Jump to content

ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΕΣ ΨΕΥΤΑΛΗΘΕΙΕΣ


Μίχελος

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Στέφανος Παπασταύρου
Είδος: τρόμος
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 4112
Αυτοτελής; Ναι



 

ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΕΣ ΨΕΥΤΑΛΗΘΕΙΕΣ

 

   Η κηδεία ήταν κατάμαυρη όπως όλες.

   Ο ουρανός, λες και ήξερε, λες και καταλάβαινε τι συνέβαινε στη γη, φορούσε τα πιο γκρίζα σύννεφα που υπήρχαν στην ντουλάπα του. Δεν είχε προσπαθήσει πολύ για να τα βρει. Βρίσκονταν στο ψηλότερο μέρος της, στο μέρος που ήταν πιο προσιτό σε εκείνον. Ο ήλιος, με το που τον είδε, παραδόθηκε από μόνος του, δεν κάθισε καν να πολεμήσει, να παλέψει για να διατηρήσει τη λάμψη που φώτιζε τα πάντα, να αγωνιστεί για να συνεχίσει να προσφέρει χαρά στους ανθρώπους. Έσκυψε το κεφάλι του και έκανε πίσω. Άφησε το σκοτεινό –γκρίζο, αλλά σκοτεινό- χρώμα του ουρανού να κατακλύσει ολόκληρη την πλάση. Δεν το μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή. Δεν τον ένοιαζε στην πραγματικότητα η χαρά των ανθρώπων. Απλώς υπάκουε εντολές, έκανε τη δουλειά που είχε αναλάβει. Παρόλη τη ζεστασιά του, δεν είχε συναισθήματα.

   Το μικρό, πέτρινο εκκλησάκι ήταν η μοναδική πηγή φωτός εκείνη τη στιγμή. Είχε γεμίσει από τα κεριά και τις λαμπάδες που είχαν ανάψει οι συγγενείς και οι γνωστοί αυτού που κηδευόταν. Οι φλόγες, που άλλοτε στέκονταν ακίνητες και άλλοτε αναδεύονταν, σαν κάποιος μαγνήτης να προσπαθούσε να τις κάνει δικές του, έδιναν μια περίεργη όψη στις τοιχογραφίες του κτιρίου. Δημιουργούνταν καινούρια σχέδια, τα οποία έπαιρναν τη θέση των παλιών, τρομακτικά σχέδια, αποτελέσματα της δεξιοτεχνίας των σκιών, μια δεξιοτεχνία που θα ζήλευε ακόμα και ο καλύτερος ζωγράφος. Κανένας άλλος δεν ήταν μέσα στο εκκλησάκι. Οι φλόγες, οι τοιχογραφίες και οι σκιές είχαν μείνει ολομόναχες.

   Έξω ήταν συγκεντρωμένοι όλοι, κάτω από τα σύννεφα και τον ουρανό. Οι περισσότεροι φορούσαν μαύρα ρούχα, κάποιοι άλλοι απλά σκούρα. Δεν υπήρχε, όμως, ούτε ένας που να φοράει κάτι πιο χαρούμενο, κάποιο χρώμα πιο ζωηρό. Στριμωγμένοι σε ένα σημείο, παρά το γεγονός ότι ο χώρος ήταν τεράστιος. Με ένα μαύρο κοράκι έμοιαζαν, ένα κοράκι χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Μπροστά μπροστά, η μητέρα ξεχώριζε. Το δικό της χρώμα ήταν αληθινό. Έκλαιγε, με δάκρυα και με λυγμούς. Είχε γονατίσει και χτυπιόταν στο έδαφος, χτυπούσε το έδαφος για την ακρίβεια, λες κι εκείνο έφταιγε για αυτό που είχε συμβεί. Πίσω της –εκτός από τα γύρω στα πενήντα άτομα που παρευρίσκονταν στην κηδεία- δύο άντρες την κρατούσαν από τα μπράτσα, θέλοντας να τη συγκρατήσουν, να τη σηκώσουν, να την ηρεμήσουν, ούτε κι εκείνοι ήξεραν καλά καλά τι ήθελαν να κάνουν, μέσα στη λύπη και στην απόγνωση που ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του πλέον, και που θα ήταν για πάρα πολύ καιρό ακόμα, ο πατέρας της και ο σύζυγός της. Τα δάκρυα έτρεχαν από το πρόσωπό της, και έγιναν ένα με τη βροχή που ξεκίνησε να πέφτει από τον ουρανό, ο οποίος δεν έδειχνε κανένα έλεος, δεν έδειχνε καθόλου κατανόηση, ούτε μπροστά στο θάνατο. Μερικοί άνοιξαν τις ομπρέλες που είχαν φέρει μαζί τους, αλλά όσοι πενθούσαν πραγματικά, άφησαν το νερό να τους περιλούσει.

