King_Volsung Posted July 13, 2013 Share Posted July 13, 2013 Είδος: τρόμου, φαντασίας, αστικό περιβάλλον, σύγχρονη εποχήΒία; μηδαμινήΣεξ; όχιΑριθμός Λέξεων: 2104Αυτοτελής; ναι Η γριά, η γάτα και το σινεμά Ένα τυχαίο καθημερινό πρωινό, συνηθισμένο όπως όλα τα άλλα πρωινά του χειμώνα -με τον ίδιο μουντό ουρανό, το τσουχτερό κρύο και την ίδια κίνηση στους δρόμους της πόλης- με βρήκε σε μια μεγάλη κεντρική πλατεία κοντά στο σπίτι μου. Οι καθημερινές μου υποχρεώσεις με τραβολογούσαν κάθε πρωί από τον ίδιο δρόμο, ακολουθώντας πάντα αυτή τη διαδρομή. Έτσι, κάθε πρωί περπατούσα στη πλακόστρωτη πλατεία και γινόμουν θεατής στο ίδιο σκηνικό: άνθρωποι με χοντρά παλτό, σκούφους και κασκόλ, αδέσποτα σκυλιά που τριγυρνάνε, περιστέρια που ψάχνουν να βρουν ψίχουλα να φάνε, παιδιά που παίζουν στην παιδική χαρά και οι γριές με τα λαθραία τσιγάρα σε μια γωνιά που προσπαθούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους στους περαστικούς. Με μια ματιά γύρω σου τις έβλεπες παντού, μαζί με άστεγους τυλιγμένους με ό,τι κουρέλια έβρισκαν για να προστατευθούν από το κρύο, ζητιάνους, τρελούς και νεαρές τσιγγάνες με μωρά στην αγκαλιά- όλοι τους τραγικές φιγούρες σε ένα μίζερο σκηνικό, που περίμεναν να εισπράξουν την ελεημοσύνη του κόσμου. Είτε περπατούσα βιαστικός από εκείνη τη γωνιά της πλατείας, είτε είχα περιθώριο χρόνου, πάντα έστρεφα τη προσοχή μου σε αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους και τους παρατηρούσα με ανάκατα συναισθήματα, το κυριότερο των οποίων η περιέργεια. Έτσι και τώρα, το βλέμμα μου έπεσε σε μια από τις γριές με τα λαθραία τσιγάρα. Ίσως ήταν η φαντασία μου, αλλά υπήρχε κάτι το ανησυχητικό σε αυτή τη γυναίκα. Στεκόταν σιωπηλή και μακάβρια σοβαρή, με τα μαύρα της ρούχα, με το χέρι απλωμένο δείχνοντας τα πακέτα με τα τσιγάρα, σαν να τη πλάκωνε ένα τεράστιο βάρος θανάτου ή σαν να ήταν ο Χάρος προσωποποιημένος. Πλησιάζοντας προς το μέρος της γύρισε και με κοίταξε και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Η αύρα του θανάτου με πλάκωσε και μένα και η καρδιά μου σφίχτηκε για μια στιγμή. Σάστισα και παραπάτησα. Δυνατός αέρας φύσηξε&' έσφιξα το γιακά μου και προσπέρασα την ηλικιωμένη γυναίκα με γρήγορο βήμα, αποστρέφοντας το βλέμμα μου. Το μυστήριο παρουσιαστικό της στοίχειωνε για πολύ ώρα το μυαλό μου και ανώφελα ερωτηματικά τριγυρνούσαν στο κεφάλι μου. Τελικά όμως τα απλά γεγονότα της καθημερινής ζωής επικράτησαν στις σκέψεις μου και αργότερα η αγκαλιά του ύπνου έσβησε κάθε ανάμνηση. Το επόμενο πρωινό περνώντας από το ίδιο σημείο εντόπισα πάλι την παράξενη γυναίκα και θυμήθηκα την προηγούμενη συνάντησή μας σαν κάτι μακρινό χωρίς σημασία. Αυτή τη φορά δεν ανταλλάξαμε καμιά ματιά, αν και η αλήθεια είναι πως το επιδίωξα περνώντας πάλι από δίπλα της. Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες ακόμα&' άλλοτε την έβλεπα στο γνωστό σημείο με τα τσιγάρα στο χέρι, άλλοτε όχι. Πάντως, δεν αντίκρισα ξανά εκείνη τη παράξενη αύρα θανάτου που απλωνόταν γύρω της στην πρώτη μας συνάντηση. Πέρασε ο καιρός με τους φυσιολογικούς του ρυθμούς και εγώ -υποθέτοντας πως όλα αυτά ήταν παιχνίδια της φαντασίας μου- τα ξέχασα όλα και δεν έδωσα πια σημασία. Λίγους μήνες αργότερα συνέβη ένα περιστατικό που αρχικά φαινόταν άσχετο με την παράξενη γυναίκα. Ήταν βράδυ, σε μια περιοχή κοντά σε εκείνη πλατεία. Επέστρεφα στο σπίτι μου κρατώντας έναν πάκο από σημαντικά για μένα έγγραφα και περνούσα έξω από ένα θερινό κινηματογράφο -κλειστό φυσικά λόγω της εποχής. Μια καταραμένη ριπή ανέμου από το πουθενά σκόρπισε τα έγγραφα μου στο πεζοδρόμιο. Μάζεψα όσα μπορούσα και είδα πως κάποιες σελίδες είχαν περάσει κάτω από την καγκελόπορτα του κινηματογράφου. Βλαστημώντας, κοίταξα γύρω μου μήπως δω κάποιον άλλον άνθρωπο εκεί κοντά -ευτυχώς ερημιά- και βάλθηκα να σκαρφαλώνω τα κάγκελα. Βρέθηκα εύκολα στην άλλη μεριά και στάθηκα να παρατηρήσω το χώρο. Δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να με καταλάβει κάποιος γιατί σίγουρα θα έμπαινα σε μπελάδες. Μπροστά από την καγκελόπορτα υπήρχε ένας τοίχος με δύο ανοιχτές πόρτες στο πλάι. Ένα κλειστό παραθυράκι στον αριστερό τοίχο -το κυλικείο ή το ταμείο- άφηνε μερικές φτωχές ακτίνες φωτός να τρυπώσουν στην σκοτεινή είσοδο του σινεμά. Παράτησα για λίγο τα χαρτιά μου και έστρεψα τη προσοχή μου στις δύο πλαϊνές πόρτες. Από περιέργεια προχώρησα αθόρυβα πιο βαθιά στο σκοτάδι. Πέρασα τη μια πόρτα, η οποία έβγαζε στην μεγάλη αίθουσα του σινεμά και αντίκρισα κάτω από το φως του φεγγαριού τις στοιχισμένες καρέκλες και το πανί της προβολής. Ένα αεράκι έφερε μαζί του παράξενους ήχους μηχανής από το δωμάτιο προβολής, ακριβώς από πάνω μου. Κοίταξα προσεχτικά και είδα πως η μηχανή προβολής είχε ανάψει χωρίς να βγάζει φως και πως μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο υπήρχε κάποιος' μία σκιά σερνόταν στους τοίχους. Αναστατώθηκα. Έκανα πίσω και άρχισα να μαζεύω μανιωδώς τα χαρτιά μου, με το βουητό και το σφύριγμα του αέρα που όλο και δυνάμωνε. Σε όλα αυτά προστέθηκε και το νιαούρισμα μιας γάτας, μόνο και μόνο για να φέρει ένα νέο κύμα αναστάτωσης και πανικού. Σκυμμένος καθώς ήμουν, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα δύο λαμπερά μάτια να με κοιτάζουν απειλητικά. Ήταν μια γάτα που καθόταν ακίνητη στα πίσω της πόδια και με περιεργαζόταν. Συνέχισα με περισσότερη νευρικότητα και βιασύνη. Τα είχα μαζέψει σχεδόν όλα εκτός από λίγα που βρίσκονταν δίπλα στη γάτα. Την πλησίασα και άπλωσα το χέρι μου να τα πάρω, αλλά η γάτα με ένα σάλτο μου όρμηξε και μου γρατσούνισε το χέρι. Συγκράτησα μια κραυγή πόνου βλαστημώντας από μέσα μου και έριξα ενστικτωδώς μια δυνατή κλωτσιά στη γάτα. Αυτή