Dena Posted April 7, 2013 Share Posted April 7, 2013 (edited) Όνομα Συγγραφέα: D.K.MantzariΕίδος: Φανταστική λογοτεχνίαΒία: ΛίγηΣεξ: ΌχιΑριθμός Λέξεων: 6.460Αυτοτελής: Όχι. Δεύτερο κεφάλαιο από την ιστορία: ‘‘Τα Ελκαρίμ της Δύναμης’’.Σχόλια: Η Ορένα είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες στην τριλογία ‘’Η αφύπνιση της Γαίας’’ και αυτό είναι το κεφάλαιο γνωριμίας μαζί της. Μια παρεξήγηση «Ορένα! Ορένα! Μα που είναι επιτέλους αυτό το παιδί;» αναφώνησε η κυρία Μάβιε καθώς έβγαινε από το σπίτι της κι έψαχνε δεξιά κι αριστερά την κόρη της. «Καλύτερα να κοιτάζεις προς τα πάνω αν ψάχνεις να τη βρεις, γιατί στους δρόμους είναι σπάνιο να τη δει κανείς!» αποκρίθηκε μια γειτόνισσά της που πότιζε τα λουλούδια της εκείνη τη στιγμή. Η κυρία Μάβιε έβαλε το χέρι της πάνω από τα μάτια της και κοίταξε προς τις στέγες των σπιτιών. Μετά από μερικές στιγμές ακούστηκαν παιδικές φωνές από εκείνη την κατεύθυνση και ξαφνικά είδε την κόρη της να πηδάει από την διπλανή σκεπή σε μια άλλη φωνάζοντας: «Ο τελευταίος που θα φτάσει στα βαφεία είναι κορίτσι!» Μετά από εκείνη ακολούθησαν άλλα πέντε έξι παιδιά -όλα αγόρια- ασθμαίνοντας, ενώ κάνα δυο έμειναν πίσω κοιτάζο-ντας το κενό ανάμεσα στα δυο σπίτια διαστάζοντας να πάρουν την απόφαση να πηδήξουν. «Θα με σκάσει αυτό το παιδί! Καλά λέει ο πατέρας της πως έχει τέσσερις γιους αντί για τρεις! Τι θα κάνω μαζί της;» είπε η κυρία Μάβιε κοιτάζοντας προς την γειτόνισσά της. «Τυχερά είναι αυτά Μάβιε! Τουλάχιστον έχεις άλλες δυο κόρες που αυτές είναι σίγουρα κορίτσια…» της απάντησε εκείνη. «Έι! Εσείς εκεί πάνω! Πηγαίνετε να βρείτε την Ορένα και πείτε της να γυρίσει αμέσως σπίτι! Είναι η σειρά της να πάει τα υφάσματα στα βαφεία!» «Μάλιστα κυρία Μάβιε… Θα πάμε», της απάντησε το ένα αγόρι που προσπαθούσε πώς και πώς να κατέβει από την σκεπή, έχοντας πιαστεί από τις πέτρες που προεξείχαν στον τοίχο του σπιτιού. Τα δυο αγόρια μόλις κατέβηκαν έτρεξαν και χάθηκαν μέσα στα πολύχρωμα σοκάκια του χωριού. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η Ορένα εμφανίστηκε μπροστά στη μητέρα της με κατακόκκινα μάγουλα και ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Άργησες!» της είπε θυμωμένα η μητέρα της. «Νομίζω πως εσύ τελείωσες πιο νωρίς…» Η Μάβιε κοίταξε αυστηρά την κόρη της όμως δεν της απάντησε, γιατί ήξερε πως είχε δίκιο. Εκείνη την ημέρα τα υφάσματα που είχε παραλάβει ήταν λιγότερα απ’ ότι συνήθως και είχε τελειώσει πιο νωρίς από το κανονικό. Δε δίστασε όμως και τη ρώτησε με εξίσου αυστηρό ύφος: «Γιατί τέτοιο χαμόγελο παρακαλώ; Τί κατάφερες πάλι;» «Κέρδισα όλα τα αγόρια στον σημερινό διαγωνισμό και δεν θα αργήσει η μέρα που θα γίνω αρχηγός τους!» «Και τι διαγωνισμός είναι αυτός να πηδάτε από στέγη σε στέγη σαν τις μαϊμούδες, μου λες; Και δεν χρειάζεται να αναφέρω για ακόμη μια φορά πόσο επικίνδυνο είναι! Τί δουλειά έχεις εσύ με τα αγόρια; Δε βλέπεις τις αδερφές σου πόσο ήσυχες είναι; Με βοηθάνε κάθε μέρα στη δουλειά ενώ εσύ αλωνίζεις όλη μέρα». «Όχου… αφού τα έχουμε πει τόσες φορές και σου έχω εξηγήσει! Τόσα και τόσα κορίτσια υπάρχουν για να κεντάνε και να δένουν τα υφάσματα! Τί πειράζει που εμένα μου αρέσει να βοηθάω τον πατέρα στη δική του δουλειά; Και δεν πηδάμε σαν τις μαϊμούδες αλλά σαν τους πάνθηρες!» «Ναι, σαν τους πάνθηρες! Ήθελα να’ ξερα ποιός θα βρεθεί να σε παντρευτεί όταν θα έρθει η ώρα…» «Μαμά είμαι δέκα χρονών! Τι μου λες τώρα για παντρειές; Άλλωστε δεν θέλω να παντρευτώ ποτέ! Τα αγόρια είναι χαζά! Άσε που υπάρχουν πολλά κορίτσια σαν κι εμένα… Και γίνονται πολεμίστριες και μαθήτριες των μεγάλων δασκάλων! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να γίνω πολεμίστρια…» «Καλά καλά… Άστα αυτά τώρα και πήγαινε τα υφάσματα στα βαφεία. Είναι όλα έτοιμα και μόλις τα πας να επιστρέψεις αμέσως σπίτι! Και… έλα λίγο εδώ…» της είπε και την άρπαξε από το χέρι. Έπιασε την ποδιά της και άρχισε να τρίβει με δύναμη το μέτωπο και το πηγούνι της κόρης της που ήταν μουντζουρωμένα αλλά εκείνη δυσανασχετούσε. «Έτσι μπράβο… Τώρα καλύτερα. Επιτέλους ένα όμορφο κορίτσι! Και λύσε τα μαλλιά σου καμιά φορά! Θα σε μπερδεύουν με τα αγόρια!» της φώναξε η μητέρα της αγανακτισμένη. «Μαμά άσε με!!!» είπε τσαντισμένα η Ορένα κοιτάζοντας γύρω της μήπως και τους έβλεπε κανείς, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει από τα χέρια της μητέρας της. «Εγώ είμαι καλύτερη από τα αγόρια!!!» φώναξε με πονηρό χαμόγελο αφού είχε καταφέρει πια να ξεφύγει κι έτρεξε σέρνοντας πίσω της το μικρό καροτσάκι με τα υφάσματα. Η Ορένα ζούσε στο χωριό Λιν της Τουθίλια και δεν είχε φύγει ποτέ από αυτό. Οι πόλεις και τα χωριά της Τουθίλια ήταν φημισμένα από άκρη σε άκρη του κόσμου για τα υφά-σματα αλλά και για τα χρώματά τους. Κάθε πόλη έμοιαζε με πανδαισία χρωμάτων, καθώς οι κάτοικοι έβαφαν τα σπίτια τους με κάθε λογής χρώμα. Το χωριό της Ορένα ήταν μικρό, όμως γνωστό για τα βαφεία του. Βρισκόταν μονάχα τρεις μέρες μακριά από την πρωτεύουσα της Τουθίλια, Λιν Αστάρ. Από εκεί περνούσαν τα περισσότερα υφάσματα