Jump to content

Ξενοδοχείο Άβελιν


DistantWorlds

Recommended Posts

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Είδος: Θρίλερ
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 13,432
Αυτοτελής; Ναι

 

Κρατούσε στα χέρια του την λίστα με τα στοιχεία του θύματος την οποία μόλις είχε παραλάβει και το βλέμμα του έπεσε αποφασισμένο πάνω στις τυπωμένες λέξεις. Τις διάβασε όλες, έχοντας ολόκληρη την συγκέντρωσή του πάνω τους, από την πρώτη μέχρι την τελευταία. Όσο τις διάβαζε καταλάβαινε ότι δεν θα ανακάλυπτε τίποτε παραπάνω ούτε και αυτήν την φορά. Ο δολοφόνος θα του ξέφευγε και πάλι.

Όταν τελείωσε, το ένα του χέρι έπεσε αγανακτισμένα στα πλευρά του, ενώ το άλλο σηκώθηκε και έτριψε το μέτωπό του. Η οδοντογλυφίδα που είχε στερεωμένη ανάμεσα στα χείλη του, συνήθεια που είχε αποκτήσει από νεαρός ακόμη κάθε φορά που ήθελε να παραμένει συγκεντρωμένος όταν ένιωθε άγχος και που δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει, μετακινήθηκε απότομα πάνω – κάτω από την κίνηση των δοντιών του από πίσω.

«Στάντον Γιανγκ, αγόρι μου, δεν είσαι σε καλό δρόμο» μουρμούρισε στον εαυτό του, ελπίζοντας ότι κανένας άλλος μέσα στο δωμάτιο δεν θα τον άκουγε.

«Σερίφη».

Η αντρική φωνή που ήρθε από πίσω του και τον φώναξε τον τρόμαξε λίγο και αναπήδησε ανεπαίσθητα, αλλά τουλάχιστον του επανέφερε την συγκέντρωσή του. Γύρισε προς το μέρος της και είδε ότι άνηκε σε έναν από τους βοηθούς του, τον Άλαν Γκρίνγουντ, που όλη αυτήν την ώρα στεκόταν από πίσω του και τον περίμενε μέχρι να διαβάσει την λίστα.

«Άλαν» του είπε με ένα ύφος που ακουγόταν σαν να είχε να τον δει για μήνες. «Η λίστα που μου έδωσες δεν θα μας βοηθήσει ούτε αυτήν την φορά». Η τελευταία πρόταση αυτή ήταν κάτι μεταξύ ερώτησης και κατάφασης.

«Όχι» του απάντησε ο Άλαν. «Η λίστα που σου έδωσα περιέχει αναλυτικά όλα τα στοιχεία του θύματος. Για πρώτη φορά κάναμε τόσο εκτεταμένη έρευνα για το θύμα, αλλά και πάλι δείχνει ότι δεν θα μας βοηθήσει για τις έρευνες. Δεν θα μας δώσει κανένα στοιχείο».

Ο Στάντον Γιανγκ, ο Σερίφης του Άβελιν, μιας μικρής πόλης στο Μέιν της Νέας Αγγλίας, ένιωσε να απογοητεύεται ακόμη περισσότερο. Ήταν σχεδόν πενήντα χρονών και η υπόθεση αυτή, εκτός από την πιο πιεστική και μεγαλύτερη σε διάρκεια και ένταση, είναι η πιο πρωτόγνωρη. Είχε να αντιμετωπίσει έναν κατά συρροή δολοφόνο, για αυτό ήταν σίγουρος (τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μέχρι στιγμής στοιχεία), αλλά ο τύπος αυτός μόλις είχε αφαιρέσει την ζωή από άλλο ένα θύμα ακριβώς κάτω από την μύτη τους, χωρίς να αντιμετωπίσει την παραμικρή δυσκολία. Το πτώμα αυτή τη φορά άνηκε σε μια γυναίκα ονόματι Γκρέις Φίλιπς. Ο δολοφόνος της αποδεικνύεται ότι μπορεί να κινηθεί τόσο διακριτικά από την αστυνομία όσο διακριτικά μια μικρή αράχνη υφαίνει τον ιστό της πίσω από την κορνίζα που κρέμεται από τον τοίχο, σε μια μικρή γωνίτσα του σπιτιού.

Η καημένη, μακαρίτισσα πλέον, Γκρέις Φίλιπς είναι το τέταρτο θύμα του δολοφόνου μέσα σε δύο χρόνια. Όσο εντύπωση και να κάνει η μεγάλη χρονική περίοδος, ο Στάντον Γιανγκ είναι σίγουρος ότι πρόκειται για τον ίδιο δολοφόνο.

Καταρχάς, όλα τα θύματα, και τα τέσσερα πέθαναν με το ίδιο ακριβώς όπλο: με μαχαίρι. Όχι απλώς με μαχαίρι, με το ίδιο μαχαίρι. Κάθε πτώμα είχε ακριβώς τον ίδιο τύπο και ίδιο μέγεθος μαχαιριές σε διάφορα σημεία του σώματός τους. Ένα δεύτερο στοιχείο ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο είναι το μήνυμα που αφήνει κάθε φορά. Το μήνυμα είναι απλώς μια πρόταση, μια γραμμή τυπωμένη από εκτυπωτή υπολογιστή σε απλό χαρτί μεγέθους Α4 που λέει: «ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΣ». Το ίδιο μήνυμα συναντούσε ξανά και ξανά, αφημένο δίπλα στα πτώματα, μερικές φορές τσαλακωμένο ή και ποτισμένο με το αίμα του θύματος.

Το σημαντικότερο στοιχείο από όλα που αποδείκνυε ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο ήταν το γεγονός ότι όλες οι δολοφονίες έγιναν στο ίδιο ξενοδοχείο, το ξενοδοχείο Άβελιν. Και όχι μόνο. Όλες οι δολοφονίες έγιναν στο ίδιο δωμάτιο, το δωμάτιο δώδεκα.

Το ξενοδοχείο Άβελιν δεν ήταν μεγάλο. Είχε συνολικά 25 δωμάτια από τα οποία περίπου τα μισά είχαν μέγεθος που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πραγματικά δωμάτια ξενοδοχείου. Σχεδόν ποτέ δεν ήταν πλήρης γιατί δεν ήταν μέσα στην πόλη του Άβελιν . το ξενοδοχείο βρίσκεται ακριβώς πάνω στην διαπολιτειακή οδό, τρία χιλιόμετρα μακριά από την είσοδο της πόλης, οπότε όσοι έμεναν στα δωμάτια ήταν περαστικοί ταξιδιώτες που έκαναν την στάση τους για το βράδυ και συνέχιζαν το ταξίδι τους προς τα νότια την επομένη, καθώς και «παράνομα» ζευγαράκια που ήθελαν να κλείσουν το ρομαντικό βράδυ με τον κατάλληλο τρόπο.

Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι το ξενοδοχείο δεν είχε πολύ κίνηση ή δεν ήταν περιποιημένο. Ο ιδιοκτήτης του, ο Ντέιβιντ Μπάκμαν, είχε προσλάβει εξειδικευμένο, επαγγελματικό προσωπικό για την εξυπηρέτηση των πελατών του και ο ίδιος καθόταν στην θέση της ρεσεψιόν τις περισσότερες φορές. Το ξενοδοχείο Άβελιν είχε πολύ καλό όνομα καθώς όσοι ταξίδευαν συχνά από την περιοχή το γνώριζαν και όποιος έμενε ένα βράδυ εκεί, συνήθως επέστρεφε ξανά.

Εκτός από το δωμάτιο δώδεκα. Μόνο το δωμάτιο δώδεκα ήταν η μελανή κηλίδα που απειλούσε να αμαυρώσει την καλή φήμη του ξενοδοχείου. Στο ίδιο δωμάτιο είχαν γίνει και οι τέσσερις δολοφονίες, με το ίδιο μαχαίρι και με το ίδιο μήνυμα να είναι αφημένο στο πάτωμα δίπλα στα πτώματα.

Στο δωμάτιο δώδεκα στεκόταν τώρα ο Στάντον Γιανγκ με την λίστα των στοιχείων της Γκρέις Φίλιπς στο χέρι του και τον βοηθό του, Άλαν Γκρίνγουντ, να περιμένει να ακούσει την άποψη του Σερίφη. Το θύμα, η Γκρέις Φίλιπς, έμενε στην Ογκούστα και πήγαινε στην πόλη του Μπανγκόρ για επαγγελματικούς λόγους. Το Μπανγκόρ απέχει μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το Άβελιν, οπότε αποφάσισε να διανυκτερεύσει εκεί για τα δύο βράδια που θα έπρεπε να μείνει στην περιοχή. Η γυναίκα ήταν 33 χρονών και φωτογράφος στο επάγγελμα. Δούλευε για ένα ταξιδιωτικό γραφείο της Ογκούστα (λόγω του επαγγέλματος της ήξερε πόσο καλή φήμη έχει το ξενοδοχείο) και είχε έρθει στην περιοχή για να τραβήξει φωτογραφίες της πόλης, της γύρω περιοχής αλλά και του ίδιου του ξενοδοχείου. Οι φωτογραφίες θα συμπεριλαμβανόντουσαν σε διαφημιστικό φυλλάδιο που θα έφτιαχνε το γραφείο για την επόμενη καλοκαιρινή περίοδο, που ακόμα αργούσε να έρθει.

Η Γκρέις Φίλιπς, σύμφωνα πάντα με την πληρέστατη λίστα, ήταν ανύπαντρη και ήταν η πρώτη της φορά που επισκεπτόταν το Άβελιν. Μετά από μια σειρά εξετάσεων από τον ιατροδικαστή, η γυναίκα έχασε την ζωή της γύρω στα μεσάνυχτα και το πτώμα της ανακαλύφτηκε το ίδιο πρωί, πριν από λίγες ώρες δηλαδή, από την καμαριέρα που είχε πάει να συμμαζέψει το δωμάτιο.

Ο Σερίφης Στάντον Γιανγκ γύρισε το κεφάλι του δεξιά και είδε τις φρέσκες κηλίδες αίματος πάνω στην κόκκινη μοκέτα του δωματίου του ξενοδοχείου στο σημείο όπου μέχρι τις δέκα η ώρα σήμερα το πρωί κείτονταν το σώμα της γυναίκας. Λίγο πιο πέρα από τους αιμάτινους λεκέδες στεκόταν ο δεύτερος του βοηθός, ο Νικ Γουίντερς, που συζητούσε με τον φωτογράφο που τράβηξε τις φωτογραφίες του τόπου του εγκλήματος.

Γύρισε από την άλλη και κοίταξε έξω από το παράθυρο που υπήρχε στον τοίχο και έβλεπε προς ένα μικρό δάσος. Το δωμάτιο δώδεκα ήταν ισόγειο και πίσω από το ξενοδοχείο Άβελιν υψώνεται ένας αρκετά ψηλός λόφος. Από την άκρη της διαπολιτειακής οδού μέχρι και τους πρόποδες του λόφου, μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων δηλαδή, υπάρχει μια έκταση με πεύκα, κυπαρίσσια και φλαμουριές που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν δάσος. Το ξενοδοχείο είναι η μοναδική ανθρώπινη κατασκευή που βρίσκεται πάνω στην διαπολιτειακή και μέσα στο δάσος, το οποίο εκτείνεται από την μια άκρη του δρόμου για τα επόμενα τρία χιλιόμετρα μέχρι την πόλη.

Το δάσος δεν ήταν ιδιαίτερα πυκνό και έτσι ο Σερίφης έβλεπε τις μεσημεριανές ακτίνες του ηλίου να περνάνε ανάμεσα από τα κλαδιά και να πέφτουν πάνω στο κόκκινο χαλί του δαπέδου, περνώντας μέσα από το παράθυρο. Για λίγο, σηκώθηκε ένα ελαφρύ αεράκι και τα φύλλα των δέντρων κουνήθηκαν με το πέρασμα του, χαϊδεύοντας το ένα το άλλο.

«Μαζέψτε όλες τις αποδείξεις» είπε ο Στάντον στον Άλαν «και φέρτε τες στο τμήμα».

Ο Άλαν άκουσε τις οδηγίες του και πήγε να τις μεταφέρει και στον Νικ Γουίντερς.

«Έχω ένα σημαντικό τηλεφώνημα να κάνω» είπε ο Στάντον στον εαυτό του.

 

***

Η πόλη του Άβελιν βρίσκεται δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από το Μπανγκόρ, όπως προαναφέρθηκε, μια πόλη πέντε χιλιάδων κατοίκων, κλασική για την περιοχή του Μέιν. Το Άβελιν απλώνεται πάνω σε μια μεγάλη πεδιάδα, η οποία όμως περιτριγυρίζεται από χαμηλές οροσειρές που δείχνουν σαν να απειλούν να παγιδεύσουν την μικρή επαρχιακή πόλη στο κέντρο τους. Λόγω της φυσικής διαμόρφωσης αυτής, η περιοχή είναι έξοχη για αγροτικές καλλιέργειες όπως σιτάρι, διάφορα λαχανικά και φρούτα, φάρμες και εκτροφές ζώων όπως αγελάδες και πρόβατα, χωρίς όμως το περιβάλλον να χάνει από την φυσική του αγριάδα, με πολλά σκοτεινά δάση να εκτείνονται γύρω από την πόλη και να σταματάνε μόνο στις κορυφογραμμές των βουνών.

Παρόλο που η πόλη έχει όλα τα στοιχεία και τις βάσεις για να (υπο)χαρακτηριστεί επαρχία, οι κάτοικοί της, τα καταστήματα και η οργάνωση της απείχαν πολύ από αυτό και οι λόγοι ήταν επειδή, πρώτων, η πόλη βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τις άλλες μεγάλες πόλεις του Μέιν και, δεύτερων, επειδή η διαπολιτειακή οδός ήταν ακριβώς δίπλα και τις τουριστικές περιόδους γινόταν μεγάλο πέρασμα. Έτσι, οι κάτοικοι, που μόνο επαρχιώτες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακόμα και αν στο επάγγελμα ήταν γεωργοί ή βοσκοί, έχουν συνηθίσει στους πολλούς ξένους να επισκέπτονται την πόλη τους και έχουν γενικά μια νοοτροπία «μεγάλης πόλης». Οι δρόμοι και τα μαγαζιά έχουν πάντα κίνηση, τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν και κατεβαίνουν με θόρυβο και βιασύνη και η συνολική εικόνα δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με την εικόνα μιας ήσυχης, έρημης πόλης που βρίσκεται βαθιά στην αμερικάνικη επαρχία.

Βέβαια, πίσω από αυτήν την εικόνα, στα καθιστικά των σπιτιών, στα τραπέζια των καφενείων και στα μπαλκονάκια των αυλών, εκεί που οι ξένοι δεν πήγαιναν και δεν είχαν καμιά δουλειά να πάνε, εκεί που δεν τους έβλεπε και άκουγε κανένας ανεπιθύμητος, πάντα υπήρχε το κουτσομπολιό ή, αλλιώς, η «κοινωνική ενημέρωση». Το κουτσομπολιό είναι ριζωμένο στο γενετικό υλικό των κατοίκων από τις εποχές που η πόλη ήταν ακόμη μικρό χωριό και, άσχετα αν τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αναπτυχθεί ραγδαία, κυριαρχεί ανάμεσα στις υπόλοιπες συζητήσεις. Φράσεις όπως «Άκουσες τι είπε» ή «Έμαθες τι έγινε» έμπαιναν σε τακτική βάση στις προτάσεις που αντάλλασσαν μεταξύ τους, άντρες και γυναίκες. Οι περισσότεροι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους και, όσοι δεν γνωρίζονται, σίγουρα έχουν μάθει κάτι που να τους αφορά από κάποιον τρίτο. Ολόκληρη η πόλη έχει υποταχθεί σε ένα κλειστό κύκλωμα υπόγειων καλωδίων ενημέρωσης (κουτσομπολιού), αόρατο για όποιον δεν είναι μόνιμος κάτοικος. Όσον αφορά το κουτσομπολιό, το Άβελιν είναι η πιο οπισθοδρομική και επαρχιακή πόλη της Αμερικής.

