Popular Post abuno Posted March 23, 2013 Popular Post Share Posted March 23, 2013 (edited) Μια συνέντευξη εξ αποστάσεως με τον Ντίνο Χατζηγιώργη. O Ντίνος Χατζηγιώργης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1963. Το 1973 εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Χαλκίδα, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Αποφοίτησε από σχολή κινηματογράφου στην Αμερική το 1987. Συνεργάστηκε στο σενάριο της ελληνικής ταινίας Terra Incognita (Κρατικό Βραβείο Σεναρίου, 1994.) Η φιλολογία του φανταστικού απασχολεί το κύριό του ενδιαφέρον. Διηγήματα του έχουν τυπωθεί στο ένθετο 9 της Ελευθεροτυπίας, το Φανταστικά Χρονικά της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας, το ελληνικό Asimov’s, και τα περιοδικά Συμπαντικές Διαδρομές και ΕΦ ΖΙΝ. Το διήγημα του "Πικρό Χώμα" έχει βραβευτεί στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό του περιοδικού Ύφος το 2008. Επίσης κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή η εξής συλλογή διηγημάτων http://www.goodreads.com/book/show/16096036-crows-and-other-stories ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ..................................................... 1. Πότε και γιατί ξεκίνησες να γράφεις; Τι σημαίνει για εσένα; Από μικρό παιδί ζωγράφιζα κόμικ, κάτι που δεν το συνέδεσα, μέχρι πρόσφατα, συνειδητά με τη γραφή, ενώ αυτό ακριβώς ήταν. Ακόμα κι όταν έπαιζα με τα στρατιωτάκια στο πάτωμα του σπιτιού μου, είχα ένα σενάριο με υπόθεση κατά νου, με αρχή, μέση και φινάλε, με καλούς και κακούς. Υπήρχε και πρωταγωνιστής-ήρωας με την κωδική ονομασία «ο που δεν πεθαίνει». Ήταν όλα μέρος μιας νοητικής δημιουργικής γραφής. Τα πρώτα μου ολοκληρωμένα σενάρια τα έγραψα στη σχολή κινηματογράφου και τράβηξα θετικές αντιδράσεις από τους καθηγητές μου, κάτι που με προβλημάτισε αρνητικά. Βαριόμουν το γράψιμο, και το έβρισκα τόσο καταθλιπτικά μοναχικό. Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, και να συμμετέχω στη δράση μιας παρεΐστικης δημιουργίας. Βέβαια σταδιακά άλλαξα μυαλά. Η σκηνοθεσία είναι σκληρή δουλειά, γεμάτη περιορισμούς και θέλει γερό, σκληρόπετσο στομάχι. Το γράψιμο είναι απελευθερωτικό, είναι η φαντασία σου πάνω σε φτερά, ελεύθερη και απεριόριστη. Το γράψιμο είναι πλέον το στήριγμα μου, ένας λόγος ύπαρξης. 2. Για ποιόν λόγο η λογοτεχνία του φανταστικού, στην Ελλάδα θεωρείται παραλογοτεχνία; Βλέπεις να αλλάζει αυτό; Δεν ξέρω τι ακριβώς να απαντήσω για το πρώτο μέρος της ερώτησης. Μήπως φταίει ότι εξαιτίας της Τουρκοκρατίας ξεχάσαμε τους μύθους μας; Θέλει γεμάτο στομάχι για να θεριέψει η φαντασία. Όταν οι ανάγκες είναι βασικές, στο πως δηλαδή θα γεμίσει το στομάχι, το μυαλό μένει λίγο πίσω. Σαν λαός, και από την επανάσταση και μετά, δοκιμαζόμαστε αιώνες τώρα. Βόσκαμε τότε τα πρόβατα ανάμεσα σε αρχαία ερείπια αγνοώντας την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια». Και αργότερα, συγγραφείς και αναγνώστες παρόμοια, είχαμε να δουλέψουμε με πιο απτά θέματα από οτιδήποτε είχε να κάνει με το φανταστικό. Δεν βγάλαμε ένα Φράνκενσταϊν, αλλά την Γκόλφω. Και ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να καλύψουμε αυτό το κενό. Δεν το βλέπω δηλαδή να αλλάζει στην δική μου ζωή τουλάχιστον. Νομίζω, σε έναν βαθμό, η λογοτεχνία του φανταστικού είναι «παραλογοτεχνία» και στο εξωτερικό, δεν του φαίνεται όμως γιατί η μειοψηφία που τη διαβάζει είναι τόσο τεράστια. 3. Θεωρείς τον εαυτό σου ’’αδικημένο’’ από τον εκδοτικό χώρο; Πιστεύεις ότι έκανες ότι περνάει από το χέρι σου; Όχι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου αδικημένο από τον εκδοτικό χώρο, γιατί ακριβώς δεν έχω κάνει ακόμα ό,τι περνάει από το χέρι μου. Θα έπρεπε να είχα οργανωθεί καλύτερα, γιατί σήμερα δεν είμαι σίγουρος ποια έργα έχω στείλει σε ποιους οίκους. Σε αυτό φταίει και ο χαρακτήρας μου, όπου με τις πρώτες αρνήσεις μελαγχολώ και αποτραβιέμαι στο καβούκι μου, με μια αίσθηση παράδοσης και απόσυρσης. Μετά μου περνάει αλλά στρέφω την προσοχή μου πάλι στη γραφή και εγκαταλείπω, για λίγο, το κυνήγι της έκδοσης. Σαφώς ξέρω ότι ένα ή δύο βιβλία μου έφαγαν πόρτα από κάποιους οίκους, αλλά σίγουρα θα υπήρχαν εναλλακτικές και μικρότερες πόρτες που θα μπορούσα να χτυπήσω. Το δε συμβάν με το «Οξύ», βράβευση – υπόσχεση έκδοσης – αθέτηση υπόσχεσης, ήταν μάλλον μια μεμονωμένη άτυχη περίπτωση συνθηκών, σε συνδιασμό βέβαια και με ανθρώπους που αδυνατούν να δουλέψουν επικοινωνιακά σωστά, με επαγγελματισμό δηλαδή. 4. Έχεις μετανιώσει για κάποιες επιλογές σου, όσον αφορά τη συγγραφή; Αν ναι, για ποιές; Εννοείς που δεν ξεκίνησα να συγγράφω από νεαρότερη ηλικία; Γιατί δεν έχω να μετανιώσω για κάτι άλλο. Και ούτε ξέρω αν θα είχα παράγει τα ίδια έργα που έβγαλα τελικά στο χαρτί, δεν μπορεί να τα ξέρει κανείς αυτά. Όπως απαντώ και παρακάτω, δεν υπηρετώ ένα συγκεκριμένο είδος, γράφω μόνο ό,τι με εκφράζει, γράφω αυτό που θα μου άρεσε να διαβάζω. Είναι τέτοια η διαδικασία δημιουργίας που περνάει μια ιδέα μου για να καταλήξει στη σελίδα, που δεν θα την είχα γράψει αν είχα την παραμικρή αμφιβολία. Πείτε με «ψώνιο» αλλά αγαπώ όλες μου τις ιστορίες, και όταν διαβάζω κάποιες παλαιότερες μένω έκπληκτος που έχω γράψει κάτι που με τις πιο πρόσφατες μου αντοχές θα θεωρούσα αδύνατον να κατορθώσω σήμερα. 