Jump to content

Μια χούφτα σπαράγγια


Cassandra Gotha

Recommended Posts

τίτλος Μια χούφτα σπαράγγια

συγγραφέας Άννα Μακρή

είδος fantasy

αριθμός λέξεων 2.436

βία ελάχιστη

σεξ όχι

σχόλια για τον διαγωνισμό fantasy με θέμα το "στοίχειωμα".

 

Μια χούφτα σπαράγγια.doc

 

 

 

 

 

Η Νιέσσα δεν ήξερε αν θα τον έβρισκε εκεί. Όλοι έλεγαν ότι ο Γέρος είχε φύγει από καιρό, κι αν ήταν ποτέ αληθινός. Εκείνη όμως επέμενε ότι υπήρχε, και χωρίς να ακούσει κανέναν πήρε το δρόμο για το σπίτι στην κορυφή του λόφου, όπου έμενε παλιά ο δάσκαλος.

Η ανηφόρα ήταν εύκολη, το χώμα ντυμένο κοντό γρασίδι. Ίδρωσε όμως μέχρι να φτάσει στο τέρμα της, όπου και στάθηκε να πάρει μια ανάσα από ασφαλή απόσταση. Κανείς. Τίποτα το αποτρεπτικό, ούτε σκυλί να την γαβγίσει. Προχώρησε και άπλωσε το χέρι στην πόρτα.

“Μη φοβάσαι, πέρνα μέσα” ακούστηκε η φωνή του Γέρου, πράγμα που δεν της έκανε καμία εντύπωση.

Μέσα στο πετρόχτιστο, χαμηλοτάβανο σπίτι, και κάπως αταίριαστα με τον ανοιξιάτικο ήλιο έξω, έκαιγε μία μικρή φωτιά.

“Το τζάκι είναι η ψυχή του σπιτιού παιδί μου, αν το αφήσεις να κρυώσει, το σπίτι θα πεθάνει”.

Ήταν όμως πολύ δροσερά.

 

Κάθισε στην καρέκλα που της έδωσε ο οικοδεσπότης. Ήθελε να του μιλήσει αλλά δεν ήξερε τι να πει.

“Από πότε έχεις να κοιμηθείς σωστά;” τη ρώτησε δείχνοντας με το βλέμμα τις σακούλες κάτω από τα μάτια της.

“Δεν θυμάμαι” του απάντησε εκείνη.

Ο Γέρος κάτι ψαχούλεψε σε ένα ντουλάπι και μετά ξανακάθισε δίπλα της.

“Μου λείπουν πράγματα” της είπε με τον πιο απλό τρόπο, “πρέπει να μου τα φέρεις”.

Εκείνη έγνεψε ένα “ναι” και περίμενε.

“Φέρε μου κουτσουλιές,” της είπε δίνοντάς της ένα τσίγκινο λεκανάκι, “έχετε κότες, έτσι; Μετά βάλε σ’ ένα μαντήλι χώμα αφράτο, δουλεμένο, και τέλος φέρε μου μια χούφτα σπαράγγια.”

 

Απλά πράγματα ήταν, καθημερινά, σκέφτηκε η Νιέσσα. Εκεί που όλοι νόμιζαν ότι ερημίτες σαν αυτόν ψάχνουν ό,τι πιο απίθανο, σάλιο καλικάντζαρου ή αίμα δράκαινας ας πούμε, να σου αυτός που θέλει λίγα σπαράγγια μόνο.

Αυτά θα τα θέλει για να τα φάει, σκέφτηκε με μια μικρή απογοήτευση.

 

*

Μάζεψε με το φαράσι λίγες κουτσουλιές απ’ το κοτέτσι και τις έριξε στο τσίγκινο λεκανάκι. Μετά έβαλε χώμα από τον κήπο σ’ ένα παλιό κεφαλομάντηλο της μάνας της και το έδεσε κόμπο. Τα παράτησε και τα δυο στην αυλή και πήρε την απότομη κατηφόρα πίσω από το σπίτι της.

Τα χόρτα είχαν ψηλώσει και δεν έβλεπε πού πατούσε, αλλά όταν πλησίασε τους πρώτους αγκαθωτούς θάμνους χώθηκε άφοβα ανάμεσά τους και έκοψε όσους βλαστούς χρειαζόταν.

 

*

“Ναι, αυτά κάνουν” της είπε ο Γέρος, παίρνοντας το δοχείο και το μαντήλι χωρίς καν να ελέγξει το περιεχόμενό τους. Μετά έπιασε τα σπαράγγια, τα κοίταξε ένα-ένα και τα ακούμπησε με προσοχή, λες για να μην σπάσουν, σε ένα ξύλινο πιάτο.

“Ωραία. Τώρα θέλω να πας σπίτι σου, να κοιμηθείς το βράδυ, και αύριο έλα πάλι με

μια χούφτα σπαράγγια.”

 

*

Ήταν ακόμα αξημέρωτα όταν σηκώθηκε. Το σπίτι τής φάνηκε πιο έρημο από ποτέ. Το κρεβάτι των γονιών της, όπου κοιμόταν από την αρχή της άνοιξης χωρίς συγκεκριμένο λόγο, την αγκάλιαζε νοσταλγικά. Άνοιξε το παράθυρο, είχε δροσιά και ο αέρας μύριζε βροχή.

Βγήκε έξω και πήρε ανάλαφρα τη γνωστή κατηφόρα, με τις κουφοξυλιές και τα πουρνάρια. Όσο κατηφόριζε τόσο πύκνωνε και ψήλωνε η βλάστηση. Σκέφτηκε ότι καλύτερα που πήγαινε νωρίς. Έτσι κινδύνευε πολύ λιγότερο να πατήσει κάποιο αργοκίνητο φίδι, γιατί τέτοια ώρα θα ήταν όλα στις τρύπες τους. Δεν τα φοβόταν, απλά πρόσεχε. Της άρεσε να τα παρατηρεί, πολύ περισσότερο από ό,τι παραδεχόταν στη φιδόφοβη κοινωνία όπου ζούσε. Και δεν θυμόταν πια εκείνο το φίδι που σκότωσε ο πατέρας της πριν χρόνια.

 

*

“Ναι, μου κάνουν. Πώς κοιμήθηκες;”

“Καλύτερα. Πώς το έκανες, Γέροντα;”

“Ακόμη δεν έκανα τίποτα. Τώρα θα κάνω. Θα σου φτιάξω ένα φάρμακο, που θα πίνεις μια γουλιά μόνο και θα κοιμάσαι χωρίς όνειρα.”

 

Γύρισε την πλάτη του στη Νιέσσα, που δεν έβλεπε έτσι τι έκανε. Μετά ανακάτεψε το τσουκάλι και πρόσθεσε ένα κλαδί ακόμα στη φωτιά. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τα πράγματα που του είχε φέρει.

 

“Κι αυτά; Δεν τα χρειάζεσαι;” ρώτησε εκείνη.

“Μετά. Τώρα βράζω τη βάση.”

 

Τον παρατήρησε, για πρώτη φορά. Τα μάτια του, γαλάζιο ξεθωριασμένο, σκιάζονταν από μακριά κάτασπρα φρύδια, η σουβλερή μύτη, τα βαθουλωμένα μάγουλα, το στενό, χλωμό στόμα που μόλις και διακρινόταν μέσα από τα γένια, σαν μια γραμμή. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά του τής ήταν γνωστά. Κάτι της θύμιζε αυτός ο γέρος. Σαν να τον είχε δει από πριν, κάπου. Σαν σε όνειρο…

 

“Φύγε τώρα. Θέλω να δουλέψω. Και φέρε μου αύριο κι άλλα σπαράγγια.”

Η Νιέσσα έριξε το βλέμμα της με απορία το τραπέζι.

 

“Τα θέλω με μία μέρα διαφορά στο κόψιμο, έχει να κάνει με τους χυμούς. Άντε, φύγε κι άσε με να δουλέψω.”

 

*

 

Πιο χαμηλά έφτασε τώρα για να βρει τους αγκαθωτούς θάμνους που βλάσταιναν κάθε άνοιξη, ψηλά δεν είχε μείνει τίποτα. Άκουγε πια το ποτάμι, κι ας μην το έβλεπε. Αν κατρακυλούσε από αυτό το σημείο μάλλον δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Έριξε μία πέτρα, όπως της άρεσε να κάνει, και την παρακολούθησε να χάνεται χωρίς δισταγμό.

Ξεκίνησε να μαζεύει. Ένα σωρό κλαδιά από τα γύρω δέντρα πλέκονταν μεταξύ τους, την έπιαναν από τα μαλλιά και τα ρούχα, της γρατζούνιζαν τα χέρια και τα πόδια. Ένα πήγε να της τρυπήσει το μάτι. Αναστέναξε ιδρωμένη και σκέφτηκε τον Γέρο. Αναρωτήθηκε πάλι πού τον είχε δει. Τώρα δεν της θύμιζε τίποτα, όμως ήξερε ότι με κάποιον έμοιαζε, αρκεί να τον κοιτούσε κατάματα. Σαν να ξεθώριαζε η μορφή του όταν απομακρυνόταν από αυτόν, όπως η εικόνα ενός πεθαμένου από καιρό.

