Jump to content

Η λέαινα και ο λύκος.


Viktor_S

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κίμωνας Αδαμίδης
Είδος: ρεαλιστική φαντασία
Βία; Ναι
Σεξ; οχι
Αριθμός Λέξεων:3696
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Επιείκια στα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη.
 

 

                                                                    ----------------

 

Η λέαινα και ο λύκος.

 

«Ποιος ήταν ο βλάκας που είχε πει πως τα πολλά παιδιά είναι ευλογία;» μουρμούρισε ψευτοαγριεμένα η Ευθαλία καθώς προσπαθούσε να τρίψει την μικρή πλάτη της Νεφέλης. Η μικρούλα Νεφέλη όμως στριφογύριζε μέσα στην λεκάνη με το νερό χαχανίζοντας και πιτσιλώντας συνέχεια την εκνευρισμένη διευθύντρια του ορφανοτροφείου με σαπουνόνερό.

Η Ευθαλία αν και εκνευρισμένη συνέχιζε υπομονετικά το τιτάνιο έργο της χωρίς να τολμάει να μαλώσει την μικρή. Της είχε πάρει σχεδόν έναν χρόνο μέχρι να καταφέρει να κάνει την Νεφέλη να την εμπιστευτεί και ακόμα δεν τολμούσε να της φερθεί αυστηρά.

Καθώς όμως προσπαθούσε να κάνει μπάνιο την μικρή ταραχοποιό η σκέψη της διευθύντριας γύρισε έναν χρόνο πίσω. Όταν ένας φίλος ιερέας της είχε εμφανιστεί στην πόρτα του ορφανοτροφείου με την μικρούλα να στέκεται αμήχανα δίπλα του. Η Ευθαλία είχε τρομάξει από την κατάσταση της.Το μικρό κορίτσι ήταν σε κατάσταση σοκ . Τα μάτια του έδειχναν τεράστια στο αδυνατισμένο του προσωπάκι ενώ τα χεράκια και τα ποδαράκια του ήταν σαν μικρά κλαδάκια.

«Δεν μιλάει σε κανέναν και δεν τρώει ότι και αν της δώσαμε.Οι γονείς της την εγκατέλειψαν στην πρωτεύουσα και εξαφανίστηκαν ένας Θεός ξέρει για που. Την βρήκα ευτυχώς πρώτος, να περιπλανιέται άσκοπα στην πόλη.»Της είχε πει θλιμμένα ο ιερέας όταν συζήτησαν για λίγο χωρίς να τους ακούει η μικρή. Η διευθύντρια από τότε ξεκίνησε έναν αγώνα ώστε να καταφέρει να επαναφέρει το πεντάχρονο κορίτσι σε μια φυσιολογική κατάσταση. Πάντα της έδινε καλομαγειρεμένο φαγητό ,σχεδόν την τάιζε στο στόμα ,και όταν η μικρή άρχισε δειλά δειλά να τρώει για να την επιβραβεύσει της πρόσφερε γλυκά. Πάντα της μιλούσε γλυκά και της έδινε όμορφα φουστάνια να φορέσει. Σιγά σιγά και τα άλλα μικρά κορίτσια του ορφανοτροφείου άρχισαν να την κάνουν παρέα και η μικρούλα Νεφέλη άρχισε να μιλάει και κυρίως να χαμογελάει.

«Όμως είσαι ένα διαβολάκι του νερού ε;»είπε η Ευθαλία και άρχισε να γαργαλάει την μικρή Νεφέλη η οποία συνέχισε να χαχανίζει και να ρίχνει σαπουνόνερο ολόγυρα. Μετά από πολύ γέλιο και αρκετές ποσότητες σαπουνόνερου το μπάνιο της μικρής έλαβε τέλος. Η Ευθαλία έντυσε την Νεφέλη με ένα νυχτικό που της ήταν λίγο μεγάλο και της συνόδεψε στον κοιτώνα των κοριτσιών κρατώντας ένα μικρό κεράκι γιατί είχε πλέον νυχτώσει. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο οι ψιθυριστές φωνές των κοριτσιών άρχισαν να λιγοστεύουν και όταν μπήκε μέσα στην μεγάλη αίθουσα οι φωνές σταμάτησαν τελείως. Η Ευθαλία έβαλε την μικρή Νεφέλη στο κρεβάτι της , την σκέπασε και την φίλησε στο μέτωπο.

Μετά προχώρησε στην μέση του δωματίου και είπε με σιγανή φωνή.

«Καληνύχτα καρδούλες μου. Μην νομίζετε όμως ότι δεν σας άκουσα που μιλάγατε. Θα επιστρέψω σε δέκα λεπτά όποια δεν κοιμάται μέχρι τότε δεν θα φάει γλυκό αύριο». Η Ευθαλία περίμενε λίγα δευτερόλεπτα και μετά αφουγκράστηκε. Απόλυτη ησυχία. Μερικά μικρότερα κορίτσια μάλιστα για να δώσουν έμφαση έκαναν πως ροχαλίζουν. Η διευθύντρια έπνιξε ένα αυθόρμητο γέλιο και βγήκε από την αίθουσα των κοριτσιών. Σειρά είχαν τώρα τα αγόρια. Αφού κατέβηκε πάλι στο ισόγειο , ,περπάτησε σε έναν μακρύ διάδρομο που την έφερε στην αίθουσα τον αγοριών. Εδώ ακούγονταν γνήσια ροχαλητά διαφόρων ειδών. Η διευθύντρια πέρασε αθόρυβα από κάθε κουκέτα μετρώντας κεφάλια και απαριθμώντας ονόματα . Κάθε κουκέτα φιλοξενούσε δύο αγόρια και υπήρχαν δεκαοχτώ στην αίθουσα αυτή. Σύνολο τριάντα έξι άρρενες. Η κατάσταση στην αίθουσα των αγοριών ήταν πάντα χαοτική. Ρούχα υπήρχαν παντού και ήταν επίσης κρεμασμένα από παντού. Ήταν σαν να μπαίνει κάποιος σε ένα παζάρι και έκανε τρομερή αντίθεση με των θάλαμο των κοριτσιών που ήταν άψογος. Κάθε πρωί τους έβαζε η Ευθαλία να τακτοποιήσουν τον θάλαμο τους και κάθε βράδυ η κατάσταση ήταν η ίδια. Όταν ερχόταν όμως η ώρα του ύπνου τα αγόρια έπεφταν σαν τούβλα στα κρεβάτια τους χωρίς να χρειαστεί να πει δεύτερη λέξη.