   Το φέρετρο στεκόταν λίγα μέτρα μπροστά τους. Το είχαν αποθέσει πάνω σε ένα τραπέζι, έτσι ώστε να φαίνεται υπερυψωμένο, μέχρι να το πάρουν και να το βάλουν κάτω από το έδαφος, μέσα στο χώμα, στην τελική και παντοτινή του θέση. Έτσι όπως ήταν γονατισμένη η μητέρα, έδινε την εντύπωση ότι προσκυνούσε και καταριόταν ταυτόχρονα. Προσκυνούσε τον νεκρό γιο της και καταριόταν εκείνον που τον είχε πάρει μακριά της. Ήταν ανοιχτό το φέρετρο. Όποιος ήθελε, μπορούσε να πάει από πάνω του και να κοιτάξει μέσα του. Να κοιτάξει το νεκρό πτώμα. Το κρύο νεκρό πτώμα. Το άψυχο νεκρό πτώμα. Κανένας δεν πρόλαβε όμως. Άρχισε η βροχή, και ο ιερέας έσπευσε αμέσως να το κλείσει. Δεν ήταν η τελευταία φορά που ο νεκρός αντίκρισε το φως του ήλιου. Έστω κι αν τα μάτια του ήταν κλειστά, έστω κι αν ο ήλιος είχε εξαφανιστεί, η εικόνα του φωτός έμεινε αποτυπωμένη μέσα του και τον συνόδεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του. Γιατί, για εκείνον, το φως ήταν τα αγαπημένα του πρόσωπα, και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα ξεχάσει.

   Ένα, όμως, από αυτά τα πρόσωπα, δε βρισκόταν εκεί.

   Ο καλύτερός του φίλος έλειπε από την κηδεία του.

 

   Περίμεναν στο σταθμό του μετρό. Με τις τσάντες στον ώμο, έχοντας ξυπνήσει πολύ νωρίς για να προλάβουν να ετοιμαστούν, είχαν συναντηθεί στο υπόγειο αυτό μέρος της πόλης. Νύσταζαν ακόμα, τα μάτια τους πήγαιναν να συνεχώς να κλείσουν, αλλά κατάφερναν τελικά να μένουν ανοιχτά. Κάθονταν στις ατσάλινες καρέκλες και συζητούσαν για διάφορα πράγματα, αλλά ο νους και των δύο έτρεχε στις σχολικές ώρες που θα ακολουθούσαν.

   Τρεις οθόνες στερεωμένες στο ταβάνι τούς πληροφορούσαν ότι το επόμενο τρένο θα έφτανε εκεί σε πέντε λεπτά. Έμοιαζαν απειλητικές, και ίσως να ήταν. Σαν μεγάλα μάτια –όχι νυσταγμένα, αλλά έτοιμα να κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί- παρακολουθούσαν τους πάντες και τα πάντα. Αυτός που θα μπορούσε να αποδείξει ότι εκείνες οι οθόνες ήταν όντως μάτια, κάμερες που έκαναν έλεγχο στην κάθε σου κίνηση, είχε πεθάνει εδώ και καιρό. Οπότε, για μας, τίποτε ασυνήθιστο δεν υπήρχε σε αυτά τα μηχανήματα.

   Λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν αποφασίσει να πάνε με το μετρό στις δουλειές τους. Ένας άντρας που δε φαινόταν να είναι κάτω από πενήντα καθόταν κι εκείνος σε ένα από τα ατσάλινα καθίσματα. Φορούσε μια μαύρη καμπαρντίνα και κρατούσε στα χέρια του μια μεγάλη τσάντα. Ρυτίδες είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό του, ανόμοιες χαρακιές που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ήδη από τα πρώτα χρόνια που πέρασε μέσα στα δικαστήρια, προσπαθώντας να αποδείξει ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος. Παραδίπλα στεκόταν όρθια μια κυρία, η οποία κοιτούσε ατάραχη τις σιδηροδρομικές γραμμές, περιμένοντας κι εκείνη να έρθει το τρένο, όπως όλοι. Η τελευταία ανθρώπινη ύπαρξη σε εκείνον το υπόγειο σταθμό, είχε πάρει τη μορφή μιας οικογένειας. Δύο γονείς μαζί με το μικρό παιδί τους, που το πιο πιθανό ήταν να μην πήγαινε ακόμα στο σχολείο, έριχναν συνεχώς κλεφτές ματιές προς τη μεριά από όπου θα ερχόταν το τρένο. Φαίνονταν να βιάζονται, και γι’ αυτό ίσως δεν μπορούσαν να σκεφτούν ότι –σε πρώτη φάση- αυτό που τους χρειαζόταν δεν ήταν τα μάτια τους, αλλά τα αφτιά τους.

   Ο θόρυβος του τρένου άρχισε να αντηχεί σε ολόκληρο το μέρος. Άφηνε τόσα πολλά στη φαντασία μας αυτός ο θόρυβος. Οι ρόδες που γυρνούσαν με αστραπιαία ταχύτητα και έτριζαν πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές, έμοιαζαν να ενώνονται με τις πρωινές συζητήσεις των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα στα βαγόνια, με τα γέλια και τις φωνές τους, και παρότι δεν ήταν δυνατό να ακουστούν και οι φωνές και οι ρόδες –πάντα αυτός με τη μεγαλύτερη φωνή είναι που νικάει, φαινομενικά- οι λέξεις που ξεπετάγονταν από τα στόματα των επιβατών μετατρέπονταν σε πρόσωπα και τα πρόσωπα με τη σειρά τους σε αξιοθαύμαστες μα και λυπηρές ιστορίες. Ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος –μόνο στη φαντασία μας δυστυχώς.

   Με το που άκουσαν το τρένο να έρχεται, οι δύο γονείς σταμάτησαν να ανησυχούν. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έμπαιναν μέσα σε ένα από τα βαγόνια και θα πήγαιναν εκεί που ήθελαν. Το άγχος που τους είχε καταβάλει γλίστρησε από το κέντρο του θώρακά τους, σαν σκουλήκι που σέρνεται σε λασπώδες έδαφος, κατέβηκε προς τα πόδια τους και τους παράτησε, έτοιμο να επιτεθεί στο επόμενο θύμα του. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο με τρυφερότητα και αντάλλαξαν ένα φιλί.