 

Κοίταξε τα σπαράγγια που κρατούσε. Αρκετά ήταν, έπρεπε να ξεκινήσει για πίσω, μη την πιάσει η βροχή στο δρόμο. Σίγουρα ερχόταν καταιγίδα, τα σύννεφα όλο και βάραιναν πάνω απ' το κεφάλι της, και οι τρίχες στα χέρια της ανέβαιναν. Γύρισε κι έπιασε ένα χοντρό γκρίζο κλαδί για να πάρει λίγη φόρα ν’ ανέβει το βράχο. Όμως το κλαδί είχε παράξενη, δυσάρεστη αίσθηση στο χέρι, που την πάγωσε μέχρι μέσα της, στο στήθος. Η φωνή της κόπηκε, το ίδιο και κάθε δύναμη του κορμιού της. Με φρίκη διαπίστωσε ότι έπεφτε με την πλάτη, χωρίς να πιάνεται από πουθενά για να κόψει τη φόρα της πτώσης. Καθώς κατρακυλούσε και τρανταζόταν, έβλεπε μπερδεμένες εικόνες σαν κουβάρια χρωματιστά δεμένα κόμπο, αλλά δεν άντεξε τη ζαλάδα κι έκλεισε τα μάτια. Άκουγε μεγάλο γδούπο με κάθε τράνταγμα, τον οποίο ακολουθούσαν πολλοί μικρότεροι που απομακρύνονταν. Μετά από ώρα που της φάνηκε ατέλειωτη, κάτι την αγκάλιασε γερά, σταματώντας την. Ήταν μια συστάδα θάμνων. Τα αγκάθια τους έπρεπε να την τρυπούν, όμως δεν ένιωθε πόνο, δεν ένιωθε τίποτα για την ακρίβεια, ούτε φόβο, μόνο ξάφνιασμα.

Έτσι, πεσμένη ανάσκελα κι ανήμπορη, άκουσε βήματα να σπάνε μικρά κλαδιά, να πλησιάζουν. Ανασήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει, αλλά δεν ήταν κανείς. Με μεγάλη προσπάθεια στηρίχθηκε στους αγκώνες και ανακάθισε. Η πλάτη της πονούσε. Και πάλι, έψαξε γύρω με τα μάτια αλλά δεν είδε κανέναν. Τα βήματα όμως όλο και πλησίαζαν. Εκείνη έμεινε στη θέση της κρατώντας την ανάσα.

Πίσω από μία μεγάλη πέτρα ξεπρόβαλλε ένα φίδι. Ήταν παχύ σαν κλαδί, και γκρίζο. Την πλησίαζε αργά και σταθερά. Δεν έμοιαζε να την φοβάται, ερχόταν κατευθείαν πάνω της. Η Νιέσσα ξεροκατάπιε. Κάτι άσχημο της ξέσκιζε το στομάχι. Ήταν το φίδι που έπιασε πριν, μπερδεύοντάς το με κλαδί, η αιτία της πτώσης της. Ήταν σίγουρα εκείνο, και την κυνηγούσε! Έπρεπε να φύγει, έπρεπε να σηκωθεί και να φύγει, προλάβαινε.

 

Όμως δεν κουνιόταν από τη θέση της.

 

Δεν μπορώ να σηκωθώ, ήταν η μόνη καθαρή σκέψη που έκανε εκείνη την ώρα.

Μην με φοβάσαι, μίλησε το φίδι. Η σιγανή, συριστική του φωνή έμπαινε στα αυτιά της και τα απομόνωνε από τον έξω κόσμο, τα γέμιζε όπως το νερό σε μια βουτιά.

Μην με φοβάσαι, ξανάπε. Για καλό είμαι ‘δω.

Η Νιέσσα σκέφτηκε ότι δεν φοβόταν το ίδιο το φίδι, αλλά το γεγονός ότι έπεσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί.

Μπορείς να σηκωθείς, αλλά προτιμάς να μείνεις. Μικρή Νιέσσα, μην σκέφτεσαι άλλο τον αδερφό μου, πάνε πολλά χρόνια από τότε.

 

Ήταν αλήθεια πολλά τα χρόνια. Της φαίνονταν όλα άγνωστα τότε, και οι μεγάλοι τόσο σοβαροί. Ο δάσκαλος, που ερχόταν στο σπίτι τους συχνά, και πάντα η μητέρα την έδιωχνε για να συζητήσουν, ο πατέρας, τρομακτικός μέσα στους αμίλητους και αγέλαστους τρόπους του. Κι ήταν μετά εκείνο το φίδι, που όσο κι αν το χτυπούσε ο πατέρας της, εξακολουθούσε να κουνιέται, και τότε εκείνος πήρε πετρέλαιο και τό 'καψε ζωντανό. Η μάνα της έκλαψε και έβρισε, έλεγε ότι δεν ήταν μόνο το φίδι πού καιγόταν στην αυλή, κι η Νιέσσα δεν καταλάβαινε τι άλλο ήταν. Όμως μετά από αυτό όλα τους πήγαν στραβά.

 

Δεν πειράζει για τα περασμένα, πάνε πια, τώρα τα μελλούμενα είναι που πρέπει να σκεφτείς.

Τι να κάνω;” ρώτησε εκείνη σιγανά.

Κοίταξε το σπίτι.

Η Νιέσσα προσπάθησε να καταλάβει.

Είναι μεγάλα τα προβλήματά σου αλλά έχεις γενναία καρδιά και θα τα καταφέρεις. Θυμήσου, κοίταξε το σπίτι.

 

Το φίδι έφυγε περνώντας από δίπλα της, τόσο κοντά που ο πιο θαρραλέος άνθρωπος θα είχε τουλάχιστον ανατριχιάσει. Εκείνη σηκώθηκε, χούφτωσε το δεξί της γόνατο κάνοντας μια γκριμάτσα πόνου, κοίταξε ακόμα μία φορά το σημείο από όπου έφυγε το φίδι, και πήρε το δρόμο του γυρισμού.

 

*

 

Ο γέρος καθόταν δίπλα στη φωτιά. Όταν μπήκε η Νιέσσα εκείνος την κοίταξε στα χέρια. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια του, της είπε αυστηρά ότι είχε χρησιμοποιήσει όλα τα υλικά που του είχε φέρει και περίμενε την τρίτη δόση σπαράγγια. Εκείνη απάντησε ότι τα έχασε στη διαδρομή. Όση ώρα μιλούσαν, ο γέρος κοίταζε πότε το πάτωμα, πότε τη φωτιά, αλλά όχι την ίδια στα μάτια. Η Νιέσσα θυμήθηκε ότι την είχε αντικρύσει μόνο μία φορά, όταν τη ρώτησε για τις αϋπνίες της.

 

Πώς ήξερε; σκέφτηκε. Φαινόμουν τόσο κουρασμένη;

 

Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ξεκίνησε να βλέπει το όνειρο που την κρατούσε ξύπνια κάθε βράδυ. Δεν τα κατάφερε. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν μία βδομάδα ή ένας χρόνος. Με τη λογική κατέληξε ότι δεν θα μπορούσε να είναι πολύς καιρός, θα είχε αρρωστήσει από την εξάντληση.

 

Ο γέρος ανακάτευε το περιεχόμενο στο τσουκάλι. Όλο ανακάτευε. Μα τώρα δεν καθόταν και μου μίλαγε; Πότε σηκώθηκε;

 

Γύρω της το δωμάτιο σκοτεινό. Λίγες σκιές τρεμόπαιζαν στους τοίχους, αλλά φως πραγματικό δεν υπήρχε εκεί μέσα. Η Νιέσσα μέτρησε τα λιγοστά αντικείμενα: μία μεγάλη κανάτα πάνω στο τραπέζι, το τσίγκινο λεκανάκι που είχε χρησιμοποιήσει, άδειο πια, το μαντήλι της μητέρας της, τσαλακωμένο και βρώμικο, ένα πιθάρι σε μια γωνιά στο πάτωμα, το τσουκάλι στη φωτιά με την κουτάλα του. Αυτά ήταν όλα κι όλα.

 

Ο γέρος όλο κι ανακάτευε το τσουκάλι χωρίς να λέει κουβέντα.

 

Πού κοιμάται; αναρωτήθηκε η Νιέσσα, καθώς μόλις τώρα πρόσεχε ότι δεν υπήρχε κρεβάτι. Πού τρώει; Δεν έβλεπε ούτε πιάτο ή ποτήρι. Με μια ανατριχίλα που την διαπέρασε ξαφνικά, αναρωτήθηκε το τελευταίο: πού είναι η καρέκλα στην οποία καθόταν τώρα δα;

 

Με όλη της τη δύναμη έκανε να σηκωθεί, αλλά διαπίστωσε πως ήταν ήδη όρθια. Καρέκλες δεν υπήρχαν πουθενά. Κοίταξε τότε στους τοίχους, έψαξε να βρει τα παράθυρα, να δει ότι υπήρχε ακόμα ο έξω κόσμος. Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, τα βρήκε όλα στη θέση τους. Ο ουρανός ήταν εκεί, συννεφιασμένος και βαρύς, το δέντρο έξω από το σπίτι κουνιόταν στον αέρα, η γη πράσινη, ανύποπτη για τα αφύσικα πράγματα που φιλοξενούσε άθελά της. Όλα εκεί, ένα βήμα μόλις μακριά της Νιέσσα, κι όμως εκείνη παρέμενε παγιδευμένη σ' ένα κατασκότεινο δωμάτιο, που λες κι είχε κρατήσει λίγη νύχτα αιχμάλωτη μέσα του.

 

Ο γέρος στεκόταν μπροστά της, κοιτάζοντάς την κατάματα.

“Μην τρέμεις κόρη μου, δεν ήθελα να σε τρομάξω.”

