Jump to content

Η ΛΙΜΝΗ


wonderergr

Recommended Posts

Η παρακάτω ιστορία είναι μια ιστορία τρόμου που έχω γράψει. Θα ήθελα να την διαβάσετε και να μου κάνετε κάποια εποικοδομητικά σχόλια σχετικά με το πως μπορώ να την κάνω καλύτερη. Πρέπει να σας προειδοποιήσω πως η γλώσσα τού είναι λίγο σκληρή και όσο πιο κοντά στην καθομιλουμένη μπορώ να γράψω. Περιμένω τα σχόλιά σας.

3. Η Λίμνη.doc

Link to comment
Share on other sites

Γειά σου Πέτρο.
Μου άρεσε η ιστορία σου.
Ο ρυθμός ήταν γρήγορος και μπόρεσα να την διαβάσω ευχάριστα.
Μας έδωσες αρκετά καλή περιγραφή του Ρίτσαρντ και του τρόπου που σκέφτεται. Κατά την γνώμη μου ήταν καλή η επιλογή σου να μας αφηγηθείς απ' την σκοπιά του Ρίτσαρντ και όχι της Άναμπελ.
Βρήκα και κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν και στα σημείωσα στο .doc που επισυνάπτω. Δεν είμαι και 'γω πολύ έμπειρος στην γραφή, οπότε μην τα λάβεις της μετρητοίς, κράτα ό,τι σου φαίνεται λογικό.
Αυτά από μένα. Καλωσόρισες λοιπόν στο sff και ελπίζω να διαβάσω κι άλλα από σένα σύντομα. :)

3. Η Λίμνη(διορθώσεις).doc

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Και εμενα μου αρεσε πολυ..ωραια επιλογη η λιμνη , εδινε σωστα την ατμοσφαιρα της απομονωσης. ωραιες αρκουντως ανατριχιαστικες περιγραφες, ωραια γλωσσα. Εχεις κατι γραμματικουλια αλλα ενω αρχικα με ενοχλησαν μετα δεν με ενοχλουσαν πια..και το τελος με την γυναικα που επεστρεψε την Αναμπελ σπιτι ηταν συγκινητικο και την ιδια στιγμη σκοτεινο , με το φαντασμα που εσωζε την ζωντανη .

Edited by xrusaki
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Να σας πω πως το όνομα Άναμπελ είναι από το Άναμπελ Λη, το ποίημα του Πόε. Βλέπετε, στο ποίημα αυτό η δική του Άναμπελ ζούσε στον πάτο της θάλασσας.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Καταρχήν σ' ευχαριστώ που έσωσες την κοπέλα. Στην αρχή ομολογώ ότι με ξενέρωσες, είπα "ωχ, έτσι το πάει; και γιατί να το διαβάσω τώρα αυτό;" αλλά το έσωσες.

 

Θέλω να σου πω δυο πραγματάκια για το πώς πιστεύω ότι θα δούλευε καλύτερα το κείμενο:

 

1) Η οπτική γωνία σε τόσο σύντομη αφήγηση καλό θα ήταν να μην αλλάζει. Ξεκινήσαμε με την οπτική γωνία του άντρα και καταλήξαμε με αυτήν της κοπέλας. Αν διάλεγες μία και έμενες πιστός μέχρι τέλους, το κείμενο θα κέρδιζε σε δύναμη.

2) Βιάστηκες να βγάλεις τη σκηνή με τις πνιγμένες, που όμως θα είχε τρομερή φάση αν την είχες αναπτύξει καλά. Θα ήταν ανατριχιαστική, τρομακτική, (όταν τον βουτάνε μέσα), ακόμη και συγκινητική,  (όταν μιλάει μετά με την κοπέλα, και της λέει πήγαινε σπίτι σου, εγώ εδώ μένω... θα υπήρχε κορύφωση εκεί αν είχαν προηγηθεί δυνατές εικόνες).

3) Καλό θα ήταν επίσης να ήταν χαρακτήρες οι πρωταγωνιστές, και όχι κούκλες που κάνουν τις κινήσεις τους και λένε τα λόγια τους (έστω, όσο προλαβαίνεις να τους αναπτύξεις σε τόσο λίγο χώρο, στην τελική δώσε τους λίγο παραπάνω).