   Το παιδί τους, συνεπαρμένο κι εκείνο από τους ήχους του τρένου, άρχισε να περπατάει προς τη μεριά από όπου ακούγονταν. Μικρά αλλά σίγουρα βηματάκια, με τα χέρια του απλωμένα μπροστά, σαν πεινασμένο ζόμπι που ψάχνει να βρει το πρωινό του. Τα χείλη του είχαν ενωθεί σε ένα όμορφο χαμόγελο, σε ένα χαμόγελο που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν. Τα μάτια του γυάλιζαν, σαν ποτήρια που μόλις έχουν βγει από το πλυντήριο πιάτων. Κανένας δεν του έδωσε σημασία. Όδευε προς το θάνατο, αλλά όλοι προτίμησαν να μείνουν στις θέσεις τους και να αφήσουν το μοιραίο να συμβεί.

   Όχι, όμως, εντελώς όλοι. Ο ένας από τους δύο μαθητές, που μέχρι εκείνη την ώρα συζητούσαν, είδε το μικρό παιδί και ενδιαφέρθηκε. Η έκφραση τρόμου που δημιουργήθηκε αστραπιαία στο πρόσωπό του, ήταν μία απόδειξη. Το γεγονός ότι σηκώθηκε αμέσως από εκεί που καθόταν και άρχισε να τρέχει και να φωνάζει προς το μέρος του παιδιού, ήταν μια δεύτερη, πιο πειστική ίσως.

   Το παιδί συνέχιζε να περπατάει, απτόητο, χωρίς να καταλαβαίνει τη συνέπεια αυτού που έκανε. Πέρασε χωρίς δισταγμό τη διαχωριστική γραμμή, τη γραμμή που όποτε κάποιος την περνάει, μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο στόμα και βροντοφωνάζει «Είσαι νεκρός, φίλε, να το ξέρεις, από τη στιγμή που αποφάσισες να περάσεις από πάνω μου χωρίς να πεις ούτε ένα γεια, είναι σίγουρο ότι θα πεθάνεις».

   Ο μαθητής τον είχε σχεδόν φτάσει.

   Το τρένο έκανε την εμφάνισή του. Φώτα, καπνός και παγωμένος αέρας γέμισαν το μέρος. Ο θόρυβος έγινε μεγαλύτερος από ποτέ.

   Ένα μέτρο, εβδομήντα εκατοστά, πενήντα εκατοστά, τριάντα εκατοστά έμεναν για να πέσει το παιδί στις σιδηροδρομικές γραμμές.

   Ο μαθητής άπλωσε το χέρι του και έπιασε το μικρό αγοράκι από την μπλούζα, μόλις πέντε εκατοστά πριν εκείνο χαθεί για πάντα. Είχε σωθεί. Κάποιος άλλος θα πέθαινε τελικά.

   Ήταν τέτοια η ταχύτητα του μαθητή, που δεν μπόρεσε να σταματήσει. Κατάφερε να σπρώξει το παιδί προς τα πίσω, αλλά δεν κατάφερε να κρατηθεί κι εκείνος. Έχασε την ισορροπία του, και έπεσε μέσα στον γκρεμό των σιδηροδρομικών γραμμών, τη στιγμή ακριβώς που το τρένο περνούσε, με το φρένο πατημένο, το ίδιο όμως δολοφονικό.

   Ο φίλος του τα είδε όλα αυτά. Ήταν ακόμη καθισμένος, αλλά παρόλα αυτά ένιωσε ένα κύμα ζαλάδας να χτυπάει το κεφάλι του. Γύρω του, ένα πανδαιμόνιο είχε ξεφύγει από τα βάθη της κόλασης και είχε επισκεφτεί τους ζωντανούς. Δεν έδωσε, όμως, καμιά σημασία στους ανθρώπους που πήγαιναν μια από δω και μια από κει, ταραγμένοι, θέλοντας τώρα που το κακό είχε ήδη συμβεί να βοηθήσουν. Ήταν πολύ αργά, αλλά φυσικά δεν το καταλάβαιναν. Εκείνος ήταν ο μόνος που καθόταν ακίνητος. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, αλλά δεν έβλεπαν τίποτα, είχαν χαθεί μέσα στις σκέψεις και στις αναμνήσεις, στη νοσταλγία και στην απόλυτη θλίψη. Πέθανε, έλεγε στον εαυτό του, είναι νεκρός. Όχι, δεν πέθανε, ερχόταν η απάντηση που γνώριζε πολύ καλά ότι ήταν πέρα για πέρα εσφαλμένη.

   Επέστρεψε στην πραγματικότητα. Και ο εαυτός του και τα μάτια του. Τα μάτια του δακρυσμένα. Ο εαυτός του συντετριμμένος. Πιο νεκρός κι απ’ τον νεκρό φίλο του. Με ένα διαφορετικό, όμως, βλέμμα. Ένα βλέμμα που δεν εμπεριείχε κανένα σημάδι λύπης ή στενοχώριας. Ένα βλέμμα που το έχουν συχνά τα παιδιά της ηλικίας του, που δεν το είχε ποτέ πριν εκείνος. Ήταν βλέμμα θυμού. Μίσους. Εκδίκησης. Λες και ο διάβολος είχε μπει μέσα του και τον είχε κυριεύσει. Αυτό που έκανε στη συνέχεια, διέγραψε μεμιάς όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά του εαυτού του.