«Τα αγόρια θα είναι πάντα αγόρια» ψιθύρισε σιγανά η διευθύντρια και χαμογελώντας βγήκε από την αίθουσα. Προορισμός της τώρα ήταν τα μαγειρεία όπου την περίμενε το προσωπικό του ορφανοτροφείου για κάποιες τελευταίες εκκρεμότητες. Πέρασε την σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο και τώρα ήταν σε μια ακόμα μεγαλύτερη αίθουσα που χρησίμευε σαν τραπεζαρία. Η αίθουσα ήταν γεμάτη με τραπέζια και πολλές καρέκλες . Έτσι άδεια φάνταζε τεράστια όμως όταν και τα εξήντα οκτώ παιδιά ερχόντουσαν για να φάνε δεν υπήρχε χώρος ούτε για να περάσεις καλά καλά. Η διευθύντρια διέσχισε την αίθουσα και σχεδόν είχε φτάσει στα μαγειρεία.

Χίλια προβλήματα βασάνιζαν το μυαλό της και αν και ήταν μόλις τριάντα τριών ετών έδειχνε μεγαλύτερη. Το ορφανοτροφείο ήταν πέντε χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα του Βασιλείου. Ήταν ένα παλιό κτίριο που είχε χτιστεί σε μια πλαγιά και μάλλον άνηκε σε κάποιον ευγενή που το είχε παραχωρήσει για την φροντίδα και την προστασία των ορφανών παιδιών δεκάδες χρόνια πριν.Με Βασιλικό Διάταγμα είχε καθιερωθεί ένα ποσό σαν βοήθημα για την λειτουργία του ορφανοτροφείου που όμως δεν έφτανε. Ευτυχώς στα δυτικά του ορφανοτροφείου υπήρχε γόνιμη γη και εκεί η Ευθαλία με την προσωπική της φροντίδα αλλά και ενός ηλικιωμένου κηπουρού καλλιεργούσαν διάφορα λαχανικά από τα οποία μερικά τα πουλούσαν και μερικά τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι. Δεν ήταν λίγοι και αυτοί που βοηθούσαν εθελοντικά όπως μπορούσαν .Αρκετοί από αυτούς μάλιστα ήταν ορφανά παιδιά που κάποτε είχαν φιλοξενηθεί στο κτίριο αυτό και με τις φροντίδες των παλαιότερων διευθυντών είχαν μάθει κάποια τέχνη και κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους. Πάντα στα μάτια αυτών των ορφανών που τώρα ήταν ενήλικες και είχαν τις δικές τους οικογένειες έβλεπες μια χαρά όταν ερχόντουσαν στο ορφανοτροφείο. Το ένοιωθαν σπίτι τους. Ευτυχώς που υπήρχαν και αυτοί. Η Ευθαλία ένοιωθε μια υπερηφάνεια για την αλληλεγγύη του κόσμου προς τα μικρά παιδιά. Οικοδόμοι είχαν επιδιορθώσει πολλές ζημιές στο παλιό κτίριο, ξυλοκόποι έφερναν ξύλα για να ζεσταθούν τα παιδιά τον χειμώνα, δύο δασκάλες ερχόντουσαν κάθε πρωί για να μάθουν στα παιδιά πως να διαβάζουν και να γράφουν ακόμα και άγνωστοι πολλές φορές ερχόντουσαν και άφηναν κάποια χρήματα και έφευγαν δίχως να πουν άλλη κουβέντα.

«Ο Ουράνιος Πατέρας μας προσέχει»,σκέφτηκε η διευθύντρια και μπήκε στα μαγειρεία . Εκεί σε ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο των μαγειρείων την περίμεναν ο ηλικιωμένος κηπουρός και οι δύο μαγείρισσες.

 

-«Κοιμήθηκαν τα διαβολάκια;»,ρώτησε χαμογελώντας η μία από της δύο μαγείρισσες. Ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία. Ήταν αδύνατη και είχε κατάλευκα μαλλιά που στεφάνωναν το καλοσυνάτο της πρόσωπο .

-«Τα αγόρια ναι. Σε λίγο θα πάω να ξανακοιτάξω και τα κορίτσια.»είπε κουρασμένα η Ευθαλία και κάθισε σε μια άδεια καρέκλα.

-«Αυτές οι σουσουράδες όταν είναι να κοιμηθούν τότε τους πιάνει λογοδιάρροια»,είπε η άλλη μαγείρισσα μια στρουμπουλή και κοντή γυναίκα .«Μήπως θέλεις να πάω εγώ για να τις μετρήσω; Φαίνεσαι πολύ κουρασμένη.»

-«Όχι θα πάω εγώ. Ούτως η άλλως το δωμάτιο μου είναι δίπλα. Περνώντας θα της μετρήσω και θα βεβαιωθώ ότι κοιμούνται»είπε χασμουριώντας η διευθύντρια.