5. Υπάρχουν σήμερα, κατά τη γνώμη σου, αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες; Φυσικά και υπάρχουν. Θα ήταν απίθανο να μην υπήρχαν, κι ας μην τους γνωρίζω όλους, λόγω άγνοιας. Ντρέπομαι που το λέω αλλά δεν διαβάζω πολύ, και δεν είναι μόνο οικονομικοί οι λόγοι. Είναι μάλλον εκτός θέματος εδώ να αναπτύξω πλήρες τους λόγους γιατί δεν διαβάζω, μια ασχολία που απαιτεί πολύτιμο χρόνο απομόνωσης και μοναξιάς. Είμαι κάποιας ηλικίας και «η ζωή περνάει και χάνεται» και είναι τόσα άλλα που μου λείπουν. Στην εφηβεία το έκανα κατά κόρον, την απομόνωση στα βιβλία και στις αίθουσες του σινεμά, ήμουν όμως στην ηλικία που πίστευε ότι θα ζούσα για πάντα. Καθώς όμως γνωρίζω μέσω του sff.gr όλο το εντόπιο και σύγχρονο δυναμικό της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού, και ξέρω από πρώτο χέρι πόσο αξιόλογο είναι, αυτό το ποσοστό θα πρέπει να επεκτείνεται σίγουρα σε όλους τους κλάδους της συγγραφής. 6. Ποιός είναι ο ρόλος των μέσων της κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία; Βοηθούν ή όχι; Πιστεύω πως ναι, βοηθούν. Δίνουν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες για κατάλληλες γνωριμίες, διαφήμιση και προώθηση στο έργο του καθενός, αν και σίγουρα είναι η αξία του γραπτού (εμπορική ή καλλιτεχνική) που θα εγγυηθεί την τελική έκδοση, ή έστω, την διατήρηση του στην συνείδηση του αναγνωστικού κοινού στο μάκρος του χρόνου. Δεν έχει σημασία αν και ο πιο ατάλαντος γραφιάς μπορεί πλέον να φτιάξει ένα μπλογκ και να αναρτεί τα έργα του εκεί για να τα βλέπουν όλοι. Κάποιοι «προστάτες» της λογοτεχνίας σκίζουν τα ιμάτια τους αναθεματίζοντας την ύπαρξη των ατάλαντων ανάμεσα τους, εγώ προσωπικά το θεωρώ άδικα δαπανημένη χολή και άγχος. Στο τέλος (των πάντων) δεν έχει και τόσο σημασία. Η Αρχαία Ελλάδα είχε εκατοντάδες δραματουργούς, διασώθηκαν τα έργα μόνο τριών. Ο ένας από αυτούς (ο Σοφοκλής) έγραψε 123 δράματα, μας έμειναν τα εφτά. Το θέμα δεν είναι στο χέρι μας. Ας μην είμαστε τόσο σίγουροι ότι θα έχουμε πάντα μια πρίζα διαθέσιμη στην τεχνολογία μας. Καλό δηλαδή το facebook, αλλά προτείνω να σκαλίσετε τα έργα σας σε κεραμικά φύλλα. 7. Θα μπορούσες να μας αναφέρεις τις συγγραφικές σου επιρροές; Από μικρός διάβαζα τα πάντα, από άρθρα και χρονογραφήματα σε περιοδικά της μητέρας μου, πλούσια πηγή ο “Θησαυρός”, μέχρι τους κλασσικούς που μου έκαναν δώρο στα γενέθλια μου (Ντίκενς, Δουμά κτλ). Πέρασα μια φάση που έκανα συλλογή έργα του Ιουλίου Βερν, με σκοπό να τα αποκτήσω όλα (δεν τα κατάφερα) πριν συνεχίσω για ένα διάστημα με τα αστυνομικά της Άγκαθας Κρίστι. Ατύχησα σε κάποιες επιλογές στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, με αποτέλεσμα να την αποφεύγω ως μη κατανοητή. Έτσι στερήθηκα πολλούς μεγάλους και τα σπουδαία τους έργα. Ο ένας συγγραφέας που σιγά-σιγά ξεχώρισα με αποτέλεσμα να τον έχω ως πρότυπο πεζογραφίας ήταν ο Στήβεν Κινγκ. Όχι πως ασχολήθηκα με την λογοτεχνία του τρόμου, ή ότι κατάφερα να μιμηθώ έστω το στυλ του «βασιλιά.» Αγάπησα και ζήλεψα στους συγγραφείς μόνο την ικανότητα τους στην αστείρευτη φαντασία. Από επιρροές θα ανέφερα μόνο την κινηματογραφική μου σπουδή. Σαν σεναριογράφος είμαι εκπαιδευμένος να επικοινωνώ κατανοητά με εικόνες, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα πλοκή, τακτική που εφαρμόζω μέχρι σήμερα. 