Dena Posted April 10, 2013 Share Posted April 10, 2013 (edited) Όνομα Συγγραφέα: D.K.MantzariΕίδος: Φανταστική λογοτεχνίαΒία: ΌχιΣεξ: ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3.718Αυτοτελής: Όχι. Πρώτο κεφάλαιο από την ιστορία: ‘‘Τα Ελκαρίμ της Δύναμης’’.Σχόλια: Ο Νάρλεντ είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες στην τριλογία ‘’Η αφύπνιση της Γαίας’’ και αυτό είναι το κεφάλαιο γνωριμίας μαζί του. Ιστορίες από την Γαία «Θα μου πεις μια ιστορία;» «Ναι καλέ μου, αλλά μόνον μία. Είναι αργά. Ποια προτιμάς;» «Δεν ξέρω… Πες μου για τον Μέλρον και το κοχύλι!» «Μα χίλιες φορές έχεις ακούσει αυτή την ιστορία! Δεν τη βαρέθηκες ακόμη;» «Όχι! Θέλω πάλι! Είναι τόσο ωραία!» «Εντάξει λοιπόν, όπως θες. ‘Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν κόσμο μακρινό και όμορφο ζούσε ένα αγόρι, ο πρίγκιπας Μέλρον. Εκείνη την εποχή ο λαός του είχε ήδη εγκατασταθεί στα παράλια και ζούσαν ειρηνικά, μέχρι που η κακιά μάγισσα της θάλασσας Τένντρα, έκλεψε το μαγικό κοχύλι από τις γοργόνες κι έτσι η ισορροπία της θάλασσας διαταράχτηκε. Τεράστια κύματα έπεφταν με ορμή στις ακτές και κατέστρεφαν τα χωριά και τις πόλεις! Oι ψαράδες δεν μπορούσαν να ψαρέψουν και το εμπόριο μέσω θαλάσσης είχε σταματήσει. Οι αρχηγοί του λαού των Ζεκίλς δεν ήξεραν τι να κάνουν, μα ούτε και ο ίδιος ο βασιλιάς. Κάλεσαν τις γοργόνες με το τραγούδι των ωκεανών και εκείνες τους είπαν πως όλες οι προσπάθειές τους απέβαιναν μάταιες και πως δεν κατάφερναν να πάρουν πίσω το κοχύλι. Η Τένντρα το είχε πάρει πέρα απ’ το νησί της Εθέλ, στα μακρινά νησιά των πειρατών του Νότου! Εκεί το φρουρούσαν ηλεκτροφόρα χέλια, καρχαρίες και τα πανίσχυρα μάγια της, τα οποία δεν μπορούσε να περάσει κανείς... Οι Ζεκίλς απογοητευμένοι, σκέφτονταν πως αφού δεν μπόρεσαν οι γοργόνες -οι οποίες είναι πανίσχυρα μαγικά πλάσματα- να το πάρουν πίσω, τότε κανείς δεν θα μπορούσε. Ένα αγόρι όμως δεν το πίστευε αυτό. Το θάρρος του ξεπερνούσε το θάρρος πολλών αντρών μαζί. Ο Μέλρον ήταν αποφασισμένος να δώσει τέλος σε αυτή την καταδίκη του λαού του, όπως και όλων των θαλάσσιων πλασμάτων. Ήξερε πως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη βάρκα του, αλλά και πως δεν θα άντεχε να κολυμπήσει μέχρι εκεί. Έτσι κάλεσε τον αγαπημένο φίλο του -το δελφίνι με το όνομα Όλιαν- που δέχτηκε με ευχαρίστηση να τον συντρο-φεύσει σε αυτή την περιπέτεια…’ «Μα γιαγιά Αμέλια πώς είναι δυνατόν να μιλάνε τα δελφίνια;» ρώτησε ο μικρός Νάρλεντ. «Όλα τα πλάσματα έχουν μιλιά αρκεί να μπορείς να τα ακούσεις… Οι Ζεκίλς που είναι θαλασσινοί κι έχουν εξοικειωθεί πολύ με τον ωκεανό κατάφεραν να ακούσουν και να τραγουδήσουν το τραγούδι του. Κατάφεραν να ακούσουν τη φωνή των δελφινιών και να βλέπουν και να νιώθουν αν κάποιος είναι κοντά τους όπως τα ψάρια», απάντησε η γιαγιά Αμέλια. «Ναι, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν με άλλα ζώα!» διαπίστωσε ο Νάρλεντ. «Όχι», απάντησε εκείνη. «Γιατί;» «Γιατί δε ζουν αρκετά μαζί τους ώστε να τα νιώσουν». «Κι