Throgos Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 Τέσσερα δέντρα ήταν βαθιά ριζωμένα στην αυλή του σπιτιού μου. Μπορούσα να δω τις ολοζώντανες παλλόμενές τους ρίζες να χώνονται στο χώμα και να διεισδύουν μέσα από τα πετρώματα και τα στρώματα γης. Κάθε χρόνο μετακινούνταν και μερικά εκατοστά προς τα έξω, προς τη μεριά των χωραφιών, Κάθε χρόνο η αυλή μας μεγάλωνε και λίγα εκατοστά, και μίκραινε το χωράφι μας. Ποτέ δεν τα ρώτησα γιατί το κάνουν αυτό, και αυτά ποτέ δεν προθυμοποιήθηκαν να μου το πουν. Είχαμε μια αμοιβαία σχέση σιωπής. Ούτε εγώ ήθελα να τους μιλήσω ούτε εκείνα να μου απευθυνθούν. Μόνο ψιθύριζαν επιδεικτικά μεταξύ τους ανεμίζοντας ματαιόδοξα την πλούσια φυλλωσιά τους. Μιλούσαν για δικά τους θέματα και στέκονταν αγέρωχα και μακρινά σαν τις τέσσερις χάριτες. Κι εγώ με τη σειρά μου καλούσα τους φίλους μου στην αυλή και μιλούσαμε δυνατά για τα δικά μας θέματα, ώστε να ζηλέψουν τα δέντρα και να μας θεωρούν ανώτερους. Τα είχαμε φυτέψει μια μέρα που έκανε πολύ κρύο. Το θυμάμαι. Ήταν τέλος του χειμώνα, και θέλαμε μερικά δέντρα να μας προστατεύουν από τον αέρα που φυσούσε και να μας δίνουν τη σκιά τους το καλοκαίρι. Και τα φυτέψαμε στο όριο του χωραφιού και της αυλής ώστε να το σημαδεύουν. Έκτοτε τα θεωρούσαμε ως το τέλος της αυλής και η αρχή του χωραφιού. Ο πατέρας μου τα είχε παζαρέψει στην συντεχνία των Δεντρίδων, και τα αγόρασε από έναν παράξενο λαμπερό πωλητή, ο οποίος είχε ένα κολλημένο χαμόγελο στα χείλη. Τα δέντρα κουνιούνταν συνεχώς καθώς γυρίζαμε σπίτι με την άμαξα. Εγώ τους έριξα ένα χαμόγελο κάποια στιγμή, για να νιώσουν οικειότητα, αλλά εκείνα έκαναν πως με αγνοούν. Μόνο ένα γύρισε τα κλαδάκια του προς το μέρος μου και με χαιρέτησε δειλά-δειλά, αλλά τα άλλα του έριξαν αμέσως κοφτές ματιές και αυτό απέστρεψε το βλέμμα του από μένα. Για να σας πω την αλήθεια το λυπήθηκα. Έτσι την επόμενη μέρα, πριν τα φυτέψουμε, προσπάθησα να το ξεμοναχιάσω και να του μιλήσω. Αλλά τα άλλα το ακολουθούσαν συνεχώς. Δεν τα εμπόδιζα από σεβασμό. Χρόνο με το χρόνο όμως, και αφού τα φυτέψαμε, εγκατέλειψα τις προσπάθειές μου να τα γνωρίσω και να τους μιλήσω. Μια μέρα λοιπόν, χρόνια αργότερα, βγήκα στον κήπο, και είδα το τελευταίο δέντρο στη σειρά, το πιο νότιο, να έχει γείρει και να κάνει μορφασμούς λες και πονούσε. Θυμήθηκα ότι αυτό ήταν εκείνο που με είχε χαιρετήσει στο γυρισμό από την αγορά. Έτρεξα αμέσως κοντά του, παρ’ όλο που ποτέ δεν του είχα μιλήσει. Ήταν μια ενστικτώδης κίνηση· ίσως στο υποσυνείδητό μου είχε ριζώσει μια αγάπη και μια συμπόνια γι’ αυτό, που είχε γλιτώσει από την