Mr_zero Posted May 10, 2013 Share Posted May 10, 2013 (edited) Σκιές στο ΛονδίνοΜία από τις περίεργες ιστορίες του Τζώναθαν ΣάντερμιλλΤι κι αν φυσούσε μανιασμένα, τι κι αν τα φύλλα των δέντρων χόρευαν, τι κι αν τα παντζούρια κροτάλιζαν με κακία στους περαστικούς -οι οποίοι ήταν το λιγότερο, λίγοι- ο Τζώναθαν Σάντερμιλλ συνέχισε τον βραδινό του περίπατο με χαρά. Λάτρευε να περπατά μέσα στον δυνατό άνεμο. Του δημιουργούσε την αίσθηση πως πετά.Θυμάται τον μικρό Τζώναθαν, να ανοίγει τα χέρια του και να περιμένει αποφασισμένος, μα και φοβισμένος συνάμα την στιγμή, όπου μια ριπή ανέμου τόσο δυνατή -όπως το παιδικό του μυαλό νόμιζε- θα τον παρέσερνε ψηλά σαν φτερό. Αναλογίστηκε, πώς ένα τόσο αθώο παιδικό παιχνίδι, κρύβει μια τόσο μεγάλη κωδικοποίηση. Ο άνεμος παρασέρνει την πραγματικότητα σκέφτηκε, φέρνει το παράξενο, το τόσο αγαπητό και οικείο στον ίδιο.Ούτε έβρεχε, ούτε τσουχτερό κρύο έκανε. «Τσουχτερό κρύο αύριο στο φθινοπωρινό Λονδίνο, με μεγάλη πιθανότητα βροχής». Το χτεσινό δελτίο καιρού πήγε στα σκουπίδια… Έτσι εκείνος βάδιζε στο πλακόστρωτό της Τέιμα Ονόριο Στριτ με του λίγους περαστικούς αντάμα, απολαμβάνοντας τις νότες του ανέμου. Μονάχα οι ρόδες ενός βιαστικού μόνιππου και τα πέταλα του αλόγου του απορύθμισαν στιγμιαία τη μελωδία.Μα παρ’ όλες τις άσχετες σκέψεις του, αυτό που γυρνούσε έντονα στο μυαλό του ήταν εκείνη η περίεργη γκρίζα μορφή που είχε δει το προηγούμενο βράδυ στην ταράτσα του κτηρίου της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Μπορεί να ήταν ψεύτικη… Μα όχι! Δεν μπορεί να ήταν ψεύτικη, θολή μα όχι ψεύτικη…Εξάλλου την παρατηρούσε τουλάχιστον για πέντε με δέκα λεπτά. Ναι την παρατηρούσε σίγουρα, όμως αυτή -ή αυτό τέλος πάντων- τι παρατηρούσε; Ή μήπως κάτι αναζητούσε; Η σκέψη τον έκανε να ανατριχιάσει. Τι μπορεί να αναζητεί ένας φαινομενικά φουσκωτός γκρίζος μανδύας στην ταράτσα ενός κτηρίου στη μέση του Λονδίνου; Ο Τζώναθαν μπήκε και πάλι σε διαδικασία αμφισβήτησης.Αδυνατούσε να το συλλάβει. Η συνείδηση δεν κατανοεί το παράλογο. Δεν έχουμε συνείδηση του παραλόγου. Το μυαλό θέλει λογικές παραστάσεις, για να αποδοθεί σωστά μια εμπειρία μέσω και των αισθήσεων. Το γρασίδι όταν ξαπλώνουμε πάνω του είναι δροσερό, μαλακό, πράσινο και μυρίζει φρεσκάδα. Το παράλογο όμως δεν «διατίθεται» προς κατανόηση. Γι’ αυτό και αργότερα το μυαλό αμφισβητεί τις ίδιες του τις αισθήσεις. Αν μου επιβεβαίωνε κάποιος ότι το γρασίδι που ξαπλώσω αλλάξει ξαφνικά χρώμα, βγάλει ήχο από εκατομμύρια μικροσκοπικά στόματα και με αγκαλιάσει όπως μία ερωμένη, όλα θα συγχυστούν στο κεφάλι μου. Θα εκραγούν. Τίποτα δεν θα είναι ξεκάθαρο και σίγουρο. Γι’ αυτό η εμπειρία του παραλόγου είναι κάτι το μη εγκεφαλικό, είναι κάτι το βιωματικό.Είχε αρχίσει να βραδιάζει για τα καλά και ο Τζώναθαν τριγυρνούσε ζαλισμένος μέσα στον αέρα και τις σκέψεις του. Αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμά του και να πιει τέιον, ίσως και να ανοίξει το γράμμα που έλαβε το πρωί. Δεν είδε καν τον αποστολέα, αν και πιθανόν ερχόταν από τον υπέργηρο θείο του.