Κατά τα άλλα, η πόλη παρέχει όλα τα απαραίτητα στους πέντε χιλιάδες κατοίκους του: πολυκαταστήματα, κινηματογράφους, ταβέρνες και εστιατόρια, μοτέλ και ξενοδοχεία, ανάμεσα τους και το πιο φημισμένο Ξενοδοχείο Άβελιν που συνεισφέρει και αυτό κατά πολύ στην ανάπτυξη της τουριστικής ζωής της πόλης. Τα περισσότερα μαγαζιά βρίσκονται στην Κεντρική Οδό, τον δρόμο δηλαδή που διασχίζει κατά μήκος ολόκληρη την πόλη και καταλήγει στην Κεντρική Πλατεία, γνωστή και ως Ματωμένη Πλατεία η οποία αποτελεί και το κέντρο της πόλης. Η πλατεία πήρε το όνομά της από σοβαρά ιστορικά γεγονότα, αν και όσοι το ακούνε πρώτη φορά και δεν έχουν επισκεφτεί το Άβελιν ξανά στο παρελθόν νομίζουν ότι τους κάνουν κάποια φάρσα ή ότι προέρχεται από παλιό, αστικό μύθο.

Το αστυνομικό τμήμα βρίσκεται πάνω στην Κεντρική οδό, λίγο πριν από την πλατεία, στην γωνία μιας σχετικά κεντρικής διασταύρωσης. Το κτίριο είναι ένα από τα πιο παλιά και κλασικά της πόλης, διατηρείται όμως σε άριστη κατάσταση. Έχει δύο ορόφους, το ισόγειο με τα γραφεία των δύο βοηθών του Σερίφη, το γραφείο ασυρμάτου, το γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας και τα υπόλοιπα δωμάτια εξυπηρέτησης των πολιτών και τον πρώτο όροφο, με το γραφείο του Σερίφη και ένα σχετικά μεγάλο δωμάτιο που το είχαν διαμορφώσει έτσι ώστε να εξυπηρετεί σαν μικρή κουζίνα – τραπεζαρία και σαλόνι ταυτόχρονα.

Σε επίσημη στατιστική έρευνα που είχε γίνει το 2010, το Άβελιν χαρακτηρίστηκε ως η δεύτερη πιο ασφαλής και με λιγότερη εγκληματικότητα πόλη της Νέας Αγγλίας. Την πρώτη θέση κατείχε το γειτονικό Μπανγκόρ.

Τα στατιστικά στοιχεία αυτά πέρασαν για μια στιγμή από το μυαλό του Σερίφη Στάντον Γιανγκ, αλλά τα έδιωξε αμέσως, λέγοντας στον εαυτό του ότι δεν είχαν καμία απολύτως σημασία και ότι δεν θα τον βοήθαγαν να λύσει αυτήν την υπόθεση. Ο σαράντα οχτάχρονος έχει την θέση του Σερίφη εδώ και τρία μόλις χρόνια, αλλά πριν από αυτό ήταν Βοηθός Σερίφη για τα προηγούμενα είκοσι και μάλιστα σε έναν από τους καλύτερους Σερίφηδες που έχουν περάσει από το Άβελιν (αν όχι τον καλύτερο), τον Ρότζερ Λαντζ. Ακόμα και αν η πόλη του ανήκει στις πιο ήσυχες της Πολιτείας, τα μάτια του έχουν δει πολλά περιστατικά που οι περισσότεροι θα δείλιαζαν ή θα έβγαζαν τα σωθικά τους αν έπρεπε να τα αντιμετωπίσουν.

Ο Στάντον Γιανγκ έχει δύο βοηθούς, και οι δύο νεαροί, τον Άλαν Γκρίνγουντ και τον Νικ Γουίντερς, ο πρώτος τριάντα χρονών και ο δεύτερος είκοσι δύο. Και για τους δύο είναι η πρώτη υπόθεση κατά συρροή δολοφόνου που έχουν να αντιμετωπίσουν. Για τον ίδιο, μπορεί να μην ήταν η πρώτη του, όμως σίγουρα είναι η πιο δύσκολη. Οι τέσσερις δολοφονίες είχαν γίνει μέσα σε διάστημα δύο χρόνων. Τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους απέδειχναν ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο, όμως το χρονικό διάστημα από την πρώτη μέχρι την τελευταία δολοφονία ήταν πολύ μεγάλο, πολύ ασυνήθιστα μεγάλο.

Η συχνότητα που έγιναν οι δολοφονίες δεν ήταν σταθερή, δηλαδή ο δράστης είχε χτυπήσει σε, φαινομενικά τουλάχιστον, τυχαίες χρονικές περιόδους. Οι δύο πρώτες είχαν γίνει μέσα σε έναν μήνα, ενώ η τρίτη έγινε ένα χρόνο μετά. Η σημερινή, η τέταρτη, πραγματοποιήθηκε τέσσερις μήνες μετά την τρίτη.

Ένα άλλο γεγονός που έχει τραβήξει την προσοχή του Γιανγκ και που τον ανησυχούσε πολύ ήταν το γεγονός ότι σε καμία από τις τέσσερις δολοφονίες δεν βρέθηκε ούτε ένα ίχνος, ούτε το παραμικρό ίχνος από δαχτυλικά αποτυπώματα ή γενετικό υλικό του δράστη. Μόνο σε μια περίπτωση το θύμα είχε προλάβει να φέρει σημαντική αντίσταση . σε όλες τις άλλες περιπτώσεις φαίνεται πως είχε καταφέρει να ξαφνιάσει τα θύματά του. Κανένα ίχνος και καμία απολύτως ιδέα δεν είχε ο Σερίφης ούτε για το πώς κατάφερνε να εισβάλλει στο δωμάτιο δώδεκα. Η πόρτα σε όλες τις περιπτώσεις ήταν κλειδωμένη από μέσα και χωρίς να είναι παραβιασμένη και τα παράθυρα άθικτα και επίσης κλειδωμένα. Η μόνιμη προτίμηση του για το δωμάτιο δώδεκα του ξενοδοχείου ήταν φανερό στοιχείο ότι είχε βρει εύκολη πρόσβαση για το δωμάτιο αυτό, πρόσβαση που το αστυνομικό μυαλό του δεν μπορούσε να εντοπίσει ακόμη. Δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει πως ο δράστης έμπαινε και έβγαινε από το δωμάτιο χωρίς να γίνει αντιληπτός ή να αφήσει πίσω του ίχνη.

Υπήρχε ένα γεγονός που μπέρδευε και παίδευε ακόμη περισσότερο τον Γιανγκ, πολύ περισσότερο από το πώς είχε ο δράστης πρόσβαση στο δωμάτιο. Στην αρχή, στις πρώτες δύο δολοφονίες που είχε υποψιαστεί ότι μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους με το ίδιο άτομο για δράστη, ο Σερίφης έκανε έρευνα για τα αναλυτικά στοιχεία των θυμάτων, λίστες όπως αυτήν που κρατούσε νωρίτερα την ίδια μέρα στο δωμάτιο δώδεκα, σίγουρος ότι τα θύματα θα είχαν κάποια κοινά στοιχεία μεταξύ τους: ίδιο τόπο προέλευσης, κοινό επάγγελμα ή τόπο επαγγέλματος, ίσως κάποια συγγένεια ή γενικά οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να του προδώσει κάποια πληροφορία σχετικά με τον δράστη ή το κίνητρό του. Τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά καθώς, όχι μόνο τα δύο πρώτα θύματα, αλλά όλα τα θύματα, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού, δεν είχαν τίποτα απολύτως κοινό μεταξύ τους. Το μοναδικό κοινό στοιχείο που είχαν, αλλά απόκτησαν μετά τον θάνατό τους δυστυχώς, ήταν ότι πέθαναν στο πάτωμα του δωματίου δώδεκα, με πολλαπλές μαχαιριές σε όλο το σώμα και με ένα ματωμένο μήνυμα δίπλα τους που δεν έβγαζε νόημα για κανέναν.

Η μοναδική κάμερα ασφαλείας που διέθετε το ξενοδοχείο ήταν αυτό πάνω από το γραφείο της ρεσεψιόν και είχε καθαρή οπτική επαφή της εισόδου καθώς και όλων όσων περνούσαν από μπροστά από το γραφείο για να μπουν στα δωμάτιά τους ή να βγουν έξω. Ο Γιανγκ είχε παρακολουθήσει πολλές φορές τις λήψεις από την κάμερα άλλοτε παρέα με τον Γκρίνγουντ, άλλοτε με τον Γουίντερς και άλλοτε μόνος του καθισμένος στο σαλόνι – τραπεζαρία του Τμήματος. Κανένα από αυτά τα δεκάδες πρόσωπα που είχε δει να σταματάνε στην ρεσεψιόν δεν θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα ύποπτο για τις δολοφονίες. Είχε εξετάσει τους περισσότερους από αυτούς, όλοι όμως είχαν ακλόνητα άλλοθι για το που βρισκόντουσαν και το τι έκαναν.

Το σίγουρο ήταν ότι ο δράστης ήξερε πάρα πολύ καλά τι έκανε και πως το έκανε. Το μοναδικό που του έμενε να σκεφτεί ήταν ότι ο δράστης θα μπορούσε να είναι ένας από το προσωπικό του ξενοδοχείου ή και ο ίδιος ο ξενοδόχος, ο Ντέιβιντ Μπάκμαν. Ανέκρινε έναν – έναν πολύ προσεκτικά αυτούς που δούλευαν για το ξενοδοχείο, από τις καμαριέρες, τον κηπουρό έως την καθαρίστρια αλλά και τον ίδιο τον ιδιοκτήτη. Υπέθεσε ότι ο δράστης πιθανότατα ήταν άντρας (δύσκολα μια γυναίκα θα μπορούσε να επιτεθεί και να σκοτώσει με μαχαίρι ξαφνιάζοντας τα θύματα και χωρίς να αφήνει ίχνη αντίστασης πίσω της στις περισσότερες περιπτώσεις), οπότε τους άντρες αποφάσισε να τους κρατήσει σε στενή παρακολούθηση. Εκτός από τον ιδιοκτήτη, μόνο ένας άντρας δούλευε στο ξενοδοχείο, ο κηπουρός, τους οποίους και παρακολουθούσε συνέχεια. Όταν έγινε η τέταρτη δολοφονία και οι δύο βρισκόντουσαν σπίτι τους.

Κυνηγούσαν ένα φάντασμα – δολοφόνο. Ο Γιανγκ δεν πίστευε στο μεταφυσικό και τα τέρατα. Στα μόνα τέρατα που όντως πίστευε ήταν οι δύο πρώην γυναίκες του που του ρούφηξαν τα νιάτα και τα λεφτά, αφήνοντας πίσω τους έναν ενήλικο πλέον γιο και μια ενήλικη πλέον κόρη, γεμάτοι υποχρεώσεις και οι δύο. Πέρα από αυτό, ο σαράντα οχτάχρονος Σερίφης αρχίζει να αναθεωρεί κάποιες απόψεις του για το μεταφυσικό και να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι κάποια πράγματα μπορεί να είναι αληθινά.

Η οδοντογλυφίδα στο στόμα του πήγαινε από την μια άκρη μέχρι την άλλη σαν το εκκρεμές ενός ρολογιού. Οι περισσότεροι που είχαν οδοντογλυφίδα στο στόμα ήταν καπνιστές στο στάδιο που προσπαθούσαν να κόψουν το κάπνισμα ή έστω να το ελαττώσουν, ο Γιανγκ όμως την είχε απλώς για τις στιγμές που αισθανόταν άγχος. Όσο περισσότερο τον πίεζε το άγχος, τόσο πιο γρήγορα κινούταν η οδοντογλυφίδα στο στόμα του.

Χτύπησε τα χαρτιά που περιείχαν τις λίστες με τα στοιχεία των θυμάτων πάνω στο γραφείο του για να έρθουν σε ευθεία και τις ακούμπησε μπροστά του. Ταυτόχρονα, από το ανοιχτό παράθυρο του δευτέρου ορόφου του Αστυνομικού Τμήματος που βρισκόταν το γραφείο του μπήκε μια καλοκαιρινή αύρα αέρα που τον χάιδεψε πρώτα στον σβέρκο του και μετά πήγε προς τα χαρτιά, ανασηκώνοντας τα ελαφρά, χωρίς να τα μετακινεί.

Έγειρε προς τα πίσω την πλάτη του και σχεδόν ξάπλωσε πάνω στην καρέκλα του. Δυο ήταν οι επιλογές που μπορούσε να διακρίνει και να εφαρμόσει. Είχε σκεφτεί και άλλες, οι οποίες δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν. Μια από αυτές ήταν να ανακρίνει σκληρά ολόκληρο το Άβελιν, και τους πέντε χιλιάδες κατοίκους. Εκτός από ανέφικτο, δεν του είχε εγγυηθεί κανένας ότι ο δολοφόνος ήταν από την πόλη τους. Ένα άλλο, πιο ρεαλιστικό ενδεχόμενο ήταν να παρακολουθεί όλο το εικοσιτετράωρο το δωμάτιο δώδεκα του ξενοδοχείου. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε το ανθρώπινο δυναμικό να το πραγματοποιήσει αυτό . όλο το τμήμα περιλάμβανε έναν Σερίφη και τους δύο βοηθούς του. Οι παρακολουθήσεις που είχε κάνει στον Ντέιβιντ Μπάκμαν και τον κηπουρό δεν ήταν συνεχείς και τις περισσότερες τις είχε πραγματοποιήσει μόνος του, θυσιάζοντας τον προσωπικό, ελεύθερο χρόνο του. Επίσης, η επόμενη δολοφονία (αν υπήρχε επόμενη, κανένας δεν του το είχε εγγυηθεί ούτε αυτό) μπορεί να γινόταν πάλι μετά από δώδεκα μήνες, χρονικό διάστημα που ήταν αδύνατο να κρατήσει μια παρακολούθηση.

Πήρε το στυλό στα χέρια του και άρχισε να τον χτυπάει ανάμεσα στον δείχτη και αντίχειρά του. Νευρικά. Ο Ντέιβιντ Μπάκμαν καθόταν μπροστά στο γραφείο του σε μια άβολη, ξύλινη καρέκλα που έτριζε κάθε φορά που κουνιόταν. Τον κοίταξε αδιάφορα και επανέφερε το μυαλό του σε αυτό που σκεφτόταν. Δύο ήταν οι λύσεις που μπορούσε να διακρίνει. Η πρώτη ήταν να κλείσει το ξενοδοχείο Άβελιν. Για αόριστο χρονικό διάστημα. Το να πείσει τον Μπάκμαν απλά να μην νοικιάζει το δωμάτιο δώδεκα που ήταν η αδυναμία του δολοφόνου δεν θα οδηγούσε πουθενά. Ο δράστης θα μπορούσε να χτυπήσει και να σκοτώσει σε κάποιο άλλο δωμάτιο αν ανακάλυπτε ότι το νούμερο δώδεκα δεν ήταν πλέον διαθέσιμο. Επίσης, το να αρνηθεί σε κάποιον που θέλει να μείνει στο ξενοδοχείο την παραμονή του στο συγκεκριμένο δωμάτιο από την στιγμή που θα ήταν διαθέσιμο ήταν παράνομο. Αν το ξενοδοχείο ήταν πλήρες ή αν κάποιος πελάτης ζητούσε συγκεκριμένα το δωμάτιο δώδεκα, ο ιδιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος από τον νόμο να του δώσει το δωμάτιο και σε αντίθετη περίπτωση μπορούσε να του κάνει μήνυση.

