Jump to content

Κυνήγι


Stathius12

Recommended Posts

Συγγραφέας: Στάθης Μπαλτούμας

Βια: Ναι

Σεξ: Όχι

Αριθμός λέξεων: 1.490

 

 

 

 

 

ΚΥΝΗΓΙ

 

Οι σκιές της νύχτας πλανιόταν κάτω από το φώς του φεγγαριού. Το χιόνι υποχωρούσε με ένα γλυκό ήχο κάτω από τις βαριές μπότες των ένοπλων αντρών που αγωνιούσαν να κινηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο ουρανός ήταν καθαρός και τα αστέρια ακτινοβολούσαν με το φως τους την κάτασπρη πεδιάδα. Ο καιρός στη Ρέββιακ ήταν συνήθως σκληρός, μα, απόψε, όλα φάνταζαν γαλήνια. Ένα βουνό σκληρό και τραχύ φαινόταν έτοιμο να πέσει και να κομματιάσει τους ανθρώπους που τολμούσαν να το πλησιάσουν.

 

Η ομάδα των βαρβάρων κυνηγών, όμως, δε φοβόταν τον πέτρινο γίγαντα. Ήξεραν πως γύρω τους παραμόνευαν πολύ πιο επικίνδυνοι εχθροί . Πλάσματα που ζούσαν στο χιόνι από την πρώτη στιγμή της γέννησής τους. Πλάσματα που θα έπεφταν πάνω τους σαν ανεμοστρόβιλος από νύχια και δόντια οποιαδήποτε στιγμή. Τρείς κυνηγοί ήταν και είχαν ξεκινήσει από τη φυλή της Αρκούδας τέσσερις μέρες πριν, για να ανακαλύψουν τι ήταν αυτό που άρπαζε τις γυναίκες και τα παιδιά από τα σπίτια τους τις παγωμένες νύχτες. Είχαν βρει ίχνη, μα δεν έμοιαζαν με κανένα από τα θηρία που είχαν αντιμετωπίσει και που γνώριζαν πως κατοικούσαν στις λευκές εκτάσεις της πατρίδας τους. Δύο μέρες πριν ήξεραν πως το πλησίαζαν, καθώς τα ίχνη ήταν φρέσκα. Τότε ξέσπασε και η χιονοθύελλα που τους έκανε να χάσουν τα άλογά τους και τα εναπομείναντα ίχνη του πλάσματος.

 

Η ανατριχιαστική λεπτομέρεια ήταν πως τα ζωντανά δεν είχαν βρει το θάνατο από το κρύο και το χιόνι. Ήταν ανθεκτικά ζώα, μεγαλωμένα σε αυτού του τύπου καιρικές συνθήκες. Τα είχαν ανακαλύψει κομματιασμένα ένα χιλιόμετρο μακριά από το σημείο που είχαν στήσει τις σκηνές τους. Αυτό που τα είχε αρπάξει, τα είχε σύρει μέσα στη χιονοθύελλα, ώστε να τα σκοτώσει και να τα φάει με την ηρεμία του. Το να μεταφέρει κάποιος τρία άλογα σε απόσταση χιλίων μέτρων μέσα στο χιόνι, σημαίνει πως αυτός ήταν κάτι περισσότερο από τεράστιος. Και τα ερωτήματα που προέκυπταν από το ότι δεν επιτέθηκε στους τρείς άντρες, ήταν πολλά. Οι κυνηγοί γνώριζαν πως ήταν πιθανότερο να τους οδηγεί σε κάποιο μέρος για να τους στήσει ενέδρα, παρά να τους φοβόταν. Όπως και να είχε, όμως, δε μπορούσαν να γυρίσουν πίσω χωρίς το κουφάρι του όντος. Τα έθιμα ήταν ξεκάθαρα. Τους είχε δοθεί η τιμή να κυνηγήσουν το πλάσμα και, αν το νικήσουν, να στεφθούν ήρωες στο χωριό τους. Εάν πάλι δεν τα κατάφερναν, θα έπρεπε να πεθάνουν πολεμώντας. Οι βάρβαροι δίδασκαν στα παιδιά ότι δεν υπάρχει τιμή στο να φεύγεις στη μάχη. Υπάρχει δόξα στο θάνατο και στη νίκη.