8. Αξιοποιούνται πιστεύεις όλα τα μέσα που διαθέτει σήμερα η ελληνική φανταστική λογοτεχνία; Πιθανόν όχι. Ούτε στο πακέτο, ούτε στο περιεχόμενο. Όσον αφορά το περιεχόμενο, έχουμε το κόλλημα να ονομάζουμε τους αστροναύτες μας «Τζον» και τους βασιλιάδες μας «Γιούρικ». Λέμε “Πελοπίδας” και αυτόματα φανταζόμαστε τον Ντίνο Ηλιόπουλο ως υπαλληλάκο σε ελληνική ταινία Ενώ υπήρξε Πελοπίδας πολεμιστής με στομάχι φέτες, όπως Λεωνίδας ή Αχιλλέας, στην αρχαιότητα. Θα μπορούσαμε να γράψουμε έπη, μέχρι και την εποχή της φουστανέλας, αλλά δεν μπορούμε να δούμε το υλικό απελευθερωμένοι από της προκαταλήψεις μας. Εμένα μου θυμίζει λίγο και τα φροντιστήρια Αγγλικών. Ντρεπόμασταν να πούμε τις λέξεις με την σωστή προφορά γιατί μας κορόιδευαν οι συμμαθητές μας. Λες και τα μαθαίναμε για να τα μιλάμε μεταξύ μας. Μιλάμε λοιπόν τα Αγγλικά σαν χοντροκομμένοι Ζορμπάδες και είμαστε ικανοποιημένοι. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν μια πλούσια πηγή υλικού μένει ανεκμετάλλευτη. Όσον αφορά δε το πακετάρισμα και την προώθηση αυτού που παράγουμε, εκεί έχουμε άλλα προβλήματα. Το 2009 κυκλοφόρησε η ελληνική έκδοση του Asimov’s και κανένας εκτός από εμάς του χώρου δεν το πήρε χαμπάρι. Ήρθε κι έφυγε άκλαφτο μετά από καμιά δεκαριά τεύχη σαν να μην υπήρξε ποτέ. Φταίει συχνά η κοντόφθαλμη οπτική των ανθρώπων που ορίζουν τα πράγματα, δεν είναι όμως όλο το φταίξιμο δικό τους. Η ελληνική πραγματικότητα έχει τους δικούς της κώδικες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όποτε ήταν να κυκλοφορήσει ένα νέο κόμικ (Αγόρι, Τρουένο, Παράδεισος του Παιδιού), πέφτανε κάποιες διαφημίσεις στην τηλεόραση, που δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κλιπάκια από διάφορες κινηματογραφικές ταινίες του φανταστικού. Με επηρέαζαν φυσικά οι διαφημίσεις και έπρεπε οπωσδήποτε να αποκτήσω τα πρώτα τουλάχιστο εκείνα τεύχη. Η εγχώρια διαφήμιση εκμεταλλεύεται τον αμερικάνικο κινηματογράφο του φανταστικού, τόσο αποδεκτού από το πλατύ κοινό, για να προωθεί κινητή τηλεφωνία, αναψυκτικά και οτιδήποτε άλλο που πωλείται, πλην της φανταστικής λογοτεχνίας βεβαίως. Στο χέρι μας είναι να δράσουμε ώστε να αγγίξουμε αναγνώστες που μας αγνοούν. 9. Θεωρείς τον εαυτό σου στρατευμένο συγγραφέα; Υπηρετείς αποκλειστικά το είδος του φανταστικού; Αν «στρατευμένος» εννοείς να εμμένω προσωπικά σε ένα μόνο είδος του φανταστικού, ή μόνο στο φανταστικό γενικά, η απάντηση θα είναι όχι. Γράφω πρωτίστως ιστορίες χωρίς να επεξεργάζομαι αν ανήκουν στο φανταστικό ή και σε πιο είδος του φανταστικού. Αλλά ως επαγγελματίας, θεωρώ τον εαυτό μου και writer for hire, συγγραφέας