Dena Posted April 3, 2013 Share Posted April 3, 2013 (edited) Η νύχτα είχε πέσει μα δεν είχε αστέρια ούτε και φεγγάρι όταν άκουσε από μακριά καλπασμό αλόγων. Ο ήχος από τις οπλές όλο και δυνάμωνε μέχρι που ξεχώρισαν μέσα από τις σκιές οι δύο ιππείς. Τα άλογά τους ήταν μαύρα όπως και τα ρούχα τους, όμως όταν έφτασαν αρκετά κοντά μπορούσε εύκολα να διακρίνει κανείς τον πάνθηρα στη στολή τους. Οι απεσταλμένοι της Λιν Αστάρ είχαν φτάσει και μόλις ξεπέζεψαν κινήθηκε προς αυτούς. Τον ακολουθούσαν δυο δικοί του φρουροί με έμβλημα στις στολές τους τον γκρίζο λύκο. «Ποια είναι τα νέα από τις κοιλάδες;» τους ρώτησε. «Δεχτήκαμε πριν από τρεις μέρες έκκληση βοήθειας από την Άντο Νεβάρ άρχοντα Ντάργκον. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσετε προς την Άιλανορ. Ο πρίγκιπας Κασάλ σύντομα θα ξεκινήσει από την πρωτεύουσα και θα κατευθυνθεί προς τον Βορρά με τους φρουρούς της πόλης. Σε τέσσερις μέρες θα είναι εκεί για τις διαπραγματεύσεις. Πότε θα είστε έτοιμοι να ξεκινήσετε;» «Οι άντρες μου είναι ήδη έτοιμοι. Θα ξεκινήσουμε ξημερώματα». «Ωραία, κάντε το να φανεί όσο πιο αληθινό γίνεται», αποκρίθηκε ο Τουθίλιαν φρουρός και χαμογέλασε σαρδόνια στον Κάιλ που είχε την μορφή του Ντάργκον. «Τι εννοείς αληθινό φρουρέ;» «Εννοώ πως για να μην χρειαστεί να πολεμήσετε μαζί μας για την πόλη, θα πρέπει να μην υπάρχει πόλη να υπερασπιστεί ο πρίγκιπας. Κάψτε την», απάντησε ο φρουρός σοβαρά. «Οι άντρες μου δεν σκοτώνουν γυναικόπαιδα και αγρότες, ούτε καίνε σπίτια και φάρμες. Μπορούμε να καταλάβουμε την πόλη και ο Κασάλ να παραδοθεί μόλις φτάσει εφόσον θα υπερέχουμε κατά πολύ σε δύναμη. Τα ξημερώματα θα βγουν από τις πύλες τις Νίθεκανς τρεις χιλιάδες έφιπποι και κοντά τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες. Η Άιλανορ έχει δεν έχει δύο χιλιάδες κατοίκους και αμφιβάλω αν οι εκατό από αυτούς ξέρουν να χειρίζονται σπαθί ή άλλο όπλο. Η πόλη δεν έχει ούτε τείχη», είπε ο Κάιλ-Ντάργκον με βλοσυρό ύφος. «Απλώς εντολές μεταφέρω άρχοντά μου κι εσύ απλώς εντολές πρέπει να εκτελέσεις. Είμαι σίγουρος πως ο πρίγκιπας Κασάλ γνωρίζει πολύ καλά τα πάντα γύρω από την επικράτειά του, όπως τον πληθυσμό των πόλεων και των χωριών. Άλλωστε δεν ζητάει να θυσιάσετε δικούς σας άντρες άρχοντα Ντάργκον αλλά δικούς του. Μεγάλη η γενναιοδωρία του, δεν βρίσκετε;» «Δεν χρειάζεται να μοιραστώ τις σκέψεις μου για τη γενναιοδωρία του πρίγκιπά σου. Σε τέσσερις μέρες θα συναντηθώ μαζί του όπως το συμφωνήσαμε. Αυτό πες μόνο». «Χαίρομαι που συμφωνήσαμε λοιπόν. Αντίο για τώρα και θα τα ξαναπούμε στην κοιλάδα Άιλ. Είναι κρίμα -το ομολογώ- που θα καεί μια τόσο όμορφη πόλη, όμως σκέψου τα τραγούδια που θα γραφτούν γι’ αυτήν και την καταστροφή της. Είναι σαν να το ακούω από τώρα… Στην όμορφη την Άιλανορ με τα σπίτια τα χρωματιστά, έπεσε φωτιά και τά’ καψε μαζί με τα σπαρτά!» γέλασε ο σχιστομάτης φρουρός και ανέβηκε στο άλογό του που χρεμέτισε δυνατά και έφυγε μαζί με τον σύντροφό του. Ο Κάιλ-Ντάργκον αντάλλαξε μια γρήγορη ματιά με τους φρουρούς του καθώς ανέβηκαν στα άλογά τους και κάλπασαν προς τις μαύρες πύλες του φρουρίου. «Δεν θα δεχτούν οι άντρες μας να σκοτώσουν γυναικόπαιδα Αρχηγέ μου», είπε ο ένας φρουρός απευθυνόμενος στον Κάιλ-Ντάργκον. «Το ξέρω. Δεν θα σκοτώσουμε κανέναν, όμως η πόλη θα καεί. Θα τους κρατήσουμε αιχμάλωτους μέχρι να συναντηθούμε με τον ψευτο-πρίγκιπα. Μετά ας κάνει ό,τι θέλει μαζί τους». Ο φρουρός έκλινε το κεφάλι του προς τον Αρχηγό του με σεβασμό και κάλπασαν πιο γρήγορα τα τελευταία μέτρα μέχρι τις πύλες. «Ειδοποιήστε τους άντρες από σήμερα πως φεύγουμε». «Όπως διατάξετε Αρχηγέ Ντάργκον», είπε ο φρουρός και πήρε τα γκέμια του αλόγου του μαζί με του Αρχηγού του οδηγώντας τα προς τους στάβλους. Ο Κάιλ-Ντάργκον ανέβηκε τα σκαλιά και πέρασε την πύλη του οχυρού κατευθυνόμενος προς την μεγάλη αίθουσα. Η πόρτα άνοιξε με ένα εκκωφαντικό τρίξιμο καθώς έμπαινε. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ήταν αρκετά αργά και οι περισσότεροι φρουροί κοιμούνταν. Ένα μεγάλο τζάκι έκαιγε ακόμη στο βάθος και τα κούτσουρα τριζοβολούσαν καθώς τα έτρωγαν οι τελευταίες φλόγες. Θα καθυστερούσε λίγο να πάει για ύπνο, η αρχόντισσα Ιοσάντρα ίσως να μην είχε κοιμηθεί ακόμη και δεν ήθελε να την συναντήσει ξύπνια. Τέσσερις μέρες που έλειπε ο Ντάργκον προσπαθούσε να την αποφεύγει όσο κανέναν μέσα στο κάστρο της Νίθεκανς. Κάθε βράδυ αργούσε πολύ να πάει για ύπνο, ώστε εκείνη να έχει κοιμηθεί και να αποφύγει κάποια κουβέντα μαζί της ή οτιδήποτε άλλο. Ο Αρχηγός του τα είχε σκεφτεί όλα σωστά και το σχέδιο ήταν οργανωμένο, όμως πώς θα μπορούσε να ξεγελάσει την ίδια τη σύζυγό του; Μέχρι στιγμής τα είχε καταφέρει μια χαρά με τους άντρες και έμενε μονάχα ένα βράδυ μέχρι να φύγουν από την πόλη. Δεν ήταν πολύ. Κάθισε στον μαύρο θρόνο όμως δεν μπορούσε να βολευτεί. Τελικά οι μεγάλες θέσεις είχαν μεγάλες σκοτούρες και ενώ βρισκόταν στο πλάι του Ντάργκον χρόνια τώρα, πρώτη φορά αισθανόταν το βάρος των ευθυνών τόσο μεγάλο στις πλάτες του. Μέχρι τότε υπάκουγε εντολές και ήταν πιο εύκολο. Είχε βρεθεί άραγε ο Ντάργκον μπροστά σε τέτοια διλλήματα, όπως το να κάψει μια πόλη και να σκοτώσει τους κατοίκους της; ‘Φυσικά και