 

Ήθελε να του πει πως δεν φοβόταν, αλλά δεν τό 'κανε, θα ήταν ψέμα. Το βλέμμα της έπεσε στο τζάκι, σβηστό από καιρό, χωρίς ούτε ένα κλαδί μέσα, μόνο στάχτες και σκόνη. Η Νιέσσα κρύωσε ξαφνικά. Ο γέρος την κοιτούσε ακίνητος, τα γαλανά του μάτια θολωμένα από την ομίχλη των γηρατειών, κι όμως αναγνωρίσιμα.

 

Είσαι έξυπνη σαν τη μητέρα σου”, της είπε σβησμένα.

 

Κανείς δεν σε κατάλαβε, τόσα χρόνια.”

 

Όχι, μόνο εσύ. Με πέρναγαν για φάντασμα.”

 

Δεν είσαι;”

 

Ο γέρος δεν απάντησε. Χαμογέλασε μόνο πικρά, πολύ πικρά και κουρασμένα.

 

Γιατί μου τό 'κανες αυτό;”

 

Εκείνος έκανε έναν μορφασμό για μια στιγμή, σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει. Δεν έκλαψε.

 

Δεν ήθελα να σε τρομάξω.”

 

Ερχόσουν κάθε βράδυ, με ξύπναγες κι έσβηνες την ανάμνησή σου το πρωί.”

 

“Κι όμως, εσύ ήρθες.”

 

Ναι, μ' έκανες να έρθω. Τι θέλεις όμως από 'μένα; Οι γονείς μου έχουν πεθάνει από καιρό, είμαι ολομόναχη, πάει, τέλειωσε, γιατί δεν μου αφήνεις ό,τι μου μένει;”

 

Το πρόσωπο του γέρου σκλήρυνε, οι αδύνατοι ώμοι του ανασηκώθηκαν σαν τη ράχη τσοπανόσκυλου που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Η Νιέσσα πισωπάτησε.

 

Εμένα δεν μου έμεινε τίποτα, να γιατί!” είπε μανιασμένα τότε εκείνος. “Κακά μάγια με δένουν με το αίμα σου, πρέπει να ελευθερωθώ. Πρέπει να τριτώσει το κακό, ένας έμεινε, ας είσαι 'συ. Την μοιραζόμασταν την κακούργα χωρίς να μιλάμε γι' αυτό, κανείς δεν ήξερε, μονάχα εμείς οι τρεις. Τον πατέρα σου τον ξαπόστειλα μια μέρα κι έπρεπε να φύγω. Εκείνη δεν ήρθε μαζί μου, καταραμένος νά 'σαι, μου είπε και με έδιωξε.”

 

Όση ώρα τον άκουγε η Νιέσσα, κοίταζε γύρω επίμονα, ψάχνοντας για μια σανίδα σωτηρίας. Και την βρήκε, στο παλιό πάτωμα κάτω απ' το τραπέζι, όπου προεξείχε μια στραβή σανίδα κι έδειχνε πως με ένα τράβηγμα θα ξεκολλούσε. Η Νιέσσα έσκυψε αμέσως να την βγάλει, να τον χτυπήσει πριν προλάβει να την πλησιάσει εκείνος. Μόλις τράβηξε όμως το ξύλο και το ξεκούνησε απ' τη θέση του, ένα μεγάλο γκρίζο φίδι πρόβαλλε από την τρύπα, ξεδιπλώθηκε ταχύτατα στο πάτωμα και σκαρφάλωσε στα πόδια του γερο-δασκάλου χωρίς εκείνος να προλάβει να αντιδράσει. Εκείνος έβγαλε μια βουβή κραυγή και το γράπωσε με τα κοκκαλιάρικα χέρια του, σε μια απελπισμπένη προσπάθεια να ελευθερωθεί, όμως το φίδι ήταν πολύ δυνατό και αποφασισμένο, και ανέβηκε ολόκληρο πάνω του, τυλίχτηκε σε στήθος και λαιμό, τον έπνιξε. Η Νιέσσα είδε τη φρίκη στο πρόσωπο του γέροντα, άκουσε τον ήχο που έκανε ο λαιμός του ενώ έσπαγε, και μύρισε τα ούρα που του έφυγαν την ώρα που σωριαζόταν άψυχος κάτω.

 

Ήταν ολοσδιόλου αληθινός, σκέφτηκε με μια πρωτόγνωρη απόλαυση. Και τώρα δεν υπάρχει πια. Σαν τον πατέρα μου και σαν τη μάνα μου που έπεσε στο ποτάμι.

 

Το φίδι ήρθε και κουλουριάστηκε στα πόδια της, τώρα θα 'μαι εγώ πάλι το στοιχειό του σπιτιού, της είπε και ανασήκωσε γλυκά το κεφάλι.

 

Η Νιέσσα του χαμογέλασε και έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι. Από τα παράθυρα έμπαινε άπλετο φως, αφού τελικά η βροχή προσπέρασε. Σκόνη κάλυπτε τα πάντα, το παλιό ντιβάνι, τις φθαρμένες καρέκλες, το τραπέζι με τα απολιθώματα που ήταν κάποτε αποφάγια. Μια μυρωδιά μούχλας ενόχλησε τα ρουθούνια της. Πήρε το μαντήλι της μητέρας της από το τραπέζι, ήταν ακόμη γεμάτο χώμα. Δίπλα το τσίγκινο λεκανάκι με τις βρωμιές από τις κότες. Και μέσα σε ένα κατασκονισμένο πιάτο που δεν έδειχνε πια το υλικό του, αναπαύονταν δυο χούφτες σπαράγγια.

 

 

 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Κλασικό λάθος που έχουμε δει στο φόρουμ σε αρκετές περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας παίζει με «ονειρική» ατμόσφαιρα, όπως εσύ: Λόγοι  ξεκάθαροι πρέπει να δίνονται γιατί μια πολύ λεπτή γραμμή ξεχωρίζει την ονειρική ατμόσφαιρα από ένα σύνολο ασυναρτησιών. Δυστυχώς τείνεις προς το δεύτερο, γιατί παρά το μπακράουντ του ερωτικού τριγώνου και τα φίδια-στοιχειά τα αποία ξεκινούν μια απόπειρα εξήγησης, άφησες πολλά σημεία ανεξήγητα. Κάπου ανάμεσα σε σπαράγγια κουτσουλιές,νυχτερινές επισκέψεις το νοηματικό παιχνίδι χάνεται.

 

Πέραν του νοηματος όμως, χρησιμοποίησες και κάποιες σκηνές που δεν εξυπηρετούν πουθενά. π.χ η πτώση και η συνάντηση με το φίδι στο δάσος δεν έχει χρησιμότητα πέραν της κατακλείδας φράσης της παραγράφου. Επίσης κάποιος αναρρωτιέται γιατί το στοιχειό-φίδι δεν τον σκότωνε νωρίτερα και διάφορα που στερούνται λογικής (όποια λογική μένει σε ένα κόσμο με φίδια που μιλάνε, ξόρκια και άλλα ωραία).

 

καλή επιτυχία

Link to comment
Share on other sites

Εμένα πάλι, με παραξένεψε ευχάριστα αυτή η ιστορία. Μπορώ να πω ότι, αν και μπήκε λίγο απότομα, σαν intro, στη συνέχεια μου δημιουργήθηκε η απορία να δω που θα καταλήξει. Έτσι σύνεχισα να διαβάζω και το υπόλοιπο κείμενο. Υπάρχουν περιγραφές όπως αυτή :

“Φέρε μου κουτσουλιές,” της είπε δίνοντάς της ένα τσίγκινο λεκανάκι, “έχετε κότες, έτσι; Μετά βάλε σ’ ένα μαντήλι χώμα αφράτο, δουλεμένο, και τέλος φέρε μου μια χούφτα σπαράγγια.”

που μου θύμισαν την γιαγιά μου στο χωριό, πριν είκοσι και βάλε χρόνια. Εδώ

“Κανείς δεν σε κατάλαβε, τόσα χρόνια.”

νομίζω θα ήθελε ένα ερωτηματικό. Σίγουρα, ίσως να ήθελαν λίγο περισσότερη δουλειά οι διάλογοι της ιστορίας.

 

Η ιστορία έχει μια ιδέα που κρύβετε απο πίσω της. Σε σημεία καταφέρνει και έχει καλές, ζωντανές περιγραφές:

Μόλις τράβηξε όμως το ξύλο και το ξεκούνησε απ' τη θέση του, ένα μεγάλο γκρίζο φίδι πρόβαλλε από την τρύπα, ξεδιπλώθηκε ταχύτατα στο πάτωμα και σκαρφάλωσε στα πόδια του γερο-δασκάλου χωρίς εκείνος να προλάβει να αντιδράσει. Εκείνος έβγαλε μια βουβή κραυγή και το γράπωσε με τα κοκκαλιάρικα χέρια του, σε μια απελπισμπένη προσπάθεια να ελευθερωθεί, όμως το φίδι ήταν πολύ δυνατό και αποφασισμένο, και ανέβηκε ολόκληρο πάνω του, τυλίχτηκε σε στήθος και λαιμό, τον έπνιξε. Η Νιέσσα είδε τη φρίκη στο πρόσωπο του γέροντα, άκουσε τον ήχο που έκανε ο λαιμός του ενώ έσπαγε, και μύρισε τα ούρα που του έφυγαν την ώρα που σωριαζόταν άψυχος κάτω.

 

 

Παραμένει μια καλή ιστορία, προσωπικά μου άρεσε. Σίγουρα έχει τις ατέλειες τις όμως δεν είχα κανένα θέμα να την παρακολουθήσω μέχρι το τέλος. Περιμένω και άλλες ιστορίες απο την Cassandra.

