Jump to content

Οπτικές απάτες


King_Volsung

Recommended Posts

Είδος: χμμ.. δεν ξέρω
Βία; λίγα αίματα και πτώματα
Σεξ; όχι
Αριθμός Λέξεων: 1656
Αυτοτελής; ναι
 

 

Οπτικές απάτες

 

 

Το να πάρεις ένα όπλο και να αρχίσεις να σκοτώνεις τυχαίο κόσμο στο δρόμο δεν είναι και το πιο συνετό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς. Σαν τους ψυχοπαθείς εκείνους Αμερικανούς που δείχνει που και που στις ειδήσεις να έχουν «καθαρίσει» επιβάτες σε λεωφορεία, συμμαθητές στο σχολείο, συζύγους και παιδιά, και που ύστερα τους βλέπεις κουλουριασμένους μέσα σε ένα κελί λίγο πριν εκδοθεί η θανατική τους ποινή. Πολλοί θα ήθελαν να με δουν έτσι. Βέβαια, τα κίνητρα είναι διαφορετικά. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω.
 
Βλέπετε, μερικές φορές ο χρόνος παίζει περίεργα παιχνίδια, τα οποία οι άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν. Σαν κάτι οπτικά παιχνίδια, όπως εκείνοι οι ομόκεντροι κύκλοι από άσπρες και μαύρες γραμμές που λίγο να κουνήσεις τα μάτια σου φαίνονται να κουνιούνται. Στην πραγματικότητα όμως βρίσκονται πάντα στο ίδιο σημείο. Έτσι και ο χρόνος. Νομίζουμε ότι έχει κίνηση, ότι κυλάει, ότι στο διάβα του αφήνει υπολείμματα και ότι έχει μια κατεύθυνση. Τελικά όλα είναι απάτη. Απλώς κάνει κύκλους... συνεχείς, ασταμάτητες επαναλήψεις, οι οποίες κάτω από τον φακό της απειρότητας συρρικνώνονται σε ένα μόνο σημείο. Ένα μικρό, ασήμαντο σημείο: το τώρα. Όλα συμβαίνουν στο τώρα, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Μόνο που αλλάζει η οπτική γωνία και διαστρεβλώνεται η αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Ακριβώς όπως με τους ομόκεντρους κύκλους. Μαθαίνουμε να ζούμε με αυτόν τον τρόπο αντίληψης και έτσι η υποκατάσταση της πραγματικότητας από την ψευδαίσθηση του χρόνου γίνεται βίωμα, θεμελιώδες συστατικό της ύπαρξής μας, τόσο ισχυρό ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να αποτινάξεις τα δεσμά.
 
Είναι φορές που, μέσα στην ψευδαίσθηση του χρόνου, μπορείς να αντιληφθείς αυτό που αποκαλούμε «μοίρα». Νιώθεις πως κάποιος άλλος σε κινεί, σαν είσαι απλώς ένα πιόνι και βλέπεις τον εαυτό σου από οπτική γωνία τρίτου προσώπου. Ό,τι λες ή κάνεις είναι ξένο για σένα και ταυτόχρονα τόσο οικείο. Όμως, όλα είναι απόρροια όχι ενός παντοδύναμου όντος ή μιας ανώτερης δύναμης, αλλά των συνθηκών. Όλα φτιάχνονται μέσα από συνθήκες για να θέσουν νέες. Παίρνουν μια συγκεκριμένη τροπή τα πράγματα και παρόλο που δεν σου αρέσει και εύχεσαι να είχε συμβεί κάτι άλλο, ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται, γιατί δεν πρέπει να γίνει. Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτή τη ροή. Απλώς το παραδέχεσαι και σταματάς να το σκέφτεσαι. Όλα είναι μονόδρομος. Από την στιγμή που ξεκινάει κάτι πρέπει να συνεχιστεί και να τελειώσει με συγκεκριμένο τρόπο. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε ο κόσμος, θα ακολουθήσει μια δεδομένη πορεία. Φυσικά το «μέλλον» είναι άγνωστο στον άνθρωπο. Αυτή η κατάσταση όμως –η οπτική γωνία τρίτου προσώπου- είναι από τα λίγα μέρη του παιχνιδιού της «μοίρας» που γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο.
 
