Dena Posted April 19, 2013 Share Posted April 19, 2013 (edited) Όνομα Συγγραφέα: D.K.MantzariΕίδος: Φανταστική λογοτεχνίαΒία: ΌχιΣεξ: ΌχιΑριθμός Λέξεων: 5.000Αυτοτελής: Όχι. Πέμπτο κεφάλαιο από την ιστορία: ‘‘Τα Ελκαρίμ της Δύναμης’’.Σχόλια: Ο Ανιόρ είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες στην τριλογία ‘’Η αφύπνιση της Γαίας’’ και αυτό είναι το κεφάλαιο γνωριμίας μαζί του. Η Λευκή Πόλη «Ανεπίτρεπτο!!! Ο μελλοντικός πρώτος φρουρός της πρώτης φρουράς να παίζει μουσική και να τραγουδάει στις πλατείες της πόλης!» φώναξε ο βασιλιάς Αρίατορ βαδίζοντας πάνω κάτω κατακόκκινος από τον θυμό του. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Μονάχα η ασθματική ανάσα του βασιλιά ακουγόταν, μα η οργή του ήταν ικανή να γεμίσει το χώρο χωρίς να χωράει τίποτα άλλο εκεί. Η λευκή αίθουσα του θρόνου φωτιζόταν από το άπλετο φως που έμπαινε από τα θολωτά παράθυρα, ενώ στο βάθος ήταν κρεμασμένο στον τοίχο πίσω από τον θρόνο το έμβλημα της Νόριον. Ένας περήφανος αετός με ανοιγμένα τα φτερά του σε γκρίζο φόντο. Οι δυο νέοι στέκονταν σε στάση προσοχής μπροστά στο βασιλιά τους, φορώντας τις μολυβί στολές των εκπαιδευόμενων της πρώτης φρουράς, με σύμβολο στο θώρακά τους το Αστέρι του Πάγου σε λευκό χρώμα. Όταν θα ερχόταν η ώρα να μπουν στην κανονική φρουρά μετά την ενηλικίωσή τους, τότε το Αστέρι του Πάγου θα έλαμπε ασημί πάνω στις στολές τους ραμμένο με ασημοκλωστή και θα είχαν τις διακριτικές ασημί γραμμές στο κάτω μέρος των μανικιών τους. Κανείς δεν μιλούσε, παρά περίμεναν την οργή του βασιλιά Αρίατορ να ξεσπάσει για ακόμη μια φορά επάνω τους. Οι υπόλοιποι φρουροί της αίθουσας στέκονταν κι εκείνοι ακίνητοι και σίγουρα μέσα τους αισθάνονταν τυχεροί που δεν βρίσκονταν στην θέση των δυο. Οι στολές τους ήταν διαφορετικές, γιατί άνηκαν απλώς στην φρουρά του παλατιού και είχαν ένα γκρίζο χρώμα πιο ανοιχτό από αυτές της πρώτης φρουράς, που έμοιαζε με του συννεφιασμένου ουρανού. Ήταν απλές και δεν είχαν κάποιο διακριτικό πάνω τους εκτός από τον αετό της Νόριον. «Περιμένω απαντήσεις!» μούγκρισε ο βασιλιάς. Ο ένας από τους δυο νεαρούς έκανε ένα βήμα μπροστά, γιατί σε αυτόν απευθύνονταν οι περισσότερες κατηγορίες και πήρε το λόγο. «Βασιλιά μου, η πρώτη φρουρά δεν υπάρχει για να φυλάει την πόλη ούτε και να την φοβούνται οι κάτοικοί της. Τα τραγούδια που γράφτηκαν και πέρασαν στην ιστορία αιώνες τώρα και μιλούν για κατορθώματα μεγάλων πολεμιστών, πρέπει να τα μάθει κι ο λαός. Από ποιους θα τα μάθουν καλύτερα αν όχι από αυτούς που τα γνωρίζουν;» «Αυτές είναι δουλειές των αυλητών και των μουσικών! Πώς είναι δυνατόν να περπατούν στους δρόμους της Λευκής Πόλης φρουροί της πρώτης φρουράς και ο κόσμος να τους χαιρετάει λες και είναι γείτονές τους; Κι εσύ Κέλντορ, πώς μπόρεσες να συναινέσεις σε μια τέτοια κίνηση;» συνέχισε ο βασιλιάς κοιτάζοντας τον άλλο εκπαιδευόμενο νεαρό φρουρό. «Ο πατέρας σου ήταν μικρότερος από σένα όταν μπήκε στους εκπαιδευόμενους της πρώτης φρουράς! Ένας από τους καλύτερους άντρες μου που τίμησε τη θέση του καλύτερα από όλους! Και αντί να πάρεις το παράδειγμά του, εσύ ακολούθησες τον Ανιόρ στο τραγούδι και τον συνόδευες με τη φλογέρα σου! Αν είναι δυνατόν! Θα έπρεπε να τιμωρηθείτε παραδειγματικά και οι δυο για τα ρεζιλίκια σας!» Ο βασιλιάς Αρίατορ μόλις είπε αυτά κάθισε ξαναμμένος από θυμό στον λευκό του θρόνο του οποίου η πλάτη κατέληγε σε δυο τεράστια μαρμάρινα φτερά και στην κορυφή υπήρχε ένα εστεμμένο κεφάλι αετού. Ακούμπησε τα χέρια του στα μπράτσα του θρόνου κι έσφιξε τα γαμψά μαρμάρινα αετίσια νύχια που ήταν σμιλεμένα εκεί. Έμεινε σιωπηλός για λίγο και έριξε ακόμη ένα παγωμένο βλέμμα στους δυο νέους που περίμεναν σε στάση προσοχής το πρόσταγμα του βασιλιά τους. «Κέλντορ… Τιμωρείσαι για ένα μήνα στα κατασκευαστικά έργα της πόλης! Και να παραδώσεις τη στολή σου μέχρι να λήξει η ποινή σου! Όσο για σένα Ανιόρ… Φύγε από μπροστά μου!» Ο Κέλντορ ντροπιασμένος από τα λόγια του βασιλιά, κατέβασε το κεφάλι του και ήταν έτοιμος να γυρίσει να φύγει από την αίθουσα. Ο Ανιόρ όμως τον σταμάτησε με το χέρι του κι έκανε ακόμη ένα βήμα μπροστά, ορθώνοντας το ανάστημά του και μιλώντας με δυνατή και καθαρή φωνή. «Βασιλιά μου ζητώ να τιμωρηθώ κι εγώ όπως ο Κέλντορ!» «Τώρα βρήκες να αποδείξεις το θάρρος σου; Σε μένα; Είσαι δώδεκα χρονών και αντί να προτιμάς να ξιφομαχείς όπως όλοι οι νεαροί της ηλικίας σου, εσύ κάθεσαι και διαβάζεις βιβλία!» «Η γνώση είναι η μεγαλύτερη δύναμη για έναν άντρα και όχι η μυϊκή. Έτσι δεν έχεις πει αμέτρητες φορές στο παρελθόν βασιλιά μου; Ένας άμυαλος πολεμιστής είναι πιο εύκολο να πεθάνει από έναν άοπλο διπλωμάτη», απάντησε με ήρεμη φωνή ο Ανιόρ στον βασιλιά Αρίατορ. «Καλώς λοιπόν! Να παραδώσεις κι εσύ αμέσως τη στολή σου και να ακολουθήσεις τον φίλο σου στα κάτεργα! Εκεί μπορεί να γίνεις περισσότερο μυαλωμένος από όσο είσαι τώρα, αφού έτσι το θες!» Με τα λόγια αυτά του Αρίατορ, ο Κέλντορ προχώρησε βιαστικά προς τον βασιλιά του και υποκλίθηκε γονατίζοντας στο ένα πόδι. «Συγχωρείστε με βασιλιά μου για την κίνηση αυτή, αλλά επιτρέψτε μου να σας ζητήσω να εκτίσω εκτός από την δική μου ποινή κι αυτή του Ανιόρ μαζί». Ο Αρίατορ κοίταξε για μια στιγμή τον νεαρό Κέλντορ επιδοκιμαστικά και ύστερα του είπε: «Το γνωρίζω πως είσαι πολύ πιστός στον πρίγκιπά σου Κέλντορ. Γνωρίζω επίσης πως είναι πολύ ντροπιαστικό για τον μελλοντικό βασιλιά της Νόριον να δουλεύει στα κάτεργα… Εκείνος το επέλεξε όμως! Το ίδιο ντροπιαστικό είναι επίσης για εκείνον να μιλάει με τους εμπόρους της πόλης και τα παιδιά λες και είναι φίλοι του! Μπορείτε να φύγετε τώρα από μπροστά μου κι ελπίζω να σας βάλει λίγο μυαλό η τιμωρία σας!» Τα δυο αγόρια υποκλίθηκαν μπροστά στον βασιλιά τους και βγήκαν από την αίθουσα. Έξω από αυτήν τους περίμενε μια υπηρέτρια του παλατιού και μόλις τους είδε υποκλίθηκε και είπε: «Πρίγκιπα Ανιόρ, η βασίλισσα σας ζήτησε… Σας περιμένει στα διαμερίσματά της». Ο Ανιόρ ένευσε καταφατικά, εκείνη υποκλίθηκε και πάλι κι αποχώρησε. «Ανιόρ αυτό που έκανες ήταν ανεπίτρεπτο! Μα ποιός έχει ξανακούσει πως ένας πρίγκιπας της Νόριον θα επισκεύαζε ποτέ δρόμους και τείχη; Δεν έπρεπε να ζητήσεις τιμωρία!» είπε ο Κέλντορ όταν έμειναν μόνοι. «Φίλε μου περισσότερο ατιμωτικό θα ήταν για μένα να με κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη μου αν τη γλίτωνα, παρά να τιμωρηθώ κι εγώ όπως έκρινε πιο δίκαια ο βασιλιάς για αυτό το παράπτωμά μας. Ακόμη και σε εκείνον θα φανεί σωστή αυτή η κίνηση. Ένας βασιλιάς πάνω από όλα θα πρέπει να είναι δίκαιος και όχι να κάνει διακρίσεις. »Άλλωστε γνωρίζουμε και οι δυο πολύ καλά ποιός έφταιγε για όλη αυτή την αναστάτωση, ανεξάρτητα με το αν πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να γίνει θέμα. Ο βασιλιάς έκρινε πως ήταν λάθος και μας τιμώρησε γι’ αυτό. Δεν χρειάζεται να το συζητάμε τώρα και να απολογούμαστε για τις πράξεις μας ο ένας στον άλλο. Θα συναντηθούμε πάλι αύριο πρωί πρωί όταν θα παραδώσουμε τις στολές μας». Ο Κέλντορ ένευσε στον Ανιόρ και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του παλατιού χωρίς να του πει κάτι άλλο, γιατί ήξερε πως είχε δίκιο για ακόμη μια φορά. Γνωρίζονταν από πολύ μικροί και ήταν ήδη πολύ καλοί φίλοι. Γνώριζε πως ο Ανιόρ ήταν εξαιρετικά έξυπνος και ξεχώριζε ανάμεσα σε πολλούς της ηλικίας του, αλλά και μεγαλύτερους ακόμη. Ο Ανιόρ περπάτησε ανάμεσα από τους μεγάλους και λαμπερούς διαδρόμους του παλατιού της Λευκής Πόλης Άντο Νεβάρ και θαύμασε για ακόμη μια φορά τα λευκά μάρμαρα που υψώνονταν αιώνες τώρα, κάνοντας αυτό το παλάτι να είναι το πιο φημισμένο από όλα στην Γαία. Οι μεγαλύτεροι πολεμιστές όλων των εποχών είχαν περάσει από τις πύλες αυτού του παλατιού και από την αρχή της ύπαρξής του είχε διοικηθεί από τους πιο δίκαιους άρχοντες του κόσμου. Ήταν κι ο πατέρας του ένας από αυτούς, μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Εκείνος