Δύο χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα στο Λονδίνο. Η δουλειά του πήγαινε αρκετά καλά, οι επιμέλειες και οι μεταφράσεις βιβλίων στην εποχή μας δεν σταματάνε ποτέ, σκέφτηκε. Από όταν έφτασε στο Λονδίνο ως και τώρα είχε κάνει ήδη εφτά και είχε αρκετές προτάσεις για δουλειά ακόμα. Στα σχέδια του ήταν «Ο Τύμβος», το «Πέρα από το Τείχος του Ύπνου» και μερικά άλλα που έπρεπε να μεταφραστούν στα Γαλλικά, ενός Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ.Έφτασε κουρασμένος στο διαμέρισμά του και άνοιξε το ραδιόφωνο, έβαλε νερό να βράζει και έβγαλε το καφέ παλτό του και το ασορτί καπέλο. Το δωμάτιο θέλει ένα καλό ξεσκόνισμα, σκέφτηκε και καθώς περίμενε το νερό, βγήκε έξω στο μπαλκόνι να κοιτάξει τους σπανίως στεγνούς δρόμους του Λονδίνου. Μια σκοτεινή ύπαρξη πέρασε με μανία από μπροστά του και πριν προλάβει να προφυλαχθεί, εκείνη χάθηκε στο μαύρο ουρανό. Αφού ξεπέρασε το σοκ και ανέκτησε την αναπνοή του, έβρισε με ανακούφιση το μεγάλο πουλί και προσπάθησε να το εντοπίσει.Κοιτώντας πάνω, το βλέμμα του τράβηξε μια απροσδιόριστη μορφή που ο αέρας έκανε τον μανδύα της να ανεμίζει. Στεκόταν ακριβώς στην βορειοδυτική γωνία της ταράτσας της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Αυτή την φορά σίγουρα ήταν εκεί. Ήταν εκεί πάνω, στο κέντρο του Λονδίνου, μόνη και αόρατη και κανείς άλλος δεν την έβλεπε επειδή όλοι περπατούν με σκυμμένο κεφάλι σα να δηλώνουν υποταγή σε κάποιον φανταστικό αφέντη.Καθώς ο Τζώναθαν είχε απορροφηθεί από την όψη της, η μορφή γύρισε το κεφάλι και στράφηκε προς την κατεύθυνση του. Μη έχοντας σκεφτεί ότι η γκρίζα σκιά μπορεί να τον αντιληφθεί από τέτοια απόσταση, ο Τζώναθαν ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπό της. Πλησίασε τόσο κοντά κι απότομα, σα να τον ρουφούσε μια δίνη. Το πρόσωπο της έμοιαζε σαν ένα βαθύ σκοτεινό πηγάδι, σαν το κενό που μας τραβά πριν κοιμηθούμε. Τρομαγμένος τινάχθηκε από τη θέα του προσώπου και σκόνταψε σε μια στοίβα από βιβλία. Η πτώση τον ανέσυρε σα φυσαλίδα από τον πάτο του ωκεανού.Σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη στον τοίχο δίπλα από το παράθυρο. Προσπαθούσε να προφυλαχτεί χωρίς να γνωρίζει από τι… Ίσως από μια σφαίρα, μια σφαίρα όχι υλική αλλά πνευματική, μια σφαίρα που χτυπούσε κατευθείαν το κέντρο της νοητικής του διαύγειας. Οι παλμοί του κορυφώθηκαν, η ένταση ήταν μεγάλη. Ήθελε να κοιτάξει μα η λογική του έλεγε να σταθεί ακίνητος, ο φόβος τον είχε ριζώσει. Ως πότε θα στεκόταν έτσι; Εδώ είχε να κάνει με κάτι πέρα από την λογική. Άρα χρειαζόταν να δράσει παράλογα…Γύρισε βίαια το κορμί του προς το παράθυρο για να νικήσει τον φόβο του και έριξε μονομιάς το βλέμμα του στη βορειοδυτική πλευρά της ταράτσας. Η σκιά ήταν εκεί αλλά δεν ήταν μόνη της. Υπήρχε και άλλη μία πανομοιότυπη σκιά. Απομακρύνονταν από το αέτωμα και κατευθύνονταν προς τα πίσω, μακριά από το οπτικό του πεδίο.