 

Ευχαριστώ για την ιστορία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γενικά: Χμ. όπως πάντα, στα κείμενά σου υπάρχει ένα βάθος,  ένα δεύτερο επίπεδο που εδρεύει σε και θρέφεται από τη φυσική ζωή, τη φύση. Αλλά χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση και γενικά η ανάγκη δεύτερης ανάγνωσης δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής.

 

Μου άρεσε: Η ιδέα, η γλώσσα, η απλότητα, η φυσική αίσθηση. Το μπλέξιμο του φυσικού με το υπερφυσικό. Η λογική πίσω από τις πράξεις.

 

Δε μου άρεσε: Νομίζω ότι επειδή η λύση του αινίγματος δίνεται σε δύο μόνο φράσεις, σε απόσταση μεταξύ τους, είναι κάπως δύσκολη η κατανόηση με την πρώτη ανάγνωση κι απαιτείται δεύτερη.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Mια που διαβάζω ούτως ή άλλως όλες τις ιστορίες τουλάχιστον δυο φορές, διάβασα και αυτήν εις διπλούν. Αλλά με μεγάλη ευχαρίστηση γιατί ήθελα να ξαναβιώσω την αίσθηση που μου άφησε, να προσέξω τις λεπτομέρειες, να δω τις εικόνες στο νου μου.

Δεν μου θύμισε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά είχε κάτι από τον σουρεαλισμό-αλλά-όχι-εντελώς της Αλίκης, με την έννοια πως ακόμα και τα απλά καθημερινά αντικείμενα ή πλάσματα αποκτούν ένα τόσο αλλιώτικο νόημα στην ιστορία, και χρησιμοποιούνται με τόσο παράξενο τρόπο, ή μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο, εφιαλτικο ή μη, ώστε τελικά η ιστορία να θυμίζει όνειρο, να έχει τη "μηχανική" του ονείρου. Φυσικά, τα όνειρα είναι κομμάτι της ιστορίας και εμπλέκονται σαν όνειρο μέσα στην πραγματικότητα και πραγματικότητα μέσα στο όνειρα με αριστοτεχνικό τρόπο. Αυτό την κάνει από τις πιο πρωτότυπες και πιο καλογραμμένες του διαγωνισμού, μια ιστορία που μ'άφησε με την καλύτερη επίγευση.

 

Και γω όμως θα προτιμούσα η λύση του αινίγματος να ήταν λίγο, λιγάκι πιο εκτενής.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γενικά μου άρεσε. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο είναι το ότι είναι βουτηγμένη στη φύση με τρόπο που μοιάζει βιωματικό, από πρώτο χέρι. Μου άρεσε η ιδέα με τα φίδια.

Κάποια σημεία που με σκάλωσαν:

 

- Στην αρχή είναι υπερβολικά τεμαχισμένο το κείμενο και δεν κυλάει πολύ καλά. Όσο προχωράει στρώνει.

- Η γλώσσα, ενώ είναι απλή και γνήσια στο μεγαλύτερο μέρος της, γλιστράει πού και πού σε κάτι πρωτευουσιάνικα "διαπίστωσε," "για την ακρίβεια" κλπ που με πετούσαν έξω.

 

- Το ερωτικό τρίγωνο μπαίνει πολύ ξαφνικά. Νομίζω θα ήθελε λίγη περισσότερη προετοιμασία, μερικές υπόνοιες (εκτός αν υπήρχαν και δεν τις έπιασα, που είναι πιθανό). Επίσης, ο γέρος πεθαίνει πολύ απότομα και χωρίς λόγο.

 

-Νιέσσα; Μου φάνηκε τόσο ελληνικό το τοπίο και η γλώσσα και η ιστορία με τις δεισιδαιμονίες της, που το όνομα με πετούσε έξω, σαν να ήρθε και να έκατσε πάνω στο κείμενο από άλλο παραμύθι.

 

-Εχμ... Λέμε μια "χούφτα" σπαράγγια; Δεν θα έπρεπε να είναι "μάτσο"; Η χούφτα μού κάνει σε σπαράγγια ψιλοκομμένα :bleh:

 

Έχει ωραία ατμόσφαιρα αυτή η ιστορία κι ένα πίσω κείμενο που εμένα μου αρέσει. Απλώς νομίζω πως θα μπορούσε να είναι λίγο πιο δουλεμένο το μπροστά, ώστε να λειανθούν λιγάκι μερικές γωνίτσες και να ξεκαθαρίσουν κάποιες ασάφειες.

Edited by Ayu
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το κείμενό σου Άννα με έκανε να σχηματίσω δύο γνώμες αντιφατικές μεταξύ τους!

 

Απ' τη μία διάβασα τις ζωντανότατες περιγραφές σου που με πήγαν σε έναν χορταριασμένο λόφο την άνοιξη με τη βροχή να μυρίζει. Η αφήγηση που παρ' όλη την καθαρότητα και τη λεπτομέρεια της σε σημεία με έβαλε σε μια διάθεση "υπνηλίας", όπως αυτή που ίσως ένοιωθε η πρωταγωνίστρια λόγω της έλλειψης ύπνου, ήταν κάτι που επίσης μου άρεσε πάρα πολύ. Ιδιαίτερα μου άρεσε και το σημείο στο τέλος, όπου η Νιέσσα παρατηρεί το σπίτι γύρω της, η αυξανόμενη ένταση είναι πολύ ωραία βαλμένη, σίγουρα δημιουργεί μια αίσθηση τρόμου, ίσως σε ανατριχιάζει και λίγο.

Γενικά, αν μπορούσα να παρομοιάσω το τρόπο που γράφεις με μια οπτικοακουστική εικόνα, θα ήταν ένα ρυάκι που τρέχει:)

 

Εκεί που σκάλωσα όμως και μπερδεύτηκα ήταν το πλοτ-λάιν αυτό καθεαυτό. Μερικά σημεία τα ξαναδιάβασα αρκετές φορές μήπως μου ξεφεύγει κάποια λεπτομέρεια αλλά και πάλι δεν κατάφερα να ξεδιαλύνω το ποιο ακριβώς ήταν το κακό που βάραινε τους γονείς της και το δάσκαλο, ή το πώς συνδέονταν με τα φίδια τα οποία έδωσαν τελικά και τη λύση. Μάντεψα μέχρι το ότι ο δάσκαλος είχε σχέση με τη μαμά της, μετά σε κάποιο σημείο που την αποκαλεί "κόρη μου" μου έβαλε και την υπόνοια μήπως ήταν αυτός ο πατέρας της, αλλά οι εξηγήσεις που δόθηκαν παρακάτω ούτε με επιβεβαίωσαν, ούτε με διέψευσαν. Πάντως είναι κάτι που εύκολα δουλεύεται και διορθώνεται, από τη στιγμή που γράφεις τόσο ωραία.

 

Αυτά από εμένα! Καλή επιτυχία  :victory:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε ο τίτλος, αλλά σπαράγγια σε χούφτα; (Μπορεί. Δεν επιμένω γιατί μου άρεσε ο τίτλος.)

Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ στο διήγημα είναι το πολύ ανθρώπινο πάθος(*) που δίνει κίνητρο στον «κακό» της ιστορίας.

(*) Αυτό κανονικά αφορά τους χαρακτήρες, αλλά το βάζω εδώ. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για την φύση του πάθους πάντως καθώς λείπουν στοιχεία απ' την ιστορία τα οποία πιστεύω ότι έπρεπε να δώσει ο γέρος. Όσα λέει δεν μου 'φτασαν. Τα κατάλαβα ήταν σαφή, αλλά την χρονική στιγμή που τα δίνει, δεν έχει λόγο να κρατάει τίποτ' άλλο. Είναι η στιγμή που ξεσπάει, πρέπει και να έχει την ανάγκη να  τα πει όλα, να παραληρήσει λίγο.

Μου άρεσε η σύνδεσή του με τη γη. Μου άρεσαν τα υλικά του ξορκιού.

Το διάβασα άνετα μέχρι τέλους. Η γλώσσα του δεν είναι εντυπωσιακή, αλλά είναι φυσική, χαλαρή και χαμηλότονη και τελικά ταιριάζει καλά στο διήγημα.

Πολύ ενδιαφέρον το ερωτικό(;) τρίγωνο - ειδικά μέσα στα πλαίσια μιας (όπως φαίνεται) κλειστής κοινωνίας. Δυστυχώς, εδώ ακριβώς είναι που νομίζω ότι το διήγημα δεν πετυχαίνει πολύ καλά το σκοπό του. Μου φαίνεται ότι υπήρχε εξαιρετικό υλικό που μπορούσε (και έπρεπε) να δουλευτεί περισσότερο.

Η Νιέσσα (με ξένισε τελικά το όνομα - το τοπίο δείχνει ελληνική επαρχία) δεν εμπλέκεται συναισθηματικά με όσα συμβαίνουν και (το κυριότερο) με όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Οι διάλογοί της είναι περίπου μονολεκτικοί (και δεν υπάρχει μια καλή εξήγηση/δικαιολογία γι' αυτό).

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

«Το κρεβάτι των γονιών της, όπου κοιμόταν από την αρχή της άνοιξης χωρίς συγκεκριμένο λόγο, την αγκάλιαζε νοσταλγικά».