-«Ξέρεις .....είμαστε και εμείς εδώ....δεν χρειάζεται να επιβαρύνεις τόσο πολύ τον εαυτό σου. Θα μπορούσες .....ε....να ασχοληθείς και με τίποτα άλλο.»είπε η στρουμπουλή μαγείρισσα αλλά χαμήλωσε το βλέμμα της. Η διευθύντρια σήκωσε το δεξί της φρύδι και την κοίταξε με απορία -«Σαν τη άλλο δηλαδή;»

Ο ηλικιωμένος κηπουρός που μέχρι τώρα δεν είχε μιλήσει αφού τράβηξε μια γερή γουλιά από το ποτήρι με το κρασί του κοίταξε την διευθύντρια στα μάτια.

-«Απλά συζητούσαμε κάτι κόρη μου »της είπε χαμογελώντας.

-«Ύποπτο ....πολύ ύποπτο όταν εσείς οι τρεις σχεδιάζεται κάτι.»του απάντησε ψευτοαυστηρά.

-«Ζούμε τόσα χρόνια όλοι μαζί και παλεύουμε όλοι μαζί», συνέχισε ο κηπουρός. «Είμαστε περήφανοι για σένα. Καθημερινά δείχνεις την αγάπη σου στα παιδιά αλλά.....ε.....» ,εκεί έκανε μια μικρή παύση και έξυσε το κεφάλι του προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις..

-«Αυτό που θέλουμε να σου πούμε αγάπη μου »είπε η μεγαλύτερη μαγείρισσα μιλώντας θαρρετά.«Είναι πως ξέρουμε πως ο αρχηγός της ανατολικής φρουράς σε φλερτάρει και αν θέλεις λίγο χρόνο μαζί του μπορούμε να σε αναπληρώσουμε κάποιες μέρες.»

Η Ευθαλία αφού άκουσε τα λόγια της μαγείρισσα κοκκίνισε σαν ντομάτα. Χαμήλωσε το βλέμμα της και δεν είπε τίποτα.

Ο ηλικιωμένος κηπουρός γέλασε εγκάρδια και αφού ήπιε μερικές γουλιές ακόμα της είπε:

-«Δεν υπάρχει τίποτα για ντρέπεσαι κόρη μου. Ακόμα θυμάμαι πως ήρθες σαν μαγείρισσα εδώ και έγινες διευθύντρια. Για δεκαέξι χρόνια προσέχεις κάθε παιδί που ήρθε εδώ ακόμα και όσα έφυγαν από εδώ και άνοιξαν δικά τους σπίτια. Ο κόσμος έχει να το λέει πως ούτε ένα παιδί δεν ξέφυγε στην ζωή του. Δόξα στον Ουράνιο Πατέρα όλα έμαθαν μια τέχνη και δουλεύουν και ζούνε. Και όλα αυτά τα χρωστάνε σε εσένα. Ο Λυκούργος είναι ένας καλός άνθρωπος και συνέχεια βρίσκει κάποια δικαιολογία να έρθει εδώ και να σε δει. Φυσικά δεν θα σου πούμε εμείς ποιον θα διαλέξεις. Απλά να ξέρεις πως είμαστε και εμείς εδώ. Το ορφανοτροφείο δεν θα καταστραφεί εάν μείνει και για λίγες ώρες ή μέρες χωρίς εσένα.»

.Η διευθύντρια συνέχιζε να κοιτάει το πάτωμα κοκκινίζοντας και άλλο.

-«Και τα παιδιά; Δηλαδή...εάν ας πούμε πάμε παρακάτω με τον Λυκούργο;»

Σειρά όμως τώρα είχε η στρουμπουλή μαγείρισσα.

-«Άκου καλή μου. Το τι θα κάνεις είναι δική σου απόφαση φυσικά αλλά μπορείς να κάνεις και τα δύο. Και να είσαι διευθύντρια εδώ και να προσέχεις τα παιδιά και να έχεις σύζυγο. Όταν με το καλό κάνεις και τα δικά σου παιδιά ε! Τι είναι μερικά παιδάκια παραπάνω; Άσε που ο Λυκούργος λατρεύει τα παιδιά . Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος βρήκε εγκαταλελειμμένα παιδάκια και τα έφερε εδώ. Ούτε λίγες οι φορές που κόντεψε να σκοτωθεί για να σώσει κάποιο παιδάκι από τους Μαύρους Λύκους.»

-«Μπα!Τι τα αναφέρεις τώρα αυτά τα σιχάματα.»,είπε ο κηπουρός περιφρονητικά.

-«Απλά λέω τα γεγονότα όπως είναι. Απλά να ξέρεις καρδούλα μου εμείς είμαστε εδώ.»είπε χαμογελώντας εγκάρδια η στρουμπουλή μαγείρισσα.

Η Ευθαλία συγκινημένη σηκώθηκε και τους αγκάλιασε όλους.

-«Σας αγαπώ πολύ»τους είπε ενώ δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της.

-«Ε μην κλαις τώρα ολόκληρη γυναίκα»,της είπε ο ηλικιωμένος κηπουρός.«Πήγαινε τώρα στα κορίτσια θα φύγουμε και εμείς σιγά σιγά.»

Η διευθύντρια αφού τους καληνύχτισε έφυγε από τα μαγειρεία και κατευθύνθηκε προς την σκάλα για τον δεύτερο όροφο. Ακόμα σκεφτόταν όσα της είχαν πει. Ο Λυκούργος ήταν ένας όμορφος άντρας και ήταν φίλοι εδώ και αρκετό καιρό. Ο ίδιος της είχε εκμυστηρευτεί την αγάπη του γι αυτήν αλλά αυτή φοβόταν για το ορφανοτροφείο. Δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να αφήσει τα παιδιά. Δεν μπορούσε όμως να μην παραδεχτεί στον εαυτό της πως ένοιωθε μόνη. Ήθελε έναν σύντροφο. Ίσως τώρα να μπορούσε να βρεθεί μια μέση λύση. Θα έπρεπε να μιλήσει με τον Λυκούργο και να βρούμε μια χρυσή τομή. Ο ίδιος αγαπούσε τα παιδιά και το είχε αποδείξει πολλές φορές. Σαν αρχηγός την ανατολικής φρουράς την πρωτεύουσας είχε γλιτώσει πολλά μικρά παιδάκια από δουλεμπόρους και ειδικά από τους Μαύρους Λύκους .