είχε’, σκέφτηκε. Κοίταξε τα χέρια του και χαμογέλασε όταν είδε πως οι παλάμες του ήταν μουντζουρωμένες με δύο μαύρα σημάδια από τα μπράτσα του θρόνου. Όταν οι Ιέρειες έδιωξαν τους Εξόριστους από τη Νίθραξ και τους έστειλαν στη Νίθεκανς, βρήκαν την πόλη και το οχυρό κατεστραμμένα και εγκαταλειμμένα από χρόνια. Η συγκεκριμένη πόλη δεν είχε κατοικηθεί εδώ και αιώνες, από τότε που οι Μέλχιντ την έκαψαν. Τα τελευταία χρόνια που οι Εξόριστοι ζούσαν εκεί την έκαναν βιώσιμη, όμως ο Ντάργκον δεν δέχτηκε να αλλάξει τον καμένο θρόνο. Το υλικό από το οποίο είχε κάποτε σμιλευτεί δεν ήταν διακριτό πια, όμως ήταν σίγουρα πολύ γερό εφόσον είχε αντέξει μέχρι και φωτιά. Ο Ντάργκον είχε πει πως δεν τους άνηκε πραγματικά εκείνη η πόλη, όπως και σε εκείνον δεν άνηκε ο θρόνος. Προτιμούσε λοιπόν κάθε φορά που καθόταν εκεί, ο ψεύτικος θρόνος να του αφήνει τα σημάδια του υπενθυμίζοντας συνεχώς την συμφωνία που έκανε με τις Ιέρειες των Νίθριντ. Ίσως αν έπαυε να βγάζει μουντζούρες, τότε αυτό θα σήμαινε πως καθόταν αρκετό καιρό εκεί ώστε να είναι πια δικός του. Ο Κάιλ-Ντάργκον χαμογέλασε με αυτές τις σκέψεις και αναρωτήθηκε ποιες συμβουλές θα του έδινε ο πραγματικός Ντάργκον αν ήταν εκεί. Έμεινε στην αίθουσα μέχρι που τα κούτσουρα στο τζάκι έγιναν κάρβουνα και ύστερα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Ντάργκον και της αρχόντισσας γυναίκας του Ιοσάντρας. Πλησίασε και άνοιξε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν ώστε να μην την ξυπνήσει, όμως ο χώρος δεν ήταν σκοτεινός όπως τον περίμενε. Το δωμάτιο λουζόταν από το φως αμέτρητων κεριών και οι σκιές χόρευαν καθώς ο αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Εκείνη στεκόταν εκεί, κοιτάζοντας προς την σκοτεινή πόλη με τα κατάμαυρα μαλλιά της λυμένα να ανεμίζουν και φορώντας μία ρόμπα που αποκάλυπτε τις καμπύλες της. Το βλέμμα της πλανήθηκε στον χώρο μέχρι που σταμάτησε πάνω του. Εκείνος απέστρεψε το δικό του και δεν μίλησε καθόλου, παρά έβγαλε τη στολή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Είσαι αμίλητος τις τελευταίες μέρες άντρα μου», του είπε καθώς πλησίαζε με αθόρυβο και ντελικάτο βήμα προς εκείνον. «Είναι πολλές οι έννοιες τελευταία αρχόντισσά μου. Αύριο ξεκινάμε για πόλεμο», της απάντησε και τράβηξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού λίγο πιο ψηλά με μία μηχανική κίνηση χωρίς να την κοιτάξει. «Ναι σωστά, πόλεμος…» αποκρίθηκε εκείνη. «Τότε θα έπρεπε να χαρούμε αυτό το βράδυ αγαπημένε μου. Δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ», ψιθύρισε και έριξε την ρόμπα της στο πάτωμα. Το