 

Οι τρείς φιγούρες πλησίαζαν τώρα κοντά σε ένα σύδεντρο. Οι κορμοί, γυμνοί από κάθε είδους φυλλώματος, υψωνόταν από τη παγωμένη γη, σα μαύρα τέρατα. Ψιλόλιγνα και απειλητικά. Οι άντρες απλώθηκαν ανάμεσα στα αραιά δένδρα προχωρώντας προσεκτικά ο ένας δίπλα στον άλλο. Στα χέρια τους γυάλιζε το ατσάλι. Οι δύο κυνηγοί που έστεκαν στα δεξιά και στα αριστερά είχαν δαυλούς. Έκαιγαν με το ετοιμοθάνατο φώς τους και ξόρκιζαν το σκοτάδι, παρόλο που αυτό απλώς έπαιζε μαζί τους, υποχωρώντας κι επιστρέφοντας με κάθε ξαφνική τους κίνηση.

Ήταν όλοι τους νέοι. Είχαν αντικρίσει μονάχα είκοσι χειμώνες και αυτό το κυνήγι ήταν και η δοκιμασία που έπρεπε να περάσουν, αν ήθελαν να πάρουν μέρος στο συμβούλιο της φυλής. Άξαφνα, ο άντρας που στεκόταν στα αριστερά πάγωσε. Έκανε νόημα και στους άλλους να μείνουν ακίνητοι. Υπάκουσαν και ένιωσαν τον παγωμένο άνεμο να τους χτυπά στα πρόσωπα. Κάτι κινούταν στο σκοτάδι. Μπορούσαν να ακούσουν το σπάσιμο του χιονιού κάτω από τα βήματα του πλάσματος. Κοιτάχτηκαν με αγωνία, καθώς η αδρεναλίνη άρχισε να τρέχει στις φλέβες τους. Το φως του δαυλού γυάλισε πάνω στα βαριά σπαθιά και τσεκούρια τους.

Με πλάγια βήματα πλησίασε ο ένας τον άλλον, μένοντας κοντά, προετοιμασμένοι για κάθε επίθεση. Ό,τι περπατούσε ανάμεσα στα δένδρα πριν, σταμάτησε να κινείται. Το τραγούδι του ανέμου ήταν το μόνο που ακουγόταν, καθώς σφύριζε ανάμεσα στους ξερούς κορμούς.

 

‘’Μας άκουσε;’’ ρώτησε ένας από αυτούς, σπάζοντας τη σιωπή και προκαλώντας το μένος των άλλων δύο που του έκαναν νόημα να σωπάσει.

 

Περίμεναν έτσι, ακίνητοι σαν αγάλματα για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να αφουγκραστούν τον παραμικρό ήχο που θα πρόδιδε τη θέση του όντος.

 

‘’Ό,τι κι αν ήταν αυτό που κινούταν στο σκοτάδι πριν, τώρα έφυγε.’’ είπε ο νεαρός που είχε μιλήσει και την πρώτη φορά.

 

Άξαφνα, στον κύκλο του φωτός όρμησε ένα τέρας με ένα φρικιαστικό μουγκρητό, πέφτοντας πάνω στον κυνηγό που μιλούσε, ρίχνοντας τον κάτω. Παρά το σοκ, οι άλλοι δύο κυνηγοί έκαναν ένα βήμα πίσω και κατέβασαν τα όπλα τους στην πλάτη του, κάνοντάς το να τιναχθεί και να πηδήξει μακριά από την πηγή του πόνου. Ένα τσεκούρι προεξείχε από την πλάτη του, μα δεν υπήρχε πουθενά ούτε κηλίδα αίματος. Το πετσί του ήταν τόσο χοντρό που το κοφτερό ατσάλι των κυνηγών, δεν του έκανε σοβαρή ζημιά. Ο νεαρός κυνηγός πάνω στον οποίο πήδηξε το πλάσμα, κειτόταν, τώρα, στο χιόνι, βάφοντάς το κόκκινο με το αίμα του. Πληγές από νύχια και δόντια απλώνονταν στο στήθος και το λαιμό του. Το πλάσμα έκανε τα χοντρά ρούχα ματωμένα κουρέλια σε μόλις δύο δευτερόλεπτα.