«Οι Μαύροι Λύκοι»,σκέφτηκε η Ευθαλία με μίσος. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες και ποιο βάρβαρες συμμορίες της πρωτεύουσας. Ήταν υπεύθυνοι για φόνους , εκβιασμούς και ότι άλλο σιχαμερό μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Το ποιο κατάπτυστο από όλα όμως ήταν πως απήγαγαν μικρά παιδιά. Τα κορίτσια τα έκαναν πόρνες και τα αγόρια μπράβους και δολοφόνους. Έτσι εξασφάλιζαν την αριθμητική υπεροχή τους έναντι σε άλλες συμμορίες. Ο Λυκούργος όμως είχε καταφέρει πολλά χτυπήματα στην οργάνωση τους. Ο ίδιος είχε αποκεφαλίσει με το σπαθί του ένα ηγετικό μέλος της συμμορίας που είχε απαγάγει ένα μικρό αγοράκι. Ήταν τέτοιος ο φόβος που είχαν οι Μαύροι Λύκοι για τον Λυκούργο που πλέον δεν τολμούσαν καν να εμφανιστούν στην ανατολική περιοχή της πρωτεύουσας.

Η Ευθαλία είχε ανέβει τώρα την σκάλα για τον δεύτερο όροφο κρατώντας ένα μικρό κεράκι και είχε φτάσει στον δεύτερο όροφο. Αυτή την φορά δεν άκουσε ψιθυριστά ούτε φωνές ,τα κορίτσια είχαν όλα κοιμηθεί. Μπαίνοντας όμως είδε πως το πρώτο κρεβάτι στα δεξιά της ήταν άδειο. Ήταν το μοναδικό που δεν ήταν κουκέτα και άνηκε στην μικρή Νεφέλη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μικρή δεν μπορούσε να κοιμηθεί και ερχόταν στο δωμάτιο της Ευθαλίας για να κοιμηθεί στην αγκαλιά της. Αυτό που έκανε εντύπωση στην διευθύντρια όμως ήταν πως η κουβέρτα ήταν στο πάτωμα και στο μαξιλάρι επάνω υπήρχε ένα μικρό κλαδάκι που είχε δύο άνθη κερασιάς επάνω του.

Προβληματισμένη σήκωσε το μικρό κλαδί και το επεξεργάστηκε υπό το φως του κεριού. Δίχως άλλη καθυστέρηση βγήκε από τον θάλαμο των κοριτσιών και πήγε στο δωμάτιο της. Η Νεφέλη όμως δεν ήταν εκεί. Έχοντας πλέον ανησυχήσει ξαναγύρισε στον θάλαμο των κοριτσιών άρχισε να μετράει κεφάλια και να απαριθμεί ονόματα. Ήταν όλα εκεί εκτός από την Νεφέλη. Αφού σκέφτηκε για λίγο ξύπνησε όλα τα κορίτσια. Τα ρώτησε όλα ένα ένα εάν ήξεραν που είχε πάει η Νεφέλη αλλά κανένα δεν ήξερε τίποτα. Έπειτα όσο πιο ήρεμα μπορούσε είπε στα κορίτσια που είχαν αρχίσει και αυτά να ανησυχούν να κατέβουν στην μεγάλη τραπεζαρία. Κατεβαίνοντας την σκάλα συνάντησαν τον ηλικιωμένο κηπουρό και την στρουμπουλή μαγείρισσα που ετοιμάζονταν να φύγουν.

-«Τι συμβαίνει;»,ρώτησε όλο απορία η μαγείρισσα.

-«Η Νεφέλη δεν είναι επάνω.»είπε η Ευθαλία έχοντας την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.«Δεν είναι ούτε στο δωμάτιο μου ούτε στον θάλαμο των κοριτσιών. Θα κοιτάξω και στον θάλαμο των αγοριών.»

-«Δεν μπορεί να έχει βγει έξω από το κτίριο . Τις πόρτες τις κλείδωσα εγώ πολύ πριν τελειώσουν τα παιδιά το μπάνιο τους. Η μοναδική ξεκλείδωτη είναι των μαγειρείων αλλά και εκεί πάντα ήταν ένας από εμάς. Δεν πέρασε η Νεφέλη από εκεί.»είπε ο κηπουρός.

-«Θα κοιτάξω στον θάλαμο των αγοριών τότε»,είπε η διευθύντρια αλλά ήξερε πως η Νεφέλη δεν θα πλησίαζε προς τα εκεί φοβόταν τα αγόρια που όλο φώναζαν και ψευτοπάλευαν. Και δυστυχώς είχε δίκιο. Μέτρησε πάλι κεφάλια κοίταξε παντού ακόμα και κάτω από τα κρεβάτια.

-«Τι τρέχει κυρία;»,είπε ένα από τα αγόρια που ξύπνησε.

-«Ξύπνα και τους υπόλοιπους και ελάτε στην τραπεζαρία.»