εγώ που είμαι κάθε μέρα με τον Φλάφυ γιατί δεν μου έχει πει ούτε μια λέξη;» αναρωτήθηκε εκείνος. «Σίγουρα σου έχει μιλήσει! Απλώς δεν τον έχεις καταλάβει. Άλλωστε για να μιλήσεις με κάποιον δεν χρειάζεται να γνωρίζεις τη γλώσσα του. Μπορείς μόνο με το μυαλό και την καρδιά να επικοινωνήσεις μαζί του. Δεν καταλαβαίνεις πότε ο Φλάφυ είναι χαρούμενος ή λυπημένος;» του απάντησε με ερώτηση η γιαγιά Αμέλια. «Ναι αλλά συνήθως είναι χαρούμενος. Όλο γαβγίζει όταν με βλέπει και με γλύφει με την τεράστια γλώσσα του!» είπε και γέλασε ο Νάρλεντ. «Όταν εσύ είσαι λυπημένος τι κάνει;» τον ρώτησε πάλι εκείνη. «Ε… δεν ξέρω…» αναλογίστηκε για μερικές στιγμές και ύστερα συμπλήρωσε, «…συνήθως έρχεται και ακουμπάει το κεφάλι του στα πόδια μου». «Είδες λοιπόν που σου μιλάει; Σ’ αγαπάει και γι’ αυτό όταν σε βλέπει, χαίρεται. Όταν όμως δεν είσαι καλά σου συμπαραστέκεται και δεν βάζει πρώτη τη θέλησή του για παιχνίδι αλλά την ανάγκη σου για παρέα. Αυτό άλλωστε δε συμβαίνει στην αγάπη; Όταν αγαπάς κάποιον προσπαθείς να τον κάνεις ευτυχισμένο. Αυτό είναι η ανώτερη ένδειξη αγάπης…» του απάντησε η γιαγιά Αμέλια. «Εσύ μ’ αγαπάς;» τη ρώτησε. «Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και σ’ αγαπώ! Αυτό δε θέλει ερώτημα». «Οπότε θες να με βλέπεις ευτυχισμένο… σωστά;» ρώτησε ξανά, έχοντας πάρει ένα πονηρό ύφος. «Μα και βέβαια», απάντησε ατάραχη εκείνη, σαν να μην είχε καταλάβει τις προθέσεις του. «Τότε γιατί δε μ’ αφήνεις στις εκδρομές να πάω με τα άλλα παιδιά στη θάλασσα; Δεν έχω πάει ποτέ! Και οι ιστορίες σου για την Γαία... Οι περισσότερες είναι γι’ αυτή. Και το ξέρω πως θα μου αρέσει η θάλασσα γιατί την αγαπώ ήδη κι ας μην την έχω συναντήσει ποτέ…» «Αφού τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί αυτά Νάρλεντ. Δεν είναι ώρα ακόμη… Είναι επικίνδυνο για σένα», του απάντησε προσπαθώντας να αποφύγει την κουβέντα που είχαν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. «Σταμάτα να μου φέρεσαι λες και είμαι μωρό! Μεγάλωσα πια! Είμαι ήδη εφτά χρονών και μπορώ να κάνω όλες τις δουλειές εξίσου καλά με όλα τα υπόλοιπα παιδιά εδώ μέσα… και ακόμη καλύτερα! Ποιος έσωσε απ’ το δέντρο την κυρία Κίτυ; Αν δεν είχα σκαρφαλώσει να τη σώσω θα ήταν ακόμη εκεί πάνω και θα νιαούριζε! Και ποιος βρήκε τη μικρή Μαίρη όταν έφυγε απ’ το ορφανοτροφείο και δεν μπορούσε να γυρίσει; Γι’ αυτό καλύτερα να βρεις άλλες δικαιολογίες να μου λες όταν μου φέρεσαι σαν να είμαι δύο χρονών!» απάντησε θυμωμένα ο Νάρλεντ. «Μη μου τα θυμίζεις αυτά Νάρλεντ! Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κάθε φορά που έκανες κάποια τρέλα! Ποτέ μην ξεχνάς πως ακόμη κι αν το θάρρος σου είναι μεγάλο, ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος κινδύνους μεγαλύτερους από αυτό. Όπως επίσης πως για σένα είναι πιο δύσκολο…» αποκρίθηκε εκείνη. «Ξέρω… Επειδή είμαι τυφλός! Το έχω ακούσει εκατομμύρια φορές! Και το βιώνω καθημερινά, κάθε στιγμή. Αυτό όμως δεν είναι πια πρόβλημα. Εδώ μέσα μπορώ και κινούμαι πιο άνετα απ’ τον