 

‘’Τι ήταν αυτό; Είχε πρόσωπο δαίμονα και άσπρη γούνα.’’ φώναξε ο ένας από τους κυνηγούς με έκφραση απόλυτου τρόμου στο πρόσωπο του.

 

‘’Σσσς. Μη φωνάζεις, ηλίθιε. Οι δυνατοί ήχοι το προκαλούν.’’

 

‘’Τι είναι όμως; Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ωμή δύναμη σε πλάσμα. Κατασπάραξε τον Ρουλφ αμέσως. Και τα όπλα μας δεν έκαναν ζημιά.’’ είπε ψιθυριστά αυτή τη φορά, κοιτάζοντας ανήσυχος ανάμεσα στις σκιές, προσπαθώντας να εντοπίσει το περίγραμμα του θηρίου.

 

‘’Τρολ. Ο πατέρας μου μού είχε πει παραμύθια για τέτοια πλάσματα. Κατεβαίνουν από το βουνό κατά καιρούς. Ζούνε στις ψηλότερες σπηλιές. Είχαν έναν αιώνα να αντικρίσουν οι δικοί μας τέτοιο πλάσμα. Λέγεται πως στις φυλές που είναι βόρεια από μας, οι αρχηγοί τους φορούν τα δέρματά τους σα λάφυρα.’’ Λέγοντας αυτά ο βάρβαρος, σήκωσε το σπαθί του πεσμένου συντρόφου του και το κράτησε στο δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κούνησε το δαυλό προς τα μπρός, διώχνοντας τις σκιές.

 

‘’Πάμε να φύγουμε. Έμπειροι πολεμιστές θα το σκοτώσουν. Όχι εμείς.’’ του απάντησε φοβισμένα ο άλλος.

 

‘’Ήρθαμε εδώ για έναν λόγο. Ή θα το σκοτώσουμε ή θα μας σκοτώσει.’’

 

‘’Εγώ δεν πρόκειται να μείνω εδώ, να βρω έναν άσημο θάνατο, Όριλ.’’ είπε ο δειλός κυνηγός και έστριψε, κάνοντας δύο βήματα πίσω, από εκεί που είχαν έρθει.

 

‘’Άλλο ένα βήμα και θα σου ανοίξω το κεφάλι, σκυλί.’’ του είπε άγρια ο Όριλ.

 

Τότε ακούστηκε ένα άγριο μουγκρητό από το σκοτάδι και οι δύο γύρισαν τα κεφάλια τους να κοιτάξουν. Ακούστηκε ξανά, πάνω από το παγωμένο χιόνι, μετατρέποντας τα κόκαλά τους σε νερό.

 

Ο δειλός κυνηγός άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη πάνω στο χιόνι, πλησιάζοντας στο τέλος του σύδεντρου.

 

‘’Μέλιχαρ, όχι!’’ του φώναξε ο Όριλ κοιτάζοντάς τον, τη στιγμή που μία άσπρη μορφή έπεσε πάνω του από τα δεξιά του και τον παρέσυρε στο έδαφος.

 

Κυλίστηκαν στο χιόνι και ο Όριλ προσπάθησε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από κοντά του. Κάνοντας μια τούμπα, στάθηκε ξανά στα πόδια του με το ξίφος στο χέρι και με το δαυλό να καίει ανάμεσα σ’ αυτόν και σε μία εφιαλτική μορφή απέναντί του.

 

Ο Όριλ σήκωσε το ξίφος του πάνω από το κεφάλι του, έτοιμος να αμυνθεί στο οποιοδήποτε χτύπημα του πλάσματος. Αυτό, όμως, δίσταζε να επιτεθεί. Έκανε βήματα με τα στραβά του πόδια γύρω από τον δαυλό, προσπαθώντας να τον αποφύγει.