«Όχι, δεν το συζητάω» είπε ο Μπάκμαν. Ο Γιανγκ σημείωσε ότι ήταν η τρίτη φορά που του έλεγε ακριβώς το ίδιο.

Πέταξε το στυλό πάνω στην μικρή στοίβα με τα χαρτιά και μετά τράβηξε την οδοντογλυφίδα από το στόμα του. Του ζήτησε να κλείσει το ξενοδοχείο του, τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα, για να μπορέσουν να ανησυχήσουν έτσι τον δράστη και να δουν πως θα αντιδράσει (αν θα αντιδράσει). Του το ζήτησε ήδη δύο φορές, του το εξήγησε άλλες τόσες, συλλαβίζοντας τις λέξεις του σαν να μιλούσε σε μικρό παιδάκι δημοτικού. Του είπε ότι αντιμετωπίζει πολύ μεγάλο πρόβλημα με αυτήν την υπόθεση, ότι έχει μεγάλη έλλειψη σε προσωπικό και ότι αδυνατεί να βρει άλλη λύση. Τέλος, του υποσχέθηκε ότι το ξενοδοχείο του θα άνοιγε ξανά πριν την επόμενη καλοκαιρινή σεζόν και πριν καλά – καλά το καταλάβει ο ένοχος θα βρισκόταν πίσω από σιδερένιες μπάρες.

Ο Μπάκμαν αρνούταν να κλείσει το ξενοδοχείο του, έστω και για μια μέρα, και δεν είχε άδικο. Ο Γιανγκ έχει καλές σχέσεις μαζί του, τον γνωρίζει εδώ και πολλά χρόνια, και τον πίεσε όσο μπορούσε προς αυτήν την κατεύθυνση, οι καλές σχέσεις όμως δεν έδιναν την υποχρέωση στον ξενοδόχο να δεχτεί αυτό που του ζήταγε ο Σερίφης. Είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί.

«Μπορείς να φανταστείς πόση ζημιά θα κάνει στο όνομα του ξενοδοχείου, όνομα που έχω πολεμήσει σκληρά για να χτίσω, όταν μαθευτεί στον κόσμο ότι κλείνει λόγω ενός παρανοϊκού δολοφόνου; Δεν θα μπορέσω ποτέ να συνέλθω πάλι μετά από αυτό».

«Σου εξήγησα ήδη ότι θα ανακοινώσουμε στον κόσμο ότι το κλείσιμο θα γίνει για λόγους ανακαίνισης. Άλλωστε, αρχίζει και γίνεται ήδη γνωστό ότι ο δολοφόνος έχει προτίμηση στο ξενοδοχείο σου και στο δωμάτιο δώδεκα και ότι αν δεν συλληφθεί σύντομα θα χτυπήσει ξανά. Το δίκτυο κοινωνικής ενημέρωσης της πόλης έχει ξεκινήσει να λειτουργεί και για την δική σου περίπτωση».

Η ξύλινη καρέκλα του Μπάκμαν έτριξε ξανά καθώς αυτός σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και έγειρε το σώμα του πίσω.

«Όχι, δεν το συζητάω». Πάλι η ίδια φράση που αρχίζει να γίνεται μισητή στα αυτιά του Γιανγκ. Κοίταξε τον Μπάκμαν που φαινόταν ότι είχαν γίνει τα πρώτα ραγίσματα στην υπομονή του και είχε αρχίσει να νευριάζει με την συζήτηση και αποφάσισε να μην την συνεχίσει. Πέταξε την οδοντογλυφίδα που την κρατούσε ακόμη στο χέρι του μέσα στον κάδο απορριμμάτων και μόνο εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε ότι και ο ίδιος είχε νεύρα. Εξωτερικά μπορεί να μην φαινόντουσαν, μέσα του όμως ένιωθε μια οργή που είχε φουντώσει και ήταν έτοιμη να ξεσπάσει με το παραμικρό απότομο ταρακούνημα. Ήταν ένα επικίνδυνο χημικό μίγμα από νεύρα και απόγνωση λόγω της υπόθεσης που είχε ανακατευτεί στο σύστημά του και ο ίδιος δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.

Θα αισθανόταν άσχημα με τον εαυτό του που έφτασε σε αυτήν την κατάσταση (και περισσότερο θα μισούσε τον Μπάκμαν και το ξενοδοχείο του, άσχετα αν αυτός δεν είχε καμία απολύτως ευθύνη), αλλά ένα χτύπημα στην πόρτα του γραφείου του δεν τον άφησε. Μετά το χτύπημα, η πόρτα άνοιξε λίγους πόντους και από πίσω ξετρύπωσε μονάχα το κεφάλι του βοηθού Γκρίνγουντ.

«Σερίφη» του είπε. «Ήρθε ο πράκτορας Γουίλιαμσον»

«Εξαιρετικά» μουρμούρισε ο Γιανγκ και κατάλαβε ότι η μουρμούρα του δεν έγινε κατανοητή από κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο. «Πες του να ανέβει». Αυτό το είπε πολύ πιο καθαρά.

Ο Μπάκμαν, που είχε γυρίσει εντελώς το κεφάλι του προς το μέρος του βοηθού, γύρισε πάλι πίσω προς το μέρος του Σερίφη και τον κοίταξε με ένα φανερό, τεράστιο ερωτηματικό ζωγραφισμένο σε ολόκληρο το πρόσωπο.

«Πράκτορας; Του FBI;» τον ρώτησε. Στην φωνή του, εκτός από την απορία, είχε και έναν τόνο έκπληξης.

«Ναι, Ντέιβιντ, πράκτορας του FBI» του απάντησε ο Γιανγκ καθώς σηκωνόταν για να υποδεχτεί κατάλληλα τον επισκέπτη του. «Τον κάλεσα να έρθει από την στιγμή που εσύ αρνήθηκες να κλείσεις το ξενοδοχείο την πρώτη φορά που σε ρώτησα και θα ήθελα να είσαι και εσύ παρών στην συζήτηση, μιας που σε αφορά και εσένα η υπόθεση. Δεν βλέπω άλλη λύση».

Ο ξενοδόχος μετακινήθηκε πάνω στην καρέκλα του (στον Γιανγκ άρεσε να ακούει τα τριξίματα της γιατί κάθε τρίξιμο σήμαινε περισσότερη ανησυχία για αυτόν που καθόταν πάνω της και γι’ αυτό και δεν την άλλαζε ποτέ) και τα μάτια του άρχισαν να περιεργάζονται και να κοιτάνε όλα τα αντικείμενα του δωματίου – όλα τα αντικείμενα εκτός από τον Σερίφη.

Η δεύτερη λύση που μπορούσε να διακρίνει ο Γιανγκ που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ήταν να ζητήσει βοήθεια από το FBI. Το πρόβλημα, και ταυτόχρονα ο βασικός λόγος που δεν τους είχε καλέσει νωρίτερα, ήταν ότι το FBI δεν μπορούσε να αναλάβει οποιεσδήποτε υποθέσεις. Οι υποθέσεις θα έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλες και σημαντικές ώστε να αξίζουν τον χρόνο του πράκτορα που θα τις αναλάβει. Ο Σερίφης το σκέφτηκε πολύ σοβαρά αυτό σήμερα το πρωί και μέσα στο δωμάτιο δώδεκα, και μέσα στο γραφείο του στο τμήμα και αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα.

Ρώτησε το πρωί τον Μπάκμαν αν ήταν διατεθειμένος να κλείσει το ξενοδοχείο, έλαβε την πρώτη του αρνητική απάντηση και αμέσως πήρε τηλέφωνο στα κεντρικά γραφεία του FBI. Εκεί, τους ενημέρωσε για όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, αποφάσισαν ότι αξίζει ο κόπος να το κοιτάξουν και του είπαν ότι θα έστελναν ένα πράκτορα, τον πράκτορα Γουίλιαμσον, να μελετήσει τα στοιχεία από κοντά και να πάρει αυτός την τελική απόφαση.

Μόλις το άκουσε αυτό, τους ευχαρίστησε, έκλεισε το τηλέφωνο και αμέσως έτρεξε στον φάκελο της υπόθεσης. Ήταν σίγουρος ότι όλα ήταν στην εντέλεια, όμως ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα τα στοιχεία ήταν στην θέση τους, όλες οι καταθέσεις συμπληρωμένες σύμφωνα με τον νόμο, οι ενέργειες τους αυτές που προβλέπονται και ότι δεν έλειπε τίποτα μέσα από τον φάκελο, ώστε να μην βρει τον μπελά του από τον πράκτορα. Ο Γιανγκ ήταν πάντα οργανωμένος και προσεχτικός σε αυτά τα διαδικαστικά θέματα και έτσι ο φάκελος δεν είχε κανένα πρόβλημα.

Η πόρτα άνοιξε, ο Σερίφης σήκωσε το βλέμμα του και το κεφάλι του Μπάκμαν γύρισε σαν σβούρα προς το μέρος της.

Μέσα μπήκε ένας ψηλός άντρας, λίγο ψηλότερος από τον Γιανγκ, με πολύ αυστηρά κοντό κούρεμα και σοβαρό ύφος στο πρόσωπό του, το οποίο ήταν γεμάτο γωνίες, όπως και το υπόλοιπο του σώμα γενικά. Φορούσε ένα όχι ακριβό αλλά πολύ προσεγμένο κουστούμι. Αυτός ήταν ο πράκτορας του FBI χωρίς αμφιβολία. Ολόκληρο το παρουσιαστικό του ήταν ολόιδιο με των πρακτόρων που βλέπουμε στις ταινίες.

Πλησίασε το γραφείο του Σερίφη και, αγνοώντας τον Μπάκμαν, άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του.

«Σερίφη Γιανγκ» είπε με μια βραχνή φωνή που ο ήχος της σου μένει για λίγο στο μυαλό.

«Πράκτορα Γουίλιαμσον» απάντησε εκείνος, σφίγγοντας του το χέρι. «Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθατε. Θα είναι παρών στην συζήτηση και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Άβελιν, ο κύριος Ντέιβιντ Μπάκμαν».

Ο πράκτορας κοίταξε τον άντρα που καθόταν στην καρέκλα και απλώς έγνεψε με το κεφάλι του.

«Πολύ ωραία. Ενημερώστε με για την κατάσταση και δείξτε μου όλα τα στοιχεία. Από εκεί και πέρα θα αποφασίσω ποιος θα είναι ο ρόλος της υπηρεσίας μου σε αυτήν την υπόθεση». Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε ήταν πολύ επίσημος, δηλαδή ακριβώς ότι περίμενε από κάποιον που τον στέλνει και εκπροσωπεί το FBI.

Ο Γιανγκ τον ενημέρωσε με όλες τις λεπτομέρειες, όπως είχε κάνει και το πρωί στο τηλέφωνο, μόνο πολύ πιο αναλυτικά. Του έδειξε τις φωτογραφίες από τα θύματα, τις καταθέσεις του προσωπικού του ξενοδοχείου τις οποίες διάβασε με προσοχή μια προς μια και τα τυπωμένα χαρτιά με το σύντομο μήνυμα του δράστη. Έπειτα, του είπε την προσωπική του γνώμη για το θέμα και τις εκτιμήσεις του και τις προσπάθειες που είχε κάνει τα τελευταία δύο χρόνια με τις παρακολουθήσεις και την αδυναμία που είχε σε ανθρώπινο δυναμικό για να αντιμετωπίσει μια τέτοια υπόθεση. Η όλη διαδικασία κράτησε παραπάνω από τρεις ώρες, διάρκεια που οι ίδιοι δεν πήραν ποτέ είδηση ότι πέρασε.

Όταν τελείωσε ο Στάντον Γιανγκ με την ενημέρωση του πράκτορα Γουίλιαμσον ήταν σειρά του να ακούσει την άποψη του έμπειρου άντρα για την υπόθεση και το πώς μπορούν να την αντιμετωπίσουν. Ο πράκτορας ουσιαστικά θα αποφάσιζε πως το FBI θα βοηθούσε το Τμήμα του Άβελιν. Ο Σερίφης ήξερε ότι η υπόθεση ήταν αρκετά σημαντική για να αρνηθεί την προσφορά βοήθειας η υπηρεσία, οπότε είχε την βοήθειά τους δεδομένη. Το ερώτημα ήταν πόσο θα τους βοήθαγε, με ποιον τρόπο και αν τελικά ο τρόπος αυτός θα οδηγούσε στην σύλληψη του δράστη. Αν το έκρινε ο Γουίλιαμσον με βάση της εμπειρίας του σε παρόμοιου είδους υποθέσεις ότι η συγκεκριμένη είναι αρκετά σημαντική και δύσκολη, είχε την δυνατότητα να προτείνει στην υπηρεσία του ακόμη και να αναλάβουν εξ’ ολοκλήρου την υπόθεση και να φύγει από την δικαιοδοσία του Τμήματος του Άβελιν.

Αυτό το τελευταίο ο Γιανγκ ευχόταν κάπου από μέσα του να γίνει πραγματικότητα. Θα ένιωθε μια τεράστια ευθύνη να φεύγει από τις πλάτες του αν αναλάμβανε το FBI την υπόθεση, χωρίς να έχει ο ίδιος την υποχρέωση να ανησυχεί και να μένει ξάγρυπνος τα βράδια στην μοναξιά του κρεβατιού του. Από την άλλη, το Άβελιν ήταν η περιοχή ευθύνης του και μέσα σε αυτήν την περιοχή βρισκόταν και το ξενοδοχείο. Αυτός ήταν ο Σερίφης της περιοχής, θέσης που επάξια είχε κερδίσει, και αυτός είχε ανακαλύψει το πρώτο πτώμα πριν από περίπου δύο χρόνια, οπότε αυτός ένιωθε ότι ήταν ο αρμόδιος να περάσει χειροπέδες στον δράστη. Τα δύο συναισθήματα ήταν αντίθετα και ερχόντουσαν σε σύγκρουση μέσα του όσο πλησίαζε η ώρα της απόφασης του πράκτορα.

«Λοιπόν» είπε ο πράκτορας Γουίλιαμσον. Και οι δύο άντρες έγειραν ασυναίσθητα προς το μέρος του και περίμεναν να ακούσουν προσεκτικά το πόρισμά του. «Θα σας βοηθήσω προσωπικά με την υπόθεση».

Ο Γιανγκ ανακουφίστηκε με αυτό που άκουσε. Είχε την βοήθεια του FBI οπότε γνωρίζοντας το, αυτόματα απέκτησε μια σιγουριά ότι δεν θα υπάρξει επόμενο θύμα. Θα έχουν εντοπίσει και συλλάβει τον δράστη πολύ πριν αποφασίσει να χτυπήσει ξανά. Το μόνο που έπρεπε να αποφασίσουν είναι το σχέδιο δράσης.