καθένα! Εδώ και καιρό έχω πάψει να μετράω τις αποστάσεις και όλα γίνονται αυτόματα πια. Και γνωρίζω όλες τις μυρωδιές του σπιτιού… Και της γειτονιάς… Την κάθε γωνιά! Γιατί δε με αφήνεις να μάθω λίγα παραπάνω για τον κόσμο; »Έτσι κι αλλιώς θα έρθει αυτή η ώρα. Δεν προτιμάς να είσαι δίπλα μου σ’ αυτό; Θέλω να σε ακούω. Αλλά θέλω και να με εμπιστεύεσαι. Με πληγώνει η κάθε στιγμή που μου συμπεριφέρεσαι σα να είμαι… μισός. Δεν είμαι…» είπε ο Νάρλεντ τότε, λιγότερο θυμωμένα, αλλά με ξεκάθαρο παράπονο στο ύφος του. «Το ξέρω καλέ μου… Σου έχω πει ήδη αμέτρητες φορές πως σε εμπιστεύομαι. Έχεις έρθει για μεγάλα πράγματα σε αυτή τη ζωή. Θα έρθει η ώρα σου, μην ανησυχείς γι’ αυτό. Είσαι ξεχωριστός Νάρλεντ…» Η γιαγιά Αμέλια τού χάιδεψε το κεφάλι και δυο δάκρυα κύλησαν στα μάτια της που ο Νάρλεντ δεν είδε, αλλά τα ένιωσε… Δεν ήθελε να κάνει τη γιαγιά Αμέλια να στεναχωριέται. Ήξερε πως είχε κάνει πολλά γι’ αυτόν και πως τον αγα-πούσε πολύ βαθιά. «Γιαγιά Αμέλια;» «Ναι αγόρι μου», απάντησε εκείνη με βραχνή φωνή. «Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω. Είναι οι ιστορίες σου που με κάνουν να θέλω τόσο να γνωρίσω πράγματα. Όλοι αυτοί οι θαρραλέοι Ζεκίλς! Και οι Όρφιντς… Μακάρι να υπήρχαν στ’ αλήθεια…» της είπε τελικά, προσπαθώντας να δώσει μια πιο χαρούμενη νότα στην κουβέντα τους. «Μα υπάρχουν Νάρλεντ! Τι φαντάστηκες; Πως μια γριά γυναίκα σαν εμένα θα μπορούσε με το μυαλό της να φτιάξει έναν τόσο μεγάλο κόσμο και να σκαρφιστεί τόσες ιστορίες γι’ αυτόν; Η Γαία υπάρχει φυσικά και πιστεύω πως δεν αργεί και πολύ η ώρα να την επισκεφτείς». Του χαμογέλασε γλυκά κι εκείνος κατάλαβε πως η διάθεσή της άλλαξε. Του άρεσε που η γλυκιά αυτή κυρία είχε πάντα κάτι όμορφο να πει, γεμάτη σοβαρότητα αλλά και ανεμελιά ταυτόχρονα. «Και πού υπάρχουν; Σε αυτό τον κόσμο; Εδώ στη Νέα Υόρκη πάντως αποκλείεται! Εκτός κι αν ζούμε σε ένα απ’ τα νησιά των πειρατών! Είμαστε πειρατές γιαγιά Αμέλια;» τη ρώτησε παιχνιδιάρικα. «Χα, χα, χα!» γέλασε δυνατά εκείνη. «Μα πού τα σκαρφίζεσαι όλα αυτά; Και μετά λες πως εγώ έχω μεγάλη φαντασία! Όχι δεν είναι σε αυτό τον κόσμο Νάρλεντ. Εδώ οι άνθρωποι επέλεξαν να ζουν όλοι μαζί, γιατί πιστεύουν πως οι ανάγκες όλων είναι ίδιες. Στην Γαία τα σύνορα των λαών είναι χωρισμένα διαφορετικά». «Εσύ συνέχεια λες πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι και ίσοι… Τι εννοείς τώρα;» ρώτησε ο Νάρλεντ. «Μα αυτά που σου έχω πει δεν αναιρούν το ένα το άλλο. Στην Γαία οι άνθρωποι ζουν σε τόπους που επέλεξαν με βάση αυτά που αγαπούν περισσότερο. »Ένας Ζεκίλ ας πούμε, ο οποίος έχει στο αίμα του τη θάλασσα δεν θα πήγαινε ποτέ να ζήσει σε μια πόλη της Νόριον που βρίσκεται στα βουνά. Ενώ εδώ, κάποιος μπορεί να έχει όνειρο στη ζωή του να ζήσει ήσυχα σε ένα δάσος, αλλά επειδή βρήκε μια καλή δουλειά επιλέγει να ζει σε μια τεράστια πόλη πολύ μακριά από τη φύση», απάντησε η γιαγιά. «Δεν είναι λίγο χαζό αυτό;» ρώτησε ο Νάρλεντ. «Δεν μπορείς να το λες αυτό. Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σου τα φέρει η ζωή», του απάντησε εκείνη. «Δεν μπορείς να ξέρεις αυτό, όμως μπορείς να ξέρεις τί θέλεις και να προσπαθείς να φτιάξεις τη ζωή σου με βάση τα όνειρά σου, έτσι δεν είναι; Εσύ δε μου λες πάντα πως όλα είναι επιλογές μας και πως αυτές είναι που δείχνουν ποιοι είμαστε;» αποκρίθηκε εκείνος. «Έτσι σου έχω πει, ναι… Γι’ αυτό φρόντισε να κάνεις τέτοιες επιλογές ώστε να είσαι ευτυχισμένος!» «Εγώ για μένα ξέρω τι θέλω!» φώναξε με ενθουσιασμό ο Νάρλεντ. «Αλήθεια; Και τι είναι αυτό παρακαλώ;» τον ρώτησε παι-χνιδιάρικα. «Να πάω στη θάλασσα! Και να ζήσω για πάντα εκεί! Σαν τους Ζεκίλς… Ελεύθερος σαν τα ψάρια», απάντησε και φάνηκε πως ο νους του είχε ταξιδέψει κιόλας στη μακρινή Γαία των παραμυθιών. «Θα πας… Και θα γίνει σύντομα αυτό. Οπότε είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις! Όνειρα γλυκά τώρα καλέ μου Νάρλεντ», απάντησε εκείνη και σηκώθηκε από τη θέση της. «Μα γιαγιά Αμέλια δεν μου τελείωσες την ιστορία του Μέλρον!» παραπονέθηκε. «Είναι αργά… Θα στην πω μια άλλη μέρα που θα έχουμε περισσότερο χρόνο. Πρέπει να πας στο δωμάτιό σου και να κοιμηθείς τώρα». Ο Νάρλεντ ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες τής κυρίως αίθουσας όπου καθόταν με τη γιαγιά Αμέλια δίπλα στο τζάκι και ξάπλωσε αθόρυβα στο κρεβάτι του. Τα υπόλοιπα αγόρια είχαν ήδη κοιμηθεί στον κοιτώνα και άκουγε τις ελαφριές ανάσες τους. Σκεπάστηκε με τις κουβέρτες του και συνέχισε την ιστορία του θαρραλέου Μέλρον στο μυαλό του, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Ταξίδεψε σε μέρη μαγεμένα της Γαίας, σε όνειρα με εικόνες όμως δίχως χρώματα… Δύο χρόνια πέρασαν ήσυχα από εκείνη την ημέρα και ο Νάρλεντ άκουσε πολλές φορές ακόμη την ιστορία του θαρραλέου Μέλρον. Η γιαγιά Αμέλια συνέχισε με αγάπη και υπομονή να λέει ιστορίες στον Νάρλεντ και σε όλα τα υπόλοιπα παιδιά που ζούσαν στο ορφανοτροφείο “Ουράνιο Τόξο”. Όλα τα χρόνια της ζωής του τα είχε ζήσει μέσα σε αυτό το ορφανοτροφείο. Ήταν πολύ μωρό όταν τον βρήκαν στο κατώφλι της πόρτας τους ένα δροσερό πρωινό του Ιουνίου, πριν από εννιά περίπου χρόνια. Δεν είχε μέσα στο καλάθι του κανένα σημείωμα που να εξηγεί ποιος τον άφησε εκεί ή γιατί. Δεν άφησαν ούτε το όνομά του. Η κυρία Μερσέντες που διεύθυνε από τότε το ορφανοτροφείο, τού έδωσε το επίθετό του. Μιας κι εκείνο το μήνα έμπαινε επίσημα το καλοκαίρι τού έδωσε το επίθετο Βεράνο, το οποίο στη χώρα της σήμαινε καλοκαίρι. Η γιαγιά Αμέλια ήταν που πρότεινε το παράξενο όνομα Νάρλεντ… Όταν ήταν πιο μικρός αισθανόταν θυμό για τους πραγματικούς του γονείς. Τον είχαν παρατήσει χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω. Χωρίς να δώσουν καμία εξήγηση σε κανένα. Δεν ήξερε τίποτα για την ταυτότητά του. Πίστευε πως τον εγκατέλειψαν χωρίς να αισθάνονται καθόλου τύψεις, μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκε τυφλός. Μεγαλώνοντας όμως, διαπίστωνε μέρα με τη μέρα πως μπορούσε να χρησιμοποιεί αυτή του την «αδυναμία» σαν χάρισμα κι έτσι δεν τον ενοχλούσε πια. Είχε