για να βαφτούν και στη συνέχεια να ταξιδέψουν και να πουληθούν στις πόλεις και τα χωριά της Γαίας. Στο Λιν δεν υπήρχαν άλλοι κάτοικοι εκτός από Τουθίλιανς και η Ορένα δεν είχε δει ποτέ κάποιον από τους άλλους λαούς των Μέλχιντ. Η Λιν Αστάρ ήταν το κέντρο εμπορίου για τα καλύτερα υφάσματα κι εκεί πήγαιναν έμποροι να τα προμη-θευτούν από κάθε άκρη του κόσμου. Ονειρευόταν τη μέρα που θα την επισκεπτόταν, όπως επίσης και όλες τις υπόλοιπες πρωτεύουσες. Μαγεμένη από την ποικιλία των ανθρώπων, είχε βάλει σκοπό της ζωής της να ταξιδέψει και να γνωρίσει όλους αυτούς τους λαούς! Αυτό όμως ήταν κάτι πολύ δύσκολο να γίνει, γιατί η οικογένειά της ήταν φτωχή και δεν είχε τον τρόπο να την στείλει σε κάποιον δάσκαλο της εποχής. Κάτι τέτοιο θα της το επέτρεπε αυτό, αφού συνήθως οι δάσκαλοι ταξίδευαν από μέρος σε μέρος. Η μητέρα της ήξερε πως κανένα παιδί δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο με κάποιο άλλο. Γνώριζε πως η κόρη της ήταν ξεχωριστή και σπάραζε η καρδιά της με τη σκέψη πως δεν μπορούσε να της προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια. Ήταν σίγουρη όμως πως το πεπρωμένο του καθενός ήταν μοναδικά γραμμένο και πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλοι έβρισκαν το δρόμο τους… Την επόμενη μέρα η Ορένα ξύπνησε πολύ νωρίς και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα της για να τον βοηθήσει στις γεωργικές του ασχολίες. Εκείνη τη χρονιά η γη ήταν πολύ εύφορη και η Τουθίλια μπορούσε να προμηθεύσει και τους υπόλοιπους λαούς με άφθονα σιτηρά. Περνώντας από την αγορά του χωριού άκουσε φασαρία και πλησίασε να δει καλύτερα τι είχε συμβεί. Τέσσερις φύλακες φώναζαν και απειλούσαν ένα μικρό αγόρι, το οποίο έκρυβε με τα χέρια του το πρόσωπό του κι έκλαιγε βουβά. Προσπάθησε να καταλάβει τί είχε συμβεί, μέχρι που άκουσε δυο γυναίκες από το μαζεμένο πλήθος μπροστά της να λένε η μια στην άλλη: «Έκλεψε δυο καρβέλια ψωμί αυτό το αλητάκι! Μα πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Οι κλοπές έχουν αυξηθεί στις πόλεις αλλά κι εδώ; Ελπίζω η τιμωρία να είναι αυστηρή!» «Καλά τα λες… Οι κλέφτες πρέπει να τιμωρούνται και αυτόν εδώ θα πρέπει να τον τιμωρήσουν παραδειγματικά για να σταματήσει τώρα αυτό το κακό!» Η Ορένα έσπρωξε τους μπροστινούς της για να δει καλύτερα ποιο ήταν το αγόρι, για το οποίο μιλούσαν λες κι ήταν κανένας εγκληματίας. Μόλις κατάλαβε ποιος ήταν τής ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι από τον θυμό! Δεν ήταν δυνατό να τιμωρήσουν αυστηρά τον μικρό Μίκολ! Τον ήξερε καλά γιατί σχεδόν κάθε μέρα έπαιζαν μαζί. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από εκείνη και δεν ήταν μέσα στα πιο δημοφιλή παιδιά του χωριού. Πάντα ήταν ντροπαλός και συχνά έλειπε από τα παιχνίδια γιατί έπρεπε να δουλεύει. Αμέσως μπήκε μπροστά και φώναξε στους φύλακες: «Αφήστε τον ήσυχο! Δεν έχετε να ασχοληθείτε με τίποτα πιο σοβαρό από το να κάνετε μικρά παιδιά να κλαίνε;» Ο ένας φύλακας την κοίταξε με κόκκινα μάτια από θυμό και της απάντησε φωνάζοντας: «Να κοιτάς τη δουλειά σου μικρή, εκτός κι αν θέλεις να ακολουθήσεις στην εξορία αυτόν τον κλέφτη!» Στο άκουσμα της εξορίας ο μικρός Μίκολ δεν άντεξε να πνίξει τους λυγμούς του και άρχισε να κλαίει γοερά. «Δεν έχετε το δικαίωμα να τον εξορίσετε! Πρέπει πρώτα να δικαστεί! Ποιές είναι οι κατηγορίες;» «Έκλεψε και υπήρχαν μάρτυρες! Δεν χρειάζεται να δικα-στεί. Για αυτά τα θέματα μπορούμε εμείς οι φύλακες να ορί-ζουμε την τιμωρία». «Θα πληρώσω εγώ το ψωμί που έκλεψε! Έτσι δεν χρειάζεται να τον τιμωρήσετε!» είπε η Ορένα προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Δεν είχε μαζί της χρήματα και σίγουρα η μητέρα της θα την μάλωνε γι’ αυτό που είπε, όμως δεν μπορούσε να καθίσει με σταυρωμένα χέρια χωρίς να κάνει τίποτα γι’ αυτή την αδικία! Ο μικρός Μίκολ ήταν ορφανός από πατέρα και η μητέρα του ήταν πολύ φτωχή για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των τεσσάρων παιδιών της, παρόλο που δούλευε σκληρά. Ποιός να ήξερε τί ανάγκη θα είχε ο Μίκολ για να κλέψει ψωμί; Σίγουρα ήταν φοβερό αυτό που έκανε, όμως τον γνώριζε και ήξερε πως ήταν πολύ καλό και εργατικό παιδί. «Δεν θα σπαταλήσουμε άλλο χρόνο μαζί σου μικρή! Αυτό που λες δεν γίνεται. Ο κλέφτης θα τιμωρηθεί και η τιμωρία είναι μία. Φύγε τώρα από μπροστά μας και μη μας ενοχλείς άλλο! Κι εσύ σήκω όρθιος!» είπε ο ένας φύλακας κι έπιασε από το μπράτσο τον Μίκολ για να τον σηκώσει. Ο θυμός και η αδικία που αισθανόταν μέσα της η Ορένα όλο και φούντωναν. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο! Χωρίς να το σκεφτεί άρπαξε ένα μεγάλο ξύλο από δίπλα της και χτύπησε το χέρι του φύλακα με δύναμη. Εκείνος βόγκηξε από πόνο και άφησε τον Μίκολ, ο οποίος κοίταζε την Ορένα σαστισμένος. Οι άλλοι τρεις φύλακες δεν κατάλαβαν αμέσως τί έγινε -μιας και θεωρούσαν πως είχε λήξει το θέμα και είχαν απομακρυνθεί πιάνοντας την κουβέντα μεταξύ τους- πιστεύοντας πως ο συνάδελφός τους μπορούσε να χειριστεί το θέμα μόνος του. «Τρέξε Μίκολ!!!» φώναξε η Ορένα και πέταξε το ξύλο. Έπιασε το χέρι του Μίκολ και ξεκίνησαν να τρέχουν. «Πιάστε τους!!!» φώναξε ο φύλακας και πιάνοντας το πονεμένο του χέρι έτρεξε πίσω από τα δυο παιδιά. Οι άλλοι φύλακες τους ακολούθησαν προκαλώντας μεγάλη φασαρία και ρίχνοντας κάτω ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η Ορένα και ο Μίκολ ήταν καλά εκπαιδευμένοι στο να σκαρφαλώνουν εύκολα στους τοίχους των σπιτιών, αφού αυτό έκαναν κάθε απόγευμα που βρίσκονταν με πολλά ακόμη παιδιά στους δρόμους του Λιν. Είχαν κιόλας σκαρφαλώσει στη σκεπή ενός κοντινού σπιτιού όταν τους έφτασαν οι φύλακες, όμως δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν με τόση ευκολία. Ανέβηκαν κι εκείνοι και τότε ξεκίνησε ένα ατελείωτο κυνηγητό από στέγη σε στέγη σε όλη την έκταση του χωριού. «Πήγαινε δεξιά!!! Εγώ θα πάω από εκεί… Αν χωριστούμε θα τους μπερδέψουμε! Θα συναντηθούμε στα βαφεία! Κρύψου μέσα στα βαρέλια και θα έρθω να σε βρω. Μην κουνηθείς από εκεί μέχρι να έρθω!!!» είπε η Ορένα στον Μίκολ καθώς έτρεχαν και σκαρφάλωναν σε έναν άλλο τοίχο. Ο Μίκολ της έγνευσε καταφατικά και το βλέμμα του ήταν γεμάτο ευγνωμοσύνη για εκείνη. Μπορεί η Ορένα να ήταν κορίτσι, όμως όλα τα αγόρια του χωριού την αντιμετώπιζαν σαν ίση. Ήταν η καλύτερη σε όλα τα παιχνίδια και τα αθλήματα που διαγωνίζονταν. Είχε κερδίσει τον σεβασμό τους και παρόλο που δεν της το έδειχναν, την θεωρούσαν αρχηγό τους και την θαύμαζαν για την τόλμη και τις ικανότητές της. Αμέσως κατευθύνθηκε προς τα εκεί όπου η Ορένα τον είχε στείλει και μέσα του ήξερε πως δεν είχε κάνει τυχαία εκείνη την επιλογή. Ήταν η πιο εύκολη διαδρομή για τον Μίκολ, γιατί τα σπίτια σε εκείνες τις γειτονιές ήταν πιο χαμηλά και πιο κοντά το ένα με το άλλο. Έτσι θα του ήταν πιο εύκολο να περάσει από εκεί. Επιπλέον αυτά τα σπίτια ήταν πιο παλιά και τα περισσότερα χρειάζονταν επισκευή. Τα παιδιά όμως έκαναν κάθε μέρα αυτή τη διαδρομή και ήξεραν πού ακριβώς έπρεπε να πατήσουν για να μη βρεθούν ξαφνικά μέσα στα σαλόνια των σπιτιών! Δεν άργησε να αποδειχτεί πως όντως δεν ήταν τυχαία η επιλογή της Ορένα. Μετά από μερικές στιγμές ακούστηκε ένα δυνατό ‘ΚΡΑΚ!’ και γύρισε να κοιτάξει. Οι δυο φύλακες που τον ακολουθούσαν είχαν γκρεμιστεί μέσα σε κάποιο σπίτι λίγο πιο πίσω. Ο Μίκολ χαμογέλασε και συνέχισε να τρέχει χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του προς τα βαφεία. Θα κρυβόταν εκεί ακριβώς που του είχε υποδείξει η Ορένα. Αναρωτήθηκε αν ήταν καλά γιατί η διαδρομή που ακολούθησε ήταν η πιο δύσκολη και τα παιδιά του χωριού την απέ-φευγαν. Μονάχα εκείνη και κάνα δυο ακόμη είχαν καταφέρει να την διασχίσουν πηδώντας από τα ψηλά πέτρινα σπίτια που απείχαν αρκετά το ένα από το άλλο. Αλλά όχι κάθε φορά… Μια μέρα ένα παιδί της γειτονιάς είχε βουτήξει στο κενό από μεγάλο ύψος. Ευτυχώς προσγειώθηκε σε ένα τεράστιο δεμάτιο από σανό κι έτσι δεν χτύπησε πολύ. Η Ορένα δεν είχε χτυπήσει ποτέ, όμως δεν την κυνηγούσαν κιόλας κάθε φορά που δοκίμαζε τις επικίνδυνες αποστολές της… Εκείνη η μέρα ήταν όντως διαφορετική, όπως σωστά είχε υποθέσει ο Μίκολ. Αυτό όμως δεν είχε φοβίσει την Ορένα. Αντιθέτως όλη αυτή η αδρεναλίνη που διαπερνούσε το μυαλό και το σώμα της την είχε συνεπάρει. Κοίταξε πίσω της και είδε τους δυο φύλακες να την ακολουθούν ασθμαίνοντας. Χαμογέλασε γιατί ήξερε πως το προβάδισμα ήταν δικό της. Δεν την φόβιζαν τα ύψη ούτε και ο κίνδυνος. Για εκείνη όλο αυτό το κυνηγητό έμοιαζε με παιχνίδι! Σταμάτησε για λίγο να τρέχει ώστε να μειώσει τη διαφορά από τους κυνηγούς της και έτσι να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον το θέμα. Άλλωστε πολύ σύντομα θα έφταναν στο σημείο που θα ήταν αδιέξοδο για εκείνους. Στο ‘μεγάλο κενό’ όπως το έλεγαν τα παιδιά του χωριού και μονάχα εκείνη το είχε περάσει. Ξεκίνησε και πάλι να τρέχει και να πηδάει από σκεπή σε σκεπή με μεγάλη άνεση όπως και πριν, χωρίς να έχει κουρα-στεί καθόλου. Σκαρφάλωνε σαν αίλουρος τους τοίχους και πιανόταν από συγκεκριμένα σημεία, όπως είχε κάνει στο παιχνίδι πολλές φορές στο παρελθόν. Υπήρχαν πολλά σημεία που τους είχαν προσθέσει τα παιδιά βοηθήματα, ώστε να κάνουν το πέρασμά τους πιο εύκολο. Είχαν σκάψει μέσα στους τοίχους μικρές εγκοπές ή είχαν κρεμάσει σκοινιά για να πηδούν πιο εύκολα και όλο αυτό έμοιαζε με τεράστιο άθλο για τους φύλακες που την ακολουθούσαν. Έφτασαν όμως σε ένα σημείο, κοντοστάθηκαν ιδρωμένοι καθώς ήταν και γέλασαν. «Και τώρα πού θα πας; Το παιχνίδι τελείωσε για σένα και σύντομα θα ακολουθήσεις το φιλαράκι σου στην εξορία!» της φώναξε ο ένας καθώς την πλησίαζαν και οι δυο με αργά βήματα. «Ίσως να’ χεις δίκιο φύλακα… Ίσως όμως απλά να έκανες τόσο κόπο μέχρι εδώ για το τίποτα!» του απάντησε η Ορένα και ένα μεγάλο χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της. Είχε φτάσει στο σημείο που ήθελε! Στο ‘μεγάλο κενό’… Άρπαξε ένα μακρύ ξύλο που ήταν ακουμπισμένο στη σκεπή και έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς το κενό. Ο ένας φύλακας άπλωσε το χέρι του μπροστά σαν να ήθελε να την πιάσει -παρόλο που η απόσταση που τους χώριζε