Μετά από λίγο όλοι ήταν μαζεμένοι στην τραπεζαρία. Η Ευθαλία ξαναμέτρησε τα αγόρια και τα κορίτσια και είδε πως έλειπε μόνο η Νεφέλη. Οι δύο μαγείρισσες έφτιαξαν ένα ζεστό τσάι και το πρόσφεραν στα παιδιά προσπαθώντας να τα κρατήσουν ήρεμα. Ο κηπουρός είχε βγει έξω και αφού έψαξε τις τουαλέτες και στο μικρό σπιτάκι του που ήταν λίγα βήματα μακριά από το κεντρικό κτίριο δίχως επιτυχία ξεκίνησε για να κάνει τον γύρο της περιοχής . Η Ευθαλία πήγε στο μοναδικό σημείο του κτιρίου που δεν είχε ψάξει. Στο μικρό δωμάτιο που είχε για γραφείο. Όταν μπήκε όμως στο μικρό δωμάτιο το στομάχι της σφίχτηκε. Το παράθυρο ήταν σπασμένο και ο αέρας είχε σκορπίσει στο πάτωμα διάφορα χαρτιά που είχε επάνω στο γραφείο της. Το βλέμμα της πλανήθηκε ανήσυχο στον χώρο όμως το δωμάτιο ήταν μικρό και λιτό δίχως κρυψώνες , η Νεφέλη δεν ήταν εκεί. Απελπισία άρχισε να φωλιάζει μέσα της.

-«Ηρέμησε....που μπορεί να είναι....»,μονολόγησε παίρνοντάς βαθιές ανάσες. Τότε το βλέμμα της ξέφυγε από το δωμάτιο και από το παράθυρο κοίταξε έξω από το κτίριο. Το παράθυρο έβλεπε προς έναν μεγάλο λόφο. Η διευθύντρια είχε απαγορεύσει στα παιδιά να πηγαίνουν στον λόγο αυτό γιατί η πίσω μεριά του λόφου κατέληγε απότομα σε έναν γκρεμό πολλών μέτρων. Δεν ήθελε να συμβεί κάποιο ατύχημα. Όμως στην κορυφή του λόφου και λίγα μέτρα πριν την αρχή του γκρεμού δέσποζε ένα και μόνο δέντρο,μια ανθισμένη κερασιά. Η Ευθαλία συνειδητοποίησε πως ακόμα κρατούσε το μικρό κλαδάκι με τα δύο άνθη κερασιάς στο χέρι της και μηχανικά το έφερε κοντά στο πρόσωπο της και το κοίταξε με τρόμο. Δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε το κλαδάκι ούτε τι συμπεράσματα να βγάλει. Ήξερε όμως πως έπρεπε να πάει στην κερασιά που ήταν επάνω στον λόφο. Δίχως άλλη σκέψη έβαλε μια καρέκλα και πατώντας επάνω της βγήκε από το σπασμένο παράθυρο. Αφού βγήκε έξω σήκωσε και με τα δυο της χέρια λίγο την χιλιομπαλωμένη φούστα της και άρχισε να τρέχει προς την ανθισμένη κερασιά. Το ολόγιομο φεγγάρι έριχνε άπλετο το ασημένιο του φως επάνω στο μοναχικό δέντρο και το έκανε να φαντάζει απόκοσμο. Η Ευθαλία έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε παραμερίζοντας τα ψηλά χόρτα που κάλυπταν τον λόφο, το ένστικτό της φώναζε πως κάτι κακό την περίμενε στην κορυφή του λόφου. Μετά από λίγο βαριανασαίνοντας έφτασε και στην κορυφή και εκεί σταμάτησε. Περιεργάστηκε λίγο το περιβάλλον γύρω της αλλά δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο. Μετά πλησίασε την κερασιά και εκεί κρυμμένη πίσω της βρήκε δεμένη και φιμωμένη την Νεφέλη.

-«Καρδούλα μου!»,φώναξε η Ευθαλία και άπλωσε τα χέρια της για να την αγκαλιάσει. Τότε κάποιος την χτύπησε στο κεφάλι τόσο δυνατά που κόντεψε να λιποθυμήσει. Ένα δυνατό χέρι την άρπαξε από την μέση πριν προλάβει να πέσει κάτω και αφού την σήκωσε στα πόδια της ένα κρύο μαχαίρι ακούμπησε την καρωτίδα της.

 

-«Επιτέλους γνωρίζω την φημισμένη διευθύντρια του ορφανοτροφείου.»χαχάνισε μια μπάσα αντρική φωνή. Η Ευθαλία ζαλισμένη ακόμα προσπαθούσε να καταλάβει την κατάσταση της. Ο άντρας όμως την ελευθέρωσε και αφού την στριφογύρισε ώστε να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο της έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα. Η Ευθαλία έπεσε κάτω ενώ μια πνιχτή κραυγή ακούστηκε από την Νεφέλη που άρχισε να κλαίει.

 

-«Επέτρεψε μου να συστηθώ »,είπε ο άντρας κάνοντας μια υπόκλιση.«Ονομάζομαι Βάργκ και είμαι ο αρχηγός των Μαύρων Λύκων.»

Η Ευθαλία ένιωθε το αίμα της να παγώνει. Βάργκ ο Κυνοκέφαλος ήταν ένα όνομα που είχε αυτή την επιρροή στους ανθρώπους. Βιβλία ολόκληρα θα μπορούσαν να γραφτούν για τις αγριότητες αυτού του ανθρώπου.

 

-«Ξέρεις, μου ήταν πολύ δύσκολο να περάσω από την ανατολική πλευρά της πόλης. Ο Λυκούργος δεν αφήνει ούτε μυρμήγκι να περάσει από την περιοχή του χωρίς να το ελέγξει πρώτα. Σκέφτηκα όμως αντί να οργανώσω μια ολόκληρη ομάδα ίσως θα ήταν πιο εύκολο να στείλω μόνο έναν. Επειδή όμως ξέρω για την συμπάθεια του Λυκούργο προς το πρόσωπο σου σκέφτηκα πως θα ήταν ακόμα καλύτερο εάν ερχόμουν εγώ προσωπικά»είπε ο Βάργκ χαμογελώντας χαιρέκακα.

 

-«Γιατί όλα αυτά;»ψέλλισε ζαλισμένα η Ευθαλία.