«Ακούστε τι θα κάνουμε» τους είπε ο Γουίλιαμσον με την βραχνή του φωνή να ξεχειλίζει από σιγουριά.

 

***

ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Το καλοκαίρι είχε περάσει και πλέον ο χειμώνας είχε αναλάβει δράση για τα καλά στο Άβελιν. Χειμώνας σε αυτήν την μεριά της αμερικάνικης επαρχίας σήμαινε πολλές, πολλές δυνατές βροχές που θα μπορούσαν να συνεχιστούν για εβδομάδες ασταμάτητα, άνεμοι τόσο απότομοι που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν έχουν την δυνατότητα να σηκώσουν ολόκληρο το σπίτι και μερικές φορές, όσο πλησιάζει η ημερομηνία των Χριστουγέννων, πυκνό χιόνι, όχι αυτό που πέφτει ομαλά από τον ουρανό και δημιουργεί το επιθυμητό εορταστικό αποτέλεσμα, αλλά αυτό που πέφτει πάνω σου για να σε χτυπήσει, να σε πονέσει και να δημιουργήσει υλικές ζημιές.

Ένα τέτοιο απόγευμα είναι και το σημερινό. Μπορεί ο Δεκέμβρης μήνας των εορτών, ο πιο εορταστικός μήνας του χρόνου να αργεί παραπάνω από 30 μέρες για να έρθει, ο καιρός τους είχε δείξει από νωρίς τις προθέσεις του φέτος. Εκείνο το απόγευμα συμπλήρωνε 48 ώρες συνεχόμενης βροχόπτωσης. Οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης γνωρίζουν πόσο εχθρικοί μπορούν να γίνουν οι χειμώνες και είναι προετοιμασμένοι, αυτοί όμως που δεν είναι της πόλης αλλά έρχονται για επίσκεψη ή είναι περαστικοί, καλύτερα να αποφεύγουν την περιοχή αυτήν την εποχή.

Ένας τέτοιος επισκέπτης είναι και ο Λάουρι Βάλο ο οποίος παρκάρει το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου Άβελιν. Ο Λάουρι, που είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την πόλη και γενικότερα, πρώτη φορά που ερχόταν στο Μέιν, δεν ήταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τέτοιες καιρικές συνθήκες. Ο ίδιος έχει ρίζες από Φινλανδία, αν και είχε φύγει από εκεί σε πολύ μικρή ηλικία, παρόλα αυτά, η καταιγίδα που τον υποδέχτηκε μόλις πέρασε τα σύνορα του Μέιν ήταν μια από τις πιο δυνατές που έχει δει ποτέ του. Οι υαλοκαθαριστήρες παρότι ανεβοκατέβαιναν σαν τρελοί, ήταν σαν να μην υπήρχαν. Η ορατότητα που είχε πάνω στον διαπολιτειακό δεν ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα και παρότι αναγκαζόταν να κινηθεί με πολύ χαμηλή ταχύτητα, δεν είδε την ταμπέλα που έγραφε «ΑΒΕΛΙΝ, 5χλμ» και την προσπέρασε χωρίς να πάρει είδηση. Ωστόσο, η μεγάλη πινακίδα του ξενοδοχείου φωτιζόταν με πολύ δυνατές λάμπες νέον και αυτή του τράβηξε την προσοχή, που τον υποδεχόταν ευχάριστα. Ήταν το πρώτο σημάδι ανθρώπινης ζωής που συναντούσε εδώ και πολύ ώρα. Κάτω από την κρεμαστή, φωτιζόμενη πινακίδα του ξενοδοχείου, υπήρχε μια μικρότερη, όχι το ίδιο καλά φωτιζόμενη, που έγραφε «Δωμάτια Ελεύθερα». Αν και ήταν ακόμη απόγευμα (αλλά ήταν τόσο σκοτεινά που ο άθλιος καιρός το έκανε να μοιάζει με μεσάνυχτα) και ο Λάουρι δεν είχε σκοπό να σταματήσει το ταξίδι του από τόσο νωρίς, έκανε προσεχτικά δεξιά και μπήκε στον πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Δεν μπορούσε, ούτε είχε την διάθεση να ταξιδέψει κάτω από αυτές τις συνθήκες. Εξ’ άλλου, είχε ξεκινήσει το ταξίδι αυτό με έναν σκοπό τον οποίο ούτε κατά προσέγγιση δεν ήταν κοντά στο να πετύχει.

Ο Λάουρι Βάλο είναι μουσικός και, συγκεκριμένα, κιθαρίστας σε μια μπάντα με την ονομασία 7Angels. Το συγκρότημα αυτό ασχολείται με την rock και metal μουσική γενικότερα, αν όμως κάποιος επιμένει να βάλει ταμπέλα στην μουσική που παίζουν και τους αναγκάζουν να τοποθετηθούν σε ποιο είδος ανήκουν, ο Λάουρι τους απαντάει ότι παίζουν συμφωνική, instrumental, ατμοσφαιρική metal. Όμως, αυτός και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη που αποτελούν το συγκρότημα δεν τους αρέσει να συγκεκριμενοποιούν την μουσική τους σε διάφορα μουσικά είδη, που είναι άπειρα στον κόσμο του rock και της metal, περιορίζοντας την έτσι.

Οι 7Angels δεν είναι το πιο δημοφιλές συγκρότημα του είδους του στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, όμως είναι αρκετά γνωστοί και αγαπητοί από τον κόσμο ώστε να θεωρούνται επαγγελματίες μουσικοί, να οικονομούν πολύ αξιοπρεπή ποσά για κάθε ζωντανή συναυλία ή άλμπουμ τους (όχι εκατομμύρια δολάρια, αλλά πολύ αξιοπρεπή ποσά παρόλα αυτά) και να έχουν κερδίσει μερικά μουσικά βραβεία. Ο Λάουρι, μαζί με τον τραγουδιστή του συγκροτήματος Νταν Κρόφορντ, πέρα από τα μουσικά τους καθήκοντα σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής αντίστοιχα, έχουν την επιπλέον υποχρέωση σαν στιχουργοί. Οι δυο τους, άλλες φορές σε συνεργασία, μα τις περισσότερες ο καθένας μόνος του, είναι υπεύθυνοι για το γράψιμο των στοίχων και την ενορχήστρωση της μουσικής που θα τους ακολουθεί. Από την ημέρα που δημιουργήθηκε το συγκρότημα πριν οχτώ χρόνια, όλοι οι στίχοι και η μουσική των τραγουδιών τους είναι γραμμένοι από τους Λάουρι Βάλο και Νταν Κρόφορντ.

Ο τρόπος που έγραφαν οι δυο τους ήταν τόσο αντίθετος. Είναι φανερό πως ο ένας έχει εντελώς διαφορετική προσέγγιση και αντίληψη για τους στίχους και την μουσική από τον άλλον. Οι διαφορετικές επιρροές που είχαν τα δύο αυτά πρόσωπα στην προσωπική τους ζωή διακρινόταν καθαρά στον τρόπο που έγραφαν. Ο Νταν ήταν νευρικό άτομο από χαρακτήρα και αυτό καθρεφτιζόταν κυρίως στην δυναμική, έντονα χρωματισμένη και φορτισμένη μουσική που έγραφε. Ο Λάουρι, που έδινε περισσότερη βαρύτητα στους στίχους παρά στην μουσική, σαν πιο ήρεμος χαρακτήρας, έβγαζε πολύ μελαγχολία. Προτιμούσε να ασχολείται με το θέμα του έρωτα και της αγάπης και έβγαζε στίχους με πολύ και πραγματικό πόνο, βασισμένο σε προσωπικές του εμπειρίες. Το στυλ των δυο στιχουργών των 7Angels δεν είχε κανένα κοινό στοιχείο, παρά το πάθος που ήταν χαρακτηριστικό και των δύο. Ο ένας κινούταν στα μονοπάτια του μίσους, της εκδίκησης και της τρέλας ενώ ο άλλος υμνούσε τα μοναχικά και πονεμένα μονοπάτια ενός χαμένου έρωτα. Υπήρχαν, όμως, και πολλά τραγούδια τα οποία τα είχαν γράψει από κοινού. Σε αυτά τα τραγούδια αναδεικνυόταν το δημιουργικό ταλέντο και των δύο, τα μοναδικά τους στυλ συγχεόταν το ένα με το άλλο, έδεναν μεταξύ τους και μόνο τότε πραγματικά ξεχώριζαν καλλιτεχνικά με ένα αποτέλεσμα που ήταν μοναδικά κορυφαίο και όμορφο. Ο καθένας έβαζε την δική του, προσωπική πινελιά στους στίχους και την μουσική, χωρίς ο ένας να μπαίνει στα χωράφια του άλλου, χωρίς η μελαγχολία του ενός να αναιρεί ή έστω και να σβήνει στο ελάχιστο την οργή του άλλου αλλά αντίθετα να την ενισχύει, και τότε είναι που το συγκρότημά τους σαν σύνολο μεγαλουργούσε.

Το συγκρότημα τους είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο τους άλμπουμ πριν έναν χρόνο και μόλις είχαν ολοκληρώσει την περιοδεία τους, οπότε τώρα όλοι βρισκόντουσαν στην προετοιμασία του επόμενου άλμπουμ και στην συλλογή νέου υλικού. Ο Λάουρι Βάλο είχε την υποχρέωση τώρα να εμπνευστεί και να γράψει όσα περισσότερα και καλύτερα τραγούδια μπορούσε όμως, όπως και οι συγγραφείς έτσι και οι στιχουργοί, πολλές φορές πέφτουν σε «δημιουργικό μπλόκο», δηλαδή δεν μπορούν να βρουν την έμπνευση να γράψουν τίποτα. Σε ένα τέτοιο μπλοκάρισμα είχε πέσει τώρα και ο ίδιος. Τις τελευταίες μέρες καθόταν στο διαμέρισμά του στην Νέα Υόρκη πάνω από μια στοίβα κενές κόλλες χαρτί, χωρίς να μπορεί να συμπληρώσει έναν στοίχο που να τον ικανοποιεί. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να κάνει κάποιες μουντζούρες, οι οποίες κατέληγαν στον μικρό κάδο που είχε κάτω από το γραφείο του που είχε γεμίσει, και μερικές νότες στην ακουστική του κιθάρα που κάπως του άρεσαν. Το μόνο ολοκληρωμένο που είχε στην κατοχή του ήταν ένα τραγούδι που ήθελε πολλές διορθώσεις, με το οποίο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Εκεί που πίστευε ότι είχε πολύ έμπνευση και ότι βρισκόταν στην καλύτερη δημιουργική κατάσταση, πράγμα που το αποδείκνυε στα τραγούδια του τελευταίου δίσκου που είχαν τεράστια επιτυχία, ξαφνικά το μυαλό του δεν του έδινε τίποτα δημιουργικό παρά μόνο βεβιασμένους, άσχημους στοίχους που έβγαιναν με το ζόρι. Ένιωθε σαν η μικρή, εσωτερική λιμνούλα έμπνευσης που είχε να έχει στερέψει, σαν η μελαγχολία και ο πόνος του, οι ιστορίες που ήθελε να ακουστούν στο κοινό του να τελείωσαν και να μην είχε τίποτε άλλο να πει. Το μυαλό του ήταν κενό, μαύρο.

Είχε αντιμετωπίσει ένα τέτοιο πρόβλημα και στο παρελθόν, σχεδόν όταν οι 7Angels είχαν πρωτοσχηματιστεί. Τότε, βέβαια, ήταν μικρότερο σε διάρκεια και σε σημασία, αλλά διαπίστωσε ότι υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το αντιμετωπίσει.

Του άρεσαν τα ταξίδια. Πέρα από τις περιοδείες που τις λατρεύει λόγω το ότι βλέπει πολλά διαφορετικά μέρη, έχει εκμεταλλευτεί την ελευθερία που του δίνει η μουσική και έχει επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του για να ταξιδέψει και να γνωρίσει καινούρια μέρη. Όταν είχε το πρώτο του «δημιουργικό μπλοκάρισμα», με αυτόν τον τρόπο το αντιμετώπισε. Μοναχικό άτομο καθώς ήταν από την φύση του, ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και τους δικούς του ανθρώπους, μπήκε στο αυτοκίνητό του μόνος του και οδήγησε χωρίς να έχει κάποιον προορισμό στο μυαλό του. Τον προορισμό τον αποφάσιζε στον δρόμο. Κατέληξε στην Φλόριντα, όπου τα παραλιακά τοπία και τα μέρη που πέρασε του έδωσαν την έμπνευση που έψαχνε, η μοναξιά του ταξιδιού και η βαρεμάρα του συνεχόμενου, μονότονου οδηγήματος του δημιούργησαν στο μυαλό του τους στοίχους που του έλειπαν.

Τον ίδιο ακριβώς σκοπό έχει και το συγκεκριμένο ταξίδι στον Μέιν. Ο πήχης είναι αρκετά ψηλά από τον τελευταίο τους δίσκο και ο επόμενος που θα κυκλοφορήσουν απαιτείται να είναι τουλάχιστον αντάξιός του. Λίγο από αυτό το άγχος, λίγο και από την πίεση της τελευταίας τους περιοδείας, το μπλοκάρισμα ήταν αναμενόμενο. Αυτή τη φορά, αποφάσισε να ταξιδέψει βόρεια (αφού νότια είχε ταξιδέψει την πρώτη φορά) για την αναζήτηση της χαμένης έμπνευσης, το σπάσιμο του μπλόκου, το γέμισμα ξανά της μικρής, εσωτερικής λιμνούλας.

Ο καιρός, όμως, του χάλασε τα σχέδια. Μέσα στην μουντάδα της καταιγίδας, έφτασε στο Άβελιν χωρίς να το καταλάβει και, επειδή δεν είχε ιδέα για το που βρισκόταν, σταμάτησε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκε μπροστά του. Το πάρκινγκ στο οποίο μπήκε δεν είχε παραπάνω από πέντε αυτοκίνητα, τουλάχιστον από όσο μπορούσε να διακρίνει. Πάρκαρε στην θέση που ήταν πιο κοντά στην είσοδο του κτιρίου και έσβησε την μηχανή. Κάθισε πίσω από το τιμόνι για μερικά δευτερόλεπτα για να πάρει απόφαση ότι βγαίνοντας από το όχημά του θα γινόταν μούσκεμα. Άνοιξε απότομα την πόρτα του, εκσφενδονίστηκε έξω, άνοιξε και την πόρτα πίσω από τον οδηγό και πήρε μια θήκη μέσα στην οποία ήταν η ακουστική κιθάρα του και μια μικρή βαλίτσα με τα πράγματά του. Μέχρι να τα κάνει όλα αυτά, ακόμη και το φανελάκι που φορούσε από κάτω από όλα τα ρούχα του και την ζακέτα του είχε βραχεί και τα μαλλιά του, που δεν ήταν πολύ μακριά αλλά του έφταναν μέχρι τους ώμους, είχαν κολλήσει στο μέτωπό του. Την στιγμή που κλείδωνε το αυτοκίνητο, μια αστραπή έσκισε τον ουρανό πάνω από το κεφάλι του, δηλώνοντας ότι η καταιγίδα δεν θα σταματούσε όλη τη νύχτα. Κρέμασε την κιθάρα από τον ώμο του και έτρεξε προς το κτίριο του ξενοδοχείου που μονάχα δύο παράθυρα είχαν ανοιχτά φώτα, πέρα από αυτά της ρεσεψιόν στο ισόγειο.