ήταν μεγάλη- και ψέλλισε ένα: «Μη…» Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, η Ορένα ακούμπησε την άκρη του μεγάλου ξύλου στην άκρη της στέγης και εκτο-ξεύτηκε με φόρα στην απέναντι σκεπή. Για τις λίγες στιγμές που διήρκησε αυτό, θύμισε πάνθηρα που πηδάει από μακριά για να πιάσει το θήραμά του. Αμέσως μόλις προσγειώθηκε γύρισε και κοίταξε τους φύλακες που είχαν μείνει εμβρόντητοι και σαστισμένοι στην απέναντι μεριά και φαινόταν ξεκάθαρα πως δεν είχαν σκοπό να την ακολουθήσουν. Εκείνη πιάστηκε από την μεγάλη τέντα του ψηλού σπιτιού και γλίστρησε απαλά μέχρι το έδαφος. Ευχαριστημένη από τον εαυτό της έτρεξε προς τα βαφεία που δεν ήταν μακριά από εκεί για να βρει τον Μίκολ. Στη διαδρομή μπήκαν διάφορες ανησυχίες στο μυαλό της. Ωραία τα είχε καταφέρει μέχρι εκεί, όμως πώς θα μπορούσε να κρύβεται από εκεί και πέρα; Εκείνη και ο Μίκολ τώρα θεωρούνταν φυγάδες και δεν θα μπορούσε να επιστρέψει ξανά στο σπίτι της… Σίγουρα θα την έπιαναν, γιατί πολλοί από αυτούς που ήταν μαζεμένοι στην αγορά την ήξεραν και οι φύλακες θα την περίμεναν στο σπίτι της! Ξαφνικά την γέμισε τεράστια ανησυχία και δεν ένοιωθε πια τα βήματά της σταθερά. Έφτασε στα βαφεία και κατευθύνθηκε προς τα μεγάλα άδεια βαρέλια που βρίσκονταν στην δυτική μεριά. Εκεί τοποθετούσαν τα υφάσματα για να χρωματιστούν και τα άφηναν μέσα στο χρώμα για αρκετές μέρες. Τα άδεια όμως -είτε ήταν καινούρια είτε αχρησιμοποί-ητα- τα μάζευαν εκεί ώστε να έχουν πάντοτε απόθεμα. Σε ένα από αυτά κρυβόταν ο Μίκολ. Η Ορένα έμεινε ακίνητη μπροστά στα βαρέλια και άκουσε μετά από μερικές στιγμές την σιγανή αναπνοή του. Οι Τουθίλιανς είχαν εξαιρετική ακοή και όραση, χαρίσματα που είχαν πάρει από τα ζώα-φύλακές τους, τους πάνθηρες. Το να ανήκει κανείς σε κάποια φυλή των Μέλχιντ δεν σήμαινε απαραίτητα πως θα είχε αυτά τα χαρίσματα σε μεγάλο βαθμό. Πολλοί ήταν αυτοί που μάθαιναν να ζουν και να ασχολούνται μονάχα με τις δουλειές τους κι έτσι έχαναν την επαφή με τα ζώα και τη φύση, σε σημείο που να μην δίνουν μεγάλη σημασία στα χαρίσματα αυτά. Τα πιο χαρισματικά παιδιά συνήθως στέλνονταν σε δασκάλους ώστε να εκπαιδευτούν και να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους στο μέγιστο. Η Ορένα πίστευε πως το πεπρωμένο της βρισκόταν δίπλα σε έναν τέτοιο δάσκαλο και απογοητευόταν που δεν είχε φανεί ακόμη η ευκαιρία. Από το χωριό της σπάνια περνούσαν ξένοι. Οι κάτοικοι ήταν πολύ οργανωμένοι και είχαν καταφέρει να καλύψουν όλες τις θέσεις που χρειάζονταν για όλες τις εργασίες. Έτσι ακόμη και για τη διανομή των υφασμάτων και των σιτηρών, δεν χρειαζόταν να πάει κάποιος να τα παραλάβει παρά τα πήγαιναν οι ίδιοι στους διάφορους προορισμούς ώστε να τα πουλήσουν ή να τα ανταλλάξουν με άλλα αγαθά. Πάντοτε χαιρόταν όταν ο πατέρας της επέστρεφε από την πρωτεύουσα της Τουθίλια, Λιν Αστάρ. Σπάνια ερχόταν με άδεια χέρια και συνήθως έφερνε από ένα μικρό δωράκι για τα παιδιά του. Η Ορένα περίμενε πως και πως για τα δικά της, όμως περισσότερο χαιρόταν με τις ιστορίες που της έλεγε ο πατέρας της. Απλός και αμόρφωτος άνθρωπος -όμως πολύ καλός και αγαθός- είχε πάντοτε μια παράξενη ιστορία να πει στην κόρη του. Συνήθως μάθαινε και της έλεγε αυτές που της άρεσαν περισσότερο… Για τα καράβια που έφερναν την πορφύρα και άλλα χρώματα από τα μακρινά Νησιά των Ηφαιστείων που βρίσκονταν στην ανατολή. Της έλεγε κι άλλες ιστορίες για τα πιο μακρινά και παράξενα μέρη της Γαίας. Ο πατέρας της είχε ταξιδέψει αρκετά, όχι όμως επειδή το ήθελε μόνο. Αυτή ήταν η κυρίως δουλειά του. Να μεταφέρει τα υφάσματα και τα σιτηρά όπου τα χρειάζονταν και όπου τα είχαν παραγγείλει. Όλο το εμπόριο που γινόταν από τις πόλεις της Τουθίλια το είχαν αναλάβει άτομα από το παλάτι του βασιλιά τους. Εκείνος ζούσε στην Λιν Αστάρ και το παλάτι του ήταν φημισμένο για τον πλούτο του. Γενικότερα το εμπόριο μεταξύ των λαών της Γαίας ήταν πολύ καλά οργανωμένο κι έτσι όλοι οι άνθρωποι χαίρονταν και θαύμαζαν τα αγαθά που αντάλλαζαν με τους υπόλοιπους. Ίσως το πιο διαδεδομένο υλικό ήταν το αλάτι που ερχόταν στην Τουθίλια από τις Νότιες Ακτές της Ζεκίλια και το πιο σπάνιο ο πάγος των Νόριονς που ήταν προνόμιο των πλουσίων. Η Ορένα είχε δει από μακριά πάγο κανά δυο φορές, ποτέ όμως δεν τον είχε πιάσει. Πολλές φορές ευχήθηκε μέσα της να είχε γεννηθεί Ράμιλον, ώστε να ταξιδεύει από άκρη σε άκρη και να γνωρίζει διαφορετικά πράγματα από κοντά. Γιατί άλλο είναι να θαυμάσει και να γευτεί ένα ψάρι κανείς και άλλο να δει ένα να κολυμπάει στη θάλασσα. Πόσο παράξενο της φαινόταν αυτό! Ο πατέρας της προσπάθησε πολλές φορές να της εξηγήσει πώς μοιάζει, όμως δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί. Της είχε πει πως η θάλασσα έμοιαζε με ένα τεράστιο γαλάζιο λιβάδι με λευκά και ασημένια λουλούδια. Εκείνη σε όλη της τη ζωή ζούσε σε κοιλάδα, όμως όσες φορές κι αν έκλεινε τα μάτια της δεν μπορούσε να φανταστεί την κοιλάδα να έχει χρώμα μπλε! Μια ακόμη σπαζοκεφαλιά για την Ορένα ήταν τα καράβια. Μεγάλα ξύλινα κατασκευάσματα που έμοιαζαν με άμαξες, όμως