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Με τη βοήθεια των διορθώσεων του Tyelcur και τα σχόλια ολονών, σας δίνω την καινούργια μορφή της ιστορίας. Όσοι έχετε το κουράγιο να την διαβάσετε, παρακαλώ βοηθήστε με με τα σχόλιά σας να την ολοκληρώσω περισσότερο. Ευχαριστώ.

 

Όνομα Συγγραφέα: Οικονόμου Πέτρος
Είδος: Τρόμος
Βία; Μπόλικη
Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων: 3103
Αυτοτελής; Ναι

 

            Έλυσε τη βάρκα ασθμαίνοντας. Μπήκε μέσα και έσπρωξε την ακτή μακριά του σαν να ήθελε να ξεφύγει από κάποιον. Κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχε κανείς. Σιγουρεύτηκε και έπειτα γύρισε στην κοπέλα που τον συνόδευε: «Θα σου αρέσει εδώ. Έρχομαι συχνά στη λίμνη για να ξεφύγω λιγάκι όποτε μου το επιτρέπουν οι συνθήκες» είπε και ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους χαμογελώντας ταυτόχρονα μην μπορώντας να κρύψει την αμηχανία του. Η κοπέλα που τον συνόδευε έμεινε ακίνητη και αμίλητη μπροστά στα σχόλια του Ρίτσαρντ. Εκείνος άρχισε να κάνει κουπί. Έφτασαν στο κέντρο περίπου της λίμνης όταν ο Ρίτσαρντ σταμάτησε να κωπηλατεί. «Να μαστεεε...» είπε τρίβοντας αμήχανα τα χέρια του μεταξύ τους και κοιτώντας τριγύρω. «Ωραία νύχτα ε;» Κοίταξε την κοπέλα. Εκείνη έμεινε σιωπηλή. «Έλα, μην κάνεις την ντροπαλή!» είπε ο Ρίτσαρντ. «Μίλα μου λιγάκι, κάνε μου ένα νόημα τουλάχιστον!». Μετακίνησε το σώμα του κοντά στο δικό της, ώστε ο γοφός του σχεδόν ακουμπούσε σε αυτόν της κοπέλας. Έβαλε το χέρι του και αγκάλιασε τη μέση της. Έσκυψε στο αυτί της και της ψιθύρισε: «Ξέρεις, αν είσαι καλό κορίτσι μπορεί και να σε αφήσω να ζήσεις». Έβγαλε τη γλώσσα του. Άγγιξε με αυτήν την γραμμή από αίμα που κυλούσε από την κορυφή του κεφαλιού της. Εκεί την είχε χτυπήσει για να την αναισθητοποιήσει και να καταφέρει να της βάλει τα κόκκινα εσώρουχα και το μαύρο φορεματάκι που φορούσε αυτή την στιγμή. «Είσαι πολύ όμορφη» της είπε. Εκείνη τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ξέσπασε σε λυγμούς. Ένας πνιχτός ήχος βγήκε από το κλεισμένο με ταινία στόμα της. Ο Ρίτσαρντ της χάιδεψε στοργικά το κεφάλι. «Μωράκι μου, δεν μας ακούει κανένας.» Τράβηξε την μονωτική ταινία που της έκλεινε το στόμα και ελευθέρωσε τα χείλη της. «Φώναξε όσο θέλεις!».

 

 

            «ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» φώναξε η κοπέλα γδέρνοντας το λαιμό της από την προσπάθεια. Η ηχώ έκανε την κραυγή της να ακουστεί σαν ήχος που θα έβγαζε ένα άγριο ζώο. Ένας ασυνάρτητος θόρυβος έφτασε ως τις άκρες της λίμνης και έσβησε στους γύρω λόφους. Με το σβήσιμο της κραυγής της, ακούστηκαν τα γέλια του Ρίτσαρντ. Γέλια δυνατά, γοερά, που έβγαιναν μέσα από την καρδιά του.

 

            «Είναι ανώφελο!» της είπε γελώντας ακόμα. «Είμαστε είκοσι πέντε χιλιόμετρα από την κοντινότερη πόλη! Γαμώτο, το μεγαλύτερό μου πρόβλημα είναι που θα φύγω μετά μόνος μου μες στα σκοτάδια!»

