gismofbi Posted May 2, 2013 Share Posted May 2, 2013 Όνομα Συγγραφέα: black jackΕίδος: φαντασίαΒία; απειροελάχιστηΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3.000 ακριβώςΑυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Είναι η συμμετοχή μου για τον 33ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας, Κατηγορία: Φάντασυ, Θέμα: Στοίχειωμα Η ιστορία και σε σπόιλερ για διευκόλυνση Ήταν Δευτέρα 16 Μαΐου του 1945. Τότε άρχισαν όλα. Ακούγεται κλισέ, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να ξεκινήσω αλλιώς. Εκείνη ήταν η μέρα που άλλαξε τη ζωή μου για πάντα, κι ακόμα με στοιχειώνει.Σήμερα είναι Σάββατο 16 Μαΐου του 2009. Έχουν περάσει ήδη 64 χρόνια. Αλήθεια, έχω φτάσει 77 χρονών, ένας γέρο-ξεκούτης κι όμως μέχρι να πεθάνω –κι ελπίζω να γίνει γρήγορα μπας και βρω λίγη γαλήνη- δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη Δευτέρα. Γι’ αυτό θέλω να γράψω αυτή την ιστορία, τώρα που ακόμα νιώθω ότι έχω σώας τας φρένας, για να μοιραστώ αυτό το βάρος που κουβαλάω και να αποκτήσω την ψευδαίσθηση πως αλάφρυνα.Γράφω κρυφά σε αυτό το κομμάτι χαρτί. Αρκετά βιαστικά γιατί πρέπει να προλάβω πριν με πιάσουν. Η τιμωρία των αντρών με τα άσπρα θα είναι σκληρή. Θα με κλείσουν πάλι σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο με τα κάγκελα. Προτιμώ τα λευκά δωμάτια από τα σκοτεινά. Δεν το αντέχω το σκοτάδι. Από εκείνη τη Δευτέρα και μετά, όχι…Την σιχαινόμουν την πόλη μου. Τι πόλη δηλαδή; Ένα χωριό εφτακοσίων ατόμων ήταν. Μισούσα τους δρόμους, τα σπίτια, τους ανθρώπους, τον αέρα ακόμα και τα μυρμήγκια της. Όσο για το όνομά της; Ελ Λοζάριο… Τι ηλίθιο όνομα! Και δεν ήταν καν μεξικάνικη πόλη. Ένα κωλοπροάστιο του Αμβούργου ήταν, κοντά στο Ρόστοκ. Πόσο ήθελα να φύγω από εκεί, Θεέ μου…Ευτυχώς τις σκέψεις μου μοιράζονταν και τα υπόλοιπα παιδιά της δικής μου ηλικίας. Δεκατέσσερα παιδιά όλα κι όλα, η μοναδική νεολαία που απέμεινε εκεί κι έμοιαζε με λιγοστά μπουμπούκια ανάμεσα σε στρέμματα ξεροκάλαμων.Είχαμε δεθεί από το σχολείο όλοι μαζί και κάναμε παρέα. Βέβαια, το Ελ Λοζάριο δεν είχε ούτε πάρκο, ούτε παιδική χαρά ούτε τίποτα που θα προσφερόταν για παιχνίδι και διασκέδαση. Το μοναδικό πράγμα για το οποίο προσφερόταν η πόλη ήταν τα ψάρια. Εννιά στους δέκα ήταν ψαράδες. Φυσικό κι επόμενο ήταν να μαλώνουν συνεχώς μεταξύ τους. Του ενός η βάρκα ψάρευε σε σημείο άλλου, έμπλεκαν τα δίχτυα τους και διαφωνούσαν για το ποιος δικαιούταν τα ψάρια, μάλωναν για το ποιος είχε τα φρεσκότερα ψάρια για εξαγωγή και άλλα τέτοια.Η ζωή τους ήταν ψάρια και καυγάδες ώσπου στο τέλος σε μια ολόκληρη πόλη δεν μιλιόντουσαν μεταξύ τους. Ευτυχώς που οι πιτσιρικάδες ήμασταν ανοιχτόμυαλοι και δεμένοι μεταξύ μας. Και ο συνδετικός κρίκος που μας ένωνε ήταν ο ωκεανός. Η πόλη ήταν χτισμένη στις όχθες της Βαλτικής Θάλασσας, μικρό μέρος του Ατλαντικού ωκεανού. Εκεί είχε γίνει το σπίτι μας…Κάθε βράδυ μαζευόμασταν στην αυλή του σπιτιού μου που βρισκόταν δέκα μέτρα από τη θάλασσα και κάναμε παρέα. Ανάβαμε φωτιά στην άμμο, τραγουδούσαμε, μιλούσαμε αν και τον τελευταίο καιρό κολλήσαμε με ένα παιχνίδι στην τράπουλα που λεγόταν ‘’μια νύχτα στο Παλέρμο’’. Βέβαια, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το λένε έτσι και όχι ας πούμε ‘’μια νύχτα στο Σικάγο’’ για παράδειγμα αλλά παρ’ όλ’ αυτά ήταν σπουδαίο παιχνίδι.Μοιράζονταν τυχαία στα άτομα δύο άσσοι, ένας μαύρος κι ένας κόκκινος, ένας βαλές και τα υπόλοιπα χαρτιά ήταν απλά νούμερα. Όποιοι είχαν τους άσσους ήταν οι δολοφόνοι, τον βαλέ ο ρουφιάνος και τα νούμερα απλοί πολίτες. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν οι πολίτες και ο ρουφιάνος να αποκαλύψουν και να βγάλουν από το παιχνίδι τους δολοφόνους.«Ροδόλφε, σειρά σου να παίξεις», είπε η Μισέλ, που έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς το αγόρι.Το κανονικό του όνομα ήταν Μάριο Μίλερ αλλά όλοι τον αποκαλούσαμε ‘’Ροδόλφος ο ωραίος’’, ακόμη και οι γονείς του. Το παρατσούκλι αυτό δόθηκε επειδή ήταν όμορφο αγόρι, ξανθό με καταπράσινα μάτια, γοητευτικό χαμόγελο που κατέληγε σε δυο λακκάκια στα μάγουλα. Πάντα ήταν ο δυναμικός, ο ηγέτης, η ψυχή της παρέας που σε κάθε τρελή του ιδέα παρέσερνε και τους άλλους. Ό,τι έλεγε ήταν νόμος και όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Όσο για τα κορίτσια, περιττό να σας πω ότι αν μοίραζαν αφίσες με την φωτογραφία του, σίγουρα όλες θα στόλιζαν με αυτές κάθε γωνιά του σπιτιού τους.Ο Μάριο έκανε τη μοιρασιά και μίλησε:«Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο και όλοι κλείνουμε τα μάτια μας. Όσοι έχουν τους άσσους να κοιταχτούν μεταξύ τους. Κλείστε τα μάτια σας. Ο κόκκινος άσσος να σηκώσει το χέρι του και ο ρουφιάνος να ανοίξει να μάτια και να τον δει. Ο άσσος κατεβάζει το χέρι και ο ρουφιάνος κλείνει τα μάτια. Η μέρα έρχεται στο Παλέρμο και όλοι ανοίγουνε τα μάτια τους».«Εγώ πιστεύω ότι ο δολοφόνος είναι ο Ροδόλφος», είπε μια γλυκιά κοπελίτσα με μια στέκα στα ξανθά μαλλιά της και δυο σκουλαρίκια σε σχήμα κεράσι στα αυτιά της.