καταλάβει πως ήταν μάταιο να κρίνει χωρίς να γνωρίζει ποιες ήταν οι συνθήκες που τους ανάγκασαν να τον αφήσουν. Σε αυτό τον βοήθησε πολύ η γιαγιά Αμέλια. Συνεχώς του επισήμαινε ότι κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποιοι είναι οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν δυο γονείς να αφήσουν το μωρό τους και πως αυτό ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς. Κάποια στιγμή, ένα χρόνο περίπου πριν, η γιαγιά Αμέλια τού είχε πει μια καινούρια ιστορία προσπαθώντας να λύσει το μυστήριο που υπήρχε στο μυαλό του. Η ιστορία αυτή ήταν η δική του, αλλά εξιστορημένη μέσα στον παραμυθένιο κόσμο της Γαίας… Η ιστορία έλεγε πως στην μακρινή χώρα της Ζεκίλια γεννήθηκε ένα αγόρι διαφορετικό από όλα τα άλλα. Όλα λοιπόν ξεκίνησαν ένα βροχερό ανοιξιάτικο βράδυ… ‘Ατέλειωτη ήταν η αγωνιώδης σιωπή στην πόλη του Μοκ… Μονάχα η δυνατή βροχή ακουγόταν εκείνη τη νύχτα της Άνοιξης. Οι Ζεκίλς όμως ήταν χαρούμενοι και δεν τους ένοιαζε ο καιρός, γιατί ήξεραν πως η θάλασσα ήταν γενναιόδωρη προς αυτούς εκείνη τη χρονιά. Κάθε καιρός είχε τα καλά του και αυτά κρατούσαν μόνο. Σε όλα τα σπίτια της πόλης συχνά τα βράδια ακούγονταν χαρούμενες φωνές, όχι όμως και αυτό… Προσεύχονταν όλοι για την καλή γέννα της βασίλισσάς τους, της Ζένια. Οι πόνοι κρατούσαν για πολλές ώρες κι αρκετές γυναίκες είχαν πάει να τη βοηθήσουν όπως μπορούσαν. Ο βασιλιάς Μέλρον αγωνιούσε κι αυτός σιωπηλά για τη γέννηση του παιδιού του. Ήξερε όμως απ’ αυτά. Η βασίλισσα τού είχε ήδη χαρίσει τρείς όμορφες κόρες. Θα ήθελε όμως κι ένα αγόρι… Δεν παραπονέθηκε ποτέ γιατί τα αγαπούσε τα κορίτσια. Να όμως… ένα αγόρι θα γινόταν καλός στη θάλασσα. Θα του μάθαινε όλα όσα ήξερε για το ψάρεμα, τις βάρκες, τις εποχές και το νερό· το στοιχείο της φύσης που προστάτευε το λαό τους. Θα του μιλούσε για τη θάλασσα που τόσο απλόχερα τους έδινε εδώ και γενιές τροφή και τόσα καλά, αλλά και που τόσο άξαφνα μπορούσε να τους καταπιεί… Ναι, όλα αυτά θα του έλεγε. Ξημέρωνε πια αχνά στον ωκεανό κι επιτέλους η σιωπή έσπασε… Ένα πνιχτό κλαψούρισμα κι αναστεναγμοί ανακού-φισης. «Είναι αγόρι άρχοντα Μέλρον! Αγόρι ακούς; Και γερό! Δεν ξανάδα τόσο μεγάλο παιδί! Η καημένη η αρχόντισσα ίσα που πρόλαβε να το δει κι αποκοιμήθηκε. Δύσκολη γέννα. Τα κατάφερε όμως πολύ καλά! Έλα, έλα που σου λέω να δεις…» είπε η Ρούβια η στρουμπουλή μαία και του έπιασε το χέρι για να τον καθησυχάσει. «Όλα καλά πήγανε άρχοντα Μέλρον! Έλα να δεις το γιο σου!» Καθοδηγούμενος από τη Ρούβια μπήκε με αργά βήματα στο δωμάτιο. Η βροχή είχε σταματήσει. Ήταν ζεστά μέσα απ’ τη φωτιά που έκαιγε συνεχώς για να βράζουν νερό και πανιά οι γυναίκες. Είχαν προλάβει κιόλας να συμμαζέψουν τα πάντα σχεδόν και κουρασμένες κι αυτές, ξεκίνησαν να φεύγουν. Θα έμενε η Κύρα η αδερφή της Ζένια να την προσέχει, μα και η μεγαλύτερη κόρη τους η Θιάνα που ήταν ήδη οχτώ χρονών και μπορούσε πολύ εύκολα να βοηθήσει. Δίπλα στο κρεβάτι ήταν το καλάθι που είχε πλέξει μόνος του, πριν από τόσα χρόνια για