Ξύπνησε κάθιδρος. Η ανάσα του κοφτή και γρήγορη. Τι ώρα ήταν; Πιθανόν πολύ πρωί αν έκρινε από τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούσαν δειλά τις βαριές κουρτίνες. Το μυαλό του ήταν θολό και αισθανόταν το δωμάτιο να γυρίζει ελαφρά. Λες και είχε δει έναν τρομαχτικότατο εφιάλτη. Δεν θυμόταν όμως να είδε κάποιο όνειρο. Ο ύπνος του μονάχα με ύπνος δεν έμοιαζε. Ούτε ξεκουράστηκε, ούτε ονειρεύτηκε.Ανασηκώθηκε και έψαξε τις παντόφλες και τη ρόμπα του. Ένας δυνατός σκέτος καφές από το αραβικό χαρμάνι της περιοχής του Αλ Χεϊζάζ που είχε προμηθευτεί πριν λίγους μήνες θα του έκαναν καλό. Πρέπει να είχε περισσέψει λιγάκι, έτσι θυμόταν. Χρειαζόταν να σκεφτεί, να δράσει, να αντιμετωπίσει όλα όσα αντίκρισε χθες βράδυ.Ο καφές έφτανε ίσα ίσα για ένα φλιτζάνι. Του ήταν αρκετό. Με την πρώτη γουλιά ένιωσε το μυαλό του καθαρότερο, τους παλμούς του να ηρεμούν και το δωμάτιο έπαψε να γυρίζει. Αυτές οι σκιές… Ήταν υπαρκτές. Πλέον ήταν εκατό τις εκατό σίγουρος πως ήταν υπαρκτές. Τι ήταν όμως; Για ποιον λόγο έγιναν… δύο; Μήπως εξ αρχής ήταν δύο; Αυτό σημαίνει πως μπορεί να είναι και περισσότερες… Επίσης, πώς είναι δυνατόν να τον αντιλήφτηκαν από τόσο μακρινή απόσταση; Και η επήρεια που του ασκούσαν… Αυτή η βγαλμένη από τα βάθη της κολάσεως καθηλωτική επήρεια. Σαν τον φακίρη που μαγεύει με τον αυλό του την κόμπρα. Έτσι αισθάνθηκε. Σα να είχε παραλύσει ολοκληρωτικά και τα μέλη του να τα κινούσε εκείνο. Εκείνο το πρόσωπο… Που τον ρουφούσε προς το μέρος του.Ήθελε να μιλήσει στον Ζιλ Φοινίξ, τον μέντορα του. Αυτός θα είχε απαντήσεις. Αλλά όπως ο ίδιος τον είχε ενημερώσει στο τελευταίο του γράμμα, είχε ταξιδέψει στο Κιριμπάτι -ή Κιρ-ι-μπας όπως προφέρεται στην αρχαία γκιλμπερτιανή γλώσσα- και στην ατόλλη Ταράουα, για να παρακολουθήσει κρυφές αρχέγονες τελετές του ειρηνικού στα νησιά που πρώτα αυτά βλέπουν τον ήλιο κι ύστερα ο υπόλοιπος κόσμος.Οι απαντήσεις όμως έπρεπε να βρεθούν. Ήπιε μια γουλιά από το αρωματισμένο με την ηρεμία της ερήμου ρόφημα και σκέφτηκε πως έπρεπε να προμηθευτεί λίγο ακόμα από αυτόν τον τόσο ευεργετικό καφέ. Μπορεί ο Ζιλ να βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά, αλλά και ο Γουίλοουμπυ Κουκ μπορούσε να τον κατευθύνει -με τον τρόπο του- σε αυτό τον λαβύρινθο ανερμήνευτων γεγονότων, παραλόγου και τρόμου…Ο Τζώναθαν δεν νοσταλγούσε συχνά μιας και θεωρούσε την νοσταλγία συνώνυμη με το ψέμα. Σε βοηθούσε να ανασύρεις την αφρόκρεμα του παρελθόντος, τα πολύ καλά κι ευχάριστα σημεία μόνο. Νοσταλγώντας δημιουργούσες μία αυταπάτη. Το μπορντό κιόσκι έξω από το διαμέρισμα του Γουίλοουμπυ όμως, του θύμιζε την πατρίδα. Ένα παρόμοιο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του εκεί.Αν και η καταγωγή του Βρετανική, ο Τζώναθαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι. Στην προφορά του δεν το εντόπιζες εύκολα. Ακουγόταν περισσότερο Ουαλική… Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο Γουίλοουμπυ Κουκ τον συμπάθησε εξ αρχής. Από τα βόρεια της Ουαλίας η δική του καταγωγή και από το νησάκι Χόλιχεντ -εξού και το παρατσούκλι του «ιερό κεφάλι».