«Εσύ Μαριάντζελα σε κάθε παιχνίδι λες ότι είναι ο Ροδόλφος», την πείραξα εγώ και συνέχισα πιο καυστικά. «Το ξέρουμε ότι τον γουστάρεις αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάς το παιχνίδι».Η Μαριάντζελα κοκκίνισε από ντροπή κι έσκυψε το κεφάλι της. Αυτό με έκανε να νιώσω λίγες τύψεις. Ο Ροδόλφος το κατάλαβε και αποφάσισε να επέμβει.«Εγώ πιστεύω πως για να αντιδράει έτσι ο Κρίστιαν θα πει πως είναι ο δολοφόνος. Συμφωνείς Μαριάντζελα;»Εκείνη αναθάρρεψε και συμφώνησε χαμογελώντας και γνέφοντας με το κεφάλι.«Τι λέτε ρε παιδιά;» αντέδρασα εγώ. «Εγώ είμαι σίγουρα πολίτης, πιστέψτε με. Γιατί να μην είναι ο Μπάστιαν ο ένας δολοφόνος; Αφού δεν μιλάει καθόλου και κοιτάζει τριγύρω αγχωμένα μήπως και τον κατάλαβε κανένας».Έβλεπα τα βλέμματά τους σκεπτικά. Πρώτη φορά που επηρέαζα τις γνώμες τους. Συνήθως με αγνοούσαν και συνήθως η δουλειά αυτή γινόταν από τον Ροδόλφο. Έτσι κι έγινε.«Κι εγώ έτσι λέω», είπε. «Ας ψηφήσουμε».Αφού το είπε ο Ροδόλφος, όλα τα παιδιά πανψηφοί έβγαλαν έξω τον Μπάστιαν. Όντως ήταν ο κόκκινος δολοφόνος. Για να τον ψήφησε ο Ροδόλφος ήξερε ότι θα τον ακολουθούσαν όλοι και θα τον βγάζανε. Άρα για να το έκανε τόσο βιαστικά το γνώριζε σίγουρα. Δεν έκανε επιπόλαιες κινήσεις. Άρα ήταν ο ρουφιάνος. Κι επειδή εγώ ήμουν ο δεύτερος δολοφόνος, ο μαύρος –για πρώτη φορά στη ζωή μου- έπρεπε τώρα που ήταν ο γύρος όπου ψηφίζουν οι δολοφόνοι να βγάλουμε τον ρουφιάνο για να κερδίσουμε.Η αλήθεια ήταν ότι στην αρχή δεν κατάλαβα ότι ήμουν ο δολοφόνος αφού τον άσσο κάλυπτε μια καφεκόκκινη κηλίδα που είχε ποτίσει το χαρτί.«Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο και οι δύο δολοφόνοι ψηφίζουν για το ποιον θα σκοτώσουν για να βγει από το παιχνίδι. Εντάξει; Ο Μπάστιαν ας μου πει ποιος βγαίνει έξω».Εμείς είχαμε ήδη συμφωνήσει να διώξουμε τον Ροδόλφο.Ξαφνικά έγινε κάτι τόσο απλό κι όμως άλλαξε τη ζωή μου δραματικά. Είχα ακούσει κάτι κάποτε που μου άρεσε πολύ. Μια πεταλούδα που χτυπάει τα φτερά της στην Ασία μπορεί να δημιουργήσει έναν τυφώνα στη Βόρεια Αμερική.Το μόνο που έγινε στη δική μου περίπτωση ήταν ένα ξαφνικό δυνατό αεράκι που δεν διήρκησε πάνω από δέκα δευτερόλεπτα. Δεν ξέρω αν φταίει κάποια πεταλούδα γι’ αυτό αλλά τη μετέπειτα ζωή μου τη διέλυσε ένας τυφώνας. Ήταν αρκετός αυτός ο αέρας να σηκώσει το τραπουλόχαρτό μου και να το κάνει να πετάξει.Άρχισα να το κυνηγάω αλλά όσο το πλησίαζα τόσο απομακρυνόταν. Έμοιαζε λες και χόρευε κάποιον παράξενο αρχαίο χορό. Όταν πήγαινα να το ακουμπήσω άλλαζε θέση σαν να με κορόιδευε.Τελικά κατέληξε στην είσοδο του διπλανού σπιτιού. Ήταν για χρόνια εγκαταλελειμμένο. Κανείς δεν ήξερε ποιος το έχτισε, πότε, ποιος κατοικούσε, πότε εγκαταλείφθηκε. Κανείς δεν ήξερε τίποτα κι αυτό δημιουργούσε μύθους. Περίεργους μύθους. Το μόνο που μας μάθαιναν από μικρά ήταν να μην το πλησιάζουμε, χωρίς να μας εξηγούν το γιατί.Ανέβηκα τα ξύλινα σκαλοπάτια κι έσκυψα προς την είσοδο για να πιάσω το χαρτί μου. Κι έτσι απλά ο άνεμος το έσπρωξε στην εσοχή της εισόδου κι εξαφανίστηκε. Ήταν μες στο σπίτι. Πίστεψα ότι δεν θα το ξανάβλεπα αλλά η πραγματικότητα θα αποδεικνυόταν διαφορετική, άσχετα αν δεν το ήξερα τότε.Μόνο τότε κατάλαβα που βρισκόμουν. Είχα το νου μου να πάρω πίσω το χαρτί μου και όταν χάθηκε, εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα που στεκόμουν. Έπιασα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπάει τρελά. Τα μάτια μου θόλωσαν ενώ τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν. Τότε άκουσα τους φίλους μου να μου φωνάζουν και να μου κάνουν νοήματα να φύγω γρήγορα από εκεί.Το έβαλα στα πόδια έχοντας την αίσθηση ότι δεν κρατάν το βάρος μου κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσω. Ευτυχώς αυτό δεν έγινε και ήμουν πάλι ασφαλής πίσω στην παρέα μου.Ο Ροδόλφος με έπιασε φιλικά από τον ώμο και μου είπε:«Δεν πειράζει μωρέ. Ένα τραπουλόχαρτο είναι μόνο».«Ρε συ, χαζός είσαι;» μου είπε η Μαριάντζελα με τρόμο κι έκπληξη στο βλέμμα. «Εκεί μέσα έχει φαντάσματα».«Τι φαντάσματα μωρέ; Μωρό είσαι και τα πιστεύεις αυτά;» είπε η Ντενίς.«Παιδιά, πέρα από τα αστεία εκεί ζει το πνεύμα του Γιόσεφ Στράιχερ.», μίλησε ο Στέφαν. «Κάποτε ήταν ναζί, για την ακρίβεια το δεξί χέρι του Χίτλερ. Πριν τελειώσει ο πόλεμος, όταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων στο Άουσβιτς λειτουργούσαν ακόμα, βασάνιζε εκατομμύρια Εβραίους. Μιλάμε για φριχτά βασανιστήρια. Τους έκαιγαν σε κλίβανους, τους ακρωτηρίαζαν, τους σκότωναν με δηλητηριώδη αέρια…»«Να χαθείς! Αηδία είναι», φρίκαρε η Ντενίς.«Τέλος πάντων, όταν τελείωσε το ολοκαύτωμα, άλλοι ναζί φυλακίστηκαν, άλλοι εκτελέστηκαν ενώ κάποιοι τυχεροί γλίτωσαν, άλλαξαν ταυτότητα και έφυγαν σε άλλες χώρες. Ο Στράιχερ ήρθε σε αυτό το σπίτι. Είναι αλήθεια, το ορκίζομαι».