έτρεξε και κρύφτηκε στα σκοτάδια και 'γώ με το ματωμένο μου χέρι άρπαξα τα υπόλοιπα χαρτιά και έφυγα κακήν κακώς από τον χώρο του κινηματογράφου. Έφτασα σπίτι λαχανιασμένος και με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά από την έξαψη. Το τραύμα ήταν βαθύ αλλά το περιποιήθηκα κατάλληλα και σε λίγο καιρό θα είχε επουλωθεί πλήρως. Τις επόμενες μέρες, κάθε φορά που περνούσα μπροστά από τον κινηματογράφο ή κοντά από το σημείο όπου εκείνη η γριά πουλούσε τα τσιγάρα της, ένιωθα περίεργα την πληγή μου και ένας πόνος στο κεφάλι με χτυπούσε ξαφνικά. Τα απέδωσα όλα σε ψυχολογικά αίτια, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω τη σχέση μεταξύ της γριάς, της γάτας και του σινεμά. Σε λιγότερο από μια βδομάδα άρχισα να αρρωσταίνω. Λίγος πυρετός, μια αίσθηση εξάντλησης και σπάνια μικρές ζαλάδες, με τη συνοδεία τάσης προς εμετό. Στο μεταξύ ο κινηματογράφος είχε αρχίσει να λειτουργεί και πάλι και είχε κάνει δύο-τρεις προβολές. Εγώ συνέχισα κανονικά τις καθημερινές μου δραστηριότητες καθότι δεν ήμουν σε σοβαρή ή ανησυχητική κατάσταση και έτσι βρέθηκα πάλι στην πλατεία να αντικρίζω την ίδια γριά, στο γνωστό σημείο, με τα τσιγάρα στο χέρι. Πάλι άρχισε να πονάει η πληγή μου και το κεφάλι μου και είδα ξανά εκείνη τη σκοτεινή αύρα γύρω από τη γριά. Όσο πλησίαζα, ο πόνος οξυνόταν και οι σφυγμοί μου ανέβαιναν. Άρχισα να ζαλίζομαι και να χάνω τη σταθερότητα του βήματός μου. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω της και όταν έφτασα κοντά, γύρισε κι αυτή με και κοίταξε. Τα μάτια της διαπέρασαν την ψυχή μου και με έκαιγαν. Το χέρι του θανάτου απλώθηκε από πάνω μου. Όλοι οι ήχοι -οι φωνές των περαστικών, τα αυτοκίνητα- στα αφτιά μου έφταναν πιο δυνατοί και μου τρυπούσαν το κεφάλι. Τα χρώματα και το φως με ζάλιζαν. Ένιωθα να τα χάνω' ο κόσμος άρχισε να σβήνει γύρω μου. ----Άνοιξα τα μάτια μου υπό ένα υπνωτιστικό, χαμηλό κίτρινο φως, καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Περίμενα ώσπου να ξεθολώσουν οι εικόνες και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν σε ένα μικρό ημιυπόγειο σπίτι. Το δωμάτιο ήταν κι αυτό μικρό, στενάχωρο και υπερβολικά ακατάστατο. Ρούχα, κουρέλια, πιάτα, σκουπίδια, περιτυλίγματα, εφημερίδες και βιβλία και κάθε λογής αντικείμενο ήταν πεταμένο εδώ κι εκεί. Υπήρχε μια χαρακτηριστική -αλλά ευτυχώς όχι έντονη- μυρωδιά στον αέρα, σαν μούχλα και φάρμακα, και η όλη εμφάνιση του σπιτιού -η διακόσμηση, τα χρώματα, τα έπιπλα, τα αντικείμενα του σπιτιού- έδειχναν ότι κάποιος γέρος έμενε εκεί. Παρατηρούσα για αρκετή ώρα το παλιομοδίτικο σαλόνι, με την παλιά τηλεόραση και τους ξεπερασμένους πίνακες στους τοίχους μέχρι να συνέλθω πλήρως. Σύντομα άκουσα βήματα, αργά και συρτά, και μια πόρτα άνοιξε τρίζοντας πίσω μου. Η γριά με τα λαθραία τσιγάρα εμφανίστηκε, καλοσυνάτη και χωρίς ίχνος