Η «μοίρα» όμως, αυτή η απαρέγκλιτη αλληλουχία συνθηκών, παρά το εσφαλμένο της χρονικής ακολουθίας, δηλώνει ένα πράγμα: πως τα πράγματα «έτσι είναι» - μία κατάσταση που απορρέει από την αναγωγή του χρόνου σε ένα μόνο σημείο. Γιατί υπάρχει μόνο μία ουσιαστική κατάσταση στο σύμπαν, και όποια χρονική ακολουθία ή αλληλουχία συνθηκών παρατηρούμε, δεν οφείλεται σε άλλες διαφορετικές καταστάσεις αλλά στις διαστρεβλωμένες εντυπώσεις  με τις οποίες μας τροφοδοτούν οι αισθήσεις μας.
 
Έτσι, ενώ ζούμε τις ζωές μας -με εξαιρετική μάλιστα προσήλωση στην λογική συνέπεια-, παραβλέποντας όλα τα άλλα ερεθίσματα εκτός των πέντε βασικών αισθήσεων, κάπου-κάπου νιώθουμε μικρές ενοχλήσεις... παράξενες εικόνες που τρυπώνουν στιγμιαία στο μυαλό σαν σφηνάκια φαντασίας, ξαφνική έξαρση συναισθημάτων χωρίς προφανή λόγο, ακατανόητα αισθήματα ότι κάπου έχω ξαναζήσει αυτή τη στιγμή και πάνω απ’ όλα τα όνειρα. Φυσικά, η ικανότητα του μυαλού να κρύβει ό,τι δεν καταλαβαίνει ή να το μετονομάζει σε κάτι άλλο πιο κατανοητό, παρέχοντας μια λογική ή έστω λογικοφανή εξήγηση, είναι εκπληκτική.
 
Αν είσαι ξύπνιος και δέχεσαι συνειδητά όλα αυτά τα ερεθίσματα αρχίζεις να τρελαίνεσαι. Όχι ότι έχεις ανακαλύψει κάποια υπέρτατη αλήθεια που σου τρώει το μυαλό… απλώς  θα είσαι ένα από τους ελάχιστους συνειδητοποιημένους και δεν θα υπάρχει κανείς γύρω σου με τον οποίο να μπορείς να επικοινωνήσεις. Αν λοιπόν συλλογιστείς όλα αυτά θα καταλάβεις πως δεν είμαι κάποιος σαν αυτούς τους ψυχοπαθείς Αμερικανούς που βλέπεις στην τηλεόραση. Τα κίνητρα είναι διαφορετικά. Δεν μ’ αρέσει να σκοτώνω. Ήταν η «μοίρα» μου.
 
Έτσι όπως στέκομαι όρθιος ανάμεσα στους νεκρούς, στρέφω το βλέμμα μου στον ουρανό. Το χρώμα του μου φαίνεται κάπως ξεθωριασμένο. Ο ήλιος που δύει κρύβεται πίσω από τις πολυκατοικίες. Ταξιδιάρικα πουλιά γλυκαίνουν την ψυχή μου καθώς πετάνε ελεύθερα. Ύστερα κοιτώ χαμηλά. Τσιμέντο, σίδερα και πλαστικό. Αυτές είναι οι κυρίαρχες φυλές του πλανήτη. Γύρω μου πτώματα και λίμνες αίματος. Δεν τρομάζω με τον εαυτό μου ούτε νιώθω αηδία μπροστά στο θέαμα. Τους άξιζε άλλωστε. Ηλίθιοι άνθρωποι. Πότε θα συνειδητοποιήσει το ανθρώπινο γένος την εξαθλίωση και την μηδαμινότητά του; Πότε θα εγκαταλείψει την ματαιοδοξία του και πότε θα καταλάβει ότι ο θάνατος είναι απλώς λυτρωτικός;
 