Κι εκεί που είμαστε έτοιμοι να τον γιουχάρουμε, ξαφνικά άναψε το φως σε ένα παράθυρο και είδαμε μια μαύρη σκιά να μας παρακολουθεί! Μέχρι να σκεφτούμε κάτι, έτσι απλά το φως έσβησε.«Το είδατε αυτό;» ψέλισε ο Ροδόλφος.Γνέψαμε καταφατικά.Έπειτα με κοίταξε με νόημα, μου έκλεισε το μάτι και μου είπε:«Είσαι αύριο να πάμε να του ζητήσουμε την κάρτα σου;»Χαμογέλασε.Πριν καλά καλά το επεξεργαστώ στο μυαλό μου είχα ήδη συμφωνήσει. Σας είπα ότι αυτό το παιδί είχε τον τρόπο του να πείθει τους άλλους. Έτσι, το διαλύσαμε με τα παιδιά ενώ με τον Ροδόλφο δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα της επόμενης μέρας.Την επόμενη μέρα είχα ήδη χιλιομετανιώσει για το ραντεβού με τον Ροδόλφο αλλά δεν ήθελα να δείξω ότι κωλώνω. Βέβαια, μέχρι το απόγευμα καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να κάθομαι στον καναπέ και να κοιτάζω το ρολόι και το παράθυρο.Όταν τον είδα από το τζάμι να ξεπροβάλει καβάλα στο ποδήλατό του, νόμισα ότι ο χτύπος της καρδιάς μου θα ξεκούφαινε τη γειτονιά.Μου έκανε με τα χέρια νόημα να βγω. Βγήκα απρόθυμα, με έναν κόμπο στο λαιμό.«Πάμε!» μου είπε. «Πάρε και μια σκάλα!»«Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου».«Για λίγο μόνο, ούτε θα το καταλάβει».Πήγαμε στην αποθήκη με τα εργαλεία και πήραμε τη διπλή ξύλινη σκάλα του μπαμπά μου.Ο Ροδόλφος άφησε το ποδήλατό του μέσα.«Τι θα την κάνουμε τη σκάλα;»«Θα ελέγξουμε το χώρο από τα παράθυρα ρε χαζέ. Άντε, πάμε πριν μας δει κανείς. Έχουμε λίγο χρόνο πριν γυρίσουν όλοι από το ψάρεμα».Πλησιάσαμε το σπίτι διακριτικά κι αφού ελέγξαμε πως δεν μας πήρε κάποιο μάτι, στηρίξαμε τη σκάλα κάτω ανοίγοντας την σαν δίποδο. Ο Ροδόλφος ανέβηκε πρώτος.«Ροδόλφε βλέπεις τίποτα; Άντε, τελείωνε, θέλω κι εγώ να δω».«Να περιμένεις».«Άσε με κι εμένα να δω».Κατέβηκε τελικά και πήρα τη θέση του. Το περβάζι του παραθύρου ήταν ψηλό και δεν έφτανα καλά. Τεντώθηκα στις μύτες και κόλλησα τη μύτη μου στο τζάμι. Μπορεί τα χνώτα μου να θόλωναν το γυαλί αλλά ήμουν σίγουρος ότι το σπίτι ήταν άδειο. Φαινόντουσαν μόνο τα έπιπλα του δωματίου. Ένα ξύλινο γραφείο, μια τεράστια βιβλιοθήκη κι ένας πορφυρός χρυσοποίκιλτος καναπές.Τα χνώτα μου ξαναθόλωσαν το τζάμι αλλά αυτή τη φορά μόλις ξεθόλωσαν είδα και κάτι άλλο. Το πρόσωπο ενός γέρου ήταν κολλημένο στο τζάμι από τη μέσα πλευρά του δωματίου και με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια…Λίγο έλειψε να πέσω από τις σκάλες από την τρομάρα μου. Τώρα το γέρικο πρόσωπο δεν ήταν εκεί. Δεν μπορεί να ήταν της φαντασίας μου.«Τι έπαθες;» με ρώτησε.«Τον είδα».«Δεν είναι αστείο».«Όχι, αλήθεια. Νομίζω ότι…»Ο Ροδόλφος ανέβηκε ξανά και ακούμπησε το τζάμι πιο εύκολα από εμένα, λόγω ύψους.«Δεν βλέπω κανέναν ρε συ».«Πάμε να φύγουμε», σχεδόν κλαψούρισα. «Έχω κακό προαίσθημα».«Θα ελέγξουμε και τα άλλα παράθυρα για να σιγουρευτείς ότι το σπίτι είναι άδειο. Μάλλον το φαντάστηκες από το φόβο σου. Ίσως ήταν κάποια σκιά».Έτσι κάναμε λοιπόν. Ελέγξαμε όλα τα παράθυρα ένα-ένα και δεν βρήκαμε κάτι. Δεν πείστηκα τελείως αλλά εμπιστευόμουν το Ροδόλφο. Ίσως ήταν παιχνίδι του μυαλού ή των χνώτων.Ενώ το σπίτι εξωτερικά ήταν ξύλινο και λιτό όπως όλα τα σπίτια του Ελ Λοζάριο, εσωτερικά έμοιαζε με γκροτέσκο ξυλόγλυπτο γοτθικής αρχιτεκτονικής σε βικτωριανή εποχή.«Εντάξει τώρα, το ελέγξαμε. Πάμε», είπα.«Έχω μια ιδέα. Θες να κάνουμε κάτι τρελό;»Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Ήμουν σίγουρος πως αυτό που είχε κατά νου ο Ροδόλφος θα μας οδηγούσε σε μπελάδες.«Όχι αυτό που νομίζω…»«Μόνο μια ματιά!»«Όχι».«ΚΟΤΑ, ΚΟΤΑ».«Καλά πάμε», συμφώνησα τελικά αλλά ανάθεμα τη στιγμή που το έκανα.«Να δεις που όταν το πούμε στα παιδιά θα πάθουν σοκ. Άσε που η Ιρένε θα σε γλυκοκοιτάζει μετά».Αναθάρρεψα λίγο. Τότε επιστρέψαμε τη σκάλα στην αποθήκη όπως ακριβώς τη βρήκαμε για να μην καταλάβει τίποτα ο πατέρας μου. Ξαναγυρίσαμε στο σπίτι. Πλησιάσαμε την εξώπορτα. Τα πόδια μου λύγιζαν. Ίσως και του Ροδόλφου αλλά δεν το έδειχνε. Η πόρτα δεν είχε πόμολο αλλά ένα μεταλλικό σκουριασμένο κεφάλι λιονταριού καρφωμένο στο κέντρο της με περασμένο έναν κρίκο μέσα του. Ο Ροδόλφος χτύπησε τον κρίκο στο ξύλο και έσπρωξε την πόρτα. Αυτή άνοιξε με ένα κλακ.Δεν καταλάβαμε τι έγινε. Μάλλον ήταν σάπια και άνοιξε τόσο εύκολα, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Ακούστηκε ένα έντονο τρίξιμο της πόρτας που στα αυτιά μου ήχησε σαν απειλητικό γρύλισμα…Μπήκαμε μέσα. Δεν το πίστευα καν ότι το έκανα αυτό. από μέσα μου ούρλιαζα αλλά εξωτερικά με τα βίας ανέπνεα.Η εσωτερική διαμόρφωση του χώρου ήταν εκπληκτική. Το φως του ήλιου έκανε διάθλαση στα πολύχρωμα βιτρώ με αποτέλεσμα να λούζει το σπίτι με αμέτρητα χρώματα. Τους τοίχους στόλιζαν βυσσινί ταπετσαρίες με ασημένιες αραχνοΰφαντες γκραβούρες ενώ στο πάτωμα τα βήματά μας έπνιγε ένα απέραντο παχύ μπλε χαλί με μωβ και κόκκινα σχέδια. Στο ταβάνι κρεμόταν ένας πολυέλαιος και κάτω του υψωνόταν μια δρύινη γυριστή σκάλα με χαραγμένες λεπτομέρειες που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Στους τοίχους κατά μήκους των σκαλοπατιών βρίσκονταν στερεωμένα κάδρα από ελαιογραφίες που απεικόνιζαν ανθρώπους και τοπία.