 

-«Γιατί; Ρωτάς γιατί; Ο μπάσταρδος εραστής σου με κατέστρεψε και εσύ ρωτάς γιατί;»της είπε ο Βάργκ και αφού την έπιασε από τα μαλλιά με το ένα χέρι την σήκωσε βίαια στα πόδια της. Το κεφάλι της Ευθαλίας πήγαινε να σπάσει ,έτρεμε από τον φόβο της. Αφού κατάφερε να σταθεροποιηθεί κάπως προσπάθησε αδύναμα να απελευθερωθεί αλλά η λαβή του ήταν ατσάλινη.

 

-«Κοίτα εδώ αγαπητή μου»,της είπε και την έστρεψε προς το ορφανοτροφείο.«Αφού σε σκοτώσω θα στείλω το κεφάλι σου στον Λυκούργο .Ξέρεις πόσους από τους δικούς μου έχει σκοτώσει; Ξέρεις τι ζημιά μου έχει κάνει;.Όμως δεν το βάζω κάτω . Αφού τελειώσω μαζί σου θα πάρω τα παιδιά του ορφανοτροφείου. Θα τα οδηγήσω πρώτα βόρεια μέσα στα δάση όπου δεν θα μπορέσουν να μας βρούνε. Εκεί οι Μαύροι Λύκοι θα ξαναγεννηθούν!»

 

-«Όχι!»φώναξε η Ευθαλία. Ο Βάργκ την γύρισε πάλι ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο.

 

-«Τα κορίτσια θα γίνουν πουτάνες και τα αγόρια Λύκοι.Όσα δεν με υπακούσουν θα τα σφάξω»της είπε κοιτώντας την στα μάτια.«Πόσα είναι αλήθεια όλα; Πενήντα; Εξήντα; Όσα και αν είναι στο τέλος όλα θα ανήκουν στους Μαύρους Λύκους..Ίσως περάσουν μερικά χρόνια αλλά στο τέλος εμείς θα κάνουμε πάλι κουμάντο τους δρόμους της πρωτεύουσας.»

 

Η Ευθαλία αφού επεξεργάστηκε για λίγο τα λόγια του άντρα σταμάτησε να αντιστέκεται. Κατέβασε τα χέρια της σιγά σιγά και έμεινε εκεί να κοιτάζει το έδαφος. Ο Βάργκ παραξενεύτηκε έσφιξε το μαχαίρι του στο δεξί του χέρι ενώ ελευθέρωσε από το αριστερό του τα μαλλιά της διευθύντριας. Η Ευθαλία γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε πάνω από τον δεξί της ώμο την Νεφέλη που κείτονταν τρομοκρατημένη στην ρίζα της κερασιάς. Αφού είδε πως η μικρή αν και τρομοκρατημένη ήταν καλά ξαναγύρισε το βλέμμα της προς τον Βάργκ. Ο Κυνοκέφαλος σάστισε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας τα όμορφα της μάτια. Πως δεν το είχε προσέξει πιο πριν πως ήταν τόσο όμορφη;Η Ευθαλία σήκωσε σιγά-σιγά τα χέρια της και έπιασε τον λινοθώρακα που φορούσε ο αρχισυμμορίτης και μετά σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό.

 

-«Τρελλάθηκε»,σκέφτηκε ο Βάργκ παραξενεμένος από την συμπεριφορά της γυναίκας.

 

-«Αρκετά είπαμε ....ώρα να τελειώνουμε.... με περιμένουν πλούτη και καλύτερες μέρες»της είπε χαμογελώντας με κακία και σήκωσε το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι. Η Ευθαλία όμως αφού κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα τον έναστρο ουρανό έγειρε το κεφάλι της πιο πίσω και το τίναξε απότομα μπροστά. Ο Βάργκ δέχτηκε έκπληκτος το χτύπημα στην μύτη η οποία διαλύθηκε και αίμα άρχισε να τρέχει άφθονο. Ο Κυνοκέφαλος έκανε ένα βήμα πίσω έκπληκτος και ζαλισμένος. Η Ευθαλία ήξερε πως δεν είχε πολύ χρόνο.Δεν είχε μάθει ποτέ της να πολεμάει ,ούτε είχε σηκώσει χέρι σε κάποιον στην ζωή της και έτσι είχε μόνο μια ευκαιρία. Έσκυψε ελαφρά ,τον αγκάλιασε με το αριστερό της χέρι ενώ έβαλε το δεξί της χέρι πίσω από το αριστερό του γόνατο αναγκάζοντας τον να σηκώσει το πόδι του λίγα εκατοστά από το έδαφος. Και μετά...... άρχισε να σπρώχνει....Ο Βάργκ ήταν ακόμα ζαλισμένος αλλά από ένστικτό κατέβασε με δύναμη το μαχαίρι στην πλάτη της μικροκαμωμένης διευθύντριας. Το μαχαίρι βυθίστηκε μέχρι την λαβή και τρύπησε τον αριστερό της πνεύμονα. Ο πόνος ήταν απίστευτος ,η Ευθαλία πάσχιζε να πάρει αναπνοή,τα μάτια της άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Ο γκρεμός όμως ήταν δύο βήματα πίσω από τον Βάργκ.

 

-«Ουράνιε Πατέρα αν αγαπάς αυτά τα παιδιά δώσε μου λίγα δευτερόλεπτα ακόμα.».προσευχήθηκε η ημιλυπόθυμη γυναίκα και ευθύς αμέσως ένιωσε καινούργια δύναμη να κατακλύζει το σώμα της.

 

Ο Βάργκ κρατούσε ακόμα το μαχαίρι με το ένα χέρι ενώ με το άλλο την χτυπούσε λυσσαλέα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Το ένα πόδι του όμως ήταν στον αέρα και με το άλλο χοροπηδούσε προσπαθώντας να βρει την ισορροπία του.