ήταν που τού έμαθε τα περισσότερα από αυτά που γνώριζε. Πάντοτε του έλεγε πως δεν μπορεί να διοικήσει ένα βασίλειο κάποιος αν δεν γνωρίζει πρώτα από όλα τους ανθρώπους του. Έπρεπε να ξέρει για τον τρόπο που ζει ο καθένας, από τον πιο πλούσιο μέχρι τον πιο φτωχό. Να μάθει να ξεχωρίζει τον μεγαλύτερο ευγενή αλλά και τον χειρότερο κλέφτη. Πριν από τέσσερα χρόνια όμως συνέβη κάτι τραγικό στην οικογένειά τους και αυτό επηρέασε αρκετά την κρίση του πατέρα του. Η μεγάλη του αδερφή Ιριένα αρρώστησε βαριά και πέθανε από μια παράξενη ασθένεια που είχε προσβάλει κυρίως παιδιά. Εκείνος στάθηκε τυχερός γιατί ενώ έβγαινε αρκετά από το παλάτι και έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, δεν προσβλήθηκε από την ασθένεια αυτή. Η αδερφή του θα γινόταν βασίλισσα της Νόριον και όχι αυτός. Παραδοσιακά στη Νόριον -όπως και στις περισσότερες φυλές των Μέλχιντ- ανάδοχος του θρόνου ήταν το πρωτότοκο παιδί ανεξαρτήτως φύλου. Έτσι ο Ανιόρ μέχρι τα οχτώ του χρόνια -πριν χάσει την αδερφή του- βρισκόταν σχεδόν στην αφάνεια κάνοντας αυτά που προτιμούσε περισσότερο. Διάβαζε ιστορία και ποιήματα και γνώριζε τα περισσότερα τραγούδια που είχαν ποτέ γραφτεί. Όλα αυτά με την καθοδήγηση του Ράζα, που ήταν ο σύμβουλος βασιλιά και ο οποίος αποδείχτηκε ο σημαντικότερος δάσκαλος γι’ αυτόν. Εκτός από αυτά, στην ηλικία των έξι κιόλας χρόνων, άρχισε να εκπαιδεύεται στα όπλα γιατί έτσι κι αλλιώς προοριζόταν για την πρώτη φρουρά του παλατιού. Έγινε ασυναγώνιστος στην τοξοβολία και στο πέταγμα του μπούμερανγκ, όμως δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα και στο σπαθί. Παρόλα αυτά κι ενώ είχε τους καλύτερους δασκάλους και εκπαιδευτές της Γαίας, κατάφερνε να μένει στο παρασκήνιο γιατί πάντοτε ήταν πιο μοναχικό παιδί από την αδερφή του, πάνω στην οποία εστιαζόταν το ενδιαφέρον όλων. Εκείνη το απολάμβανε όπως κι ο Ανιόρ που την θαύμαζε όσο κανέναν! Το πλήγμα του χαμού της ήταν τεράστιο για εκείνον, όμως στη συνέχεια κλήθηκε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στους γονείς του που φαίνονταν να παραδίνονται στη μοίρα μετά τον θάνατό της. Η Ιριένα ήταν ένα από τα πιο χαρισματικά κορίτσια που υπήρχαν και τους είχε κερδίσει όλους με τους ευγενικούς της τρόπους. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών όταν πέθανε και όλοι συνταράχτηκαν από το γεγονός. Περισσότερο από όλους η μητέρα τους, η οποία δεν άντεξε το αιφνίδιο γεγονός και από τότε έμοιαζε να μη δέχεται την πραγματικότητα και προτι-μούσε να ζει στη δική της. Ο πατέρας του την αγαπούσε τόσο, που ράγισε η καρδιά του να τη βλέπει έτσι. Είχε διατάξει να μη μένει ποτέ μόνη της και να την φροντίζουν συνεχώς, ώστε να είναι πάντοτε η πιο όμορφη γυναίκα της Νόριον! Γιατί αυτό ήταν η μητέρα του… Είχαν γνωριστεί εντελώς τυχαία σε νεαρή ηλικία, όταν ο πατέρας του είχε βγει για κυνήγι με άλλους νεαρούς άντρες στα βουνά Νιβόρια της Άντο Νεβάρ. Την είδε να μαζεύει φρούτα από ένα δέντρο στην ποδιά της κι από τότε την ερω-τεύτηκε τρελά! Τα μακριά ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν και το γαλάζιο βλέμμα της ήταν τόσο βαθύ που πίστεψε ότι θα μπορούσε να πνιγεί μέσα του! Ο πατέρας του Αρίατορ, ο τότε βασιλιάς της Νόριον Ανίατορ, δεν θέλησε αρχικά αυτή την ένωση γιατί η κοπέλα αυτή δεν άνηκε σε ‘ευγενική’ οικογένεια. Ο Αρίατορ του είπε πως αν δεν γινόταν αυτός ο γάμος, τότε ο οίκος τους θα έσβηνε μαζί με εκείνον αφού αν δεν παντρευόταν εκείνη δεν θα παντρευόταν ποτέ καμία! Ο βασιλιάς εφόσον γνώριζε πως είχε κληρονομήσει το πείσμα του στον γιο του, δέχτηκε να γίνει αυτός ο γάμος. Η πρώτη φορά που αντίκρισε την Ελάινα ήταν στον γάμο της με τον Αρίατορ και θαμπώθηκε από την ομορφιά της! Είπε πως αυτή θα γινόταν η πιο γνωστή βασίλισσα της Νόριον και θα δοξαζόταν για την ομορφιά της! Τα λόγια του βγήκαν αληθινά, μιας και δεν άργησε ο κόσμος να μιλά με θαυμασμό