 

Αυτό δεν ξέφυγε από το βάρβαρο κυνηγό, καθώς σήκωσε το δαυλό, με το βλέμμα πάντοτε καρφωμένο στο τέρας. Τον κούνησε προς το μέρος του και το τρόλ υποχώρησε.

 

Συνειδητοποίησε το πόσο φοβόταν τη φωτιά το πλάσμα. Με μία ιαχή, έτρεξε προς το μέρος του και του κατέβασε τη φλόγα στο χέρι. Σπίθες τινάχτηκαν και το τρίχωμα του πλάσματος άρπαξε φωτιά αμέσως, σα προσάναμμα. Μια κραυγή πόνου και φόβου ξέφυγε από το στόμα του τη στιγμή που ο κυνηγός κατέβασε το ξίφος στο φλεγόμενο χέρι, κόβοντάς το, με την ίδια ευκολία που θα έκοβε χόρτα.

 

Η φωτιά εξαπλώθηκε και το πλάσμα άρχισε να χτυπιέται και να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα, τινάζοντας παντού σπίθες. Όπου έπεφτε φωτιά από το τρίχωμα του, το χιόνι έλιωνε αμέσως και ο κορμοί άρπαζαν φωτιά. Ο βάρβαρος απέμεινε να το κοιτάζει, καθώς μια φλεγόμενη φιγούρα στο σκοτάδι έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα, πυρπολώντας τα. Σε λίγη ώρα, όλο το δάσος καιγόταν και ο καπνός ανέβαινε σα μαύρη στήλη στον έναστρο ουρανό. Στη σκοτεινή πεδιάδα, μια πηγή φωτός έσπαγε το τοπίο.

 

Ο Όριλ έτρεξε έξω από το δάσος, καθώς οι φλόγες πλήθαιναν τριγύρω του, κρατώντας ένα καψαλισμένο αντικείμενο. Το χέρι του τρόλ. Η απόδειξη της μάχης και του ανδρισμού του.

Καθώς βάδισε κουρασμένος μακριά από το δάσος, διέκρινε μια φιγούρα στον ορίζοντα. Μια φλόγα. Ο Μέλιχαρ είχε πάρει το δρόμο για το χωριό του. Έβαλε το χέρι στο σακίδιό του και έσφιξε τα δόντια του. Με το σπαθί στο χέρι ξεκίνησε να προφτάσει το σύντροφο που τον εγκατέλειψε.

 

Αυτή ήταν η χώρα της Ρέββιακ. Μια άγρια χώρα γενναίων αντρών. Όχι δειλών. Δε χωρούσαν προδότες που άφηναν πίσω τους τούς συντρόφους τους. Μόλις ο Όριλ έβρισκε το Μέλιχαρ, θα έβαφε το χιόνι με το αίμα του.

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

Stathius καλώς ήλθες.

Μιας και διάβασα το διήγημά σου, είπα να γράψω ένα δυο πράγματα σχετικά.

 

Δυστυχώς δεν θα σε κάνω χαρούμενο και απ' την αρχή θα πω ότι το διήγημα δεν λειτουργεί. Τουλάχιστον, μπορώ να σου δείξω τους λόγους που το πιστεύω. Ελπίζω, έτσι, να βοηθήσω κάπως.

 

Το σημαντικότερο απ' όλα είναι ότι η ιστορία δεν διαθέτει αφηγηματική οπτική γωνία. Δηλαδή, μέσα από ποιου τα μάτια παρουσιάζεται η ιστορία; Ποιος είναι αυτός που αφηγείται; Ποιον παρακολουθεί πρωτίστως -και από κοντά- η «κάμερα»;

 

Το πρώτο μισό (ίσως και παραπάνω), φαίνεται να είναι μια συλλογική αφήγηση όλης της ομάδας των κυνηγών, ενώ ο «γενναίος» κυνηγός πολύ αργά προσπαθεί να πρωταγωνιστήσει. Κι αυτό σε μια στιγμή που το -δικό μου τουλάχιστον- ενδιαφέρον και τη συμπάθεια έχει ήδη κερδίσει ο «δειλός». Είναι αυτός που πάει κόντρα στα έθιμα, είναι αυτός που προσφέρει τη μοναδική ανατροπή.