Όταν πέρασε την πόρτα της εισόδου και μπήκε μέσα, ντράπηκε να προχωρήσει άλλο. Ο ίδιος έσταζε ολόκληρος από τα νερά και τα παπούτσια του άφηναν ίχνη πίσω τους σε κάθε βήμα, το εσωτερικό όμως ήταν τόσο στεγνό και εντυπωσιακό, πράγμα που τον ξάφνιασε. Δεν περίμενε από ένα μικρό ξενοδοχείο της επαρχίας να έχει τόση μεγάλη ρεσεψιόν, ακριβή και προσεγμένη διακόσμηση, αλλά ταυτόχρονα πολύ διακριτική και ένα φουντωτό, κόκκινο χαλί στο πάτωμα. Ο Λάουρι το κοίταζε, νιώθοντας ντροπή να το πατήσει και να το μουσκέψει.

«Μην ανησυχείτε, κύριε, περάστε πιο μέσα» ακούστηκε η φωνή του άντρα που καθόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν, καταλαβαίνοντας την αμηχανία του.

«Καλησπέρα» είπε ο Λάουρι παίρνοντας θάρρος και προχωρώντας προς το μέρος του πάγκου. Πίσω από τον άντρα της ρεσεψιόν υπήρχε ένα ξύλινο ράφι που είχε ειδικές, τετράγωνες θήκες, αριθμημένες η καθεμιά και με μια πλαστική κάρτα, σαν αυτές τις πιστωτικές, μέσα τους. Ήταν τα ηλεκτρονικά κλειδιά που άνοιγαν τις πόρτες των δωματίων, άλλη μια ανακάλυψη που ξάφνιασε τον Λάουρι. Δεν περίμενε το ξενοδοχείο να είχε επενδύσει στο να εγκατασταθεί αυτό το ηλεκτρονικό σύστημα στις πόρτες τους. Μάλλον έπρεπε να αναθεωρήσει πολλές απόψεις του για την επαρχία.

«Καλησπέρα» απάντησε ο άλλος άντρας. «Είμαι ο Ντέιβιντ Μπάκμαν, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου. Φαίνεται ότι ο καιρός δεν σας έκανε το χατίρι σήμερα» σχολίασε ευγενέστατα ο ξενοδόχος, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Όχι, δεν μου το έκανε» χαμογέλασε και ο Λάουρι. Ο άνθρωπος αυτός του έβγαζε μια θετική αύρα.

«Πόσο θα κάτσετε;»

«Ένα βράδυ. Δεν νομίζω περισσότερο».

«Μην ανησυχείτε. Αν χρειαστείτε να κάτσετε παραπάνω, δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορείτε να με ενημερώσετε αύριο το πρωί. Αυτήν την περίοδο του χρόνου και με αυτήν την καταιγίδα έξω, δεν περιμένω άλλους επισκέπτες για απόψε. Βλέπω ότι παίζετε κιθάρα» παρατήρησε ο Μπάκμαν βλέποντας την θήκη της κιθάρας.

Ο Λάουρι δεν στεναχωρήθηκε καθόλου που ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου δεν τον αναγνώρισε. Καταλάβαινε ότι δεν ήταν δα και η πιο γνωστή καλλιτεχνική προσωπικότητα της Αμερικής και, άλλωστε, ο άντρας δεν φαινόταν να ακούει τέτοιου είδους μουσική.

«Ναι, παίζω» απάντησε απλά.

«Έχετε σκοπό να την χρησιμοποιήσετε εδώ;» τον ρώτησε ο ξενοδόχος.

«Αυτήν την περίοδο δεν έχω την έμπνευση να γράψω μουσική. Γι’ αυτό κάνω και αυτό το ταξίδι, για να βρω την διάθεση να γράψω ξανά. Δεν νομίζω να βρω την έμπνευση απόψε, αλλά άμα χρειαστεί, θα παίξω λίγο» απάντησε ειλικρινά ο Λάουρι. Συμπάθησε τον ξενοδόχο από την πρώτη στιγμή, που προσπαθούσε να είναι όσο πιο ευδιάθετος γίνεται.

«Αχά, ώστε ανήκεις σε μια από αυτές τις μπάντες που κοπανάνε τα κεφάλια τους, ε; Τότε θα σε βάλω σε ένα γωνιακό δωμάτιο, που είναι και λίγο απομονωμένο από τα υπόλοιπα, ώστε να παίζεις άφοβα. Αν και, αν παίζεις και τραγουδάς καλά, δεν θα ακουστούν παράπονα, είμαι σίγουρος».

Ο Μπάκμαν τεντώθηκε και τράβηξε μια ηλεκτρονική κάρτα από ένα κουτί και την έσπρωξε πάνω στον πάγκο προς το μέρος του Λάουρι. Εκείνος την πήρε λέγοντας ευχαριστώ, στερέωσε την κιθάρα καλύτερα στον ώμο του, σήκωσε την μικρή βαλίτσα και άρχισε να απομακρύνεται για το δωμάτιό του. Όσο περπάταγε, κοίταξε την κάρτα του δωματίου του που πάνω της έγραφε με μεγάλα, κόκκινα γράμματα το νούμερο δώδεκα.

«Είμαι σίγουρος ότι στο ξενοδοχείο μας θα βρείτε την έμπνευση που χάσατε» του είπε ο ξενοδόχος καθώς τον έβλεπε να απομακρυνόταν.

«Είμαι σίγουρος» του απάντησε και αυτός, χαμογελώντας.

 

***

Ο Μπάκμαν κοίταζε τον νεαρό άντρα να απομακρύνεται μέχρι που εκείνος εξαφανίστηκε πίσω από μια γωνία του διαδρόμου πηγαίνοντας για το δωμάτιό του.

Για το δωμάτιο δώδεκα.

Το ξενοδοχείο δεν ήταν πλήρες, ούτε κατά διάνοια. Αντιθέτως, είχε πάμπολλα δωμάτια στην διάθεσή του που θα μπορούσε να χρεώσει στον νεαρό καλλιτέχνη που δεν γνώριζε, αλλά, λόγω το ότι εκείνος μπορεί να χρησιμοποιούσε την κιθάρα του κατά την διάρκεια διαμονής του, προτίμησε να του δώσει ένα δωμάτιο που όντως είναι πιο απομονωμένο και πιο μακριά από τα υπόλοιπα που διέμεναν οι λιγοστοί άλλοι πελάτες.

Το επικίνδυνο δωμάτιο δώδεκα.

Ο Μπάκμαν, μπορεί να αισθανόταν άσχημα που χρέωνε σε έναν συμπαθέστατο και ταλαιπωρημένο νέο άνθρωπο αυτό το στιγματισμένο δωμάτιο, όμως σίγουρα δεν αισθανόταν καμία ανησυχία. Είχε περάσει πάνω – κάτω μισός χρόνος από την τελευταία δολοφονία και ήταν σίγουρος ότι αυτή ήταν η τελευταία. Άλλωστε, από τότε, ήταν δεκάδες τα άτομα που είχαν κοιμηθεί σε αυτό το δωμάτιο και είχε σκοπό να φιλοξενήσει άλλους τόσους χωρίς κανένα περιστατικό.

Στο δολοφονικό δωμάτιο δώδεκα.

Ήταν σίγουρος ότι τίποτε κακό δεν θα συνέβαινε απόψε.

 

***

Ο Λάουρι Βάλο, χαϊδεύοντας την μια πλευρά της κάρτας με το δάχτυλό του ασυναίσθητα, έστριψε στην γωνία του διαδρόμου και αμέσως είδε το δωμάτιο με τον αριθμό δώδεκα. Όπως είχε πει και ο ξενοδόχος, ήταν πιο απομονωμένο από τα υπόλοιπα. Για την ακρίβεια, ήταν η μοναδική πόρτα που υπήρχε στο κομμάτι αυτό του διαδρόμου. Θα μπορούσε εύκολα να παίξει στην περίπτωση που η έμπνευση τον χτυπούσε κατακέφαλα στην μέση της νύχτας.

Δίπλα στην ξύλινη πόρτα υπήρχε μια ηλεκτρονική συσκευή, σαν αυτές που έχουν τα καταστήματα για να περνάς τις πιστωτικές κάρτες, μόνο που αυτή η συσκευή ήταν τοποθετημένη στον τοίχο. Πέρασε από την ειδική σχισμή την κάρτα του, το φωτάκι από κόκκινο έγινε πράσινο και κατέβασε το χερούλι της πόρτας. Αυτή άνοιξε χωρίς πρόβλημα και του παρουσίασε το εσωτερικό του δωματίου.

Η πόρτα έβγαζε σε έναν μικρό χώρο με μια ντουλάπα να πιάνει όλη τη δεξιά πλευρά του τοίχου και, μετά από αυτόν τον χώρο, έβγαινες στο κυρίως δωμάτιο, που ήταν αρκετά μεγάλο σε μέγεθος, τουλάχιστον για τα δεδομένα που είχε συνηθίσει ο Λάουρι. Στην δεξιά πλευρά του δωματίου βρισκόταν το κρεβάτι, που άνετα θα μπορούσε να χωρέσει δύο άτομα να κοιμηθούν, αν και το δωμάτιο θεωρούταν μονόκλινο. Στην αριστερή πλευρά του δωματίου υπήρχε ένα γραφείο με μια τηλεόραση πάνω του και μια καρέκλα μπροστά του και στον τοίχο δίπλα στο γραφείο υπήρχε μια πόρτα η οποία οδηγούσε στο μπάνιο, το οποίο ήταν αρκετά ευρύχωρο, όπως διαπίστωσε λίγο αργότερα. Στον απέναντι τοίχο υπήρχε ένα παράθυρο που έπιανε σχεδόν ολόκληρο το πλάτος του. Οι κουρτίνες του ήταν κλειστές, αλλά από τον προσανατολισμό που είχε κατάλαβε ότι μάλλον είχε θέα το δάσος πίσω από το ξενοδοχείο. Μπροστά στο παράθυρο βρισκόταν άλλη μια καρέκλα, πολύ πιο μεγάλη και άνετη σε σύγκριση με αυτήν που ήταν στο γραφείο και έβλεπε προς το μέρος της πόρτας του μπάνιου. Στα πόδια του, το κόκκινο χαλί φαινόταν ολοκαίνουριο και πολύ πυκνό. Φαίνεται ότι για κάποιον λόγο είχε αλλαχτεί πρόσφατα.

Ο Λάουρι άφησε μια ανάσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Αφού πρώτα τοποθέτησε την κάρτα του σε μια άλλη ειδική σχισμή, από την μέσα πλευρά της πόρτας, η οποία ενεργοποιεί τα φώτα και το ηλεκτρικό ρεύμα στο δωμάτιο και τοποθέτησε την μικρή του βαλίτσα στην ντουλάπα, θαύμασε την διακόσμηση και την οργάνωση του δωματίου του. Πάντα του άρεσε και τον εντυπωσίαζε πως όλα ήταν στην εντέλεια κάθε φορά που έμπαινε πρώτη φορά σε δωμάτιο ξενοδοχείου. Λάτρευε την αίσθηση της προσοχής και της περιποίησης από τα άτομα προσωπικού των ξενοδοχείων. Τον έκαναν να αισθάνεται σημαντικός και η αίσθηση αυτή αύξανε τα ήδη πολλά θετικά σημεία που είχαν τα ταξίδια του.

Άφησε την θήκη της κιθάρας του στο κάτω μέρος του κρεβατιού και έβγαλε την κιθάρα από μέσα. Δεν ήθελε να την έχει κρυμμένη μέσα στην θήκη της γιατί έτσι ένιωθε ότι η θήκη εγκλώβιζε την δημιουργικότητα του και ότι δεν είχε ελπίδα να γράψει μουσική όταν δεν είχε οπτική επαφή μαζί της.

Το πρώτο πράγμα που αποφάσισε να κάνει στο καινούριο του δωμάτιο ήταν ένα μπάνιο, αφού τα μαλλιά του και τα ρούχα του ακόμη έσταζαν από την βροχή. Έλεγξε στην μπανιέρα αν υπήρχε ζεστό νερό, πράγμα απίθανο να μην έχει, πήρε τα απαραίτητα πράγματα από το μικρό του βαλιτσάκι και κλείστηκε στο μπάνιο, αποφασισμένος να μείνει εκεί όσο περισσότερη ώρα μπορούσε.

 

***

Με το που έκλεισε η πόρτα του μπάνιου, μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά από το ξενοδοχείο Άβελιν, ένας μικρός συναγερμός χτυπούσε σε ένα σκοτεινό, μικροσκοπικό δωματιάκι, ανάβοντας ένα κόκκινο λαμπάκι σε ένα μεγάλο καντράν με άλλα λαμπάκια. Ένας άντρας που καθόταν πίσω από κάτι ηλεκτρονικές κονσόλες και οθόνες, τινάχτηκε ελαφρά στο άκουσμα του συναγερμού και ακολούθησε μια διαδικασία που δεν φανταζόταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να ακολουθήσει και ούτε ήθελε.

 

***

Όντως, προσπάθησε να μείνει μέσα στην μπανιέρα πολύ ώρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Η κούραση του ταξιδιού και του συνεχόμενου οδηγήματος τον είχε προλάβει και ένιωθε ότι θα έπεφτε για ύπνο μέσα στο νερό που τον μούλιαζε. Επειδή δεν το ήθελε αυτό, αποφάσισε να βγει από εκεί και να πέσει για ύπνο στα άγνωστα, ανεξερεύνητα γι’ αυτόν στρώματα του κρεβατιού του ξενοδοχείου.

Το ότι ήταν ακόμη πολύ νωρίς για ύπνο δεν τον ένοιαζε. Το μπάνιο, εκτός του ότι τον είχε καθαρίσει και ανανεώσει, τον είχε χαλαρώσει κιόλας και η πολύ δυνατή καταιγίδα που συνέχιζε έξω απτόητη δεν του έδινε πολλές επιλογές. Αν ο καιρός ήταν καλύτερος το επόμενο πρωί, θα πήγαινε μια βόλτα στην πόλη για να την γνωρίσει και να διαπιστώσει αν θα του πρόσφερε καινούριες καλλιτεχνικές εμπειρίες. Πάντως, όπως έδειχναν τα πράγματα μέχρι στιγμής, η πόλη του Άβελιν δεν ήταν αυτή που θα τον ξύπναγε δημιουργικά. Όπως φαίνεται, απόψε δεν θα γρατζούναγε την κιθάρα του.

Με μια πετσέτα του ξενοδοχείου (που είχε το αρχικό γράμμα Α κεντημένο καλλιτεχνικά πάνω της) σκούπισε πρόχειρα τα μακριά μαλλιά του και με μια άλλη στέγνωσε το σώμα του. Με την πρώτη πετσέτα ριγμένη πάνω στους ώμους του, φόρεσε ένα στεγνό εσώρουχο, ένα στεγνό παντελόνι και ένα ζευγάρι κάλτσες. Βγήκε από το μπάνιο με σκοπό να ανοίξει τις κουρτίνες του μεγάλου παραθύρου και να δει, σαν παιδί της πόλης που ήταν, πως είναι ένα δάσος κατά την διάρκεια μιας δυνατής καταιγίδας. Επειδή του άρεσε να γράφει μελαγχολικούς, μαύρους στίχους, ένα τέτοιο θέαμα μπορεί να τον ενέπνεε τελικά.

Πηγαίνοντας προς το παράθυρο σταμάτησε. Πάγωσε.