Εδώ υπονοείται κάτι, αλλά η ευκαιρία πάει χαμένη.
Δεν μπορεί να κοιμόταν εκεί χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Δεν το πιστεύω. Ο λόγος σίγουρα υπάρχει απλά δεν δείχνεται. Αλλά έστω ότι δεν είχε λόγο. Το κρεβάτι των γονιών της θα έπρεπε να γεννά συναισθήματα, σκέψεις, αναμνήσεις. Κάτι που (και θα προοικονομούσε καλύτερα και το κίνητρο του γέρου και) θα μας βοηθούσε να ταυτιστούμε με την ηρωίδα. Τελικά, δεν έχω ιδέα πώς ένιωσε, πώς είδε όσα έγιναν.

Σε δεύτερη ανάγνωση, βρήκα την αφήγηση κάπως απόμακρη. Νομίζω χρειάζεται να δείξεις περισσότερο και από μικρότερη απόσταση τη Νιέσσα. Να περιγράψεις πράξεις, κινήσεις, εκφράσεις, λόγια και σκέψεις με ακόμα περισσότερη λεπτομέρεια.

 

Απορία:
Στο τέλος η Νιέσσα χαμογελάει στο φίδι; Γιατί; Εδώ φαίνεται να αποκαλύφθηκε μια αλήθεια (που μοιάζει με απωθημένη μνήμη) η οποία περίμενα να την συγκλονίσει. Τέλος καλό όλα καλά; Κάτι δεν κολλάει.

Δεν βρήκα ξεκάθαρο τον ρόλο του φιδιού. Θεωρούσα συμβολική την παρουσία του, αλλά αυτά που λέει περί στοιχειώματος στην τελευταία σκηνή με μπέρδεψαν. Υποδηλώνουν έντονη φυσική παρουσία και βούληση πίσω απ' τις πράξεις του, αλλά έχω μείνει με κενά. Τι εννοεί όταν λέει

«θα 'μαι εγώ πάλι το στοιχειό του σπιτιού»;



Χρειάζεται να μάθουμε πράγματα για τους γονείς της. Είναι πολύ σημαντικό για την ιστορία (και την ηρωίδα).

Υπάρχουν μια-δυο σκηνικές αμηχανίες:
1) Στην πρώτη σκηνή με το φίδι, που εγώ την βρήκα πολύ ωραία κατά τ' άλλα, ακούει βήματα. Τελικά ήταν το φίδι. Βηματίζουν, ωρέ, τα φίδια; ( :) )
2) Στην κορύφωση της δράσης, η Νιέσσα προσπαθεί να βγάλει μια χαλαρωμένη σανίδα απ' το πάτωμα και μάλιστα κάτω απ' το τραπέζι. 'Η κάνε κάτι πιο γρήγορο ή δώσε ένταση στην σκηνή δείχνοντας παράλληλα τη θέση και τις κινήσεις του γέρου.

Η πλοκή ήταν καλή. Δεν νομίζω ότι έλειπε κάτι (αλλά δες τις απορίες μου σχετικά με το πάθος του γέρου και τον ρόλο του φιδιού).

Συνολικά, μια ιστορία πολύ ενδιαφέρουσα, με πλοκή, ιδέες και προθέσεις που μου άρεσαν. Ήθελα να μου έχει αρέσει εξίσου και η εκτέλεση. Πιστεύω ότι είναι αρκετά εύκολο να την βελτιώσεις.

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Η ονειρική ατμόσφαιρα που έχεις φτιάξει αποτελεί τη μεγαλύτερη δύναμη της ιστορίας σου. Χρησιμοποιείς ωραία τη γλώσσα για να πλάσεις τις όμορφες εικόνες σου. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ίδια την πλοκή. Στην αρχή κάνεις κάποια χρονικά άλματα που τα βρήκα αρκετά άτσαλα. Η μεγαλύτερη αδυναμία όμως έγκειται στην απουσία επαρκών στοιχείων για την κατανόηση του σεναρίου. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τι σχέση έχουν τα φίδια με το ερωτικό τρίγωνο. Εάν υπάρχει κάποια εξήγηση μέσα στο κείμενο τότε εγώ αδυνατώ να την εντοπίσω.  

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αυτό που κάνει την ιστορία ιδιαίτερη είναι οι όμορφες περιγραφές από την καθημερινότητα της Νιέσσα, πράγμα απαραίτητο για να μας βάλει μέσα στο μυαλό της, αλλά και στο χώρο που ζει. Παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο στην αληθοφάνεια και στην αμεσότητα της ιστορίας.

 

Από εκεί και μετά δεν κατάλαβα πολύ καλά το σύμπλεγμα μεταξύ γονέων, φιδιών και Γέρου, και διάβασα την ιστορία πάνω από δυο φορές, μήπως υπάρχει κάτι που μου ξεφεύγει. Νομίζω ότι από την αρχή καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Γέρο, από τη φράση «Όλοι έλεγαν ότι ο Γέρος είχε φύγει από καιρό, κι αν ήταν ποτέ αληθινός.», απ’ τη μια πλέκει το μυστήριο γύρω του, από την άλλη ίσως να μην έπρεπε να μας το δώσεις τόσο γρήγορα ή ίσως να μας στρίβει προς άλλη κατεύθυνση. Στο τέλος χάθηκα λίγο με την εμφάνιση του φιδιού και την ανακοίνωσή του ότι θα είναι αυτό το στοιχειό του σπιτιού. Δεν κατάλαβα ποιος είναι ποιος. Επίσης, η μάχη του τέλους μού φάνηκε κάπως εύκολη. Δηλαδή, αν το φίδι μπορούσε να νικήσει τον Γέρο τόσο εύκολα, γιατί δεν το έκανε τόσο καιρό; Έπρεπε να το ελευθερώσει η Νιέσσα; Και αντιπροσωπεύει αυτή η απελευθέρωση εφόσον ήταν τυχαία;

 

Γενικά, πιστεύω ότι έχεις μια πολύ καλή ιστορία, αλλά θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη σε ορισμένα σημεία της.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Σ' αυτή την ιστορία, θα πρέπει να πω ότι μου άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα που δημιουργείς.

Οι περιγραφές, οι ήχοι, οι μυρωδιές, την κάνουν πολύ ζωντανή, παρά το γεγονός ότι κυλάει με περίεργα ονειρικούς ρυθμούς, σαν να είναι όλα χαλαρά. Είναι ενδιαφέρον που ξετυλίγεται ένα μεγάλο δράμα σε τόσο χαμηλούς τόνους.

 

Μου άρεσε η εμπλοκή των φιδιών στην ιστορία.

 

 

Από τη μια είναι γνωστό ότι σε πολλά μέρη κάποια φίδια θεωρούνται προστάτες του σπιτιού, από την άλλη τα φίδια έχουν σχέση με φαλικά σύμβολα (που τελικά έχουν παίξει κι εδώ το ρόλο τους).

 

 

Μου άρεσαν επίσης τα περιέργα υλικά που ζητάει ο γέρος.

 

Έχω ωστόσο κάποιες απορίες ως προς τις ικανότητες του δάσκαλου. Έτσι όπως αναφέρονται όλα στις τελευταίες παραγράφους, φαίνεται σαν να έχει πάρα πολλές ικανότητες και να είναι άσσος των ψευδαισθήσεων: Η Νιέσσα ανακαλύπτει ότι όλα είναι μουχλιασμένα, ότι δεν υπάρχουν έπιπλα, ότι δεν υπάρχει φωτιά, και του λέει ότι ερχόταν και την ξύπναγε και μετά έσβηνε την ανάμνήσή του. Από την άλλη, δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται αυτές οι δυνάμεις κάπου αλλού, οπότε δεν είναι πολύ σαφής ο ρόλος του στη ζωή του χωριού στο παρελθόν ή ακόμα και το πώς ζούσε και οι άλλοι νόμιζαν ότι ήταν φάντασμα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Συμφωνώ με τους περισσότερους γι' αυτή την ιστορία, ότι αυτό που μου άρεσε πολύ είναι το όλο περιβάλλον που έστησες. Ουσιαστικά το πρώτο τρίτο της ιστορίας ήταν πολύ ωραίο, με είχες "φτιάξει" πολύ με την όλη αυτή κατάσταση με τα υλικά για το ξόρκι, τον μυστήριο γέρο, τις αϋπνίες και τα λοιπά. Αλλά μετά άρχισε το μπέρδεμα... στοιχειά, φίδια, εραστές... Μπερδεύτηκα πολύ και εν τέλει λίγα κατάλαβα. Εγώ δε συνηθίζω να διαβάζω δεύτερη φορά μία ιστορία γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι το σωστό, διότι κανένας αναγνώστης αύριο μεθαύριο δεν πρόκειται να διαβάσει μία ιστορία μας δεύτερη φορά αν δεν την καταλάβει. Θα τη βάλει στην άκρη και θα πει "τι χαζομάρα ήταν αυτή που διάβασα". Σε αυτή την ιστορία ωστόσο δεν το τήρησα. Τη διάβασα τρεις φορές, παλεύοντας να βρω τα κρυμμένα νοήματα, γιατί ήξερα ότι σε αυτές τις λέξεις υπάρχει κάτι ωραίο που πρέπει να ανακαλύψω. Άρχισα να κάνω κάποιους συνειρμούς όπως το:

 

 

ότι ίσως τα τρία σπαράγγια να συμβόλιζαν τα τρία μέλη της οικογένειας που έπρεπε να πεθάνουν, να τριτώσει το κακό που έλεγες κι εσύ και η τελευταία σκηνή που δείχνεις το αχρησιμοποίητο σπαράγγι, συνάδει με το ότι την γλίτωσε η κοπέλα.