   Από όλους τους ανθρώπους γύρω του, ξεχώρισε το μικρό αγόρι που είχε σωθεί για να πεθάνει ο φίλος του. Ο οργανισμός του επικεντρώθηκε σε αυτό, αγνοώντας κυριολεκτικά τα πάντα. Ακόμα και την ίδια του τη συνείδηση. Το αγόρι. Το ίδιο χαρούμενο, όπως όταν όδευε προς το θάνατο. Σου αρέσει ο θάνατος, γι’ αυτό γελάς, ψιθύρισε ο διάβολος. Και τώρα χαίρεσαι που τον σκότωσες. Που τον πήρες μακριά. Θα σου δείξω εγώ, μικρό, ανόητο κάθαρμα.

   Έφτασε ακριβώς μπροστά του. Και τότε, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, σήκωσε το πόδι του και το κλότσησε. Το αγόρι προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές, και δε γέλασε ποτέ ξανά.

 

   Ο σταθμός του μετρό εξαφανίστηκε. Εκείνος έμεινε για λίγο να αιωρείται στο κενό, για πολύ λίγο, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ή δύο. Δεν πρόλαβε να το συνειδητοποιήσει. Βρέθηκε ευθύς αμέσως σε ένα άλλο μέρος. Αρκετά διαφορετικό. Ήταν κατασκότεινο. Τόσο, που μπορεί να νόμιζες ότι έχασες την όρασή σου. Δεν έβλεπε απολύτως τίποτε. Κι εκεί που άρχισε να αναρωτιέται τι συνέβαινε –ο φόβος δεν είχε εισβάλει ακόμα μέσα του, μετά από αυτό που είχε κάνει, πώς ήταν δυνατόν να τρομάξει από κάτι τέτοιο;- μια τεράστια οθόνη άνοιξε απέναντί του. Φως διαπέρασε το μέρος, αποκαλύπτοντας ένα άδειο δωμάτιο με τέσσερις τοίχους. Μόνο μια ψυχή θα μπορούσε να είναι τόσο άδεια. Η οθόνη κάλυπτε τον έναν από τους τοίχους. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ακριβώς οθόνη. Είχε τα χαρακτηριστικά μιας συνηθισμένης οθόνης, αλλά το φως της δεν πήγαζε από κάποια ηλεκτρική συσκευή. Το φως της πήγαζε κατευθείαν από τον τοίχο. Σαν να ήταν ενσωματωμένη στον τοίχο. Ο ίδιος ο τοίχος ήταν η οθόνη.

   Μια μορφή εμφανίστηκε μέσα της –μέσα του. Την αναγνώρισε. Ήταν η μητέρα του παιδιού που είχε κλοτσήσει, του αγοριού που είχε σκοτώσει. Δε βρισκόταν πια στο σταθμό του μετρό. Ήταν καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού της. Έκλαιγε. Στα χέρια της κρατούσε τη φωτογραφία του αγοριού, τη φωτογραφία του γιου της. Χάιδευε με το χοντρό της δάχτυλο το χαμόγελο του προσώπου του, ενώ τα μάγουλά της είχαν γίνει μούσκεμα στα δάκρυα και το στόμα της γευόταν την αλμύρα τους. Πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα απλωμένα χέρια και στη φωτογραφία, που μια κρυβόταν μέσα σε αυτά και μια εμφανιζόταν ολόκληρη μαζί με τη δυστυχία που συνεπαγόταν, ήταν διπλωμένη μια εφημερίδα. Η ημερομηνία που αναγραφόταν στο πρωτοσέλιδο ήταν της επόμενης μέρας από το θάνατο –τη δολοφονία- του παιδιού. Στη μια πλευρά της, ήταν ακουμπισμένο ένα μικρό μπουκαλάκι. Το χρώμα του ήταν χρυσοκίτρινο, με ένα χαρτί κολλημένο στο κέντρο του. Η μητέρα σηκώθηκε. Πήγε στο νεροχύτη και γέμισε ένα ποτήρι με νερό, με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι ήδη νεκροί βάζουν στα δικά τους ποτήρια αίμα, έτοιμοι να ακολουθήσουν τον αφέντη τους στην κόλαση. Κάθισε πάλι και κράτησε για μια τελευταία φορά το γιο στα χέρια της. Απόθεσε τη φωτογραφία στο τραπέζι, άνοιξε το μπουκαλάκι και άδειασε το περιεχόμενό του στο στόμα της. Ύστερα πήρε το ποτήρι με το νερό και έκανε το ίδιο. Κατάπιε με δύναμη και σιγουριά, με τα κόκκινα από το κλάμα μάτια της καρφωμένα στο χαμόγελο του γιου της. Τι μπορούσε άλλωστε να πάθει; Χάπια και νερό κατάπιε, όχι φωνητικές χορδές.

   Ο τοίχος επέστρεψε στην προηγούμενη μορφή του, παίρνοντας το όλο σκηνικό μαζί του. Μια φράση άρχισε να γράφεται πάνω του από έναν αόρατο συγγραφέα. Γράμματα ξεπηδούσαν ένα ένα, κόκκινα γράμματα, που οδηγούσαν τη φαντασία στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν από μελάνι, αλλά από αίμα, και ότι η αόρατη πένα δεν ήταν κανονική πένα, αλλά μια φλέβα που είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα κάποιου –μάλλον άτυχου- ανθρώπου, μόνο και μόνο για να πραγματοποιήσει αυτό το αποκρουστικό αποτέλεσμα. Άλφα και Ύψιλον και Ταυ και Όμικρον και Πι και Ρο και Όμικρον και Κάπα και Άλφα και Λάμδα και Έψιλον και Σίγμα και Έψιλον και Σίγμα. ΑΥΤΟ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΣ.