            «Σε παρακαλώ, η μητέρα μου θα με ψάχνει και θα έχει τρελαθεί! Είμαι αρραβωνιασμένη και είμαι σίγουρη πως και ο αρραβωνιαστικός μου θα με ψάχνει! Μπορεί να με βρουν από στιγμή σε στιγμή! Άφησέ με να φύγω και σου υπόσχομαι πως δεν θα πω τίποτα σε κανέναν! Δεν θα σε προδώσω!» είπε παρακλητικά η κοπέλα. «Συγνώμη που φώναξα! Δεν θα το ξανακάνω!» του είπε με σπασμένη φωνή. Ο Ρίτσαρντ την κοιτούσε στα μάτια. Προσπαθούσε να καταλάβει αν του λέει αλήθεια.

            «Σίγουρα;» είπε τελικά. «Δεν θα με προδώσεις;»

            «Ναι, ναι!» είπε βουρκωμένη η κοπέλα. «Ούτε που θα θυμάμαι το πρόσωπό σου!» Ο Ρίτσαρντ κοίταξε τη βάρκα σκεπτικός. Άφησε μερικά δευτερόλεπτα να κυλήσουν. Η κοπέλα τον κοίταζε αναστατωμένη. Την πονούσαν πολύ τα πισθάγκωνα δεμένα με ταινία χέρια της, αλλά αυτή τη στιγμή δεν την ένοιαζε καθόλου.

            «Εντάξει» είπε τελικά ο Ρίτσαρντ. «Θα σε αφήσω να φύγεις» συνέχισε. Έκανε να πιάσει τα χέρια της κοπέλας που δεν πίστευε στα μάτια της. Σταμάτησε απότομα. «Με την προϋπόθεση όμως να μην με αναφέρεις ποτέ!» της είπε κοιτώντας την σοβαρός στα μάτια. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά.

            «Βέβαια, μην ανησυχείς!» απάντησε. Ο Ρίτσαρντ συνέχισε το έργο του. Έπιασε τα χέρια της κοπέλας και έκανε να τα ελευθερώσει. Εκείνη, χαρούμενη πια, του γύρισε την πλάτη και περίμενε να μπορέσει να τρίψει τους καρπούς της και το κεφάλι της που την πόναγαν τόσο. Οι ελπίδες της διαψεύστηκαν αμέσως. Γύρισε έντρομη και κοίταξε τον Ρίτσαρντ που χαμογελούσε.

            «Πίστεψες ειλικρινά πως θα σε άφηνα να φύγεις;» της είπε. Η κοπέλα δεν αποκρίθηκε. «Ηλίθια! Νομίζεις πως τυχαία σε διάλεξα; Σε παρακολουθούσα καιρό πριν. Ξέρω πως έχεις αρραβωνιαστεί αυτό τον χλεχλέ ταμία της τράπεζας απέναντι από την κλινική που δουλεύεις. Όπως επίσης ξέρω οτι λόγω της δουλειάς σου, θα αρχίσει να σε ψάχνει σε τρείς μέρες. Εγώ θα είμαι πολύ μακριά μέχρι τότε και εσύ θα σαπίζεις στον πάτο της λίμνης.»

            «Ποιός είσαι;» είπε η κοπέλα συνοφρυωμένη.

            «Την πρώτη φορά που σε είδα φρόντισες τις πληγές μου. Τις καθάρισες και μου έδωσες τα παυσίπονά μου. Μου έκανε εντύπωση το πόσο όμορφη και ακομπλεξάριστη ήσουν απέναντι στο παρουσιαστικό μου. Αυτό έγινε δύο μήνες πριν. Από τότε σε παρακολουθώ κάθε μέρα. Καταγράφω το δρομολόγιό σου, την οικογένειά σου, τους φίλους σου. Το ξέρεις οτι σε παρακολουθούσα κάθε φορά που έκανες έρωτα με αυτό το βλάκα που αποκαλείς αρραβωνιαστικό;»

            «Το έχεις ξανακάνει όλο αυτό;» είπε η κοπέλα φανερά τρομαγμένη για τις λεπτομέρειες που γνώριζε ο Ρίτσαρντ για τη ζωή της.

            «Ναι. Όταν άρχισε να αλλάζει η εξωτερική μου εμφάνιση ήθελα να πεθάνω. Έκατσα σε ένα σοκάκι και έκλαιγα μόνος μου. Μια περαστική ήρθε να δει τι έχω. “Όλα θα πάνε καλά” μου είπε. Τότε μου ήρθε η ιδέα. Αφού δεν θα με ξαναήθελε καμία, θα τις είχα όλες με το ζόρι. Στην αρχή όλα έγιναν αυθόρμητα, τσαπατσούλικα. Σαν ερασιτέχνης. Όσο περνούσε όμως ο καιρός μάθαινα όλο και περισσότερα. Θα έχεις πολλή παρέα εκεί κάτω» είπε και έδειξε τα νερά της λίμνης. «Καμία όμως δεν είχε την δική σου ομορφιά και καλοσύνη. Σε αγάπησα με την πρώτη ματιά».

