DistantWorlds Posted July 17, 2013 Share Posted July 17, 2013 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥΕίδος: ΘρίλερΒία; ΝαιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 20,060Αυτοτελής; Ναι Ήταν όνειρο. Ήξερε ότι ήταν όνειρο. Μάλλον αυτό ήταν που τον τρόμαζε περισσότερο. Ότι ήταν όνειρο αλλά αισθανόταν σαν να είναι αληθινό, σαν να το νοιώθει πραγματικά εκείνη την στιγμή. Δεν έβλεπε όνειρο, ένιωθε όνειρο. Αυτό που έβλεπε ήταν κάτι τόσο ακανόνιστο, κάτι εντελώς ασαφές. Αυτό που ένιωθε, όμως, ήταν πολύ συγκεκριμένο. Πόνος. Ένιωθε πόνο σε όλο του το σώμα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τον ένιωθε να πηγάζει από μέσα του, από κάθε κύτταρο του σώματος του. Και ήταν επιθανάτιος πόνος. Ήταν πόνος που ανακοίνωνε τον ερχομό του θανάτου πολύ σύντομα. Ήταν το τελευταίο συναίσθημα που θα μπορούσε να νιώσει κανείς πριν πεθάνει αφού πρώτα είχε χτυπηθεί πολύ σοβαρά. Δεν μπορούσε να καταλάβει σε ποιο σημείο του σώματος του είχε χτυπηθεί, ούτε από τι είχε χτυπηθεί. Απλά, ολόκληρο το σώμα του υπέφερε. Μέσα στην σκοτεινιά του ονείρου του, το κορμί του ούρλιαζε και το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί. Οι ακανόνιστες εικόνες που άστραφταν μπροστά στα μάτια του έκαναν την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Μέσα στις λάμψεις, είδε μια φιγούρα, μια πολύ λεπτή φιγούρα. Μια την έβλεπε και μέσα σε κλάσματα την έχανε ξανά μέσα στην μαυρίλα. Μετά ερχόταν ξανά. Εκείνος ήταν πεσμένος στο έδαφος και η φιγούρα όρθια μπροστά του. Όλοι οι μύες στο σώμα του τεντώθηκαν και συσφίχτηκαν και το δέρμα του ήταν υγρό από ιδρώτα. Ανάμεσα στις λάμψεις που έβλεπε κατάλαβε ότι η φιγούρα τον πλησίαζε αργά όσο τα ουρλιαχτά στο κεφάλι του δυνάμωναν. Τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνος με την άγνωστη, περίεργη φιγούρα. Ήταν και κάποιος άλλος μαζί του, κάποιος άλλος πεσμένος στο έδαφος σχεδόν δίπλα του. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβε. Τότε, ξεκαθάρισαν όλα. Ο πόνος που ένιωθε δεν ήταν δικός του. Μπορεί να τον ένιωθε, αλλά δεν του άνηκε. Ο πόνος που ένιωθε ήταν απλωμένος παντού στον αέρα. Μπορούσε να τον δει τώρα. Ήταν απλωμένος στον αέρα και η πηγή ήταν ο άλλος που βρισκόταν μαζί του πεσμένος. Ο πόνος ερχόταν από εκείνον και ήταν τόσο πολύς, που είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα γύρω τους. Είχε χρώμα. Ο πόνος είχε χρώμα κίτρινο. Έβλεπε μια θολή, κίτρινη μάζα αέρα γύρω του σαν μια δίνη άμμου να τους είχε περικυκλώσει όπου οι κόκκοι της περιστρέφονταν κυκλικά και κάθε φορά που ακουγόντουσαν οι κραυγές, οι κόκκοι περιστρέφονταν ακόμα πιο γρήγορα, σχεδόν απειλητικά. Όλο το χρώμα και ο πόνος προερχόταν από τον τύπο που ήταν δίπλα του. Το τοπίο γύρω του, τουλάχιστον αυτό που το όνειρο του επέτρεπε να διακρίνει, δεν θύμιζε σε τίποτα μέρος αυτού του κόσμου που γνωρίζουμε. Ξαφνικά, το μυαλό του γέμισε κραυγές προερχόμενες από την κόλαση και λιποθύμησε. Την ίδια στιγμή που λιποθύμησε, το πραγματικό του κορμί ξύπνησε και ανακάθισε με φόρα στο κρεβάτι του, στον γήινο κόσμο. Ήταν μέσα Ιουλίου και ο καύσωνας σκεφτόταν να μείνει στην περιοχή για λίγες μέρες ακόμη. Ήταν κάθιδρος λόγω της ζέστης και του ονείρου. Κολλούσε ολόκληρος, παρότι κοιμόταν μόνο με τα εσώρουχα. Το σεντόνι, αντίθετα με τον καύσωνα, είχε πάει ένα μακρύ ταξίδι νότια, προς τα πόδια του. Δεν το χρειαζόταν, άλλωστε. Συνειδητοποίησε ότι το στήθος του ανεβοκατέβαινε απότομα. Λαχάνιαζε σαν να είχε μόλις σταματήσει να τρέχει σε αγώνα εκατό μέτρων και η ίδια του η ζωή εξαρτιόταν από το αν θα νικούσε. Τουλάχιστον, η γυναίκα του, η Βέρα, κοιμόταν ακόμη. Την κοίταξε που κοιμόταν ήσυχη με γυρισμένη την πλάτη. Μπορεί να μην ξύπναγε εύκολα αλλά δεν θα του άρεσε αν το κατάφερνε εξ’ αιτίας του εφιάλτη που έβλεπε. Είδε ότι η ώρα ήταν τέσσερις και μισή. Αναστέναξε ανακουφισμένος που απελευθερώθηκε από αυτό το απαίσιο συναίσθημα στο οποίο ήταν παγιδευμένος. Ξάπλωσε πίσω στο μαξιλάρι του που ήταν και αυτό μούσκεμα. Δεν τον ένοιαξε. Οι εφιάλτες είχαν γίνει σχεδόν καθημερινοί. Δεν άντεχε άλλο. Αλλά τι περιμένεις, αν είσαι για τα περασμένα 25 χρόνια αστυνομικός και το μόνο που έχεις γνωρίσει είναι τον εφιάλτη και την μιζέρια της πρωτεύουσας; *** «Αναγνωστόπουλος» είπε στο τηλέφωνο. «Καλημέρα, Λεωνίδα» απάντησε με φανερό κέφι η Αξιωματικός Υπηρεσίας που είχε ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί και φυσικά είχε απολαύσει τον βραδινό της ύπνο. Μέχρι τις δέκα η ώρα που ήταν τώρα έχει σίγουρα τελειώσει τον πρώτο της καφέ και έχει συνέλθει από το πρωινό ξύπνημα, νιώθοντας μια ευχάριστη διάθεση και ζωντάνια, πράγματα που έλειπαν από τον Λεωνίδα και δεν είχε καμία διάθεση να τα διακρίνει πάνω στους άλλους. Το αντίθετο, μάλιστα. Κάθε φορά που ξύπναγε το πρωί μετά από μια δύσκολη νύχτα, νευρίαζε όταν έβλεπε τους άλλους γεμάτους κέφι και φρεσκάδα. Το κεφάλι του ακόμη πονούσε από την έλλειψη ύπνου και από τον εφιάλτη που είχε το περασμένο βράδυ. Ένιωθε τα βλέφαρα του να ζυγίζουν σαράντα τόνους. Το ίδιο βαρύ του φαινόταν ότι ήταν και το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι του. Η Βέρα είχε ξυπνήσει και εκείνη, από τις οχτώ, και έκανε κάποιες εργασίες στην κουζίνα. Άκουγε τους ήχους από τα ντουλάπια και το ψυγείο και κατάλαβε ότι κάτι ευχάριστο προετοίμαζε. «Καλημέρα» απάντησε και εκείνος απρόθυμα στο τηλέφωνο. Είχε πάρει τηλέφωνο στο αστυνομικό τμήμα του Άστρους Κυνουρίας όπου δούλευε για να ενημερωθεί για την ώρα που είχε υπηρεσία εκείνη την ημέρα, αν και ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα δούλευε την απογευματινή βάρδια. Την προηγούμενη ημέρα είχε δουλέψει την πρωινή βάρδια, άρα μάλλον εκείνη την ημέρα θα έπαιρνε την απογευματινή και την επόμενη θα έκανε την βραδινή. Αυτό λεγόταν «κυλιόμενες βάρδιες». Έτσι πήγαινε συνήθως, αν και μερικές φορές δεν είχαν την δυνατότητα να το τηρήσουν και έπρεπε να πάρουν τηλέφωνο για να σιγουρευτούν. «Μπορείς να μου πεις τι βάρδια έχω σήμερα;» Στο τηλέφωνο, στο πόστο του Αξιωματικού Υπηρεσίας ήταν η Ανθυπαστυνόμος Ναταλία Σακά, μια αστυνομικός από την κοντινή Τρίπολη όπου πάντα έκανε χρέη Αξιωματικού Υπηρεσίας. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα σε κανέναν και ήταν συμπαθής σε όλους, αλλά η σαρανταπεντάχρονη Ναταλία ήταν η κλασική περίπτωση ανθρώπου που ήθελε να πάρει μετάθεση σε κάποιο χωριό κοντά στο σπίτι της στην Τρίπολη για να περάσει όσο πιο ήσυχα και «λούφα» γινόταν. Ποτέ της δεν είχε πάει σε αστυνομικό τμήμα σε κάποια πόλη με περισσότερη δουλειά και τρέξιμο. «Φυσικά, Λεωνίδα. Έχεις την δύο – δέκα στο περιπολικό». Όπως το περίμενε. Το δύο – δέκα σήμαινε ότι είχε την απογευματινή βάρδια στο περιπολικό, από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τις δέκα το βράδυ. «Με ποιόν;» την ρώτησε. Το κεφάλι του πονούσε φοβερά και όσο πέρναγε η ώρα χειροτέρευε. Σίγουρα μέχρι τις δύο όπου θα ξεκίναγε η βάρδια του τα πράγματα δεν φαινόντουσαν ότι θα είναι καλύτερα. Έλπιζε ότι μαζί του στο περιπολικό δεν θα είχε κανέναν όπου θα του μιλούσε συνεχώς κάνοντας την κατάσταση του χειρότερη ή θα του έσπαγε τα νεύρα, όπως εκείνος ο ενοχλητικός Νίκος Λιβανός. Τον αντιπαθούσε τον Νίκο Λιβανό… Και, όταν ανήκεις σε μια υπηρεσία όπου η συνολική δύναμη της δεν ξεπερνά ποτέ τα δεκαπέντε άτομα, τότε είσαι καταδικασμένος να έχεις πολλές βάρδιες με άτομα που να μην συμπαθείς και να τα βλέπεις συχνά. «Είσαι με τον Στέλιο» απάντησε η Ναταλία. «Τον Στραβό;» ρώτησε ο Λεωνίδας, με μια ανακούφιση που δεν άκουσε το όνομα του Λιβανού. «Ναι» γέλασε εκείνη. «Τον Στραβό. Θέλεις τίποτε άλλο;» «Όχι, ευχαριστώ Ναταλία. Καλή συνέχεια να έχεις». Το τηλέφωνο έκλεισε. Τελικά, είχε βάρδια με τον Στραβό. Φυσικά, το όνομα αυτό ήταν παρατσούκλι που κόλλησε από τους συναδέλφους του στο τμήμα και το οποίο προέρχεται από το επώνυμο του, όχι επειδή είχε κάποιο πρόβλημα με τα μάτια του. Τα μάτια του ήταν απολύτως φυσιολογικά. Το όνομα του ήταν Στέλιος Στραβολαίμης. Ήταν μόλις δύο χρόνια στην αστυνομία και, όπως συνεπάγεται, η εμπειρία του ήταν μικρή. Με καταγωγή επίσης από την Τρίπολη (οι μισοί αστυνομικοί του τμήματος ήταν από την ίδια πόλη), ο Λεωνίδας δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο ευχάριστη παρέα για να περάσει την βάρδια του. Όσο ευχάριστος και να ήταν ο Στέλιος, ο πονοκέφαλος του από την αϋπνία θα συνέχιζε να τον ενοχλεί. Σκέφτηκε για μια στιγμή να δηλώσει αδυναμία και να ζητήσει άδεια, όμως αμέσως απέρριψε την ιδέα. Εικοσιπέντε χρόνια στο σώμα δεν υπήρξε μέρα που να ζήτησε άδεια και να μην παρουσιάστηκε κανονικά στην βάρδια του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει αυτό και να πάρει κάποιος άλλος την θέση του, κάποιος που μπορεί να είχε ανάγκη από ξεκούραση, ακόμα και αν αυτός ο κάποιος που θα τον αντικαθιστούσε θα ήταν ο Λιβανός. Η επιλογή αυτή απλά ήταν εκτός τραπεζιού. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε πρόβλημα ύπνου. Το έβλεπε και προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει, αλλά αρνούταν να πάει σε γιατρό. Οι γιατροί ήταν και αυτοί μια επιλογή που ήταν εκτός τραπεζιού, όσο είχε την δυνατότητα τουλάχιστον. Προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει μόνος του. Τα προβλήματα αυτά άρχισαν σχεδόν πριν έναν χρόνο, την περίοδο δηλαδή που έλαβε με χαρά το χαρτί της μετάθεσης του για το τμήμα του Άστρους. Στην αρχή δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα αντιληπτό δηλαδή γιατί το πρόβλημα υπήρχε. Απλά διαπίστωσε ότι μέρα με την μέρα ξύπναγε όλο και πιο νωρίς. Τις πρώτες μέρες, όταν είχε πρωινή βάρδια που ξεκίναγε στις έξι το πρωί, ξύπναγε μισή ώρα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τις ημέρες που δεν είχε βάρδια, ξύπναγε πάντα στις έξι. Αυτό το φαινόμενο του ήταν ασυνήθιστο και το απέδωσε στο άγχος που είχε και στο γεγονός ότι βρέθηκε σε καινούριο και άγνωστο μέρος όπου έπρεπε να προσαρμοστεί. Λίγους μήνες αργότερα, αντί το πρόβλημα να διορθωθεί, έγινε χειρότερο. Ξύπναγε ενώ έξω από το παράθυρο του η φύση ήταν ακόμα στο απόλυτο σκοτάδι. Έπρεπε να είναι ξαπλωμένος για μία ώρα κοιτάζοντας το ταβάνι, περιμένοντας το ξυπνητήρι να χτυπήσει. Πολλές φορές ξύπναγε μιάμιση ώρα πιο νωρίς. Φυσικά, προσπαθούσε να τον πάρει ξανά ο ύπνος, αλλά ούτε συζήτηση. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία που δεν είχε ξημερώσει ακόμα και ήταν σκοτεινά, η νύστα του είχε φύγει οριστικά. Εδώ και δύο μήνες έχει φτάσει στο σημείο να ξυπνάει ακριβώς στις τέσσερις τα χαράματα, είτε είχε βάρδια είτε όχι, και αυτό ήταν πλέον δεδομένο. Σηκωνόταν και ένιωθε το σώμα του κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, χωρίς όμως ίχνος νύστας. Ήταν σαράντα πέντε ετών, αλλά ήταν σίγουρος ότι η ηλικία δεν ήταν αυτό που έφταιγε για την κατάσταση του. Δεν ήταν πια και εβδομήντα! Και το χειρότερο από όλα, τις τελευταίες δύο εβδομάδες είχε σχεδόν κάθε βράδυ τους τρομακτικότερους εφιάλτες που μπορεί να είχε από παιδάκι. Όταν κοιμόταν, η φαντασία του οργίαζε και κατόρθωνε να σχηματίσει στον ύπνο του κόσμους τόσο τρομακτικούς που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι είχε την ικανότητα να το κάνει. Οι εφιάλτες του μπορεί να ήταν διαφορετικοί κάθε φορά, όμως, είχαν πάντα ένα ανησυχητικό κοινό μεταξύ τους. Η φιγούρα. Δεν είχε κάτσει να σκεφτεί το όνειρο του που είχε δει το περασμένο βράδυ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκείνη η φιγούρα που είχε μορφή ανθρώπινου όντος παρουσιαζόταν μέσα σε κάθε του εφιάλτη, όπως και στο χθεσινοβραδινό. Η παρουσία του ήταν τόσο τακτική, που κατάφερε να αποκτήσει παρατσούκλι. Αν και μέσα στα όνειρα του δεν είχε καταφέρει ποτέ να δει καθαρά ποιος ήταν αυτή η φρικιαστική μορφή ζωής (ή τι ήταν), όταν άρχισε να τα εξιστορεί στην γυναίκα του όποτε τα θυμόταν, εκείνη του έδωσε το παρατσούκλι «Επισκέπτης». Έχει δοκιμάσει διαφορετικές τακτικές για να διορθώσει το πρόβλημα που είχε με τον ύπνο του (και να διώξει μια και καλή τον Επισκέπτη από τα όνειρα του), αλλά τα περισσότερα ήταν γιατροσόφια που του έλεγαν οι γέροι και οι γριές των χωριών στα οποία πήγαινε περιπολία και τον γνώριζαν. Κανένα, μα κανένα δεν βελτίωσε το πρόβλημα ούτε στο ελάχιστο, αν και όλοι ορκιζόντουσαν ότι έπιανε όταν είχαν οι ίδιοι σοβαρές αϋπνίες στο παρελθόν. Δοκίμασε να πιεί ζεστό μέλι διαλυμένο σε νερό μισή ώρα πριν πέσει για ύπνο, δοκίμασε να αναβάλλει την ώρα που πήγαινε για ύπνο και να προσπαθήσει να αντέξει όσο μπορούσε πιο αργά, επίσης δοκίμασε να ακούσει μουσική, όποια του άρεσε και τον χαλάρωνε, όσο ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και άλλες τέτοιες τακτικές παρόμοιες. Μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αισθανόταν λίγο καλύτερα, κανένα όμως δεν έλυνε το πρόβλημα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση και να γίνουν φίλοι με τον Επισκέπτη του για την υπόλοιπη ζωή του. Τι θα γινόταν αν δεν κατάφερνε να κοιμηθεί για παραπάνω από τέσσερις ώρες ποτέ ξανά; Θα ζούσε κάθε μέρα μέσα στην κούραση και τα νεύρα; Μπορούσε να επιβιώσει ο άνθρωπος με τόσο λίγο ύπνο; «Όλα καλά, αγάπη μου;» Η Βέρα ήρθε προς το μέρος του από την κουζίνα. Εκείνος στεκόταν ακόμη πάνω από το τηλέφωνο, με το χέρι του ακόμα να ακουμπάει το ακουστικό. Είχε αφαιρεθεί, για πόση ώρα όμως; «Καλά». «Είδες πάλι τον Επισκέπτη;» τον ρώτησε με καλή πρόθεση και ειλικρινές ενδιαφέρον, αλλά εκείνος δεν χρειάστηκε να της απαντήσει για να μάθει την απάντηση. Ο Λεωνίδας θεωρούσε, μάλλον καλύτερα, ήταν σίγουρος ότι είχε παντρευτεί την καλύτερη γυναίκα που υπήρχε στον πλανήτη. «Έχω την απογευματινή βάρδια». Η Βέρα έκανε νόημα ότι τον άκουσε και στράφηκε πάλι στην κουζίνα της. Εκείνη επέμενε, τώρα τελευταία ακόμη περισσότερο, ότι έπρεπε να επισκεφτεί έναν γιατρό. Παρότι έδειχνε κατανόηση, νευρίαζε με την ξεροκεφαλιά του να μην δει γιατρό. Θεωρούσε ότι οι αϋπνίες για έναν ολόκληρο χρόνο ήταν συμπτώματα πολύ σοβαρά για να τα αγνοεί έτσι και μάλλον είχε δίκιο. Με μια πρόχειρη έρευνα που είχε κάνει ο ίδιος στο ίντερνετ, αυτό που είχε λεγόταν «πρόωρη αφύπνιση» και προκαλούταν από άγχος ή από κατάθλιψη. Το ίντερνετ πρότεινε τις ίδιες δοκιμασμένες και αποτυχημένες θεραπείες που του είχαν προτείνει και στα χωριά. Σιγά – σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να δεχτεί την βοήθεια γιατρού και να αφήσει στην άκρη τα νεύρα του και τον εγωισμό του. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχε χρόνο να κάνει κάτι τέτοιο τώρα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ετοιμαστεί για την βάρδια του και να προσπαθήσει να την περάσει δείχνοντας όση περισσότερη ζωντάνια μπορούσε. *** Ο Λεωνίδας Αναγνωστόπουλος ήταν νευρικό άτομο από μόνος του έτσι κι αλλιώς, δεν χρειαζόταν να προστεθεί και η νευρικότητα που του προκαλούσε η αϋπνία. Είναι πολύ ευχάριστος και χαρούμενος άνθρωπος, αλλά, αν ήταν ανάγκη, μπορούσε να αλλάξει διάθεση άμεσα. Όταν γινόταν αυτό, ήταν καλύτερα να μείνεις μακριά του για το καλό της σωματικής σου ακεραιότητας. Προκειμένου να επιβιώσει το απογευματινό του οχτάωρο και να μην χάσει τον έλεγχο, έβαλε τα δυνατά του να παραμείνει ευδιάθετος, αγνοώντας την ταλαιπωρία που βάραινε το σώμα του. Η ώρα είχε πάει δύο παρά τέταρτο και βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του. Πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα, το οποίο βρισκόταν πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο μακριά από το σπίτι του. Κοίταξε τον εαυτό του στον εσωτερικό καθρέφτη και το θέαμα τον έκανε να ανατριχιάσει. Με δυσκολία αναγνώρισε τον εαυτό του. «Λεωνίδα, αγόρι μου, δεν είσαι καλά» μουρμούρισε μόνος του. Αισθανόταν εκατό χρονών. Είκοσι πέντε χρόνια είχε συνολικά ενεργά σαν αστυνομικός και σήμερα είχε τον βαθμό του Ανθυπαστυνόμου. Δεν είχε κανένα σημαντικό βαθμό σε σύγκριση με τους υπόλοιπους αξιωματικούς (για την ακρίβεια, ο βαθμός που είχε δεν θεωρούνταν καν αξιωματικός), αλλά στο τμήμα του Άστρους όλοι του συμπεριφερόντουσαν σαν να ήταν ο ανώτερος από όλους. Με όλα αυτά τα χρόνια ενεργά, ποτέ δεν είχε δει τον εαυτό του σε χειρότερη κατάσταση. Και δεν είχε περάσει και λίγα. Ο Λεωνίδας είναι από την Αθήνα και η πρωτεύουσα είναι η μόνη πόλη της Ελλάδας που έχει γνωρίσει και μείνει. Και έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι την μιζέρια και την δυστυχία που μπορεί να κρύβει αυτή η πόλη. Ήταν, βλέπετε, πέντε χρόνια στο τμήμα Ηθών και μετά για άλλα οχτώ στην Δίωξη Ναρκωτικών. Τα μάτια του έχουν δει τα πάντα και έχει αντιμετωπίσει όλες τις τρελές καταστάσεις. Και έχει γνωρίσει πολύ βρωμιά. Έχει δει τι υπάρχει πίσω από την κουρτίνα που καλύπτει την πρωτεύουσα και έχει βρει κρυμμένα πολλά αηδιαστικά και τρομακτικά πράγματα από πίσω. Έχει βρεθεί μπροστά σε περιπτώσεις που οι περισσότεροι θα υποχωρούσαν και θα λύγιζαν κατατρομαγμένοι, με την ζωή του να διατρέχει άμεσο κίνδυνο. Τον έχουν πυροβολήσει μια φορά, ευτυχώς ελαφρά στο αριστερό του πόδι. Όλα αυτά τα χρόνια, μπορεί να είχε λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση και να του πρόσφεραν εμπειρίες που κανένας αστυνομικός του Άστρους δεν είχε φανταστεί ότι θα αποκτήσει ποτέ και αυτός ήταν ο λόγος που όλοι τον σεβόντουσαν περισσότερο και από τον Διοικητή τους, είχε φτάσει όμως στο σημείο όπου έπρεπε να πει «αρκετά» και να υποχωρήσει ο ίδιος, όχι επειδή ήταν κατατρομαγμένος σαν τους περισσότερους, αλλά για να μπορέσει να διατηρήσει τα λογικά του. Αυτές οι εμπειρίες ήταν υπεύθυνες για τις αϋπνίες του και αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που αρνιόταν να πάει σε γιατρό. Αυτό η Βέρα δεν το καταλάβαινε και ούτε θα μπορούσε. Ήταν πριν έναν χρόνο όταν ζήτησε την μετάθεση του από την Δίωξη για να πάει σε κάποιο άλλο μέρος στην επαρχία που θα ήταν ήσυχο. Ο Διοικητής του ξαφνιάστηκε από την αίτηση του μετά από οχτώ χρόνια μάχιμης υπηρεσίας, αλλά την έκανε δεκτή. Όταν ήρθε το χαρτί της μετάθεσης με το όνομα του τμήματος του Άστρους γραμμένο επάνω, ένιωσε πολύ χαρούμενος. Όταν έφτασε στο Άστρος, ένα παραλιακό χωριό της Πελοποννήσου, ο Διοικητής του εκεί του ανέθεσε το πόστο του περιπολικού. Τον ρώτησε με διακριτικό τρόπο αν θα μπορούσε να πάρει κάποια θέση σε κάποιο γραφείο αντί να βρίσκεται στον δρόμο, αλλά ο Διοικητής δεν σήκωνε συζήτηση. Δεν θα μπορούσε να έχει έναν αστυνομικό με την προϋπηρεσία του Λεωνίδα κρυμμένο και να κάθεται σε ένα γραφείο. Εκείνος το δέχτηκε γιατί κατά βάθος, ούτε εκείνος ήθελε θέση γραφείου. Εκτός του ότι δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου υπολογιστές και δεν χώνευε τα γραφειοκρατικά θέματα, θα αισθανόταν καταπιεσμένος αν βρισκόταν σε γραφείο. Έτσι κι αλλιώς, το τμήμα του Άστρους δεν είχε ποτέ πραγματική δουλειά. Το μόνο που έκαναν κατά βάση ήταν βόλτες με το περιπολικό στα γύρω μικρότερα χωριά και μπλόκα στην έξοδο της εθνικής οδού για να δώσουν κλίσεις για ταχύτητα στους ανυποψίαστους Αθηναίους και να περάσει η ώρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο παρκινγκ έξω από το κτίριο του τμήματος. Κατέβηκε και μπήκε μέσα. Φορούσε την στολή του ήδη από το σπίτι, ατσαλάκωτη και στην εντέλεια (ο Λεωνίδας ήταν πολύ τυπικός με αυτά τα θέματα) και το μόνο που του έλειπε ήταν το ειδικό σήμα που δήλωνε ότι είχε αναλάβει υπηρεσία, το οποίο το κρέμαγε αυτή τη στιγμή από το κουμπί του σακακιού του. Πριν μπει στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας, ένα χαρτί ήταν κρεμασμένο στον πίνακα ανακοινώσεων. Το ίδιο το χαρτί βρισκόταν εκεί εδώ και μία εβδομάδα. Το είχαν στείλει από την Αθήνα και έδειχνε την φωτογραφία ενός καταζητούμενου όπου είχε καταφέρει να αποδράσει από το τμήμα των Εξαρχείων ενώ τον είχαν συλλάβει για διάρρηξη αυτοκινήτων κατ’ εξακολούθηση. Το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκε ο Λεωνίδας όταν το άκουσε αυτό ήταν το πόσο ανίκανοι ήταν οι αστυνομικοί που τον φυλάγανε. «Για να κάνεις τέτοιο λάθος θα πρέπει να είσαι εντελώς ανίκανος!» είχε πει τότε στους συναδέλφους του στο Άστρος και πραγματικά το πίστευε. «Τέτοιοι αστυνομικοί δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και ντροπιάζουν το σώμα». Εν πάση περιπτώσει, ο καταζητούμενος διαρρήκτης αυτοκινήτων δεν ήταν αναμενόμενο να εμφανιστεί στα μέρη τους. Μπήκε στο γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας. Στην καρέκλα πίσω από το γραφείο καθόταν η κουρασμένη από οχτώ ώρες βάρδια Ναταλία Σακά, η οποία περίμενε να σχολάσει. «Καλησπέρα. Ακόμη περιμένεις την σκάντζα σου;» την ρώτησε ο Λεωνίδας, προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετος πάνω από την δική του την κούραση. Η Ναταλία κούνησε το κεφάλι. «Καλησπέρα, Λεωνίδα. Ξέρεις πόσο ανυπόφορα είναι τα τελευταία λεπτά όταν περιμένεις αυτόν που θα σε αλλάξει. Δεν περνάνε». «Ποιος σε αλλάζει;» «Ο Νίκος Λιβανός». «Καλή τύχη» γέλασε. Ο Λιβανός ήταν από τους κλασικούς όπου περίμεναν να πάει ακριβώς η ώρα για να φτάσουν στην υπηρεσία τους. Ο Λεωνίδας ετοιμάστηκε, υπέγραψε στο βιβλίο ότι παρέλαβε βάρδια και πήρε τα κλειδιά του περιπολικού. Έπειτα, πήγε στο μεγάλο βιβλίο των βαρδιών και κοίταξε τις βάρδιες της επόμενης ημέρας, που είχαν βγει ήδη. Έψαξε το όνομα του και είδε ότι είχε την βραδινή βάρδια, μαζί με τον Στραβό ξανά στο περιπολικό και με τον Νίκο Λιβανό για Αξιωματικό Υπηρεσίας. Αφού συνέχισαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, ρώτησε την Ναταλία αν ο συνάδελφος του, ο Στέλιος Στραβολαίμης είχε έρθει. «Ναι» απάντησε εκείνη. «Βρίσκεται έξω και σε περιμένει». «Καλή ξεκούραση να έχεις». «Ευχαριστώ» είπε και τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε πάνω στο κάθισμα για να ξεπιαστεί. Ο Λεωνίδας βγήκε έξω και πήγε εκεί όπου ήταν παρκαρισμένα τα δύο περιπολικά που είχε το τμήμα. Στο περιπολικό όπου θα έπαιρναν, το 18811, στεκόταν ο Στραβός και τον περίμενε έτοιμος. Ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών, είκοσι χρόνια διαφορά από τον Λεωνίδα, αλλά παρ’ όλα αυτά οι αρβύλες του ήταν πάντα γυαλισμένες, η στολή του στην εντέλεια και το όπλο και το γκλοπ του πάντα προσεγμένα και περιποιημένα, σε αντίθεση με όλους τους νεαρούς της ηλικίας του που τα φόρτωναν όλα στον κόκορα, νόμιζαν ότι είναι Ράμπο, άφθαρτοι και ανίκητοι, και στο τέλος κατέληγαν σκοτωμένοι από δικές τους απροσεξίες και έλλειψης εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιοι ανίκανοι πιτσιρικάδες αστυνομικοί είναι συνήθως υπεύθυνοι που κρατούμενοι από τα Εξάρχεια το σκάνε εύκολα. Ο Στέλιος, αντίθετα, έδειχνε να έχει την ωριμότητα και την απαραίτητη εξυπνάδα για να αποφεύγει τέτοια παιδαριώδη λάθη και έπαιρνε την δουλειά του σοβαρά, άσχετα με το γεγονός ότι στο τμήμα του Άστρους ποτέ δεν υπήρχαν σοβαρά περιστατικά. Μερικές φορές, έβλεπε τον εαυτό του πριν από πολλά χρόνια στο πρόσωπο του μικρού. Γι’ αυτό μάλλον του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και ήθελε να τον έχει από κοντά. Δεν θα του άρεσε να έπαιρνε παραδείγματα από άλλους και στο τέλος να κατέληγε ένα τεμπελόσκυλο σαν τους περισσότερους αστυνομικούς της Ελλάδος. Σκληρές αυτές οι σκέψεις που είχε ο Λεωνίδας για το σώμα που υπηρετούσε και τα άτομα που το κατάρτιζαν, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Έχοντας περάσει και ο ίδιος από τις Σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας, πραγματικά πιστεύει ότι οι εννέα από τους δέκα αστυνομικούς θα έπρεπε να θεωρούνται ακατάλληλοι και επικίνδυνοι. Πριν καν πλησιάσουν μεταξύ τους και προλάβουν να χαιρετηθούν, ο Λεωνίδας πέταξε τα κλειδιά προς το μέρος του Στέλιου. Τα κλειδιά έκαναν μεγάλη καμπύλη στον αέρα, αλλά κατέληξαν με ασφάλεια στα χέρια του νεαρού. «Καλημέρα, άργησες» του είπε ο Στραβός. «Θέλεις να με αρχίσεις;» απάντησε αυστηρά, αλλά πάντα με καλή πρόθεση ο Λεωνίδας, που έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου και πήγαινε να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού. Ο πονοκέφαλος του και η αδιαθεσία του δεν είχε βελτιωθεί ούτε στο ελάχιστο, προσπάθησε όμως να το αντιμετωπίσει. Πήρε την θέση του στο αυτοκίνητο και το ίδιο έκανε και ο Στέλιος, καθίζοντας πίσω από το τιμόνι. Στα περιπολικά, ο ανώτερος πάντα καθόταν στην θέση του συνοδηγού. «Έχουμε πρόγραμμα;» ρώτησε ο Στέλιος. «Όχι, τίποτε συγκεκριμένο. Φαίνεται πως θα είναι άλλο ένα ήσυχο απόγευμα κάνοντας βόλτες και κόβοντας κλήσεις» είπε με μια δόση πικρίας στο ύφος του. Το περιπολικό κατέβηκε από το πεζοδρόμιο του παρκινγκ και έστριψε αριστερά. «Πως κοιμάσαι;» τον ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ο Στραβός ήταν ο μόνος από το τμήμα όπου του είχε εξομολογηθεί το πρόβλημα του με τον ύπνο. Δεν είχε αναφέρει τίποτα για τους εφιάλτες του που ολοένα και γινόντουσαν πιο συχνοί γιατί δεν υπήρχε λόγος. Άλλωστε, όλοι δεν βλέπουν εφιάλτες μια στο τόσο; Μια… στο… τόσο… «Χάλια…» «Χμ… Δεν ξέρω αν θα σε παρηγορήσει καθόλου αυτό, αλλά κι εγώ τώρα τελευταία δεν κοιμάμαι πολύ καλά». Ο Λεωνίδας προτίμησε να μην πει τίποτα. Πιθανότατα, ο Στραβός δεν κοιμόταν πολύ καλά επειδή σχεδόν κάθε βράδυ τα έπινε έξω με την παρέα του μέχρι αργά. Απλά συνέχισε να παρατηρεί έξω από το παράθυρο του περιπολικού που κινούταν με σταθερή πορεία στον κεντρικό, παραλιακό δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη του Άστρους προς τα υπόλοιπα χωριά που άνηκαν στην αρμοδιότητα τους. Η βάρδια τους ήταν ήσυχη, όπως συνήθως. Πέρασαν από τέσσερα χωριά, κάνοντας στάσεις στις κεντρικές πλατείες τους και μιλώντας με τους κατοίκους που τους γνώριζαν. Σε μια περίπτωση έπρεπε να κόψουν κλήση σε ένα αυτοκίνητο με αθηναϊκές πινακίδες για παρκάρισμα μπροστά σε πόρτα γκαράζ και ο ιδιοκτήτης του ήταν άφαντος, αναγκάζοντας τον ιδιοκτήτη του γκαράζ να τον αναζητεί για μια ώρα. Γύρισαν πίσω στο Άστρος και κάθισαν μέσα στο περιπολικό που το είχαν παρκάρει στην πλατεία της πόλης, παρατηρώντας τους περαστικούς που περπάταγαν. Οι περιπτώσεις που είχαν επικοινωνία με τον ασύρματο ήταν σπάνιες καθώς και το τμήμα δεν είχε δουλειά. Ήταν το συνηθισμένο καλοκαιρινό απόγευμα όπου τίποτα δεν συνέβαινε. Ακολούθησαν τον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη για δεύτερη φορά. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από το βουνό και όσο περνούσε η ώρα σκοτείνιαζε όλο και πιο γρήγορα. Έτσι, αποφάσισαν να στηθούν στην είσοδο της πόλης από την Εθνική Οδό και να «σκανάρουν» με τον ανιχνευτή ταχύτητας τους οδηγούς που έτρεχαν. «Εκείνος που απόδρασε από τα Εξάρχεια;» ρώτησε ο Στέλιος, ενώ στεκόταν με ανοιχτή την πόρτα δίπλα στο περιπολικό, με τον ανιχνευτή στο χέρι του στηριζόμενος στον ουρανό του αυτοκινήτου να σημαδεύει τον αέρα. Κανένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την στιγμή από εκείνον τον δρόμο που το όριο ταχύτητας ήταν ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. «Ναι, τι με αυτό;» ρώτησε ο Λεωνίδας που επίσης ήταν όρθιος από την άλλη πλευρά του περιπολικού με ανοιχτή την πόρτα και ακουμπούσε στον ουρανό. «Πως λες να απόδρασε;» Ο Λεωνίδας τον κοίταξε. Έμειναν για μερικές στιγμές να κοιτάζει ο ένας τον άλλον με μόνο θόρυβο την εσπερινή, καλοκαιρινή αύρα να φυσάει ανάμεσα τους. «Απόδρασε επειδή προφανώς ο σκοπός των κρατητηρίων ήταν απρόσεκτος όταν πήγε να ανοίξει το κελί του» απάντησε τελικά ψυχρά. «Κατά πάσα πιθανότητα δεν του είπε να απομακρυνθεί από την πόρτα του κελιού και εκείνος άρπαξε την ευκαιρία και του όρμησε. Είναι περιττό να αναρωτηθώ γιατί δεν του είχαν φορέσει χειροπέδες». Ο Στέλιος ήξερε την απάντηση πριν την ακούσει. Είδε ένα αυτοκίνητο να κάνει την εμφάνιση του πίσω από την ανηφόρα και έστρεψε τον ανιχνευτή προς το μέρος του. «Δεν λέω μόνο αυτό» συνέχισε καθώς περίμενε να δει την ένδειξη του μηχανήματος που κρατούσε. «Σε ρώτησα την περασμένη εβδομάδα και μου είπες το ίδιο. Αλλά λένε ότι ο σκοπός των κρατητηρίων δεν κατέβηκε ποτέ στα κελιά, ότι βρήκαν την πόρτα του κελιού του κλειδωμένη και ότι δεν βρήκαν κανέναν μάρτυρα που να τον είδε να βγαίνει από το αστυνομικό τμήμα. Δεν έχω πάει ποτέ στο τμήμα στα Εξάρχεια, αλλά από ότι ξέρω είναι στο κέντρο της Αθήνας και είναι πάντα γεμάτο με κόσμο, πολίτες και αστυνομικούς. Λένε ότι κάποιος τον άφησε να αποδράσει». Το αυτοκίνητο πέρασε από μπροστά τους και η ένδειξη σταμάτησε στα ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Η παράβαση ήταν μικρή και τον άφησαν να περάσει ανενόχλητο. Ο θόρυβος της μηχανής του λιγόστευε όσο απομακρυνόταν και σύντομα θα παρέμεναν πάλι μέσα στην απόλυτη ησυχία της φύσης μόνοι, μέχρι να περάσει το επόμενο αυτοκίνητο σε δύο με τρία λεπτά. «Σκέφτηκες ποτέ το ενδεχόμενο να άφησαν τον διαρρήκτη να φύγει επειδή ανακάλυψαν ότι ανήκει σε μεγάλη συμμορία που κλέβει αυτοκίνητα και θα τους οδηγήσει έτσι στα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας;» ρώτησε ο Λεωνίδας. Ο Στραβός έδειξε να το σκέφτεται για λίγο, αποδεικνύοντας ότι όντως δεν του είχε περάσει από το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο. Έμεινε για λίγο σκεπτικός, όμως κάτι έδειχνε ότι δεν του κόλλαγε. «Αν τον είχαν αφήσει να φύγει επίτηδες, τότε γιατί έχουν ανακοινώσει σε όλα τα αστυνομικά τμήματα στην Ελλάδα την απόδραση του και εντολή να τον συλλάβουμε;» ρώτησε. Ο Λεωνίδας έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα του προβληματισμένος. «Άκου, μικρέ. Ποτέ δεν ήμουν καλός στο να σκέφτομαι τα πράγματα διεξοδικά ή να μπορώ να παρατηρώ τις μικρές λεπτομέρειες για να εξιχνιάσω μια υπόθεση. Γι’ αυτό δεν πήγα ποτέ στο Εγκληματολογικό. Εγώ στο μόνο που είμαι καλός είναι να αναλύω και να αντιμετωπίζω αποτελεσματικά τις καταστάσεις που έχω εκείνη την στιγμή μπροστά μου. Εγώ αντιδρώ μόνο με ότι βλέπω και αυτό θεωρώ ότι είναι το σωστό. Δεν σκέφτομαι πολύ και το ίδιο συμβουλεύω να κάνεις και εσύ». Πολλές φορές, έτσι ήταν η πραγματικότητα. Έπρεπε να εξοικειωθείς με το γεγονός ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα αφήνεις έτσι όπως έχουν και να δεχτείς την κατάσταση έτσι όπως είναι, χωρίς να υπολογίζεις τις λεπτομέρειες που δεν κολλάνε. Το να αντιμετωπίζεις μονάχα τις καταστάσεις τις οποίες βλέπεις μπορεί να είναι μια φτηνή προσέγγιση για να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα, αλλά ο Στέλιος ήξερε ότι ο Λεωνίδας είχε δίκιο. Αυτή είναι η παράλογη λογική της Ελλάδος. Εξάλλου, οι πιθανότητες να έβρισκαν στην περιοχή τους τον φυγά διαρρήκτη ήταν μικρές και αν εμφανιζόταν, μάλλον ένας μικρο-εγκληματίας δεν θα τους προξενούσε σοβαρά προβλήματα. Θα έκαναν κανονικά την δουλειά τους και θα τον έπιαναν. Δεν έπεφτε λόγος σε μερικούς αστυνομικούς της επαρχίας, τους «βλαχόμπατσους», έτσι όπως τους φώναζαν υποτιμητικά οι συνάδελφοι από την Αττική (άποψη που την συμμεριζόταν ο Λεωνίδας, άσχετα αν πλέον ήταν ένας από αυτούς) για το πώς κατάφερε να ξεφύγει από τα κρατητήρια. Ο Στέλιος άφησε ένα πολύ μακρινό ξεφύσημα να του φύγει και κάθισε με μεγάλη φόρα στο κάθισμα του οδηγού με τα πόδια προς τα έξω, αφήνοντας τον ανιχνευτή ταχύτητας στον ουρανό του αυτοκινήτου. «Λεωνίδα, βαρέθηκα» του είπε και εκείνος απλά τον κοίταξε. «Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που ορκίστηκα και είμαι εδώ και νιώθω ότι δεν αξιοποιούμαι. Νιώθω ότι ο χρόνος μου και η ζωή μου πάει χαμένη. Θέλω να ζητήσω μετάθεση για κάπου στην Αθήνα. Θέλω να φύγω». Ο Λεωνίδας θα αισθανόταν ακριβώς το ίδιο στην θέση του. Η Ελληνική Αστυνομία, όσο ένδοξο σώμα και να είναι, ποτέ δεν αξιοποιεί τις ίδιες τις δυνάμεις της και τα ικανότατα άτομα που έχει στην κατοχή της και, αντίθετα, έχει καταλήξει να είναι το ίδιο βρώμικη και διεφθαρμένη όσο οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία της Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα συμβούλευε τον Στραβό να πάει στην Αθήνα. Δεν υπήρχε λόγος να βάζει τον εαυτό του σε κινδύνους και να έχει την ίδια μοίρα που είχε και ο ίδιος, να μην μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος για ούτε ένα βράδυ. «Δεν θέλεις να πας Αθήνα…» ξεκίνησε να λέει. Ο Στέλιος γύρισε προς το μέρος του για να ακούσει αυτά που ήθελε να του πει και εκείνη την στιγμή ο ασύρματος τον διέκοψε. «Μονάδα 811» φώναζε. Ο Στέλιος έγειρε προς τα πίσω και άρπαξε το μικρόφωνο του ασυρμάτου. «Εδώ 811» «Κατευθυνθείτε άμεσα στην παραλία του Άστρους» συνέχιζε να φωνάζει ο ασύρματος με την φωνή του Νίκου Λιβανού που είχε αναλάβει πλέον Αξιωματικός Υπηρεσίας. «Είχαμε κλήση από ανήσυχους γονείς. Τα παιδιά τους έκαναν πάρτι στην παραλία ώσπου κάποιος τους πλησίασε και τους απείλησε ότι αν δεν σταματήσουν την