    Ήταν η σειρά του δεύτερου τοίχου, εκείνου στα δεξιά. Άνοιξε και αποκάλυψε μια όχι και τόσο διαφορετική σκηνή. Δωμάτιο. Γραφείο. Ένας άντρας. Ο πατέρας του αγοριού. Χαρτιά διάσπαρτα πάνω στο γραφείο. Το δωμάτιο γεμάτο φυτά. Εξωτικά φυτά. Μερικές αχτίνες του ήλιου καταφέρνουν και περνούν μέσα από το μοναδικό παράθυρο. Ο πατέρας φαίνεται αγχωμένος. Λόγω της δουλειάς του μάλλον. Τελικά όχι. Από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αυτό που φαίνεται δεν είναι άγχος. Είναι κάτι άλλο. Πολύ χειρότερο. Λύπη; Ναι. Και κάτι ακόμα. Κατάθλιψη; Ναι. Και κάτι ακόμα. Τρόμος; Αυτό είναι. Τρόμος. Το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει κανείς. Το πιο όμορφο για κάποιους ψυχοπαθείς συγγραφείς. Στο χέρι του ένα ρολόι. Το κοιτάζει. Το ξανακοιτάζει. Κοιτάζει κι έξω από το παράθυρο. Η κηδεία του γιου του είναι σε δυο ώρες. Κοιτάζει και πάνω στο γραφείο. Κοιτάζει και κάτω απ’ το γραφείο. Ένα συρτάρι. Απλώνει διστακτικά το χέρι του να το ανοίξει. Το τραβάει αμέσως πίσω. Άλλη μια φορά. Το χέρι του αγγίζει το χερούλι. Κρύο. Το τραβάει προς το μέρος του. Δεν ανοίγει. Είναι κλειδωμένο. Το κλειδί βρίσκεται κάπου μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Πιθανόν πάνω στο γραφείο. Και τα δύο χέρια του λειτουργούν αστραπιαία. Παραμερίζουν τα χαρτιά. Βρίσκει το κλειδί. Απλώνει το χέρι του να το πιάσει. Κάτι τον σταματάει. Ένας ήχος. Ένας τρομακτικός ήχος. Το μυαλό του παύει να λειτουργεί για ένα δευτερόλεπτο, στο οποίο ο τρόμος φτάνει στο μέγιστο. Επανέρχεται. Είναι απλώς η φωνή της συνείδησης. Παίρνει το κλειδί. Το τοποθετεί στην κλειδαριά του συρταριού. Το γυρίζει. Το συρτάρι δεν ανοίγει. Έχει φρακάρει. Ξαναπροσπαθεί. Τίποτα. Ξαναπροσπαθεί. Το συρτάρι ανοίγει. Ξαναπιάνει με το χέρι του το πόμολο. Το σπρώχνει σιγά σιγά προς το μέρος του. Φαίνεται το περιεχόμενό του. Ένα όπλο. Το κοιτάζει. Το ακουμπάει. Το σηκώνει. Είναι βαρύ. Το κρατάει με το δεξί χέρι. Το δεξί του χέρι τρέμει. Όλο του το σώμα τρέμει. Ιδρώτας έχει γεμίσει το πρόσωπό του. Τα μάτια του έχουν γεμίσει κι αυτά με ιδρώτα. Ή μήπως είναι δάκρυα; Το βλέμμα του πηγαίνει αφηρημένα σε ένα από τα φυτά. Σκέφτεται. Αναλογίζεται. Το στόμα του έχει στεγνώσει. Ο θώρακάς του καίει. Ο λαιμός του πονάει. Το βλέμμα του πηγαίνει ξανά στο όπλο. Μετά στα χαρτιά. Μετά πάλι στο όπλο. Στο παράθυρο. Στο όπλο. Στα χαρτιά. Στο όπλο. Το σηκώνει ακόμα πιο ψηλά. Το φέρνει στο ύψος του κεφαλιού του. Είναι καθισμένος σε μια καρέκλα. Οι τοίχοι που περιβάλλουν το δωμάτιο είναι γυμνοί. Βαμμένοι με ένα μόνο χρώμα. Μαύρο. Όπως οι κηδείες. Το όπλο ακουμπάει το κεφάλι του. Τον κρόταφό του. Νιώθει ένα ρίγος. Το υγρό στα μάτια του σίγουρα δεν είναι ιδρώτας. Είναι δάκρυα. Δάκρυα που έχουν γεμίσει πλέον ολόκληρο το πρόσωπό του. Κοιτάζει ευθεία. Στο άπειρο. Ξεσπάει σε λυγμούς. Το δάχτυλό του ακουμπάει τη σκανδάλη. Είναι έτοιμος να πυροβολήσει. Κλαίει. Φωνές. Έξω από το δωμάτιο ακούγονται φωνές. Όχι, δεν ακούγονται από έξω. Ακούγονται από μέσα. Από το κεφάλι του. Η φωνή της συνείδησης πολλαπλασιάζεται και δυναμώνει συνεχώς. Ξεφεύγει από τα όρια του μυαλού του και απλώνεται σε όλο το δωμάτιο. Πιέζει τη σκανδάλη. Το όπλο δεν εκπυρσοκροτεί. Δεν έχει βγάλει την ασφάλεια. Απομακρύνει το όπλο από το κεφάλι του. Το χέρι του τρέμει. Το όπλο πέφτει κάτω. Οι φωνές γίνονται εντονότερες. Σκύβει να το πιάσει. Το σηκώνει. Βρίσκει την ασφάλεια. Τη βγάζει. Το φέρνει πάλι στο κεφάλι του. Πυροβολεί. Αίμα πετάγεται παντού. Οι φωνές σταματούν.