 

 

Γενικά λοιπόν είναι μια ιστορία πολύ όμορφη που όμως, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι έχασες τον έλεγχό της. Δε σου χώρεσε στις λέξεις; Δεν ήξερες από ένα σημείο και μετά πως να την εξελίξεις; Δεν ξέρω... Θέλω πολύ να την δω ολοκληρωμένη, Άννα, θεωρώ ότι αξίζει! :)

 

Καλή συνέχεια!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ντάξει, από τη στιγμή που ξέρεις ότι κάποτε θα πάρεις κι ένα σχόλιο από μένα για αυτή την ιστορία, ξέρεις κι ότι θα σου πω πόσο πολύ μου αρέσει, έτσι; Νομίζω είναι απλά αυτονόητο.

 

Αυτό που αποκλείεται να ξέρεις, είναι εδώ έχεις ολοκληρώσει τον κρυφό μου πόθο, όταν αφού αποφασίσαμε το θέμα, ήλπιζα κι ευχόμουνα να θυμηθεί κάποιος το στοιχειό του σπιτιού. Και σε παρακαλώ, please -πάρα πολλά please :P- βάλε στο σπίτι το δικό της απ’έξω ένα τσίγκινο λεκανάκι, άδειο από καιρό από τότε που σκότωσαν εκείνο το άλλο στοιχειό, να μου συμπληρώσεις την εικόνα!

 

Μου άρεσε επίσης πάρα πολύ που χρησιμοποίησες αυτό που λέγανε οι γιαγιάδες μας (μας προφανώς γιατί δε μπορεί…) ότι «άμα το δεις το σπαράγγι θα φύγει»!

*Και για να σε βγάλω από τον κόπο (μετά την ανάγνωση των υπόλοιπων σχολίων): το σπαράγγι στην ελληνική ύπαιθρο είναι αυτό που διώχνει τα όνειρα (τους εφιάλτες) που επιμένουνε, αυτό που σε ελευθερώνει από τα κακά που συμβαίνουν στον ύπνο σου –ή και στον ξύπνιο σου ανάλογα. Όχι άμα το φας, άμα το δεις όταν κοιμάσαι.

 

Γενικώς, δεν είμαι πάρα πολύ σίγουρη κι εγώ πως κατάλαβα επαρκώς τι ακριβώς παίχτηκε εδώ. Βεβαίως -και καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά πως είναι πολύ υποκειμενικό το θέμα- για μένα δεν παίζει και πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Την ευχαριστήθηκα πάρα πολύ ως έχει, έτσι κι αλλιώς. Παρόλα αυτά θα σου πω τι κατάλαβα απλά για να ξέρεις (όλο και κάπου μπορεί να φανεί χρήσιμο): ο Γέρος βασικά έγινε το κακό στοιχειό –χωρίς να είναι νεκρός- αφού ήθελε τη μάνα της –ο δάσκαλος που τον καταράστηκε όταν σκότωσε τον πατέρα της  και δέθηκε με το αίμα τους, ο πατέρας της φοβόταν όλα τα στοιχειά και είχε σκοτώσει το φύλακα του σπιτιού –βασικά από βλακεία (ή κακία), αλλά δεν πήρε της μετρητής το ότι στα σπίτια που ζει το στοιχειό δεν πιάνουν οι κατάρες, οπότε έπιασε η κατάρα, ο άλλος στοίχειωσε κι ήθελε να ξεστοιχειώσει και βασικά να πεθάνει. Τώρα, αν έχω δίκιο και τα έχω καταλάβει όλα καλά, ξέρεις ότι αυτό λύνεται με δυο φράσεις παραπάνω: μία συμπληρωματική στο «την κατάρα μου να χεις (που ήδη είναι σωστά τονισμένο) και μια ξεκαθαριστική (γαμάτη λεξούλα? :P) κάπου μέσα στον τελευταίο διάλογο. «Δεν είσαι φάντασμα» ξέρωγώ «όχι, είμαι ζωντανό στοιχειό» ή κάτι τέτοιο (καλύτερο από τη βλακεία που σου γράφω εδώ :P

 

Προσωπικά, χαίρομαι πάρα πολύ που την έγραψες και τίποτα να μην άλλαζες τη χάρηκα πάρα πολύ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 Καταρχήν σας ευχαριστώ γαι όλα τα σχόλια, είναι πολύ χρήσιμα, πιστεύω πως κατάλαβα πού βρίσκονται τα σημαντικότερα προβλήματα.

 Γενικά, έγινε (πάλι) αυτό που φοβάμαι πιο πολύ όταν γράφω: δεν ήμουν όσο χρειάζεται ξεκάθαρη. Το να μην αρέσει αυτό που έγραψα είναι αποδεκτό, φυσικά, το να μην γίνει κατανοητό είναι για 'μένα απαράδεκτο (στα βασικά τουλάχιστον, ας μην μπορούν όλοι να κάνουν σκόνη ένα κείμενο, δεν είναι κακό, ας ξέρει μόνο ο συγγραφέας όλες τις λεπτομέρειες). Αν χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση, όπως μου είπατε, η ιστορία έχει αποτύχει. Και με στεναχωρεί, γιατί αυτό που θέλω πάντα είναι να αφηγούμαι ιστορίες, δεν μιλάω γιατί μου αρέσει ο ήχος της φωνής μου... 

 

Λίγες απαντήσεις:

 

Το όνομα της πρωταγωνίστριας:  Δεν ήθελα να θυμίζει Ελλάδα, ήθελα κάτι (για 'μένα, καθαρά, όσο έγραφα) να με απομακρύνει από τον εαυτό μου, κάτι ξένο, μακρινό.

 

Ο τίτλος του διηγήματος: Μπα, κολλήσατε στη χούφτα! Εντάξει, λέμε "χεριά", μια χεριά σπαράγγια, αλλά πώς ακούγεται για τίτλος; Χώρια που δεν το είχα σκεφτεί ότι δεν το λέμε, εγώ το λέω, 'μάζεψα μια χούφτα σπαράγγια".

 

Το φίδι: Ε, τι να πω; Τα είπαν η Nienor και η Tiessa καλύτερα. Αν δεν γνωρίζετε την παράδοση που μιλάει για τους φύλακες, τα Στοιχειά των σπιτιών, τα φίδια, τότε είναι αλήθεια πως έχετε χάσει το μισό διήγημα και δεν βγάζει νόημα. Επίσης (για να μιλάμε και σε δεύτερα επίπεδα, με δεύτερες σκέψεις, σαν κάθε καλή μάγισσα, που λέει κι ο Πράτσετ), έχει να κάνει και με την σεξουαλικότητα το φίδι (Ride the snake που τραγούδαγε ο Τζιμάρας) και ο δάσκαλος τα είχε με τη μάνα της, ρε παιδιά. Πολύ θέλει να σου μπουν ιδέες (φαντασιώσεις και τέτοια) όταν είσαι νέα και παρθένα;

 

Η γραφή: Αχ, η γραφή. Απέτυχα κι εδώ. (Αν και η Tiessa το ένιωσε, τώρα το ξαναείδα, το είχα ξεχάσει. Χμ... ) Ήθελα όλο το διήγημα να βγάζει τη νυσταγμένη αίσθηση της Νιέσσα, που στην αρχή παέι με σχεδόν κλειστα μάτια στον Γέρο, ίσα που λένε δυο κουβέντες, μετά κοιμάται λίγο, την άλλη μέρα τα βλέπει λίγο πιο ζωντανά, μετά το φίδι ξυπνάει όλο και πιο πολύ... Αλλά, τώρα θυμάμαι! Και την Σα την έπιανε υπνηλία, λέει! Ευχαριστώ ρε ψυχή! Αυτό είναι! (Αν κάποιον τον έπιανε υπνηλία από τη βαρεμάρα, όχι, αυτό δεν το θέλουμε... Πφφ... )

 

Αν θυμηθώ κάτι άλλο θα συμπληρώσω. Και όταν (όχι "αν", όπως λέω πάντα) το διορθώσω, θα το ανεβάσω. Και πάλι ευχαριστώ.

 

 

 

 

Τώρα, για να μην κάνω σεντόνια, σπόιλερ ταγκς.  (Αν χρειάζεστε εξηγήσεις για την πλοκή, παρακαλώ  ανοίξτε το σπόιλερ της Κιάρας).

 

Ευθυμία :hmm::

 

 



Γενικά: Χμ. όπως πάντα, στα κείμενά σου υπάρχει ένα βάθος,  ένα δεύτερο επίπεδο που εδρεύει σε και θρέφεται από τη φυσική ζωή, τη φύση.

Πού εδρεύει; Πες μου, σε παρακαλώ, γιατί θα σκάσω! :bag:

 

 

 

 

 Κιάρα: :worshippy:  :inlove: :loughbounce:

 

 



Ντάξει, από τη στιγμή που ξέρεις ότι κάποτε θα πάρεις κι ένα σχόλιο από μένα για αυτή την ιστορία, ξέρεις κι ότι θα σου πω πόσο πολύ μου αρέσει, έτσι; Νομίζω είναι απλά αυτονόητο.

 

:blush-anim-cl:

 


Αυτό που αποκλείεται να ξέρεις, είναι εδώ έχεις ολοκληρώσει τον κρυφό μου πόθο, όταν αφού αποφασίσαμε το θέμα, ήλπιζα κι ευχόμουνα να θυμηθεί κάποιος το στοιχειό του σπιτιού.

Ευχαριστώ! 