το πρώτο του παιδί… Και τώρα ήταν εκεί, ο μικρός Νάρλεντ, τυλιγμένος με τις φασκιές από καραβόπανο και την προβιά που αγόρασε κάποτε από έναν έμπορο. Είχε δίκιο η Ρούβια, ήταν μεγάλο μωρό. Και όμορφο! Στεκόταν από πάνω του συγκινημένος απ’ το θαύμα της ζωής… Το θαύμα της δικής του ζωής! Ευχαρίστησε τους βυθούς της θάλασσας που άκουσαν τις προσευχές του... Φίλησε στο μέτωπο τη γυναίκα του, η οποία κοιμόταν γαλήνια πια και πήρε το μωρό στην αγκαλιά του. Ο Νάρλεντ ξύπνησε και κοίταξε για πρώτη φορά τον πατέρα του. Είχε όμορφα και μεγάλα γαλανά μάτια… Ο Μέλρον ταράχτηκε, γιατί του ήρθανε μεμιάς στο μυαλό τα λόγια της αρχαίας προφητείας: “ Όταν θα γεννηθεί το παιδί με τη θάλασσα στα μάτια του, τότε οι παλιές μέρες θα επιστρέψουν… Αυτές που υπήρχαν πριν να ξεκινήσει ο χρόνος να μετρά ξανά… Η μαύρη πέτρα που κοιμόταν θα ξυπνήσει και θα δείξει το μεγαλείο της δύναμής της για πρώτη φορά! Οι δυνάμεις των ανθρώπων και των στοιχείων θα χαθούν και η φωτιά που ζέσταινε τις ψυχές τους θα σβήσει… Αυτοί που υπήρχαν και δεν υπάρχουν πια, θα επιστρέψουν και θα είναι διαφορετικοί…Σκοτεινοί σαν τη νύχτα, θα στοιχειώσουν τα όνειρα και θα παγώσουν τις καρδιές…” Ο λαός της Ζεκίλια τις σεβόταν τις προφητείες και περίμενε να’ ρθούν. Είχαν γραφτεί από σοφούς προφήτες και ήταν το πεπρωμένο τους. Ο βασιλιάς Μέλρον το γνώριζε καλά αυτό. Ποτέ δε θα αμφισβητούσε τα λόγια των σοφών. Αλλά να… μετά από τόσους αιώνες σαν μύθος φάνταζε η προφητεία αυτή πια. Τα χρόνια περνούσαν και τίποτα σχεδόν δεν άλλαζε στην ήσυχη πόλη του Μοκ. Μα τώρα αυτό! Πώς ήταν άραγε δυνατόν ένα παιδί των Ζεκίλς, με τόσο σκούρο δέρμα, να έχει στα μάτια του το χρώμα της θάλασσας; Κι όμως, τούτη τη στιγμή κρατούσε στα χέρια του το παιδί της προφητείας… Το δικό του παιδί… Ο Μέλρον και η Ζένια έκλαψαν πολύ με την απόφαση που πήραν. Το φορτίο της ευθύνης που έφεραν ήταν ασήκωτο και η καρδιά τους ράγιζε μέρα με τη μέρα… Ήξεραν πως ήταν για το καλό του παιδιού τους, μα παράκουσαν την προφητεία κι έκρυψαν την αλήθεια από όλους. Η ταυτότητα του Νάρλεντ παρέμεινε μυστική για τους κατοίκους του Μοκ της Ζεκίλια, μα και για ολόκληρο τον λαό τους. Λίγες μέρες μετά τη γέννηση του Νάρλεντ, ο Μέλρον πήρε το μωρό και μπήκε στη βάρκα του κινώντας για το νησί της Εθέλ. Εκεί κάλεσε την κυρά της Θάλασσας, τη γοργόνα Νωρίν, για να ζητήσει την συμβουλή και την ερμηνεία της. Ελάχιστοι θνητοί είχαν επισκεφτεί εκείνο το μέρος και ο Μέλρον ήταν ένας από αυτούς. Οι γοργόνες, όπως και όλα τα πλάσματα του ωκεανού και των ακτών, τού χρωστούσαν ευγνωμοσύνη. Ο Μέλρον ήταν αυτός που πήρε πίσω το μαγικό κοχύλι από τη Τένντρα και ήταν πάντοτε καλοδεχούμενος στο νησί. Η Νωρίν επιβεβαίωσε όλους τους φόβους του, όμως του είπε πως ήταν τεράστιας σημασίας θέμα η ασφάλεια του μωρού. Κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει κάτι για την ύπαρξή του, αλλά ούτε και ο ίδιος ο μικρός θα έπρεπε να έχει την παραμικρή ιδέα για την προφητεία και τη σημασία της. Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό ήταν να κρύψουν το μωρό και να μεγαλώσει κάπου απομακρυσμένο από όλα αυτά. Κανένα μέρος όμως δεν ήταν ασφαλές για να κρατηθεί αυτό το μυστικό, ακόμη κι αν αυτό προστατευόταν από μαγικά πλάσματα. Η μόνη λύση ήταν να φιλοξενηθεί σε κάποιον άλλο κόσμο, ώστε να επιστρέψει όταν θα ερχόταν η ώρα. Και θα έπρεπε να προφυλαχτεί κι από τον ίδιο τον Νάρλεντ η αλήθεια. Η Νωρίν άπλωσε λευκά φύκια στα μάτια του Νάρλεντ ψιθυρίζοντας ένα ξόρκι της θάλασσας και το παιδί έπαψε να βλέπει. Τον κάλυψε με έναν σκούρο μανδύα και του χαμογέλασε. Γύρισε και κοίταξε τον Μέλρον με συμπόνια. «Μη στεναχωριέσαι άρχοντα των ανθρώπων. Ο χρόνος είναι περίεργο πράγμα κι εσείς οι θνητοί δεν μπορείτε να τον καταλάβετε απόλυτα. Όλοι είμαστε μικρά κομμάτια μέσα του και ξεχνιόμαστε μα και ξεχνάμε… »Οι προφητείες δεν είναι ποτέ μόνον καλές ή μόνον κακές. Ο γιός σου θα επιστρέψει, μα όχι σαν κατατρεγμένος όπως είναι τώρα που φεύγει. Η γέννησή του μπορεί να συνάδει με δεινά, όμως η πορεία της ζωής του θα σηματοδοτήσει μια καινούρια εποχή για την Γαία και τις φυλές των ανθρώπων… »Η ώρα που θα συναντηθείτε ξανά μπορεί τώρα να φαντάζει πολύ μακρινή, μα όταν έρθει θα νομίσεις πως πέρασε μονάχα μια μέρα από τότε που τον είδες για τελευταία φορά…» Αυτά είπε η Νωρίν και του χαμογέλασε. Έμοιαζε νέα και ήταν πολύ όμορφη, όμως στα μάτια της μπορούσε να διακρίνει κανείς σοφία πολλών αιώνων… «Έχε γεια άρχοντα Νάρλεντ. Θα ανταμώσουμε ξανά σύντομα και θα παλέψουμε όλοι στο πλάι σου όταν θα έρθει η ώρα της βασιλείας σου», είπε και άγγιξε στο μέτωπο το μωρό. Το μωρό τότε κοιμήθηκε με μιας, σα να το μάγεψε η μελωδική φωνή της. «Μην ανησυχείς πια άρχοντα Μέλρον. Ο γιός σου είναι σε ασφαλή χέρια τώρα». Ο Μέλρον την κοίταξε με αγωνία. Η θλίψη ήταν ξεκάθαρη στο πρόσωπό του, όμως είχε πίστη στα λόγια της. «Σ’ ευχαριστώ σοφή κυρά των θαλασσών για την καλή πίστη που δείχνεις στην προφητεία. Το ξέρω πως το παιδί μου θα ζήσει μακριά από μένα και ίσως να μη γνωρίσει ποτέ την ύπαρξή μου. Όμως ξέρω πως θα είναι σε καλά χέρια από εδώ και μπρος. Ελπίζω να ζήσω για τη στιγμή που θα τον ξαναδώ κι εύχομαι να συγχωρήσει την απελπισία ενός αδύναμου θνητού...» απάντησε ο Μέλρον με πίκρα στην ψυχή του. Αυτά είπε ο βασιλιάς της Ζεκίλια και κίνησε για το Μοκ. Την επόμενη μέρα είπε στους κατοίκους της πόλης πως το παιδί ήταν νεκρό από ασθένεια που το χτύπησε ξαφνικά και ήταν πολύ μικρό για να αντέξει. Οι κάτοικοι του Μοκ, ευγενικοί από τη φύση τους, δεν ανέφεραν ποτέ ξανά το μωρό αυτό γιατί ήξεραν πως η θύμησή του μόνο πόνο μπορούσε να προκαλέσει στον βασιλιά τους τον Μέλρον .’’ «Και το μωρό αυτό ήσουν εσύ Νάρλεντ...» Με αυτά τα λόγια τελείωσε την ιστορία της η γιαγιά Αμέλια κι ο Νάρλεντ την άκουγε σχεδόν μαγεμένος όση ώρα την διηγούταν. Ταξίδεψε με το μυαλό του σε αυτό τον άλλο μαγευτικό κόσμο, όπου είχε γονείς που τον αγαπούσαν κι ο ίδιος ήταν ένας άρχοντας, ο οποίος θα έσωζε ολόκληρο τον κόσμο όταν θα ερχόταν η ώρα. …Όμως ο Νάρλεντ ξέσπασε ξαφνικά… «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Είσαι πολύ σκληρή! Δεν υπάρχει αυτός ο κόσμος που μου περιγράφεις! Ούτε είμαι κάποιος άρχοντας! Ούτε έχω γονείς που με αγαπούν…» Η φωνή του εκεί έσπασε κι ένας λυγμός βγήκε με τα επόμενα λόγια του. «Οι γονείς μου, όποιοι και να είναι, απλώς με εγκατέλειψαν και δεν δίνουν δεκάρα για μένα! Δεν είμαι τίποτα άλλο από ένα τυφλό παιδί που ζει σε ορφανοτροφείο και δεν το εμπι-στεύονται να πάει ούτε μέχρι την απέναντι γωνία. Γι’ αυτό μη μου γεμίζεις το κεφάλι με πράγματα που δεν μπορούν να συμβούν ποτέ…» Ο Νάρλεντ έκλαιγε πια κι εκείνη απλώς του χάιδεψε το κεφάλι και σηκώθηκε. «Έχε υπομονή άρχοντα Νάρλεντ… Η ώρα σου πλησιάζει...» ψιθύρισε χωρίς να την ακούσει και απομακρύ-νθηκε. Ο Νάρλεντ δεν άργησε να ξαναμιλήσει στη γιαγιά Αμέλια. Την αγαπούσε πολύ και ήξερε μέσα του πως εκείνη ποτέ δεν είχε πρόθεση να τον πληγώσει. Απλώς της άρεσε να λέει ιστορίες. Ποτέ όμως δεν του ξαναείπε αυτή την ιστορία. Η γιαγιά Αμέλια είχε φτάσει στο ορφανοτροφείο λίγο πριν από εκείνον και από τότε ζούσε και εργαζόταν εκεί. Θα μπορούσε να μη μένει εκεί ή να φεύγει πιο συχνά για να επισκέ-πτεται την αδερφή της, όμως εκείνη προτιμούσε να περνάει τον περισσότερο χρόνο της στο “Ουράνιο Τόξο”. Έγινε για όλα τα παιδιά η γιαγιά Αμέλια και την αγαπούσαν πολύ για τις παράξενες ιστορίες της. Ήταν μυστήρια κυρία. Ενώ ήταν μεγάλη σε ηλικία, είχε μέσα της μια φλόγα και μια ζωντάνια που θα μπορούσε να πει κανείς πως έμοιαζε με μικρό κορίτσι πολλές φορές. Και η φωνή της ήταν γλυκιά και μελωδική. Γι’ αυτό και ο Νάρλεντ την αγαπούσε και την εκτιμούσε πολύ, όπως και τους υπόλοιπους εκεί μέσα. Αλλά εκείνη λίγο περισσότερο... Edited April 11, 2013 by aScannerDarkly Αφαίρεση Links 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ad Noctum Posted May 2, 2013 Share Posted May 2, 2013 Η έναρξη μίας ενδιαφέρουσας φανταστικής ιστορίας. Πολύ καλογραμμένη, σε κάνει να θες να διαβάσεις παρακάτω και σου αφήνει την αίσθηση της αναμονής του επόμενου κεφαλαίου. Μία μικρή σύγχυση επικρατεί στο σημείο που μιλάει ο Νέλραντ με την γιαγιά του. Και εξηγούμε: Ως εκείνο το σημείο, νοιώθω ότι διαβάζω μία ιστορία που εξελίσσεται σε έναν φανταστικό κόσμο. Στο σημείο εκείνο τα ονόματα (Νέλραντ & Αμέλια) συνεχίζουν να με κάνουν να πιστεύω ότι είμαι σε φανταστικό κόσμο. Σε εκείνο το σημείο όμως μου εμφανίζονται δύο άλλα ονόματα ζώων (Φλάφι & Κίτυ) και με πετάνε εντελώς εκτός φαντασίας. Ακόμα πιο κάτω έρχεται και η Νέα Υόρκη για να καταλάβω επιτέλους ότι δεν είμαι σε φανταστικό κόσμο, αλλά στον πραγματικό... Θέλει λίγη δουλίτσα το κομμάτι αυτό, γιατί εμένα ως αναγνώστη δεν μου έκατσε καθόλου καλά. Ίσως αν έβαζες από την αρχή κάποιο στοιχείο που να φανερώνει ότι μεταφερθήκαμε σε πραγματικό κόσμο, να δούλευε καλύτερα. Έχεις χτίσει δύο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, περιμένω να δω πως θα εξελιχθούν μέσα από τις ιστορίες σου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.