διάφανο νυχτικό της αποκάλυπτε κάθε σπιθαμή του κορμιού της και εκείνος αισθάνθηκε τις παλάμες του ιδρωμένες. «Αρχόντισσά μου δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα αυτή. Ένας άντρας πρέπει να είναι δυνατός πριν τη μάχη», της είπε αμήχανα ενώ εκείνη είχε ξαπλώσει κιόλας δίπλα του και χάιδευε το πρόσωπό του. «Και από πότε ο Ντάργκον ο Αρχηγός των Εξόριστων δεν είναι πρόθυμος να πλαγιάσει με τη γυναίκα του πριν από μία μάχη αγαπημένε μου;» συνέχισε εκείνη και ανέβηκε από πάνω του, πιάνοντάς του τα χέρια απαλά και τοποθετώντας τα στους μηρούς της. Τα γκρίζα της μάτια έλαμψαν καθώς συνάντησαν τα δικά του που την κοίταζαν πλέον λάγνα. Έσκυψε και τον φίλησε στο λαιμό κι εκείνος ένιωσε κάθε κύτταρο του κορμιού του να ανατριχιάζει. Δεν έπρεπε να το κάνει, όμως δεν είχε άλλη δύναμη να αντισταθεί. Τα χέρια της κινήθηκαν επιδέξια καθώς τον χάιδευε, μέχρι που ένιωσε κάτι κρύο και αιχμηρό να ακουμπάει το ευαίσθητο σημείο του. Πανικοβλήθηκε. «Ποιος είσαι;» του είπε και τώρα πια τα μάτια της δεν έλαμπαν από πόθο μα από ένταση καθώς έσφιγγε με δύναμη την λεπίδα. «Αρχόντισσά μου…» ψέλλισε όμως η λεπίδα πιέστηκε πιο πολύ και λούστηκε στον κρύο ιδρώτα. «Πίστεψες πως είμαι ηλίθια; Πως δεν θα το καταλάβαινα; Πες μου ποιος είσαι και τι έκανες στον άντρα μου!» φώναξε εκείνη. «Μη… μην το κάνεις… Θα στα εξηγήσω όλα αρχόντισσα Ιοσάντρα!» «Σ’ ακούω». Ο άντρας είχε σηκώσει τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης, ακίνητος και ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Αρχόντισσά μου δεν είναι κι ότι πιο εύκολο ξέρεις, να μιλάω ενώ απειλείται με αυτό τον τρόπο η ζωή μου. Θα μπορούσες μήπως…» «Όχι δεν μπορώ. Και δεν απειλείται η ζωή σου ακόμη, μόνον ο ανδρισμός σου. Μέχρι να μου πεις αυτά που θέλω τουλάχιστον. Μίλα λοιπόν!» απαίτησε εκείνη. «Καλά καλά… ο Κάιλ είμαι. Ο άρχοντας Ντάργκον μου ζήτησε να το κάνω αυτό. Ποτέ δεν θα σε άγγιζα, στο ορκίζομαι! Έπρεπε να έχουμε φύγει για την κοιλάδα εδώ και δύο μέρες, δεν έπρεπε να είμαι εδώ!» «Πού είναι ο Ντάργκον;» «Δεν… δεν ξέρω», είπε ξέπνοος ο άντρας. «Γιατί έφυγε;» «Δεν ξέρω». «Υπάρχει κάτι που να ξέρεις;» «Λυπάμαι αρχόντισσά μου». «Είσαι μάγος;» «Όχι». «Τότε πώς πήρες τη μορφή του άντρα μου;» ρώτησε η Ιοσάντρα και τα μάτια της σπίθισαν ακόμη μία φορά. «Εκείνος μου έδωσε αυτό το φυλαχτό. Η γριά μάγισσα η Καχάλα, αυτή το έφτιαξε», απάντησε ο Κάιλ καταϊδρωμένος πια. «Βγάλτο», απαίτησε εκείνη. «Δεν… δεν γίνεται. Αν το βγάλω τότε τα μάγια θα πάψουν και δεν θα μπορέσω να ξαναπάρω τη μορφή του Ντάργκον. Έχω αποδείξεις για ό,τι σου