Πάρα την συμπάθεια, ο Ουαλός φίλος του δεν του επέτρεψε την επιμέλεια του βιβλίου του. Το είχε δηλώσει… Δεν θα το ενέκρινε σε κανέναν όσο κι αν ο πεισματάρικος εκδοτικός τους οίκος του έστελνε συνεχώς επιμελητές. Δεν δεχόταν να πειραχτεί ούτε κατά ένα γράμμα -«ούτε κατά ένα σύμβολο» έλεγε ο ίδιος- η γραφή του. Ο εκδοτικός, όσο και αν ήθελε να τυπώσει το πρώτο βιβλίο του Γουίλοουμπυ -κυρίως λόγο των γνωριμιών του και του μεγάλου κύκλου του και όχι του περιεχομένου του βιβλίου- δεν μπορούσε να το πράξει στην κατάσταση που βρισκόταν. Το χαρακτήριζε «χαοτικό». Αντίθετα, ο Γουίλοουμπυ το χαρακτήριζε «μαγικό».Ο Τζώναθαν ήταν ο πρώτος επιμελητής -και ο μόνος- που συμπάθησε και είχε την τύχη να μην τον διαολοστείλει. Δεν τον είδε σαν επιμελητή, αλλά ως έναν φέρελπι νέο κι έναν καινούριο φίλο.Στο πρόσωπο του Γουίλοουμπυ ο Τζώναθαν είδε έναν μύστη της καθημερινότητας. Έναν μύστη που με θρησκευτική ευλάβεια έφτιαχνε το καθημερινό του τσάι στο ταϊλανδέζικο σερβίτσιο του, που μελετούσε τα «κρυφά» άρθρα της εφημερίδας και διάβαζε πίσω από τις λέξεις, που ακόμα και την καλημέρα την πρόφερε με τον ίδιο τρόπο που ο ταχυδακτυλουργός προσφωνεί το επόμενο τρικ του. Σαν η λέξη να έκρυβε κάτι παραπάνω πέρα από μια ευχή καλής ημέρας… Η αλήθεια ήταν πως ο Γουίλοουμπυ Κουκ γνώριζε πολύ περισσότερα από αυτά που εντέχνως κάλυπτε με το εκκεντρικό του στιλ και ο κύκλος του ήταν όντος πολύ μεγάλος και εκλεκτός.Διέσχισε την ανοιχτή στοά με τις άσπρες και μαύρες πλάκες στρωμένες σαν σκακιέρα και τα γνώριμα σημεία κροτάλισαν κάτω από τα λουστρίνια του. Ανέβηκε την στριφογυριστή, μεταλλική σκάλα έως τον δεύτερο όροφο, επέλεξε την δεξιά θύρα και στην συνέχεια, μετά από μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, περπάτησε τον ξύλινο εσωτερικό διάδρομο της πολυκατοικίας. Έτσι, έφτασε πάνω δεξιά από την είσοδο της στοάς όπου μέσα από το παράθυρο αντίκρισε αφ’ υψηλού το μπορντό κιόσκι.Πίσω από την πόρτα το διαμέρισμα περίμενε απόλυτα ήσυχο. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά μιας και οι κινήσεις του Γουίλοουμπυ θύμιζαν πατήματα γάτας. Αθόρυβες και μυστήριες. Χτύπησε την πόρτα και ο Γουίλοουμπυ έδωσε εντολή να περάσει χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι.Βούλιαζε στην βελούδινη πολυθρόνα του σταυροπόδι, με τις παντόφλες να μισοχάσκουν νωχελικά από τις πατούσες του. Το τσάι άχνιζε στο τραπεζάκι και η ορθάνοιχτη εφημερίδα έκρυβε το πρόσωπο του. Καλημέρισε τον Τζώναθαν με τον χαρακτηριστικό του τρόπο και στην συνέχεια με στόμφο ακούστηκε να λέει πίσω από την εφημερίδα «Κάτι είδες στην Τράπεζα Αγαθών και έχεις απορίες».