Οι κυματιστές κουρτίνες που κάλυπταν το παράθυρο κρεμόντουσαν εκεί, ακίνητες μέχρι το πάτωμα. Σε κάθε αστραπή, σκιές έκαναν την εμφάνισή τους πίσω τους από τα κλαδιά που βρισκόντουσαν πιο κοντά στο παράθυρο, σαν απειλητικά απλωμένα χέρια πάνω σε ένα παράξενο, κυματιστό θέατρο σκιών. Η καρέκλα που ήταν μπροστά από το παράθυρο και έβλεπε προς την πόρτα του μπάνιου δεν ήταν πλέον άδεια.

Μια ανθρώπινη σκιά ήταν καθισμένη πάνω της. Μια σκιά με σχήμα ανθρώπου που φωτιζόταν καθαρά μονάχα από την μια πλευρά της από τα φώτα του δωματίου. Η άλλη πλευρά φωτιζόταν μόνο όταν έπεφτε καμιά αστραπή από έξω αλλά, ακόμη και χωρίς την συνδρομή της αστραπής, τα χαρακτηριστικά του άντρα ήταν ξεκάθαρα.

Τα πόδια του τα είχε σταυροπόδι, τα χέρια του κρεμόντουσαν από τα πλαϊνά της καρέκλας και καθόταν με μια άνεση σαν να ήταν αυτονόητο ότι αυτή ήταν η θέση του. Το μισό πρόσωπο που φαινόταν από το φως ήταν αδύνατο και μυώδες και μάλλον άνηκε σε κάποιον άντρα που η ηλικία του είχε ξεπεράσει τα πενήντα. Το μισό στόμα του είχε σχηματισμένο πάνω του κάτι ανάμεσα σε χαμόγελο ικανοποίησης και σε γκριμάτσα οργής και το ένα, παγωμένο μάτι του τον κοιτούσε σταθερά, επιβεβαιώνοντας την άνεσή του ότι η θέση του ανήκει. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα αυστηρά και στρατιωτικά κοντά.

Ο Λάουρι απλά είχε παγώσει στην θέση του, όρθιος έξω από την πόρτα του μπάνιου. Είδε τον άντρα να κάθεται στην καρέκλα που, πριν μπει στο μπάνιο, ήταν άδεια και σκέφτηκε ότι ήταν γέννημα της φαντασίας του. Γρήγορα διαπίστωσε ότι αυτό που έβλεπε ήταν όχι μόνο αληθινό, αλλά και απειλητικό. Η σιγουριά που έβγαζε η στάση του αγνώστου και η άνεσή του πάνω στην καρέκλα ήταν σημάδια κακά. Όπως στεκόταν όρθιος μπροστά του και εκείνος ήταν καθιστός, διαπίστωσε ότι πρέπει να ήταν τουλάχιστον ένα ενενήντα ύψος, αν όχι πάνω από δύο μέτρα. Γύρισε το κεφάλι προς την πόρτα του δωματίου και είδε την κάρτα του ακόμη μέσα στην ειδική σχισμή που διατηρεί ενεργό το ρεύμα στο δωμάτιο και την πόρτα κλειστή και απαραβίαστη. Γύρισε πάλι το κεφάλι του προς τον άντρα που δεν είχε κουνηθεί καθόλου και μόνο τότε διαπίστωσε ότι η καρδιά του κόντευε να σπάσει.

Πως είχε καταφέρει να  μπει; αναρωτήθηκε ο Λάουρι που γνώριζε ότι χωρίς την ειδική κάρτα η πόρτα ήταν αδύνατον να ξεκλειδώσει. Όλα μέσα στο δωμάτιο έδειχναν κλειστά και στην θέση τους, όμως ο άγνωστος είχε καταφέρει να μπει αθόρυβα όσο εκείνος βρισκόταν μέσα στο μπάνιο.

«Ποιος είσαι εσύ;» κατάφερε να τον ρωτήσει.

Ο άντρας παρέμεινε ανέκφραστος από την ερώτηση. Ο τρόπος που φωτιζόταν μονάχα η εσωτερική πλευρά του σώματος και του προσώπου του άντρα και το βλέμμα του που ήταν παγωμένα καρφωμένο πάνω του ανατρίχιαζε τον Λάουρι. Γύρισε το βλέμμα προς το κρεβάτι του και συγκεκριμένα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, πάνω στο οποίο βρισκόταν το τηλέφωνο. Έτσι και σήκωνε το ακουστικό του τηλεφώνου χωρίς να πληκτρολογήσει κάποιο νούμερο, θα συνδεόταν κατευθείαν με τον άντρα στην ρεσεψιόν για να ζητήσει βοήθεια. Όμως, για να φτάσει εκεί, έπρεπε να περάσει μπροστά από τον άντρα στην καρέκλα και είχε τις αμφιβολίες του αν θα τον άφηνε.

Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του μήπως ήταν κάποιος θαυμαστής του που ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά πάση θυσία. Είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν ένα παρόμοιο περιστατικό όπου μια θαυμάστρια τον ακολουθούσε από απόσταση όπου και να πήγαινε για δύο μέρες ολόκληρες. Το γεγονός ότι η γυναίκα απλά τον ακολουθούσε χωρίς να έρχεται σε επαφή μαζί του τον ανησυχούσε ακόμη περισσότερο και τελικά ειδοποίησε την αστυνομία. Την τρίτη ημέρα που η αστυνομία έκανε την εμφάνισή της, η γυναίκα εξαφανίστηκε. Όταν αργότερα γύρισε σπίτι του, η πόρτα του διαμερίσματος ήταν παραβιασμένη και ανοιχτή. Οι αστυνομικοί που μπήκαν μέσα βρήκαν την γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, ανάμεσα στα σεντόνια και μέσα σε ξέφρενη χαρά και ικανοποίηση. Ήταν η τελευταία φορά που την είδε.

Αυτό ήταν το μοναδικό επικίνδυνο περιστατικό που έχει αντιμετωπίσει ο Λάουρι μέχρι στιγμής και, απ’ ότι έχει ακούσει, οι φανατικοί οπαδοί μπορούν να γίνουν και ακόμη πιο επικίνδυνοι. Απέκλεισε από το μυαλό του το ενδεχόμενο ο άγνωστος άντρας να ήταν ένας από τους άμυαλους, επικίνδυνους φανατικούς. Στο είδος της μουσικής που παίζει, οι θαυμαστές είναι συνήθως γυναίκες. Άλλωστε, η συμπεριφορά του μέχρι στιγμής δεν δείχνει κάτι τέτοιο.

Ο άντρας κατέβασε το πόδι του που το είχε σταυροπόδι στο πάτωμα και σήκωσε τα χέρια του που όλη αυτήν την ώρα κρεμόντουσαν στο πλάι της καρέκλας. Στο χέρι που ήταν από την πλευρά που δεν έβλεπε ο Λάουρι, όταν έκανε την εμφάνισή του, είδε ότι κρατούσε ένα μαχαίρι. Ένα ασημένιο, κοντό και πλατύ μαχαίρι που, μέσα στο σκοτάδι του απογεύματος, ήταν το μοναδικό αντικείμενο πάνω του που φαινόταν τόσο καθαρά, λες και ακτινοβολούσε ένα δικό του, εσωτερικό φως. Η λάμα του μαχαιριού ήταν καθαρή και λεία και η μύτη του μπροστά έκλεινε μια απειλητική, κοφτερή αιχμή. Στο άλλο του χέρι κρατούσε ένα διπλωμένο, λευκό κομμάτι χαρτί. Ο άντρας, τελικά, σηκώθηκε από την καρέκλα, αποκαλύπτοντας ότι το ύψος του ήταν κάπου εκεί όπου είχε υπολογίσει ο Λάουρι. Σίγουρα ήταν πολύ ψηλότερος από τον ίδιο και πολύ πιο γεροδεμένος.

Το ενδεχόμενο του άμυαλου, φανατικού οπαδού αποκλείστηκε από το μυαλό του. Την θέση του πήρε το ένστικτο της επιβίωσης και στην εμφάνιση του μαχαιριού έκανε ένα βήμα πίσω, σχεδόν μπαίνοντας ξανά στο δωμάτιο του μπάνιου. Ολόκληρο το σώμα του είχε παγώσει και αδυνατούσε να καταλάβει αυτό που συνέβαινε στον εαυτό του εκείνη την στιγμή. Προσπάθησε αστραπιαία να θυμηθεί με ποιον είχε εχθρικές σχέσεις, με ποιον είχε τσακωθεί ή μαλώσει τον τελευταίο καιρό, προσπάθησε να θυμηθεί αν γνώριζε τον άντρα αλλά αδυνατούσε. Αδυνατούσε σε όλα.

Ο άγνωστος απλά στεκόταν εκεί, σαν να τον περίμενε να αντιδράσει πρώτος.

Ο Λάουρι κατάλαβε ότι δεν είχε καμία ελπίδα να βάλει κάτω τον άντρα με το μαχαίρι σε μια μάχη σώμα με σώμα. Εκτός του ότι ο ίδιος δεν είχε έρθει στα χέρια ποτέ ξανά στην ζωή του και δεν γνώριζε καμία πολεμική τέχνη, εκείνος ήταν διπλάσιος σε μέγεθος από τον ίδιο. Ακόμη, δηλαδή, και αν δεν κρατούσε το μαχαίρι, πάλι δεν θα έδινε στον εαυτό του καμία ελπίδα.

Ένας ήταν ο δρόμος που μπορούσε να ακολουθήσει. Τον δρόμο της φυγής.

Χωρίς να περιμένει περισσότερο, κινήθηκε ξαφνικά και έτρεξε προς την πόρτα της εξόδου. Η πετσέτα που κρεμόταν από τον ώμο του έπεσε στο σημείο όπου μόλις στεκόταν. Άπλωσε τα χέρια του μπροστά σαν αγοράκι που το κυνήγαγε φάντασμα και άρπαξε το χερούλι της πόρτας. Το γύρισε προς τα κάτω αλλά εκείνο δεν κουνήθηκε. Δοκίμασε ξανά αλλά το αποτέλεσμα ήταν ίδιο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Κοίταξε τον μικρό, περιστρεφόμενο μοχλό πάνω από το χερούλι που κλείδωνε την πόρτα από μέσα και διαπίστωσε ότι έλειπε. Κατέβασε το κεφάλι του προς το πάτωμα και είδε ότι ο μοχλός ήταν πεσμένος πάνω στο καινούριο κόκκινο χαλί, διαλυμένος.

Ο άντρας είχε κλειδώσει την πόρτα και μετά έσπασε τον μοχλό για να μην μπορεί να ξεκλειδωθεί. Γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να στέκεται ακίνητος και ατάραχος στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου στεκόταν όλη αυτήν την ώρα.

Νιώθοντας σαν στριμωγμένος ποντικός μπροστά σε μια ψυχρή γάτα που της αρέσει να παίζει με το θήραμά της πριν το σκοτώσει, άρχισε να κοπανάει την πόρτα με τις γροθιές του και να φωνάζει για βοήθεια. Μόνο μετά από πέντε χτυπήματα στο χοντρό ξύλο της πόρτας κατάλαβε ότι ο κόπος του ήταν άδικος. Θυμήθηκε ότι ο ξενοδόχος του έδωσε το πιο απομονωμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου για να μπορεί να παίξει την κιθάρα του ελεύθερα, αν χρειαζόταν. Αυτό σήμαινε ότι τα διπλανά δωμάτια πιθανόν ήταν άδεια και ότι ήταν πολύ δύσκολο να πετύχει κάποιον να περνάει απ’ έξω. Και όσο δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα, η θέση του δυσκόλευε ακόμη πιο πολύ.

Γύρισε πάλι προς το μέρος του μεγαλόσωμου άντρα και διαπίστωσε ότι, ακούγοντας τις φωνές του, ερχόταν προς το μέρος του. Τα μάτια του ήταν ακόμη ανατριχιαστικά καρφωμένα πάνω του και το βήμα του κοφτό και απειλητικό. Ιδρώτας που έβγαινε από κάθε πόρο του σώματός του τον έλουσε και τον ένιωσε παγωμένο. Το στομάχι του σφίχτηκε από την αγωνία και μόνο τότε κατάλαβε ότι αυτό που ζούσε ήταν εκατό τοις εκατό αληθινό. Θα έπρεπε να βρει τρόπο να τον αντιμετωπίσει ή να διαφύγει προκειμένου να ζήσει. Είδε το μαχαίρι που κρατούσε ο άντρας στο δεξί του χέρι να αστράφτει σαν αστέρι μέσα στο σκοτάδι.

Τότε, ο Λάουρι έκανε το αδιανόητο: όρμησε προς το μέρος του.

Ο άντρας δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται ή να ανησυχεί από την επίθεση του θηράματός του. Αντίθετα, μέσα του αισθάνθηκε ικανοποίηση με την εξέλιξη. Ο Λάουρι κατευθυνόταν κατευθείαν κατά πάνω του με θάρρος και αποφασιστικότητα που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε από πού την είχε ξεθάψει και είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Ο ίδιος με αποφασιστικότητα, σήκωσε το χέρι του με το μαχαίρι, στοχεύοντας τον λαιμό του Λάουρι, έτοιμος να εξαπολύσει την δική του επίθεση.

Μόνο που ο Λάουρι τον έπιασε απροετοίμαστο. Αντί να πέσει πάνω του με φόρα, την τελευταία στιγμή άλλαξε κατεύθυνση στην πορεία του, απέφυγε το μαχαίρι και όρμησε προς το κρεβάτι. Εκεί σήκωσε και με τα δύο χέρια την ξύλινη κιθάρα του που την είχε αφήσει έξω από την θήκη της, κρατώντας την από την λαβή της. Αμέσως, γύρισε το σώμα του προς το μέρος του άντρα και την περίστρεψε με δύναμη στον αέρα με στόχο το κεφάλι του, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο. Ο άντρας, όμως, αποδείχτηκε πολύ πιο γρήγορος και ευκίνητος για το μέγεθος του και πρόλαβε να σκύψει κάτω από την τροχιά που πήρε το πλατύ, ξύλινο μέρος της κιθάρας, αποφεύγοντας το χτύπημα. Ο Λάουρι συγκέντρωσε πάλι την δύναμη στα χέρια του και περίστρεψε την κιθάρα πάλι στον αέρα, προς την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά. Ο άντρας δεν αποδείχτηκε το ίδιο γρήγορος με την πρώτη του αποφυγή, η κιθάρα τον βρήκε γεμάτα στο πρόσωπο και τον έριξε κάτω. Ο Λάουρι αισθάνθηκε σαν να προσπαθούσε να χτυπήσει βράχο με την κιθάρα του, αλλά ένιωσε ικανοποίηση και ανακούφιση από την επιτυχία του. Ένα τέτοιο χτύπημα θα άφηνε οποιονδήποτε αναίσθητο. Από την δύναμη του χτυπήματος η κιθάρα έσπασε από την βάση του, αφήνοντας τον να κρατά απλώς την λαβή της με τις ξεχαρβαλωμένες χορδές να θυμίζουν κομμένα καλώδια ηλεκτρικού που κρεμόντουσαν.

Ανάμεσα στα σπασμένα ξύλινα κομμάτια της κιθάρας ήταν πεσμένος ο άντρας, φαινομενικά αναίσθητος. Στο χέρι του κρατούσε ακόμη σφιχτά το πλατύ μαχαίρι, το άλλο του χέρι όμως είχε χαλαρώσει την λαβή του και στο πάτωμα έπεσε το διπλωμένο κομμάτι χαρτί. Ο Λάουρι έσκυψε, σήκωσε το χαρτί και το ξεδίπλωσε. Μέσα ήταν γραμμένη μονάχα μια φράση τυπωμένη με μαύρο μελάνι: «ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΣ».