συναισθηματική ισοπέδωση η οποία είχε επέλθει όταν σταμάτησα να προσπαθώ να πλησιάσω αυτά τα τέσσερα δέντρα. Άρχισα να περιεργάζομαι τον κορμό του, και το χέρι μου άγγιξε μια ρωγμή κάτω από ένα μεγάλο κλαδί. Το δέντρο σείστηκε ολόκληρο, και ένα τρέμουλο πόνου το διαπέρασε. Ήταν μια βαθιά πληγή, λες και κάποιος το είχε καρφώσει με ένα τσεκούρι. Έτρεξα σπίτι και έφερα έναν κουβά νερό, κρασί για τις πληγές και ένα μαντίλι. Απολύμανα προσεκτικά την πληγή, την έπλυνα και έδεσα το μαντίλι γύρω από τον κορμό σφιχτά, ώστε αυτή να κλείσει. Μόλις τέλειωσα, το δέντρο χαμήλωσε ένα κλαδί και με άγγιξε διστακτικά στην πλάτη. Σήκωσα το κεφάλι μου και το είδα να με ευχαριστεί και να μου χαμογελάει. Ύστερα χαμήλωσε περισσότερο το κλαδί, και μου έκανε νόημα να ανέβω. Μου έκανε χώρο και έκατσα ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κλαδιά. Ήμουν πολύ χαρούμενος· μια επιθυμία μου που την είχα θάψει, βγήκε στην επιφάνεια και πραγματοποιήθηκε. Το δέντρο με είχε συμπαθήσει και είχε αποφασίσει να μου μιλήσει. «Πώς σε λένε;» ρώτησα πρώτος «Ιργκμιςς Γκριλλ Καρρστανντγκο Ντρις. Είμαι μια Καρνουλιά, ή όπως μας αποκαλούν στην συντεχνία, Κάρνουλις η Υψηλή. Εσένα πώς σε λένε;» «Εγώ είμαι απλά εγώ. Δεν ξέρω το όνομά μου δυστυχώς.» Και αρχίσαμε τη συζήτηση. Ποτέ άλλοτε δεν είχα κάνει τόσο ουσιώδη και ευχάριστη συζήτηση. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα για τα δέντρα, τις συνήθειές τους, τα συναισθήματά τους και τις επιθυμίες τους. Εν τω μεταξύ τα άλλα τρία δέντρα είχαν γείρει προς το μέρος μας και αφουγκράζονταν σιωπηλά. Εγώ έριχνα κλεφτές ματιές προς το μέρος τους, αλλά αυτά δεν έκαναν καμιά κίνηση να προσποιηθούν, αλλά συνέχιζαν να ακούν με προσοχή τι λέγαμε. Μου φάνηκε ότι τα πρόσωπά τους δεν ήταν συνοφρυωμένα και εσωστρεφή όπως συνήθως, αλλά τώρα ήταν πιο λαμπερά και πιο όμορφα. Εκείνα τα λίγα λεπτά ήταν τα πιο σημαντικά της ζωής μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αποτυπώθηκαν πολύ βαθιά στη μνήμη μου για όλη μου τη ζωή, και με ακολουθούσαν σαν βάρος αλλά και σαν φτερά παντού και πάντα. Ίσως φταίνε τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ίσως απλά η στιγμή ήταν πολύ μαγική για να περάσει απαρατήρητη. Ίσως πάλι να βοήθησαν τα δέντρα· αυτή η δύναμη της γης, η αρχαία σοφία της φύσης... Καθώς λοιπόν συζητούσα με της Ίργκμις, ένα αεράκι άρχισε να φυσάει απαλά, αλλά με μια ανεπαίσθητη βιαιότητα. Τα δέντρα μαζεύτηκαν λίγο, και άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Η Ίργκμις μου είπε να κατέβω γιατί δε θα ήμουν ασφαλής πάνω της· θα είχε σύντομα