για την Ελάινα, την Λευκή κυρία της Άντο Νεβάρ. Αμέσως έγινε αγαπητή και κανείς δεν ανέφερε ποτέ πως δεν άξιζε τον ευγενικό τίτλο της βασίλισσας επειδή δεν είχε ευγενικό αίμα. Η βασίλισσα Ελάινα όμως χάνοντας την κόρη της έχασε και τη λάμψη της, όπως κι ένα μεγάλο μέρος του εαυτού της. Η καρδιά της έγινε εύθραυστη από τότε κι όσο κι αν ο αγαπημένος της σύζυγος έκανε τα πάντα, εκείνη τον περισσότερο καιρό ήταν άρρωστη μην μπορώντας να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της. Ο Αρίατορ από αυτή την τραγωδία της οικογένειάς του έγινε πιο μελαγχολικός και αμίλητος. Δεν έμοιαζε πια με τον χαρούμενο βασιλιά που έβγαινε κάθε μέρα και μιλούσε με όλους τους ανθρώπους της πόλης. Προτιμούσε να κλείνεται στον εαυτό του και όταν του το επέτρεπε το καθήκον του, βρισκόταν στο πλάι της βασίλισσάς του. Έγινε πιο σκληρός με τους ανθρώπους και κανείς δεν μπόρεσε να τον πλησιάσει αρκετά ώστε να μοιραστεί μαζί του τον πόνο του. Ούτε καν ο γιος του ο Ανιόρ, που τον αγαπούσε πολύ. Πάντοτε έτρεφε πολύ βαθιά αισθήματα και μεγάλο θαυμασμό για αυτό το αγόρι που ξεχώριζε για τη σοβαρότητα και την ευγένεια των τρόπων του. Πάντα έλεγε πως δεν χρειαζόταν κάποιος να έχει βροντερή φωνή για να πείσει με τον λόγο του, παρά να έχει τον Ανιόρ στο πλευρό του που μπορούσε να πείσει για ό,τι ήθελε ακόμη και τους πιο τρανούς και άγριους άρχοντες του κόσμου! Όταν η Ιριένα χάθηκε ένα ακόμη βάρος έπεσε στους ώμους του Ανιόρ πέρα από τον χαμό της αδερφής του. Ήταν πλέον το μοναδικό παιδί του βασιλιά και της βασίλισσας, οπότε αυτόματα γινόταν ο διάδοχος του θρόνου. Ποτέ δεν κατάλαβε από την συμπεριφορά του πατέρα του κάτι κακό ή υποτιμητικό για εκείνον, όμως όταν τον κοίταζε έβλεπε την σκιά της αδερφής του να περνά μπροστά από τα θλιμμένα του μάτια. Ο Ανιόρ είχε φτάσει στην πόρτα την μητέρας του. Χτύπησε κι αφού άκουσε την φωνή της πέρασε μέσα. «Καλησπέρα γιε μου… Πώς ήταν η μέρα σου;» «Συνηθισμένη μητέρα… Μου είπαν πως με ζήτησες». Η μητέρα του τον κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα, σαν να μη θυμόταν πως είχε ζητήσει κάτι τέτοιο. Παρόλο που φο-ρούσε ένα απλό γαλάζιο φόρεμα και είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, ήταν πολύ όμορφη. Κανείς δεν θα καταλάβαινε αν την έβλεπε πως το μυαλό της βασανιζόταν τόσο πολύ. Πέρασαν μερικές στιγμές κοιτάζοντάς τον αμήχανα, όμως μετά από λίγο του είπε: «Απλώς ήθελα να σε δω για λίγο. Τι όμορφος που είσαι μέσα στη στολή σου…» Τότε σηκώθηκε και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά του γιου της που έμοιαζαν πολύ με τα δικά της και τον κοίταξε γλυκά. «Είμαι σίγουρη πως αν ήσουν εσύ το πρώτο μου παιδί, θα γινόσουν ξακουστός βασιλιάς της Νόριον μια μέρα! Πιστεύω όμως πως και η αδερφή σου δεν θα τα πάει άσχημα. Έχει γίνει και άριστη στην τοξοβολία έμαθα… Παράξενο. Πάντα πίστευα πως το σπαθί της άρεσε περισσότερο. Τέλος πάντων… Αν τη δεις γιε μου, πες της πως την περιμένω για το τσάι που είχαμε κανονίσει να πιούμε μαζί. Σήμερα ήρθε φρέσκο και είναι από τα καλύτερα των κάμπων της Τουθίλια!» «Εντάξει μητέρα… θα της το πω μόλις τη δω. Χρειάζεσαι κάτι άλλο από μένα;» «Όχι Ανιόρ μικρέ μου… Θα γινόσουν σίγουρα ένας πολύ μεγάλος βασιλιάς…» Η βασίλισσα Ελάινα φίλησε τον γιο της και εκείνος βγήκε από το δωμάτιο γεμάτος θλίψη και μελαγχολία. Πάντα τον έθλιβε η κατάσταση της μητέρας του, όμως τον τελευταίο καιρό χειροτέρευε και δεν ήξερε πού θα έφτανε αυτό. Παρόλα αυτά ποτέ δεν της αρνήθηκε χατίρι και αναζητούσε την παρέα της μιας και πάντα παρέμενε η αγαπημένη μητέρα του. Πέρασαν δεκαπέντε μέρες όταν ο βασιλιάς Αρίατορ ανακάλεσε την ποινή για τον Ανιόρ και τον Κέλντορ. Ο λόγος ήταν η άφιξη ενός μεγάλου δασκάλου της εποχής στην Λευκή Πόλη της Νόριον. Οι φρουροί της πρώτης φρουράς έπρεπε να είναι παρόντες, όπως επίσης και οι εκπαιδευόμενοι για αυτήν. Ένας παραπάνω λόγος ήταν πως δεν θα μπορούσε να λείπει ο πρίγκιπας της Νόριον! Ο Ανιόρ και ο Κέλντορ μόλις άκουσαν τη διαταγή έσπευσαν να πάνε στο παλάτι. Ήταν αρκετά κουρασμένοι και οι δυο, όμως όχι όσο τις πρώτες μέρες. Δεν είχαν ξαναδουλέψει τόσο σκληρά κι αν οι εργάτες δεν είχαν τόσο κέφι και δεν τους ενθάρρυναν, τότε σίγουρα θα ένιωθαν περισσότερο κουρασμένοι. Παρόλο που σε άλλη περίπτωση ο Ανιόρ δεν θα έκανε μια τέτοια δουλειά, ακόμη κι αν γύριζε τον χρόνο πίσω δεν θα ήθελε να αλλάξει αυτή του την εμπειρία. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι παρά τα τραχιά τους χέρια είχαν πολύ λεπτούς τρόπους απέναντί του και του έμαθαν πολλά που δεν θα είχε την ευκαιρία να μάθει με άλλον τρόπο. Ο βασιλιάς ο Αρίατορ ναι μεν θέλησε να τιμωρήσει τον γιο του αλλά να μην τον ρίξει στα μάτια του λαού τους κι έτσι δεν τον έστειλε στις εσωτερικές επισκευές των δρόμων και των τειχών, αλλά στις εξωτερικές. Δεκαπέντε μέρες λοιπόν ο Ανιόρ έμαθε πολλά για την κατασκευή του τείχους. Τα δυνατά και τα τρωτά σημεία του. Ορθωνόταν ψηλό και κατάλευκο γύρω από την πόλη και την προστάτευε μέσα στην αγκαλιά του, έχοντας στην κεντρική πύλη τους δύο πελώριους πέτρινους αετούς να την πλαισιώνουν. Πρώτη φορά ασχολήθηκε τόσο σχολαστικά για να μάθει τον τρόπο που είχαν χτιστεί εκείνα τα τείχη, όπως και οι πέντε επιβλητικές γέφυρες που ένωναν την πόλη με το Νότο. Η Άντο Νεβάρ ήταν χτισμένη στην κορυφή μίας από τις αμέτρητες βουνοκορφές της οροσειράς Νιβόριο και οι πέντε γέφυρες ήταν αυτές που την ένωναν με τον απέναντι λόφο. Κάτω από τις γέφυρες βρίσκονταν γκρεμοί τεράστιου βάθους και αν αυτές σηκώνονταν, τότε κανείς δεν θα μπορούσε να μπει στην πόλη. Φτάνοντας στο παλάτι έβγαλε τα σκονισμένα ρούχα του κι έκανε ένα γρήγορο μπάνιο στο λουτρό του δωματίου του. Η στολή του βρισκόταν ήδη πάνω στο κρεβάτι και τη φόρεσε γρήγορα για να μην αργήσει. Μπαίνοντας στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού, αντίκρισε καθισμένους απέναντι στον θρόνο του πατέρα του έναν ηλικιωμένο άντρα που τα χαμογελαστά σχιστά μάτια και το ανάστημά του μαρτυρούσαν πως προερχόταν από την φυλή των Τουθίλιανς. Δίπλα του κάθονταν τρία αγόρια και ένα κορίτσι που μάλλον ήταν οι μαθητές του. Η κοπέλα τού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση γιατί ήταν πολύ όμορφη και θα του φαινόταν πιο φυσιολογικό να τη δει ντυμένη με ένα όμορφο φόρεμα, παρά με τα ταλαιπωρημένα ταξιδιωτικά ρούχα μιας μαθήτριας περιπλανώμενου δασκάλου. Αναρωτήθηκε πόσο χαρισματική θα μπορούσε να είναι για να βρίσκεται ανάμεσα στους μαθητές. Υποκλίθηκε και έβγαλε το καπέλο του με το λευκό φτερό, κρατώντας το κάτω από το μπράτσο του. «Σας παρουσιάζω τον μελλοντικό βασιλιά της Νόριον και πρώτο φρουρό της πρώτης φρουράς του παλατιού της Άντο Νεβάρ Ανιόρ!» είπε ο βασιλιάς Αρίατορ δείχνοντας τον γιο του. Ο Ανιόρ υποκλίθηκε και πάλι μπροστά τους και εκείνοι έκαναν το ίδιο με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού τους. «Ανιόρ έχεις την τιμή να γνωρίσεις σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους όλων των εποχών! Τον δάσκαλο Ντόριμελ! Και φυσικά τους αξιότιμους μαθητές του που τους διάλεξε ανάμεσα σε νέους από όλη την Γαία!» «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω από κοντά δάσκαλε. Η φήμη σας είναι τεράστια και δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος στην Γαία που να μην έχει ακούσει το όνομά σας». «Σ’ ευχαριστώ νεαρέ πρίγκιπα για τα ευγενικά σου λόγια», απάντησε ο δάσκαλος Ντόριμελ. Ο Ανιόρ υποκλίθηκε και πάλι επίσημα, μα ο δάσκαλος Ντόριμελ έσπασε με τα επόμενα λόγια του τον πάγο ανάμεσά τους, μιλώντας του απλά σαν να μην ήταν ο ίδιος μεγάλος δάσκαλος ή ο Ανιόρ ο μελλοντικός βασιλιάς της Νόριον. «Παιδί μου Ανιόρ θα ήθελα να μου κάνεις μια χάρη αν έχεις την καλοσύνη ». «Ό,τι θέλετε δάσκαλε», είπε ο Ανιόρ και χαμογέλασε πλατιά στον γέροντα αφού είχε αποδείξει την φήμη του ονόματός του. Ο Ντόριμελ ήταν γνωστός