Cassandra Gotha Posted August 1, 2013 Share Posted August 1, 2013 (edited) Η συμμετοχή μου στο In Media Res της Naroualis. http://community.sff.gr/topic/15175-in-media-res-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B4%CE%B9/ τίτλος: Το Μαύρο Πετράδι συγγραφέας: Άννα Μακρή αριθμός λέξεων: 4300 είδος: fantasy, sword and sorcery Ο Άρναχ περνούσε μία ωραία βραδιά. Είχε πολύ καιρό να πιει. Είχε πολύ καιρό να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από αλοιφές για αιμοροϊδες και σαπούνια για ψώρα. Ο συνομιλητής του, ένας πεταλωτής βαριά-βαριά εικοσιπέντε χρονών, τον κοιτούσε σαν μεγάλο διδάσκαλο, χωρίς να χάνει ούτε κουβέντα, και του γέμιζε τα ποτήρια με κρασί το ένα μετά το άλλο. Ήταν η τέταρτη κανάτα. Ίσως η πέμπτη, δεν ήταν σίγουρος. Κάθονταν στο πιο βολικό τραπέζι για μια σοβαρή συζήτηση, το πιο απόμερο και σκοτεινό. Μετά από τόση ανέχεια αυτό το βρώμικο καταγώγιο του φαινόταν αρχοντικό, και το ξίδι που έπινε σαν το καλύτερο κρασί. “Είναι στην ουσία κουτιά.” είπε στον έκθαμβο πεταλωτή, συνεχίζοντας τη συζήτηση για τους γυάλινους κύβους, συζήτηση που δεν θυμόταν πώς ξεκίνησε. “Κουτιά;” έκανε εκείνος δύσπιστα. “Ναι, κουτιά, μόνο που όταν είναι κλειστά δεν φαίνεται καμιά ραφή, κανένα άνοιγμα.” απάντησε με υπομονή ο αλχημιστής, που πραγματικά διασκέδαζε τη διάλεξη. “Και πώς είναι φτιαγμένα αυτά τα κουτιά;” “Με μαγεία.” “Και πώς ανοίγουν; Κάποια στιγμή πρέπει να ανοίγουν, σωστά; Αλλιώς δεν έχει νόημα.” “Σωστά.” απάντησε ο Άρναχ με πραγματική ευχαρίστηση. Τούτος εδώ ήταν πιο έξυπνος από τους κουρελήδες της συνοικίας. “Με μαγεία.” είπε ξανά, αισθάνοντας την υπεροχή σε αυτή τη φράση που πάντα αποστόμωνε τους λαϊκούς. Ο λαϊκός που είχε απέναντί του όμως δεν έδειχνε να αρκείται σε αοριστίες. “Ναι, αλλά πώς;” Η έκφρασή του έμοιαζε με μωρού που θέλει να δει τι υπάρχει πίσω απ' τον καθρέφτη. Ο Άρναχ δεν μπορούσε παρά να ικανοποιήσει το κοινό του. “Με μια λέξη, φυσικά. Όπως όλες οι μαγείες, έτσι κι εδώ, το κλειδί είναι μια λέξη. Ο κάθε κύβος έχει τη δική του. Δεν θα σε μπερδέψω με λεπτομέρειες, πώς γίνεται και είμαστε σίγουροι ότι ο κατασκευαστής που μας πούλησε τον κύβο δεν γνωρίζει αυτή τη λέξη, αλλά δεν την γνωρίζει. Μόνο ο κάτοχος την ξέρει. Αν κάποιος άλλος τη μάθει μπορεί να ανοίξει τον κύβο, τόσο απλά. Ο κάτοχος βάζει μέσα στο κουτί ό,τι θέλει να φυλάξει, μετά το κλείνει, και αυτό μεταμορφώνεται αμέσως σε έναν τέλειο, αψεγάδιαστο – συγνώμη, χωρίς σημάδια εννοώ – κύβο. Το