            «Γιατί το κάνεις αυτό;» είπε η κοπέλα προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυά της. «Τι σου έκανα;». Ο Ρίτσαρντ σοβάρεψε και με βλέμμα αυστηρό την κοίταξε στα μάτια. Με μια απότομη κίνηση έπιασε το πρόσωπο της κοπέλας με τα δυο του χέρια και το κράτησε σφιχτά. Η κίνησή του αυτή έκανε την κοπέλα να αναπηδήσει στη θέση της, πληγώνοντας λίγο τα χέρια της.

            «Κοίταξέ με καλά. Θα σκεφτόσουν ποτέ να βγεις μαζί μου αν σου άφηνα επιλογή;» Γύρισε λίγο το κεφάλι του και άφησε το σάπιο κομμάτι κρέας που είχε για μάγουλο να φανεί στο φεγγαρόφωτο. «Κάποτε είχα μεγάλη επιτυχία με τις γυναίκες. Από τότε που με χτύπησε αυτή η καταραμένη αρρώστια, ούτε εγώ δεν μπορώ να με κοιτάξω στον καθρέφτη». Έσπρωξε το πρόσωπό της μακριά, να μην τον βλέπει και κοίταξε τα σκοτεινά νερά. «Λυπάμαι, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος». Η κοπέλα είδε την ευκαιρία και δεν έχασε χρόνο.

            «Γιατί το λες αυτό» είπε γλυκαίνοντας τη φωνή της. «Η ομορφιά είναι αυτό που έχουμε μέσα μας. Εγώ πιστεύω πως είσαι όμορφος» είπε πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό του. Ο Ρίτσαρντ γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε. Ήταν τόσο όμορφη! Κοίταξε τα χείλη της που λαμπύριζαν και ετοιμάστηκε για το φιλί. Τα χείλη τους ακούμπησαν. Ο Ρίτσαρντ έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει την στιγμή. Ξαφνικά, αγρίεψε. Τα χείλη του κινούνταν με πάθος και η γλώσσα του έψαχνε απεγνωσμένα το δρόμο της στο στόμα της κοπέλας. Εκείνη έβγαλε άθελά της μία μικρή κραυγή και μια γουλιά εμετός την έκανε να τραβηχτεί από αυτόν. Ο Ρίτσαρντ άνοιξε τα μάτια του και είδε την κοπέλα να τον κοιτάζει βουρκωμένη. Τράβηξε το πρόσωπό του και γύρισε από την άλλη μεριά, συγκρατώντας με το ζόρι ένα δάκρυ. Σκούπισε κρυφά τα μάτια του και γύρισε χαμογελαστός προς την κοπέλα.

            «Καλή προσπάθεια, αλλά τώρα είναι η ώρα για λίγη πραγματική αγάπη!» Με μια κίνηση ξανάβαλε την ταινία στο στόμα της.

            «Μη!» πρόλαβε να πει η κοπέλα. Ο Ρίτσαρντ όμως ήταν αποφασισμένος. Την άρπαξε από τα δεμένα χέρια της και την γύρισε μπρούμυτα, με το πρόσωπό της να ακουμπάει στη βάρκα. Της σήκωσε το φόρεμα, αποκαλύπτοντας το κόκκινο βρακάκι που της είχε φορέσει. Το έπιασε και το τράβηξε με τόση δύναμη που τα κορδόνια έκαναν χαρακιές στο δέρμα της ανυπεράσπιστης κοπέλας ενώ σκιζόταν και γίνονταν κουρέλι.