 

-«Τι κάνεις; Τι κάνεις; Θα πεθάνουμε και οι δύο!»ούρλιαξε πανικόβλητος

 

-«Όποιος πειράζει τα δικά μου παιδιά τον περιμένει μόνο ο θάνατος».

 

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις της Ευθαλίας καθώς και οι δύο έπεφταν από τον απόκρημνο γκρεμό.

 

............................................

 

Η Νεφέλη ακούμπησε ευλαβικά τα τριαντάφυλλα στην βάση της μικρής ταφόπλακας. Δάκρυα κυλούσαν ελεύθερα στα μάτια της και λυγμοί έβγαιναν από το στόμα της. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε αλλά τα θυμόταν όλα σαν να ήταν χθες. Ένα μικρό αγοράκι από το ορφανοτροφείο που την είχε ακολουθήσει κρυφά επάνω στον λόφο ταράχτηκε που την είδε να κλαίει και ξέχασε να τον φόβο του μήπως και τον μαλώσει που την ακολούθησε. Μπορεί να ήταν αυστηρή αλλά όλα τα παιδιά αγαπούσαν την διευθύντρια του ορφανοτροφείου. Θέλοντας να την παρηγορήσει εμφανίστηκε δίπλα της και ακούμπησε το χεράκι του στον ώμο της.

 

-«Κυρία γιατί κλαίτε;»της είπε λυπημένο .

 

Η Νεφέλη γονάτισε και άνοιξε τα χέρια της. Το μικρό αγόρι δεν έχασε δευτερόλεπτο και χώθηκε στην βαθιά αγκαλιά της.

 

-«Μην κλαίτε Κυρία σας παρακαλώ .Δεν θα κάνω άλλο αταξίες»

 

Η Νεφέλη φίλησε τρυφερά το παιδί και μετά του έδειξε την ταφόπλακα.

 

-«Μην ανησυχείς καρδούλα μου. Δεν φταις εσύ. Απλά συγκινήθηκα λίγο. Σαν σήμερα έχασα την μανούλα μου σε αυτό εδώ το σημείο»

 

-«Την μανούλα σας; »είπε το μικρό αγόρι με βουρκωμένα μάτια.«Πια ήταν η μανούλα σας κυρία;»

 

-«Ήταν η λέαινα που σκότωσε τον λύκο.»

Η Λέαινα και ο Λύκος..doc

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

ψψψ πολύ καλό! 

Πολύ καλογραμμένο και ισορροπημένο κείμενο.

Τεχνικά λάθη υπάρχουν μερικά, αλλά με μια ακόμα ανάγνωση θα τα εντοπίσεις και μόνος σου είμαι σίγουρος. Θα σου 'λεγα μόνο να βάζεις κολλητά το κόμμα στην λέξη και να αφήνεις κενό μετά. Όχι πως έχει τόση σημασία, απλά οι περισσότεροι το 'χουμε συνηθίσει έτσι και προσωπικά μου χτυπούσε στο μάτι! ;) 

Μ' άρεσε η ιδέα και η Ευσταθία και άνετα το φανταζόμουν (σε συνδυασμό με τον τρόπο που γράφεις, που δεν μ' άφησε να βαρεθώ) ανεπτυγμένο σε μεγαλύτερη έκταση.

Γενικά μου άφησε την καλύτερη εντύπωση.

Ανυπομονώ να διαβάσω περισσότερα από 'σένα.

Καλωσόρισες στο sff! 

Link to comment
Share on other sites

Καταρχήν καλωσήρθες και ευχαριστούμε για την συνεισφορά σου στη βιβλιοθήκη φαντασίας. :)

 

Ευχαριστήθηκα το κείμενό σου.

 

Ολοζώντανο, με κράτησε με ενδιαφέρον (όχι από την αρχή, γιατί ξεκινάει κάπως χλιαρά). Το τέλος ήταν δυνατό, με κέρδισε. (Καταχάρηκα που είδα επιτέλους μία γυναίκα έτσι, να χιμάει με ό,τι έχει, με τα ίδια της τα νύχια, λύκαινα όπως λες).  Αλλά περίμενα να συνεχιστεί η ιστορία από εκεί κι έπειτα, και απογοητεύτηκα που αυτό ήταν το τέλος. Δηλαδή, μου φάνηκε ότι διάβασα μόνο την εισαγωγή από μια (τουλάχιστον τετραπλάσια σε μέγεθος) ιστορία. Δεν το βρήκα καθόλου ισορροπημένο ώστε να λειτουργεί από μόνο του. Δεν πρόφτασα να σκεφτώ καλά-καλά τον Λυκούργο και είδα τα αποτελέσματα των πράξεων και των αισθημάτων του, δεν πρόφτασα να γνωρίσω καλά-καλά την Ευθαλία (εκτός από καλή διευθύντρια, καλή μάνα, τι άλλο ήταν; Τι σκεφτόταν; Μόνο τα παιδιά; ) και έγινε ό,τι έγινε.

 

edit: Η τελευταία πράγραφος νομίζω ότι δεν χρειαζόταν, δεν προσφέρει τίποτα εκτός από τον χαρακτηρισμό "λύκαινα" που θα μπορούσε να μπει πιο πριν, για παράδειγμα να βρίζει ο Βάργκ "Λυσσασμένη λύκαινα!" (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).

 

 

Πρόσεξα ενοχλητικά πολλές επαναλήψεις λέξεων, για παράδειγμα η λέξη "λόφος" εμφανίζεται εξαντλητικά συχνά.

Edited by Cassandra Gotha
Link to comment
Share on other sites

@ Tyelcur

 

Χαίρομαι που σου άρεσε το κείμενο μου και σε ευχαριστώ για την κριτική σου. Έχεις απόλυτο δίκιο για τα συντακτικά και ορθογραφικά λάθη.Προσπαθώ να το βελτιώσω πολύ αυτό το κομμάτι.Πιστεύω πως όσο ωραία και αν είναι μια ιστορία τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη μπορούν να την καταστρέψουν.