 

Μένοντας λίγο στους χαρακτήρες. Αναλώνεται το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος σε γενικές περιγραφές - αναφορές και δεν αφιερώνεται ούτε μία λέξη για τη σχέση των τριών κυνηγών που ταξιδεύουν μαζί τόσες μέρες. Του ενός δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομα (τρεις είναι όλοι κι όλοι!) και των άλλων δύο λίγο πριν το τέλος. Ολόκληρο ταξίδι, βρε, μουγγοί το 'βγαλαν;

 

Το αποτέλεσμα είναι το εξής: Ο γενναίος (επειδή έτσι του 'παν), ο δειλός ( δεν ξέρουμε γιατί ) κι ο αναλώσιμος ( για γέμισμα ) κίνησαν να σκοτώσουν το τέρας. Ο αναλώσιμος αναλώθηκε, ο γενναίος σκότωσε το τέρας κι ο δειλός το 'σκασε.

Για ποιον πρέπει, ως αναγνώστης, να νοιαστώ και γιατί;

 

Και μ' αυτό πάω στην πλοκή. Είναι ακριβώς αυτή που γράφω παραπάνω. Είναι σχηματική και, δεδομένης της πλήρης απουσίας χαρακτήρων, τουλάχιστον αδιάφορη. Δεν έχει κάποιο στοιχείο που θα προσδώσει λίγο ενδιαφέρον. Επίσης, το πολυχρησιμοποιημένο κόλπο troll + φωτιά = win, είναι σχεδόν αναμενόμενο.

 

Το τέλος του διηγήματος ουσιαστικά είναι μια δογματικού τύπου δήλωση που λόγω έλλειψης χαρακτήρων και πλοκής, προκύπτει ως ασύνδετη με την ιστορία και, το χειρότερο, υπερφίαλη.

 

Αυτά λίγο πολύ είναι τα πρώτα πράγματα που θα έπρεπε να δουλευτούν απαραίτητα στο διήγημα. Προσωπική μου γνώμη, ότι αν επενδύσεις στους χαρακτήρες, κάποιος από αυτούς θα συνεισφέρει κάτι -έστω και μικρό- στην πλοκή και το διήγημα θα αποκτήσει άλλο ενδιαφέρον - ακόμα κι αν κρατήσεις αυτόν τον σχηματικό σκελετό.

 

 

Κάποιες λεπτομέρειες αληθοφάνειας που χρειάζονται κάποιου είδους επεξήγηση ή διόρθωση:

 

1. Δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς ένα πλάσμα που έχει αρπάξει φωτιά (όσο ευαίσθητο κι αν είναι σ' αυτή ) να τη μεταδώσει σ' ολόκληρο δάσος τόσο γρήγορα.

 

2. Οι βάρβαροί σου είναι οπλισμένοι με όπλα φτιαγμένα από ατσάλι. Δεν είναι απίθανο φυσικά, ούτε απαγορευτικό, αλλά το ατσάλι απαιτεί ειδική γνώση μεταλλουργίας. Οι βάρβαρες φυλές, παραδοσιακά, τρέφονται κι εξοπλίζονται με όσα τους δίνει η φύση και το κυνήγι.

 

3. Χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης του μήκους το μέτρο. (Ενώ, σαφώς πιστευτά, ως μονάδα μέτρησης του χρόνου, οι χειμώνες.)

 

Η γραφή και η γλώσσα, είναι επίπεδη και μάλλον άχρωμη. Αλλά ακόμα και αυτό -για μένα- είναι, κατ' αρχάς, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας αφηγηματικής οπτικής γωνίας, κάτι που τουλάχιστον θα μας έμπαζε σε κάποιου είδους κλίμα και θα ήταν ένα έναυσμα για να αποκτήσει κάποιο χρώμα η γραφή.