            «Πουτάνα!» είπε ο Ρίτσαρντ. Κατέβασε το φερμουάρ του και ετοιμάστηκε να βιάσει την κοπέλα με τον ανδρισμό του που στέκονταν τώρα περήφανος, στάζοντας πύον. «Θα σε μάθω εγώ να πουλάς αγάπες χωρίς αντίκρισμα στους άντρες!» Η κοπέλα έσφιξε τα μάτια και τα δόντια και τινάχτηκε με όλη της τη δύναμη. Ο Ρίτσαρντ βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα με την κοπέλα από πάνω του. Η βάρκα κινούνταν βίαια, έτοιμη να αναποδογυρίσει. Η κοπέλα έψαχνε απεγνωσμένα τριγύρω να βρει κάτι για να μπορέσει να ελευθερώσει τα χέρια της. Είδε με την άκρη του ματιού της ένα κομμάτι σίδερο στο σημείο που μπαίνουν τα κουπιά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να κόψει την ταινία. Το πλησίασε και προσπάθησε να ελευθερωθεί. Μερικά δευτερόλεπτα κύλησαν. Ο Ρίτσαρντ από κάτω της, ξαφνιασμένος και με το κεφάλι του χτυπημένο, έσπρωξε με όλη του την δύναμη την κοπέλα που βρίσκονταν επάνω του. Εκείνη βρέθηκε μπρούμυτα με το κεφάλι της να ακουμπάει σχεδόν στο νερό ενώ ο Ρίτσαρντ στεκόταν πίσω της στα πόδια του. Προσπαθώντας να τον αποφύγει, νόμισε πως κάτι λαμπίρισε κάτω από την επιφάνεια του νερού. Σταμάτησε να κουνιέται και κοίταξε επίμονα την ώρα που ο Ρίτσαρντ βρίζοντας προσπαθούσε με το ένα χέρι να λύσει τη ζώνη του και με το άλλο την είχε κρατούσε γερά. Το είδε πάλι. Μετά ξανά κάτι έλαμψε προς στιγμή και έσβησε αμέσως. Ο Ρίτσαρντ κατάφερε επιτέλους το στόχο του και φώναξε θριαμβευτικά «Τώρα θα δεις πως είναι ο αληθινός έρωτας!» Η κοπέλα είδε κάτι σαν πρόσωπο να σχηματίζεται κάτω από το νερό. Την ώρα που ο Ρίτσαρντ ετοιμαζόταν να εμβολίσει την κοπέλα, το σώμα της τραβήχτηκε βίαια από τα χέρια του και βούτηξε μέσα στα σκοτεινά νερά της λίμνης. Ο Ρίτσαρντ έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει τα μαύρα νερά, με το ένα χέρι του να κρατάει ακόμα τον ανδρισμό του και το άλλο ένα κομμάτι από το φόρεμα της κοπέλας.

            Ο Ρίτσαρντ συνήλθε σχεδόν αμέσως από το σοκ. Δεν πήρε το βλέμμα του από τα νερά της λίμνης που είχαν πλέον ηρεμήσει σαν να μη συνέβη τίποτα. Έκατσε στην βάρκα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έγινε. Ένα δυνατό γυναικείο γέλιο ακούστηκε. Γύρισε τρομαγμένος και κοίταξε τριγύρω του προσπαθώντας να εντοπίσει την γυναίκα που γέλαγε μαζί του. Με τα χέρια του, μάζεψε και κούμπωσε το παντελόνι του όσο πιο γρήγορα μπορούσε και είπε δυνατά : «Ποιός είναι εκεί;» Το γέλιο συνεχίστηκε. «Φανερώσου!» φώναξε ο Ρίτσαρντ. Ένιωσε ένα άγγιγμα στο δεξί του χέρι. Γύρισε απότομα και είδε μια κοπέλα που βρισκόταν καθισμένη δίπλα του. Ήταν όμορφη. Ψηλή, με μακριά πόδια και πλούσιο μπούστο. Φορούσε ένα φόρεμα από αυτά που φορούσε αυτός στα κορίτσια του και τον χάιδευε χαμογελαστή και εύθυμη. Αποσβολωμένος, έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα να την κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Βρήκε τελικά το κουράγιο και  ψέλλισε «Ποια είσαι;»

            «Δεν με θυμάσαι;» ρώτησε. «Αισθάνομαι προσβεβλημένη!» είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια της και να φανεί σοβαρή. «Είμαι η Τζούντιθ, η πρώτη».

            «Πώς βρέθηκες εδώ;» είπε ο Ρίτσαρντ. Η Τζούντιθ ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

            «Πως βρέθηκα εδώ; ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! Είμαι πάντα εδώ! Εδώ μένω!»