Περισσότερο απορημένος, αλλά και αποφασισμένος να μην ασχοληθεί με το ποιος είναι ο άγνωστος άντρας και τα περίεργα μηνύματά του μέχρι να βρεθεί ο ίδιος σε ασφαλές σημείο, άφησε το χαρτί να πέσει πάλι στο πάτωμα και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Σήκωσε το ακουστικό του και με αγωνία περίμενε να συνδεθεί με τον ξενοδόχο στην ρεσεψιόν. Καμία σύνδεση όμως δεν έγινε ποτέ. Η γραμμή ήταν νεκρή.

Βλέποντας τις επιλογές του να λιγοστεύουν, κατέβασε το ακουστικό και εξέτασε τον χώρο γύρω του. Έπρεπε να βγει από το δωμάτιο πριν ο άγνωστος συνέλθει. Τον πλησίασε διστακτικά και με μια κλοτσιά απομάκρυνε το μαχαίρι από το χέρι του. Έπειτα, κοίταξε το παράθυρο. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο σιγουρευόταν ότι το παράθυρο ήταν ο μόνος τρόπος να βγει έξω. Οι κουρτίνες ήταν ακόμη κλειστές, άκουγε όμως την καταιγίδα να μαίνεται χωρίς σταματημό απ’ έξω. Λοιπόν, έπρεπε να βραχεί.

Με το μυαλό του να μην είναι συγκεντρωμένο σε αυτό που έκανε, τράβηξε στο πλάι την μια κουρτίνα και αμέσως φανερώθηκε το βυθισμένο στο σκοτάδι τοπίο. Με κενή ματιά κοίταξε τα κλαδιά των δέντρων που απλωνόντουσαν απειλητικά προς το μέρος του από την έξω πλευρά του τζαμιού σαν να ήθελαν να τον αρπάξουν. Στο βάθος του μικρού δάσους επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και έτσι δεν κατάφερνε να δει για παραπάνω από είκοσι μέτρα απόσταση μακριά του. Ένιωσε σαν να κοιτάει από το παράθυρο μέσα σε ένα παραμύθι, όπου στο βάθος του σκοταδιού τον παρακολουθούσε και τον περίμενε μια άσχημη μάγισσα ή ένας κακός λύκος ή και οι δύο, έτοιμοι να ορμήσουν κατά πάνω του την στιγμή που εκείνος έβγαινε από το δωμάτιό του. Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν πάνω στο τζάμι και στις αστραπές τα κλαδιά έμοιαζαν ακόμη πιο απειλητικά.

Δίνοντας στον εαυτό του την εντολή να συνέλθει από τα ασυνάρτητα πράγματα που του ερχόντουσαν στο μυαλό, ξεκλείδωσε το μάνταλο που ασφάλιζε το παράθυρο και έσυρε το ένα συρόμενο τζάμι δεξιά για να ανοίξει. Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε ότι ακόμη δεν είχε φορέσει την μπλούζα του από την ώρα που βγήκε από το μπάνιο καθώς ορμητικός αέρας τον υποδέχτηκε, ανεμίζοντας τα μαλλιά του προς τα πίσω, και οι στάλες της βροχής τον χτυπούσαν στο γυμνό του στήθος σαν αιχμηρές βελόνες. Τα αγνόησε όλα αυτά, αφού δεν είχε χρόνο για να φορέσει μπλούζα γιατί είδε τον άγνωστο να αρχίζει να συνέρχεται και να πιάνει το κεφάλι του, μουγκρίζοντας.

Στερέωσε τα χέρια του γερά στην κάσα του παραθύρου, πάτησε το ένα του πόδι στο χερούλι της καρέκλας που ήταν κοντά στο παράθυρο για στήριγμα και με μια αποφασιστική ώθηση βρέθηκε να κρέμεται έξω από το παράθυρο. Ευχαρίστησε την τύχη του που το δωμάτιο ήταν ισόγειο γιατί, βρεγμένα καθώς ήταν, τα χέρια του γλίστρησαν από την κάσα και βρέθηκε πεσμένος με το πλευρό στο έδαφος μέσα στην λάσπη με έναν γδούπο. Αμέσως ένιωσε την κρυάδα της παγωμένης λάσπης πάνω στο κορμί του.

Νιώθοντας ντροπή για τον εαυτό του, αλλά και ελεύθερος που κατάφερε να βγει από το δωμάτιο που ήταν εγκλωβισμένος, σηκώθηκε και είδε ότι ολόκληρη η πλευρά που είχε πέσει είχε γεμίσει με λάσπες και νερά που ξεβγαζόντουσαν σιγά – σιγά με την βροχή. Το σίγουρο ήταν ότι το παντελόνι του είχε καταστραφεί.

Με τα πόδια του μουσκεμένα να πατάνε πάνω στην αηδιαστική λάσπη και τα διασκορπισμένα υγρά χορταράκια, γύρισε προς το μέρος του παραθύρου και έριξε μια φευγαλέα ματιά μέσα. Ήταν έτοιμος να φύγει και να κάνει τον γύρο του ξενοδοχείου προκειμένου να βρεθεί πάλι στην ρεσεψιόν, όταν ξαφνικά μια μαύρη σκιά του όρμησε από το εσωτερικό του δωματίου. Ήταν ο άντρας που είχε συνέλθει και είχε πηδήξει πάνω από το παράθυρο, σαν δαιμονισμένη τίγρης που την απελευθέρωσαν από το κλουβί της. Δύο τεράστια χέρια τον χτύπησαν στο στήθος και ένιωσε σαν να είχε συγκρουστεί με λεωφορείο. Και οι δύο βρέθηκαν πεσμένοι στις λάσπες, αλλά ο ίδιος είχε εκσφενδονιστεί τρία μέτρα πίσω από το χτύπημα. Όταν προσγειώθηκε, το σώμα του γλίστρησε πάνω στο βρεγμένο έδαφος και σταμάτησε μόνο όταν το κεφάλι του χτύπησε πάνω στις ρίζες ενός χοντρού κορμού δέντρου.

Ζαλισμένος από τα χτυπήματα, κατάφερε μόνο να ανακαθίσει με την πλάτη του να στηρίζεται στον κορμό και είδε ότι ο άγνωστος άντρας είχε ήδη καταφέρει να σηκωθεί και ήταν ακριβώς από πάνω του. Το πρόσωπό του και τα ρούχα του ήταν επίσης γεμάτα με λάσπες, από τις γωνίες του κεφαλιού του έπεφταν οι σταγόνες της βροχής και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια αστραπή που έπεσε συμπτωματικά εκείνη την στιγμή, αποκάλυψε ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο. Η πλατιά λεπίδα του μαχαιριού ακόμη έλαμπε καθαρή, σαν να μην επηρεαζόταν από τις καταστάσεις γύρω τους.

«Γιατί;» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ο Λάουρι.

Χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, ο άντρας κατεύθυνε με δύναμη το μαχαίρι προς το μέρος του, φάνηκε να γλιστρά για μια στιγμή, όμως βρήκε τον στόχο του. Η άκρη καρφώθηκε λίγο πιο πάνω από το στήθος του Λάουρι, λίγο πιο κάτω από τον αριστερό ώμο του κοντά στην κλείδωση. Ο Λάουρι άνοιξε το στόμα του με έναν μορφασμό, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει κραυγή. Ο ξαφνικός πόνος είχε πλημμυρίσει ολόκληρο το σώμα του και τον είχε παγώσει. Ο πόνος ήταν πολύ περισσότερος από όσο θα μπορούσε να φανταστεί και απερίγραπτος. Αισθανόταν σαν το μαχαίρι να τον είχε διαπεράσει ολόκληρο, σαν να τον είχε ανοίξει στα δύο, παρόλο που μονάχα η μισή από την πλατιά λεπίδα είχε καρφωθεί.

Δεν μπορούσε να σηκωθεί, δεν μπορούσε να κουνηθεί, είχε παραλύσει από τον πόνο και δεν μπορούσε να σκεφτεί τρόπο για να αντιμετωπίσει τον άντρα. Τελικά, εδώ, στο Άβελιν, στο μέρος όπου είχε έρθει τυχαία για να βρει την έμπνευσή του, θα χάσει την ζωή του με αυτόν τον τρόπο. Με έναν τρόπο που δεν είχε φανταστεί ποτέ του, μέσα στις λάσπες, στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου και χωρίς να το γνωρίζει κανένας. Και χωρίς ο ίδιος να ξέρει τον λόγο.

Ο άντρας τράβηξε με αποφασιστικότητα το μαχαίρι από τον ώμο του Λάουρι και αμέσως στο στήθος του κύλισε ένα ποτάμι αίματος αναμιγμένο με χοντρές σταγόνες βροχής. Ο Λάουρι, μέσα στην ζαλάδα και την αδυναμία που είχε απλωθεί στο κορμί του, κοίταξε την λεπίδα του μαχαιριού και είδε ότι ήταν γεμάτη με αίμα, με δικό του αίμα. Μέσα σε αυτήν την σκέψη, ένιωσε τον κόσμο γύρω του να γυρίζει, να μαυρίζει και να σβήνει αργά. Είδε τον άντρα να σηκώνει ξανά το μαχαίρι και να υπολογίζει το σημείο που θα χτυπήσει το τελικό χτύπημα, χωρίς να γλιστρήσει και να αστοχήσει αυτήν την φορά. Δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα άλλαζε γνώμη και θα σταματούσε. Δεν μπορούσε να ελπίζει σε τίποτα.

Μέσα στην λιπόθυμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, σχεδόν αποδέχτηκε την μοίρα του και προετοιμάστηκε για το χτύπημα που θα του αφαιρούσε την ζωή.

 

***

Μέσα στην ζαλάδα του και το σκοτάδι που έβλεπε γύρω του, δεν καταλάβαινε καλά αυτά που έβλεπαν τα μάτια του. Ήταν αλλόκοτα και δεν μπορούσε να τα εξηγήσει. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι αυτά συνέβαιναν και δεν ήταν παραισθήσεις της λιποθυμίας και του πόνου.

Ήταν ακόμη εκεί, ανακαθισμένος στον κορμό του δέντρου, μέσα στην καταιγίδα. Πλέον, δεν ένιωθε τις σταγόνες να πέφτουν πάνω του, μονάχα τον πόνο που του δημιουργούσε το βαθύ τραύμα στον ώμο του, τις έβλεπε όμως.

Ο άντρας, καθώς ήταν έτοιμος να ρίξει την τελειωτική του μαχαιριά στον Λάουρι, δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα από πίσω. Το μαχαίρι γλίστρησε από τα χέρια του και ο ίδιος βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος, λίγο πιο πέρα. Ένας άλλος άγνωστος άντρας ήταν από πάνω του και προσπαθούσε να αρπάξει τα χέρια του πρώτου, ο οποίος έβγαζε κραυγές και αντιστεκόταν. Ακόμη ένας άντρας τους πλησίασε και μαζί με τον άλλον, προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν, φωνάζοντας και αυτοί.

Ταυτόχρονα, ένιωσε ένα χέρι να ακουμπάει το πρόσωπό του και να το στρέφει από την άλλη κατεύθυνση. Το χέρι άνηκε σε ακόμη έναν άγνωστο άντρα. Αυτός μονάχα στεκόταν ακριβώς από πάνω του, κοιτάζοντάς τον χωρίς να δείχνει ενδιαφέρον για τους άλλους που πάλευαν λίγο μακρύτερά τους. Ο Λάουρι δεν γνώριζε κανέναν από αυτούς και δεν είχε ιδέα από πού εμφανίστηκαν και πως. Λίγο πριν λιποθυμήσει εντελώς, κατάφερε να διακρίνει ένα χρυσό αστέρι να γυαλίζει πάνω από το στήθος στην μπλούζα του άντρα που στεκόταν από πάνω του και μια οδοντογλυφίδα στο στόμα του. Το χρυσό αστέρι έμοιαζε να λαμποκοπά με μια ονειρική, εξωγήινη λάμψη σαν το πλάσμα που το έφερε να μην άνηκε σε αυτόν τον κόσμο και να τον καλούσε. Να τον καλούσε κοντά του στον θάνατο.

Και εκείνος τον ακολούθησε πρόθυμα.

Όλα γύρω του έσβησαν τελικά.

 

***

Κατάφερε να ξυπνήσει σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με έντονους πόνους στον αριστερό του ώμο. Διαπίστωσε ότι ήταν σφιχτά δεμένος και δεν μπορούσε να τον κουνήσει. Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν, ούτε τι μέρα ήταν. Ήξερε σίγουρα, όμως, ότι ήταν πλέον ασφαλής.

Και ζωντανός.

Ένιωθε σαν υπνωτισμένος και το σώμα του εξαιρετικά αδύναμο. Με κόπο ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του για να μπορέσει να δει καλύτερα τον χώρο γύρω του. Ήταν μόνος του σε ένα δωμάτιο με μονάχα το κρεβάτι του, μια καρέκλα και ένα κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και έναν καναπέ στην άλλη άκρη. Ένα παράθυρο ήταν στον τοίχο δεξιά του και έβλεπε μονάχα τον γαλάζιο ουρανό που δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι.

Θυμήθηκε ότι εκείνο το εφιαλτικό απόγευμα στο ξενοδοχείο Άβελιν έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο ουρανός που έβλεπε έξω από το παράθυρό του δεν είχε τίποτα κοινό με εκείνο το απόγευμα.

Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν στολισμένο με λουλούδια και μπαλόνια με διάφορες αφιερώσεις πάνω τους, πράγμα που του έκανε εντύπωση. Οι αφιερώσεις ήταν όλες από θαυμαστές των 7Angels, του συγκροτήματός του.

Λίγη ώρα αργότερα, η νοσοκόμα που τον επισκέφτηκε τον ενημέρωσε ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο του Μπανγκόρ όπου τον είχαν μεταφέρει όταν τον βρήκαν μαχαιρωμένο στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου το προηγούμενο απόγευμα. Αμέσως μετά, τον επισκέφτηκε ο γιατρός που τον είχε αναλάβει και, όσο του έκανε διάφορες εξετάσεις για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν, του εξήγησε ότι η κατάστασή του το προηγούμενο βράδυ ήταν αρκετά κρίσιμη καθώς η μαχαιριά ήταν βαθιά και πλατιά, αλλά δεν είχε χτυπήσει σε ζωτικό σημείο και, αν είχε μαχαιρωθεί σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του στήθους του, το τραύμα θα ήταν μοιραίο. Παρ’ όλα αυτά, είχε χάσει πολύ αίμα και η επέμβαση ήταν δύσκολη.

Λίγη ώρα μετά την αποχώρηση του γιατρού, μπήκε μέσα ο άντρας που είχε δει τελευταίο το προηγούμενο απόγευμα, τον άντρα με την οδοντογλυφίδα στο στόμα του και κατάλαβε τι ήταν εκείνο το χρυσό αστέρι που είχε δει στο στήθος του. Ο άντρας φορούσε στολή Σερίφη. Και συνοδευόταν από έναν άλλον, πιο επίσημα ντυμένο και πιο απόμακρο. Ο Σερίφης του συστήθηκε σαν Στάντον Γιανγκ και ο άλλος άντρας Γουίλιαμσον, πράκτορας του FBI.