χωρίς ρόδες ούτε βόδια να τα τραβάνε! Τα ταξίδευαν ο αέρας και τα κουπιά… Είχε προσπαθήσει να φτιάξει ένα καράβι μόνη της, όμως δεν είχε καταφέρει να κουνηθεί καθόλου! Ο πατέρας της κρατήθηκε με δυσκολία για να μην γελάσει όταν το είδε και της είπε γλυκά πως τα καράβια μόνο στη θάλασσα μπορούσαν να ταξιδέψουν και όχι στη στεριά. Η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη, όμως ηρέμησε λίγο όταν τής υποσχέθηκε να την πάρει μαζί του σε κάποιο ταξίδι όταν θα μεγάλωνε λιγάκι. Ακόμη και τα βουνά τής προξενούσαν μεγάλη περιέργεια. Τα έβλεπε από μακριά να υψώνονται μέχρι τον ουρανό και φανταζόταν πως αν βρισκόταν στην κορυφή θα μπορούσε να τον πιάσει. Τα έβλεπε τις πιο κρύες νύχτες του χρόνου να είναι λευκά και ντυμένα με χιόνι και αναρωτιόταν πώς μπορούσαν να ζουν οι άνθρωποι της Νόριον με τόσο κρύο εκεί πάνω! Μια φορά είχε χιονίσει στην κοιλάδα κι ενώ στην αρχή όλα τα παιδιά ξεχύθηκαν στους δρόμους για να παίξουν, σύντομα τα περισσότερα επέστρεψαν σπίτια τους με βαρύ κρύωμα και άκουσαν και τις αγριεμένες φωνές των μαμάδων τους από πάνω! Είχε ακούσει πως οι κάτοικοι της Νόριον είχαν ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Της φαινόταν πολύ παράξενο να είναι ένας άνθρωπος έτσι. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού της ήταν τελείως διαφορετικοί. Όλοι τους είχαν καστανά ή μαύρα και σχετικά σχιστά μάτια και ίδιο χρώμα ολόισια μαλλιά. Η Ορένα ήταν κι αυτή όπως όλοι οι Τουθίλιανς λεπτοκαμωμένη, όμως λίγο περισσότερο από τους άλλους. Όλοι απορούσαν με την ενέργεια και τη δύναμή της σε σχέση με τα υπόλοιπα συνομήλικα με αυτήν παιδιά. Αρχικά της είχαν βγάλει ένα παρατσούκλι για να την κοροϊδεύουν, όμως σε πολύ λίγο καιρό το παρατσούκλι αυτό έγινε τιμητικός τίτλος για εκείνη και το έλεγαν με θαυμασμό οι υπόλοιποι. Σε όλα τα παιδιά του χωριού ήταν γνωστή με το όνομα ‘Σταλίτσα’… Από την αρχή δεν την πείραζε αυτό το όνομα γιατί σκεφτόταν πως θα ήταν ακόμη πιο υποτιμητικό για κάποιον να χάσει από μια ‘σταλίτσα’ παρά από ένα απλό κορίτσι. Έτσι πολύ συχνά συστηνόταν με αυτό το όνομα, ώστε οι υποψήφιοι ανταγωνιστές της να βρεθούν προ εκπλήξεως όταν θα έχαναν σε μια μονομαχία αναρρίχησης! Η Ορένα πλησίασε το βαρέλι που ήταν μέσα του κρυμμένος ο Μίκολ και ψιθύρισε σιγανά: «Μίκολ, εγώ είμαι… η Σταλίτσα. Είμαστε ασφαλείς τώρα… μπορείς να βγεις». Ο Μίκολ άνοιξε αθόρυβα το καπάκι που τον κάλυπτε και κοίταξε την Ορένα γεμάτος αγωνία. «Έφυγαν;» τη ρώτησε. «Ναι, μην ανησυχείς πια… δεν θα μας βρουν εδώ!» του απάντησε όμως μέσα της δεν ήταν καθόλου σίγουρη γι’ αυτό. «Τι θα κάνουμε τώρα; Σίγουρα η μαμά μου το έμαθε και θα είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου…» «Ίσως πρέπει να κρυφτούμε για λίγο καιρό μέχρι να ξεχαστεί το θέμα και μετά να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Δεν νομίζω οι φύλακες της αγοράς να μην έχουν άλλη δουλειά να κάνουν από το να ψάχνουν εμάς! Τουλάχιστον γλίτωσες την εξορία!» του είπε θέλοντας να τον καθησυχάσει. Η απάντησή του όμως την σόκαρε και την έκανε να μουδιάσει από πάνω μέχρι κάτω από την ντροπή της που φέρθηκε τόσο ανόητα! «Ξέρεις Ορένα… σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα, όμως δεν νομίζω πως θα με έστελναν εξορία. Ο Σίκα είχε πάρει μια φορά ένα μήλο και τον έπιασαν… Του είχαν πει πως θα τον εξορίσουν -ίσως επειδή υπήρχαν κι άλλα παιδιά μπροστά και να φοβηθούν- όμως δεν το έκαναν. Τον τιμώρησαν με ένα μήνα εργασίες γι’ αυτούς. Την τελευταία μέρα του πέταξαν ένα μήλο σαν δώρο και του είπαν πως αν το ξανάκανε θα έκανε αυτή τη δουλειά για όλη του τη ζωή!» Η Ορένα τον άκουγε αμίλητη και δεν ήξερε τι να σκεφτεί… Μα πώς τους είχε μπλέξει έτσι ξαφνικά; Ο Μίκολ είχε δίκιο! Ήταν μόνον εννιά χρονών, αποκλείεται να τον εξόριζαν επειδή είχε κλέψει λίγο ψωμί! Τώρα όμως ήταν κανονικοί φυγάδες και όχι μόνον αυτό… Εκείνη είχε χτυπήσει τον ένα φύλακα και εξαιτίας τους οι άλλοι δυο μπορεί να είχαν χτυπήσει άσχημα όταν έπεσαν από την ετοιμόρροπη σκεπή! Αποκλείεται να τους χαρίζονταν απλώς με εργασία για ένα μήνα! Της ήρθε αναγούλα και ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει γύρω της. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Μίκολ. «Συγνώμη! Φέρθηκα εντελώς ανόητα! Και τώρα από την βλακεία μου παρέσυρα κι εσένα μαζί μου! Λυπάμαι πολύ…» του είπε κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της για να μη δει ο Μίκολ τα δάκρυά της. Ο Μίκολ αισθάνθηκε άσχημα γιατί όπως και να’ χε εκείνος το είχε ξεκινήσει όλο αυτό. Η Ορένα απλώς ήθελε να τον προστατεύσει και το έκανε με επιτυχία. Το θέμα ήταν πως από εκεί κι έπειτα δεν υπήρχε κανένα σχέδιο και όλα τα σενάρια δεν έδειχναν να είναι ευοίωνα για το μέλλον. Πέρασαν μερικές στιγμές ακόμη και τα δυο παιδιά στέκονταν αμήχανα το ένα απέναντι στο άλλο, μην έχοντας κάτι να προτείνουν για την επόμενη κίνησή τους. Αλλά τί θα έκαναν; Δεν μπορούσαν να μείνουν για πάντα στα βαρέλια των βαφείων. Κάτι έπρεπε να σκεφτούν… «Δυο παιδιά στην ηλικία σας θα έπρεπε να παίζουν τέτοια ώρα και