Πώς γνώριζε χωρίς να κατεβάσει την εφημερίδα και δει τον επισκέπτη ότι ήταν ο Τζώναθαν και κυρίως…Διάβασε την σκέψη του; Πολλά περίμενε από τον Γουίλοουμπυ, αλλά όχι κι αυτό… Ο Τζώναθαν έστεκε αποσβολωμένος στην είσοδο και κοιτούσε την εφημερίδα που κάλυπτε τον πρόσωπο του. Τα μεγάλα γράμματα και ο πομπώδης τίτλος τράβηξαν την προσοχή του. «Σχιζοφρένια στην Τράπεζα Αγαθών». Μέσα στο βάθος των σκέψεων του δεν έριξε ούτε μια γρήγορη ματιά στις πρωινές εφημερίδες. Έγραφαν για κάποιο σοβαρό περιστατικό στην Τράπεζα Αγαθών Αγγλίας. Ο Γουίλοουμπυ τον είχε δει να πλησιάζει στο διαμέρισμα του από το παράθυρο και αφού γνώριζε που διαμένει έκανε την υπόθεση πως κάτι είδε. Είχε προφανώς πέσει μέσα.Κρέμασε την κάπα και το καπέλο του στους ασημένιους γάντζους πίσω από την πόρτα και πέρασε στο καθιστικό με τις επιτραπέζιες βιτρίνες που οι προθήκες τους ήταν γεμάτες από πορσελάνες Ταϊλάνδης. Δέχτηκε ένα φλιτζάνι από φίνα πορσελάνη με ζεστό τσάι και ύστερα από μια σύντομη τυπική κουβέντα για το διάστημα που είχαν να ιδωθούν ο Τζώναθαν πέρασε στο θέμα. Περιέγραψε και τις δύο «συναντήσεις» του με τις σκιές με όσες περισσότερες λεπτομέρειες.Ο Γουίλοουμπυ τον άκουγε ανέκφραστος και χωρίς διακοπές. Μετά το πέρας της διήγησης έδωσε την εφημερίδα στον Τζώναθαν και τον παρέπεμψε στο σχετικό άρθρο. Ο συντάκτης του ανέφερε πως κάποιος Ρώσος μεγιστάνας ονόματι Ανατόλι Σερντιούκοφ είχε βρεθεί τις πρώτες πρωινές ώρες από τους φύλακες της τράπεζας σε κατάσταση παραληρήματος. Το πρωί της προηγουμένης είχε επισκεφτεί την τράπεζα και είχε δηλώσει πως θα απέσυρε από τις αποθήκες της όλες τις καταθέσεις του. Την στιγμή που τον βρήκανε ήταν όχι απλά χλωμός αλλά κάτασπρος σαν φάντασμα και ούρλιαζε ασυναρτησίες. Τα μάτια του είχαν ασπρίσει επίσης με την κόρη των ματιών να έχει χαθεί από τον βολβό και το στόμα του γεμάτο από αφρούς και σάλια. Έπειτα από λίγη ώρα έπεσε σε κώμα. Το πώς είχε εισβάλει εντός της Τράπεζας δεν είχε γίνει μέχρι εκείνη την ώρα γνωστό. Η αναφορά της αστυνομίας έγραφε πως έπασχε από μία άγνωστη μορφή σχιζοφρένιας που έμοιαζε με λύσσα.Ο Γουίλοουμπυ πήρε την εφημερίδα από τα χέρια του Τζώναθαν και την δίπλωσε. Κοίταξε σκεπτόμενος πρώτα το ταβάνι και στην συνέχεια το πάτωμα. Έπειτα έξω από το παράθυρο.«Κάποιος κάποτε είχε πει» ξεκίνησε να λέει «πως ο άνθρωπος αποτελείται από ένα σύνολο χημικών ενώσεων. Απλούστερα θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με ένα καλοζημωμένο κέικ. Για να τον πλάσεις θα χρειαζόσουνα τόσο νερό όσο χωράει ένα δοχείο πέντε λίτρων, τόσο λίπος όσο για να κάνουμε εφτά κομμάτια σαπούνι, τόσο σίδερο που ίσα θα έφτανε να φτιάξουμε ένα μέτριο καρφί, τόση ζάχαρη όση για να γλυκάνουμε εφτά κούπες τσάι, τόσο ασβέστη όσο για να ασπρίσουμε το μικρό μας μπαλκόνι, τόσο φώσφορο όσο για να βουτήξουμε τις κεφαλές δύο χιλιάδων σπίρτων, τόσο μαγνήσιο όσο μια δόση καθαρκτικών αλάτων, τόση ποτάσα όση για να προξενήσουμε έκρηξη σε έναν πυροσβεστικό κρουνό και τόσο θειάφι όσο για να απαλλάξουμε ένα σκυλί από τους ψύλλους του».»