δυνατό άνεμο. Έτσι εγώ απομακρύνθηκα και μπήκα στο σπίτι, κοιτώντας τα δέντρα μας απ’ το παράθυρο. Ο άνεμος πλέον είχε δυναμώσει αρκετά, και κουνούσε έντονα τα κλαδιά τους. Ξάφνου, ένα δυνατό φύσημα ανέμου που είχε γκρι χρώμα, σαν καπνός, εισέβαλλε στην αυλή, και περιτριγύρισε το σπίτι. Διάφορα άλλα ρεύματα άρχισαν να φυσούν τόσο δυνατά που όλο το σπίτι τρανταζόταν. Δεν έβλεπα πλέον τα δέντρα, γιατί το γκρι χρώμα του ανέμου είχε κατακλύσει την αυλή. Κάποια στιγμή εισέβαλαν και στο σπίτι. Παράθυρα άρχισαν να φεύγουν και πόρτες ξεκολλούσαν. Αλλά εγώ είχα το βλέμμα καρφωμένο έξω από το σπασμένο πια παράθυρο που κοιτούσε στην αυλή. Ξάφνου ένα ρεύμα με σήκωσε και με έβγαλε έξω από το παράθυρο. Άρχισα να πετάω και να χάνομαι μέσα στον μουντό ουρανό. Τίποτα δε με σταματούσε· απλά χάθηκα σε έναν ωκεανό. «Αντίο!» φώναξα καθώς απομακρυνόμουνα από το σημείο που υπολόγιζα ότι βρισκόταν η αυλή. Και συνέχισα να χάνομαι στο απέραντο γκρι χρώμα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 Σύυυυυυυυυυυυνδρομο,σύυυυυυυυυνδρομο............. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted April 1, 2005 Share Posted April 1, 2005 Πολύ όμορφο Μου θυμίζει τον εαυτό μου. Έχω όμως απορίες! Γιατί μπορούσε να μιλήσει στα δέντρα; Γιατί δεν ξέρει το όνομά του; Μάλλον καλύτερα μη μου πεις. Έχει μια αύρα μυστηρίου και μου αρέσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted April 1, 2005 Author Share Posted April 1, 2005 Βασικά δεν έχω ιδέα. Υπάρχουν κι άλλα ερωτήματα: 1)Πώς μπορεί να βλέπει τις ρίζες των δέντρων να πάλλονται 2)Γιατί μετακινούνταν προς τα έξω 3)Πώς μπορώ και μιλάω στα δέντρα (και αμφίδρομα) 4)Τι εννοώ όταν λέω "λαμπερός πωλητής" 5)Πώς τα άλλα δέντρα το "ακολουθούσαν συνεχώς" όταν προσπαθούσα να πλησιάσω το κοινωνικό δέντρο 6)Πώς έκανε μορφασμούς το δέντρο 7)Πώς έγινε η πληγή στο δέντρο 8)Πού κολλάει ο άνεμος 9)Πού πήγα αφ' ότου με πήρε ο αέρας 10)Γιατί ήταν τόσο σημαντική η στιγμή αυτή Ερωτήματα που αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη... Ευχαριστώ για τα σχόλια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted September 20, 2005 Share Posted September 20, 2005 Ένα από τα "περίεργα" φανταστικά κείμενα θα φιλοξενηθεί στο spotlight αυτής της εβδομάδας. Τεσσερα προσωποποιημένα δέντρα, ένας αφηγητής δίχως ονομα και μια φυσική καταστροφή το συνθέτουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted June 4, 2007 Share Posted June 4, 2007 Μου καλλιέργησε παράξενα συναισθήματα, που ρίζωσαν βαθιά μέσα μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.