            «Εδώ μένεις;» είπε ο Ρίτσαρντ κοιτώντας τριγύρω. «Και πώς βρέθηκες εδώ μέσα;». Η Τζούντιθ σταμάτησε να γελάει απότομα. Τον κοίταξε με ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη της.

            «Εσύ με έφερες εδώ Ρίτσαρντ» είπε με ήρεμη φωνή. Ο Ρίτσαρντ τότε την αναγνώρισε. Ήταν η πρώτη κοπέλα που τον είχε συνοδέψει ποτέ στη λίμνη, σχεδόν πέντε χρόνια πριν. Τραβήχτηκε πίσω τρομαγμένος μέχρι που βρήκε με τα χέρια του την άκρη της βάρκας.

            «Δεν - Δεν μπορεί! Εσύ είσαι - είσαι ... »

            «Νεκρή;» αποκρίθηκε χαμογελαστά η Τζούντιθ. «Εννοείται. Βιασμένη, δαρμένη, ταλαιπωρημένη; Σίγουρα. Όμως δεν σου κρατάω κακία.» είπε η Τζούντιθ και άνοιξε τα χέρια της δείχνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω της. «Όλες εδώ σε αγαπάμε Ρίτσαρντ!». Ο Ρίτσαρντ τότε κοίταξε γύρω από την βάρκα και είδε έντρομος να αναδύονται από το νερό πολλές ακόμα κοπέλες. Ήταν όλα του τα θύματα, ή καλύτερα οι ερωμένες του, τις οποίες ο Ρίτσαρντ είχε μεταφέρει, βιάσει και σκοτώσει. «Θυμάσαι πως μας έπιασες;» συνέχισε η Τζούντιθ. «Χρησιμοποιώντας την ίδια αδυναμία μας, την καλή μας καρδιά. Όλες εδώ μπήκαμε στο σοκάκι που βρισκόσουν για να δούμε αν είσαι καλά. Ακούσαμε το κλάμα σου και νομίσαμε πως είχες πρόβλημα». Η Τζούντιθ στηρίχθηκε στα χέρια της και πιάστηκε στις δύο άκρες της βάρκας. Με μια γρήγορη κίνηση έσπρωξε το σώμα της μπροστά και βρέθηκε στα τρία εκατοστά από το πρόσωπο του Ρίτσαρντ. «Εσύ όμως δεν είχες τίποτα, έτσι δεν είναι Ρίτσαρντ;» ο Ρίτσαρντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του ανήμπορος να μιλήσει. «Ήθελες μόνο να μας χτυπήσεις στο κεφάλι και να μας φέρεις εδώ για να μας πηδήξεις. Έτσι;» ο Ρίτσαρντ έγνεψε καταφατικά. «Αυτό φαντάστηκα και εγώ.» Είπε η Τζούντιθ και κάθισε πάλι στη θέση της. Γύρω από τη βάρκα στέκονταν τώρα διάφορες κοπέλες και κοίταζαν όλες σοβαρές τον Ρίτσαρντ. «Θα αναρωτιέσαι βέβαια τι κάνουμε όλες εδώ. “Γιατί τώρα” θα ρωτάς τον εαυτό σου». Ο Ρίτσαρντ δεν κουνήθηκε. «Βλέπεις, όταν με έπνιξες, η ψυχή μου θέλησε να φύγει από εδώ. Να πάει στον Παράδεισο ή κάπου αλλού τέλος πάντων. Όμως δεν μπορούσα να σε αφήσω έτσι. Το πνεύμα της Λίμνης με λυπήθηκε και μου προσέφερε άσυλο. Έτσι, έκανα μια συμφωνία μαζί της. Η συμφωνία ήταν απλή.  να μαζέψω αρκετές ψυχές για να μπορέσουμε να σε κρατήσουμε εδώ μαζί μας για πάντα. Βλέπεις, και αυτή ένιωθε μοναξιά. Έτσι, έκανα αυτή τη συμφωνία με κάθε γυναίκα που έβλεπα να φέρνεις εδώ, να βιάζεις και να σκοτώνεις» έδειξε με τα χέρια της τις κοπέλες που είχαν τώρα έρθει ασφυκτικά κοντά στη βάρκα που έμοιαζε να μην κινείται. «Τώρα, είμαστε είκοσι τρεις, αρκετές δηλαδή για να μπορέσουμε να τηρήσουμε τη συμφωνία μας. Είσαι έτοιμος;»