για τα γενναία κατορθώματά του στο παρελθόν και όλοι τον σέβονταν γι’ αυτό, μα και για την ταπεινότητα του χαρακτήρα του την οποία μόλις είχε αποδείξει. «Είναι η πρώτη φορά που οι μαθητές μου επισκέπτονται την περίφημη πόλη σας. Θα μπορούσες να τους δείξεις τις ομορφιές της;» είπε ο δάσκαλος Ντόριμελ και χαμογέλασε στον Ανιόρ μέσα από την παχιά του γενειάδα. «Μα φυσικά!» απάντησε ενθουσιασμένα ο Ανιόρ. «Όποτε είστε έτοιμοι μπορούμε να ξεκινήσουμε!» είπε στη συνέχεια κοιτάζοντας τους μαθητές του Ντόριμελ. Τα τέσσερα παιδιά ενώ εξωτερικά φαίνονταν ήρεμα, με το άκουσμα της βόλτας στην πόλη τα μάτια τους σπίθισαν και έμοιαζαν να ανυπομονούν. «Πηγαίνετε παιδιά μου… Είναι νωρίς ακόμη και έχετε όλη τη μέρα μπροστά σας! Σας διαβεβαιώνω πως η Άντο Νεβάρ δεν έχει άδικα τη φήμη της πιο άξιας πόλης φτιαγμένης από ανθρώπους! Καλύτερα όμως να το διαπιστώσετε μόνοι σας αυτό», είπε ο δάσκαλος Ντόριμελ στους μαθητές του και αυτοί σηκώθηκαν ταυτόχρονα από τις θέσεις τους. Έκαναν υπόκλιση στον δάσκαλο και ύστερα στον βασιλιά. Αυτό υπό άλλες συνθήκες ίσως να θεωρούταν προσβολή, όμως κανείς δεν παρεξήγησε την κίνησή τους. Ακολούθησαν τον Ανιόρ που τους έβγαλε έξω από το παλάτι. «Είμαι ο Ανιόρ», τους είπε. Οι νεαροί μαθητές του δασκάλου Ντόριμελ τον κοίταξαν κάπως παραξενεμένοι, όμως εκείνος έσπευσε να τους εξηγήσει. «Πρόκειται μια μέρα να γίνω βασιλιάς ολόκληρης της Νόριον και το όνομά μου θα γραφτεί σε όλα τα ιστορικά βιβλία της Λευκής Πόλης. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως τους μαθητές του πιο ξακουστού δάσκαλου αυτού του κόσμου ο οποιοσδήποτε βασιλιάς πρέπει να τους αντιμετωπίζει σαν ίσους. Ο τίτλος μου δεν ήταν δική μου επιλογή, όμως εσείς επιλεγήκατε ανάμεσα στους πιο χαρισματικούς νέους ολόκληρης της Γαίας! Θα ήταν λοιπόν μεγάλη μου χαρά και τιμή αν με αποκαλούσατε απλώς με το όνομά μου και αν μου επιτρέπατε να σας αποκαλώ κι εγώ με τα δικά σας». Οι τέσσερις νεαροί μετά από αυτά τα λόγια του πρίγκιπα της Νόριον έδειξαν πιο έκπληκτοι από πριν, μιας και δεν είχαν συνηθίσει τέτοια αναγνώριση. Το να τους αποκαλεί ίσους ένας πρίγκιπας ήταν πολύ τιμητικό, αφού δεν υπήρχε ανώτερος τίτλος από τον δικό του. Είχαν συνηθίσει να νιώθουν δέος για τον δάσκαλό τους κάθε φορά που βρίσκονταν σε μέρη με ανθρώπους, όμως ποτέ δεν θαύμασαν τους ίδιους επειδή εκείνος τους είχε επιλέξει. Η λιτή ζωή που ζούσαν μαζί του δεν επέτρεψε ποτέ στη σκέψη τους να τρέξει σε πράγματα που θεωρούνταν θαυμαστά από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Πρώτη πήρε τον λόγο η μοναδική μαθήτρια του Ντόριμελ, η οποία ήταν αρκετά πιο μικροκαμωμένη από τους τρεις συμμαθητές της. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ένωσε τις παλάμες της μπροστά σε χαιρετισμό και ύστερα είπε: «Είμαι η Ορένα. Έρχομαι από το χωριό Λιν της Τουθίλια που δεν είναι μακριά από την όμορφη Λιν Αστάρ. Οι συμμαθητές μου -που είναι τώρα τα αδέρφια μου- με φωνάζουν ‘Σταλίτσα’». «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω Ορένα του Λιν. Φαντάζομαι θα είναι μεγάλη τιμή να σε αποκαλεί κάποιος ‘Σταλίτσα’ και να τον αποκαλείς με τη σειρά σου αδερφό σου». Όταν της απάντησε με αυτά τα λόγια ο Ανιόρ, η Ορένα αισθάνθηκε το πρόσωπό της να κοκκινίζει από ντροπή! Μα πώς της ήρθε και είπε στον πρίγκιπα της Νόριον πως τη λένε Σταλίτσα; Δεν φάνηκε στα λόγια του ίχνος από ειρωνεία, όμως εκείνη πίστεψε πως σίγουρα της απάντησε ευγενικά και δεν την κορόιδεψε, όχι επειδή δεν ήταν χαζό αυτό που είπε αλλά επειδή ο πρίγκιπας ήταν ευγενικός έτσι κι αλλιώς από τη φύση του. Στη συνέχεια συστήθηκαν και οι συμμαθητές της. Πρώτος μίλησε ο Κένορ που ήταν κι αυτός κάτοικος της Νόριον. Ο Ανιόρ ήταν πιο ψηλός από τον Κένορ γιατί ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία, όμως τα ξανθά τους μαλλιά έμοιαζαν αρκετά. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν από μια πρώτη ματιά σε κάποιον που δεν ήταν από την Νόριον, μιας και αυτό που έβλεπαν ήταν ένα όμοιο χρώμα. Για τους κατοίκους της Νόριον όμως, δεν ήταν έτσι. Θα μπορούσε κάποιος να βρεθεί μπροστά σε ένα πλήθος άλλων Νόριονς που έχουν γυρισμένη την πλάτη τους και να καταλάβει ποιος είναι ποιος, μόνο και μόνο από το ακριβές χρώμα των μαλλιών τους. Στη συνέχεια συστήθηκε ο Κασάλ που ήταν Τουθίλιαν και ο πιο λιγομίλητος από όλους. Ακόμη και όταν βρίσκονταν μόνοι οι τέσσερις μαθητές και γελούσαν με διάφορα αστεία ή απλώς συζητούσαν, ο Κασάλ προτιμούσε να απομονώνεται χωρίς να παίρνει μέρος. Οι συμμαθητές του δεν τον συμπαθούσαν και πολύ, όμως ποτέ δεν το είπαν ξεκάθαρα αλλά ούτε και το έδειχναν γιατί ήξεραν πως αποκλείεται η επιλογή του δασκάλου τους να ήταν τυχαία. Τελευταίος από όλους συστήθηκε ο Έλντον, που ήταν ο μεγαλύτερος και ο ψηλότερος από όλους. Ήταν το αγόρι που είχε δει η Ορένα όταν ο Ντόριμελ μιλούσε σε αυτήν και τον μικρό Μίκολ που είχαν κρυφτεί στα βαφεία, τότε που δεν ήξεραν ακόμη το όνομά του. Ο Έλντον ήταν ο μόνος από τους μαθητές που προοριζόταν για μάγος. Γι’ αυτό και οι συμμαθητές του τον σέβονταν πολύ. Αυτός ο σεβασμός βέβεαια περισσότερο προερχόταν από τον ίδιο τον Έλντον που ήταν πάντοτε πολύ σοβαρός και έδειχνε με κάθε του κίνηση την αρχοντιά και τη δύναμή του. Όταν οι συστάσεις τελείωσαν, οι μαθητές του Ντόριμελ έστεκαν αρκετά αμήχανα περιμένοντας μια πρώτη κίνηση από τον Ανιόρ που ήταν ο οικοδεσπότης τους. Ο Ανιόρ δεν έχασε ευκαιρία και αμέσως τους έδειξε με το χέρι του το μεγάλο σιντριβάνι που έστεκε μεγαλόπρεπο μπροστά τους στην μεγάλη αυλή του παλατιού. «Αυτό φίλοι μου είναι το σιντριβάνι της ζωής. Φτιάχτηκε πριν από πολλούς αιώνες από άξιους τεχνίτες και συμβολίζει τη ροή της ζωής, όπως την βλέπουμε εμείς οι Νόριονς. Το νερό σηκώνεται με ορμή στον αέρα κι ο αέρας το ρίχνει και πάλι προς τη γη και το νερό, κάνοντας έτσι έναν κύκλο όπου η ροή δεν σταματάει ποτέ. Το νερό τρέχει ασταμάτητο κι έρχεται μέσω καναλιών, από τις πηγές του βουνού Νιβόριο κατευθείαν στο παλάτι». Οι τέσσερις νεαροί θαύμασαν για μερικές στιγμές το σιντριβάνι το οποίο αποτελούταν από αγάλματα ανθρώπων με φτερά και αετών. «Μιας και βρισκόμαστε στο παλάτι αλλά θα επιστρέψουμε και πάλι σε αυτό, σκεφτόμουν να είναι το τελευταίο που θα σας δείξω. Καλύτερα ας ξεκινήσουμε για την πόλη». Οι μαθητές του Ντόριμελ ένευσαν καταφατικά και ο Ανιόρ ξεκίνησε πρώτος να κατεβαίνει τα αστραφτερά λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια του παλατιού. Όλη η πόλη ήταν χτισμένη σε επίπεδα με το παλάτι να βρίσκεται στο ψηλότερο από αυτά. Οι κάτοικοι της Άντο Νεβάρ είχαν φροντίσει να υπάρχουν αρκετά δέντρα μέσα στην πόλη, μα και πολλά λουλούδια. Η Ορένα που είχε μάθει να ζει στα πολύχρωμα μέρη της Τουθίλια είχε εντυπωσιαστεί με όλα αυτά, μιας και της φαινόταν απίστευτο πριν το αντικρίσει, να υπάρχει τόση ομορφιά και αρμονία σε ένα μέρος όπου επικρατούσε το λευκό χρώμα. Ακόμη και τα λουλούδια ήταν λευκά όμως δεν έμοιαζαν με αυτά που ήξερε. Ήταν τέτοια ώστε να αντέχουν όλο το χρόνο στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες του βουνού. Η ξενάγηση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες μέσα στα στενά δρομάκια της πόλης αλλά και στους μεγάλους δρόμους που χωρούσαν να περάσουν μέχρι και δυο άμαξες ταυτόχρονα! Η Ορένα εντυπωσιάστηκε επίσης με τον τρόπο που ήταν χτι-σμένα τα σπίτια. Βαριά και πέτρινα, φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να τα κουνήσει από τη θέση τους, σε αντίθεση με τα ελαφριά σπιτάκια του χωριού της που οι σκεπές τους ήταν φτιαγμένες από άχυρα και ξύλο. Στην ανατολική μεριά της πόλης βρίσκονταν οι πασίγνω-στοι σε όλο τον κόσμο μύλοι της. Δούλευαν με τη δύναμη του ανέμου οι περισσότεροι και κάποιοι με την ορμή του νερού, προμηθεύοντας όλη την πόλη με καθαρό νερό που έτρεχε κατευθείαν μέσα στα σπίτια τους! Δεν ήταν παράξενο τελικά που η