   Η οθόνη-τοίχος έκλεισε, και η αόρατη πένα ξεκίνησε να γράφει ξανά. Αυτή τη φορά, τα γράμματα δεν ήταν κανονικά, αλλά περισσότερο καλλιγραφικά. Λες και τώρα προέρχονταν από τη φλέβα κάποιου άλλου. Η φράση, όμως, ήταν η ίδια. ΑΥΤΟ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΣ.

   Ο τοίχος-οθόνη πίσω του άνοιξε. Γύρισε, και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να νιώσει χειρότερα από ποτέ, χειρότερα ακόμα και από τη στιγμή που είδε το τρένο να συνθλίβει το σώμα του φίλου του. Ήταν η κηδεία. Η κηδεία με τον ουρανό, το εκκλησάκι, το κοράκι, τη μητέρα, το φέρετρο που έκλεισε εξαιτίας της βροχής. Είδε τέσσερις άντρες να σηκώνουν το φέρετρο, και να καθοδηγούν την τεράστια πομπή προς το νεκροταφείο. Όλοι μαζί, περπάτησαν πάνω στη λεωφόρο προς την κόλαση, στη λεωφόρο της κόλασης, αργά, έτσι ώστε να επιτρέπουν στη θλίψη να τους διαπερνάει, να διαπερνάει όλο τους το είναι, να διαπερνάει όλο τους το ήταν. Τους είδε να μπαίνουν μέσα στο καταθλιπτικό μέρος, με το χορτάρι και τους σταυρούς και τα πουλιά στα γυμνωμένα κλαδιά των δέντρων και τα σκουλήκια στο λασπωμένο χώμα και τον ηλικιωμένο άντρα με το δρεπάνι να περιφέρεται ανάμεσα στις ταφόπλακες και τον Θεό και τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα και τους Αγγέλους και τον Διάβολο και τους Δαίμονες να στέκονται απόμερα και να παλεύουν για το ποια από τις δύο μεριές θα πάρει τον Νεκρό μαζί της.

   Η οθόνη έκλεισε απότομα, και οι λέξεις που σχηματίστηκαν ήταν το ίδιο τρομακτικές, ούτε στο ελάχιστο ανακουφιστικές. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΣ ΕΣΥ.

   Ο τελευταίος τοίχος δε μετατράπηκε σε οθόνη. Παρέμεινε συμπαγής. Μια ρωγμή δημιουργήθηκε ακριβώς στο κέντρο του, από πάνω μέχρι κάτω, ρίχνοντας μερικά ψίχουλα στο έδαφος. Δύο αόρατες πένες άρχισαν να γράφουν, γρήγορα, παθιασμένα, σχεδόν υστερικά. Στο δεξί μισό, με κόκκινα γράμματα: ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟ ΑΓΟΡΙ. Στο αριστερό μισό, με μαύρα γράμματα: ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ.

   Εκείνος προχώρησε και στάθηκε μπροστά από το αριστερό μισό του τοίχου και ακούμπησε το χέρι του πάνω στις λέξεις. Μια κάτασπρη, φωτεινή, άγνωστης προέλευσης λάμψη διαπέρασε ξαφνικά τα πάντα. Τον τοίχο, το χέρι του, εκείνον, ολόκληρο το δωμάτιο. Ρούφηξε τα πάντα σαν ηλεκτρική σκούπα.

   Μεταφέρθηκε κάπου αλλού. Είχε κλειστά τα μάτια του, και όταν τα άνοιξε κατάλαβε πολλά. Δε βρισκόταν στον παράδεισο. Μπορούσε να αναγνωρίσει το μέρος στο οποίο βρισκόταν. Είχε πολλές διαφορές, αλλά εξακολουθούσε να είναι το ίδιο. Ήταν ο δρόμος έξω από τον υπόγειο σταθμό του μετρό. Μόνο που δεν υπήρχαν πια η είσοδος με τα σκαλοπάτια και το σήμα με το βελάκι που κατεύθυναν τους ανθρώπους στο σταθμό. Στη θέση τους, υπήρχε ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Εξελιγμένος όμως. Το συνηθισμένο τηλέφωνο, στου οποίου την υποδοχή έβαζες τα κέρματα, είχε χαθεί. Τώρα, στο γυάλινο τζάμι του θαλάμου, κουμπιά με αριθμούς πάνω τους είχαν σχηματιστεί.

   Δεν ήταν αυτή η μόνη διαφορά. Εκεί που μέχρι πριν βρισκόταν η μεγαλύτερη φυλακή της πόλης, τώρα υπήρχε ένα τεράστιο καφέ κτίριο με κολόνες σαν του Παρθενώνα, στο ψηλότερο μέρος του οποίου ήταν σκαλισμένες οι λέξεις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Περικλειόταν κι εκείνο από έναν ψηλό φράχτη, αλλά σε καμία περίπτωση δε θύμιζε φυλακή. Ήταν απλώς μια υπερεξελιγμένη σχολή, με έναν κήπο στην αυλή της, διάσπαρτο σε λογοτεχνικά βιβλία, και ένα σιντριβάνι, από το οποίο δεν πεταγόταν νερό, αλλά χάρτινες σελίδες.