μόνο μειονέκτημα, ας πούμε, είναι η περιορισμένη δυνατότητα χρήσης του. “Δηλαδή;” “Όταν ο κύβος ανοίξει δεν ξανακλείνει, αχρηστεύεται.” Ο πεταλωτής γέμισε πάλι τα ποτήρια τους, στραγγίζοντας την κανάτα. Έκανε νόημα για μία ακόμα. Ο Άρναχ είχε πάψει από ώρα α αντιστέκεται, όταν ο νεαρός του εξήγησε ότι περνούσε μία ερωτική απογοήτευση και ήθελε να ξεχαστεί. Του είχε μάλιστα διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία, που δεν τον ενδιέφερε καθόλου και την υπέμεινε μαρτυρικά. “Και δεν μπορεί να ανοίξει με κανέναν άλλο τρόπο, ε;” ρώτησε ο πεταλωτής με τον απλοϊκό τρόπο των φτωχών, που ο Άρναχ είχε αρχίσει να συνηθίζει. “Όχι, με κανέναν άλλο. Ούτε σπάει.” “Αλήθεια; Δεν σπάει με τίποτα; Με σφυρί ας πούμε;” “Αν πέταγες έναν τέτοιο γυάλινο κύβο από τον πιο ψηλό πύργο του κάστρου, θα έφτανε στο έδαφος ολόκληρος.” “Πω πω... τρομερή μαγεία.” μουρμούρισε ο συνομιλητής του με απλανές βλέμμα, πράγμα που έκανε τον Άρναχ να νιώσει σχεδόν μια ουρά παγωνιού να ξετυλίγεται στην πλάτη του. Ήταν στ' αλήθεια μια ωραία βραδιά. * Η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα, και ο Ρίζμπα τινάχτηκε όρθιος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακούσει τίποτα. Σήκωσε το χέρι του σε ετοιμότητα, όμως ήταν προειδοποιητική κίνηση. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν θα χρειαζόταν να σχηματίσει κάποιο επιθετικό ιδεόγραμμα στον αέρα, κατέβασε το χέρι, απόφαση που τον έκανε αδιαμφισβήτητα ισχυρό. Η αστάθεια ενός ζωντανού οργανισμού πάνω στο τεντωμένο σχοινί που χωρίζει τη ζωή απ' το θάνατο πάντα τον συγκινούσε. “Σε περίμενα.” είπε απλά στον επισκέπτη του. Ο επισκέπτης, κουκουλωμένος με ένα μαύρο μανδύα σχεδόν ως τους αστραγάλους, στάθηκε μπροστά του για λίγο και μετά έκλεισε την πόρτα χωρίς να γυρίσει πλάτη στον – όχι και τόσο - ξαφνιασμένο οικοδεσπότη. Κατέβασε τότε την κουκούλα και αποκαλύφθηκε ένα χλωμό, σκληρό και σφιγμένο, αλλά αναμφίβολα γυναικείο πρόσωπο. Τρόμαξε να τη γνωρίσει. Η κοπέλα που είχε δει τελευταία φορά πριν δώδεκα χρόνια ήταν ένα σβέλτο αγρίμι, λαμπερή και όμορφη σαν την πρωινή δροσιά. Η γυναίκα που τον κοιτούσε τώρα, ήταν στεγνή και κουρασμένη. Είχε μελανούς κύκλους κάτω από τα μάτια και γκρίζες τούφες στα άλλοτε σκούρα καστανά μαλλιά. Το μόνο πράγμα που έλαμπε ακόμα πάνω στο πρόσωπό της ήταν τα μάτια της. Δεν του μιλούσε. Κοντανάσαινε. Τράβηξε το μανδύα πίσω και έβαλε τα χέρια στη μέση, και ο Ρίζμπα είδε πόσο αδυνατισμένη ήταν, πετσί και