Αν όλα αυτά τάχα είναι ο άνθρωπος, τότε θα σου έλεγα πως τα μόνο ανθρώπινα υλικά των σκιών που έχουν παραμείνει στην υπόσταση τους είναι μονάχα θειάφι και ποτάσα. Λέω έχουν παραμείνει, γιατί αυτές οι σκιές ήσαν κάποτε άνθρωποι…».Κρυβόταν για ώρες κάτω από τον γκρίζο μουσαμά. Ο αέρας στον εξώστη του πύργου της παλιάς βιοτεχνίας παπουτσιών ήταν πιο κρύος και πιο δυνατός από το έδαφος. Τουλάχιστον, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες μέρες, δεν έπεφτε σταγόνα από τον κατά τα άλλα μονίμως γκρίζο ουρανό. Ήταν λες και κάτι κρατούσε την βροχή στα σωθικά των σύννεφων και δεν τα άφηνε να ξεσπάσουν. «Άλλο ένα δελτίο καιρού στα σκουπίδια» σκέφτηκε ο Τζώναθαν.Κοίταξε μέσα από το μπρούτζινο κιάλι. Πρώτα τον ουρανό και ύστερα απέναντι. Φαντάζονταν τον εαυτό του πειρατή που ήθελε να κουρσέψει τα μυστικά της ταράτσας της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας. Τι και αν ο Γουίλοουμπυ τον είχε συμβουλέψει να μην το κάνει, εκείνος το είχε πάρει απόφαση. Ο Γουίλοουμπυ τον είχε πληροφορήσει πως είχε ακούσει για τις σκιές στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά όχι στο Λονδίνο. Είχε πληροφορίες πως είχαν εμφανιστεί στην Βιέννη και στο Βουκουρέστι. Κατάφερε να μάθει για την υπόσταση τους, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα για το έργο τους, γιατί κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό. Ούτε καν οι έμπιστοι του κύκλου του. Είχε αποφανθεί να μην ασχοληθεί περεταίρω.Ο Τζώναθαν όμως ένιωθε πως έπρεπε να θρέψει την ακόρεστη περιέργεια του. Έπρεπε να μάθει… Να μάθει πως δημιουργήθηκαν αυτές οι σκιές. Ήταν όμως η περιέργεια του που τον έσπρωξε στην ταράτσα του γειτονικού κτηρίου της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας ή μια έμφυτη αρχέγονη έλξη προς το άγνωστο; Ήξερε πως ήθελε να το δει. Τι ήταν αυτό δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά ήθελε να το δει και να το ζήσει. Στο μυαλό του ήρθαν ξανά οι σκέψεις των προηγούμενων ήμερων. «Η εμπειρία του παραλόγου είναι κάτι το μη εγκεφαλικό, είναι κάτι το βιωματικό».Να λοιπόν, τρεις μέρες μετά το περιστατικό με τον Ρώσο μεγιστάνα βρισκόταν εδώ. Τρόμαζε. Τρόμαζε γι’ αυτό που θα αντίκριζε, τρόμαζε από τις προειδοποιήσεις του Γουίλοουμπυ Κουκ, τρόμαζε από τα νεότερα που έμαθαν για το άβουλο σώμα του Ανατόλι Σερντιούκοφ.Το σώμα του Σερντιούκοφ βρισκόταν στο μητροπολιτικό νοσοκομείο του Λονδίνου φρουρούμενο από προσωπική και αστυνομική φρουρά. Το χρώμα του είχε παραμείνει λευκό και δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Ακόμα και το αίμα του είχε αλλάξει χρώμα, είχε πάρει μια ροζαλή απόχρωση, σαν το χρώμα του άνθους της Κουτσουπιάς, το δέντρο του Ιούδα. Το τρομακτικότερο όλων όμως ήταν πως το σώμα του δεν έριχνε σκιά. Η νοσοκόμα που τον επιτηρούσε το αντιλήφθηκε το ίδιο βράδυ που τον μεταφέρανε εκεί. Προσπάθησε να τον γυρίσει στο πλάι για να του κάνει μια σειρά ενέσεων και πρόσεξε πως τα φώτα του δωματίου δεν επηρέαζαν το σώμα του. Ήταν λες και τον διαπερνούσαν. Ακόμα και την επόμενη μέρα το πρωί υπό το φως του ήλιου. Σα να ήταν γυάλινος.