Άντο Νεβάρ θεωρούνταν η πιο οργανωμένη πόλη της Γαίας. Όταν έφτασαν στο τελευταίο επίπεδο και οι μαθητές του Ντόριμελ μίλησαν με αρκετούς από τους ξανθούς φιλόξενους ανθρώπους της πόλης, ο Ανιόρ τούς έδειξε και πάλι το παλάτι. «Βλέπετε στην κορυφή του παλατιού ένα φως να βγαίνει μέσα από το πιο ψηλό παράθυρο του πύργου;» Η Ορένα το είδε πολύ καθαρά. Ένα φως που έμοιαζε να αναβοσβήνει, μα το χρώμα του δεν ήταν ξεκάθαρο. Τη μια φαινόταν πρασινωπό, την άλλη μπλε, μα ίσως να έμοιαζε περισσότερο με κάποιο άλλο χρώμα που εκείνη δεν είχε δει ποτέ και δεν ήξερε πώς να το ονομάσει. «Προέρχεται από το Αστέρι του Πάγου που βρίσκεται μέσα σε εκείνη την αίθουσα. Δόθηκαν κάποτε στους ανθρώπους της Νόριον από τα ξωτικά των πάγων. Από τότε δημιουργήθηκε η πρώτη φρουρά του παλατιού και πρώτος φρουρός είναι ο βασιλιάς της Νόριον. Σκοπός της είναι η φύλαξη του Αστεριού». Ο Ανιόρ έκανε μια παύση και η Ορένα βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει. Τον ντρεπόταν βέβαια πολύ -χωρίς να καταλαβαίνει το λόγο- όμως ο πρίγκιπας ήταν πολύ φιλικός όλες αυτές τις ώρες και τους είχε κάνει να αισθανθούν πολύ οικεία μαζί του. Συνεχώς τον ρωτούσαν πράγματα για τον τρόπο που ζούσαν οι Νόριονς κι όσο απλές κι αν ήταν οι ερωτήσεις, εκείνος τις απαντούσε όλες. Ήταν λοιπόν σειρά της Ορένα. «Τι είναι το Αστέρι του Πάγου;» ρώτησε. «Είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορεί ο βασιλιάς της Νόριον να μιλήσει με τα ξωτικά των πάγων όταν είναι μεγάλη ανάγκη, διότι το χιόνι δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει μέχρι τα μέρη τους και να τα συναντήσει. Μέσα από αυτό μπορεί να δει κανείς και μέσα από τα υπόλοιπα Αστέρια του Πάγου που υπάρχουν! Έχουν μια ειδική σύνδεση και επικοινωνούν μεταξύ τους. »Ένα τέτοιο Αστέρι υπάρχει και στην Λιν Αστάρ, την πρωτεύουσα της Τουθίλια, Ορένα. Πριν από αρκετούς αιώνες μετά από μια μάχη απέναντι σε κοινό εχθρό, ο βασιλιάς της Νόριον και ο βασιλιάς της Τουθίλια έδωσαν όρκο παντοτινής φιλίας για τα βασίλειά τους και ο καθένας έκανε από ένα δώρο στον άλλο. »Ο βασιλιάς της Νόριον Ιλιόρ, έδωσε στον βασιλιά της Τουθίλια, τον Μέντιλ, ένα Αστέρι του Πάγου. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να επικοινωνούν όταν θα υπήρχε ανάγκη. Σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς της Τουθίλια έκανε ένα εξίσου σημαντικό και σπάνιο δώρο με τη σειρά του. Έδωσε στον βασιλιά Ιλιόρ ένα Τζιν για αιώνιο σύμβουλο. Ο Ράζα βρίσκεται εδώ και αιώνες στην Άντο Νεβάρ και δίνει τις σοφές συμβουλές του. Υπήρξε μεγάλος δάσκαλος ακόμη και για μένα και θα συνεχίσει να είναι μέχρι το τέλος της ζωής μου». Ο Ανιόρ φάνηκε πως αναπολούσε κάποια σημαντική κουβέντα που θα του είχε πει ο Ράζα, όμως η Ορένα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που μόλις είχε ακούσει! Ένα Τζιν! Ολοζώντανο και πραγματικό! Τα Τζιν άνηκαν στη σφαίρα των παραμυθιών για εκείνη, παρόλο που ήξερε πως πάντα υπάρχει μια δόση ψέματος μέσα στην αλήθεια και μια δόση αλήθειας μέσα στα ψέματα. Τα Τζιν ήταν πασίγνωστα στην Τουθίλια και λεγόταν πως υπήρχαν αρκετά μέσα στο παλάτι της Λιν Αστάρ σαν σύμβουλοι του βασιλιά, αλλά και άλλα που ζούσαν σε επαρχίες της Τουθίλια και ασχολούνταν με την υφαντουργία. Πολλοί θεωρούσαν πως αν δεν υπήρχαν τα Τζιν, τότε οι Τουθίλιανς δεν θα είχαν τόσο μεγάλη φήμη για τα υφάσματά τους. Η Ορένα είχε ακούσει για αυτά, όμως ποτέ της δεν είχε δει κάποιο. Έλεγαν πως τα Τζιν ζούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους στις κοιλάδες, όμως δεν έλεγαν πως είναι Τζιν και ζούσαν σαν απλοί άνθρωποι. «Καλύτερα να επιστρέψουμε στο παλάτι», είπε ο Ανιόρ. «Δεν θα αργήσει να δύσει ο ήλιος και υπάρχουν αρκετά που πρέπει να σας δείξω ακόμη, για να πείτε αργότερα πως κάτι είδατε από την Άντο Νεβάρ περνώντας από αυτήν!» D.M.Stories Edited April 19, 2013 by D.K.Mantzari Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.