 

Βρήκα καλές εκφράσεις

Έκαιγαν με το ετοιμοθάνατο φώς τους και ξόρκιζαν το σκοτάδι, παρόλο που αυτό απλώς έπαιζε μαζί τους [...]

 

αλλά και κάποιες που μοιάζουν να 'χουν βγει απ' το στόμα ρεπόρτερ στην τηλεόραση

Η ανατριχιαστική λεπτομέρεια [...]

 

Ε, για το τέλος, έχω κι ένα θετικό σχόλιο. Έστω και όχι μέσα από τα μάτια κάποιου από τους ήρωές σου, οπτικοποίησα αρκετά ικανοποιητικά τον κόσμο που τοποθετείς την ιστορία σου κυρίως μέσα από τις εικόνες της πρώτης παραγράφου και με κάποιες φράσεις στο σημείο που ανακάλυψαν το τέρας, στο σύδεντρο.

 

Καλή συνέχεια!

(Ξέρω, ξέρω. Σ' έφτιαξα νυχτιάτικο!)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Big Fat Pig,(έχεις αστείο όνομα!) σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια σου! Η αλήθεια είναι οτι τέτοιου είδους σχόλια, παρόλο που μπορεί να απογοητεύουν κάπως, είναι πολύ χρήσιμα, γιατί σε ωθούν να δουλέψεις περισσότερο την εκάστοτε ιστορία και να δώσεις μεγαλύτερη σημασία στη δουλειά σου.. Οπότε, σε ευχαριστώ πολύ, καθώς μου έδωσες αρκετό υλικό για να σκεφτώ και να δουλέψω.. Θα γράψω ξανά την ιστορία λαμβάνοντας υπόψιν τα σχόλια σου.. Ήθελα να σου πω, πως το όνομα του ''αναλώσιμου'' βάρβαρου αναφέρεται μέσα, αν και μονάχα μια φορά! (επειδή τα τινάζει..Εμ, δε κράταγε το στόμα του κλειστό.!) Μπορώ επίσης να πω πως το ατσάλι θα μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα στους βαρβαρους καθώς τα βουνά σε αυτή τη χώρα, αποτελούν πηγή ορυκτού πλούτου. Όπως και να ΄χει, σε ευχαριστώ πάρα πολύ..

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Συμπαθητική ιστορία, από την οποία όμως λείπουν κάποια πράγματα που θα την έκαναν να δούλευε. Ένα πράγμα που με "ενόχλησε" αρκετά είναι ότι οι τρεις ήρωές σου αργούν πολύ να αποκτήσουν ονόματα και προσωπικότητα. Στην αρχή είναι τρεις φιγούρες που διασχίζουν το χιόνι κυνηγώντας κάτι. Μόνο όταν αρχίζει η δράση μαθαίνουμε τα ονόματά τους και ήδη είναι λίγο αργά να ενδιαφερθούμε για τη μοίρα τους. Από το λίγο που αναπτύσσονται όμως δεν έμεινα παραπονεμένος, πείθουν με τις αντιδράσεις τους, αλλά δε μου έμειναν.

 

Το στόρυ αυτό καθεαυτό δεν είναι άσχημο, είναι όμως πολύ τυπικό στο είδος και, αν και είναι δομημένο καλά, δεν αναπτύσσεται αρκετά για να κλέψει την παράσταση

 

Σε θέμα γραφής τώρα, ξέρεις εκείνες τις μικρές φράσεις και τα λεκτικά σχήματα του φάνταζυ και τα χρησιμοποιείς πετυχημένα, αν και σε αρκετά σημεία υπάρχουν λεκτικές αστοχίες. Για παράδειγμα

 

 

Τότε ξέσπασε και η χιονοθύελλα που τους έκανε να χάσουν τα άλογά τους και τα εναπομείναντα ίχνη του πλάσματος

 

 

 

Το "εναπομείναντα" εδώ περισσεύει

 

 

 

Οι κορμοί, γυμνοί από κάθε είδους φυλλώματος, υψωνόταν από τη παγωμένη γη, σα μαύρα τέρατα. Ψιλόλιγνα και απειλητικά.