Εφόσον δεν βρήκαμε πουθενά το τραπουλόχαρτο, αποφασίσαμε να ανέβουμε τη σκάλα, μήπως και ο αέρας την παρέσυρε πιο ψηλά. Ο Ροδόλφος τραβούσε μπρος κι εγώ από πίσω. Με το που ανεβήκαμε βρήκαμε ένα στενό μακρύ διάδρομο με αμέτρητα αγάλματα και προτομές. Γερμανοί ναζί όπως παρατηρήσαμε από τα χαραγμένα ονόματα πάνω τους. Είχα την εντύπωση ότι με παρακολουθούν γι’ αυτό απέφευγα να τα κοιτάζω. Οδηγηθήκαμε σε ένα μικρό δωμάτιο που αντί για τοίχους γύρω-γύρω είχε καθρέφτες. Τράβηξα τον Ροδόλφο πριν προλάβει να αποφασίσει να μπούμε μέσα. Δεν άντεχα στη σκέψη να δω κάποια ύποπτη αντανάκλαση. Ήμουν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού.Φτάσαμε σε μια τεράστια αίθουσα, πλούσια στολισμένη αν παραβλέψει κανείς τις στρώσεις σκόνης παντού. Ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι με χρυσά κηροπήγια βρισκόταν στο κέντρο και εκατέρωθέν του στιβαρές μωβ καρέκλες, έτοιμες να υποδεχτούν τους επισκέπτες του σπιτιού για βραδιά μπράντι. Λίγο πιο πέρα, στον τοίχο ξεχώριζε ένα γιγάντιο τζάκι φτιαγμένο από γύψο και στολισμένο με χρυσές γιρλάντες και πολύτιμους λίθους. Πάνω του δέσποζε ένας καμβάς με την απεικόνιση ενός βλοσυρού άντρα με τη στολή των Ες ες. Δίπλα ακριβώς υπήρχε μια κουνιστή πολυθρόνα και ένα κρυστάλλινο τραπεζάκι, κολλημένο στο τζάμι της μπαλκονόπορτας από την οποία μπορούσα να διακρίνω την πίσω αυλή με τον άλλοτε κήπο που τώρα έμοιαζε με ζούγκλα.Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που ξέχασα τον φόβο μου. Μόνο όταν είδα τον Ροδόλφο να πηγαίνει σε μια γωνιά ξεκόλλησα από τη θέση μου και τον ακολούθησα πάλι. Βρήκαμε μια κρεβατοκάμαρα λίγο πιο λιτή σε σχέση με τη διακόσμηση του υπόλοιπου σπιτιού. Ένα απλό κρεβάτι, ένα κομοδίνο, μια ντουλάπα κι ένα παράθυρο. Ούτε σκαλισμένες παραστάσεις ούτε ίχνος χρυσού ή κρυστάλλου.Όμως έκανα μια διαπίστωση που μου κόστισε το μούδιασμα του κορμιού μου.«Αυτό το παράθυρο βλέπει στην παραλία. Από δω μας κοιτούσε χτες…»Ο Ροδόλφος αιφνιδιάστηκε αλλά συμφώνησε.«Αρκετά είδαμε. Πάμε να φύγουμε», είπα.«Άραγε τι υπάρχει στο συρτάρι του κομοδίνου;»«Μην μπεις μέσα».«Αυτό και φεύγουμε, το υπόσχομαι».Συμφώνησα. Μπήκαμε στο δωμάτιο. Τότε η πόρτα έκλεισε με πάταγο και το δωμάτιο πνίγηκε στο σκοτάδι. Ακούστηκε μια μακρόσυρτη κραυγή από το στόμα μου. Ένιωθα να πεθαίνω…Από κει και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο τους άσπρους τοίχους στους οποίους βρίσκομαι. Ζω εδώ πολλά χρόνια. Αυτή η ψυχιατρική κλινική είναι εδώ και καιρό το νέο μου σπίτι. Στην αρχή ο Ροδόλφος με επισκεπτόταν αλλά τώρα όχι. Μου έλεγε πάντα ότι δεν έκλεισε καμιά πόρτα και δεν έσβησε κανένα φως. Απλά έπαθα κρίση πανικού και λιποθύμησα. Τότε αυτός οδηγημένος από μια παρόρμηση άνοιξε το συρτάρι και μέσα βρήκε μια τράπουλα με τον λεκιασμένο μαύρο άσσο μου πάνω-πάνω κι ένα ημερολόγιο. Από εκεί είχε μάθει ότι ο Γιόσεφ Στράιχερ ενώ υπό τις διαταγές του Χίτλερ είχε σκοτώσει πολλούς αθώους, στο τέλος άλλαξε. Γνώρισε σε ένα δείπνο τον Όσκαρ Σίντλερ. Παίξανε με τους υπόλοιπους αξιωματικούς το παιχνίδι ‘’μια νύχτα στο Παλέρμο’’. Του έτυχε ο μαύρος άσσος και τότε κατάλαβε ότι εκτός του παιχνιδιού ήταν κι ένας πραγματικός δολοφόνος. Από τότε συνεργάστηκε με τον Όσκαρ και μαζί έσωσαν χιλιάδες Εβραίους από βέβαιο θάνατο. Αυτό εξόργισε τον Χίτλερ ο οποίος τον εκτέλεσε ο ίδιος. Γι’ αυτό λέγεται ότι η ψυχή του δεν βρίσκει ηρεμία. Κατηγορεί ακόμα τον εαυτό του που δεν βοήθησε κι άλλους να σωθούν. Πριν ξεψυχήσει, με τα ματωμένα χέρια του κράτησε το χαρτί του μαύρου άσσου, υποδεικνύοντας ότι ακόμη πίστευε πως ήταν ένας δολοφόνος.Ευτυχώς κοντεύω να τελειώσω την ιστορία μου και ακόμη απορώ που οι νοσηλευτές με τις άσπρες φόρμες δεν ήρθαν ακόμη. Αν και για να πω την αλήθεια έχουν καιρό να έρθουν. Πριν από μερικές μέρες άκουσα έναν από αυτούς να ρωτάει αν υπάρχει κάποιος ασθενής στο δωμάτιο αυτό. Του φώναξα ‘’Εγώ είμαι αλλά δεν είμαι τρελός’’. Δεν έδωσε σημασία. Τότε ένας άλλος του απάντησε ότι ο ασθενής του δωματίου έχει πεθάνει πριν από τρεις μήνες και ότι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει στο δωμάτιο είναι άσπροι τοίχοι και ένα ματωμένο τραπουλόχαρτο. Με αυτό είχε κόψει τις φλέβες του…Βλακείες! Δεν τους πιστεύω. Δεν είμαι ούτε τρελός ούτε νεκρός. Ακόμα κρύβω άσσο στο μανίκι μου κι ακόμα περιμένω να πέσει για πάντα η νύχτα στο δικό μου Παλέρμο… Μια νύχτα στο Παλέρμο.doc 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 8, 2013 Share Posted May 8, 2013 (edited) Μου άρεσε: Η ζωντανή γραφή που στην αρχή είναι σαφώς καλύτερη από το τέλος. Όσο προχωράει η ιστορία τόσο αποδυναμώνεται αυτή η ζωντάνια. Η εισαγωγή, το παιχνίδι δηλαδή (αν και τη βρήκα αταίριαστα μεγάλη για διήγημα 3000 λέξεων, σε ένα μεγάλο κείμενο θα ήταν λουκούμι). Δεν μου άρεσε: Το πρώτο πρόσωπο. Μου φάνηκε πως δεν ήταν