   Τα δέντρα ήταν επίσης διαφορετικά. Τα φύλλα τους δεν είχαν το γνωστό πράσινο χρώμα, ούτε καν το άψυχο κιτρινομπέζ του φθινοπώρου, αλλά αντίθετα μια μίξη γαλάζιου και μπλε. Και, εκτός απ’ αυτό –παρά το γεγονός ότι φυσούσε ένας δυνατός αέρας, όχι πολύ δυνατός, όσο χρειαζόταν μόνο για να σε κάνει να αισθανθείς αναζωογονημένος- τα κλαδιά τους έμεναν ακίνητα, λες και είχαν κολλήσει πάνω στον κορμό. Σαν δέντρινα ρομπότ.

   Ενώ όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν καθαρά με αυτό στο οποίο συνηθίζουμε να αναφερόμαστε ως Μέλλον, οι δρόμος πάνω στον οποίο πατούσε εκείνη τη στιγμή, ένα αγόρι που είχε έρθει από το πουθενά, είχε την παλιά, χωρίς άσφαλτο και πίσσα μορφή του. Χωμάτινος, με χαλίκια και μικρές πέτρες κατά τόπους. Ως αποτέλεσμα, αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Δυο τρεις άμαξες κυκλοφορούσαν μόνο, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι μετακινούνταν περπατώντας.

   Ο φίλος του δε φαινόταν πουθενά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον είχε στείλει σε αυτό το μέρος, σε αυτόν τον παράλληλο –καταπώς φαίνεται- κόσμο, τον είχε κοροϊδέψει. Του είχε πει ότι θα μπορούσε να βρίσκεται ξανά μαζί με τον φίλο του, αλλά όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε μόνο ξένους, ανθρώπους που δεν γνώριζε, που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Ή που ίσως έβλεπε κάθε μέρα, χωρίς να τους έχει δώσει ποτέ την παραμικρή σημασία.

   Ένιωσε την απογοήτευση να τον κατακλύζει, την απογοήτευση που πήγαζε από την ελπίδα και που γεννούσε το ερώτημα: Αξίζει να ελπίζει κανείς για κάτι, αν υπάρχει περίπτωση αυτό το κάτι να μην πραγματοποιηθεί;

   Άρχισε να φωνάζει το όνομα του φίλου του, δυνατά, ουρλιάζοντας, χωρίς να αντιλαμβάνεται το πόσο πολύτιμες ήταν οι φωνητικές του χορδές, τις οποίες με τέτοια ευκολία τραυμάτιζε. Όλοι έστρεφαν τα βλέμματά τους και τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, μα εκείνον δεν τον ένοιαζε, εκείνος ήθελε απλά να βρει αυτόν που τόσο άδικα είχε χάσει. Ούρλιαζε και φώναζε, και οι κραυγές του δεν είχαν τελειωμό.

   «Ψάχνετε κάποιον;» άκουσε μια γνώριμη φωνή από πίσω του.

 

 

 

   Έτσι μου τα διηγήθηκε και συνεχίζει να μου τα διηγείται ξανά και ξανά. Ή, τουλάχιστον, κάπως έτσι. Τα περισσότερα από αυτά που λέει είναι ασυναρτησίες, μπερδεμένα λόγια που δεν μπορώ να καταλάβω τη σημασία τους, αν δεν προσπαθήσω πρώτα να τα βάλω σε μια σωστή –συντακτική και νοηματική- σειρά. Επομένως, αυτά που γράφω μπορεί και να μην είναι καθ’ όλα αληθινά. Για να πω την αλήθεια, ούτε καν σε εμένα δε φαίνονται αληθινά. Πώς είναι δυνατόν, από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον συνάντησα έξω από το πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδαζα, να με αποκαλεί φίλο του, ενώ δεν τον έχω –είχα- συναντήσει ποτέ ξανά στο παρελθόν; Τη μια λέω στον εαυτό μου ότι είναι πράγματι ένας τρελός, από εκείνους που δημιουργούν μια ψεύτικη πραγματικότητα και επιλέγουν να ζουν μέσα σε αυτή. Από την άλλη, όμως, είναι τόσο ζωντανή η ιστορία του, και ίδια κάθε φορά που μου τη διηγείται, που οι σκέψεις μου ξεφεύγουν από την κανονική ροή τους και με κάνουν να αναρωτιέμαι μήπως τελικά λέει όντως την αλήθεια, μήπως τελικά τα έζησε όλα αυτά, μήπως τελικά προέρχεται πράγματι από έναν άλλο κόσμο παρόμοιο με τον δικό μας.

   Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη μέρα που τον ακούμπησα στον ώμο ρωτώντας τον αν ψάχνει κάποιον, και που, μόλις με είδε, το πρόσωπό του φωτίστηκε μεμιάς. Άρχισε να με αγκαλιάζει και να γελάει από χαρά, και ήταν τότε η πρώτη φορά που άκουσα την μπερδεμένη ιστορία του. Τον έπεισα να με ακολουθήσει, αν και μάλλον θα με ακολουθούσε ακόμη κι αν πήγαινα νε πέσω σε έναν γκρεμό, και τον οδήγησα στο ιδιωτικό ψυχιατρείο της πόλης. Του υποσχέθηκα ότι θα τον επισκέπτομαι καθημερινά, κι έτσι δέχτηκε με προθυμία να μένει εκεί, όπου θα μπορούσε να είναι ασφαλής. Κράτησα την υπόσχεσή μου. Τα τελευταία εννιά χρόνια τον επισκέπτομαι κάθε μέρα, κάθομαι και τον ακούω να μου επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα. Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να αρχίσω να βγάζω κάποιο νόημα. Σήμερα, αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να τα γράψω και να τα προσφέρω στον κόσμο, για να πει κι εκείνος τη δική του άποψη, να με βοηθήσει να αποφασίσω για το ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα που με βασανίζει όλα αυτά τα χρόνια.