            «ΠΟΤΕ!» φώναξε ο Ρίτσαρντ που τόση ώρα παρακολουθούσε αποσβολωμένος, βγαίνοντας από το σοκ. Με μία απότομη κίνηση πήδηξε προς το νερό. Πίστευε πως το βάρος του θα του επέτρεπε να παραμερίσει τις λεπτεπίλεπτες κοπέλες και θα κολυμπούσε γρήγορα μέχρι την ακτή για να φύγει τρέχοντας από αυτό το αναθεματισμένο μέρος. Έκανε όμως λάθος. Οι κοπέλες, τον έπιασαν πριν ακουμπήσει στο νερό και με υπεράνθρωπη δύναμη τον σήκωσαν στον αέρα. Κρατώντας τον από τις μασχάλες, τον έστησαν δεκαπέντε εκατοστά πάνω από τη βάρκα μπροστά από την Τζούντιθ. Εκείνη σηκώθηκε ατάραχη και τον κοίταξε στα μάτια.

            «Το περίμενα πως κάτι τέτοιο θα πεις» του είπε. Ο Ρίτσαρντ, ανήμπορος να αντιδράσει, την κοιτούσε ανασαίνοντας γρήγορα. Με μιας, το πρόσωπό της έλιωσε γυμνώνοντας τα κόκαλά της από τη σάρκα της. Το ίδιο έγινε και με το υπόλοιπο σώμα της. Τα ρούχα της από περιποιημένα και βελούδινα πάλιωσαν, σκίστηκαν και έγιναν κουρέλια. Το ίδιο συνέβη και στις κοπέλες που βρίσκονταν γύρω του. Ο Ρίτσαρντ κοιτούσε γύρω του τις κοπέλες που μεταμορφώνονταν αφήνοντας μικρές κραυγές πανικού. Προσπαθούσε να ξεφύγει από τη λαβή των δύο γυναικών κουνώντας βίαια τα πόδια του αλλά μάταια. Σε μερικά δευτερόλεπτα η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε. Σταμάτησε και κοίταξε τον κουρελοφορεμένο σκελετό που βρισκόταν τώρα στη θέση της Τζούντιθ. «Καλωσόρισες σπίτι» του είπε με φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από το βάθος της λίμνης. Με μια απότομη κίνηση τον αγκάλιασε. Η λαβή των σκελετών που τον κρατούσαν χαλάρωσε. Ο Ρίτσαρντ με τον σκελετό της Τζούντιθ βρέθηκαν στο νερό. Ο Ρίτσαρντ προσπαθούσε να ουρλιάξει, αλλά το νερό που έμπαινε στο στόμα του τον εμπόδιζε. Οι άλλοι σκελετοί βρέθηκαν αμέσως επάνω τους, σαν αρπακτικά που βουτάνε για το γεύμα τους. Κάποιοι δάγκωναν το σώμα του Ρίτσαρντ και κρατούσαν τα κομμάτια που έκοβαν ψηλά. Θριαμβευτικά, σαν λάφυρο. Ο Ρίτσαρντ έπαψε να παλεύει. Βούλιαξε στο παντοτινό υγρό του σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα νερά ηρέμησαν σαν να μη συνέβη τίποτα. Η βάρκα μόνο απέμεινε να μαρτυρά πως κάποιος ήταν εκεί.

            Έπειτα από λίγα λεπτά, η βάρκα άρχισε να κινείται μόνη της. Τράβηξε προς την ακτή, λες και κάποιος την οδηγούσε. Όταν έφτασε εκεί, χώθηκε στην άμμο και σταμάτησε απότομα. Μερικές στιγμές αργότερα, σηκώθηκε από μέσα μια κοπέλα κρατώντας το κεφάλι της. Ανακάθισε και κοίταξε τριγύρω σαν χαμένη, προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται. Πριν καλά – καλά συνέλθει, άκουσε μια γυναικεία φωνή :

            «Σήκω Άναμπελ» της είπε. Γύρισε και είδε μία ψηλή γυναίκα με μακριά πόδια και πλούσιο μπούστο να στέκεται με ένα πλατύ χαμόγελο μπροστά στη βάρκα. Την κοίταξε λίγο με απορία.

            «Πώς ξέρεις το όνομά μου;»

            Η γυναίκα της άπλωσε το χέρι. «Έλα, έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου». Διστακτικά, η Άναμπελ έπιασε το χέρι της άγνωστης που την βοήθησε να σηκωθεί.