επί πληρωμή, που μπορεί να γράψει κάτι κατά παραγγελία δηλαδή και να δεχτεί υποχρεωτικά την επιβολή αλλαγών στο κείμενο. Τσινάω πάντα στις πρώτες αλλαγές, όμως η δημιουργική διαδικασία στο να εντάξω την νέα κατεύθυνση στο κείμενο με κερδίζει ξανά το ίδιο μεθυστικά. Και τα δύο είδη γραφής, η ελεύθερη και η κατά παραγγελία, επωφελούνται η μια της άλλης. Και για να καλύψω πλήρη την ερώτηση, δεν έχω κανένα πρόβλημα και με την “straight” λογοτεχνία. Θα πρέπει βέβαια να βρω την ιδέα αρκετά δυνατή και πρωτότυπη για να ασχοληθώ μαζί της. Έχω γράψει και το «Δώδεκα» (120.000 λέξεις) που αραχνιάζει στη βιβλιοθήκη των Διάφορων Ιστοριών του sff. Νομίζω ότι το έστειλα στον Λιβάνη, όπου κι αυτό έφαγε πόρτα. 10. Ποιό είναι το ’’τίμημα’’ που πλήρωσες, για να αφοσιωθείς στη συγγραφή; Μιας και απ’ όσο γνωρίζω, δεν βιοπορίζεσαι από άλλη πηγή. Τίμημα πληρώνω. Δεν είμαι σίγουρος για το πόσο «αφοσιώθηκα». Δεν μου αρέσουν οι στερήσεις. Αγαπώ την καλή και άνετη ζωή. Είμαι παιδί μπαμπά που γυρνούσε σπίτι από τη δουλειά το απόγευμα και καθόμασταν όλοι να φάμε δείπνο. Εκτιμώ δηλαδή την σιγουριά και την σταθερότητα. Όταν έφηβος ανακοίνωσα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, μέχρι να τελειώσω γυμνάσιο και λύκειο, έζησα για χρόνια μια απίστευτη πίεση από συγγενείς, και συνομήλικα ξαδέλφια, να παρατήσω τα όνειρα μου. Το ότι ο πατέρας μου είχε για μένα στρωμένη δουλειά, την δική του, και δεν την ήθελα, έκανε το πείσμα μου πιο ανεξήγητο στους πάντες. Και κανένας ποτέ δεν κάθισε να μάθει αν ήμουν καλός σε αυτό που ήθελα για τον εαυτό μου. Και ίσως η χειρότερη μου ανακάλυψη στο μακρύ αυτό κυνηγητό της καταξίωσης ήταν ότι, ίσως ναι, ίσως να ήμουν καλός σε αυτό, στο γράψιμο. Η αμφιβολία δεν με άφησε ποτέ, θα μπορούσα να είμαι και τελείως ατάλαντος, ο «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος», καθώς η καταξίωση δεν ερχόταν ποτέ. Σαν το καρότο που κυνηγάει το γαϊδουράκι να δαγκώσει και ξεγελιέται συνεχόμενα, έτσι κι εγώ, χρόνο με το χρόνο έφτασα εδώ, με την καταξίωση πάντα στην αμέσως επόμενη στροφή, σκονισμένος και κουρασμένος. Έχω παρατηρήσει ότι κάποια όνειρα τελικά πραγματοποιούνται, όχι όμως όταν έχουν σημασία, όταν τα θέλεις. Συμβαίνει σε άλλους, σε μένα όμως είναι προγραμματισμένα με άλλους ρυθμούς. Ήμουν ο πρώτος από τους συμμαθητές μου που είδε το όνομα του ως σεναριογράφος στην μεγάλη οθόνη, οι συνθήκες όμως ήταν τέτοιες που δεν το χάρηκα. Θα κυκλοφορήσει ποτέ «Η Καρδιά του Δαίμονα», το μυθιστόρημα που κέρδισε τον διαγωνισμό του Οξύ; Αν είχε βγει όταν έπρεπε, ίσως να σήμαινε κάτι. Σήμερα π.χ. δεν ζει πια η μητέρα μου. Ή αύριο μπορεί να χάσω το σπίτι που μου άφησαν οι γονείς μου, στο σπίτι το οποίο με φανταζόμουν να ζω ως καταξιωμένος συγγραφέας στα γεράματα. Και ως «καταξιωμένος» εννοώ να είμαι γνωστός, όχι αναγκαία να βιοπορίζομαι από το γράψιμο. Δεν είμαι πλέον σίγουρος τι θα με έκανε πραγματικά ευτυχισμένο. 