δυνατή μουσική θα φέρει το όπλο του. Πηγαίνετε ελέγξτε την κατάσταση». Η κατάσταση ακουγόταν σοβαρή. Αρκετά σοβαρή ώστε ο Στέλιος και ο Λεωνίδας να μπουν γρήγορα στο περιπολικό και να φύγουν με αναμμένους φάρους. Ευτυχώς η παραλία δεν ήταν πάνω από δύο λεπτά απόσταση. Με την λιγοστή κίνηση που υπήρχε και με τον Στέλιο οδηγό, μπορεί να έφταναν και πιο γρήγορα. Το όχημα έκανε αναστροφή, οι ρόδες μπήκαν για μια στιγμή στα χώματα δίπλα στον δρόμο και με τον φάρο να ρίχνει το γαλάζιο του φως στο σκοτάδι που είχε έρθει γρήγορα, ανέπτυξε ταχύτητα. Κανένας από τους δύο δεν θα μίλαγε σε ολόκληρη την διαδρομή μέχρι να φτάσουν. Πάντα έτσι γίνεται σε αυτές τις καταστάσεις όταν δεν γνωρίζεις τι έχεις να αντιμετωπίσεις. Τις περισσότερες φορές οι καταγγελίες για άτομα που οπλοφορούσαν δεν κατέληγαν άσχημα. Μπορεί στην επαρχία μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων να είναι ιδιοκτήτες όπλων (νομίμως ή παρανόμως), παρόλα αυτά τα πραγματικά σοβαρά περιστατικά που να είχαν αποτέλεσμα ένοπλες συμπλοκές και τραυματισμούς ήταν αναλογικά μηδενικά. Ο κάθε αστυνομικός έπρεπε κάθε φορά να είναι προετοιμασμένος για όλα και, κυρίως, προετοιμασμένος να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά το όπλο του. Έτσι, για τα δύο λεπτά που θα έκαναν να φτάσουν, ο Στέλιος θα είχε την μισή του συγκέντρωση στο να οδηγεί γρήγορα και προσεκτικά και την άλλη μισή συγκέντρωση ώστε να προετοιμαστεί ψυχολογικά και να κάνει επανάληψη στο μυαλό του την ρουτίνα για τις ένοπλες συμπλοκές. Από την άλλη, ο Λεωνίδας μπορεί να ήταν πιο συνηθισμένος σε αυτές τις καταστάσεις και να μην χρειαζόταν προετοιμασία (πάντα ήταν προετοιμασμένος για όλα), αλλά πάλι δεν θα μιλούσε για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος ήταν γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την προετοιμασία του Στραβού, που ήταν σίγουρος ότι αυτό έκανε. Ήθελε ο συνάδελφος του να είναι όσο πιο έτοιμος για όλα γινόταν και να ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί πάνω του. Με την παραλία στο αριστερό τους χέρι και την πεδιάδα στα δεξιά τους (και μετά από λίγα χιλιόμετρα το βουνό να υψώνεται σε όλο το μήκος της σαν να προσπαθούσε να τους παγιδέψει), το περιπολικό συνέχιζε την πορεία του. Στους δρόμους των χωριών που βρισκόντουσαν μακριά τους, κοντά στους πρόποδες του βουνού, είχαν ανάψει τα φώτα και, πάνω στο σκοτάδι που είχε απλωθεί στην φύση, έμοιαζαν με αντανάκλαση των αστεριών του βραδινού ουρανού που είχε ανάψει και αυτός τα «φώτα» του. Από την άλλη κατεύθυνση, η θάλασσα ήταν και αυτή σκοτεινή και το μόνο που διακρινόταν ήταν τα φώτα του περιπολικού που έπεφταν πάνω στις κορυφές των κυμάτων της, κάνοντας να αστράφτουν πιο πολύ και από το χρώμα λευκό. Σε κάποια στιγμή, μετά από μια στροφή της παραλίας, έφτασαν στο σημείο που ήταν η παραλία του Άστρους και το έρημο τοπίο σταματούσε. Υπήρχαν άνθρωποι στην παραλία γύρω από μια φωτιά που κόντευε να σβήσει και υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι μαζεμένοι λίγο πιο πέρα. Όλοι τους βρισκόντουσαν σε ένα σημείο που η παραλία μεγάλωνε και απομακρυνόταν από τον δρόμο. Από τα ανοιχτά παράθυρα του περιπολικού ακουγόταν μουσική, η οποία ήταν σίγουρα χαμηλωμένη γιατί αν ήταν σε κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να την ακούσουν πολύ πιο δυνατά. Το σημείο εκείνο δεν ήταν κατοικημένο, οπότε σίγουρα δεν ενοχλούσαν γείτονες. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι λίγο πιο πέρα από την φωτιά ήταν πιο μεγαλόσωμοι από τους ανθρώπους που ήταν γύρω από την φωτιά, που σήμαινε ότι μάλλον ήταν όλοι οι γονείς των παιδιών. Ήταν όλοι κοντά ο ένας στον άλλον, κοντά στα παιδιά τους, κάνοντας ανήσυχες κινήσεις και έμοιαζαν ότι συζητούσαν για κάτι πολύ σοβαρό. Χωρίς αμφιβολία, αυτό ήταν το σημείο όπου έπρεπε να πάνε. Ήταν το σημείο που τους είπε ο Νίκος Λιβανός. Ο Στέλιος έστριψε το περιπολικό αριστερά και βγήκε από τον δρόμο. Εκεί, υπήρχε ένα κομμάτι ανακατεμένου χώματος και άμμου που μπορούσε να παρκάρει το όχημα. Έσβησε την μηχανή, έβαλε τα κλειδιά στο χέρι του και κατέβηκε, χωρίς να κλείσει τους φάρους. Η μικρή φωτιά έκαιγε γύρω στα είκοσι μέτρα μακριά τους και με μια πρώτη ματιά όλα φαινόντουσαν φυσιολογικά, αν εξαιρέσει κανείς τα βλέμματα ανακούφισης που προερχόντουσαν από τους γονείς μόλις είδαν τους αστυνομικούς. Ο Στέλιος και ο Λεωνίδας άρχισαν να κατευθύνονται προς την φωτιά, με τα παπούτσια τους να βυθίζονται όλο και πιο πολύ στην άμμο καθώς προχωρούσαν και τα μάτια τους να ελέγχουν κάθε σπιθαμή του χώρου γύρω τους. Ο Στραβός δεν μπορούσε να τραβήξει το χέρι του μακριά από την θήκη του πιστολιού του. Τον είχε κυριεύσει ασυναίσθητα ένα άγχος και το χέρι του πήγαινε μόνο του στην θήκη, χαϊδεύοντας το χερούλι του πιστολιού. Ο Λεωνίδας του έκανε ένα νόημα με τα μάτια να χαλαρώσει, δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος και μόνο τότε ο Στέλιος το κατέβασε, προσωρινά τουλάχιστον. Έφτασαν κοντά στους γονείς, που και αυτοί με την σειρά τούς τους πλησίασαν. «Χαίρομαι που ήρθατε» είπε ένας πατέρας. «Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε ο Λεωνίδας. Κοίταξε τα παιδιά – το μεγαλύτερο δεν θα μπορούσε να είναι πάνω από δεκατεσσάρων – που καθόντουσαν γύρω από την μικρή φωτιά τους ήσυχα, αλλά τα πρόσωπα τους έδειχναν ότι κάτι διέκοψε την διασκέδαση τους. Ένα από αυτά, ένα δεκατετράχρονο, σηκώθηκε και έσβησε την μουσική που ακουγόταν από ηχεία που ήταν συνδεδεμένα σε έναν φορητό υπολογιστή. «Τα παιδιά μας οργάνωσαν ένα πάρτι και καθόντουσαν εδώ με την μουσική ώσπου ήρθε ένας άντρας και φώναζε να την χαμηλώσουν» είπε ένας άλλος πατέρας, τον οποίο αναγνώρισε. Ήταν ο Χρήστος Τσίκος, κάτοικος του Άστρους τον οποίο είχε δει πολλές φορές στο παρελθόν να συχνάζει στα καφενεία. «Μόνο που αυτός δεν φώναζε απλά να την χαμηλώσουν» είπε μια μητέρα. Αυτήν δεν την γνώριζε. «Αυτός ούρλιαζε και έκανε σαν τρελός. Ήταν τρελός! Πήδαγε πάνω κάτω, κούναγε τα χέρια του και ούρλιαζε». «Ξέρετε από πού ήρθε;» τους ρώτησε ο Λεωνίδας. Η γυναίκα έκανε μια κίνηση και έδειξε πίσω της. Οι υπόλοιποι κοίταξαν προς τα πού έδειχνε και συμφώνησαν μαζί της. Η τρομοκρατημένη μητέρα έδειχνε ένα κτίριο ανάμεσα σε χαμηλά, ξερά χόρτα, εκατό μέτρα πιο πέρα το οποίο ήταν ένα εστιατόριο. Το κτίριο είχε την κεντρική του είσοδο πάνω στην παραλιακή οδό του Άστρους, αλλά το πίσω μέρος είχε άλλη μια πόρτα που οδηγούσε κατευθείαν στην παραλία και σε ένα μπαλκονάκι που ήταν τοποθετημένα τραπεζάκια και καρέκλες από τον εστιάτορα. Ο Λεωνίδας γνώριζε πολύ καλά τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Δεν είχε δει ούτε ήξερε κανέναν που να έχει επισκεφτεί ποτέ το συγκεκριμένο εστιατόριο. Με δυσκολία έβλεπε τους τουρίστες (που το καλοκαίρι ήταν αρκετοί) να πατάνε το πόδι τους για να φάνε. Ακόμα και εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού, οι χώροι ήταν σκοτεινοί και άδειοι. Αλλά ο ιδιοκτήτης δεν ήταν τρελός. Μπορεί να είχε τα προβλήματα του, αλλά δεν ήταν τρελός. Στόικος Παναγιωτόπουλος. Έτσι τον έλεγαν. Ήταν πενήντα πέντε ετών και πριν από δύο χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο, τον οποίο δεν πρόλαβε και είχε ήδη εξαπλωθεί σε όλο του το σώμα. Σύμφωνα με τους γιατρούς, δεν του είχε απομείνει πολύ ζωή, αν και ήταν αδύνατο να μπορέσουν να προσδιορίσουν ακριβώς τον χρόνο που του απέμενε. Έτσι, παράτησε το εστιατόριο που ποτέ δεν πήγαινε καλά, αποφάσισε να μείνει εκεί μόνιμα και έγινε αλκοολικός. Σχεδόν ποτέ δεν έβγαινε έξω από το «σπίτι» του και σχεδόν πάντα ήταν μεθυσμένος. «Εσείς που ήσασταν όταν συνέβη αυτό;» ρώτησε τους γονείς ο Λεωνίδας. «Ήμασταν όλοι μας εκεί απέναντι» ανέλαβε να απαντήσει ένας πατέρας που δεν είχε μιλήσει ακόμα, δείχνοντας τους ένα άλλο κτίριο, στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση που ήταν το εστιατόριο του Παναγιωτόπουλου. Ήταν μια ψαροταβέρνα που είχε ανοίξει πολύ πρόσφατα από ένα παντρεμένο ζευγάρι που ήρθαν από τον Πειραιά και γνώριζαν μεγάλη επιτυχία. Η ταβέρνα είχε πολύ κόσμο τον χειμώνα, πόσο μάλλον το καλοκαίρι. Προφανώς είχαν πάει εκεί όλοι οι γονείς να κάτσουν και τα παιδιά τους αποφάσισαν να οργανώσουν παράλληλα ένα πάρτι στην παραλία. «Ποιος σας ενημέρωσε όταν ήρθε ο άντρας;» «Ήρθε τρέχοντας ο γιός μου, ο Νικόλας και μας φώναξε» απάντησε ο Χρήστος Τσίκος, δείχνοντας το αγόρι που φανέρωσε την αμηχανία του όταν όλοι γύρισαν προς το μέρος του. «Όταν ήρθε ο άντρας κρατούσε ένα ρόπαλο και φώναζε, αλλά ευτυχώς δεν πλησίασε τα παιδιά». «Είδατε όλοι το ρόπαλο;» ρώτησε ο Στέλιος τα παιδιά. Όλα κούνησαν τα κεφάλια τους θετικά και ακούστηκαν και μερικά χαμηλόφωνα «ναι». «Ε, ΕΣΕΙΣ ΕΚΕΙ!» Η φωνή ακούστηκε ξαφνικά από αριστερά τους, από την πλευρά του ερημωμένου εστιατορίου και ήταν τόσο κοφτή και απότομη που όλοι τινάχτηκαν και μερικά παιδιά ούρλιαξαν τρομαγμένα. Ο Λεωνίδας γύρισε προς το μέρος της φωνής, το ίδιο ξαφνιασμένος με όλους, και πρόλαβε να τραβήξει το πιστόλι από την θήκη του. Ο Στέλιος γύρισε επίσης γρήγορα, αλλά δεν έκανε κίνηση να βγάλει το πιστόλι του, αν και το χέρι του είχε πάει πάλι ασυναίσθητα πάνω στο χερούλι. Ο Λεωνίδας αναγνώρισε τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Είχε πλησιάσει κοντά τους και κανένας δεν τον είχε πάρει είδηση. Ήταν ένας κοντός και χοντρός άντρας, με γυαλιά και μεγάλη καράφλα και περπατούσε, μάλλον παραπατούσε προς το μέρος τους πάνω στην παχιά άμμο. Είχε όψη που δεν σου άφηνε αμφιβολία ότι ήταν μεθυσμένος – ξανά. Κρατούσε στο αριστερό του χέρι κάτι μακρύ που αναμφίβολα ήταν η καραμπίνα του. Αμέσως ο Λεωνίδας έστρεψε το δικό του όπλο προς το μέρος του και ο Στέλιος έβγαλε το δικό του και έκανε το ίδιο. Ο Στόικος Παναγιωτόπουλος συνέχιζε το παραπάτημα του προς το μέρος τους, χωρίς να δείχνει ότι αντιλήφτηκε πως δύο πιστόλια ήταν στραμμένα εναντίων του. Ωστόσο, δεν έδειχνε καμία πρόθεση να χρησιμοποιήσει την καραμπίνα. Ο Λεωνίδας δεν θα δίσταζε να πυροβολήσει αν ήταν απαραίτητο. Κρατούσε το πιστόλι του ψηλά και σταθερά, οι χτύποι της καρδιάς του και η αδρεναλίνη είχαν αυξηθεί, παρόλο που γνώριζε τον άντρα και λυπόταν τα προβλήματα υγείας του. Οι δύο αστυνομικοί άρχισαν να κινούνται προς το μέρος του σχηματίζοντας έναν νοητό κύκλο γύρω από τον άντρα, περικυκλώνοντας τον. «Αφήστε με στην ησυχία μου. Όλοι σας» είπε ο Παναγιωτόπουλος, ενώνοντας τα σύμφωνα μεταξύ τους με μια περίεργη φωνή. «Σταμάτα εκεί που είσαι!» του φώναξε επιτακτικά ο Λεωνίδας. Ο Παναγιωτόπουλος υπάκουσε και σταμάτησε, όμως δεν έδειχνε ακόμη σημάδια ότι καταλάβαινε πολλά από όσα συνέβαιναν. Αρκούσε που δεν έδειχνε επιθετικός. Με τους μεθυσμένους, όμως, πάντα έπρεπε να ήσουν προσεκτικός. Ιδίως τους οπλισμένους μεθυσμένους. «Φύγετε όλοι, φύγετε όλοι. Δεν πρέπει να είστε εδώ» συνέχιζε να λέει. «Άσε το όπλο κάτω!» είπε ο Στέλιος. «Άφησε το όπλο στο έδαφος!» είπε ταυτόχρονα και ο Λεωνίδας. Ο Παναγιωτόπουλος στράφηκε ξαφνιασμένος προς το χέρι του και κοίταξε το όπλο που κρατούσε με ένα βλέμμα που φανέρωνε πως είχε ξεχάσει πως το είχε φέρει μαζί του. Υπάκουος, έσκυψε σιγά – σιγά (όσο του επέτρεπε το μεθύσι) και το άφησε στην άμμο. Αμέσως, ο Λεωνίδας, ανακουφισμένος που ο άντρας ήταν τόσο υπάκουος, έβαλε το πιστόλι του στην θήκη και κατευθύνθηκε προς το μέρος του ενώ ταυτόχρονα ο Στέλιος συνέχιζε να τον σημαδεύει. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν με αφήνετε να κοιμηθώ» τους είπε με φανερό παράπονο. Ο Λεωνίδας δεν έδωσε σημασία και τον άρπαξε από τους ώμους. Μόλις τον πλησίασε αισθάνθηκε σαν να μπήκε στην ατμόσφαιρα ενός άλλου πλανήτη που βρώμαγε αλκοόλ. Κράτησε την αναπνοή του όσο μπορούσε και γύρισε τον μεθυσμένο άντρα εκατόν ογδόντα μοίρες ώστε να βλέπει την πλάτη του. Την ίδια στιγμή πλησίασε και ο Στέλιος (μόλις δέχτηκε το κύμα της μυρωδιάς του αλκοόλ που προερχόταν από τον άντρα έκανε έναν μορφασμό) και σήκωσε την καραμπίνα από την άμμο. Ο Λεωνίδας του άρπαξε με ευκολία το ένα χέρι και το έφερε πίσω από την πλάτη του, και ταυτόχρονα, με συντονισμένες και γρήγορες κινήσεις που είχε επαναλάβει αμέτρητες φορές, με το αριστερό του χέρι τον άρπαξε σταθερά από τον ώμο. Ο Παναγιωτόπουλος αναγκάστηκε να ρίξει το βάρος του πάνω στον αστυνομικό και να τον αφήσει να τον καθοδηγήσει όπου ήθελε εκείνος. Ήταν παγιδευμένος και δεν μπορούσε να κάνει κίνηση. Ο Λεωνίδας, με τον Παναγιωτόπουλο εγκλωβισμένο στην λαβή του, άρχισε να κινείται προς την ταβέρνα. Ο μεθυσμένος άντρας έκανε πραγματικότητα την υπόσχεση του ότι θα επέστρεφε με το όπλο του. Η κατάσταση θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά και το γεγονός ότι εκείνος δεν είχε δείξει την διάθεση να χρησιμοποιήσει την καραμπίνα δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Ωστόσο, ο Λεωνίδας δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στο θέμα και ήταν σίγουρος ότι ο Στέλιος, που τους ακολούθαγε ακριβώς από πίσω με την καραμπίνα στο χέρι, θα ήθελε το ίδιο. Θα τον έσερνε πίσω στην ταβέρνα του, θα τον τρομοκρατούσε με βρισιές και απειλές για να μην το ξανακάνει και θα προσπαθούσε να πείσει τους γονείς των παιδιών να μην κινηθούν νομικά, πράγμα που είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν. Πίστευε ότι θα το κατάφερνε για το χατίρι αυτού του ετοιμοθάνατου, δυστυχισμένου άντρα που δεν είχε συναίσθηση του τι έκανε. Μετά, θα του έπαιρναν την καραμπίνα και απλά θα είχαν περισσότερο τον νου τους να μην βλάψει κανέναν άλλον κάθε φορά που θα είχαν βάρδια. Ο Παναγιωτόπουλος γύρισε το κεφάλι του όσο μπορούσε προς το μέρος του Λεωνίδα. Αμέσως, η βρώμα του αλκοόλ έγινε διπλάσια πιο έντονη και προσπάθησε να απομακρύνει το κεφάλι του από την άλλη, χωρίς να υπάρχει μεγάλη διαφορά. «Είναι ανυπόφορο» του είπε. «Έχω να κοιμηθώ μια εβδομάδα» Ο Λεωνίδας σκέφτηκε ότι ήταν λογικό ένας άνθρωπος που έπαιρνε το ένα φάρμακο πίσω από το άλλο για να επιβιώσει να είχε επιπλοκές στον ύπνο του, όταν μάλιστα η λήψη των φαρμάκων του γινόταν με την βοήθεια του αλκοόλ και όχι του νερού. Τον κοίταξε στο πρόσωπο, σε αυτό το μικρό, άσχημο πρόσωπο και είδε ότι έκλαιγε. «Είναι ανυπόφορο» είπε ξανά. «Ξέρεις πως είναι. Ξέρεις πως είναι να έχεις επισκέπτη την νύχτα». Επισκέπτη; Ο Λεωνίδας σταμάτησε να περπατάει και πάγωσε στην θέση του, αν και είχαν φτάσει στην είσοδο της ταβέρνας. Ξαφνικά, όλη η εξάντληση που αισθανόταν από την δική του έλλειψη ύπνου βγήκε στην επιφάνεια. Ασυναίσθητα, χαλάρωσε την λαβή του αλλά ο Παναγιωτόπουλος δεν πήρε την ευκαιρία να ξεφύγει. Συνέχιζε να τον κοιτάει δακρυσμένος. Ο Στέλιος τους κοίταξε με απορία. Είχε χρησιμοποιήσει αυτήν την λέξη; Επισκέπτη; *** Η βάρδια του είχε τελειώσει δίχως άλλα περίεργα. Το περιστατικό του Στόικου Παναγιωτόπουλου έληξε και οι γονείς συμφώνησαν πως δεν επιθυμούσαν την ποινική δίωξη του βασανισμένου από την μοίρα άντρα. Ωστόσο, η λέξη που είχε δώσει για να περιγράψει τους εφιάλτες του στριφογύριζε στο κεφάλι του Λεωνίδα σαν ρόδα σε λούνα παρκ. Δεν ανέφερε τίποτα στην γυναίκα του, την Βέρα, αλλά ούτε και στον Στραβό – αν και ο Στέλιος ήταν ασυνήθιστα σιωπηλός και σκεπτικός σε όλο το υπόλοιπο της βάρδιας τους. Ήταν δυνατό να έβλεπαν τους ίδιους εφιάλτες; Ήταν επιστημονικά εφικτό δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, με εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, διαφορετική ψυχολογία και από διαφορετικά μέρη να έχουν κάτι τέτοιο κοινό; Το μυαλό του αδυνατούσε να το δεχτεί, όμως ήταν η μόνη εξήγηση που μπορούσε να βγάλει. Κατά κάποιον τρόπο, είχε καταλήξει να έχει τις ίδιες διαταραχές ύπνου και να βλέπει τα ίδια όνειρα με έναν ετοιμοθάνατο, καταθλιπτικό και μόνιμα μεθυσμένο άνθρωπο που ήταν βουτηγμένος μέσα στις χημειοθεραπείες και τα φάρμακα. Αυτό τον ανησύχησε περισσότερο από όλα και αποφάσισε πως ήταν καιρός να αφήσει στην άκρη την περηφάνια του, να δεχτεί ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα και να πάει σε γιατρό. Όση ώρα τα σκεφτόταν αυτά, ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ο ύπνος τον έπαιρνε σιγά – σιγά. Ήταν τόσο ευχάριστη αυτή η αίσθηση και ένιωσε όλη την εξάντληση να ξεχύνεται έξω από το σώμα του σαν αύρα. Ήταν τόσο χαρούμενος που επιτέλους θα κοιμόταν λίγο, έστω και αν η ώρα είχε πάει δύο και ήξερε ότι στις τέσσερις τα χαράματα θα ήταν πάλι ξύπνιος. Και τι δεν θα έδινε για να μπορούσε να κοιμηθεί οχτώ ώρες χωρίς διακοπή. Διάολε, τι δεν θα έδινε για να κοιμόταν έξι ώρες χωρίς διακοπή! Μέσα σε λίγη ώρα βρέθηκε ολομόναχος σε μια περιοχή που δεν είχε ξαναδεί. Το τοπίο γύρω του ήταν ορεινό, με κορυφές βουνών και τεράστιους, άγριους βράχους να υψώνονται γύρω του. Ο ουρανός ήταν καθαρός χωρίς σύννεφα να χαλάνε την καταγάλανη παλέτα. Παρόλο που βρισκόταν στην μέση του πουθενά, μέσα στην απόλυτη ησυχία ακουγόντουσαν τα κύματα της θάλασσας αλλά η θάλασσα δεν φαινόταν πουθενά. Έπρεπε να βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από νερό, όμως θα ορκιζόταν ότι άκουγε καθαρά τα κύματα να χύνονται στην αμμουδερή ακτή σαν να ήταν δίπλα του. Ξαφνικά, ένα μαύρο σύννεφο εμφανίστηκε στον ουρανό ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Κοιτώντας πάνω είδε ότι στο κέντρο του σύννεφου άρχισε να σχηματίζεται μια δίνη και να κατεβαίνει προς το μέρος του. Πισωπλάτησε ασυναίσθητα με το θέαμα και τρόμος άρχισε να τον καταλαμβάνει. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν συνηθισμένο σύννεφο και αυτό δεν ήταν μια συνηθισμένη δίνη. Είχε συναίσθηση ότι όλα αυτά γινόντουσαν μέσα στο όνειρο του και ότι το πραγματικό του σώμα ήταν με ασφάλεια στο κρεβάτι του, αλλά η αίσθηση του τρόμου ήταν πραγματική και προσπάθησε να την αποδιώξει. Με την σκέψη του έδωσε διαταγή στο σύννεφο να φύγει αλλά δεν έγινε τίποτα. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε διαπιστώσει ότι μπορούσε να ελέγχει και να αποφασίζει τι θα γινόταν στα όνειρα του μονάχα με την σκέψη του. Αυτή τη φορά, δεν είχε την δυνατότητα. Το κέντρο του σύννεφου, εκεί που κατέβαινε η δίνη, άλλαζε χρώμα και από μαύρο έγινε σταδιακά κόκκινο ενώ η δίνη σταμάτησε να κατεβαίνει. Την ίδια στιγμή, όσο άλλαζε χρώμα, τόσο άλλαζε και η θερμοκρασία του αέρα γύρω του. Όλο και αυξανόταν, ώσπου έγινε τόσο αποπνικτικά που δεν μπορούσε να αναπνεύσει με άνεση. Σήκωσε τα χέρια του στον λαιμό του και με μαλάξεις προσπάθησε να τον καθαρίσει. «Ε, εσείς εκεί!» Ήταν σίγουρος ότι ήταν μόνος του όλη αυτήν την ώρα, να όμως που μια φωνή που δεν αναγνώρισε ακούστηκε από πίσω του. Γύρισε απότομα και, χωρίς να το καταλάβει, σήκωσε το δεξί του χέρι. Απρόσμενα, το υπηρεσιακό του πιστόλι βρέθηκε μέσα στο χέρι του που προηγουμένως ήταν άδειο και σημάδεψε προς το μέρος της φωνής. Εκεί, είδε μια φιγούρα να στέκεται μόλις πέντε μέτρα μακριά του. Ήταν ο Στόικος Παναγιωτόπουλος. Ο άνθρωπος που στεκόταν εκεί δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον μεθυσμένο μεσήλικα που συνάντησαν το απόγευμα με την καραμπίνα του στο χέρι, ούτε ήταν κοντός, ούτε χοντρός, όμως ήξερε ότι ήταν αυτός. Ο Παναγιωτόπουλος απλά στεκόταν εκεί και περίμενε. Το πιστόλι του Λεωνίδα συνέχιζε να σημαδεύει σταθερά και αποφασιστικά το σώμα του άντρα. «Ξέρεις πως είναι. Ξέρεις πως είναι να έχεις επισκέπτη» του είπε. Το πρόσωπο του Λεωνίδα συσπάστηκε λίγο με το άκουσμα των λέξεων, αλλά διατήρησε την αποφασιστικότητα του. Είχε φανερά επηρεαστεί από τα γεγονότα που είχε κατά την διάρκεια της βάρδιας του και είχαν έρθει να τον στοιχειώσουν στα όνειρά του. «Τι εννοείς;» ρώτησε. «Γεια, είμαι ο Επισκέπτης σου» είπε με φωνή που τώρα σίγουρα δεν ήταν του Παναγιωτόπουλου. Η φωνή του ήταν τόσο αλλαγμένη που θα ταίριαζε σε έναν τριαντάχρονο δημοσιογράφο ραδιοφωνικού σταθμού – τόσο ωραία και απαλή ήταν. «Ποιος είσαι; Γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου;» Ο Λεωνίδας είχε χάσει την ψυχραιμία του. Μπορεί να είχε καταφέρει με το μυαλό του να εμφανίσει το πιστόλι του στα χέρια του (το μοναδικό όπλο που είχε για να προστατευτεί εναντίων του πλάσματος αυτού και δεν είχε σκοπό να το εγκαταλείψει) αλλά το μυαλό του δεν είχε την δυνατότητα να ελέγξει τον Επισκέπτη. Ο Επισκέπτης δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας του. Ήταν πραγματική οντότητα από κάπου, δεν ήξερε που, και πλέον ήταν σίγουρος για αυτό. Ήταν μια απειλή που έπρεπε να αντιμετωπίσει. «Γεια, είμαι ο Επισκέπτης σου» είπε ξανά, προσθέτοντας περισσότερη δόση αγωνίας στον Λεωνίδα. Τι θα γινόταν αν αυτή τη στιγμή τον πυροβολούσε; Τι θα γινόταν αν ο ίδιος πέθαινε στο όνειρο του; Δεν ήξερε… «Τι θέλεις από εμένα;» ρώτησε, κατεβάζοντας το πιστόλι του. «Σε λίγο θα είμαι κοντά σου, σε λίγο θα με δεις, σε λίγο όλη σου η πραγματικότητα θα αλλάξει» του είπε με μια ανάσα. Ο Λεωνίδας σήκωσε γρήγορα το χέρι του, αποφασισμένος να τον πυροβολήσει και ότι έμελλε να γίνει, ας γινόταν. Την ίδια στιγμή, αλλά με μεγαλύτερη ταχύτητα, το πλάσμα άνοιξε τα χέρια του στο πλάι, σχηματίζοντας έναν σταυρό. Όταν το έκανε αυτό, ένα κύμα ισχυρού, καυτού αέρα ήρθε από πίσω του και έπεσε πάνω τους, κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμη πιο αποπνικτική. Λωρίδες από μαύρο ύφασμα που κρεμόντουσαν από τα ρούχα του σηκώθηκαν με το αέρα και ανέμιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα, η δίνη από το σύννεφο που βρισκόταν ακόμη πάνω από τα κεφάλια τους έκανε απειλητικούς κύκλους και κατέβαινε γρήγορα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να γινόταν αν η δίνη έφτανε στο έδαφος; Ο Λεωνίδας με δυσκολία κρατιόταν όρθιος από τον αέρα και τα μάτια του πονάγανε από την δόση θερμού αέρα που είχαν δεχτεί. Προσπάθησε να σηκώσει το πιστόλι του να πυροβολήσει το πλάσμα που τα προκαλούσε όλα αυτά, να αντισταθεί όσο μπορούσε, όμως δεν μπορούσε να δει που βρισκόταν. Ο Επισκέπτης δεν φαινόταν να επηρεάζεται από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του. Μόνο οι λωρίδες υφάσματος που κρεμόντουσαν από τα ρούχα του ανέμιζαν σαν τρελά σαν μικρά πλοκάμια χταποδιού. Γύρω του, ολόκληροι βράχοι που ζύγιζαν τόνους άρχισαν να ξεκολλάνε από το έδαφος και από τις κορυφές των βουνών και έκαναν γύρους στον αέρα μέχρι που έφταναν στην δίνη του σύννεφου και τα απορροφούσε. Ο Λεωνίδας γονάτισε κάτω, καλύπτοντας το κεφάλι του και άρχισε να ουρλιάζει καθώς αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει. Τότε, όλα γύρω τους ηρέμησαν, σταμάτησαν. Ο αέρας σταμάτησε τόσο απότομα σαν να είχε κλείσει κάποιος την κεντρική πόρτα της εισόδου. Το σύννεφο είχε εξαφανιστεί μαζί με την δίνη του και η θερμοκρασία είχε επανέλθει στο φυσιολογικό. Ο Λεωνίδας άκουσε τον ήχο των κυμάτων και μόνο τότε σηκώθηκε πάλι όρθιος. Το μόνο που είχε απομείνει και δεν είχε εξαφανιστεί ήταν εκείνο το πλάσμα που στεκόταν ακόμη εκεί, ήρεμο, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Του έριξε μια ματιά φοβισμένος, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο. Το πλάσμα, με μια φωνή που δεν έμοιαζε με την προηγούμενη που χρησιμοποιούσε αλλά ακούστηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη της περιοχής που βρισκόντουσαν, ούρλιαξε κάτι σαν «Αατβί-τάαμ» και εξαφανίστηκε μέσα σε μια δεσμίδα γαλάζιου φωτός. Ο Λεωνίδας, το επόμενο πράγμα που αντίκρισε ήταν το ταβάνι του δωματίου του. Άλλος ένας εφιάλτης μόλις είχε τελειώσει και για άλλη μια φορά ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, με τα σκεπάσματα να βρίσκονται παντού στο κρεβάτι εκτός από πάνω του. Η Βέρα ήταν εκεί δίπλα του (πάντα ήταν δίπλα του) και κοιμόταν. Ήξερε ότι αυτό ήταν, είχε κοιμηθεί όσο μπορούσε να κοιμηθεί και δεν πρόκειται να τον έπαιρνε ξανά ο ύπνος. Αυτό που δεν ήξερε ο Λεωνίδας ήταν ότι η Βέρα ήταν και αυτή ξύπνια εκείνη τη στιγμή. Είχε μόλις ξυπνήσει η ίδια από έναν δικό της εφιάλτη και ήταν λίγο ανήσυχη επειδή ο εφιάλτης που είχε δει είχε πολλά κοινά με τους εφιάλτες που της περιέγραφε ο άντρας της. Επισκέπτης; Αυτό που δεν ήξερε ο Λεωνίδας ήταν ότι σχεδόν κανένας σε ολόκληρο το Άστρος και τα υπόλοιπα χωριά του δήμου Κυνουρίας δεν είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ και, όποιοι κατάφεραν να κοιμηθούν έστω και για λίγο, είδαν ακριβώς τον ίδιο εφιάλτη. *** Καθόταν στην θέση του συνοδηγού, το μέρος που πάντα καθόταν όταν είχε βάρδια. Για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωθε έτσι. Δεν μπορούσε να περιγράψει ούτε στο ελάχιστο πως αισθανόταν εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν πρώτη φορά που ένιωθε έτσι. Δεν είχε όρεξη να δει και να μιλήσει με κανέναν, τα νεύρα του ήταν έτοιμα να σπάσουν με την παραμικρή ενόχληση που θα του προκαλούσε κάποιος και όλα αυτά ήταν σε συνδυασμό με τις δύο ώρες ύπνου που κατάφερε να κάνει το προηγούμενο βράδυ. Δύο ώρες ύπνου που περιείχαν και τον χειρότερο και πιο ζωντανό εφιάλτη που είχε δει ποτέ. Δεν ήθελε να σκέφτεται καν τον εφιάλτη. Ένιωθε τις αρθρώσεις και τους συνδέσμους στο κορμί του έτοιμους να λυθούν και το σώμα του να πέσει και να σπάσει με την μία. Το πιο περίεργο ήταν ότι αισθανόταν πως ο Στραβός ένιωθε ακριβώς το ίδιο. Κοίταξε προς την πλευρά του Στέλιου Στραβολαίμη που οδηγούσε το περιπολικό. Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ, το όχημα κινούταν μέσα στο χωριό του Άστρους και τα φώτα των δρόμων έπεφταν πάνω στο πρόσωπο του επαναλαμβανόμενα. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και γενικά το πρόσωπό του ήταν σε μαύρα χάλια. Επίσης, δεν είχε βγάλει ούτε μια λέξη από την ώρα που ξεκίνησαν την βάρδια τους και ούτε είχε αστειευτεί μαζί του όταν είχαν βρεθεί στις δέκα η ώρα, όπως συνήθιζε να κάνει. Ίσως σήμερα έτσι να ήταν καλύτερα. Δεν είχε την πολυτέλεια να σκέφτεται και να αγχώνεται για τον Στραβό όταν είχε ο ίδιος δικά του προβλήματα να αντιμετωπίσει. Το πρωί είχε τσακωθεί με την Βέρα. Ήταν ένας κλασικός τσακωμός, ένας από τους χιλιάδες που είχε ζήσει στο παρελθόν, δίχως να τρέχει κάτι σημαντικό. Η Βέρα είχε ξυπνήσει και αυτή το πρωί με νεύρα και τα δικά της νεύρα ήρθαν σε σύγκρουση με τα δικά του. Έφαγαν μαζί το μεσημέρι χωρίς να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες και πέρασαν ολόκληρο το απόγευμα σιωπηλοί, μέχρι που ο Λεωνίδας έπρεπε να φύγει για την βάρδια του. Έσκυψε το κεφάλι του, σήκωσε το χέρι του και έτριψε το κέντρο του μετώπου του ξεφυσώντας. Τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς ρόδινα για αυτόν, το αντίθετο μάλιστα, έπρεπε, όμως, να συγκεντρωθεί και να τα αντιμετωπίσει. Έπρεπε να κοιτάξει μπροστά και να συνέλθει το συντομότερο δυνατόν γιατί βρισκόταν σε βάρδια και αυτό σήμαινε ότι είχε ευθύνες. Δεν μπορούσε, όμως, να ξεφορτωθεί αυτό το περίεργο συναίσθημα που είχε που δεν μπορούσε να περιγράψει. Μέσα στην ησυχία που κυριαρχούσε μέσα στο περιπολικό, ο ασύρματος βρόντηξε με την φωνή του Νίκου Λιβανού, που ήταν Αξιωματικός Υπηρεσίας, τρομάζοντας τους. Τους είπε με σταθερή φωνή να πάνε να ελέγξουν ένα ύποπτο όχημα με αθηναϊκές πινακίδες που κινούταν εκείνη την στιγμή στην παραλιακή οδό του Άστρους. Η κλήση αυτή τους ζωντάνεψε λίγο και αμέσως ο Στέλιος ανέπτυξε ταχύτητα και βγήκε από το χωριό με κατεύθυνση την παραλία. Το περιπολικό κινούταν με ταχύτητα αλλά με σβηστούς τους φάρους γιατί δεν ήθελαν να τους καταλάβουν από μακριά και δώσουν την ευκαιρία στο ύποπτο όχημα να απομακρυνθεί τρέχοντας. Ο παραλιακός δρόμος ήταν μόλις ένα χιλιόμετρο μακριά τους. Με σταθερά μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα, διέσχισαν το χωριό του Άστρους και χώθηκαν στα στενά που έβγαζαν στην παραλία. Ο Στραβός έδειξε την εμπειρία του και τις γνώσεις του στους δρόμους αυτούς που κυκλοφορούσε από μικρός (μπορεί να καταγόταν από την Τρίπολη, έμενε όμως με τους γονείς του στο Άστρος) οδηγώντας με αποφασιστικότητα το περιπολικό και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η μαύρη, λεία έκταση της θάλασσας φάνηκε μπροστά τους. Μόνο τότε ελάττωσαν την ταχύτητα τους αρκετά ώστε να προλάβουν να εντοπίσουν το όχημα. Η κίνηση εκείνη την ώρα ήταν ελάχιστη οπότε βρήκαν αμέσως το αυτοκίνητο με τις αθηναϊκές πινακίδες που τους περιέγραψε ο Λιβανός. Κινούταν με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. Ο Στέλιος κόλλησε το περιπολικό σχεδόν από πίσω από το άλλο όχημα και το ακολούθησε με αυτόν τον τρόπο για περίπου διακόσια μέτρα. Ο Λεωνίδας σημείωσε τον αριθμό των πινακίδων κυκλοφορίας του στο υπηρεσιακό μπλοκάκι του περιπολικού. Ακολούθησαν για λίγο ακόμα το αυτοκίνητο κολλημένοι από πίσω του για να μπορέσουν να δουν τυχόν αντιδράσεις από τους επιβάτες του. Όταν τίποτα δεν έγινε, ο Στέλιος άναψε τον φάρο και άφησε την σειρήνα να ακουστεί για μερικά δευτερόλεπτα, δίνοντας τους να καταλάβουν ότι ήταν υποχρεωμένοι να σταματήσουν. Από τις λάμψεις του φάρου, είδαν ότι στο αυτοκίνητο επέβαινε μόνο ένας επιβάτης. Αυτές τις στιγμές, ο Λεωνίδας ήταν έτοιμος για όλα και το ίδιο έτοιμος θα έπρεπε να είναι και ο Στραβός. Θα έπρεπε να είναι έτοιμος να ανοίξει απότομα ταχύτητα στην περίπτωση που ο ύποπτος αποφασίσει να διαφύγει με το αυτοκίνητο ή να καλυφτεί στην περίπτωση που ο ύποπτος ανοίξει πυρ. Το δεύτερο σενάριο μπορεί να ήταν πολύ απίθανο, αλλά δεν είναι καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος και μετά να σκεφτείς ότι ήσουν υπερβολικός παρά να βρεθείς σε έκπληξη, γυμνός στον κίνδυνο; Προς ικανοποίηση του Λεωνίδα, το όχημα ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε σε ένα λασπωμένο άνοιγμα, δέκα μέτρα μπροστά τους. Πρώτος κατέβηκε ο Λεωνίδας και αμέσως μετά ακολούθησε ο Στέλιος. Δεν πλησίασαν το ύποπτο όχημα, απλώς στάθηκαν πίσω από τις ανοιχτές πόρτες με αναμμένη την μηχανή. Ο Λεωνίδας φώναξε στον οδηγό του οχήματος να σβήσει την μηχανή του και να τοποθετήσει τα κλειδιά του στην οροφή. Η μηχανή έσβησε και ένα χέρι βγήκε από το παράθυρο, αφήνοντας τα κλειδιά στην άκρη της οροφής. Το χέρι του Λεωνίδα ακουμπούσε για άλλη μια φορά μέσα σε δύο μέρες την λαβή του πιστολιού του, έτοιμος για όλα. «Άνοιξε την πόρτα σου αργά και έβγα έξω με τα χέρια ψηλά» του φώναξε. Για δύο δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνας δεν έγινε καμία κίνηση. Έπειτα, ακούστηκε ο απαλός ήχος της πόρτας που άνοιγε και έξω βγήκε ο άντρας, το κεφάλι του πρώτα και μετέπειτα το υπόλοιπο σώμα. Είχε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και φόραγε ένα μαύρο μπλουζάκι με το σήμα των Iron Maiden. Πάνω – κάτω, δεν έμοιαζε μεγαλύτερος από τριάντα χρονών. Με μια υποψία τρέμουλου, ο άντρας στάθηκε δίπλα στο όχημα του και σήκωσε το βλέμμα του προς τους αστυνομικούς. «Αφήστε με να φύγω» είπε με μια βραχνή φωνή. «Σας παρακαλώ». Ο Λεωνίδας εντελώς ξαφνικά τράβηξε το πιστόλι του από την θήκη και το έστρεψε προς το μέρος του άντρα. Το ίδιο έκανε και ο Στέλιος, χωρίς να ήταν σίγουρος ότι υπήρχε κάποια απειλή. Ο Λεωνίδας είχε αναγνωρίσει τον άντρα. Από την αρχή είχε την υποψία ότι τον είχε ξαναδεί, αλλά μόλις σήκωσε το βλέμμα του, σιγουρεύτηκε. Ήταν ο καταζητούμενος δραπέτης από το τμήμα των Εξαρχείων, ο άντρας που η φωτογραφία του στάλθηκε με φαξ σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της Ελλάδας και τώρα ήταν κρεμασμένη στον πίνακα ανακοινώσεων, έξω από το γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας. Ο Λεωνίδας ήταν σίγουρος ότι ήταν αυτός, όμως κάτι δεν ήταν ίδιο. Κοίταξε καλύτερα τον άντρα που στεκόταν μπροστά του και κατάλαβε τι ήταν αυτό. Ήταν το βλέμμα του. Στην φωτογραφία, ο άντρας είχε πανέξυπνη ματιά. Μια ματιά που άνηκε σε κάποιον που του κόβει πάνω σε αυτό που κάνει, σε κάποιον πανέξυπνο. Αυτό που έβλεπε τώρα μπροστά του ήταν εντελώς διαφορετικό. Τα μάτια του είχαν κάπου χάσει την σπιρτάδα τους, ήταν φοβισμένα και δακρυσμένα. Η φωνή του, όταν είχε μιλήσει, ήταν παρακαλετή. Έβγαζε γνήσια ικεσία. Αφήστε με να φύγω, σας παρακαλώ τους είχε πει. Τα μαλλιά του ήταν εντελώς ατημέλητα, σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. Μόλις είδε τα όπλα των αστυνομικών να στρέφονται προς το μέρος του, το κακομοίρικό του ύφος έγινε ακόμη χειρότερο και τα γόνατά του λύγισαν. Σίγουρα ο Λεωνίδας δεν είχε διαμορφώσει αυτήν την εικόνα στο μυαλό του για το προφίλ του άντρα κοιτώντας την φωτογραφία του. Σίγουρα αυτή δεν ήταν συμπεριφορά ενός άντρα που κατάφερε να ξεφύγει από το στόμα του λύκου, από το αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων. «Αφήστε με να φύγω. Θέλω να φύγω από την πόλη αυτή!» συνέχιζε να κλαψουρίζει ο άντρας, κατεβάζοντας τα χέρια του σιγά – σιγά. Ο Στέλιος κοίταξε γεμάτος απορία τον Λεωνίδα. «Τα χέρια ψηλά και μην κάνεις