Το θέμα του ρώσου δεν είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μετά το πρώτο πρωινό. Άραγε τώρα ήταν η σειρά του Βούλγαρου ζωγράφου; Είχε μαθευτεί πως ο Πλάμεν Κράστεφ απέσυρε όλους του πίνακες του από την τράπεζα την σημερινή ημέρα. Αν είχαν υποθέσει σωστά σε συνδυασμό με τις πληροφορίες από τα παρόμοια περιστατικά σε Βιέννη και Βουκουρέστι τότε υπήρχε μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης των σκιών.Τόση ώρα όμως, το μόνο που έβλεπε ο Τζώναθαν ήταν ο χρόνος που περνούσε και το κρύο να δυναμώνει. Παρατηρούσε τα χνώτα του που ταξίδευαν στιγμιαία στον άνεμο και έπειτα εξαφανίζονταν. Η μύτη του είχε μουδιάσει και δεν την αισθανόταν. Ρουφούσε όμως με βία το οξυγόνο μιας και η ανυπομονησία του να δει το οτιδήποτε ήταν ασυγκράτητη.Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις μυρίζει και περισσότερο η καπνιά. Τα φουγάρα του Λονδίνου είναι ο εξουσιαστής της ατμόσφαιράς και τα αέρια απόβλητα των καμινιών κάνουν πάρτι εκεί ψηλά. Χαρακτηριστική η μυρωδιά τους ακόμα και για έναν φρέσκο επισκέπτη του Λονδίνου.Μόνο που τώρα δα άρχισε να νιώθει κάτι διαφορετικό. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο καυστική και αυτό που μύριζε ήταν… Ναι, ήταν σίγουρα θειάφι. Έφερε το κιάλι στο δεξί του μάτι και σάρωσε την επιφάνεια της ταράτσας. Τα φώτα του δρόμου, αν και όχι αρκετά δυνατά, σταματούσαν σε ένα εμπόδιο. Σταματούσαν σε μία σκιά στην γωνία της ταράτσας της Τράπεζας Αγαθών Αγγλίας.Η σκιά δεν έδειχνε να τον έχει αντιληφθεί. Δεν μετακινούταν. Στεκόταν ακριβώς στην γωνία της ταράτσας φορώντας κάτι σαν μανδύα ή κάπα που κυμάτιζε και κοιτούσε το κενό. Ο άνεμος φυσούσε προς το μέρος της και δεν μπορούσε να πιάσει κάποιον ήχο από αυτήν. Ξάφνου φάνηκε σα να φουσκώνει. Ο Τζώναθαν έριξε ασυνείδητα το βάρος του μπροστά για να πλησιάσει προς το μέρος της. Το κιγκλίδωμα που στηριζόταν δεν έδειχνε και τόσο σταθερό. Το αγνόησε πλήρως. Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν κορυφωθεί. Η περιέργεια του είχε διώξει τον φόβο και το μόνο που ήθελε ήταν να δει τη συνέχεια.Στο βάθος κινήθηκε μία ανθρώπινη φιγούρα. Ήταν σίγουρα άνθρωπος. Είχε τα σωστά χαρακτηριστικά. Όμως η κίνηση της δεν ήταν ανθρώπινη. Έμοιαζε με κίνηση μαριονέτας. Το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει κάτι παραπάνω και ο άνεμος δεν τον άφηνε να ακούσει. Αυτό που έμοιαζε με άνθρωπο γονάτισε και η σκιά συνέχιζε να φουσκώνει μέχρι που κάποια εξογκώματα άρχισαν να προβάλουν από το περίγραμμα της. Δεν ήταν ευδιάκριτα, αλλά σίγουρα ήταν εξογκώματα που μεγάλωναν. Τότε ένα δεύτερο κεφάλι φάνηκε να ξεπροβάλει από την σκιά. Ο Τζώναθαν δεν το πίστευε, η σκιά χωρίζονταν στα δύο. Γεννούσε μία δεύτερη σκιά από την ίδια της την υπόσταση. Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλι του.