κακίας, κρατώντας έναν δίσκο που τον άφησε σε ένα τραπεζάκι δίπλα μου. Έκανε χώρο σε μια καρέκλα και κάθισε. Μου πρόσφερε να πιω το ζεστό ρόφημα που έφερε και ρώτησε για την υγεία μου. Η φωνή της ήταν το ίδιο υπνωτιστική και χαμηλή με το φως του δωματίου και φαινόταν γενικά καλοσυνάτη γυναίκα. Εγώ την κοιτούσα παραξενεμένος, σχεδόν τρομαγμένος, κι έπειτα μου εξήγησε πώς έχασα τις αισθήσεις μου μπροστά της και με κουβάλησε μέχρι το σπίτι της για να με περιποιηθεί. Χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να προλάβω να απαντήσω κάτι, έκανε ένα πέρασμα -με τον χαρακτηριστικό τρόπο των ηλικιωμένων- και άρχισε να μου λέει για τα σπίτι της, τα προβλήματά της και τον τρόπο ζωής της και για το λόγο για τον οποίο κατέληξε να ζει έτσι. Η ιστορία της ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα απ' ότι θα φανταζόμουν. Παλιά, όπως μου ανέφερε, ζούσε αρχοντικά, με όλες τις ανέσεις της «μοντέρνας ζωής». Ο άντρας της είχε αρκετά μεγάλο εισόδημα, καθότι ήταν επιχειρηματίας και αρκετά γενναιόδωρος, και δεν τους έλλειπε τίποτα και ούτε χρειάστηκε αυτή να δουλέψει ποτέ. Όμως σχετικά πρόσφατα, ήρθαν τα πάνω κάτω όταν μετά από μια μακρά αρρώστια ο άντρας της πέθανε και το μόνο που της άφησε ήταν κάποια χρέη -λόγω της μεγάλης του γενναιοδωρίας-, το μεγάλο τους σπίτι και μια επιχείρηση: το θερινό κινηματογράφο, όπου είχα την ατυχή συνάντηση με την γάτα. Δεν είχαν παιδιά, ούτε της είχε μείνει κάποιος συγγενής εν ζωή και δεν μπορούσε να βρει σοβαρή δουλειά, αφού δεν είχε εργαστεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή της. Έτσι, δε μπορούσε να συντηρήσει το σπίτι μόνη της και το άφησε για αυτήν την τρύπα. Κατάφερε να βγάζει το ψωμί της πουλώντας λαθραία τσιγάρα στην πλατεία και δουλεύοντας ως καθαρίστρια. Το σινεμά παρέμενε κλειστό λόγω της εποχής και δεν μπορούσε να το εκμεταλλευτεί ακόμα. Όμως τώρα που ήρθε η θερινή σεζόν τα πράγματα προβλέπονταν καλύτερα. Ήδη από τις πρώτες προβολές είχε αρκετά καλές εισπράξεις, και σε αυτό το σημείο ο τόνος της φωνής της άλλαξε και χαμογέλασε πονηρά. Μετά θέλησε να μου συστήσει το φίλο της, τη μοναδική της συντροφιά από 'δώ και πέρα. Εγώ όλη αυτή την ώρα κουνούσα το κεφάλι μου και έκανα νοήματα συγκατάβασης και κατανόησης και είχα χαλαρώσει πλήρως, μέχρι που έφερε τη γάτα της. Ήταν η ίδια γάτα που με έγδαρε. Νιαούρισε απειλητικά προς το μέρος μου και πρώτη φορά έβλεπα τόση κακία σε ένα ζώο. Ανακάθισα και κοιταχτήκαμε τόσο έντονα που θα περίμενε κανείς να δει σπίθες να πετάγονται από τα μάτια μας. Η ηλικιωμένη είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο πως δεν συμπαθεί και πολύ τους ξένους και την πήρε πάλι μακριά μου. Όταν ξαναγύρισε μου πρότεινε -σχεδόν ανάγκασε- να πιω το ρόφημα που μου είχε φέρει -και δεν το είχα αγγίξει-, γιατί θα μου έκανε καλό. Το πήρα, έκανα