καλή επιλογή για αυτή την ιστορία. Έχω καταλάβει το εξής: το πρώτο πρόσωπο ενέχει τον κίνδυνο της φλυαρίας. Μπορεί να ξεφύγουμε, να αρχίσουμε να μιλάμε για πράγματα που δεν προσθέτουν κάτι στην ιστορία, ούτε κλίμα ούτε πληροφορίες σχετικές με την πλοκή. Πολύ περισσότερο από το τρίτο πρόσωπο, έχω δει να γίνεταια υτό με το πρώτο. Και, πράγματι: Χρονοτριβούσες χαρακτηριστικά. Επίσης, στο τέλος έχουμε ένα τρέξιμο για να σου φτάσουν οι λέξεις να μας πεις την υπόλοιπη ιστορία. Η έκπληξη στο τέλος πραγματικά δεν χρειαζόταν. Δεν έδωσε τίποτα, φάνηκε άσχετη με την ως τότε αφήγηση. Αν μας είχες δώσει κάποιο στοιχείο νωρίτερα, αν μας έκλεινες το μάτι, τότε ναι, θα ήταν ωραία. Αλλά τώρα μοιάζει ότι μπήκε απλά για να μπει, και προσωπικά με άφησε αδιάφορη. Θα μου άρεσε: να δω την ιστορία από την οπτική γωνία του πρώην ναζί, εννοείται στο παρόν, δηλαδή όπως ακριβώς έγραψες την ιστορία, αλλά μέσα από τα δικά του μάτια. Εκεί θα ήταν ίσως και πιο ταιριαστό το πρώτο πρόσωπο. edit: ορθογραφικό Edited May 8, 2013 by Cassandra Gotha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
xrusaki Posted May 8, 2013 Share Posted May 8, 2013 Ειχα ξεκινησει και εγω να γραφω ιστορια και την ξεκινουσα καπως ετσι. Και οχι μονο αυτο ειχα και εγω ηλικιωμενη σαν ηρωα. Παλι καλα δλδ που δεν προλαβα την προθεσμια. Κατα τα αλλα μου αρεσε παρα πολυ η ιστορια σου..η συνδεση του παιχνιδιου με την ιστορια του ηρωα ηταν πολυ εξυπνη.. η ανατροπη στο τελος μου αρεσε. Γενικα μου αρεσε πολυ.. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted May 13, 2013 Share Posted May 13, 2013 Έχεις ένα πολύ ακριβή και ξεκάθαρο τρόπο γραφής, ώστε ο αναγνώστης σου, στην ιστορία αυτή τουλάχιστον, να ξέρει πάντα, καθαρά και ξάστερα τι συμβαίνει. Μπορείς να δίνεις πολλές λεπτομέρειες χωρίς info dumping, πράγμα εξ ίσου καλό αν όχι καλύτερο. Δείχνει πως έχεις έλεγχο στο πώς γράφεις, κάτι που είναι πολύτιμο. Η ιστορία σου έχει "κινηματογραφικότητα" και πάμπολλες εικόνες, τη σωστή δόση πλοκής για ένα διήγημα και, προφανώς, έχεις ψάξει και τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτεις, κάτι που δίνει αυθεντικότητα και την κάνει ακόμα πιο "παγερή" (αυτό είναι καλό, για τέτοιου είδους ιστορία). Το μόνο σημείο στο χρόνο της ιστορία, ειδικά στο παρελθόν, που με μπέρδεψε είναι γιατί συμβαίνει το 1945 και νόμιζα πως οι Ναζί δικάστηκαν πιο μετά. Ίσως μπερδεύω εγώ κάτι εδώ... Το μόνο σημαντικό πρόβλημα της ιστορίας είναι πως η λύση είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το πρώτο μισό της, περίπου, μια που αναλώνεις πάρα πολλές λέξεις στην περιγραφή του "Παλέρμο" και των σχέσεων των παιδιών (που δεν βοηθούν την πλοκή). Έτσι, φαίνεται πως, λόγω χώρου, έπρεπε να τελειώσεις την ιστορία και το τέλος δείχνει κάπως βιαστικό. Πολύ δυνατή ιστορία όμως και θα της άξιζε να ξαναγραφτεί προσθέτοντας περισσότερα, ή αφαιρώντας κάποια περιττά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 14, 2013 Author Share Posted May 14, 2013 Σας ευχαριστώ όλους και για τα θετικά και για τα αρνητικά λόγια σας. Τα θετικά θα με χαροποιήσουν ενώ τα αρνητικά θα με βελτιώσουν -ελπίζω- στο μέλλον. Η αλήθεια είναι πως το τέλος ήταν λίγο βιαστικό αλλά δεν το έκανα για λόγους περιορισμού λέξεων αλλά πίστεψα ότι αν έρθει απότομα θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη παίζοντας λίγο με τα συναισθήματα του. Επίσης η ανατροπή στο τέλος δεν ήταν προσχεδιασμένη αλλά μου φάνηκε καλή ιδέα εκείνη τη στιγμή που το έγραφα. Ίσως και να μη δένει και πολύ. Θα το ξανακοιτάξω. Επίσης να μη μιλήσω για την τελευταία φράση της ιστορίας. Πολύς στόμφος και κακογουστιά αλλά θα με πείτε ανώμαλο αν πω ότι μου αρέσει; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted May 14, 2013 Share Posted May 14, 2013 Δεν τη βρήκα καθόλου στομφώδη ή κακόγουστη την τελευταία φράση. Αντίθετα ήταν δυνατή και ωραία. Όσο για το ότι σ'αρέσει... χέι. Είναι η ιστορία σου. Αν δε σ'αρέσει κάτι, απλά το αλλάζεις! Αλλά αυτό το σημείο δεν νομίζω να χρειάζεται καμμία αλλαγή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted May 15, 2013 Share Posted May 15, 2013 Όχι, καλή είναι η τελευταία φράση. Αλλού σκάλωσα εγώ. Ας πούμε, εκεί στην κορύφωση, ετοιμάζονται να μπούνε στο δωμάτιο, περιμένω να γίνει ο μαύρος χαμός αλλά τι γίνεται; Απλά σβήνει το φως, ο ήρωας νιώθει ότι πεθαίνει και μετά τον στέλνουν στο τρελλάδικο και αυτό είναι όλο; Εδώ έχω θεματάκια. Ο Ροδόλφος λέει ότι δεν είδε κανένα πρόσωπο, ούτε είδε να σβήνει το φως, άρα ήταν όλα ''μέσα στο κεφάλι'' του ήρωα; Σε αυτήν την περίπτωση, το μόνο που θα μπορούσε να κρατήσει το διήγημα μέσα στα όρια του φανταστικού είναι η τελευταία πρόταση, κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Εκτός αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που μόνο ο ήρωάς μας βλέπει το φάντασμα. Δε φαίνεται όμως πουθενά κάτι τέτοιο. Επίσης με προβλημάτισε η συμπεριφορά του στοιχειού. Στην αρχή μας λες ότι ήταν πρώην ναζί, άρα ο ορισμός του κακού, άρα είμαστε οκέι με το κλίμα ανησυχίας που δημιουργείται. Στο τέλος όμως προκύπτει ότι όχι, τελικά ήταν καλός άνθρωπος. Οπότε το πρόβλημά του είναι ότι δεν εξιλεώθηκε αρκετά; Και η μόνη σύνδεσή του με τον ήρωα είναι το παιχνίδι του παλέρμου και το χαρτί της τράπουλας; Ήθελε κάτι από τον ήρωα το πνεύμα; Η γραφή σου είναι στρωτή και ευχάριστη και η καταληκτική φράση πολύ καλή, όπως είπα και πριν. Για κάποιο λόγο όμως δεν είδα όλα τα επιμέρους στοιχεία να κολλάνε μεταξύ τους όπως έπρεπε. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 15, 2013 Author Share Posted May 15, 2013 1) Ο Ροδόλφος δεν βλέπει το πρόσωπο του φαντάσματος γιατί απλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα μόνο όταν κοιτούσε ο ήρωας μας. 2) Ο ήρωας ουσιαστικά φοβόταν τον ίδιο το φόβο, γι' αυτό στο τέλος λιποθύμισε πιστεύοντας ότι του επιτέθηκε το φάντασμα ενώ στην ουσία από το φόβο του και μόνο τρελάθηκε 3) Ναι, αυτό που συνέδεε το αγόρι και το φάντασμα ήταν το παιχνίδι και πιο συγκεκριμένα το τραπουλόχαρτο. Τώρα που το σκέφτομαι είναι λίγο χαζό και ανεπαρκές αλλά έτσι βγήκε τελικά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted May 17, 2013 Share Posted May 17, 2013 Αρκετά επιγραμματικά θα συνοψίσω γιατί το διήγημα δεν λειτούργησε πολύ καλά (για μένα).Ο τίτλος να πω την αλήθεια δεν μου πολυαρέσει. Σχετίζεται βέβαια με την ιστορία, αλλά όχι ουσιαστικά. Την χρήση του στο τέλος τη βρίσκω κομμάτι εκβιαστική. Υπήρχε υλικό εκεί για να κλείσει καλύτερα το διήγημα. Και μιας και έφτασα κιόλας στο τέλος, να πω ότι ήταν αβανταδόρικο αν και πολύ διεκπεραιωτικό, ενώ φλυάρησε κάμποσο πριν ολοκληρώσει. Όμως, αν το ξανασκεφτώ, δεν βλέπω πώς προκύπτει. Ή δεν φαίνεται ικανοποιητικά.Επίσης --επειδή είναι σχετικό με το τέλος-- αυτό το διάστημα των 64 χρόνων, είναι κάπως μεγάλο. Το διήγημα πηδάει απ' την παιδική στην τρίτη ηλικία πολύ εύκολα και υπάρχει ένα κενό. Νομίζω πρέπει να αφιερωθούν δυο τρία λόγια εκεί.Πλοκή. Κοντοστάθηκα κάπως στο παιχνίδι καθώς δεν ήξερα κατά πόσο είναι σημαντικό ή όχι. Τελικά το παιχνίδι δεν ήταν καθοριστικό, όμως (για μένα) κόστισε στην ανάγνωση.Επίσης, η στιγμή της κορύφωσης δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ένταση (ο ήρωας λιποθυμάει στα γρήγορα και μαθαίνουμε κάποια πράγματα εκ των υστέρων).Η γλώσσα θέλει δουλειά. Υπάρχουν εκφραστικές αδυναμίες και μικροπροβλήματα σαφήνειας. Πάντως το πρώτο μέρος (μέχρι το παιχνίδι) είναι πολύ πιο καλογραμμένο (ικανοποιητικό θα έλεγα) απ' ότι το δεύτερο. Οι περιγραφές, συχνά προσπαθούν να γίνουν εντυπωσιακές (καθόλου δεν χρειάζεται αυτό) και τελικά προκύπτουν περίεργες. Παράδειγμα: «Ακούστηκε μια μακρόσυρτη κραυγή από το στόμα μου». Πρόσεξε: είναι αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Το «ακούστηκε» είναι πολύ επιτηδευμένο και τελικά αδύναμο έως λάθος. Επίσης ο χαρακτηρισμός «μακρόσυρτη» --τη στιγμή που ο ήρωας λιποθυμάει-- μάλλον δεν ταιριάζει.Οι διάλογοι ήταν μοιρασμένοι. Υπήρχαν καλές στιγμές («Κότα κότα» - αλλά γράφε με πεζά εκτός κι αν υπάρχει πάρα πολύ σημαντικός λόγος να χρησιμοποιήσεις κεφαλαία.) και κακές στιγμές. Στις κακές καταχωρώ κυρίως τις αναφορές στον ναζιστή, στη θεωρία του χάους. Και όταν λέω κακές εννοώ αφύσικες, δεδομένου ότι οι ήρωες είναι παιδιά. Ο λόγος τους παραείναι ενήλικος ειδικά όταν δίνουν πληροφορίες στον αναγνώστη.Ζητήματα αληθοφάνειας προκύπτουν απ' τους διαλόγους των παιδιών (πολύ σωστά ενημερωμένα για τον ναζιστή) και (πάλι) απ' την αναφορά στη θεωρία του χάους. Δες εδώ για το «φαινόμενο της πεταλούδας» κυρίως για το πότε και πώς έγινε ευρέως γνωστό.Οι χαρακτήρες ήταν καλοί. Μπορούσα να τους διαχωρίσω και να τους καταλάβω. Η επιλογή να πρωταγωνιστούν παιδιά ήταν επίσης πολύ καλή.Και η ατμόσφαιρα καλή. Τα χρωστάει πάντως όλα στο πρώτο κομμάτι (που είπα και παραπάνω ότι είναι το πιο καλογραμμένο).Συνολικά, το διήγημα πάσχει κυρίως από δύο πράγματα: προσπάθησε να συμμαζέψει το κλίμα τρόμου χάνοντας σε ένταση και ήταν άνισα γραμμένο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 19, 2013 Author Share Posted May 19, 2013 (edited) Ο τίτλος να πω την αλήθεια δεν μου πολυαρέσει. Σχετίζεται βέβαια με την ιστορία, αλλά όχι ουσιαστικά. Την χρήση του στο τέλος τη βρίσκω κομμάτι εκβιαστική. Υπήρχε υλικό εκεί για να κλείσει καλύτερα το διήγημα. Και μιας και έφτασα κιόλας στο τέλος, να πω ότι ήταν αβανταδόρικο αν και πολύ διεκπεραιωτικό, ενώ φλυάρησε κάμποσο πριν ολοκληρώσει. Όμως, αν το ξανασκεφτώ, δεν βλέπω πώς προκύπτει. Ή δεν φαίνεται ικανοποιητικά. Αυτό δεν το πολυκατάλαβα, θα μπορούσες να μου το εξηγήσεις λίγο καλύτερα;Επίσης έχεις δίκιο και για το κενό 60 και κάτι χρόνων, τώρα το διαπίστωσα... Όπως επίσης το ότι κοβόταν η αφήγηση στα καλύτερα σημεία και δεν είχε ένταση αλλά αυτό έγινε για να μην παγιδευτώ στο θέμα του τρόμου μπας και βρεθώ εντός θέματος αλλά τελικά και η ιστορία έχασε σε ένταση και το διήγημα αποκλείστηκε... Επίσης, αναφέρθηκα παραπάνω από ότι έπρεπε στο παιχνίδι γιατί δεν είναι σίγουρο αν ο αναγνώστης γνωρίζει πως παίζεται οπότε έπρεπε να τον μπάσω στη νοοτροπία του τρόπου παιχνιδιού. Τέλος το πρώτο πρόσωπο είναι λίγο παγίδα αλλά θεώρησα πως όταν περιγράφει κάποιος μια εμπειρία του, ειδικά παραφυσική, σε επηρεάζει πιο πολύ από κάποιον π.