κόκαλο. Τι της είχε συμβεί αυτά τα δώδεκα χρόνια; “Εσύ σκότωσες τον αλχημιστή.” της είπε, και δεν ήταν ερώτηση. Εκείνη δεν το αρνήθηκε, μόνο προχώρησε πιο μέσα στο δωμάτιο και τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει. “Το κατάλαβα.” συνέχισε ο μάγος. “Αναγνώρισα τη μέθοδο.” “Έχεις νερό εδώ;” τον ρώτησε κοιτάζοντας μια γύρα το δωμάτιο. “Όχι, μόνο κρασί. Για νερό να φωνάξω...” “Δεν θα έρθει κανείς.” τον διέκοψε με ένα βαριεστημένο νεύμα. “Τι τους-” “Μην τρελαίνεσαι, Ρίζμπα, δεν τους έκανα τίποτα. Μόνο ό,τι θα έκανα και παλιά: κοιμούνται, και θα κοιμούνται για πολλές ώρες, αυτό είναι όλο.” Ο μάγος πλησίασε στο τραπέζι και τράβηξε κι αυτός μια καρέκλα. Έπιασε την κανάτα με το κρασί και της γέμισε ένα ποτήρι. Εκείνη το πήρε και ρούφηξε μια γουλιά, μετά άλλη μια, μεγαλύτερη. Έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε με ανακούφιση. Την κοίταζε, περιμένοντάς την να αρχίσει. Είχε τις παλάμες του ενωμένες, τα δάχτυλα πλεγμένα πάνω στο τραπέζι, εκθέτοντας το μυαλό του στην καθησυχαστική επίδραση της αύρας του, που έρεε από παλάμη σε παλάμη σε όλο το σώμα. Ήταν μία τεχνική που του έμεινε από τα πολλά συνέδρια με τους άλλους μάγους της πόλης. Μια τόσο απλή κίνηση, που όμως τον είχε σώσει από πολλούς μπελάδες. Κυρίως όταν μιλούσε ο ιδεολογικός εχθρός του, ο Ντίσσα, που συνήθιζε να απαριθμεί τους θεούς πριν από κάθε κουβέντα και στο τέλος κάθε απόφασης, που πρόφερε την κάθε λέξη τόσο αργά, σαν να ήταν η τελευταία του, στέλνοντας τον Ρίζμπα να συναντήσει τα όριά του. Με αυτή την απλή κίνηση λοιπόν, ο μάγος προλάμβανε την τάση του να σκοτώσει κάποιον, διατηρώντας την ηρεμία του και φέρνοντας μάλιστα τους άλλους στη διάθεση να μιλήσουν πρώτοι, επηρρεασμένοι από την τόση υποχωρητικότητα του συναδέλφου τους. Αλλά η τεχνική των ενωμένων χεριών δεν απέδιδε πάντα. Τώρα, για παράδειγμα, ήταν πολύ ανυπόμονος για να περιμένει την επισκέπτρια να τα πει μόνη της. “Πρώτη φορά χρησιμοποίησες θανάσιμο δηλητήριο. Σφεντόνα με εύφλεκτη σφαίρα, ή φυσοκάλαμο; Από το παράθυρο, σίγουρα, κατάλαβα και πού στεκόσουν.” Έγειρε πίσω και έβγαλε αφηρημένα από την τσέπη του παντελονιού του ένα κορδόνι. “Βελάκι δεν βρήκα πάνω του,” συνέχισε, παίζοντας με το κορδόνι, “ούτε θραύσματα από φιαλίδιο στο δωμάτιο. Βρήκα όμως αποκαϊδια, που κανείς δεν τα πρόσεξε, και εδώ που τα λέμε, γιατί να τους ενδιαφέρει τι τον σκότωσε; Παλιός εχθρός ή κακή υγεία, το θέμα είναι ότι τον βρήκαν σχεδόν πράσινο, με τα χέρια στο