 

 


 

Μου άρεσε επίσης πάρα πολύ που χρησιμοποίησες αυτό που λέγανε οι γιαγιάδες μας (μας προφανώς γιατί δε μπορεί…) ότι «άμα το δεις το σπαράγγι θα φύγει»!

*Και για να σε βγάλω από τον κόπο (μετά την ανάγνωση των υπόλοιπων σχολίων): το σπαράγγι στην ελληνική ύπαιθρο είναι αυτό που διώχνει τα όνειρα (τους εφιάλτες) που επιμένουνε, αυτό που σε ελευθερώνει από τα κακά που συμβαίνουν στον ύπνο σου –ή και στον ξύπνιο σου ανάλογα. Όχι άμα το φας, άμα το δεις όταν κοιμάσαι.

 

Είναι τόσο ωραίο όταν γίνεται αυτό, όταν μαθαίνω κάτι δηλαδή για το ίδιο μου το διήγημα. Δεν είχα ιδέα για τις μαγικές δυνάμεις του σπαραγγιού, (ή έστω, του αιθερικού του σώματος, :lolipop:) απλά πίστευα ακράδαντα ότι "δεν μπορεί, κάτι θα έχει" .

 


 

 

Γενικώς, δεν είμαι πάρα πολύ σίγουρη κι εγώ πως κατάλαβα επαρκώς τι ακριβώς παίχτηκε εδώ. Βεβαίως -και καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά πως είναι πολύ υποκειμενικό το θέμα- για μένα δεν παίζει και πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Την ευχαριστήθηκα πάρα πολύ ως έχει, έτσι κι αλλιώς. Παρόλα αυτά θα σου πω τι κατάλαβα απλά για να ξέρεις (όλο και κάπου μπορεί να φανεί χρήσιμο): ο Γέρος βασικά έγινε το κακό στοιχειό –χωρίς να είναι νεκρός- αφού ήθελε τη μάνα της –ο δάσκαλος που τον καταράστηκε όταν σκότωσε τον πατέρα της  και δέθηκε με το αίμα τους, ο πατέρας της φοβόταν όλα τα στοιχειά και είχε σκοτώσει το φύλακα του σπιτιού –βασικά από βλακεία (ή κακία), αλλά δεν πήρε της μετρητής το ότι στα σπίτια που ζει το στοιχειό δεν πιάνουν οι κατάρες, οπότε έπιασε η κατάρα, ο άλλος στοίχειωσε κι ήθελε να ξεστοιχειώσει και βασικά να πεθάνει. Τώρα, αν έχω δίκιο και τα έχω καταλάβει όλα καλά, ξέρεις ότι αυτό λύνεται με δυο φράσεις παραπάνω: μία συμπληρωματική στο «την κατάρα μου να χεις (που ήδη είναι σωστά τονισμένο) και μια ξεκαθαριστική (γαμάτη λεξούλα? :P) κάπου μέσα στον τελευταίο διάλογο. «Δεν είσαι φάντασμα» ξέρωγώ «όχι, είμαι ζωντανό στοιχειό» ή κάτι τέτοιο (καλύτερο από τη βλακεία που σου γράφω εδώ :P

 

 

Ευχαριστώ! (Και που τα κατάλαβες, και που μου τα λες).  :flowers: Ώπα, edit εδώ, ο δάσκαλος είναι ο Γέρος, έτσι; Που τα είχε με τη μάνα της, που σκότωσε τον πατέρα της, ο οποίος πατέρας - ο χαζός - σκότωσε το φίδι. Ο Γέρος πια δάσκαλος - γι' αυτό τη λέει κόρη του, είναι κουσούρι από όταν είχε μαθητές - έχει γίνει κακό στοιχειό, ναι, τό 'χουμε... ΟΚ.

 

 

 

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 Ευθυμία :hmm::

 

 

Γενικά: Χμ. όπως πάντα, στα κείμενά σου υπάρχει ένα βάθος,  ένα δεύτερο επίπεδο που εδρεύει σε και θρέφεται από τη φυσική ζωή, τη φύση.

Πού εδρεύει; Πες μου, σε παρακαλώ, γιατί θα σκάσω! :bag:

 

 

 

Εδρεύει στη φυσική ζωή και θρέφεται από τη φυσική ζωή. Ατυχές το καλολογικό σχήμα,ε;   :sweatdrop:

Link to comment
Share on other sites

Θα έπρεπε να ντρέπομαι.

Ευχαριστώ πάντως που έκανες τον κόπο να εξηγήσεις τα ελληνικά σου για 'μένα. :fool:

Link to comment
Share on other sites

  Γενικά, έγινε (πάλι) αυτό που φοβάμαι πιο πολύ όταν γράφω: δεν ήμουν όσο χρειάζεται ξεκάθαρη. Το να μην αρέσει αυτό που έγραψα είναι αποδεκτό, φυσικά, το να μην γίνει κατανοητό είναι για 'μένα απαράδεκτο (στα βασικά τουλάχιστον, ας μην μπορούν όλοι να κάνουν σκόνη ένα κείμενο, δεν είναι κακό, ας ξέρει μόνο ο συγγραφέας όλες τις λεπτομέρειες). Αν χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση, όπως μου είπατε, η ιστορία έχει αποτύχει. Και με στεναχωρεί, γιατί αυτό που θέλω πάντα είναι να αφηγούμαι ιστορίες, δεν μιλάω γιατί μου αρέσει ο ήχος της φωνής μου... 

 

 

Εύγε, τέκνον! Ταυτίζομαι απολύτως: κι εγώ θέλω πάνω απ'όλα να καταλαβαίνουν τι γράφω όσοι το διαβάσουν, αλλά τυχαίνει πιο συχνά από όσο θα ήθελα αυτός που όλο και κάτι δεν καταλαβαίνει στο διήγημά μου να είναι ο aScannerDarkly... :shout:

 

Ως προς το διήγημα, κι εγώ κάποια στιγμή έπαψα να καταλαβαίνω ακριβώς τι γίνεται, αλλά το έβαλα ψηλά στην κατάταξη για την ωραία γλώσσα και ατμόσφαιρα. Πρόσεχε να μη χαθεί όταν διορθώνεις. :thumbsup:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Είναι τόσο ωραίο όταν γίνεται αυτό, όταν μαθαίνω κάτι δηλαδή για το ίδιο μου το διήγημα. Δεν είχα ιδέα για τις μαγικές δυνάμεις του σπαραγγιού, (ή έστω, του αιθερικού του σώματος, :lolipop:) απλά πίστευα ακράδαντα ότι "δεν μπορεί, κάτι θα έχει" .

:o Αλήθεια? Σοβαρά τώρα? χαχαχαχα... Είναι προφανώς αυτό που λένε ότι άμα εσύ ασχοληθείς με την ουσία οι λεπτομέριες απλά θα σου κάτσουνε.

Έφερα και μια βόλτα το google για να βρω κάτι να σου κολλήσω να διαβάσεις μόνη σου, αλλά μόνο στους ονειροκρίτες βρήκα κι αυτά μικρές φρασούλες για επιτυχία, ευημερία, υπηρέτες (! πσσσςςς αυτό δεν το ήξερα :p) και κάπου αναφέρει κι απελευθέρωση στον ονειρευόμενο. Αλλά δεν ήτανε αυτό το νόημα ρε γαμώτο, τουλάχιστον αυτό είναι μόνο το μισό... Κι εγώ όταν το άκουγα μικρούλα βασικά δεν ήξερα ακόμα τι είναι τα σπαράγγια. Φανταζόμουνα με το μυαλό μου κάποια κατασκευή με μουτσούνα, σαν τη σκούπα των γκοστμπάστερς ένα πράγμα απλά με πιο πολλά τσάντζαλα :p 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ξέρεις Cassandra πια ότι το θέμα που έχεις (το ονειρικό) είναι από τα αγαπημένα μου, γι' αυτό και η σκηνή με τον γέροντα που αλλάζει συνέχεια στάσεις κτλ. μου άρεσε πάρα πολύ και μου θύμισε πάρα πολύ τα όνειρα που βλέπω πριν συνειδητοποιήσω ότι ονειρεύομαι. Κι έλεγα, τώρα θα το συνειδητοποιήσει, τώρα θα το συνειδητοποιήσει. Τις περισσότερες φορές δεν το συνειδητοποιώ στα όνειρά μου και απογοητεύομαι όταν ξυπνώ επειδή σκεφτόμουν πόσο προφανές ήταν.

 

Κλείνοντας αυτήν την παρένθεση να πω κι εγώ ότι με έχασες από εκείνη την σκηνή και μετά. Δεν κατάλαβα πολλά πράγματα. Κατά τη γνώμη μου έδωσες πάρα πολύ μεγάλη προσοχή μέχρι εκείνη την σκηνή και μετά ξαφνικά έγινε πολύ βιαστικό(;). Για παράδειγμα ακόμα και στον διάλογο, δεν κατάλαβα ποιος έλεγε τι και έπρεπε να ξαναδιαβάζω για να προσέχω την αλλαγή προσώπου σε κάθε καινούρια γραμμή. Ίσως κι εκεί θα ήθελε ένα κοίταγμα.

 

Να πω επίσης το πέσιμο στους θάμνους μου φάνηκε πολύ ζωντανό και με απορρόφησε πολύ. Πάντως όλα είναι αρκετά Lynchοειδή (υπάρχει τέτοιο term;) που θα μπορούσες να πεις στο τέλος ότι όλα ήταν ένα όνειρο ή ότι τα έβλεπε όλα πριν αφήσει την τελευταία αναπνοή της από την στιγμή που έπεσε στην πλαγιά με τους θάμνους. Επειδή δεν αισθανόταν τον θάμνο που την τρυπούσε, μετά ξεκίνησε η "παραίσθηση" με το φίδι, και μετά η "ονειρική" σκηνή με τον γέροντα.