λέω. Ο άντρας σου άφησε κάτι για σένα. Άφησέ με να στο φέρω. Είναι στη στολή μου», παρακάλεσε μέσα στον πανικό του. «Όπως και το σπαθί σου. Για ηλίθια με περνάς; Σου είπα βγάλτο», είπε αυστηρά η Ιοσάντρα. «Σκότωσέ με καλύτερα γυναίκα. Δεν θα προδώσω τον Αρχηγό μου. Μου είπε να μην το βγάλω μέχρι να επιστρέψει και δεν θα το κάνω», είπε ο Κάιλ αποφασιστικά. Η Ιοσάντρα τον κοίταζε επίμονα προσπαθώντας να ανακαλύψει αν της έλεγε αλήθεια. Το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι ήταν σταθερό όμως η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Μπροστά της βρισκόταν ένας άντρας με τη μορφή του δικού της άντρα. Τα γκρίζα του μάτια της ήταν ξένα τις τελευταίες μέρες, όμως η μορφή του ήταν αυτή που είχε αγαπήσει πριν από δεκαεφτά χρόνια όταν τον γνώρισε και αγαπούσε μέχρι σήμερα. Αν αυτός ο άντρας ήταν ο Ντάργκον τότε το βλέμμα του δεν έκρυβε κάποιο ψέμα. Δεν ήταν όμως. Γιατί να τον πιστέψω; «Γιατί σε άφησε στη θέση του;» τον ρώτησε πιο ήρεμα από πριν προσπαθώντας να μετριάσει τα λόγια του. «Για τις Ιέρειες. Δεν έπρεπε να καταλάβουν πως λείπει. Και για τον λαό. Κάποιος έπρεπε να ηγηθεί στη θέση του προς την Άιλανορ». «Θες να μου πεις πως άφησε κάποιον άλλο στη θέση του να πάει σε πόλεμο; Ο Ντάργκον δεν θα το έκανε ποτέ αυτό!» «Δεν είναι αληθινός πόλεμος. Ο πρίγκιπας της Τουθίλια θα μας παραδώσει την πόλη». «Γιατί να το κάνει αυτό;» «Είναι σύμμαχός μας τώρα πια. Πρόδωσε την συμμαχία των Μέλχιντ και ήρθε με το μέρος μας. Θέλει να ρίξει στάχτη στα μάτια των άλλων με αυτή την υποτιθέμενη απειλή». «Γιατί να σε πιστέψω Κάιλ; Αν είσαι όντως αυτός που λες δηλαδή. Ο Ντάργκον θα μου είχε μιλήσει γι’ αυτό αν ήταν αλήθεια». «Δεν ήθελε να σε ανησυχήσει αρχόντισσά μου. Δες και μόνη σου. Δεν θα κουνηθώ στο υπόσχομαι». Η Ιοσάντρα συνέχιζε να τον κοιτάζει διερευνητικά και μετρούσε τις κινήσεις της. Αν αυτός ο άντρας της έλεγε αλήθεια και ήταν πραγματικά ο Κάιλ, τότε ο Ντάργκον όντως τον είχε αφήσει στη θέση του. Το ότι το έκρυψε και από την ίδια σήμαινε πως υπήρχε πολύ σοβαρός λόγος για να το κάνει. Σκέφτηκε να τον βγάλει από το δωμάτιο με την απειλή του μαχαιριού της και να πάνε στην μάγισσα Καχάλα ώστε να της επιβεβαιώσει η ίδια αυτά που της είπε εκείνος, όμως αν έπεφταν πάνω σε φρουρούς -κάτι πολύ πιθανό- τότε η εικόνα που θα αντίκριζαν δεν θα ήταν διόλου κατανοητή. Θα έβλεπαν τον Αρχηγό τους με τη σύζυγό του κολλημένη πίσω του φορώντας το νυχτικό της ενώ εκείνος θα ίδρωνε σαν το γουρούνι. Θα καταλάβαιναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και τότε το σχέδιο του Ντάργκον -όποιο κι αν ήταν το αναθεματισμένο!