Το πρόβλημα μου είναι πως βλέπω τις λέξεις με το μυαλό και όχι με τα μάτια .Φαντάζομαι το έχεις πάθεις και εσυ δηλαδή να διαβάζεις μια λέξη και να την αντιλαμβάνεσαι λάθος π.χ. δεν υπάρχει Ευσταθία στο κείμενο αλλά Ευθαλία. Μερικές φορές μπερδευόμουν  και εγώ και διάβαζα την ίδια λέξη Ευανθία. :mf_bookread:

 

@ Cassandra Gotha

 

Ευχαριστώ για την κριτική σου ήταν ένα πολύ καλό feedback. Γράφω για πρώτη φορά μια ιστορία την οποία εκθέτω δημόσια και ήθελα να την κάνω όσο πιο σύντομη γίνεται. Ήθελα να κρατήσω τις λέξεις κάτω απο το φράγμα των 2,500 γιατί για κάποιο λόγο νόμιζα πως  μόνο μικρά κείμενα επιτρέπονται αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Το γεγονός πως θα ήθελες να μάθεις περισσότερα για τους χαρακτήρες το παίρνω σαν κοπλιμέντο γιατί είναι σημάδι πως βρήκες τους χαρακτήρες μου ενδιαφέροντες. Όσον αφορά την τελευταία παράγραφο επέλεξα να την προσθέσω και για να αποδώσω τον χαρακτηρισμό ''λέαινα'' δηλαδή το θηλυκό λιοντάρι (όχι λύκαινα :lion: ) στην Ευθαλία αλλά και για να ενημερώσω τον αναγνώστη για την Νεφέλη. Η οποία μπορεί να πέρασε τόσα και τόσα αλλά τελικά στάθηκε στα πόδια της και έγινε αργότερα η ίδια διευθύντρια του ορφανοτροφείου τιμώντας με τον τρόπο της την θυσία της Ευθαλίας. Η επαναληπτικότητα των λέξεων είναι σημάδι της απειρίας μου. Ακόμα δεν έχω εμπιστοσύνη  στον αναγνώστη και νιώθω την ανάγκη να του υπενθυμίζω διαρκώς τι γίνεται και πού.

 

 

   
Link to comment
Share on other sites

χαχα Ευσταθία ε; :p 

Δεν νομίζω πως διάβαζα Ευσταθία, νομίζω απλά μπερδεύτηκα όταν σου έγραφα. 

Αλλά τι να πω, δεν είμαι σίγουρος!  :dazzled:

Link to comment
Share on other sites

Πω πω, απορώ με τον εαυτό μου, που διάβασα "λύκαινα" αντί για "λέαινα".

 

O.T.
Αμάν αυτοί οι λύκοι *γκουχ, Σταρκ* όλο την πατάνε από τα λιοντάρια *γκουχ, Λάννιστερ* .
Link to comment
Share on other sites

 Το κείμενο έχει αρκετά συντακτικά λάθη. Για παράδειγμα χρησιμοποιείς μεγάλες προτάσεις, χωρίς κόμματα, πληγώνοντας έτσι τη ροή του λόγου σου. Κατά τα άλλα πρόκειται για μια αρκετά απλή ιστορία που πιστεύω, θα χωρούσε άνετα σε λιγότερες λέξεις. Ξοδεύεις πολύ χρόνο να αναφέρεις γεγονότα του παρελθόντος χωρίς να τα δείχνεις.Αρχικά  δίνεις την εντύπωση πως ο Λυκούργος θα παίξει σηματικό ρόλο στην ιστορία, αλλά τελικά δεν εμφανίζεται ποτέ. Οι χαρακτήρες σου επίσης μου φάνηκαν ρηχοί, δυστυχώς. Η Ευθαλία είναι η προσωποποίηση της αγιότητας, γεμάτη καλοσύνη και αγάπη. Ο κακός απ' την άλλη είναι τελείως χάρτινος. Δεν έχει κανένα κίνητρο για αυτά που κάνει. Είναι κακός απλά για να είναι κακός.Κάτι που προσωπικά αντιπαθώ ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Το τέλος μοιάζει επικίνδυνα αποκομμένο απ'το υπόλοιπο κείμενο. Πηδάς πολύ μακριά στο μέλλον, τελείως ξαφνικά . Δεν πρόλαβα καθόλου να γνωρίσω τη Νεφέλη οπότε η τελευταία σκηνή δεν κατάφερε να με αγγίξει.  Σε γενικές γραμμές η ιδέα δεν ήταν κακή. Η ιστορία άρχισε με ενδιαφέρον , όμως δεν κατάφερε να αποφύγει τετριμμένα στερεότυπα που την έριξαν στα μάτια μου. Καλή συνέχεια πάντως.

Link to comment
Share on other sites

@ apelpio

 

Σε ευχαριστώ για την κριτική σου.Πιστεύω πως εάν  ξαναέγραφα την ιστορία μου τώρα θα ήταν αρκετά διαφορετική. Συμφωνώ πως παραέκανα ''καλή'' την Ευθαλία. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς όταν λες πως αναφέρομαι αλλά δεν δείχνω τα γεγονότα του παρελθόντος.

Όσο για τα κίνητρα του κακού της υπόθεσης αναφέρω πως εποφθαλμιά τα παιδιά για να ενισχύσει την δική του συμμορία αλλά και για να κάνει έμμεσο κακό στον Λυκούργο σκοτώνοντας την Ευθαλία. Όπως και να έχει ευχαριστώ που διάβασες την ιστορία μου. Καλό καλοκαίρι.

Edited by Viktor_S
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..