            «Ποια είσαι και πώς βρεθήκαμε εδώ;» είπε βγαίνοντας προσεκτικά από την βάρκα κρατώντας ακόμα το χέρι της άγνωστης. Έπειτα, κοίταξε εξεταστικά τα ρούχα της. Υψώνοντας τα χέρια ξαναρώτησε «Γιατί φοράω μαύρο φόρεμα;» γυρίζοντας προς την γυναίκα που ακόμα χαμογελούσε.

            «Δεν έχει σημασία» της απάντησε. «Αυτό που μετράει είναι πως είσαι καλά και έτοιμη να επιστρέψεις στη ζωή σου». Η Άναμπελ έγειρε το κεφάλι της με απορία. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί. «Μην το κουράζεις» της είπε η γυναίκα. «Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι πως τα κλειδιά αυτού του βαν (έδειξε με το χέρι της ένα βαν που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, το ίδιο που ο Ρίτσαρντ χρησιμοποίησε για να έρθουν μέχρι εδώ) είναι στο σκιάδιο. Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι;» Η Άναμπελ κοίταξε το έδαφος σε μία προσπάθεια να θυμηθεί.

            «Ήμουν στην πόλη και άκουσα κλάματα ενός άστεγου σε ένα σοκάκι. Δεν μπορούσα να τον αγνοήσω και έτσι μπήκα στο σοκάκι να τον βοηθήσω». Έκανε μια παύση. «Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο». Γύρισε προς τη γυναίκα και την κοίταξε στα μάτια. «Ο κακομοίρης! Είναι καλά;»

            «Μην στενοχωριέσαι γι αυτόν. Βρήκε πια την αγάπη που έλειπε από την ζωή του. Ποτέ ξανά δεν θα είναι μόνος του. Εσύ πρέπει να γυρίσεις στο σημείο που ήσουν τελευταία φορά. Μέσα στο σοκάκι θα βρεις τα ρούχα που φορούσες. Άσε το βαν εκεί με τα κλειδιά επάνω. Θα έρθει αργότερα κάποιος να το πάρει». Πέρασαν λίγες στιγμές κοιτώντας η μια την άλλη χωρίς να πουν λέξη. «Καλύτερα να πηγαίνεις» της είπε η γυναίκα. Η Άναμπελ έκανε προσεκτικά τα λιγοστά βήματα που την χώριζαν από το βαν. Άνοιξε την πόρτα του οδηγού. Δίστασε για λίγο. Γύρισε προς την γυναίκα που στέκονταν ακόμα στην άκρη της λίμνης. «Θα είσαι καλά εδώ; Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μου;»

            «Όχι, σε ευχαριστώ, αλλά μένω εδώ πιο κάτω. Θα είμαι μια χαρά» απάντησε η καλοσυνάτη γυναίκα. Η Άναμπελ γύρισε προς το βαν. Κατέβασε το σκιάδιο και έπεσαν τα κλειδιά όπως της είχε πει η γυναίκα. Το πρόσωπο της γυναίκας της έμοιαζε γνωστό. Της φάνηκε παράξενο, αλλά νόμιζε πως το είχε ξαναδεί κάτω από το νερό.

            «Αλήθεια, ποτέ δεν μου είπες το όνομά σου» είπε η Άναμπελ και γύρισε να μιλήσει στη γυναίκα. Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί. Μπροστά της βρίσκονταν μόνο η άδεια βάρκα και η λίμνη, με ήρεμα νερά που έμοιαζαν να γίνονται γαλανά στις πρώτες αχτίδες φωτός της καινούργιας μέρας. Η Άναμπελ μπήκε στο βαν απορημένη. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε. Στο δρόμο πολλά ερωτήματα γυρνούσαν στο μυαλό της. Ποια να ήταν αυτή η γυναίκα που την βοήθησε και πως βρέθηκαν εκεί εξαρχής; Γιατί φορούσε αυτό το μαύρο φόρεμα και καθόλου εσώρουχα; Αποφάσισε πως δεν θα έβρισκε ποτέ τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν η επιστροφή στον αρραβωνιαστικό της. Σίγουρα θα είχε τρελαθεί από την αγωνία του! Χαμογέλασε στη σκέψη καθώς η πόλη φαινότανε μπροστά της.

Edited by wonderergr
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..