Ο Σερίφης, το πρώτο που τον ρώτησε ήταν αν είναι καλά. Εκείνος του απάντησε ότι έτσι αισθανόταν και μετά ο Σερίφης του εξήγησε τι είχε συμβεί. Επιτέλους, οι απορίες του θα έβρισκαν απάντηση. Αυτό που δεν του αποκάλυψε ο Γιανγκ ήταν ότι και ο ίδιος είχε ανακαλύψει τις απαντήσεις μονάχα λίγες ώρες πριν.

Ο άντρας που είχε εισβάλλει στο δωμάτιο του με το μαχαίρι ονομαζόταν Ρότζερ Χάρις και ήταν ο ίδιος που έμπαινε στο δωμάτιο δώδεκα σε τακτά διαστήματα τα τελευταία δύο σχεδόν χρόνια, διαπράττοντας δολοφονίες, χρησιμοποιώντας το ίδιο μαχαίρι και αφήνοντας το ίδιο σημείωμα.

Η ιστορία του Ρότζερ Χάρις ήταν απλή, αν και μοναδική. Ήταν απόστρατος αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων της Αμερικής (αυτό εξήγησε στον Λάουρι την ευλυγισία, την ταχύτητα και την δύναμη που είχε ο άντρας) ο οποίος, πάνω από τρία χρόνια πριν είχε φύγει στο εξωτερικό, στο Ιράκ, για μια αποστολή στην οποία θα ήταν υπεύθυνος. Ο πενηντάχρονος, τότε, Χάρις ήταν παντρεμένος και πολύ ερωτευμένος. Όταν, τελικά, ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στο σπίτι του, δεν το ανακοίνωσε στην γυναίκα του για να της κάνει έκπληξη, αλλά δεν την βρήκε εκεί. Ήταν απόγευμα και ρωτώντας τριγύρω ανακάλυψε ότι η γυναίκα του βρισκόταν στο  ξενοδοχείο Άβελιν. Εκείνος, χωρίς να είναι χαζός και γνωρίζοντας τι είδους ξενοδοχείο είναι το συγκεκριμένο για τους ντόπιους, κατευθύνθηκε απευθείας εκεί.

Το κλειστό δίκτυο κουτσομπολιού της πόλης επαλήθευσε ότι λειτουργούσε άψογα καθώς η γυναίκα του όντως βρισκόταν εκεί. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν η γυναίκα του, σπάζοντας τον ειδικό μηχανισμό στον οποίο μπαίνει η κάρτα του δωματίου για να ανοίξει η πόρτα, και την βρήκε εκεί με έναν άλλον, τον οποίον τον γνώριζε κιόλας. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είπε ότι ο άλλος άντρας ήταν πολύ τυχερός που ο Χάρις δεν είχε σκεφτεί να φέρει το όπλο του μαζί, αλλιώς δεν θα είχε ζήσει να δει άλλη μέρα.

Ο ξενοδόχος, Ντέιβιντ Μπάκμαν κατάλαβε τι θα επακολουθούσε και κάλεσε αμέσως τον Σερίφη. Όταν έφτασε ο Γιανγκ, που μόλις είχε αναλάβει εκείνο τον καιρό σαν Σερίφης, βρήκε τον Χάρις να έχει τραυματίσει πολύ σοβαρά τον άντρα με τον οποίο τον απατούσε η γυναίκα του τον χρόνο που έλειπε και έκλαιγε – ναι, έκλαιγε – για την γυναίκα του με την οποία ήταν ακόμη ερωτευμένος. Αυτήν δεν την πείραξε καθόλου και την συγχώρεσε αμέσως, αν και εκείνη δεν ζήτησε συγγνώμη.

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε σε ποιο δωμάτιο του ξενοδοχείου είχαν γίνει όλα τα παραπάνω, είναι αυτονόητο.

Λίγους μήνες αργότερα, βγήκε το διαζύγιο του Χάρις με την γυναίκα του.

Ο Σερίφης Γιανγκ έδωσε ένα έγγραφο στον Λάουρι. Όταν εκείνος τον ρώτησε τι είναι αυτό, εκείνος του απάντησε:

«Αυτό είναι κατάσταση της ψυχολογικής υγείας του Ρότζερ Χάρις. Με αυτό το χαρτί η γυναίκα του κατάφερε και πήρε διαζύγιο, χωρίς να το θέλει ο Ρότζερ. Αυτό λέει ότι λόγω της πολύ αυστηρής ζωής που είχε στον στρατό ο άντρας της και της εξάρτησης που ένιωθε ο ίδιος για αυτήν, το επεισόδιο που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ψυχικής υγείας του και τον τρέλανε. Δημιούργησε μια δεύτερη προσωπικότητα. Ο Ρότζερ Χάρις έχει διχασμένη προσωπικότητα και το διαπιστώσαμε και εμείς αυτό σήμερα, μετά από εξετάσεις που του κάναμε με δικό μας ψυχολόγο. Για τον ίδιο λόγο βγήκε σε αναγκαστική σύνταξη από τον στρατό».

Ο Ρότζερ Χάρις, σαν ενιαία οντότητα, είναι πάντα ερωτευμένος με την γυναίκα του, όμως η δεύτερή του προσωπικότητα ήταν αυτή που έβγαινε και έκανε τους φόνους, χωρίς ο ίδιος να θυμόταν τίποτα μετέπειτα. Για τους γείτονές του, ήταν απλώς μια δυστυχισμένη, μοναχική ψυχή που τον είχε αδικήσει η ζωή και του είχε προσφέρει απλόχερα πολλά προβλήματα.

Μερικές φορές, κυρίως τις ημέρες που δεν έπαιρνε τα φάρμακά του, καταλάμβανε η δεύτερη προσωπικότητα τον έλεγχο και έφευγε με ένα μαχαίρι στο ένα χέρι και ένα τυπωμένο σημείωμα στο άλλο, για το ξενοδοχείο Άβελιν. Γι’ αυτό οι φόνοι γινόντουσαν όλοι σε τυχαίες φαινομενικά χρονικές περιόδους. Και οι λέξεις «με πρόδωσες» ήταν μια θλιμμένη έκκληση για την γυναίκα του, που είχε φύγει από το Άβελιν με τον άλλον άντρα.

Εκεί, έμπαινε πάντα στο δωμάτιο δώδεκα, το δωμάτιο όπου τον απάτησε η γυναίκα του, και, τυφλωμένος από οργή, σκότωνε όποιον τύχαινε να μένει εκεί, νομίζοντας ότι εκείνος ή εκείνη εξαπατούσε την γυναίκα του. Μετά, άφηνε το σημείωμα, τις μοναδικές λέξεις που μπορούσε να πει μια πονεμένη, απατημένη και ερωτευμένη ψυχή: με πρόδωσες.

Πως κατάφερνε να εισβάλλει χωρίς να αφήνει ίχνη; Αυτό ήταν το πιο δύσκολο ερώτημα που απασχολούσε τον Γιανγκ αλλά, όπως ομολόγησε ο Χάρις και ανακάλυψε αργότερα και ο ίδιος, ο πενηντάχρονος απόστρατος είχε ανακαλύψει ένα μικρό παράθυρο στις κοινές τουαλέτες του ισογείου του ξενοδοχείου, κάπου στο πλάι του, το οποίο είχε παραβιάσει και καταφέρει να μπει, αφού πρώτα έπρεπε να σκαρφαλώσει και να στριμωχτεί, πράγμα που ήταν εύκολο για έναν απόστρατο Ειδικών Δυνάμεων. Το πιο δύσκολο ήταν να παραβιάσει τις ειδικές ηλεκτρονικές συσκευές που ξεκλείδωναν τις πόρτες μόνο με την χρήση της κάρτας.

Όταν ο Χάρις υπηρετούσε ακόμα και τον είχαν στείλει στην αποστολή του Ιράκ, για κάποιο διάστημα είτε τοποθετηθεί στα συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και παρεμβολής. Εκεί έμαθε πώς να παρεμβαίνει στις ηλεκτρονικές συσκευές και να τις κάνει να μην λειτουργούν σωστά, γνώσεις που είναι απαραίτητες για όταν μια ομάδα στρατιωτών πρέπει να περάσει από κάμερες ασφαλείας ή ανιχνευτές κίνησης και άλλου είδους αμυντικά συστήματα. Οπότε, η μικρή ηλεκτρονική συσκευή που άνοιγε την πόρτα του δωματίου δώδεκα ήταν απλή υπόθεση για τον Χάρις.

Βέβαια, σαν στρατιώτης που ήταν, με την πειθαρχία που ζούσε την ζωή του, ήταν πάρα πολύ προσεκτικός να μην αφήσει αποτυπώματα, να μην κάνει παραπάνω κινήσεις από όσες χρειαζόταν να κάνει και να μην κάνει λάθη. Ακόμη και τις στιγμές που η δεύτερή του προσωπικότητα έπαιρνε τον έλεγχο, τα χαρακτηριστικά του Αξιωματικού ήταν πάντα εμφανή.

Ο Λάουρι ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και άρχισε να ζαλίζεται μόλις άκουσε όλα τα παραπάνω. Τελικά, δεν γνώριζε τον άντρα που πήγε να του αφαιρέσει την ζωή και πραγματικά ήταν τρελός. Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάτι τέτοιο είχε συμβεί σε αυτόν.

Τότε, ο άλλος άντρας, ο πράκτορας του FBI, πλησίασε λίγο κοντύτερα το κρεβάτι του Λάουρι και ανέλαβε να εξηγήσει πως είχαν τελικά καταφέρει να συλλάβουν τον Χάρις.

Ο πράκτορας Γουίλιαμσον του εξήγησε ότι ο Σερίφης Γιανγκ ζήτησε την βοήθειά του επειδή δεν είχε την δυνατότητα να αναλάβει μόνος του μια τέτοια υπόθεση. Εξήγησε ότι η μόνη λύση που είχαν, εκτός του να κλείσει το ξενοδοχείο αφού πρώτη προτίμηση του δολοφόνου ήταν το δωμάτιο δώδεκα, ήταν να τοποθετήσουν ανιχνευτές στην πόρτα και στο παράθυρο του δωματίου. Επίσης, μια μικρή κάμερα τοποθετήθηκε ακριβώς πάνω από την πόρτα με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να βλέπει ολόκληρο το εσωτερικό του δωματίου. Η λύση αυτή ήταν αναγκαστική καθώς ήταν αδύνατο να μάθουν πότε θα ερχόταν ξανά ο δολοφόνος, αν θα ερχόταν ποτέ. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παρακολουθούν κάθε ύποπτη κίνηση και να περιμένουν.

Όταν μπήκε ο Χάρις στο δωμάτιο του Λάουρι, τα λαμπάκια του συναγερμού τρελάθηκαν στο δωμάτιο παρακολούθησης που εγκαταστάθηκε στο γραφείο του Σερίφη. Αμέσως, επιστράτευσε και τους δύο βοηθούς του, ειδοποίησε τον πράκτορα Γουίλιαμσον και πήραν το περιπολικό για το ξενοδοχείο. Εκεί, την τελευταία στιγμή, ο βοηθός Σερίφη Άλαν Γκρίνγουντ όρμησε πάνω στον Χάρις, λίγα δευτερόλεπτα πριν δώσει στον Λάουρι την αποφασιστική, τελική μαχαιριά, και ο άλλος βοηθός, ο Νικ Γουίντερς τον ακινητοποίησε στο έδαφος.

Αν ο Λάουρι δεν είχε καθυστερήσει σημαντικά τον Χάρις με το χτύπημα στο κεφάλι που κατάφερε με την κιθάρα του ή αν ο Σερίφης αργούσε μόνο λίγο παραπάνω, η ιδέα του πράκτορα Γουίλιαμσον δεν θα ήταν αποτελεσματική και ο Λάουρι θα ήταν νεκρός. Ο Γουίλιαμσον δεν ανέφερε ότι ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση που ο Λάουρι θα πέθαινε, πάλι θα είχαν συλλάβει τον Χάρις αφού θα μάθαιναν την ταυτότητά του από την μικρή κάμερα που είχαν εγκαταστήσει πάνω από την πόρτα.

Πίσω στο νοσοκομείο, ο Λάουρι κουνήθηκε κάτω από τα σεντόνια του στο άκουσμα της λέξης νεκρός. Εκείνο το χτύπημα που κατάφερε με την κιθάρα του τελικά αποδείχτηκε πιο σωτήριο από ότι πίστευε αρχικά.

Λίγες ώρες μετά την αποχώρηση του Σερίφη και του πράκτορα, αφού τον διαβεβαίωσαν ότι σε λίγες μέρες ο ώμος του θα γινόταν απολύτως καλά, έφτασε στο δωμάτιό του ο Νταν Κρόφορντ και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος 7Angels που αποχώρησαν από την Νέα Υόρκη για να τον επισκεφτούν αμέσως μόλις έμαθαν για το γεγονός, ανήσυχοι. Ο Λάουρι δεν φανταζόταν ποτέ ότι μπορούσε να χαρεί τόσο πολύ που τους έβλεπε. Τους είπε ολόκληρη την ιστορία του, έτσι όπως την έζησε ο ίδιος και έτσι όπως την διηγήθηκε ο Σερίφης και ο πράκτορας. Εκείνοι μετά του είπαν ότι οι θαυμαστές τους στην Νέα Υόρκη και στην υπόλοιπη Αμερική είχαν στείλει στην δισκογραφική τους εταιρία λουλούδια, μπαλόνια και άλλα δώρα με ευχετήριες φράσεις για γρήγορη ανάρρωση. Με ανάλογα μηνύματα από όλο τον κόσμο είχαν γεμίσει και το ίντερνετ και είχαν πραγματικά ανησυχήσει και συγκλονιστεί με αυτό το ξαφνικό και ανεξήγητο γεγονός που είχε βρει τον αγαπημένο τους κιθαρίστα. Ακόμα και τα κανάλια είχαν αρχίσει να ασχολούνται με το περιστατικό που άρχιζε να παίρνει έκταση. Είχαν προσεγγίσει τους ίδιους αλλά και την εταιρία τους για να μάθουν λεπτομέρειες, όμως δεν τους είπαν παραπάνω από όσα ήταν απαραίτητα να μάθουν.

Μετά από πέντε μήνες, κυκλοφόρησε το καινούριο τους άλμπουμ με ονομασία The Bitter Sacrifice, και γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση από τον μουσικό κόσμο. Για να είμαστε ακριβείς, λόγω του δραματικού περιστατικού που είχε ο κιθαρίστας και της έκτασης που πήρε αργότερα, το συγκρότημα έγινε πιο δημοφιλές και το άλμπουμ πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα που είχαν πουλήσει ποτέ τους. Ο Λάουρι Βάλο δεν έγραψε κανένα τραγούδι σε αυτό το άλμπουμ. Προσπάθησε και κατάφερε να γράψει κάποιους στίχους και μουσική, όμως όλοι του έβγαιναν οργισμένοι, φοβισμένοι και πολύ διάσπαρτοι και κανένας δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί για το άλμπουμ. Ήταν φανερά επηρεασμένος από το γεγονός. Ευτυχώς για αυτούς, ο Νταν είχε προετοιμάσει αρκετά τραγούδια στο διάστημα αυτό και τα περισσότερα από αυτά ήταν παραπάνω από πολύ καλά.

Έτσι, οι 7Angels μπήκαν στην πιο πετυχημένη τους μουσική περίοδο.

 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

24/03/2013

_______________________________________________________________________________________

(για πιο εύκολη ανάγνωση, κατεβάστε το συνημμένο αρχείο .PDF)

Ξενοδοχείο Άβελιν.pdf

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..