Ένας οξύς πόνος στο κεφάλι και το φως αρχίζει να με ζαλίζει, ο αέρας βρωμάει και οι σειρήνες μου τρυπάνε τα αυτιά. Όλα ξαφνικά μαυρίζουν. Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω. Προσγειώνομαι σε μια λιμνούλα αίματος. Ποτίζει τα ρούχα μου, τα χέρια μου, λούζει τα μαλλιά μου, εισχωρεί στο στόμα μου. Νιώθω να γίνομαι ένα μ’ αυτό. Γίνομαι υγρό και χύνομαι μέσα στο αίμα. Ακολουθεί μια δίνη με ταχύτητα που όλο και μεγαλώνει και ρίχνομαι σε ένα απέραντο, αδρανές και μοναχικό κενό και νιώθω σαν έναν κόκκο σκόνης που πέφτει από το ταβάνι μιας πανύψηλης και θεοσκότεινης αίθουσας και στροβιλίζεται ανάμεσα από τις κολώνες τις. Η πτώση μου καταλήγει σε ένα άστρο στον ουρανό. Παντού ολόγυρα εμφανίζονται και άλλα αστέρια, σαν αμέτρητα καντηλάκια που κρέμονται από τον θόλο του ουρανού. Φώτα, λάμψεις και αστραπές με τυφλώνουν τώρα. Ουράνια σώματα με αποχρώσεις χρωμάτων που δεν έχει αντικρίσει ποτέ ανθρώπινο μάτι δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια μου. Ξαφνικά βρίσκομαι στο κέντρο ενός ολόκληρου πλανητικού συστήματος, σαν  νάνος στο εδώλιο του δικαστηρίου των γιγάντων. Οι εκρήξεις στο βάθος και οι φωταψίες δεν έχουν σταματημό. Τα ουράνια σώματα όλο και πληθαίνουν και δημιουργούν ένα τοπίο που στη Γη θα θύμιζε λόφους και βουνά, διάσπαρτα παντού τριγύρω, ενώ ο μικρός νάνος θα ήταν μία μόλις κουκίδα στη ζωγραφιά.
 
Η κοσμική φαντασμαγορία συνεπαίρνει αυτό το μικρό νάνο και μαγεμένος απλώνει τα χέρια του για να αγγίξει το Άπειρο. Ταξιδεύει μέσα στα φώτα’ παραδίνεται στο χάδι τους. Ένα αίσθημα ασφάλειας γεννιέται μέσα του. Είχε ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις προστατευμένος και ασφαλής. Πλησιάζει ένα μεγάλο λαμπερό άστρο με υπερβολική ταχύτητα. Κλείνει τα μάτια και περιμένει ατάραχος τη σύγκρουση, όμως με έναν παφλασμό βρίσκεται μέσα στον πυρήνα του άστρου, μέσα σε ένα μωβ ζεστό υγρό. Νιώθει την αγκαλιά του υγρού και ανακαλεί την μητρική αγκαλιά όταν ήταν μωρό ή και έμβρυο ακόμη. Η νύστα αρχίζει να εισχωρεί στο μυαλό του μικρού μας νάνου σαν νερό μέσα από χαραμάδες. Πέρασε πολλά αυτή τη μέρα και θέλει να ξεκουραστεί.
 
***
 
Ξυπνάει ξαπλωμένος σε ένα σκοτεινό δρομάκι γεμάτο σκουπίδια. Σηκώνεται με δυσκολία και ανήσυχος κοιτάει γύρω του. Πώς βρέθηκε εδώ, αναρωτιέται. Ψάχνει να βρει με τα μάτια του κάποιο γνωστό σημείο ή κάποιο στοιχείο για να του δείξει που βρίσκεται, αλλά μάταια. Ξεβαμμένοι τοίχοι, σκουριασμένες γκαραζόπορτες, αδιέξοδα, εφημερίδες πεταμένες κάτω, τενεκεδάκια και παλιοσίδερα είναι τα μόνα που βλέπει. Αλλά είναι σίγουρος πως κάποτε είχε ξαναπεράσει από εδώ. Δεν θυμάται πότε όμως. Για την ακρίβεια, δεν θυμάται τίποτα… Εξετάζει τον εαυτό του. Είναι ντυμένος με κουρέλια και τα χέρια του είναι μαύρα από τη βρώμα. Ψηλαφεί το πρόσωπό του για να βρει πως λιγδιασμένα μούσια καλύπτουν την ταλαιπωρημένη και ρυτιδιασμένη επιδερμίδα. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και δεν υπάρχει κανείς σ’ αυτά τα παρατημένα σοκάκια να τον βοηθήσει.
 
Ξεκινάει και περιπλανιέται στους δρόμους με μόνη του παρέα τα διάφορα μοντέλα σ’ αυτές τις ενοχλητικές αφίσες και φωτεινές ταμπέλες που φαίνεται να υπάρχουν παντού στην πόλη. Περνάει έξω από κακόφημα στέκια, μπουρδέλα, ερειπωμένα σπίτια και παρατημένες αποθήκες για να φτάσει μετά από μια στροφή στον πολιτισμό, σε έναν κεντρικό δρόμο. Νέοι ήχοι και εικόνες τον πλημμυρίζουν καθώς αρχίζει να βγαίνει σε αυτόν τον νέο κόσμο. Σε ένα σημείο, αυτοκίνητα με μπλε και κόκκινα φώτα που αναβοσβήνουν και άνθρωποι με στολές έχουν ζώσει το μέρος. Πλησιάζει ελπίζοντας πως θα βρει κάποιον να τον βοηθήσει.
 