11. Σε τι φάση είσαι αυτή την περίοδο; Γράφεις; Προσπαθώ κατά έναν τρόπο, ανεπιτυχώς, να επαναπροσδιορίσω τη ζωή μου. Με τον θάνατο της μητέρας μου πριν δύο χρόνια μούδιασα και πίστεψα ότι ήρθε το τέλος του κόσμου. Γύρισα την πλάτη μου στο γράψιμο και έψαξα να βρω κάποιο αληθινό επάγγελμα, από εκείνα που έπρεπε να είχα κάνει όταν τέλειωσα το λύκειο. Και ήρθε καπάκι η κρίση και δεν υπάρχει πλέον τίποτα. Από γράψιμο, κυρίως αρθρογραφώ για ένα περιοδικό free-press εδώ στη Χαλκίδα. Δημιουργικά, είχα γράψει ένα παραμύθι για το περασμένο Χριστουγεννιάτικο τεύχος, και κατάφερα να βγάλω ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας για το περσινό ΦΕΦΕ, διαδικασία που για πρώτη φορά αποδείχτηκε δύσκολη κι επώδυνη όσο ποτέ. Δεν μου βγαίνουν πλέον ιστορίες, αλλά ούτε σκέφτομαι, ούτε φαντάζομαι, ούτε ονειροπολώ ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ιστορίες, όπως έκανα παλιά. Το παρόν, το μέλλον, η επιβίωση μου, το φαγητό, τα ζώα μου, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, το πατρικό μου σπίτι, όλα αυτά γεμίζουν ασφυκτικά τις σκέψεις μου. Και όχι, για κάποιο λόγο, κανένα κομμάτι όλων αυτών δεν λειτουργεί ως έμπνευση. Τελευταία ξέθαψα παλιά κόμικ και αδιάβαστα βιβλία και στρώθηκα λίγο στην ανάγνωση για να καλύψω τις ατελείωτες ώρες, και αυτός ο συνδιασμός νοσταλγίας με φρέσκες πλεκτάνες λειτούργησαν αναζωογονητικά. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια έγραψα σημειώσεις για την ολοκλήρωση ενός από τα βιβλία μου που έχουν μείνει μισά. Έχω όμως δρόμο ακόμα να βρω και το κατάλληλο κουράγιο να συνεχίσω. 12. Πώς οραματίζεσαι το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας; αλλά και πώς το προβλέπεις; Δεν είμαι αισιόδοξος. Βλέπω στασιμότητα. Η νέα Άνοιξη της λογοτεχνίας είναι μακριά για την Ελλάδα. Και η νέα Άνοιξη της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Φανταστικού ακόμα μακρύτερα. Αυτά όσον αφορά τα μεγάλα καλάθια. Ας κρατάει ο καθένας από ένα μικρό καλάθι, με μικρά όνειρα, και ίσως καταφέρουμε περισσότερα. Ή να απογοητευτούμε λιγότερο. Κανόνας της ζωής είναι οι μικρές, σύντομες ευτυχίες και άρα μικρές κατακτήσεις να έχουμε κι ας είναι συχνές. Ό,τι άλλο και να γράψω θα είναι λόγια ελπίδας και όχι πρόβλεψης γι αυτό σταματώ εδώ. Edited May 3, 2020 by Spark Οι ερωτήσεις έγιναν bold και το χρώμα γραμματοσειράς άλλαξε σε μαύρο από κόκκινο, ώστε να είναι πιο ξεκούραστο στα μάτια. Επίσης, μειώθηκε λίγο η απόσταση μεταξύ ερωτήσεων και απαντήσεων. 10 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
hombre Posted March 27, 2013 Share Posted March 27, 2013 ! 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.