πως πίνω μερικές γουλιές και το άφησα πάλι στην άκρη. Αυτή εφησυχασμένη πήγε στην κουζίνα για να μαγειρέψει λίγο, όπως μου είπε. Κάθισα λίγο ακόμα και συλλογιζόμουν τις παράξενες συμπτώσεις και γεγονότα. Από την κουζίνα άρχισαν να ακούγονται παράξενοι ήχοι, ή τουλάχιστον έτσι νόμισα, μέσα στην γενικότερη ταραχή μου. Μου φαίνονταν σαν ψίθυροι ή σαν ψαλμωδία ή σαν αέρας που περνάει μέσα από στενά περάσματα. Σηκώθηκα και με αθόρυβα βήματα πλησίασα στην πόρτα της κουζίνας. Έβλεπα τα χέρια της γριάς που κρατούσαν μια τσίγκινη λεκάνη ακουμπισμένη στον πάγκο η οποία άχνιζε. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και είδα πως μέσα στην λεκάνη δεν είχε ούτε νερό, ούτε κάποιο φαγητό, ούτε τίποτα το συνηθισμένο. Φαινόταν σαν ατμός που γυρνούσε πολύ γρήγορα μέσα στη λεκάνη, σαν να τον ανακάτευε κάποιος με την κουτάλα του. Είχε παράξενο χρώμα και πότε πότε νόμισα πως μπορούσα να διακρίνω μορφές ανθρώπινων προσώπων μέσα του. Τότε, η γριά μουρμούρισε κάτι που δεν κατάφερα να ακούσω και μια εκτυφλωτική λάμψη με έκανε να κλείσω τα μάτια μου και να πισωπατήσω. Αμέσως μετά είδα τον καπνό μέσα από την λεκάνη να φεύγει και να διαχέεται στον αέρα και στη θέση του άρχισαν να εμφανίζονται χρυσά νομίσματα, που έπεφταν με τον χαρακτηριστικό τους ήχο μέσα στην λεκάνη. Η γάτα ξεπρόβαλε από την πόρτα και μόλις με είδε νιαούρισε απειλητικά. Η γριά με ένα βήμα βρέθηκε μπροστά μου. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από κακία και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Η αλλόκοτη, σκοτεινή αύρα του θανάτου επέστρεψε και επιχείρησε να με τυλίξει κι εμένα. Η γριά με πλησίασε τσιρίζοντας με φωνή απόκοσμη και εγώ το έβαλα αμέσως στα πόδια. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω τρέχοντας. Δεν σταμάτησα να τρέχω μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου, απ' όπου δεν βγήκα ξανά για δυο τρεις μέρες. Τώρα έχουν περάσει περίπου δυο βδομάδες από τότε και δεν ξανάδα κάτι σχετικό με τη γριά. Δεν ξέρω τελικά ποια ακριβώς ήταν η σχέση της γριάς, της γάτας και του σινεμά, αλλά ξέρω πως από τότε που το τελευταίο άρχισε να λειτουργεί, η γριά δεν ξαναφάνηκε στην πλατεία και οι άνθρωποι γύρω μου μού φαίνονται όλο και πιο ψυχροί, κενοί, άδειοι... άψυχοι... ------------- Γραμμένο το 2006-2007 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted October 7, 2013 Share Posted October 7, 2013 Πολύ ωραία ιστορία. Πιστεύω πως θα κέρδιζε πολύ σε δύναμη αν πρόσθετες διάλογο στο σημείο που μας λές για την γριά και την ιστορία της, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι μια χαρά και έτσι. Επίσης, θα ήθελα να μάθω τι απέγινε ο αφηγητής μιας και αν εγώ επιβουλευόμουν την ψηχή του δεν θα τον άφηνα να φύγει έτσι απλά. Συνέχισε την καλή δουλειά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.