όχι να κρύβονται εδώ», ακούστηκε μια αντρική φωνή που τους έκανε να πεταχτούν όρθιοι από την τρομάρα. Είχαν περάσει λίγες ώρες και κόντευε μεσημέρι όταν ο άντρας τους πλησίασε τόσο αθόρυβα που δεν τον κατάλαβαν καν. «Πάρτε αυτό και μόλις φάτε μπορεί να θέλετε να συζητήσετε λίγο…» είπε και τους έδωσε λίγο ψωμί. Τα παιδιά έφαγαν λαίμαργα το ψωμί και ευχαρίστησαν τον γέροντα. Δεν σκέφτηκαν πως θα μπορούσε να αποτελεί κίνδυνο γι’ αυτούς, μιας και αν είχε κακές προθέσεις θα το είχε δείξει από την αρχή της συνάντησής τους. Αφού έφαγαν, η Ορένα πήρε το θάρρος και ρώτησε: «Θα μας καταδώσετε;» «Να σας καταδώσω; Δεν ήξερα πως έχω εγκληματίες απέναντί μου…» απάντησε ο γέροντας. Το ύφος του ήταν σοβαρό, όμως τα σχιστά του μάτια είχαν μια τέτοια κλίση ώστε να μοιάζουν μόνιμα χαμογελαστά κι έτσι δεν τους φάνηκε αυστηρός. Η Ορένα αναρωτήθηκε ποιός να ήταν μιας και δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στο Λιν. Σίγουρα θα ήταν κάποιος περαστικός ξένος. Ο γκρίζος του μανδύας ταίριαζε τόσο με τα μακριά μαλλιά και γένια του, που θα νόμιζε κανείς πως ήταν πάντοτε ο ίδιος και πως δεν υπήρξε ποτέ παιδί. «Δεν είμαστε εγκληματίες», αποκρίθηκε ο Μίκολ. «Έγινε όμως μια φοβερή παρεξήγηση…» «Παρεξήγηση ε; Μμμμ… τότε μάλλον θα πρέπει να μην κατάλαβαν σωστά όλοι στο χωριό που αναστατώθηκαν». «Όλοι;» ρώτησε η Ορένα. «Οι περισσότεροι… Κυρίως αυτοί που καταστράφηκαν τα σπίτια τους όταν κατέρρευσαν οι σκεπές, δυο φύλακες της αγοράς που χτύπησαν και νομίζω οι μητέρες σας. Αυτές περισσότερο ανησυχούν νομίζω παρά είναι θυμωμένες. Φαντάζομαι όμως πως μόλις σας δουν θα δείξουν περισσότερο θυμωμένες από όλους τους υπόλοιπους», είπε ο γέροντας κοιτάζοντάς τους με το χαμογελαστό αλλά διαπεραστικό βλέμμα του. «Τί θα κάνουμε τώρα;» είπε φανερά αναστατωμένος ο Μίκολ. «Θα θέλατε μήπως να μου πείτε τί συνέβη;» ρώτησε ο γέροντας, χωρίς όμως να πει πως ήταν μπροστά όταν έγινε ό,τι έγινε στην αγορά και πως παρακολούθησε από κοντά το κυνηγητό. Τα δυο παιδιά τού είπαν τί ακριβώς συνέβη, χωρίς να ξέρουν ούτε και τα ίδια γιατί είχαν αυτό το απολογητικό ύφος. Ήθελαν να αποδείξουν πως δεν είχαν σκοπό να δημιουργήσουν τέτοια αναταραχή και καθώς μιλούσαν η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Λες και ο γέροντας ήταν κάποιος τρανός δικαστής και από την κρίση του θα εξαρτιόταν το μέλλον τους! Αφού τελείωσαν την ιστορία τους, ο γέροντας έμεινε σκεπτικός για λίγο. «Πιστεύω πως αυτό που κάνατε δεν ήταν σωστό, όμως κατανοώ τους λόγους που σας οδήγησαν σε αυτές τις κινήσεις. Παρόλα αυτά δεν είμαι αρμόδιος για να σας κρίνω και νομίζω πως το πιο σωστό θα ήταν να πείτε και στους φύλακες αυτά που είπατε σε μένα…» «Δηλαδή θα μας καταδώσετε;» ρώτησε η Ορένα. «Αφού επιμένεις σε αυτή τη λέξη νεαρή μου, τότε θα έλεγα πως προτείνω να καταδοθείτε μόνοι σας…» «Τι, να πάμε στους φύλακες; Θα μας κρεμάσουν! Σίγουρα είναι πολύ θυμωμένοι μαζί μας!» «Μην ξεχνάτε πως για να γίνει κανείς φύλακας και να μπορεί να παίρνει αποφάσεις για κάποια τιμωρία, σημαίνει πως εκτός των άλλων είναι και δίκαιος. Μπορεί οι φύλακες να είναι θυμωμένοι, όμως αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι περισσότερο αυστηροί μαζί σας. Πιστεύω ότι το πιο σωστό είναι αυτό. »Άλλωστε τί σας μένει να κάνετε; Το Λιν είναι ένα μικρό χωριό και όπου κι αν κρυφτείτε, κάποια στιγμή θα σας βρουν. Και τότε όντως θα έχετε την επιπλέον κατηγορία των φυγάδων. Τι άλλο σας μένει; Να φύγετε ίσως; Μέχρι πού θα σας αφήσουν οι τύψεις -πως εγκαταλείψατε τις οικογένειές σας- να φτάσετε; Πάντοτε η εντιμότητα ανταμείβεται και αυτό να μην το ξεχνάτε…» Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανα. Ήξεραν ότι ο γέροντας είχε δίκιο. Πώς όμως θα μπορούσαν να πάνε μπροστά στους φύλακες που με τόσο θράσος είχαν αντιμετωπίσει πιο νωρίς; Τις σκέψεις τους ήρθε να διακόψει ένα αγόρι που δεν γύρισε καν να τους κοιτάξει παρά μίλησε μονάχα στον γέροντα, αφού πρώτα υποκλίθηκε μπροστά του με σεβασμό. Η Ορένα κοίταξε τον νεαρό με περιέργεια αλλά και θαυμασμό, γιατί διαπίστωσε με την πρώτη ματιά πως δεν ήταν Τουθίλιαν. Για πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε μπροστά της έναν Όρφιντ! Το αγόρι ήταν λεπτό και αρκετά πιο ψηλό από εκείνη, αλλά αυτό ανεξάρτητα από την φυλή είχε να κάνει και με την ηλικία του. Σίγουρα θα την περνούσε δυο με τρία χρόνια. Το πιο παράξενο από όλα ήταν το χρώμα και το σχήμα των ματιών του… Όμορφα, φωτεινά και ολοστρόγγυλα γκρίζα μάτια! Αυτό ήταν που πρόδωσε την ταυτότητά του γιατί κανείς άλλος λαός πέρα από τους Όρφιντς δεν είχε γκρίζα μάτια, εκτός από τους Νόριονς. Οι Νόριονς όμως ήταν ξανθοί, ενώ το αγόρι που έστεκε μπροστά τους είχε μαύρα, μακριά μέχρι τους ώμους, ίσια μαλλιά. Η φωνή του την έφερε ξανά στην πραγματικότητα μέσα σε μια στιγμή και τον κοίταξε παράξενα γιατί η προφορά του τής φάνηκε διαφορετική. Όλοι οι λαοί των Μέλχιντ μιλούσαν την ίδια γλώσσα, όμως η προφορά άλλαζε λίγο όπως επίσης και μερικές λέξεις. «Δάσκαλε Ντόριμελ βρήκα ένα μέρος να μείνουμε απόψε εδώ. Ο