απότομες κινήσεις!» του φώναξε εκείνος. «Απομακρύνσου από το αυτοκίνητο με τα χέρια ψηλά!» Ο άντρας δεν υπάκουσε καμία εντολή του Λεωνίδα. Αντίθετα, κατέβασε τα τρεμάμενα χέρια του και μίλησε: «Έρχεται» είπε. Η φωνή του δεν ήταν τόσο κλαψιάρικη όσο πριν. Είχε χαμηλώσει την ένταση της, αλλά διατηρούσε μια πινελιά ικεσίας μέσα της. «Όπου να’ ναι θα είναι εδώ». Τι λέει; αναρωτήθηκαν και οι δύο αστυνομικοί, όταν ο άντρας έβγαλε μια μικρή κραυγή και εκσφενδονίστηκε μέσα στο αυτοκίνητο του. Ο Λεωνίδας και ο Στέλιος δεν πυροβόλησαν, φυσικά, γιατί δεν είχαν το δικαίωμα από τον νόμο. Ο άντρας έβγαλε κάτι εφεδρικά κλειδιά που είχε προφανώς προνοήσει να κρύψει σε κάποιο σημείο του αυτοκινήτου, έβαλε μπρος και επιτάχυνε απότομα. Ο Λεωνίδας και ο Στέλιος έβαλαν τα πιστόλια πίσω στην θήκη τους και έκαναν να μπουν στο περιπολικό. Δεν πρόλαβαν, όμως. Αυτά που ακολούθησαν έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβαν να τα συνειδητοποιήσουν. Και οι δύο ήταν έτοιμοι να μπουν στο περιπολικό αλλά σταμάτησαν. Όλος ο τόπος γύρω τους, όλη η εξοχή, ακόμα και η θάλασσα και τα βουνά φωτίστηκαν. Δεν ήταν λάμψη από προβολείς, όμως η φωτεινότητα έκανε την νύχτα – μέρα για πολλή ώρα με μια γαλάζια απόχρωση. Ήταν σαν να είχε πέσει αστραπή ακριβώς δίπλα τους, μόνο που διήρκησε αρκετά δευτερόλεπτα. Ο Λεωνίδας προσπάθησε να κοιτάξει προς την πηγή του φωτός. Αναγκάστηκε να σφίξει τα μάτια του και να φέρει το χέρι του μπροστά τους. Από την μεριά της θάλασσας στα δεξιά τους εντόπισε ένα σφαιρικό, μακρόστενο αντικείμενο γαλάζιου χρώματος, σαν σωλήνα, να εκπέμπει όλη αυτή τη λάμψη και να κατεβαίνει με μικρή ταχύτητα προς το έδαφος. Ήταν πραγματικά σαν να προσπαθούσε να κοιτάξει στο κέντρο μιας αστραπής. Ο μικρός «σωλήνας» ήταν – δεν ήταν δέκα μέτρα πάνω από το έδαφος και κατέβαινε αθόρυβα, ώσπου εξαφανίστηκε πίσω από κάτι δέντρα και καλαμιές. Ο Λεωνίδας γύρισε προς το μέρος του Στέλιου εμβρόντητος για να διαπιστώσει αν όλα αυτά ήταν συμπτώματα της αϋπνίας του, εκείνος όμως τα είχε δει όλα και συνέχιζε να κοιτάζει πίσω από τα δέντρα και τις καλαμιές. Μπορεί να είχαν χάσει οπτική επαφή με το αντικείμενο (που δεν μπορεί να είχε μάκρος παραπάνω από δύο μέτρα) όμως η γαλάζια λάμψη υπήρχε ακόμη. Ήταν σαν να βρέθηκαν ξαφνικά σε έναν πλανήτη που φωτιζόταν από έναν γαλάζιο ήλιο. Ο Λεωνίδας αισθάνθηκε τα γόνατα του να λυγίζουν και γύρισε για να καθίσει στο κάθισμα του συνοδηγού. Το μυαλό του είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό με τον δραπέτη των Εξαρχείων και ήταν έτη φωτός μακριά από την πραγματικότητα που ζούσε τώρα. Ο δραπέτης ήταν ελεύθερος να πάει να κρυφτεί στην πλησιέστερη μεγάλη πόλη αν ήθελε, να επιστρέψει στην Αθήνα ή ακόμη και να πάει να πνιγεί. Δεν τον ένοιαζε. Τι ήταν αυτό που τους είχε πει; Όπου να’ ναι θα είναι εδώ; Αυτό εννοούσε; Η γαλάζια λάμψη εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο και ταχύτητα με την οποία εμφανίστηκε. Δεν ήταν σαν να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη. Απλά, όλο το γαλάζιο φως απορροφήθηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάει ο «σωλήνας» και τους άφησε πάλι πίσω στο σκοτάδι. Τα μάτια τους έπρεπε να περιμένουν να προσαρμοστούν για να μπορέσουν να ξαναδούν. Ο Λεωνίδας κατάφερε να βρει λίγη από την δύναμή του για να σηκωθεί ξανά και, χωρίς να πει κουβέντα, άρχισε να περπατάει προς την παραλία. Ο Στέλιος έβγαλε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά το πιστόλι του και τον ακολούθησε. Άφησαν το περιπολικό παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου και με ανοιχτές τις πόρτες. Τα φώτα του φάρου (που μπροστά στην γαλάζια λάμψη έμοιαζαν με μικρά αναμμένα καντηλάκια της εκκλησίας ενώ ολόκληρο το κτίριο της εκκλησίας είχε τυλιχτεί στις φλόγες) έφεγγαν πάνω τους. Εντελώς τυχαία, βρέθηκαν να περπατάνε στο ίδιο σημείο με χθες το απόγευμα: εκεί που είχε στηθεί ένα πάρτι με φωτιά από μερικά παιδιά. Με τα πιστόλια στα χέρια τους, προσπέρασαν την λακκούβα που είχαν σκάψει οι μικροί και είχαν ανάψει την φωτιά τους. Το μόνο που είχε μείνει μέσα στην λακκούβα ήταν το κάρβουνο των ξύλων. Αυτή τη φορά, έστριψαν αριστερά για να κάνουν τον κύκλο γύρω από τις χοντρές καλαμιές. Τουλάχιστον προς τα εκεί φάνηκε να κατευθύνεται και να κατεβαίνει το αντικείμενο, εκτός και αν αποφάσισε να διασχίσει την θάλασσα. Μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε κανένα ίχνος του. Όλα γύρω τους ήταν σκοτεινά, εκτός από τις λιγοστές λάμψεις από τον φάρο του περιπολικού που κατάφερναν να διαπεράσουν τις καλαμιές. Επίσης, δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Ο Στέλιος άναψε τον δυνατό φακό του, αλλά και πάλι ήταν πολύ μικρός για να τα βάλει με την σκοτεινιά της φύσης και να φωτίσει σε ικανοποιητικό βαθμό το περιβάλλον γύρω τους. Ο Λεωνίδας έκανε μια αστεία σκέψη, σε αντίθεση με την άγνωστη κατάσταση την οποία αντιμετώπιζαν, και καταράστηκε το κράτος που εξ’ αιτίας των περικοπών που έκανε δεν κατάφεραν να έχουν έναν ισχυρό, μεγάλο φακό για τέτοιες περιστάσεις. Ο Στέλιος μετακινούσε την δέσμη από τον φακό του συνεχόμενα από τα δεξιά προς τα αριστερά και μετά πάλι, ξανά. Όλα έδειχναν φυσιολογικά, όσο φυσιολογικά θα μπορούσαν να είναι μετά από μια τέτοια εμφάνιση. Ο Λεωνίδας βρήκε χρόνο για να αναρωτηθεί τι ήταν το περιστατικό που μόλις συνέβη. Πρώτα, ο δραπέτης εμφανίζεται τρομοκρατημένος, τους παρακαλάει να τον αφήσουν να φύγει από την πόλη και λέει ότι σύντομα κάποιος θα είναι εδώ. Ελάχιστα μετά την διαφυγή του, εμφανίζεται ένα γαλάζιο αντικείμενο στον ουρανό εκπέμποντας φως και αιωρείται προς την παραλία προτού εξαφανιστεί μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Το περιστατικό αυτό δεν ήταν σαν κανένα που να έχει ξαναδεί, αλλά ακουγόταν πολύ σαν τις ιστορίες για εμφανίσεις εξωγήινων αεροσκαφών. Η αλήθεια είναι ότι πολλά χαρακτηριστικά του γαλάζιου αντικειμένου είναι κοινά με τα χαρακτηριστικά των ιστοριών: παράξενο σχήμα, εκτυφλωτικό φως, αθόρυβη αιώρηση στον αέρα… Όμως, όντας περισσότερο ρεαλιστής, ο Λεωνίδας προσπάθησε να δώσει πιο λογικά συμπεράσματα πριν τρέξει σε ακραία. Θα μπορούσε να ήταν κάποιο πρότυπο αεροσκάφος της αεροπορίας, αν και δεν υπήρχε κανένα στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά τους. Θα μπορούσε να ήταν κάποιο μετεωρολογικό φαινόμενο που να μην είχε τύχει να γνωρίζει, κάτι σαν το Βόρειο Σέλας. Είδε με την άκρη του ματιού του τον Στέλιο να σταματά να κινείται και να κοκαλώνει την δέσμη του φακού σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Είχαν προχωρήσει αρκετά πίσω από τις καλαμιές, σε ένα σημείο που η άμμος λιγόστευε κάπως και σε σημεία φύτρωνε κοντό γρασίδι. Ήταν πιο εύκολο να περπατήσουν σε αυτό το έδαφος. Γύρισε προς το μέρος του συναδέλφου του και τον είδε να έχει καρφωμένο το βλέμμα του προς τα εκεί που έφεγγε ο φακός. «Κοίτα εκεί». Η φωνή του, που είχε μόλις καταφέρει να ακουστεί, ήταν γεμάτη τρόμο. Πρώτη φορά έβλεπε τον Στραβό σε αυτήν την κατάσταση. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν, τα μάτια του ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους και, παρόλο το σκοτάδι, έβλεπε καθαρά πως το δέρμα του είχε πανιάσει. Γύρισε προς τα εκεί που έπεφτε η δέσμη του φακού και το χέρι του πήγε ενστικτωδώς να πιάσει το πιστόλι του. Η δέσμη έπεφτε χαμηλά, εκεί που φύτρωνε γρασίδι που δεν ξεπερνούσε τους είκοσι πόντους. Μέσα στο γρασίδι ξεχώριζαν δύο μικροί, στρογγυλοί κορμοί δέντρων, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε με την πρώτη ματιά. Έπιασε με το χέρι του το χέρι του Στέλιου (που δεν είχε σκοπό να κάνει καμία κίνηση) που κρατούσε τον φακό και το σήκωσε πιο ψηλά. Η δέσμη ανέβηκε και τους εμφάνισε ότι οι κορμοί δεν ήταν άλλο παρά ένα ζευγάρι λεπτά, μαύρα πόδια. Όσο ανέβαινε και φώτιζε διαφορετικά μέρη του σώματος, τους εμφάνισε μια πλάτη που κουνιόταν πάνω – κάτω έντονα, σαν το πλάσμα να δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Τότε ήταν που το χέρι του Λεωνίδα έσφιξε πιο σφιχτά την λαβή του πιστολιού του. Η δέσμη του φακού φώτιζε πολύ λίγα κάθε φορά και αυτό δεν τους βοηθούσε καθόλου να καταλάβουν τι ήταν αυτό που έβλεπαν, ήταν σίγουροι όμως ότι μπροστά τους στεκόταν ακίνητο ένα πλάσμα που τους είχε γυρισμένη την φαρδιά του πλάτη. Από όσο μπόρεσαν να διακρίνουν, τα χέρια του και τα πόδια του ήταν πολύ λεπτά. Δεν έδειχνε να φορά οτιδήποτε σαν ρούχα πάνω του και το δέρμα του (ή ό, τι και να ήταν αυτό που είχε πάνω του, τέλος πάντων) ήταν κατάμαυρο. Το φως που έβγαινε από τον φακό κατάφερνε να το φωτίσει, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε να απορροφιόταν από αυτό. Ο Λεωνίδας έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στον Στέλιο για να τον κάνει να συνέλθει από τον τρόμο του και του έκανε νόημα να βγάλει το πιστόλι του. Μπορεί και ο ίδιος να φοβόταν, όμως ήταν αστυνομικοί και κάτι έπρεπε να κάνουν. «Έι, εσύ!» φώναξε ο Λεωνίδας σημαδεύοντας με το πιστόλι του το πλάσμα και πλησιάζοντας το αργά. Το «έι, εσύ» μπορεί να μην ήταν η καλύτερη προσταγή που είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στην αστυνομική του καριέρα, όμως δεν του βγήκε να πει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν συνηθισμένος να δίνει εντολές σε εξωγήινους. Εντάξει, μπορεί να μην ήταν ακριβώς εξωγήινος, δεν είχε ιδέα τι στο διάολο μπορεί να ήταν, αλλά φαίνεται ότι ήρθε από αυτόν τον γαλάζιο σωλήνα που είχαν δει προηγουμένως και σίγουρα δεν έμοιαζε με κανένα ζωντανό πλάσμα πάνω στον πλανήτη Γη, οπότε ο ορισμός «εξωγήινος» του έκανε. Το πλάσμα δεν έδειχνε να αντιδρά με την φωνή του Λεωνίδα. Συνέχιζε να τους έχει γυρισμένη την πλάτη που ανεβοκατέβαινε έντονα πάνω – κάτω. Η δέσμη του φακού δεν ήταν σταθερή από το περπάτημα του Στέλιου και το τρεμάμενο χέρι του (του Λεωνίδα του έφτανε πως ο Στραβός δεν είχε παραλύσει από τον φόβο και λιποθυμήσει. Του αρκούσε πως τον ακολουθούσε έστω και με δυσκολία) και δεν μπορούσαν να το διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι. Οι αστυνομικοί άρχισαν να κινούνται προς το μέρος του, χωρίς να είναι σίγουροι για το πώς πρέπει να αντιδράσουν. Αν αυτό το πλάσμα ήταν όντως από άλλο πλανήτη, τα όπλα τους θα ήταν αρκετά να το αντιμετωπίσουν; Διάολε, τα όπλα τους θα ήταν αρκετά να τους προστατεύσουν; Ούτε το χέρι του Λεωνίδα δεν ήταν σταθερό. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση που είχε πάντα εκείνη την στιγμή είχε εξανεμιστεί από μέσα του σαν σταγόνα νερού που έπεφτε σε καυτή επιφάνεια. Κάθε σκέψη είχε διαγραφεί από το μυαλό του. Ακόμα και η κούραση που του προκαλούσε η αϋπνία είχε περάσει. Ένιωθε πως όλη του η καριέρα, όλη του η ζωή τον προετοίμαζε για εκείνο το βράδυ, για εκείνη την στιγμή. Είχαν πλησιάσει στα δέκα μέτρα. Ο φακός μπορούσε και φώτιζε καλύτερα από αυτήν την απόσταση και το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Το πλάσμα στεκόταν ακόμα στο ίδιο σημείο, με τα κοντά χόρτα να υψώνονται γύρω του, σαν να είχε μόλις συγκρουστεί το σκάφος του. Το μόνο που έλειπε ήταν ο κρατήρας της σύγκρουσης. Ενώ ο Λεωνίδας ήταν έτοιμος να φωνάξει ξανά, το πλάσμα σταμάτησε να σηκώνει και να κατεβάζει την πλάτη του, σαν να σταμάτησε να αναπνέει. Ταυτόχρονα, σταμάτησαν να περπατάνε και οι αστυνομικοί. Πάγωσαν. Ο Στέλιος έβγαλε ένα υπόκωφο, μικρό μουγκρητό τρόμου και κοίταξε τον Λεωνίδα με μάτια μικρού κοριτσιού. Υπό άλλες συνθήκες ο Λεωνίδας θα είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια με την εικόνα αλλά ήξερε ότι και ο ίδιος κάπως έτσι θα έμοιαζε. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να γίνει τίποτα, πολύ λίγα δευτερόλεπτα, όταν το πλάσμα άρχισε να γυρνάει προς το μέρος τους. Δεν γύρναγε αργά, αλλά ούτε και πολύ γρήγορα. Μέχρι τώρα ο Λεωνίδας έλπιζε ότι όλα αυτά ήταν κόλπα της φαντασίας του, ότι έβλεπε έναν ακόμη ρεαλιστικό εφιάλτη. Όμως, βλέποντας το πλάσμα να κινείται μπροστά του, βεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσει στο κρεβάτι του με τα σκεπάσματα δεξιά – αριστερά και την Βέρα ξαπλωμένη δίπλα του. Βεβαιώθηκε ότι κατά κάποιον τρελό τρόπο όλα αυτά ήταν πραγματικότητα. Το πλάσμα είχε σχεδόν γυρίσει ολόκληρο προς το μέρος τους. Δεν ήταν σίγουροι αν ήθελαν να δουν το πρόσωπό του, αν είχε. Λίγο πριν γυρίσει εντελώς, ο Λεωνίδας και ο Στέλιος βρέθηκαν στον αέρα σαν κάτι να τους έσπρωξε πολύ δυνατά και προσγειώθηκαν με την πλάτη τους στην άμμο, ένα μέτρο πιο πίσω. Η καρδιά του Λεωνίδα χτύπαγε στο στήθος του με ανεπανάληπτη μανία. Ανασηκώθηκε κρατώντας ακόμη το όπλο του, έκπληκτος από αυτό που μόλις είχε συμβεί. Προσπάθησε να κοιτάξει προς το πλάσμα αλλά δεν μπορούσε. Η όραση του είχε θολώσει χωρίς λόγο σαν να είχε τα μάτια του ανοιχτά κάτω από νερό. Τα έκλεισε και τα άνοιξε ξανά αλλά το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Διαπίστωσε πόσο τρομερό είναι να μην έχεις την πλήρη όραση σου, αλλά γιατί; Πως είχε γίνει αυτό; Μόνο τότε παρατήρησε τις ομοιότητες. Τις ομοιότητες με τα όνειρά του. Τα όνειρα που ήταν υπεύθυνα για τις αϋπνίες του. Ήταν απλά σύμπτωση; Ή μήπως το πλάσμα ήταν ο Επισκέπτης των ονείρων του; Έτριψε τα μάτια του με αυτό που ένιωθε ότι ήταν το χέρι του αλλά όσο και να έτριβε, η όραση του δεν βελτιωνόταν. Ήταν σκοτεινά, ο Στέλιος είχε ρίξει τον φακό του (ο Στέλιος που ήταν ακόμη εκεί, πεσμένος δίπλα του, βογκώντας) και το μόνο που κατάφερνε να δει ήταν σκιές και, συγκεκριμένα, μια μεγάλη σκιά να έρχεται και να στέκεται σχεδόν από πάνω τους. Το πλάσμα ήταν ακόμα εκεί. Η φιγούρα που έβλεπε ήταν ο Επισκέπτης του. Σήκωσε με απρόσμενη αδυναμία το χέρι του και προσπάθησε να σημαδέψει την θολή φιγούρα που έβλεπε με το πιστόλι του. Προσπάθησε να πυροβολήσει, όμως δεν τα κατάφερε. Ήθελε να πυροβολήσει, αλλά δεν μπορούσε να δώσει την εντολή στον εγκέφαλό του. Ένιωσε ότι το μυαλό του δεν του άνηκε πλέον, ότι κάποιος άλλος έκανε πλέον κουμάντο. Ένιωσε ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο κεφάλι του και τριγυρνούσε. Και αυτός ο κάποιος τριγυρνούσε με άνεση, δεν προσπαθούσε να κρυφτεί ή να μην γίνει αντιληπτός. Και αυτός ο κάποιος χαιρόταν με αυτό. Ο Λεωνίδας έσφιξε με δύναμη τα μάτια του και προσπάθησε να διώξει αυτό το συναίσθημα. Αναγκάστηκε να αφήσει το πιστόλι να πέσει στην άμμο για να κρατήσει το κεφάλι του με τα δύο χέρια. Άκουσε τον Στέλιο να αφήνει μια κραυγή αγωνίας δίπλα του. Η φιγούρα απλώς στεκόταν από πάνω τους, κοιτώντας τους. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζε. Αυτός ο κάποιος που τριγυρνούσε στο κεφάλι του μόλις σταμάτησε να τριγυρνάει και τώρα απλώς στεκόταν σκεπτικός. Αμέσως μετά, έφυγε από το μυαλό του, όμως πρώτα τον ένιωσε να αφήνει κάτι πίσω του, κάτι που δεν κατάλαβε τι ήταν, θα καταλάβαινε όμως αργότερα. Ο Λεωνίδας άρχισε να προσεύχεται, κάτι που δεν το έκανε πολύ συχνά. Προσευχόταν όσο του επέτρεπε η φιγούρα να προσευχηθεί από μέσα του. Πότε θα τελείωνε αυτός ο εφιάλτης; Ένιωθε σαν το ποντίκι που το έπαιζε η γάτα χωρίς να το σκοτώνει, απλώς και μόνο για να παίξει, να το ταλαιπωρήσει, να γνωρίσει ποια είναι τα όρια και από ποιο σημείο και μετά το ποντίκι θα μάτωνε, όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν απλό παιχνίδι. Υπήρχε ένας μεγαλύτερος σκοπός που εξυπηρετούσε το πλάσμα. Τότε, μες την θολούρα που έβλεπαν τα μάτια του, το πλάσμα φάνηκε να υψώνει τα χέρια του μέχρι τους ώμους του. Ταυτόχρονα, άρχισε να αισθάνεται έναν εσωτερικό πόνο. Στην αρχή ένιωσε μια μικρή ενόχληση, όμως όλο και μεγάλωνε όσο το πλάσμα σήκωνε όλο και πιο ψηλά τα χέρια του. Ήταν ένας πόνος που ξεκίναγε από το κέντρο του σώματος του, ένας πόνος που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ και είχε απλωθεί σε όλα τα εσωτερικά όργανα του σώματος του. Μεγάλωνε και μεγάλωνε. Ο Στέλιος δίπλα του άρχισε να ουρλιάζει. Είχε απλώσει το κεφάλι του πίσω και είχε σηκώσει την μέση του σχηματίζοντας ένα ανατριχιαστικό ανθρώπινο τόξο. Τα χέρια του είχαν αγκυλώσει και τα δάχτυλά του είχαν πάρει το σχήμα των νυχιών ενός γερακιού. Η άμμος είχε κολλήσει στις άκρες των μαλλιών του που ακουμπούσαν το έδαφος. Και ούρλιαζε. Ο Λεωνίδας έσφιξε τα δόντια και άφησε ένα συνεχόμενο βογκητό, τόσο δυνατό που ακουγόταν σαν να έκαναν ηλεκτροσόκ σε έναν γορίλα. Ένιωσε μέσα του όλα τα όργανα να πονάνε, να σαπίζουν και για πρώτη φορά ένιωσε τόσο άδειος. Και τα χέρια του πλάσματος όλο και υψώνονταν. Και ο πόνος όλο και μεγάλωνε και μεγάλωνε. Πόσο πολύ μπορούσε να μεγαλώσει θα το μάθαιναν. «Κάντο να σταματήσει! Κάντο να σταματήσει!» κατάφερε να ουρλιάξει ο Στέλιος ανάμεσα στις υπόλοιπες κραυγές του. «Κάντο να σταματήσει!» Τελικά, οι εφιάλτες που έβλεπε ήταν πραγματικοί και τους ζούσε τώρα. Και μόλις συνειδητοποίησε ότι οι αϋπνίες και οι εφιάλτες των υπολοίπων δεν ήταν τυχαίοι. Είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους. Είχαν κάποια σχέση με αυτό το πλάσμα. Άκουσε μια κραυγή. Δεν του πήρε πολύ ώρα για να καταλάβει ότι η κραυγή δεν προήλθε από τον Στέλιο, ούτε από τον ίδιο. Όπως ήταν πεσμένος, κατάφερε να γυρίσει λίγο το σώμα του και είδε έναν τρίτο άντρα να πέφτει στο έδαφος λίγο πιο πίσω τους. Ο άντρας του φάνηκε πως ήταν κοντός, χοντρός και με καράφλα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ο Στόικος Παναγιωτόπουλος που το εστιατόριο του ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά από το σημείο. Από εκεί που ήταν πεσμένος, ο Λεωνίδας μπορούσε να δει τον λόφο που σχημάτιζε η πεσμένη κοιλιά του μόνιμα μεθυσμένου άντρα που είχε απειλήσει ένα τσούρμο παιδιά το προηγούμενο βράδυ (το προηγούμενο βράδυ που αισθανόταν ότι άνηκε σε μια άλλη ζωή) και τον άκουγε να ουρλιάζει από πόνο. Από το στήθος του άρχισαν να βγαίνουν φωτεινές κηλίδες που αιωρήθηκαν στον αέρα και «πετούσαν» όλο και πιο ψηλά, σαν πυγολαμπίδες. Έβγαιναν όλο και περισσότερες και απλώθηκαν σε όλη τη περιοχή γύρω τους. Οι κηλίδες είχαν ένα αρρωστημένο, αποκρουστικό κίτρινο χρώμα. Ήταν το χρώμα του πόνου. Ήταν το εμετικό χρώμα του έντονου, ανυπόφορου πόνου και ολόκληρος έβγαινε από το σώμα του Παναγιωτόπουλου. Το σώμα του Παναγιωτόπουλου που υπέφερε από προχωρημένο και μη – αντιμετωπίσιμο καρκίνο. Ο Παναγιωτόπουλος πέθαινε. Ο Λεωνίδας και ο Στέλιος ένιωθαν τον πόνο του Παναγιωτόπουλου. Ένιωθαν πως είναι να πεθαίνεις. Πόσο σάπιο είναι. Και το πλάσμα ήταν αυτό που προκαλούσε τον πόνο του καρκίνου να βγει, σαν κίτρινες πυγολαμπίδες. Το πλάσμα σκότωνε τον Παναγιωτόπουλο. Και όσο ο Παναγιωτόπουλος πέθαινε ουρλιάζοντας, τόσο ο αέρας γύρω τους γέμιζε με εκατομμύρια πυγολαμπίδες, σαν νιφάδες χιονιού μέσα σε χιονοθύελλα. «Σταμάτα!» φώναξε με όση περισσότερη δύναμη είχε ο Λεωνίδας στο πλάσμα. Εκείνο απλά στεκόταν ακόμη από πάνω τους με τα χέρια υψωμένα στον νυχτερινό ουρανό σαν αρχηγός ινδιάνικης φυλής που προσκαλεί την βροχή να πέσει στο ξεραμένο τους έδαφος. Ο Λεωνίδας και ο Στέλιος ένιωθαν τον πόνο του Παναγιωτόπουλου. Ένιωθαν ό, τι ένιωθε. Ο πόνος που ένιωθαν όλη αυτή την ώρα δεν ήταν δικός τους. Το πλάσμα είχε βρει έναν τρόπο να διοχετεύσει τον πόνο από το σώμα του Παναγιωτόπουλου στο δικό τους. Ο πόνος τους ήταν ο δικός του πόνος, μόνο που αυτό που ένιωθαν ήταν μονάχα μια γεύση. Ο Παναγιωτόπουλος υπέφερε ακόμη περισσότερο και ο Λεωνίδας δεν ήθελε να φανταστεί πόσο, διώχνοντας αυτήν την σκέψη από το μυαλό του. Μόνο που δεν μπορούσε. Η σκέψη αυτή ήταν κολλημένη εκεί, σαν αυτοκόλλητο σε τζάμι που δεν ξεκολλούσε. Τότε κατάλαβε ότι μπορούσε να ακούσει τον πόνο του Στέλιου, όχι με τα αυτιά του, αλλά μέσα στο μυαλό του. Μπορούσε να ακούσει τον Στέλιο να παρακαλάει τον πόνο να σταματήσει. Μόνο που εκείνος δεν μίλαγε, δεν μπορούσε να μιλήσει γιατί ούρλιαζε. Μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Και μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του πλάσματος. Ένιωσε το μυαλό του να μπαίνει στο μυαλό του πλάσματος σαν επισκέπτης που είχε την δυνατότητα να ψάξει τριγύρω ελεύθερα. Και έμαθε τα σχέδια του. Ανακάλυψε τρομερά πράγματα. Φρικιαστικά πράγματα που είχε σκοπό να κάνει και τον ανάγκασαν να φύγει από εκεί μέσα αμέσως. Γύρισε προς το μέρος του Παναγιωτόπουλου που ήταν ξαπλωμένος ακόμη στην παραλία, αλλά είχε σταματήσει να φωνάζει. Εκείνη τη στιγμή, οι κίτρινες κηλίδες σταμάτησαν να βγαίνουν από το στήθος του και σιγά – σιγά όσες αιωρούνταν ακόμη στον αέρα ξεθώριασαν. Άλλες κηλίδες, μαύρες αυτή τη φορά, άρχισαν να βγαίνουν, αντικαθιστώντας τις κίτρινες. Οι μαύρες κηλίδες ήταν πολύ λιγότερες από τις πρώτες, ελάχιστες για την ακρίβεια, αλλά ήταν τόσο μαύρες που ξεχώριζαν ακόμη και μέσα στην νύχτα. Ήταν μαύρες κηλίδες θανάτου. Ο Στόικος Παναγιωτόπουλος είχε πεθάνει, απαλλαγμένος από τον πόνο που αισθανόταν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Λεωνίδας κοίταξε τις κηλίδες που και αυτές άρχισαν να υψώνονται στον αέρα και να ξεθωριάζουν. Ταυτόχρονα, ο πόνος που ένιωθε ο ίδιος εξασθενούσε. Οι μαύρες κηλίδες θα μπορούσαν να ήταν η ψυχή του Παναγιωτόπουλου που βγήκε από το σώμα του όταν πέθανε, αλλά ο Λεωνίδας δεν ήθελε να σκεφτεί ότι οι ψυχές είχαν χρώμα μαύρο και εξαφανιζόντουσαν μετά τον θάνατο. Δεν το δεχόταν αυτό. Οι μαύρες κηλίδες ήταν οι κηλίδες του θανάτου και η ψυχή του Παναγιωτόπουλου ήταν κάπου αλλού, ασφαλής, τελεία και παύλα. *** Όλα ήταν ήρεμα. Ούτε κραυγές αγωνίας και πόνου, ούτε περίεργες κηλίδες πόνου και θανάτου, ούτε μεταφυσικά πλάσματα. Μόνο ο ήχος των κυμάτων που γλιστρούσαν πάνω στην βρεγμένη αμμουδερή παραλία. Η γαλήνη πριν την επερχόμενη καταιγίδα. Ο Λεωνίδας είχε την ευκαιρία του να τα παρατήσει όλα εκείνη την στιγμή. Όπως σκέφτηκε πολλές φορές τις επόμενες ημέρες, έπρεπε να είχε αρπάξει αυτήν την ευκαιρία και να μην ανησυχήσει για τίποτα. Έπρεπε να μείνει εκεί, ξαπλωμένος στην παραλία και να μην νοιαστεί για τίποτα. Είχε βολευτεί πάνω στην άμμο και θα μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος εκείνη τη στιγμή. Άλλωστε, έπασχε από αϋπνίες, έτσι δεν είναι; Τότε, διάολε, δικαιούταν ύπνο όποτε μπορούσε! Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Το πλάσμα είχε εξαφανιστεί. Κανένα ίχνος του δεν είχε μείνει. Η όραση του είχε επανέλθει στο φυσιολογικό. Καθισμένος στο έδαφος, κοίταξε πίσω του και τον είδε. Στο σημείο όπου ο Στόικος Παναγιωτόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή βρισκόταν το άψυχο κορμί του, μια ακίνητη, σκοτεινή ανθρώπινη μάζα στην νυχτερινή παραλία. Άπλωσε το χέρι του και σκούντηξε δυνατά τον Στέλιο, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα του. «Στραβέ! Στραβέ, σύνελθε γρήγορα!» βγήκε η φωνή του αρκετά παράξενη, χωρίς να μπορέσει να προσδιορίσει γιατί. Ο Στέλιος, που είχε τις αισθήσεις του αλλά φαινόταν να είχε χάσει επαφή με το περιβάλλον από την αγωνία του πόνου που ένιωθε, σήκωσε αδύναμα τα χέρια του και έτριψε το κεφάλι του, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Άφησε ένα μουγκρητό δυσαρέσκειας. Ο Λεωνίδας σηκώθηκε, πάσχισε να κρατήσει την ισορροπία του καθώς ένιωθε αδύναμα τα πόδια του και όλα τα μέλη του σώματος του, και κινήθηκε προς το πτώμα του Παναγιωτόπουλου. Γονάτισε δίπλα στο κεφάλι του. Το πρόσωπό του είχε συσπαστεί σε έναν μορφασμό πόνου και πέθανε με αυτόν. Του έκλεισε τα μάτια. Τον θυμήθηκε που μόλις το περασμένο βράδυ τους είχε πλησιάσει με το μεθυσμένο του βήμα, φωνάζοντας «Έι, εσείς εκεί!». Το πλάσμα είχε έρθει να τον σκοτώσει. Ή μήπως του είχε κάνει την χάρη, λυτρώνοντας τον από τον κίτρινο πόνο; Όσο το σκεφτόταν ο Λεωνίδας, τόσο περισσότερο ανακάλυπτε ότι υπήρχαν πράγματα στο κεφάλι του που δεν υπήρχαν εκεί πριν. Πράγματα που δεν ήξερε και δεν θα έπρεπε να ξέρει. Θυμήθηκε πως κατάφερε να διαβάσει τις σκέψεις του Στέλιου. Θυμήθηκε πως κατάφερε να μπει στο μυαλό του πλάσματος. Και κατάλαβε. Κατάλαβε ότι το πλάσμα είχε μπει και αυτό στο μυαλό του και είχε αφήσει κάτι πίσω του. Αυτό που είχε αφήσει ήταν γνώσεις. Κάποιες ελάχιστες, τουλάχιστον. Γνώσεις που κανονικά δεν θα έπρεπε να ξέρει. Γνώριζε ότι οι αϋπνίες του δεν ήταν οι μοναδικές σε όλη την περιοχή. Σχεδόν ολόκληρο το Άστρος και τα γύρω χωριά δεν είχε κοιμηθεί καθόλου τις περασμένες δύο νύχτες. Γνώριζε ότι οι αϋπνίες αυτές είχαν προκληθεί κατά κάποιον τρόπο από τον ερχομό του πλάσματος και για κάποιον λόγο επηρέασαν τον ίδιο και ελάχιστους άλλους λίγο περισσότερο. Και το χειρότερο: γνώριζε ότι κάτι, ακόμα πιο τρομαχτικό θα γινόταν πολύ σύντομα στην περιοχή. Επίσης, εκτός από αυτές τις γνώσεις που είχε αποκτήσει που έβγαζαν κάποιο νόημα, υπήρχαν και κάποιες άλλες, εντελώς διάσπαρτες, που δεν σήμαιναν τίποτα. Ισορροπία. Πεπρωμένο. Άπειρο. Αυτές οι λέξεις υπήρχαν διασκορπισμένες μέσα στο κεφάλι του και τριγύρναγαν συνέχεια, σαν να έπρεπε να σημαίνουν κάτι πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. Επίσης, υπήρχε άλλη μια λέξη που δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα, αλλά, κατά έναν παράδοξο τρόπο, είχε ξανακούσει. Αατβί-τάαμ. *** Ο Στέλιος καθόταν στην γνωστή του θέση πίσω από το τιμόνι του περιπολικού. Στον Λεωνίδα φαινόταν θαύμα πως ο Στραβός είχε επιβιώσει και μάλιστα κατάφερε να σηκωθεί και κατά κάποιον τρόπο να τον ακολουθήσει μέχρι το περιπολικό, οι προβολείς του οποίου πάλευαν τον δρόμο τους ανάμεσα από τις καλαμιές, οδηγώντας τους προς το μέρος του. Τώρα, ο Στέλιος είχε ακουμπήσει πάνω στο τιμόνι και κράταγε το κεφάλι του, κοιτώντας τον Λεωνίδα με βλέμμα που ρώταγε αν όλο αυτό το είχαν ζήσει πραγματικά ή ήταν μέρος του χειρότερου εφιάλτη ενός δαίμονα. Φαινόταν σαν να είχε συνέλθει από το χειρότερο μεθύσι και ξενύχτι που μπορούσε να αντέξει. Τίποτα γύρω τους δεν φαινόταν να έχει σημασία: το περιπολικό, τα όπλα τους, η βάρδιά τους. Όλα ήταν ασήμαντα μικρά μπροστά στην μεγαλοσύνη του πλάσματος που είδαν, ακόμα και η ίδια η ζωή τους. Ο Στόικος Παναγιωτόπουλος είχε πεθάνει – το σώμα του βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένο στην παραλία και ο Λεωνίδας σκεφτόταν ότι έπρεπε να ειδοποιήσουν στον ασύρματο τον Νίκο Λιβανό για τον θάνατο. Έπρεπε να ειδοποιήσουν τον Λιβανό για το γαλάζιο αντικείμενο στον ουρανό και για το πλάσμα. Δεν θα τους πίστευαν, βέβαια, και θα τους πέρναγαν για τρελούς (και μέσα σε μερικές μέρες θα έχαναν και οι δύο την δουλειά τους, το σήμα τους και την αξιοπρέπεια τους) αλλά ήταν σίγουρος ότι θα είδαν πολλοί άλλοι τον γαλάζιο σωλήνα στον νυχτερινό ουρανό. Δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί περισσότερο (και ούτε θα έβρισκε χρόνο όλο το υπόλοιπο βράδυ). Η φωνή του Νίκου Λιβανού ακούστηκε πολύ δυνατά στο ηχείο του ασυρμάτου του περιπολικού, τρομάζοντας τους. Η φωνή του ακούστηκε δυνατά και καθαρά, αλλά είχε έναν τόνο ανησυχίας μέσα της. «Μονάδα 811, μονάδα 811, απάντησε!» Ο Λεωνίδας άπλωσε το χέρι του και σήκωσε το μικρόφωνο. Κάθε υποψία αδυναμίας και αϋπνίας είχε εξαφανιστεί πλέον. «Εδώ μονάδα 811. Τι έγινε Νίκο;» «Ένοπλη συμπλοκή στην κεντρική πλατεία του Άστρους μεταξύ κατοίκων. Πλησιάστε με πολύ προσοχή γιατί βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και ο αριθμός ενόπλων και ο λόγος που ξεκίνησε είναι εντελώς άγνωστος». «Ξεκινάμε, Νίκο. Ειδοποίησε το τμήμα του Άργους να στείλει την Άμεση Δράση». «Έγινε, Λεωνίδα». Τα πράγματα ακουγόντουσαν σοβαρά και ο Λεωνίδας αισθανόταν, ή μάλλον ήξερε, ότι θα γινόντουσαν ακόμη χειρότερα. Δεν είχαν την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μια ένοπλη συμπλοκή όσο αυτή θα ήταν ακόμη σε εξέλιξη (ο Λεωνίδας μπορεί να τα είχε χαμένα με την εμφάνιση του πλάσματος, αλλά η εμπειρία του και το ένστικτο της επιβίωσης του λειτουργούσαν ακόμα) γι’ αυτό προτίμησε να ζητήσει ενισχύσεις από μια πιο κατάλληλη μονάδα από την κοντινότερη πόλη. Ο Στέλιος άργησε να «λειτουργήσει», όμως τελικά έβαλε μπρος το περιπολικό και ξεκίνησε αμέσως για το Άστρος, που δεν ήταν παρά ένα χιλιόμετρο πιο πίσω. Καθώς έκανε αναστροφή, ο Λεωνίδας είδε στον δρόμο τα πεσμένα κλειδιά του καταζητούμενου κλέφτη αυτοκινήτων που είχαν σταματήσει για να συλλάβουν αλλά είχε καταφέρει να ξεφύγει ξανά. Η ανάμνηση του φαινόταν τόσο παλιά, όσο τότε που ζούσε στον πραγματικό κόσμο, χωρίς ιπτάμενα αντικείμενα και εξωγήινα πλάσματα. Τα πεσμένα κλειδιά ήταν για αυτόν η εναπομένουσα απόδειξη της ζωής που ζούσε εκατομμύρια χρόνια πριν και έτη φωτός μακριά, σε ένα μέρος που λεγόταν Γη. Το περιπολικό ανέπτυξε ταχύτητα, με τους φάρους του να περιστρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις και την σειρήνα να ηχεί, ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένας στον δρόμο να προειδοποιήσουν. Η κατάσταση ήταν πλέον επικίνδυνη και δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη. Το παραμικρό να γινόταν θα μπορούσε να στοιχήσει την ζωή και των δύο. Λίγο πριν μπουν στο χωριό, ο ασύρματος ακούστηκε άλλη μια φορά. Ο Νίκος Λιβανός τους ενημέρωσε ότι σε ένα μικρό χωριό λίγο παραπάνω είχε ξεκινήσει μια φωτιά που έκαιγε τα σπίτια και τις αυλές και ότι είχε ειδοποιήσει ήδη την πυροσβεστική υπηρεσία. «Τι συμβαίνει;» κατάφερε να ψελλίσει με φοβισμένη φωνή ο Στέλιος. Ο Λεωνίδας δεν τόλμησε να του απαντήσει. Εκείνος γνώριζε. Είχε αρχίσει. Γνώριζε ότι όλα όσα θα τους συνέβαιναν απόψε ήταν καθοδηγούμενα από τον Επισκέπτη. Όλα ήταν στο σχέδιό του και αυτοί το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να προσπαθήσουν να τα αντιμετωπίσουν. Αν ήταν στο σχέδιό του να πεθάνουν και οι ίδιοι, αυτό θα γινόταν, χωρίς αμφιβολία. Στο μυαλό του αναβόσβηνε σαν φωτεινή ταμπέλα από νέον η ίδια και η ίδια λέξη, συνέχεια. Ισορροπία. *** Όταν έφτασαν στην κεντρική πλατεία, αυτό που συνάντησαν δεν ήταν απλώς μια ένοπλη συμπλοκή μεταξύ κάποιων οπλισμένων κατοίκων του χωριού, αλλά ένα πεδίο μάχης στην μέση του πιο αιματηρού πολέμου της ανθρωπότητας. Φαινόταν σαν ολόκληρο το χωριό να είχε κατέβει με τα πιστόλια και τις κυνηγετικές τους καραμπίνες και είχαν στραφεί ο ένας ενάντια στον άλλον, δίχως να μπορούν να ξεχωρίσουν αν είχαν χωριστεί σε κάποιο είδους στρατόπεδα. Ήταν απλά ο καθένας μόνος του. Είδαν κόσμο που γνώριζαν και κόσμο που δεν γνώριζαν καθόλου. Είδαν φίλους τους να τρέχουν να καλυφτούν πίσω από τσιμεντένια εμπόδια για να καλυφτούν από τα σκάγια που έπεφταν βροχή γύρω τους. Είδαν ανθρώπους που συναντούσαν μια στο τόσο στα καφέ ή στον δρόμο, γνωστά πρόσωπα να σημαδεύουν και να σκοτώνουν εν ψυχρώ άλλους γνωστούς στην πλάτη επειδή έτρεχαν να ξεφύγουν. Μια γυναίκα είχε καταφέρει να βρει ένα γεμάτο πιστόλι και πυροβολούσε προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να την νοιάζει. Όπου έβλεπε άνθρωπο έστρεφε το πιστόλι της, που σχεδόν της έφευγε από το χέρι κάθε φορά που πυροβολούσε από την ανάκρουση. Πρόλαβε να πυροβολήσει άλλες πέντε φορές όταν μια λεπίδα φάνηκε να εξέχει από την κοιλιά της. Ένας άντρας, που με έκπληξη ο Λεωνίδας διαπίστωσε ότι ήταν ο Χρήστος Τσίκος, ένας από τους γονείς των παιδιών που έκαναν πάρτι στην παραλία το προηγούμενο βράδυ, την είχε μαχαιρώσει πισώπλατα με ένα μακρύ μαχαίρι της κουζίνας και η λεπίδα την είχε διαπεράσει. Μέσα στα μάτια του άντρα είδε την απόλυτη παραφροσύνη. Δεν ήταν μάτια ανθρώπου αυτά – τα ανθρώπινα μάτια απουσίαζαν και την θέση τους είχαν πάρει μάτια που δεν έδειχναν κανένα συναίσθημα, μάτια κενά. Ο Στέλιος κοκάλωσε το περιπολικό αρκετά μακριά από την πλατεία. Δεν τολμούσε να πλησιάσει περισσότερο και ο Λεωνίδας δεν τον επιθυμούσε να πλησιάσει. Τέτοια επεισόδια σε τόσο μεγάλη έκταση δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ στην Αθήνα, ούτε τις εποχές των μεγάλων διαδηλώσεων. Είδε τα μάτια του Στραβού να ανοίγουν διάπλατα και να μην πιστεύει σε αυτά που έβλεπε (όχι πως ο ίδιος πίστευε) κοιτώντας παντού γύρω του. Το βλέμμα του σταμάτησε κάπου αριστερά από το περιπολικό και έμεινε εκεί. Ο Λεωνίδας κοίταξε προς αυτό που έβλεπε ο συνάδελφος του και μετάνιωσε αμέσως. Εκεί, πεσμένο στα γόνατα, ήταν ένα αγοράκι, όχι πάνω από εννιά χρονών, που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρότερο κοριτσάκι, πιθανόν η αδελφή του, ξαπλωμένο και με κλειστά τα μάτια. Το πρόσωπο του αγοριού ήταν γεμάτο χώμα αναμιγμένο με δάκρυα και είχε ζωγραφισμένο πραγματική δυστυχία. Το κοριτσάκι είχε μια μεγάλη τρύπα από σκάγια καραμπίνας στο δεξί του ώμο που όλο έβγαζε αίμα και προφανώς είχε φύγει από την ζωή. Όλα αυτά που έβλεπαν έμοιαζαν με το τέλος της ανθρωπότητας. Η κατάσταση ήταν σίγουρα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Σχεδόν ολόκληρο το χωριό έδειχνε να έχει παρανοήσει. Φαινόταν σαν να υπήρχαν ορισμένα