Εντόπισε τον Τζώναθαν να την παρατηρεί. Το ακανόνιστο της προσωπείο έστρεψε προς το φακό από το κιάλι. Ο Τζώναθαν έβλεπε μέσα της μόνο γκρίζο. Γκρίζο, ατελείωτο γκρίζο. Στην συνέχεια ένας στρόβιλος να τον ρουφάει. Χανόταν μέσα του, ένιωθε να αδειάζει, να ταξιδεύει. Περνούσε μέσα από το κύλινδρο του κιαλιού και μεταφερόταν σε έναν άλλο κόσμο. Η σκιά τον γνώριζε, τον αναζητούσε. Αναζητούσε εκείνον…Οι μύες του άρχισαν να συσπώνται και όλο του το σώμα να τρέμει. Έριχνε το βάρος του όλο και πιο μπροστά έως ότου το κιγκλίδωμα που στηριζόταν υποχώρησε. Το κιάλι γλίστρησε από τα χέρια του και βρέθηκε αργότερα σε κομμάτια εβδομήντα μέτρα πιο κάτω, στις πλάκες του πεζοδρομίου.Ο Τζώναθαν ξύπνησε από τις ψιλές σταγόνες τις βροχής που καρφίτσωναν το πρόσωπο του. Κοίταξε γύρω του και το μόνο που έβλεπε ήταν σύννεφα. Από πάνω του κρεμόταν ένα σπασμένο κιγκλίδωμα. Το περβάζι ίσα που τον χωρούσε.Σκέφτηκε πως το ουγγρικό τοκάι που είχε αγοράσει -και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξαναπιεί- ήταν υπεύθυνο για την κατάσταση του. Μια επίσκεψη στον Γουίλοουμπυ δεν θα ήταν κακή, είχε καιρό να τον συναντήσει. Πρώτα θα περνούσε από το σπίτι να αλλάξει. Ήταν μούσκεμα. «Αυτή η βροχή δεν έχει σταματήσει εδώ και μέρες» μονολόγησε. Στον δρόμο του αγόρασε και μία εφημερίδα από έναν νεαρό εφημεριδοπώλη που διαλαλούσε τα νέα της ημέρας. «Διαβάστε κύριοι. Βούλγαρος ζωγράφος γκρεμίζεται από την οροφή της Τράπεζας Αγαθών». Ευάγγελος Ευθυμίου -------Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο για πρώτη φορά στο 15ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού αντί x λόγου http://www.antiepilogou.gr/show_work.php?id=535Ο χαρακτήρας του Τζώναθαν Σάντερμιλλ δημιουργήθηκε από τον Δημήτρη Αρμένο, όπου αρκετά σημεία των πρώτων παραγράφων της ιστορίας αυτής είναι γραμμένα από τον ίδιο. Η πρώτη ιστορία του Τζώναθαν, που χρονολογικά τοποθετείται έπειτα από την παρούσα ιστορία, γράφτηκε για το φοιτητικό περιοδικό κομ-εξ και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2004.Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ: http://www.comx.gr/teuxos5-4.html Edited May 10, 2013 by Mr_zero Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mr_zero Posted June 20, 2013 Author Share Posted June 20, 2013 Όνομα Συγγραφέα: Ευάγγελος ΕυθυμίουΕίδος: τρόμοςΒία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3000 περίπουΑυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο για πρώτη φορά στο 15ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού αντί x λόγου http://www.antiepilo...work.php?id=535Ο χαρακτήρας του Τζώναθαν Σάντερμιλλ δημιουργήθηκε από τον Δημήτρη Αρμένο, όπου αρκετά σημεία των πρώτων παραγράφων της ιστορίας αυτής είναι γραμμένα από τον ίδιο. Η πρώτη ιστορία του Τζώναθαν, που χρονολογικά τοποθετείται έπειτα από την παρούσα ιστορία, γράφτηκε για το φοιτητικό περιοδικό κομ-εξ και δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2004.Μπορείτε να την διαβάσετε εδώ: http://www.comx.gr/teuxos5-4.html Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.