χ. που άκουσε από κάποιον φίλο του ότι έγινε κάτι, δηλαδή τρίτο πρόσωπο. Όσο για την ηλικία των παιδιών ήταν γύρω στα δεκαέξι στο μυαλό μου -και κακώς δεν το διευκρίνησα- οπότε πιστεύω ότι μπορούν να μιλήσουν και λίγο πιο ενήλικα. Κατά τα άλλα ευχαριστώ για το μεγάλο ποστ, δείχνει ότι ενδιαφέρθηκες αρκετά και δε σχολίασες απλά για να σχολιάσεις. Ευχαριστώ και για τα θετικά και για τα αρνητικά-συμβουλές για να γίνω καλύτερος... Edited May 19, 2013 by gismofbi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Big Fat Pig Posted May 19, 2013 Share Posted May 19, 2013 Εννοώ την τελευταία παράγραφο. (Βλακείες, δεν τους πιστεύω, έχω ακόμα τον άσσο στο μανίκι). Καταλαβαίνω πώς συσχετίζεις το παιχνίδι, αλλά δεν καταλαβαίνω την σημασία του τραπουλόχαρτου. Δεν μού είναι ξεκάθαρη. Δεν βλέπω πώς συσχετίζεται με τον αυτόχειρα ασθενή. Αισθάνομαι ότι μπαίνει για εφφέ (είναι καλό ως τέτοιο) οπότε μοιραία χάνω το τέλος. Μισό... Εννοείς ότι ήταν αυτός ο αυτόχειρας και έγινε αυτός το φάντασμα; Αν ναι, δεν είναι καθαρό. Το διάβασα αρκετές φορές ψάχνοντας και τώρα βλέπω αυτήν την πιθανότητα. Καταλαβαίνεις μάλλον τι πρόβλημα μού δημιούργησε αυτό για όλη την ιστορία. Γι' αυτό είπα ότι είχες καλύτερο υλικό, ότι μου φάνηκε εκβιαστική η χρήση του τραπουλόχαρτου. ΟΚ. Για το τέλος, από μένα, κράτα μόνο το εξής: το βρήκα ασαφές και βιαστικό. Θέλει σίγουρα ομαλότερο πέρασμα (το χρονικό άλμα που είπα) και λίγο πιο υπομονετικό γράψιμο. (Θα βοηθούσε ίσως, αν έδενες σαφώς το τραπουλόχαρτο, τον ναζί και το αγόρι στη σκηνή στο σπίτι, πριν την λιποθυμία του; Και στο τέλος να δείξεις ποιο ακριβώς είναι το δέσιμο(*), που λέω πιο πάνω, μεταξύ των τριών;) Κατά τα άλλα σωστό είναι το τέλος που δίνεις. Συμφωνώ. Τώρα για τον τίτλο και την τελική ατάκα, εντάξει, ακόμα δεν με ξετρελλαίνουν -- αλλά είναι μόνο μια γνώμη. Τουλάχιστον τώρα τα βρίσκω πιο λογικά και να συνδέονται καλύτερα με την ιστορία. Αυτά με την προϋπόθεση ότι στο spoiler δεν κατάλαβα άλλ' αντ' άλλων. (*) Και δεν είναι καθόλου χαζό. Η ιστορία είναι δική σου. Πρέπει μόνο να πείσεις τον αναγνώστη. Καμιά ιστορία δεν είναι χαζή. Απλά δουλεύει ή δεν δουλεύει (και μάλιστα όχι το ίδιο για όλους). 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Loch Moors Posted May 25, 2013 Share Posted May 25, 2013 (edited) Η υπόθεση της ιστορίας είναι αναμφισβήτητα πολύ ενδιαφέρουσα. Με τη μαυρίλα και τον τρόμο, σίγουρα υπάρχει διάχυτο και το μυστήριο. Μου άρεσαν οι ιστορικές αναφορές και η φερόμενη "καταγωγή" του φαντάσματος που στοίχειωνε το σπίτι. Θα τις ήθελα και λίγο πιο αξιοποιημένες, να μην αναφέρονται απλά, να λειτουργούν είτε μέσα στην εξήγηση του μυστηρίου, είτε να είναι (κατά κάποιον τρόπο) η αιτία που ο ήρωας μπλέκει σ' αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω, πολλές και διάφορες εκδοχές θα μπορούσαν να υπάρχουν, οπότε είναι στη δική σου επιλογή Εν συνεχεία και στα πιο τεχνικά, νομίζω ότι οι παρατηρήσεις όλων των προηγούμενων παιδιών με καλύπτουν για το πώς μπορεί να αναδειχτεί και η υπόθεση και να γίνουν πιο ζωντανές οι εικόνες που αυξάνουν την ένταση και την αγωνία. Για παράδειγμα στη σκηνή που σκαρφαλώνουν στη σκάλα (και μου άρεσε πολύ σαν ιδέα το τι συνέβη εκεί): "...Τα χνώτα μου ξαναθόλωσαν το τζάμι αλλά αυτή τη φορά μόλις ξεθόλωσαν είδα και κάτι άλλο. Το πρόσωπο ενός γέρου ήταν κολλημένο στο τζάμι από τη μέσα πλευρά του δωματίου και με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια…" η αφήγηση είναι ωραία αλλά η ταχύτητά της κόβεται, ίσως να μη χρειάζεται το "και", η πληροφορία ότι το πρόσωπο ήταν απ' την άλλη μεριά του τζαμιού μπορεί να δοθεί με λιγότερες λέξεις, κατά τη γνώμη μου δε χρειάζεται ούτε η τελεία-μπορεί να γίνει μία πρόταση. Πολύ λεπτομέρεια τώρα θα μου πεις, αλλά νομίζω ότι όταν γράφεις τρόμο (λέω εγώ τώρα, στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα ) έχουν σημασία τέτοιου είδους σημεία οπότε χρειάζονται λίγη επεξεργασία. Όσο για το τέλος και την τελευταία φράση, εμένα μια χαρά μου άρεσαν. Μόνο λίιιιγο πιο σαφή αν γινόταν η διασύνδεση παιχνίδι - ήρωας - περιπέτεια, θα ήταν άψογη. Πολύ καλή προσπάθεια γενικά, καλή σου συνέχεια Υ.Γ. Μετά την πολυετή πλύση εγκεφάλου στην οποία έχω υποβάλει στον εαυτό μου ήταν αδύνατο να μην εικονοποιήσω τους συγχωριανούς κάπως έτσι: "...