άτομα που να μην είχαν επηρεαστεί και να κρατούσαν ακόμη τα λογικά τους. Στα άτομα αυτά τα μάτια τους δεν ήταν κενά σαν όλους τους άλλους, αλλά ήταν γεμάτα με τρόμο. Ένα τέτοιο άτομο που είχε ακόμη τα λογικά του έτρεχε εκείνη την στιγμή προς το μέρος του περιπολικού, με τα χέρια ψηλά στον αέρα ουρλιάζοντας. «Βοήθεια!!» φώναζε ώσπου πλησίασε την πλευρά του Στέλιου και άρχισε να κοπανάει με τα χέρια της το τζάμι. «Πρέπει να με βοηθήσετε!». Εκείνη τη στιγμή, τρεις σφαίρες από κάποιο πιστόλι καρφώθηκαν στο καπό του κινητήρα και άλλες τόσες πέρασαν από πάνω τους. Κάποιοι είχαν δει το περιπολικό και αποφάσισαν να ανοίξουν πυρ εναντίων του. Η καημένη γυναίκα έπεσε στο έδαφος για να προστατευτεί. «Πρέπει να φύγουμε από εδώ! Τώρα!» φώναξε ο Λεωνίδας στον Στέλιο. Δεν του άρεσε καθόλου που άφηναν την γυναίκα και άλλους τόσους ανθρώπους αβοήθητους, αλλά έτσι και έβγαιναν από το περιπολικό για να αντιμετωπίσουν τόσους πολλούς ένοπλους σε κατάσταση τρέλας, θα έπεφταν νεκροί σε πολύ μικρό χρόνο. Έπρεπε να φύγουν και να επιστρέψουν με ενισχύσεις. Ο Στέλιος έβαλε όπισθεν και έστριψε το αυτοκίνητο αριστερά για να κάνει αναστροφή. Το ίδιο δευτερόλεπτο, ακούστηκε μια τεράστια έκρηξη ακριβώς δίπλα τους. Η νύχτα έγινε μέρα από τεράστιες φλόγες που απλώθηκαν παντού γύρω τους μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ταυτόχρονα, το περιπολικό σηκώθηκε από το έδαφος και βρέθηκε ανάποδα με τις ρόδες προς τα πάνω, τρία μέτρα πιο πέρα. Πολλοί άνθρωποι στην πλατεία έπεσαν κάτω από το ωστικό κύμα της έκρηξης. Το μικρό αγοράκι μαζί με την γυναίκα που φώναζε για βοήθεια πριν από λίγο είχαν τυλιχτεί στις φλόγες και έγιναν κάρβουνο. Όπως έμαθε αργότερα ο Λεωνίδας, είχαν ρίξει Μολότοφ στο βενζινάδικο που βρισκόταν πάνω στην πλατεία και κοντά στο αυτοκίνητο και οι αντλίες βενζίνης ανατινάχτηκαν. Λίγες ώρες αργότερα είχαν καταφέρει να κάνουν το ίδιο σε όλα τα βενζινάδικα της περιοχής. Το περιπολικό, ακόμα σε ανάποδη στάση, τους είχε προστατεύσει από την έκρηξη και οι δύο αστυνομικοί ήταν ακόμα ζωντανοί και είχαν τις αισθήσεις τους, αν και δεν ήταν σε καλή κατάσταση και πολύ μπερδεμένοι. «Βγες τώρα έξω!» μούγκρισε ο Λεωνίδας. Έλυσαν τις ζώνες τους, έπεσαν με το κεφάλι στον ουρανό του αυτοκινήτου που τώρα βρισκόταν στο έδαφος και μπουσούλισαν έξω. Άργησαν πολύ για να συνέλθουν και να βρουν την δύναμη να σηκωθούν όρθιοι, κοιτάζοντας γύρω τους. «Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Πρέπει να βρούμε κάλυψη» μίλησε ξανά ο Λεωνίδας, βλέποντας ότι ο κόσμος στην κεντρική πλατεία είχε ηρεμήσει λίγο, τα πτώματα ήταν πάρα πολλά, όμως οι πυροβολισμοί και οι βιαιότητες ακόμη συνέχιζαν. Αν οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ήταν στην ίδια τρελή κατάσταση με αυτούς (που έτσι ήταν σίγουρα) και τους έβρισκαν, ήταν νεκροί. Έπρεπε να βρουν κάποιο μέρος για να κρυφτούν. Ο Λεωνίδας έπιασε τον Στέλιο από τον ώμο και βοήθησαν ο ένας τον άλλον να περπατήσουν. Το γόνατο του πόναγε φοβερά, χωρίς να έβλεπε κάποιο φανερό τραύμα. Μάλλον το είχε χτυπήσει όταν το περιπολικό είχε αναποδογυρίσει. Σε αυτόν τον χρόνο, το μυαλό του άρχισε να κάνει τρομερές σκέψεις. Σκέψεις για την κατάσταση και το άμεσο μέλλον. Θα κρυβόντουσαν σε κάποιο καταφύγιο, ωραία. Μέχρι πότε; Μέχρι να ερχόντουσαν οι ενισχύσεις, προφανώς. Και αν δεν μπορούσαν να έρθουν ενισχύσεις; Αν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια και δεν μπορούσαν να την θέσουν υπό έλεγχο; Αν η κατάσταση αυτή ήταν σαν αυτές που έβλεπες στις ταινίες όπου έρχεται το τέλος της ανθρωπότητας; Διέταξε τον εαυτό του να σταματήσει να κάνει αυτές τις παράλογες σκέψεις. Αυτά που σκεφτόταν δεν ήταν λογικά, αλλά πάλι, τι από αυτά που είχε ζήσει μέχρι στιγμής έβγαζαν λογική; Ο Στέλιος έβγαλε ένα αγκομαχητό κόπωσης και αυτό τον έκανε να βγει από τις σκέψεις του και να αφοσιωθεί στο παρόν. Πήρε το χέρι του από τον ώμο του Στέλιου και με αυτό έβγαλε το πιστόλι του. Ακούμπησαν τις πλάτες τους σε έναν πέτρινο τοίχο για προστασία. Στο βάθος, λίγο πιο μακριά τους, ακουγόντουσαν οι πυροβολισμοί από την πλατεία και από άλλα σημεία του Άστρους, μαζί με ουρλιαχτά και κραυγές. Άλλη μια τεράστια έκρηξη ακούστηκε, αυτή τη φορά μακριά τους, από την άλλη άκρη του χωριού και ο νυχτερινός ουρανός σε εκείνο το σημείο έγινε πορτοκαλής. «Πρέπει να ειδοποιήσουμε το Τμήμα. Πρέπει να έρθει ο Στρατός» είπε ο Λεωνίδας, βγάζοντας τον κινητό ασύρματο από την ζώνη του. Ο Στέλιος, με το δικό του πιστόλι στο χέρι, κοίταζε προς όλες τις κατευθύνσεις για τυχόν απειλές. Ο δρόμος, όμως, ήταν έρημος – όλη η προσοχή είχε επικεντρωθεί στην πλατεία. «Νίκο, Νίκο με ακούς;» φώναξε ο Λεωνίδας στον ασύρματό του. «Λεωνίδα» ακούστηκε με παράσιτα η απάντηση από το ηχείο. «Νίκο, κάλεσε τον Στρατό! Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου και πέρα από τις δυνατότητες μας!» «Λεωνίδα! Υπάρχουν κάπου στα τριάντα ένοπλα άτομα έξω από το αστυνομικό τμήμα και προσπαθούν να μπουν! Έχουμε κλειδώσει τα πάντα, Λεωνίδα, αλλά θα μπουν!» Ο Λεωνίδας και ο Στέλιος πάγωσαν στα λόγια του Νίκου. Στο τμήμα εκείνη την στιγμή υπήρχαν μονάχα δύο αστυνομικοί: ο Νίκος Λιβανός και ο σκοπός, και σίγουρα με τα όπλα που είχαν στην κατοχή τους δεν θα μπορούσαν να τους απωθήσουν για πολύ ακόμη. «Έχουν σπάσει τα τζάμια και μπαίνουν τώρα μέσα!» είπε ο Νίκος και μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον ασύρματο. Έπειτα, τίποτα. Ο Νίκος είχε απομακρυνθεί από τον ασύρματο και μάλλον τώρα πολεμούσε για την ζωή του, χωρίς ελπίδα. «Νίκο!» φώναξε ο Λεωνίδας σε έναν ασύρματο που τώρα ήταν απλώς μια νεκρή, άχρηστη συσκευή στο χέρι του. Έριξε μια μισο-τρομαγμένη, μισο-στεναχωρημένη ματιά στον Στέλιο και εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα. Σίγουρα δεν μπορούσαν να περιμένουν βοήθεια από τον Στρατό αφού δεν υπήρχε κανένας να τους ειδοποιήσει, τουλάχιστον όχι άμεσα, και το χειρότερο, αυτήν την στιγμή ο Νίκος Λιβανός θα ήταν νεκρός και το τμήμα του Άργους θα καιγόταν από εκείνους που τον σκότωσαν. Μια γυναικεία κραυγή που ακούστηκε από τα δεξιά τους δεν τους άφησε καθόλου χρόνο για να σκεφτούν περισσότερο. Μια γυναίκα, αδύνατη όσο τον Επισκέπτη και με μάτια κενά όσο των υπολοίπων κατοίκων του Άστρους, έτρεχε κατά πάνω τους με μια συνεχόμενη κραυγή και με ένα μαχαίρι κουζίνας στο χέρι της σε στάση επίθεσης. Ο Λεωνίδας δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου σίγουρος για αυτό που έπρεπε να κάνει, όμως όσο πέρναγε η ώρα και εκείνοι έμεναν κοκαλωμένοι στην θέση τους, τόσο τους πλησίαζε η γυναίκα που ήταν αποφασισμένη να τους καρφώσει και τους δύο με το μαχαίρι. Αισθάνθηκε ότι ήταν πρωταγωνιστής σε μια ταινία τρόμου με ζόμπι όπου ήταν οι μόνοι επιζώντες από τον επικίνδυνο ιό που τους μετάλλασε. Με χέρι που έτρεμε, έστρεψε το πιστόλι του προς το μέρος της και πυροβόλησε δύο φορές. Οι σφαίρες την κάρφωσαν στο στήθος και εκείνη έπεσε στο έδαφος νεκρή. Το μαχαίρι που κρατούσε εκσφενδονίστηκε τρία μέτρα μακριά από το χέρι της. «Θεέ μου» ήταν το μόνο που κατάφερε να μουρμουρίσει ο Στέλιος βλέποντας αυτήν την σκηνή. «Πάμε να φύγουμε από εδώ» είπε ο Λεωνίδας. «Δεν μπορούμε να καθόμαστε εδώ. Υπάρχει κίνδυνος να μας δουν. Πρέπει να κρυφτούμε». «Έχεις δίκιο. Απλά ενημέρωσέ με αν αισθανθείς ότι αρχίζεις να γίνεσαι και εσύ σαν και αυτούς». «Αν δεις ότι αρχίζω και γίνομαι σαν και αυτούς, σκότωσέ με». *** Μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό, ο Λεωνίδας είχε ξεχάσει εντελώς την γυναίκα του, την Βέρα. Μόλις είπε ότι έπρεπε να βρουν μέρος για να κρυφτούν σκέφτηκε ότι το καλύτερο μέρος για να το καταφέρουν ήταν το σπίτι του και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι και η γυναίκα του μπορεί να βρισκόταν σε κίνδυνο. Ή, ακόμη χειρότερα, να είχε τρελαθεί και η ίδια και να κυκλοφορούσε στους δρόμους μαχαιρώνοντας και σκοτώνοντας κόσμο χωρίς λόγο. Έδιωξε αυτό το εφιαλτικό σενάριο αμέσως από το μυαλό του. Πάντα το σπίτι του ήταν το άσυλό του, το σημείο όπου τίποτα πραγματικά κακό δεν συνέβαινε. Το σημείο όπου δεν είχε καμία σχέση με τα άσχημα γεγονότα που μπορεί να συνέβαιναν στις βάρδιες του. Αυτή τη φορά, κάτι μεγάλο συνέβαινε – κάτι πολύ μεγάλο, μεταφυσικό και ακατανόητο. Αυτή τη φορά, η Βέρα μπορεί να κινδύνευε. Το ίδιο ανήσυχος ήταν και ο Στέλιος για τους γονείς του. Αποφάσισαν ότι πρώτα θα πήγαιναν από το σπίτι του Λεωνίδα, που ήταν πιο κοντά στο σημείο που βρισκόντουσαν και μετά, με την Βέρα μαζί τους, από το σπίτι του Στέλιου για τους γονείς του, που έμεναν σε ένα από τα τελευταία σπίτια του Άστρους στα σύνορα της πόλης. Πρώτα, έπρεπε να βρουν ένα αυτοκίνητο. Θα μπορούσαν να κινηθούν πολύ πιο γρήγορα και με περισσότερη ασφάλεια μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μόλις θα βρισκόντουσαν όλοι μαζί, θα έφευγαν από την πόλη με άγνωστο προορισμό. Ναι, παρότι είναι αστυνομικοί σε βάρδια, θα το έβαζαν στα πόδια και θα έφευγαν από την πόλη. Θα τους παράταγαν όλους πίσω αβοήθητους. Εξάλλου, όλοι ήταν αβοήθητοι – δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν για βοήθεια. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, διαβεβαίωσε τον εαυτό του ο Λεωνίδας, που δεν ήταν καθόλου στις αστυνομικές του συνήθειες να αφήνει αβοήθητους πολίτες. Η Βέρα είναι καλά… Είναι καλά… Δεν τους πήρε πολύ ώρα για να βρουν ένα παρατημένο όχημα με τα κλειδιά του ακόμη πάνω στην μίζα της μηχανής. Το αυτοκίνητο, που η ηλικία του σίγουρα ξεπερνούσε την δεκαετία, δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση, αλλά θα έκανε την δουλειά του. Ο Στέλιος έκατσε πίσω από το τιμόνι και δίπλα του ο Λεωνίδας, στις καθιερωμένες τους θέσεις. Το κλειδί γύρισε και η μηχανή πήρε μπρος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Στέλιος έκανε αναστροφή και οδήγησε το αυτοκίνητο προς το σπίτι του Λεωνίδα. Θα ακολουθούσε τους μικρότερους δρόμους – δεν διακινδύνευαν να ακολουθήσουν τους κεντρικούς, περνώντας πάλι μέσα από την πλατεία. Το αυτοκίνητο ακολούθησε ομαλά την πορεία του ανάμεσα στα στενάκια του Άστρους. Μονάχα μια φορά ανησύχησαν καθώς δέχτηκαν πυρά από έναν άντρα με καραμπίνα. Τον προσπέρασαν με ταχύτητα. Είχε περάσει λίγο παραπάνω από μια ώρα από την εμφάνιση του Επισκέπτη αλλά η τρέλα συνέχιζε αμείωτα. Γύρω τους, καταστήματα και ισόγεια σπίτια καιγόντουσαν, κάδοι σκουπιδιών ήταν τοποθετημένοι και αναποδογυρισμένοι σε διάφορα σημεία στην μέση του δρόμου και μερικοί έβγαζαν φλόγες από τα ανοιχτά καπάκια. Ο ξάστερος νυχτερινός ουρανός είχε γεμίσει καπνούς και πουθενά δεν υπήρχε ίχνος της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Ο Στέλιος οδηγούσε το παλιό όχημα με το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά, παρακαλώντας να διασχίσει την σύντομη διαδρομή όσο το δυνατόν συντομότερα. Έστριψε το τιμόνι δεξιά σε μια διασταύρωση και από εκεί το μόνο που έμενε ήταν μια αριστερή στροφή και μια μικρή ευθεία για να φτάσουν στο σπίτι του Λεωνίδα. Καθώς, όμως, έστριψε το τιμόνι αριστερά για να πάρει την στροφή, τα μάτια του άνοιξαν με έκπληξη. Στην μέση του στενού δρόμου, παρκαρισμένο κάθετα, ήταν ένα αυτοκίνητο. Ένα αυτοκίνητο που είχαν ξαναδεί. Ο Στέλιος έκοψε αριστερά το τιμόνι και πίεσε με όλη του την δύναμη το φρένο, μπλοκάροντας τις ρόδες. Το δικό τους αυτοκίνητο, που δεν κινούταν με πάνω από εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, κινήθηκε αριστερά με τα φρένα να στριγκλίζουν. Ο Στέλιος έκοψε τέρμα αριστερά το τιμόνι του για να αποφύγει την σύγκρουση, το πίσω μέρος γλίστρησε και τα δύο αυτοκίνητα βρέθηκαν πλάι – πλάι σε απόσταση λίγων εκατοστών. Μόλις ακινητοποιήθηκαν, ο Λεωνίδας είδε την αντανάκλαση του προσώπου του στο τζάμι του οδηγού του διπλανού αυτοκινήτου που τους είχε μπλοκάρει τον δρόμο. Η θέση του οδηγού ήταν άδεια, αλλά εκείνος κατάλαβε σε ποιον ανήκει. Το αυτοκίνητο άνηκε στον καταζητούμενο από τα Εξάρχεια. Στον άντρα που είχαν σταματήσει για έλεγχο πριν κάνα δίωρο στον παραλιακό δρόμο του χωριού. Ο ιδιοκτήτης του δεν φαινόταν πουθενά και αυτό ήταν ανησυχητικό. Πολύ ανησυχητικό. Ο Στέλιος κοίταξε τον Λεωνίδα και είδε στα μάτια του αυτήν την ανησυχία, που όλο και μεγάλωνε και αυξανόταν για την Βέρα. Ο καταζητούμενος προφανώς είχε αποφασίσει να επιστρέψει, αλλά για ποιο λόγο; Γιατί είχε αφήσει το αυτοκίνητο του έτσι; Μήπως είχε επηρεαστεί τελικά και εκείνος από τον Επισκέπτη; «Μην ανησυχείς» είπε ο Στέλιος στον Λεωνίδα, απλώνοντας το χέρι του στον μοχλό ταχυτήτων, έτοιμος να βάλει όπισθεν. «Θα πάμε τον κύκλο και σε μερικά δευτερόλεπτα θα έχουμε φτάσει». Το αυτοκίνητο έκανε ένα μέτρο πίσω και ο Στέλιος ετοιμαζόταν να βάλει πρώτη και να φύγει, όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Δύο πυροβολισμοί από τα αριστερά τους. Και οι δύο σφαίρες βρήκαν το πλαϊνό της πόρτας του οδηγού, δίπλα στον Στέλιο, αφήνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο και εξοστρακίστηκαν μακριά. Ταυτόχρονα, οι δύο αστυνομικοί κοίταξαν έκπληκτοι και έντρομοι προς το μέρος που ακούστηκαν. Ο ήχος από άλλους τρεις παρόμοιους πυροβολισμούς έφτασε αμέσως στα αυτιά τους από το ίδιο σημείο. Η πρώτη σφαίρα έσπασε το τζάμι του οδηγού και, πριν προλάβει ο Στέλιος να δει ποιος ήταν και να καλυφτεί, οι άλλες δύο τον πέτυχαν στον λαιμό και στο στήθος. Το κεφάλι του τινάχτηκε στο πλάι και προσπάθησε να ουρλιάξει από τον πόνο, όμως δεν μπορούσε. Η τρύπα στον λαιμό του είχε γεμίσει με αίμα. Ο πόνος ήταν αφόρητος και τόσο πρωτόγνωρος. «Όχι!» φώναξε με απόγνωση ο Λεωνίδας που είδε το αίμα από τις σφαίρες που πέτυχαν τον Στέλιο να πετάγεται και να πιτσιλάει τον ίδιο στο πρόσωπο. Είδε από το σπασμένο πλέον τζάμι με έκπληξη τον ίδιο τον καταζητούμενο να στέκεται δέκα μέτρα μακριά από το αυτοκίνητο τους, με το χέρι του ακόμη απλωμένο προς το μέρος τους, οπλισμένο με ένα πιστόλι που ένας Θεός ήξερε από πού το είχε βρει και να τους σημαδεύει. Τους είχε στήσει ενέδρα. Φορούσε το μπλουζάκι των Iron Maiden, που τώρα ήταν ματωμένο και γεμάτο σκόνη και χώμα, και τα μαλλιά του πέταγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βλέμμα του ήταν κενό, όμως ταυτόχρονα έδειχνε να είναι γεμάτο με μίσος, με τόσο πολύ μίσος… Δεν μπορούσε να τον πυροβολήσει από εκείνο το σημείο. Έπρεπε να βγει έξω. Τράβηξε τον μοχλό για να ανοίξει την πόρτα του, αλλά μόλις την έσπρωξε για να την ανοίξει, χτύπησε πάνω στο διπλανό αυτοκίνητο. Το κενό ήταν μονάχα μερικά εκατοστά και ο Λεωνίδας δεν χώραγε να περάσει. Άφησε μια κραυγή που ήταν γεμάτη αγωνία που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, σε κανένα περιστατικό στην πολύχρονη αστυνομική του καριέρα, η καρδιά του κόντευε να σπάσει και η αδρεναλίνη είχε εκτοξευτεί τόσο ψηλά που ένιωθε ότι δεν θα τα κατάφερνε και θα λιποθυμούσε. Με μια αποφασιστικότητα και ευστροφία που εξέπληξε τον εαυτό του, έκλεισε πάλι την πόρτα και με τον αγκώνα του έσπασε το τζάμι του συνοδηγού και το καθάρισε από τα μικρά, υπολειπόμενα τζάμια. Με ευλυγισία που με τα χρόνια του μειωνόταν σταδιακά, βγήκε μισός έξω από το ανοιχτό παράθυρο και έβγαλε το πιστόλι του. Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν άλλοι δύο πυροβολισμοί από τον καταζητούμενο προς το μέρος του, οι σφαίρες όμως βρήκαν τον ουρανό του αυτοκινήτου και δεν τον πέτυχαν. Ο τύπος ήταν αποφασισμένος να τους ξεπαστρέψει. Στριμωγμένος όπως ήταν, άπλωσε με δυσκολία το πιστόλι και πυροβόλησε. Πάτησε δύο φορές την σκανδάλη. Το πιστόλι πυροβόλησε υπάκουα, αλλά οι σφαίρες δεν βρήκαν στόχο. Και οι δύο πέτυχαν το οδόστρωμα μπροστά στα πόδια του άντρα. Ήταν πολύ δύσκολο να βρει στόχο σε αυτήν την στάση. Ο άντρας φάνηκε να αντιδρά και να συνέρχεται βλέποντας στο τσιμέντο μπροστά του να δημιουργούνται δύο μικρές τρύπες από τις σφαίρες που θα μπορούσαν να τον είχαν πετύχει και σκοτώσει. Έκανε μια κίνηση να φύγει, προσπαθώντας να βρει σημείο να καλυφτεί, όμως, ο Λεωνίδας, βλέποντας αυτό, σήκωσε λίγο το πιστόλι του ψηλότερα και πυροβόλησε ξανά. Αυτή τη φορά, μια από τις δύο σφαίρες τον βρήκε στο πόδι. Ο άντρας σκόνταψε, προσπάθησε να ξαναβρεί την ισορροπία του και τελικά βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος δύο μέτρα πιο πέρα, αφήνοντας ένα σύντομο ουρλιαχτό. Τις επόμενες ημέρες που θα ακολουθούσαν, ο Λεωνίδας θα σκεφτόταν ξανά και ξανά και θα μετάνιωνε για αυτό που έκανε (μεταξύ και άλλων πραγμάτων, όπως η δολοφονία εν ψυχρώ εκείνης της γυναίκας που τους επιτέθηκε με το μαχαίρι ή που δεν έκαναν τίποτα για να σώσουν εκείνο το αγόρι από την έκρηξη στο βενζινάδικο), αλλά, μόλις ο άντρας έπεσε στο έδαφος, δεν του άφησε περιθώριο να αντιδράσει και άδειασε κυριολεκτικά το πιστόλι του πάνω στο πεσμένο του σώμα. Στο βλέμμα του είχε μαζευτεί απερίγραπτο μίσος και απόγνωση που ξέσπασε πάνω στην σκανδάλη του πιστολιού του και απελευθερώθηκε πάνω στο σώμα του νεαρού με την μαύρη μπλούζα των Iron Maiden. Όλες οι σφαίρες βρήκαν τον στόχο τους, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Σε κάθε βολή, ένας πίδακας αίματος πεταγόταν από διαφορετικό σημείο στο κορμί του καταζητούμενου, που είχε κουλουριαστεί στην προσπάθειά του να καλυφτεί από τις σφαίρες. Εκείνη τη στιγμή, του Λεωνίδα δεν του ένοιαξε – αργότερα μπορεί, τώρα όμως δεν τον ένοιαξε καθόλου που άδειασε όλες τις σφαίρες που είχε το πιστόλι του σε έναν πεσμένο άνθρωπο, από την στιγμή που με μια – δυο σφαίρες θα είχε κάνει την δουλειά του. Από το εσωτερικό του αυτοκινήτου ακούστηκε ένα βογκητό από τον Στέλιο. Προσπαθούσε να μιλήσει αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένας φριχτός, υγρός ήχος από αίμα στον λαιμό του, που μπορεί να είχε προχωρήσει και στα πνευμόνια του μέχρι τώρα. Ο Λεωνίδας, όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, από τον ήχο κατάλαβε ότι ο Στραβός ήταν τραυματισμένος σοβαρά και δεν είχε πολλές ελπίδες… Στερεώνοντας γερά τα χέρια του στον ουρανό του δικού τους αυτοκινήτου και του διπλανού, προσπάθησε να σηκώσει το βάρος του σώματος του και να μπορέσει να βγει από εκεί που ήταν εγκλωβισμένος. Κατάφερε να βγάλει τα πόδια του από το παράθυρο, πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό, και πάτησε πάνω στην μπροστινή λαμαρίνα της μηχανής, με τα χέρια του να βαστάνε ακόμη γερά τον ουρανό. Νιώθοντας την λαμαρίνα να λυγίζει ανεπαίσθητα από το βάρος του, κινήθηκε προς την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου για να κατέβει από εκεί. Ο Στέλιος άφησε άλλον έναν φρικιαστικό ήχο και από το μπροστινό τζάμι τον είδε να κινείται λίγο, εκεί στο κάθισμα του οδηγού, στο κάθισμα που πάντα καθόταν όταν είχαν βάρδιες μαζί. Τον παρακολουθούσε. Τα μάτια του τον κοίταζαν που προσπαθούσε να ισορροπήσει στην λαμαρίνα της μηχανής και του φάνηκε ότι ήταν το ίδιο κενά όσο των υπολοίπων κατοίκων του χωριού που είχαν συναντήσει. Το ίδιο κενά και αβοήθητα. Ο Λεωνίδας έφτασε στην άκρη του αυτοκινήτου και ήταν έτοιμος να πηδήξει κάτω, όταν ξαφνικά ένιωσε μια αδικαιολόγητη σκοτοδίνη, μια ζαλάδα που την αισθανόταν όταν ήταν σκυμμένος και σηκωνόταν απότομα. Μια αδυναμία πέρασε σαν ηλεκτρισμός από τα πόδια του τα οποία γλίστρησαν από την λαμαρίνα και ο ίδιος βρέθηκε να πέφτει με το πλάι από το αυτοκίνητο. Ήταν σαν κάποιος να του είχε ρουφήξει όλες τις δυνάμεις. Λίγο πριν πέσει, άπλωσε τα χέρια του και τα πόδια του για να γλιτώσει το πέσιμο, όμως στην σκληρή και απότομη σύγκρουσή του με το οδόστρωμα, ένιωσε το δεξί του πόδι να διπλώνει επικίνδυνα και το γύρισε. Όταν βρέθηκε στο έδαφος, άφησε ένα υπόκωφο βογκητό και έσφιξε τα μάτια του από τον πόνο του γυρισμένου του αστραγάλου, τρίβοντας τον με τα χέρια του. Έσφιξε τα μάτια του μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο, μέσα στο σκοτάδι, είδε δύο διαφορετικά πράγματα. Στην αρχή είδε το πρόσωπο της Βέρας, το πρόσωπο της γυναίκας του να του χαμογελάει με το χαμόγελο που τόσο πολύ του άρεσε. Αυτό τον έκανε να ξεπεράσει τον πόνο του. Η ανησυχία που είχε για την ασφάλεια της ήταν πολύ μεγαλύτερη από κάθε μικρό πόνο που μπορεί να σου προσφέρει ένας απλά γυρισμένος αστράγαλος. Τότε, το πρόσωπό της μετατράπηκε σε κάτι άλλο. Αλλοιώθηκε, διπλώθηκε και μετατράπηκε στο πρόσωπο του Επισκέπτη. Αν και δεν είχε καταφέρει ποτέ να δει καθαρά το πρόσωπό του, ήταν σίγουρος ότι αυτός ήταν. Και χαμογελούσε και εκείνος, όμως δεν είχε καμία σχέση με το χαμόγελο της Βέρας. Όχι, αυτό ήταν ένα απαίσιο, ανατριχιαστικό χαμόγελο, το πιο ανατριχιαστικό που είχε δει ποτέ του. Ένα χαμόγελο που δήλωνε ικανοποίηση. Ικανοποίηση για τον εαυτό του, ικανοποίηση ότι όλα πήγαν καλά σύμφωνα με το σχέδιό του. Ότι όλα πήγαν καλά. Άνοιξε τα μάτια του για να αποφύγει αυτό το τρομερό θέαμα και διαπίστωσε ότι ξαφνικά δεν βρέθηκε μέσα στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι έτσι όπως την είχε αφήσει. Όλα τα αντικείμενα γύρω του (τα αυτοκίνητα, οι φωτιές, ο καπνός στον έναστρο ουρανό, το σώμα του καταζητούμενου) ήταν ακριβώς ίδια. Η εξωπραγματική αλλαγή βρισκόταν στην ατμόσφαιρα. Οι κηλίδες είχαν επιστρέψει. Ο κόσμος γύρω του είχε γίνει ξανά κίτρινος. Αυτήν την αρρωστημένη απόχρωση του κίτρινου, που όπως είχε καταλάβει ο Λεωνίδας συμβόλιζε τον πόνο. Τριγύρω του, οι μικρές κίτρινες κηλίδες ήταν εκατομμύρια, σαν τα μόρια του αέρα ξαφνικά να άναψαν σαν λάμπες και να κάνουν βόλτες γύρω τους, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό. Όπως ήταν ακόμη πεσμένος, κοίταξε προς τον καταζητούμενο. Το σώμα του ήταν ακίνητο, όπως το είχε αφήσει, και μια μικρή λίμνη αίματος ήταν στο έδαφος γύρω του. Για λίγο, για πολύ λίγο, οι κίτρινες κηλίδες έβγαιναν από τις πληγές του στα πόδια και το στήθος του και ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στον αέρα. Μετά, οι κίτρινες κηλίδες σταμάτησαν και από τα ίδια σημεία βγήκαν μερικές μαύρες. Οι μαύρες ήταν πάρα πολύ λίγες συγκριτικά με τις κίτρινες, ακριβώς έτσι όπως έγινε και με τον Στόικο Παναγιωτόπουλο λίγο πριν ξεψυχήσει. Μόλις σταμάτησαν και οι μαύρες, τίποτα άλλο δεν συνέβη. Ο νεαρός είχε μόλις πεθάνει. Άναυδος, γύρισε το βλέμμα του από την άλλη, προς την μεριά του αυτοκινήτου και του Στέλιου. Εκεί, οι κίτρινες κηλίδες ήταν τόσες πολλές που δεν μπορούσε να δει πολύ καθαρά ανάμεσα τους. Οι κηλίδες ήταν πολύ περισσότερες στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, όλες όμως μπορούσαν να περάσουν ανάμεσα από τα κλειστά τζάμια και την λαμαρίνα της οροφής του αυτοκινήτου και να βγουν έξω. Με λύπη είδε ότι οι κηλίδες αυτές έβγαιναν από ολόκληρο το σώμα του Στέλιου, οι περισσότερες όμως έβγαιναν από τις αιματηρές τρύπες στο στήθος και τον λαιμό του. Ο Στέλιος τον κοίταζε με ένα γαλήνιο ύφος, παρά τον πόνο και παρόλο που δεν είχε την δυνατότητα να μιλήσει πλέον. Το αίμα τον έπνιγε, είχε κυλήσει αρκετό έξω από το στόμα του και πάνω στο πουκάμισό του, όμως το πρόσωπό του παρέμενε γαλήνιο. Ο Λεωνίδας πήγε να φωνάξει το όνομά του και να σηκωθεί να πάει κοντά του, όμως κάτι τον σταμάτησε. Μια φωνή. Δεν την άκουσε με τα αυτιά του, αλλά με το μυαλό του. «Όχι, Λεωνίδα» είπε ο Στέλιος. Όχι με το στόμα του, αλλά με το μυαλό του. Μπορούσε να διαβάσει το μυαλό του και να τον ακούσει. «Μην ανησυχείς. Όλα είναι καλά» του μίλησε πάλι ο Στέλιος. Μα, πως μπορούν να είναι όλα καλά όταν ο συνάδελφός του πεθαίνει και εκείνος απλά κοίταζε; Πως μπορεί να το λέει αυτό; «Τελείωσε, Λεωνίδα. Όλα είναι καλά, το ίδιο και η Βέρα. Την νιώθω. Αν προσπαθήσεις, μπορείς να την νιώσεις και εσύ». Ο Λεωνίδας ένιωσε σαν υπνωτισμένος και δεν κατάλαβε αυτό που του είπε ο Στέλιος, όμως προσπάθησε. Έκλεισε τα μάτια του και χωρίς να καταλάβει πως, τελικά ήξερε πώς να το κάνει. Βρήκε ένα κομμάτι του εαυτού του που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του, ήταν όμως πάντα εκεί, μέσα του και για πρώτη φορά το ενεργοποιούσε. Με το μυαλό του εντόπισε την γυναίκα του και με τις αισθήσεις του την ένιωσε. Συνδέθηκε μαζί της και είδε ότι ήταν καλά. Αισθάνθηκε ότι ήταν ασφαλής. «Είδες;» άκουσε από μακριά την φωνή του Στέλιου. Ο Λεωνίδας επέστρεψε και άνοιξε τα μάτια του. Η επιστροφή του μυαλού του στην θέση που βρισκόταν ήταν τόσο απότομη και ρεαλιστική, σαν να έβγαινε από τον βυθό της θάλασσας ξανά σε καθαρό οξυγόνο που μπορούσαν τα πνευμόνια του να αναπνεύσουν. Ευχαριστώ, του είπε με το μυαλό του και παρακάλεσε να το άκουσε ο Στέλιος. «Πανέμορφα δεν είναι;» ρώτησε ο Στέλιος, χωρίς να δείχνει σημάδια ότι τον είχε ακούσει. Ο Λεωνίδας παραξενεύτηκε με την ερώτηση και είδε ότι ο Στραβός κοιτούσε τον αέρα γύρω του. Οι κίτρινες κηλίδες ανέμιζαν παντού γύρω τους, βγαίνοντας από τις πληγές του νεαρού και πετώντας ήρεμα και ομαλά προς τα πάνω σε στριφογυριστές τροχιές. Δεν το είχε διαπιστώσει μέχρι τώρα, όμως, ναι, τελικά είναι πανέμορφα. «Τα βλέπω κι εγώ» του είπε τελικά ο Στέλιος, για να τον διαβεβαιώσει. «Είναι πανέμορφα». Μαγεμένος, ο Λεωνίδας κοίταξε τον Στέλιο που παρακολουθούσε όσο μπορούσε τις κίτρινες κηλίδες και τις θαύμαζε πόσο όμορφες ήταν, παρόλο που έβλεπε ότι έβγαιναν από τις ματωμένες του πληγές. Ο Στέλιος πέθαινε, όμως ήταν τόσο γαλήνιος. Ποτέ του δεν είχε δει τον νεαρό αστυνομικό έτσι. Αλήθεια, τα πράγματα ήταν τόσο όμορφα, όλα ήταν τόσο μαγικά. Τότε, οι κίτρινες κηλίδες άρχισαν να βγαίνουν λιγότερες από το σώμα του. Μετά, σταμάτησαν να βγαίνουν, έτσι, απότομα. Ο Στέλιος ακούμπησε το κεφάλι του πίσω, στο κάθισμα του οδηγού και άφησε την τελευταία του πνοή. Για λίγο, για πολύ λίγο, από όλο του το σώμα βγήκαν οι μαύρες κηλίδες, που ήταν πολύ λιγότερες συγκριτικά με τις κίτρινες. Έπειτα, τίποτα. Τέλος. *** Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, ο Λεωνίδας επισκέφτηκε το νεκροταφείο. Πήγαινε εκεί επίσκεψη μια φορά κάθε μήνα και δεν έλειψε ποτέ, όμως η σημερινή επίσκεψη ήταν ιδιαίτερα σημαντική από τις υπόλοιπες. Ήταν ένας χρόνος μετά από… Ένιωσε έναν εσωτερικό πόνο στην καρδιά του και έσφιξε τα μάτια του, τον ίδιο πόνο που ένιωθε κάθε φορά που σκεφτόταν εκείνο το βράδυ. Ένας χρόνος μετά τα γεγονότα του Άστρους, τέλος πάντων. Σταμάτησε και στάθηκε όρθιος πάνω από τον τάφο που τον ένοιαζε περισσότερο. Πάνω έγραφε: Στυλιανός Στραβολαίμης, Αστυνομικός, Απεβίωσε εν ώρα υπηρεσίας στο ολοκαύτωμα του Άστρους. Τίποτε περισσότερο. Έτσι, ψυχρά και λακωνικά. Με μεγάλη περηφάνια, η γυναίκα του, η Βέρα ήταν μαζί του και τον κρατούσε από το μπράτσο – ουσιαστικά κρεμόταν από το μπράτσο του. Τον ακολουθούσε κάθε φορά που ερχόταν, όμως όλες τις φορές της ζητούσε να τον αφήσει μόνο, τουλάχιστον για κάποια ώρα. Ήθελε να του μιλάει, να μιλάει στον τάφο του παλιού του συναδέλφου και δεν ήθελε η γυναίκα του να τον ακούει. Μπορεί ο Στραβός να μην ήταν ο καλύτερος σε ικανότητες αστυνομικός που να είχε συνεργαστεί ποτέ, σίγουρα όμως ήταν ο αγαπημένος του. Μαζί είχαν περάσει τις δυσκολίες εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού… Τις πρώτες ημέρες τον επισκεπτόταν κάθε μέρα και του μίλαγε πολύ. Αισθανόταν ότι είχε πάρα πολλά να του πει και ότι εκείνος τον άκουγε. Ήταν σίγουρος ότι εκείνος άκουγε. Γιατί μαζί έβλεπαν τις κηλίδες. Γιατί μιλούσαν ο ένας στον άλλον με το μυαλό τους. Γιατί μαζί είδαν τον αληθινό υπαίτιο για όλα, τον Επισκέπτη. Οπότε, μετά από όλα αυτά, δεν ήταν δυνατόν ο Στέλιος να μην τον άκουγε, ακόμα και μέσα από τον τάφο του. Όσο πέρναγε ο καιρός, οι επισκέψεις του εκεί μειωνόντουσαν αλλά παρέμεναν τακτικές. Επίσης μειωνόντουσαν αυτά που είχε να του πει. Πλέον, του τα είχε πει όλα, τα είχε βγάλει όλα από μέσα του. Σήμερα, ήταν ικανοποιημένος και δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο να του πει. Ήταν σίγουρος ότι τα είχε ακούσει όλα. Εκείνο το βράδυ αποδείχτηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος του Άστρους κάηκε ή καταστράφηκε. Τα γύρω χωριά είχαν ζημιές, αλλά το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν το χωριό του Άστρους. Η πυροσβεστική υπηρεσία κατά κάποιον τρόπο είχε ενημερωθεί, μάλλον από τον Νίκο Λιβανό, λίγο πριν χάσει και αυτός την ζωή του, αλλά οι πυροσβέστες έπεσαν σε μπλόκο των κατοίκων που τους είχαν στήσει στον παραλιακό δρόμο και δέχτηκαν επίθεση. Έτσι, οι φωτιές που είχαν ανάψει σε ολόκληρη την Κυνουρία άργησαν κατά πολύ να καταπολεμηθούν. Ο συνολικός απολογισμός της βραδιάς ήταν γύρω στους διακόσιους νεκρούς (άντρες, γυναίκες και παιδιά) και τριπλάσιοι σοβαρά τραυματίες. Τα μεγαλύτερα αστυνομικά τμήματα του Ναυπλίου και του Άργους άργησαν να επέμβουν και όταν το έκαναν, ως δια μαγείας τα επεισόδια είχαν λήξει μαχαίρι. Όταν έφτασαν οι οργανωμένοι αστυνομικοί, εκεί που περίμεναν εκτεταμένες συμπλοκές και είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα να τις αντιμετωπίσουν, το μόνο που βρήκαν ήταν πολλούς, πολλούς νεκρούς. Ούτε ένας πυροβολισμός, ούτε μια διαμάχη. Το τελικό, επίσημο πόρισμα που δόθηκε στην δημοσιότητα ήταν ότι φανατικοί οπαδοί ενός δημάρχου στράφηκαν εναντίων των φανατικών ενός άλλου, πρώην δημάρχου, αφού πρώτα είχαν οργανώσει αυτήν την συμπλοκή μεταξύ τους. Μόνο που δεν είχαν υπολογίσει σωστά το μέγεθος της συμπλοκής και κατέληξε να είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο αρχικά περίμεναν. Αυτά τα φαινόμενα δεν ήταν ασυνήθιστα για την περιοχή (σε μικρότερη κλίμακα, φυσικά), αλλά οι κάτοικοι που έζησαν και επιβίωσαν από εκείνη την βραδιά ήξεραν ότι η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Για την ιστορία, το βράδυ αυτό ονομάστηκε από τις εφημερίδες ως το Ολοκαύτωμα του Άστρους, Για τον Λεωνίδα, το βράδυ αυτό ονομάστηκε ως το Βράδυ που ήρθε ο Επισκέπτης. Λίγο μετά τον θάνατο του Στέλιου, ο Λεωνίδας είχε τρέξει προς το σπίτι του για να βρει την Βέρα. Μπορεί να την είχε νιώσει ότι ήταν καλά, όμως ο ίδιος δεν μπορούσε να διώξει την ανησυχία του. Όταν έφτασε εκεί, είδε ότι ολόκληρη η πολυκατοικία που έμεναν είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Έντρομος έχασε κάθε ελπίδα και ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν, όμως αμέσως μετά την είδε. Στεκόταν λίγο πιο πέρα και έμοιαζε το ίδιο έντρομη με τον Λεωνίδα. Ήταν, όμως, καλά. Όπως του είπε, δεν είχε καταλάβει τίποτα. Απλώς μια φωνή μέσα της τής είπε να βγει έξω από το διαμέρισμα και αυτό έκανε, σαν υπνωτισμένη. Την αμέσως επόμενη στιγμή, η πολυκατοικία τυλίχτηκε στις φλόγες από μολότοφ που είχαν πετάξει κάποιοι νεαροί με μηχανάκια. Αν έμενε μέσα στο σπίτι για ένα λεπτό ακόμη, δεν θα είχε προλάβει να βγει έξω. Τώρα, ένα χρόνο αργότερα, την ένιωθε να κρέμεται από το μπράτσο του και να είναι ασφαλής. Είχε μετανιώσει για πάρα πολλά πράγματα που αναγκάστηκε να κάνει εκείνο το βράδυ. Όμως, ήταν ρεαλιστής και ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ότι θα τα έκανε ξανά αν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Μπορεί να μην κατάλαβε ποτέ τι ακριβώς ήταν αυτό που προκάλεσε όλη αυτή τη καταστροφή, γιατί έγινε και από πού ήρθε αυτός ο εξωγήινος Επισκέπτης και μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ, όμως το έχει αποδεχτεί σαν ένα μέρος της ζωής του, κάτι που, όσο αφύσικο και να ακούγεται όταν το διηγείσαι σε κάποιον άλλον, ήταν πραγματικό και κατάφερε να επιβιώσει από αυτό. Οι αϋπνίες είχαν σταματήσει, οι εφιάλτες είχαν εξαφανιστεί μαζί με τις λέξεις που δεν έβγαζαν νόημα, όπως ισορροπία, άπειρο και πεπρωμένο. Έτσι είχαν εξαφανιστεί και οι χρωματιστές κηλίδες και ήξερε ότι δεν θα τις έβλεπε ξανά στην ζωή του, όπως και δεν θα ξαναέβλεπε τον ίδιο τον Επισκέπτη. Θα συνέχιζε την ζωή του και σίγουρα θα συνέχιζε να επισκέπτεται μια φορά τον μήνα τον φίλο του και συνάδελφό του, Στέλιο «Στραβό» Στραβολαίμη, που απεβίωσε στο Ολοκαύτωμα του Άστρους εν ώρα υπηρεσίας και (κάτι που μόνο ο ίδιος ήξερε και προσπάθησε να μεταφέρει την επόμενη ημέρα στους γονείς του, που κατάφεραν να επιζήσουν και αυτοί) μέσα σε απόλυτη γαλήνη. «Ήταν πολύ όμορφα» είπε δυνατά προς το μέρος του τάφου ο Λεωνίδας. Η Βέρα τον κοίταξε, χωρίς να σχολιάσει και χωρίς να αλλάξει την έκφραση στο πρόσωπό της. Έκατσαν εκεί για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και μετά έκαναν μεταβολή για να φύγουν. Καθώς απομακρυνόντουσαν, ο Λεωνίδας ήταν σίγουρος ότι άκουσε μέσα στο μυαλό του με την φωνή του Στραβού ένα «ευχαριστώ». Χαμογέλασε και συνέχισε να απομακρύνεται. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 26/12/2012 ________________________________________________________________________________________________ (για πιο εύκολη ανάγνωση, κατεβάστε το συνημμένο αρχείο .PDF) Επισκέπτης.pdf Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.