 

 

Το ψιλόλιγνα και απειλητικά να φανταστώ περιγράφει τους κορμούς; Γιατί, αν πήγαινε ως χαρακτηρισμός στα τέρατα, τότε αντί για τελεία πρέπει να βάλεις κόμμα (και πάλι δεν είμαι σίγουρος ότι θα είναι σωστό)
 

Παρά το σοκ

ΟΚ, γράφεις φάνταζυ. Και στο φάνταζυ είθισται να χρησιμοποιούνται αρχαιοπρεπείς/μεγαλόστομες λέξεις για να πιάσουμε το επικό κλίμα του κειμένου. Μία τόσο σύγχρονη και ξένη λέξη μοιάζει μάλλον παράταιρη στο τυπικό φάνταζυ λεξιλόγιο, καλύτερα να χρησιμοποιούσες κάποιο συνώνυμο
 

 

 

και κατέβασαν τα όπλα τους στην πλάτη του, κάνοντάς το να τιναχθεί και να πηδήξει μακριά από την πηγή του πόνου. Ένα τσεκούρι προεξείχε από την πλάτη του

 

Το σημείωσα επειδή, εδώ, η λέξη πλάτη επαναλαμβάνεται άσχημα δύο συνεχόμενες φορές

 

 

είπε ο δειλός κυνηγός και έστριψε, κάνοντας δύο βήματα πίσω, από εκεί που είχαν έρθει.

 

Εδώ κάνω αυτό που λέμε στα Ελληνικά nitpicking, αλλά όταν ο άλλος στρίβει και κάνει δύο βήματα πίσω τότε μάλλον πάει προς την πλευρά προς την οποία κατευθύνονται...

 

 

 

Συνολικά, έχει προοπτικές η ιστορία, αλλά θέλει να δουλευτεί και άλλο για να λάμψει.

 

Link to comment
Share on other sites

Το σύμπαν που έχεις δημιουργήσει είναι κλασσικό για το είδος. Υποερβολικά κλασσικό θα έλεγα. Η ιστορία απ' τη μεριά της ήταν αρκετά συνιθισμένη και προβλέψιμη. Τρεις πολεμιστές κυνηγάνε ένα τρολ για να δοξαστούν. Και οι τρεις υπακούνε σε στερεότυπα. Ο ένας βρίσκεται εκεί, απλά για να πεθάνει ώστε να δείξεις τη δύναμη του κτήνους. Ο άλλος είναι δειλός και επιχειρεί να το σκάσει. Ο τελευταίος, όπως ήταν αναμενόμενο, σκοτώνει το πλάσμα. Από τη μάχη δυστυχώς,έλλειπε για μένα το οποιοδήποτε στοιχείο πρωτοτυπίας, αλλά και η αίσθηση του κινδύνου. Ο κυνηγός σκοτώνει το τρολ, σχεδόν χωρίς προσπάθεια, με έναν από τους πιο κλισαρισμένους τρόπους στο είδος του φανταστικού. Η ιστορία θα μπορούσε να είχε περισσότερο ενδιαφέρον αν ανέπτυσσες την κουλτούρα των βαρβάρων. Ίσως αν ανέλυες τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν από την φιλοσοφία  των βαρβάρων, να αποκτούσε κάποια προσωπικότητα το διήγημα. Αυτό όμως δε γίνεται. Το κείμενο όμως έχει και τα θετικά του. Μου άρεσαν πολύ οι εικόνες που δημιούργησες στην αρχή. Κατάφερες να αποδώσεις σωστά την ατμόσφαιρα ενός πολύ εχθρικού περιβάλλοντος. Σ' αυτό συνέβαλλε και η γραφή σου, η οποία, παρά τις αδυναμίες της ,είχε κάποιες πολύ πετυχημένες εκφράσεις(το σκοτάδι που έπαιζε με τους ήρωες). Το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω αφορά την αφήγησή σου. Ο παντογνώστης,ουδέτερος αφηγητής που τα βλέπει όλα αποτελεί μια ξεπερασμένη μέθοδο.


Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..