Η ζωή τους ήταν ψάρια και καυγάδες ώσπου στο τέλος σε μια ολόκληρη πόλη δεν μιλιόντουσαν μεταξύ τους..." Edited May 25, 2013 by Σουσαμένια Άνοιξη 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Evanescent Posted May 27, 2013 Share Posted May 27, 2013 Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, ευχάριστη στο διάβασμα. Χωρίς περίτεχνες περιγραφές. Σαφέστατα με περισσότερη δουλειά, μπορεί να διορθωθεί τόσο συντακτικά όσο κι αισθητικά. Αλλά εξυπηρετεί το σκοπό της. Ο μύθος είναι "πιασάρικος". Δεν είναι και τόσο πρωτότυπος, αλλά έχει ενδιαφέρον. "Τελικά κατέληξε στην είσοδο του διπλανού σπιτιού. Ήταν για χρόνια εγκαταλελειμμένο. Κανείς δεν ήξερε ποιος το έχτισε, πότε, ποιος κατοικούσε, πότε εγκαταλείφθηκε. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι αυτό". Μερικές Γραμμές πιο κάτω: "Παιδιά, πέρα από τα αστεία εκεί ζει το πνεύμα του Γιόσεφ Στράιχερ." Κι στο τέλος η περιγραφή του: "Η εσωτερική διαμόρφωση του χώρου.... ....κολλημένο στο τζάμι της μπαλκονόπορτας από την οποία μπορούσα να διακρίνω την πίσω αυλή με τον άλλοτε κήπο που τώρα έμοιαζε με ζούγκλα." - Ενα σπίτι μέσα σε οικισμό. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ γι αυτό. Έστω. - Ένας θρύλος που βγαίνει από το στόμα ενός μικρού παιδιού, ξαφνικά, χωρίς συνέπεια. "Φυτρώνει" μεσα στο διήγημα απλά για να εξυπηρετήσει μια ξερή εξήγηση (που παρακάτω γίνεται και κεντρική ιδέα) ώστε να προωθηθεί ο μύθος. - Και ξαφνικά το σπίτι γίνεται λίγο μικρότερο από το Λούβρο. Ένα παλάτι. Κι αυτοί οι ψαράδες απλά το αγνοούν γιατί: "Το μόνο που μας μάθαιναν από μικρά ήταν να μην το πλησιάζουμε, χωρίς να μας εξηγούν το γιατί." ---------- Αλλού σκάλωσα εγώ. Ας πούμε, εκεί στην κορύφωση, ετοιμάζονται να μπούνε στο δωμάτιο, περιμένω να γίνει ο μαύρος χαμός αλλά τι γίνεται; Απλά σβήνει το φως, ο ήρωας νιώθει ότι πεθαίνει και μετά τον στέλνουν στο τρελλάδικο και αυτό είναι όλο; Θα συμφωνήσω. Επιπλέον: " Ευτυχώς κοντεύω να τελειώσω την ιστορία μου και ακόμη απορώ που οι νοσηλευτές με τις άσπρες φόρμες δεν ήρθαν ακόμη. Αν και για να πω την αλήθεια έχουν καιρό να έρθουν. Πριν από μερικές μέρες άκουσα έναν από αυτούς να ρωτάει αν υπάρχει κάποιος ασθενής στο δωμάτιο αυτό. Του φώναξα ‘’Εγώ είμαι αλλά δεν είμαι τρελός’’. Δεν έδωσε σημασία. Τότε ένας άλλος του απάντησε ότι ο ασθενής του δωματίου έχει πεθάνει πριν από τρεις μήνες και ότι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει στο δωμάτιο είναι άσπροι τοίχοι και ένα ματωμένο τραπουλόχαρτο. Με αυτό είχε κόψει τις φλέβες του…Βλακείες! Δεν τους πιστεύω. Δεν είμαι ούτε τρελός ούτε νεκρός. Ακόμα κρύβω άσσο στο μανίκι μου κι ακόμα περιμένω να πέσει για πάντα η νύχτα στο δικό μου Παλέρμο… " Ανατροπή σε 3 γραμμές που δίνει ένα στοιχείο στον αναγνώστη ότι κι ο αφηγητής είναι νεκρός. Και μάλιστα μήνες. Χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση χρόνου. Σ' ένα δωμάτιο "καταραμένο/κλειστό" μιας κι έμεινε έτσι (δεν ξέρουμε το λόγο) από τη στιγμή που αυτοκτόνησε. Ίσως ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της ιστορίας που πραγματικά περνάει σχεδόν αδιάφορο λόγω του τρόπου και της στιγμής που χρησιμοποιήθηκε, απλά για να δώσει ένα τέλος-έκπληξη. Ορμώντας στο σκοπό του όμως, τον προσπερνάει και πέφτει... ------------ "Κι εκεί που είμαστε έτοιμοι να τον γιουχάρουμε, ξαφνικά άναψε το φως σε ένα παράθυρο και είδαμε μια μαύρη σκιά να μας παρακολουθεί! Μέχρι να σκεφτούμε κάτι, έτσι απλά το φως έσβησε." Συμβαίνει, το βλέπει μια ολόκληρη παρέα. Σ' ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που έγραψες ότι "δημιουργούσε μύθους". Η αντίδραση είναι: «Το είδατε αυτό;» ψέλισε ο Ροδόλφος.Γνέψαμε καταφατικά.Έπειτα με κοίταξε με νόημα, μου έκλεισε το μάτι και μου είπε:«Είσαι αύριο να πάμε να του ζητήσουμε την κάρτα σου;»Χαμογέλασε. Δεν ξέρω αν βλέπεις τι εννοώ... ------------- Έγραψες λίγο πιο πάνω: 1) Ο Ροδόλφος δεν βλέπει το πρόσωπο του φαντάσματος γιατί απλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα μόνο όταν κοιτούσε ο ήρωας μας. 2) Ο ήρωας ουσιαστικά φοβόταν τον ίδιο το φόβο, γι' αυτό στο τέλος λιποθύμισε πιστεύοντας ότι του επιτέθηκε το φάντασμα ενώ στην ουσία από το φόβο του και μόνο τρελάθηκε Δε βγαίνει αυτό από το διήγημα. Μόνο από: "Αυτή η ψυχιατρική κλινική είναι εδώ και καιρό το νέο μου σπίτι. Στην αρχή ο Ροδόλφος με επισκεπτόταν αλλά τώρα όχι. Μου έλεγε πάντα ότι δεν έκλεισε καμιά πόρτα και δεν έσβησε κανένα φως. Απλά έπαθα κρίση πανικού και λιποθύμησα." που όμως είναι τα λόγια του Ροδόλφου ο οποίος δεν είδε τίποτα (άρα και δεν μπορεί να δώσει καθαρή εικόνα για το συμβάν). Κι αν διαβάσουμε και την επόμενη φράση: "Τότε αυτός οδηγημένος από μια παρόρμηση άνοιξε το συρτάρι και μέσα βρήκε μια τράπουλα με τον λεκιασμένο μαύρο άσσο μου πάνω-πάνω κι ένα ημερολόγιο" γίνεται πολύ ασαφές και μπερδεμένο. Ποιος έβαλε "τον λεκιασμένο μαύρο άσσο μου" εκεί...; Δίνεται η εντύπωση ότι αυτός ο Ροδόλφος είναι τουλάχιστον υπερβολικά ψύχραιμος. Ή και αναίσθητος. Ή στο τέλος-τέλος και χαζός... -------------- Υπάρχουν γενικά κάποια προβλήματα... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.