Κασάλ και ο Κένορ βρίσκονται ήδη εκεί. Ήρθα απλώς να σας ειδοποιήσω και να ρωτήσω αν χρειάζεστε κάτι από μένα». «Σ’ ευχαριστώ Έλντον. Δεν χρειάζομαι κάτι αγόρι μου. Βρήκες εύκολα μέρος για το βράδυ;» «Δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή δάσκαλε γιατί το χωριό είναι μικρό και το ένα και μοναδικό πανδοχείο που υπάρχει ήταν κλεισμένο για απόψε. Είχε μονάχα τέσσερα δωμάτια έτσι κι αλλιώς, όμως όταν είπα πως είναι για τον μεγάλο δάσκαλο Ντόριμελ και τους μαθητές του, αμέσως βρέθηκαν πολλοί να μας προσφέρουν ένα κρεβάτι. »Εσείς θα μείνετε -αν δεν έχετε αντίρρηση- σε ένα σπίτι που τους περισσεύει ένα δωμάτιο κι εμείς στον αχυρώνα τους. Δεν δέχτηκαν χρήματα για τη φιλοξενία και δεν μπόρεσα με κανέναν τρόπο να τους πείσω να δεχτούν». «Σ’ ευχαριστώ Έλντον. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Καλύτερα να ξεκουραστείτε απόψε γιατί αύριο θα ξεκινήσουμε νωρίς κι έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας». Το αγόρι που το έλεγαν Έλντον έκανε πάλι μια υπόκλιση στον δάσκαλό του και χωρίς να πει κάτι άλλο γύρισε κι έφυγε. Η Ορένα και ο Μίκολ έχασκαν με ανοιχτό το στόμα και δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους συνέβαινε! Βρίσκο-νταν μπροστά στον μεγαλύτερο δάσκαλο όλων των εποχών, τον δάσκαλο Ντόριμελ!!! Η Ορένα αισθάνθηκε τεράστια ντροπή. Δεν είχαν ρωτήσει καν το όνομά του από τη στιγμή που συναντήθηκαν κι αντί γι’ αυτό τον είχαν ζαλίσει με τις χαζομάρες τους, λες και ήταν ένα παιδί στην ηλικία τους! Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έσκυψε για να υποκλιθεί τόσο πολύ και με τόση φόρα που χτύπησε τη μύτη της καθώς ακούμπησε στο έδαφος! Έσπευσε να ακολουθήσει την κίνησή της ο Μίκολ που χτύπησε κι αυτός. «Συγχώρεσε μας δάσκαλε…» του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Να σας συγχωρήσω; Μα για ποιό λόγο;» Η Ορένα σήκωσε το πρόσωπό της να τον κοιτάξει και ήταν κατακόκκινη από ντροπή. «Που απασχολούμε έναν μεγάλο δάσκαλο σαν εσάς με τις ανοησίες μικρών παιδιών», μπόρεσε να πει με μια ανάσα, γιατί φοβόταν πως αν προσπαθούσε να πάρει άλλη δεν θα έμπαινε αέρας μέσα της. «Ένας δάσκαλος παιδί μου πρέπει να απασχολείται κυρίως με θέματα των παιδιών. Αν οι μεγάλοι άκουγαν τα παιδιά περισσότερο, τότε ο κόσμος μας ίσως να ήταν πιο όμορφος απ’ ότι είναι τώρα». Τα δυο παιδιά έμειναν αμίλητα και ακίνητα -ακόμη σε στάση υπόκλισης- και περίμεναν από τον δάσκαλο Ντόριμελ την επόμενη κουβέντα. Ο δάσκαλος δεν άργησε να μιλήσει. «Ίσως είναι μια καλή ώρα να πάμε προς το χωριό. Αν αποφασίσετε να πάτε σήμερα στους φύλακες, τότε διατίθεμαι να σας συνοδεύσω κι εγώ. Θα έρθετε μαζί μου;» τους ρώτησε. «Ναι, μα φυσικά!» είπε ο Μίκολ με ενθουσιασμό. Ίσως μέσα του πίστευε πως αν ήταν μπροστά ο δάσκαλος Ντόριμελ, τότε η τιμωρία τους δεν θα ήταν και τόσο αυστηρή. Και δεν είχε άδικο που το σκέφτηκε αυτό… Όταν έφτασαν στην αγορά κατευθύνθηκαν προς το κτίριο που είχαν για γραφείο οι φύλακες. Ήταν ένα παλιό οίκημα που η σκεπή του χρειαζόταν επισκευή, όμως οι τοίχοι του ήταν φρεσκοβαμμένοι μέσα και έξω στο έντονο χρώμα του ροδάκινου κι έτσι φαινόταν πολύ όμορφο. Η Ορένα θα μπορούσε να χαρεί αυτά τα χρώματα μπαίνοντας, αν δεν την ακολουθούσαν τόσες κατηγορίες. Κοίταζε γύρω γύρω με αγωνία και προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τον μανδύα του δασκάλου. «Αυτή είναι! Το μικρό τερατάκι που με χτύπησε! Να συλληφθεί αμέσως!» φώναξε ένας φύλακας μόλις τους είδε. Η Ορένα τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν αυτός που είχε χτυπήσει με ένα ξύλο εκείνο το μεσημέρι. «Ήσυχα Ντόκαλ!» είπε ένας άλλος φύλακας που καθόταν πίσω από ένα ξύλινο γραφείο. ‘Μάλλον θα είναι ο αρχηγός τους’, σκέφτηκε η Ορένα. Ο δάσκαλος έπιασε τα παιδιά από τους ώμους και τα έσπρωξε απαλά μπροστά στο γραφείο. Ο αρχηγός των φυλάκων κοίταζε επικριτικά τους δυο τους και είπε με αυστηρή φωνή: «Ώστε εσείς οι δυο είστε που κάνατε άνω κάτω όλο το χωριό σήμερα! Κανονικά θα έπρεπε να σας συλλάβω αμέσως, αλλά περιμένω να δω τι θέλετε να πείτε αφού ήρθατε μόνοι σας μέχρι εδώ. Μάλλον όχι μόνοι σας…» είπε και κοίταξε με εξίσου αυστηρό ύφος τον δάσκαλο. «Σας βεβαιώ πως τα παιδιά ήρθαν με τη θέληση τους. Εγώ απλώς τα συνοδεύω. Μη με λαμβάνετε υπόψη σας», απάντησε με λόγια στο βλέμμα του αρχηγού ο δάσκαλος. «Και ποιος είσαι εσύ; Ο δικηγόρος τους;» «Μη μιλάτε έτσι στον δάσκαλο Ντόριμελ!» φώναξε ο Μίκολ. Το πρόσωπο των φυλάκων πάνιασε και κοιτάχτηκαν πανικόβλητοι. Ο αρχηγός σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε στον γέροντα. «Μας συγχωρείτε δάσκαλε! Δεν γνωρίζαμε πως είστε εσείς…» «Όπως σας είπα και πριν, μη δίνετε σημασία σε μένα. Τα παιδιά ήρθαν εδώ για να σας μιλήσουν». «Ναι, μάλιστα!» είπε ο φύλακας αρχηγός και κοίταξε τα δυο παιδιά. Φαινόταν πως ο νους του δεν ήταν εκεί και πως έκανε τεράστια προσπάθεια να συγκεντρωθεί στα λόγια τους. Είχε ξεκινήσει να διηγείται την ιστορία η Ορένα, αφού πρώτα και οι δυο είχαν ζητήσει συγνώμη για τη μεγάλη αναστάτωση που είχαν προκαλέσει. Ο φύλακας