- θα καταστρεφόταν. Δεν έπρεπε να ρισκάρει κάτι τέτοιο. Αν όμως δεν ήταν αυτός που έλεγε, τότε θα του ήταν πολύ εύκολο να την σκοτώσει αν απομακρυνόταν από αυτόν. Μέχρι τώρα δεν είχε λόγο εφόσον έπαιζε το ρόλο του κι εκείνη τον δικό της. Τώρα όμως του αποκάλυψε πως είχε καταλάβει την ψεύτικη ταυτότητά του και ίσως την ήθελε νεκρή. Πρέπει να το ρισκάρω. Απομάκρυνε αποφασιστικά την λεπίδα της χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του και με υψωμένο το μαχαίρι προς αυτόν πλησίασε την στολή του. «Πού είναι αυτό που λες;» τον ρώτησε αυστηρά. Εκείνος ανακάθισε στο κρεβάτι και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Μην κουνιέσαι! Δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να σε πετύχω ανάμεσα στα μάτια», φώναξε και σήκωσε απειλητικά το μαχαίρι. «Στην εσωτερική τσέπη. Στα αριστερά». Η Ιοσάντρα χωρίς να τον αφήσει από το βλέμμα της ψηλάφησε τη στολή στο σημείο που της είπε κι έβγαλε από την τσέπη ένα τυλιγμένο σημείωμα. Το άνοιξε βιαστικά και πλησίασε ένα κερί. Τα γράμματα ήταν του Ντάργκον. Τι έλεγε όμως; Διάβασε γρήγορα κοιτώντας μία το σημείωμα και μία τον άντρα που είχε τη μορφή του άντρα της και ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι της. Αφού διάβασε και την τελευταία λέξη σήκωσε τη ρόμπα της που ήταν πεσμένη στο πάτωμα και σκεπάστηκε με αυτήν. Ο ανόητος! Γιατί δεν μου μίλησε για όλα αυτά; Πώς πίστεψε πως δεν θα το καταλάβαινα αν κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του; Ο Κάιλ απέστρεψε το βλέμμα του και ξεφύσηξε με ανακούφιση που τώρα πια δεν υπήρχε η απειλή του μαχαιριού. Η αρχόντισσά του είχε κατεβάσει την αιχμηρή λεπίδα και είχε καθίσει σε μία καρέκλα κοιτάζοντας προς τον νυχτερινό άναστρο ουρανό δίχως να του δίνει καμία σημασία πια. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε τη στολή του πριν βγει από το δωμάτιο με κατεβασμένο το βλέμμα. Πλέον εκείνη γνώριζε ποιος ήταν και θα ήταν προσβολή να μείνει. Η Ιοσάντρα ούτε που κουνήθηκε μέχρι που έκλεισε την πόρτα πίσω του. Τουλάχιστον είχε τελειώσει και αυτό. Ο Κασάλ είχε δώσει το σήμα και την επόμενη μέρα εκείνος και οι άντρες του θα έφευγαν για την κοιλάδα Άιλ. Αυτό σήμαινε πως το βασίλειο της Νόριον είχε ζητήσει βοήθεια από την Τουθίλια κι εκείνη είχε αρνηθεί. Ίσως η πολιορκία της Άντο Νεβάρ να είχε ήδη ξεκινήσει. Αναρωτήθηκε πού να βρισκόταν ο Ντάργκον και ήλπισε να ήταν καλά. Απόσπασμα από το βιβλίο: Οι Κλειδοκράτορες Edited April 11, 2013 by aScannerDarkly Αφαίρεση link Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.