Edited by Διγέλαδος
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

-Περίεργη ιστορία. Μέχρι τη μέση (και αρκετά παραπάνω) μου άρεσε, ευχαριστιόμουν, αλλά από την ώρα που του πάει την τρίτη δόση σπαράγγια (κι αρχίζουν τα περίεργα) με ψιλοέχασε. Ήρθε πολύ απότομα η αποκάλυψη για τον γέρο και τη σχέση του με την οικογένεια της Νιέσσα.

 

-Μάλλον κάπως αργά, αφού του πάει τη δεύτερη χούφτα σπαράγγια, κατάλαβα τι θέλει η ηρωίδα από τον γέρο.

 

-Ωραίος λόγος. Πήγε πάρα πολύ άνετα και ρυθμικά.

 

-Στα συν οι μικρές ενότητες. Έδιναν ταχύτητα και με κράταγαν να διαβάσω παρακάτω.

 

''Γύρισε την πλάτη του στη Νιέσσα, που δεν έβλεπε έτσι τι έκανε. Μετά ανακάτεψε το τσουκάλι και πρόσθεσε ένα κλαδί ακόμα στη φωτιά. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τα πράγματα που του είχε φέρει.

 

“Κι αυτά; Δεν τα χρειάζεσαι;” ρώτησε εκείνη.

“Μετά. Τώρα βράζω τη βάση.”

 

Τον παρατήρησε, για πρώτη φορά. Τα μάτια του, γαλάζιο ξεθωριασμένο, σκιάζονταν...''

-Αφού της έχει γυρίσει την πλάτη, πώς γίνεται εκείνη να παρατηρεί τα μάτια του; Εκτός αν ξαναγυρνάει στο μέρος της όταν ανακατεύει το τσουκάλι, αλλά θα ήθελα να φαίνεται καλύτερα. Επίσης, το υπογραμμισμένο δεύτερο μισό της πρώτης πρότασης μου φάνηκε κάπως αδύναμο.

 

''Έριξε μία πέτρα, όπως της άρεσε να κάνει, και την παρακολούθησε να χάνεται χωρίς δισταγμό.''

-Αυτό το 'χωρίς δισταγμό' αναφέρεται στην πέτρα, αλλά δεν μου πολυκάθεται σαν έκφραση. Θέλω να πω, υπήρχε ποτέ καμία περίπτωση η πέτρα να κατέβει την πλαγιά διστακτικά;; :) :)

 

''...οι τρίχες στα χέρια της ανέβαιναν.''

-Γιατί όχι και 'σηκώνονταν'.

 

''Πώς ήξερε; σκέφτηκε. Φαινόμουν τόσο κουρασμένη; ''

-Κάπως καθυστερημένη αυτή η απορία της Νιέσσα. Δεν της έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή και της κάνει τώρα;

 

-Μπορεί να χάνω κάτι, αλλά τελικά δεν βρήκα ότι τα σπαράγγια είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία.

 

-Μου άρεσε πολύ η επιλογή του φιδιού κι επίσης το ότι δίνει τη λύση, τόσο στην πλαγιά, όσο και στο σπίτι. Σχετικά με τη συμβουλή που της δίνει, να κοιτάξει το σπίτι: Θα μου άρεσε αν ήταν ακόμα πιο έντονη, να καρφωθεί μ' άλλα λόγια στη μνήμη μου, να την πάρω μαζί μου καθώς συνεχίζω την ιστορία. Ή εναλλακτικά, αν υπήρχε κάποια φλασιά μ' αυτά τα λόγια, καθώς η Νιέσσα ξεκινάει να βλέπει πραγματικά το σπίτι.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλά, έγραψες πάλι! Ευχαριστώ! Αυτά που μου σημείωσες (με κορυφαία τη σκηνή που ο γέρος έχει γυρισμένη την πλάτη και η Νιέσσα τον παρατηρεί), πραγματικά μπορεί να μου ξέφευγαν κιόλας. Ξέρεις, αν έχεις γράψει κάτι είναι πιο δύσκολο να δεις τέτοιες χοντράδες. :doh:

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Είναι μία από τις ιστορίες του διαγωνισμού που είχα ξεχάσει να κρίνω.

 

Λοιπόν, μου άρεσε πολύ το "χρώμα" της ιστορίας, η ατμόσφαιρα του χωριού και το ύφος λαϊκού παραμυθιού. Είναι μία ευχάριστη αλλαγή από το κλασσικό ηρωικό φάνταζυ μοτίβο που όμως δεν ξεφεύγει πολύ από το είδος του φάνταζυ.

Η μεγάλη αδυναμία όμως είναι η ονειρική ατμόσφαιρα που δεν υποστηρίζεται από το κείμενο. Υπάρχει μία "λύση" η οποία όμως δεν έχει στηθεί καλά σε όλο το κείμενο και έρχεται σαν κατραπακιά στο τέλος, σχεδόν τίποτα από την ιστορία δεν με προετοίμασε για την κατάληξη. Αν περάσει από διορθώσεις, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, κάπως να προοικονομηθεί καλύτερα η κατάληξη.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Μου άρεσε πολύ ο συμβολισμός του φιδιού και τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης. Μου θύμισε  ελληνικά διηγήματα του προηγούμενου αιώνα! Η φύση, το χωριό, η παράδοση, οι δοξασίες. Θα μπορούσες να αναπτύξεις λίγο καλύτερα το τι ακριβώς έγινε με τους γονείς της κοπέλας. Ο τίτλος πετυχημένος! Αυτό που λέει παραπάνω ο Μιχάλης ότι τίποτα δεν το προειδοποίησε για την κατάληξη μου άρεσε! Ούτε εγώ περίμενα την κατάληξη αυτή και μου άρεσε το απρόοπτο της. Εντάξει γούστα είναι αυτά! Τι να κάνουμε μας αρέσουν οι εκπλήξεις!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Bumb :)

 

Άννα, πρόκειται για μία ιστορία που μου κράτησε το ενδιαφέρον ενόσω την διάβαζα. Όπως και σε άλλα δικά σου κείμενα που έχω διαβάσει, η γραφή κυμαίνεται σε πραγματικά πολύ καλά επίπεδα, χωρίς να καταφεύγει σε επιτηδευμένους εντυπωσιασμούς. Ένα απλό, λιτό  λεξιλόγιο που δεν κουράζει ούτε στο ελάχιστο  τον αναγνώστη.

 Στα περί πλοκής, τολμώ να πω ότι από ένα σημείο κι έπειτα  ψιλοχάθηκα ελαφρώς. Κατάλαβα ποιος ήταν ο  γέρος, ποια η σχέση του με την μητέρα, μα  η γενική ιδέα πίσω από  τα στοιχειά των σπιτιών  ηθελε λίγο περισσότερη ανάπτυξη. Γενικά, το τελευταίο κομμάτι  φαίνεται -τουλάχιστον σε μένα-  πως τελειώνει πολύ γρήγορα.  Νομίζω αν εκμεταλλευόσουν λίγο ότι είχες   άλλες 554 λέξεις να ξοδεύσεις, θα παρήγαγες ένα κάποιο πιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα. 

   Επίσης, θα  σου αναφέρω ότι οι διάλογοι -πάλι- στο τελευταίο  κομμάτι  μου φαίνεται πως ήθελαν λίίίγο παραπάνω δουλειά. Στην τωρινή τους μορφή δείχνουν κάπως αφύσικοι.  Οι (λιγοστοί) διάλογοι στο υπόλοιπο κομμάτι είναι πολύ καλοί μες την λιτότητα τους.

 

Εν ολίγοις,  δεν μετάνιωσα  που το διάβασα και  νομίζω απ'όσα έχω πει μέχρι τώρα, αυτό είναι το πιο σημαντικό!

Καλή συνέχεια!

 

 

Άσχετο: Πάντοτε ήθελα να διαβάσω αυτή την ιστορία, λόγω του ασυνήθιστου τιτλου.

 Μου πήρε μόνο δυόμισι χρόνια

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν ειμαι σίγουρος αν εχει νόημα να κανω καποια ανάλυση ιστορίας εδω περα! Δηλαδη τη διάβασα την ιστορια και εχω να πω πραγματα, αλλα απο την αλλη ειναι δυο χρονια στο παρελθόν σου. Σίγουρα θα χεις εξελιχθεί απο τοτε, οποτε οτι και να πω θα ειναι χωρίς σημασία! Οποτε θα σου πω απλα οτι παρολο που ειχε αρκετά θεματακια, μου αρεσαν πολλα σημεια της ιστοριας σου, ηταν απολαυστική και μπραβο σου!


Αν σε ενδιαφέρει μετα απο τοσα χρονια να παρεις κανονικό feedback για την ιστορια, πατησε 1. (Κατσε, δεν εχουμε 1... Aπλα κανε λαικ η γραψε κατι, δε ξερω :p )
Αν δε σε ενδιαφερει, μη πατας τιποτα! :p


Υγ: Η φαση που ο γερος την έστελνε να του φερει πράγματα μου θυμησε παρα πολυ το Monty Python and the Holy Grail, σε σημειο που επρεπε να την αφησω την ιστορια για 10 λεπτα, γιατι απλα δε μπορούσα να τη παρω σοβαρά με αυτο που σκεφτόμουν! 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..