή τη στιγμή έχουν περάσει τρεις ώρες, είναι πλέον περασμένα μεσάνυκτα, και όμως ακόμα ανησυχώ ότι θα ακουστεί αυτό το κτύπημα. Τι φαντάζομαι, ωστόσο; Κάποιον εσμό κατηγόρων που θα έχει σκαρφαλώσει ως αυτό το ύψος, και που μέσα στη νύκτα, κρατώντας αναμμένες δάδες, θα με πυρπολήσει; Ή κάποιον ανώνυμο νόμο, κάποια δικαστική εντολή, κάποια έρευνα, που δειλά θα φτάσει ως και την πόρτα μου; Μα είναι τόσο κουτό όλο αυτό, και είναι κουτό διότι φυσικά ακόμα και μία τέτοια εξέλιξη δε θα μπορούσε να με απειλήσει καθόλου. Δεν είμαι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, δεν φέρω κάποιο επιφανές όνομα και δεν έχουν χαραχθεί τα αρχικά μου στην πολυθρόνα. Άλλωστε στη θέση της τοποθέτησα, από έναν ανόητο φόβο, ένα άλλο έπιπλο, ώστε να μην υποδηλώνει τίποτε την απουσία της. Οπότε όλα αυτά παραπέμπουν, αν το σκεφτώ λογικά, αν είμαι ικανός για λογική σκέψη, απλώς και πάλι στον προηγούμενο φόβο, ότι κάποιος με παρακολουθούσε τις λίγες στιγμές που ήμουν στο μπαλκόνι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι μέσα θα με παρακολουθούσε και σκέψου πόσο αφύσικο είναι αυτό! Και δεν κατορθώνω να μη χαμογελάσω λιγάκι με τη σκέψη ότι είναι σχεδόν το ίδιο αφύσικο με την νυκτερινή μου ζωηρή πορεία από το μπαλκόνι ως το σαλόνι, από όπου, με τη σκέψη ότι κάποιος στεκόταν κάτω, στο δρόμο, πήγα να πάρω την ξύλινη πολυθρόνα, και, σιωπηλά, αλλά νοιώθοντας ήδη το προμήνυμα πως αφού την άφηνα να γκρεμιστεί, μια στιγμή μονάχα αφού χανόταν κάθε δυνατότητα να την επαναφέρω στη θέση της ισορροπίας της και να ματαιώσω την ενέργειά μου, θα ερχόταν κάποια μεγάλη αλλαγή, την ανέβασα πάνω από τα κάγκελα, και χαμογελώντας τρελά, και βλέποντας στη φαντασία μου ένα πρόσωπο μοχθηρό ως το δικό μου, την εγκατέλειψα στη δύναμη της βαρύτητας. Ω, μα ήδη αφού άρχισε να πέφτει- και έπεφτε τόσο ευθέως, και τόσο σιωπηλά, και όλο και πιο γρήγορα- το ήξερα ότι κάτι σημαντικό είχε μόλις σφραγιστεί. Όχι, δε στάθηκα για να δω όλη την πορεία της. Έμεινα μόνο για τη στιγμή που απαιτούνταν ώστε να είμαι βέβαιος πως σε λίγο θα συντριβόταν πάνω στο σώμα εκείνου του ανθρώπου. Έπειτα πισωπάτησα, μέσα στις σκιές, και άκουσα τη κραυγή, και ακολούθως το βουητό. Όχι, δε το νομίζω ότι υπάρχει κάτι εδώ που να με κάνει να κινδυνεύσω. Κανείς δε θα μου χτυπήσει την πόρτα. Είναι μόνο ίσως το άτσαλο λίκνισμα των φτερούγων της Ερινύας που θολώνει τη σκέψη μου και με κάνει να πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος, κάποιο ανθρωπάκι, που θα φτάσει ως και την πόρτα μου, που θα υποχρεωθώ να του ανοίξω, και που θα με κοιτάξει με ένα βλέμμα που ήδη θα φανερώνει ότι με υποψιάζεται, καίρια, παντοτινά, αθάνατα. Η λογική σκέψη, από την άλλη, υποδεικνύει την πλήρη ασφάλειά μου. Κανείς δε ξέρει καν την ύπαρξη της παλιάς ξύλινης πολυθρόνας. Κανείς δεν ήρθε εδώ. Και αν μπορεί να ειπωθεί πως θα είναι προφανές πως το έπιπλο αυτό γκρεμίστηκε από αυτό το κτίριο, και πάλι αριθμούν εδώ πάνω από εκατό ζωές, και δε θα υποψιαστούν εμένα, έναν ήσυχο, μοναχικό άνθρωπο, που όμως σε απάντηση του παλιού του πόνου τώρα τρέφει μέσα του μια δύναμη ζωής, ήδη μελανή ίσως από το έγκλημα, αλλά υπαρκτή, μια μαύρη φλόγα για να ζεσταίνει την ψυχή για πάντα, αυτός ο ειρηνικός κάτοικος της πλατείας Ναυαρίνου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted February 16, 2013 Share Posted February 16, 2013 Τα κείμενα σου, τουλάχιστον όσα έχω διαβάσει, είναι κείμενα ψυχολογικά. Παλεύουν με το εσωτερικό θηρίο και αφήνονται στο τέλος μετέωρα σε μια μάχη ανολοκλήρωτη! Το άλλο χαρακτηριστικό σου είναι η κάπως βαριά γλώσσα. Νοιώθω ότι κάθε λέξη που χρησιμοποιείς ζυγίζει 50 κιλά. Είναι καλό που το πετυχαίνεις, αλλά δεν ξέρω αν είναι πάντοτε αναγκαίο και χρήσιμο. Ίσως κάποιες φορές η χρήση συντομότερων προτάσεων και απλούστερων λέξεων να προσέδιδαν στα γραπτά σου την απαραίτητη "προσβασιμότητα" για τον άμαθο αναγνώστη. Γενικά η πένα σου μ'αρέσει, αλλά τη βρίσκω δύσθυμη και απόμακρη, οπως και ο συγκεκριμένος ήρωας σου. Σ'ευχαριστώ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.