Όταν φτάνει ελάχιστοι γυρνούν να τον κοιτάξουν και αυτοί πάλι το κάνουν με αποστροφή. Στέκεται στη μέση του κόσμου για να τους παρατηρήσει. Η κοσμοσυρροή φαίνεται πως ελέγχεται από τους ανθρώπους με τις στολές. Αν δεν ήταν αυτή η απώλεια μνήμης θα τους αναγνώριζε ως αστυνομικούς. Θα αναγνώριζε επίσης τους δημοσιογράφους με τις κάμερες και τα μικρόφωνα και όλους τους άλλους περίεργους περαστικούς. Η προσοχή όλων είναι στραμμένη σε μια περιοχή περιφραγμένη με μια κίτρινη κορδέλα, όπου σχεδόν κανείς δεν μπαίνει. Δεν μπορεί να διακρίνει τι υπάρχει μέσα. Όλα αυτά του φαίνονται τόσο παράξενα.
 
Εγκαταλείπει την προσπάθεια να καταλάβει τους γύρω του και κατευθύνεται στον περιφραγμένο χώρο. Μονάχα όταν φτάνει στην κορδέλα του δίνουν μεγαλύτερη σημασία οι άλλοι και με φωνές και σπρωξίματα τον διώχνουν. Παρόλα αυτά καταφέρνει να διακρίνει κάτι. Το μέρος είναι σπαρμένο με πτώματα και το αίμα τους ποτίζει το δρόμο, τα πεζοδρόμια, τους τοίχους και τις τζαμαρίες. Νοσοκόμοι τοποθετούν τα πτώματα σε φορεία για να τα μεταφέρουν σε κάποιο νοσοκομείο’ δύο αστυνομικοί είναι σκυμμένοι πάνω από έναν νεκρό που κρατάει ένα πιστόλι. Με την άκρη του ματιού του βλέπει το πρόσωπο του νεκρού. Η εικόνα, σαν λεκές σε ρούχο, απλώνεται και αποτυπώνεται στο μυαλό του. Σίγουρα ήταν κάποιος γνωστός του, αλλά δε θυμάται ποιος… Κι αυτό το σκηνικό… σαν να το έχει ξαναζήσει κάπου.
 
Προσπαθεί να βρει μια άκρη και απευθύνεται σε κάποιον δίπλα του, αλλά οι λέξεις δεν βγαίνουν από το στόμα του’ σαν να είχε ξεχάσει να μιλάει. Στρέφεται σε άλλον αλλά ξανά το ίδιο. Όλοι τον αποπαίρνουν με ένα υποτιμητικό και υπεροπτικό βλέμμα και άλλοι με μια γκριμάτσα αηδίας στο πρόσωπό τους. Τον κυκλώνουν δημοσιογράφοι με φωτογραφικές μηχανές. Τα φώτα από τα φλας, τις σειρήνες και τις φωτεινές επιγραφές τον τυφλώνουν. Οι θόρυβοι τον ζαλίζουν. Ξαφνικά συνειδητοποιεί πως τόση ώρα αναπνέει τη μυρωδιά του αίματος και του θανάτου.
 
Αποφασίζει να φύγει αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ ούτε μπορεί κανείς να τον βοηθήσει. Άλλωστε όλα είναι τόσο αφύσικα και ξένα… Όλοι είναι τόσο απρόσιτοι και εχθρικοί. Ηλίθιοι άνθρωποι. Μια μέρα θα πληρώσουν για όλες τις αμαρτίες τους.
 
------
 
Γραμμένο το 2007
Edited by King_Volsung
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Μού αρέσει που το κείμενο κάνει κι αυτό τον ίδιο κύκλο με τον χρόνο, όπως το περιγράφεις στην δεύτερη παράγραφο. Η συγκεκριμένη παράγραφος είναι κατά την γνώμη μου και η καλύτερη του κειμένου.

 

Η γλώσσα σου είναι καλή έως πολύ καλή θα έλεγα. Σε ορισμένα σημεία με αιχμαλώτισε.

 

Ωστόσο, το κείμενο πάσχει από την έλλειψη δράσης. Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Αλλά, νομίζω, ότι αν προσθέσεις ορισμένες πινελιές δράσης, οι οποίες θα το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με διήγημα και λιγότερο με δοκίμιο, τότε θα έχεις επιτύχει ένα άρτιο αποτέλεσμα.

 

Συνολικά, μού άρεσε το κείμενο σου λόγω της φιλοσοφικής του διάστασης. 

 

Σ' ευχαριστώ.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..