 

 

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Γεια σου Στέφανε!

 

 Η ιστορία σου είναι αξιόλογη και υποθέτω ότι  θα επένδυσες αρκετό χρόνο μέχρι να της δώσεις την τελική της μορφή. Είναι γραμμένη με λεπτομέρεια κι έχει πολύ συναίσθημα. Η αρχική σκηνή με την κηδεία δημιουργεί γλαφυρές εικόνες και αποδίδει καλά την τραγικότητα εκείνης της στιγμής. Το ατύχημα στο μετρό και η αυτοκτονία του πατέρα είναι δοσμένες πολύ παραστατικά και κρατούν τον αναγνώστη σε αγωνία. Το φινάλε είναι πρωτότυπο και συγκινητικό με τον  φίλο του να κλείνεται στον ψυχιατρείο, μη μπορώντας να γίνει πιστευτός σε όσα λέει στους άλλους.

Διάβασα δύο φορές την ιστορία σου γιατί με την πρώτη έχασα το νόημά της σε κάποια σημεία και θέλω να τα επισημάνω:

---Το πέρασμα από την κηδεία στον σταθμό του μετρό όπου βρίσκονται οι δύο μαθητές μαζί, μεταφέρει την ιστορία σε μια σκηνή όπου δεν μπορείς να την συνδέσεις με την προηγούμενη.

--- "Έχασε την ισορροπία του, και έπεσε μέσα στον γκρεμό των σιδηροδρομικών γραμμών, τη στιγμή ακριβώς που το τρένο περνούσε, με το φρένο πατημένο, το ίδιο όμως δολοφονικό. Ο φίλος του τα είδε όλα αυτά. Ήταν ακόμη καθισμένος, αλλά παρόλα αυτά ένιωσε ένα κύμα ζαλάδας να χτυπάει το κεφάλι του... Γύρω του, ένα πανδαιμόνιο είχε ξεφύγει από τα βάθη της κόλασης και είχε επισκεφτεί τους ζωντανούς. Δεν έδωσε, όμως, καμιά σημασία στους ανθρώπους "

   Χρειάστηκα δεύτερη ανάγνωση για να καταλάβω ότι ήταν ο φίλος του μαθητή που σκοτώθηκε.

Ενώ η σκηνή στο μετρό επικεντρώνεται αρχικώς στο μικρό αγόρι και τον μαθητή που «θυσιάστηκε», τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνει ξαφνικά ο φίλος του θανόντος μαθητή, με έναν τρόπο κάπως απότομο και δυσδιάκριτο.

--- "Σου αρέσει ο θάνατος, γι’ αυτό γελάς, ψιθύρισε ο διάβολος" Και δω δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι ο διάβολος είναι ουσιαστικά ο φίλος του, αλλά μπορεί κάποιος αναγνώστης να υποθέσει ότι έχουμε την παρουσία του «κανονικού» διαβόλου που ξέρουμε όλοι μας. Αυτή η παρεξήγηση ενισχύεται και από την παρουσία του κανονικού διαβόλου στην κηδεία του μαθητή.

---Ο τελευταίος τοίχος έγραφε: ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙΣ ΤΟ ΑΓΟΡΙ.  και ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΑΝΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ. Δεν είναι κατανοητό αν ο τόπος όπου μεταφέρθηκε ανήκει στο παρελθόν ή στο μέλλον. Με τον φίλο του συναντήθηκε ξανά αλλά πως έσωσε το μικρό αγόρι?

 

Σκηνές και λόγια με πνεύμα

"τον Θεό και τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα και τους Αγγέλους και τον Διάβολο και τους Δαίμονες να στέκονται απόμερα και να παλεύουν για το ποια από τις δύο μεριές θα πάρει τον Νεκρό μαζί της. "

 

"Αξίζει να ελπίζει κανείς για κάτι, αν υπάρχει περίπτωση αυτό το κάτι να μην πραγματοποιηθεί; "

 

Εύγε για το μυθιστόρημά σου!  Κατά την γνώμη μου, αν γίνουν αλλαγές στα σημεία που τόνισα, θα είναι πιο συνεκτικό και ευκολοδιάβαστο.

Link to comment
Share on other sites

Περιγραφικότατος, γεμάτος με εικόνες όμορφες, αν και πολλές φορές παρατραβηγμένες. Κάποιες από τις παρομοιώσεις που χρησιμοποιείς είναι πολύ πετυχημένες, ενώ κάποιες άλλες πρέπει να τις ξανακοιτάξεις. Η ιστορία σου μου θυμίζει πολύ τον Σκρούτζ του Ντίκενς κι αυτό μου την κάνει περισσότερο αρεστή. Κάποιες επαναλήψεις σου είναι λίγο κουραστικές και κάποιες λέξεις που θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις καλύτερα συνώνυμα. Πχ. Χρησιμοποιείς πολλές φορές τη λέξη “μέρος”, ενώ θα μπορούσες άνετα να την αλλάξεις με τόπος, σημείο, τοποθεσία κλπ. Το τέλος σου το λάτρεψα. Καλή συνέχεια φίλε μου!!! :victory:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..