με το όνομα Ντόκαλ φαινόταν ανέκφραστος, όμως η Ορένα νόμισε κάποια στιγμή πως τον άκουσε να γρυλίζει, έτσι όπως στεκόταν ακίνητος σε στάση προσοχής πίσω από τον αρχηγό του. Αφού η διήγηση τελείωσε, ο αρχηγός έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Το ότι ήρθατε σήμερα κιόλας εδώ για να εξηγήσετε τη δική σας πλευρά δείχνει μεταμέλεια, όμως δεν μπορώ να μην λάβω υπόψη μου το χαμό που δημιουργήσατε στην αγορά. Αν το αφήσω να περάσει έτσι, τότε σίγουρα αυτά τα επεισόδια θα αυξηθούν και οι φύλακες θα χάσουν το νόημα της ύπαρξής τους, εφόσον με μια τέτοια κίνηση θα δείξουμε πως στην πραγματικότητα δεν φυλάμε το μέρος…» Καθώς τελείωσε τα λόγια του, έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα στον δάσκαλο για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. Εκείνος το κατάλαβε και ρώτησε τον φύλακα: «Αν δεν έρχονταν εδώ σήμερα -αλλά τους πιάνατε μόνοι σας κάποια άλλη μέρα- ποιά θα ήταν η ποινή;» τον ρώτησε. «Για να σκεφτώ… εδώ έχουμε κλοπή, επίθεση κατά των φυλάκων και φυγή. Γενικότερες ζημιές είναι η κατάρρευση μιας σκεπής και δυο φύλακες με αρκετές γρατζουνιές, όχι σοβαρές, αλλά προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους…» Ο αρχηγός κόμπιασε για λίγο όμως μετά συνέχισε «…Βέβαια αν οι φύλακες δέχονταν να πληρωθεί το ψωμί από τη νεαρή εδώ, τότε πιθανότατα να μην είχαν συμβεί όλα αυτά. Σε αυτό υπάρχουν ελαφρυντικά, μιας και ό,τι ακολούθησε ήταν αποτέλεσμα της απειλής για εξορία. Επιπλέον ελαφρυντικό είναι πως ήρθαν μόνοι τους εδώ και αυτό δείχνει καλή πρόθεση και εντιμότητα. »Όσο για την επίθεση κατά του φύλακα, αυτό ήταν ανεπί-τρεπτο όπως και να’ χει… και για την κλοπή… θεωρώ πως τίμιος δεν είναι κάποιος που δεν του έχει δοθεί η ευκαιρία να κλέψει, όπως επίσης ούτε αυτός που έχει κλέψει αλλά αφού πιαστεί προθυμοποιείται να πληρώσει το τίμημα του κλοπιμαίου. »Από την άλλη, δεν έκλεψε κάτι για ευχαρίστηση αλλά από την ανάγκη να φάει και να ταΐσει την οικογένειά του. Γνωρίζω προσωπικά τη μητέρα του νεαρού και ξέρω το δράμα που περνάει μετά το χαμό του συζύγου της. Είναι δύσκολη η θέση μου, όμως πιστεύω πως η τιμωρία είναι αναπόφευκτη…» είπε ολοκληρώνοντας τις σκέψεις του ο αρχηγός των φυλάκων. Κοίταξε στα μάτια τον Μίκολ και του είπε: «Εσύ νεαρέ μου καλείσαι να επισκευάσεις την σκεπή που καταστράφηκε όταν σε κυνηγούσαν οι φύλακες. Τα έξοδα θα είναι δικά μας γι’ αυτή την εργασία, γιατί γνωρίζω πως η οικογένειά σου δεν μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος. Ξέρω πως δουλεύεις ήδη, γι’ αυτό θα επιβαρυνθείς επιπλέον εργασία τα απογεύματα. Επίσης θα βοηθάς στον καθαρισμό των δρόμων της αγοράς για μια εβδομάδα. »Όσο για σένα νεαρή μου, μπορεί να μην έκλεψες όμως επιτέθηκες σε φύλακα και αυτό δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητο. Θα πρέπει για πέντε ημέρες να παραμείνεις στην απομόνωση, ώστε η συμπεριφορά σου να γίνει παράδειγμα προς αποφυγή…» Η καρδιά της Ορένα πήγαινε να σπάσει. Από τη μια ήταν χαρούμενη που η ποινή της θα διαρκούσε μονάχα πέντε μέρες, όμως από την άλλη η απομόνωση θα την στιγμάτιζε για όλη της τη ζωή! Τι θα έλεγαν άραγε οι γονείς της για όλα αυτά; Ξαφνικά της ήρθε να μιλήσει και να παραπονεθεί για την ποινή της, όμως ήξερε πως ήταν ήδη πολύ ελαστική και δεν είχε το δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. Κοίταξε τον φύλακα και το μόνο που είπε ήταν ένα άχρωμο ευχαριστώ. Ο Μίκολ έκανε το ίδιο και γύρισαν για να φύγουν, μέχρι που η φωνή του δάσκαλου Ντόριμελ τους σταμάτησε. «Ξέρετε κύριε φύλακα, έφτασα με τους μαθητές μου στο χωριό σας μόλις σήμερα κι αύριο θα πρέπει να φύγουμε νωρίς γιατί μας περιμένει μεγάλο ταξίδι…» είπε και σταμάτησε για λίγο όμως ύστερα κοίταξε πάλι τον απορημένο φύλακα και συνέχισε, «…πιστεύω πως οι ποινές σας ήταν αρκετά ελαστικές, ίσως περισσότερο από αυτές που θα επέβαλλα εγώ, όμως δυστυχώς δεν μπορώ να αναβάλλω το ταξίδι το δικό μου και των μαθητών μου για πέντε ολόκληρες ημέρες. »Σκόπευα να ζητήσω από τους γονείς της νεαρής Ορένα να μου επιτρέψουν να την πάρω μαζί μου σαν μαθήτριά μου. Θα αργήσουμε πολύ να ξαναπεράσουμε από τα μέρη σας και πιστεύω πως είναι κρίμα να χάσει πολύτιμο χρόνο από την εκπαίδευση που χρειάζεται. »Σίγουρα είναι φοβερή στην αναρρίχηση -όπως διαπίστωσα ο ίδιος με τα μάτια μου- όμως αν συνεχίσει να πειραμα-τίζεται μόνη της πηδώντας από σκεπή σε σκεπή και από δέντρο σε δέντρο, το πιο πιθανό είναι να τραυματιστεί. Και το σίγουρο βέβαια πιστεύω πως είναι το γεγονός ότι θα δημιουργεί πονοκέφαλο σε εσάς τους φύλακες παρακινώντας τα υπόλοιπα παιδιά να την ακολουθούν στις περιπέτειές της. »Να είστε σίγουρος πάντως πως αν την εμπιστευτείτε σε μένα, θα εκτίσει την ποινή της στο μέγιστο δυνατό…» είπε ο δάσκαλος και κοίταξε για ακόμη μια φορά στα μάτια τον φύλακα για να καταλάβει ίσως τις προθέσεις του. Στη συνέχεια συμπλήρωσε: «Λοιπόν αρχηγέ, θα την εμπιστευτείτε σε μένα;» Edited April 11, 2013 by aScannerDarkly Αφαίρεση link Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.