λαιμό και τη γλώσσα έξω. Δούλευες με σφεντόνα θυμάμαι...” “Δεν άλλαξες καθόλου, μάγε. Αναλώνεσαι σε λεπτομέρειες ενώ ο κόσμος καίγεται.” “Δεν καίγεται ο κόσμος, κλέφτρα, μόνο εσύ.” Τον κοίταξε σαν να ήθελε να τον στραγγαλίσει με το κορδόνι του. Εκείνος ξερόβηξε, χαμογέλασε, αλλά το έβαλε διακριτικά πίσω στην τσέπη. Η κλέφτρα χαμήλωσε τα μάτια της και ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. Η σχέση τους δεν ήταν και πολλή καλή από τότε, αλλά ήταν πια οι μόνοι από τη συμμορία που ζούσαν. Δεν είχε άλλον, δεν είχε πού να στραφεί για βοήθεια. Το ήξεραν κι οι δύο αυτό. “Και καλά,” συνέχισε εκείνος, “είχες λόγο να σκοτώσεις τον Άρναχ, είχες ίσως πάνω από έναν λόγο, και εδώ που τα λέμε, ο αλχημιστής δεν έκανε εύκολα φίλους. Δεν ξέρω αν τα έμαθες, αλλά ξέπεσε τελείως τα τελευταία έξι χρόνια. Κατρακύλησε από τα σκαλιά του παλατιού στο πεζοδρόμιο και χρωστούσε τη ζωή του αποκλειστικά στους θεούς: ήταν η χρονιά του Οστάμπε τότε που λίγο έλειψε να αφήσει κουσούρι στο βασιλιά με το κατάπλασμά του, ο ηλίθιος.” “Δεν το ήξερα πριν έρθω στην πόλη και δεν με ενδιαφέρει.” είπε η κλέφτρα κοφτά. “Οι θεοί τού χάρισαν τη ζωή και οι θεοί τού την πήραν. Αν τη χρονιά του δασκάλου είναι κακό να σκοτώνουμε, η χρονιά του πολεμιστή είναι ό,τι πρέπει για αιματοχυσίες. Τέλος.” “Αλλά εσύ δεν λερώνεσαι ποτέ με αίμα.” Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι. Στο χέρι της έσφιγγε ακόμα το ποτήρι με το υπόλοιπο κρασί. Φαινόταν να το έχει ξεχάσει. “Είχες τους λόγους σου, τέλος πάντων,” συνέχισε πιο μαλακά ο Ρίζμπα, “και μην τα ρίχνεις στους θεούς. Ο Χρα-Πάες ασκεί επιρροή σε ήδη ξαναμμένα αίματα, και το δικό σου μαντεύω πως έβραζε. Αλλά δεν με ενδιαφέρει γιατί το έκανες. Με ενδιαφέρει μόνο γιατί δεν σκέφτηκες πριν το κάνεις.” “Σκέφτηκα. Το σκεφτόμουν δώδεκα χρόνια, στη εξορία, αιχμάλωτη των Νάγκας!” φώναξε τότε εκείνη, πετώντας το ποτήρι στον τοίχο. Ο ήχος δήλωσε την ευγενική καταγωγή του ποτηριού, που έγινε κομμάτια πάνω στην πέτρα, και ο μάγος μόρφασε με πόνο. Κρασί πετάχτηκε πάνω στο τραπέζι, λερώνοντας ένα σύγγραμμα που διάβαζε πριν μπουκάρει εκείνη στο υπόγειό του. Η φανερή άγνοια στο πρόσωπό της τον εξόργιζε πιο πολύ και από την ίδια τη ζημιά. Ένωσε πάλι τις παλάμες του πάνω στο τραπέζι και πήρε μια βαθιά αναπνοή. “Κασσάνδρα.” της είπε, χαμηλώνοντας τη φωνή του. “Δεν σκέφτηκες να έρθεις σε 'μένα για βοήθεια πριν. Ήρθες τώρα, αφού τέλειωσε και σε κυνηγάνε. Αν ερχόσουν... Μαζί θα τα καταφέρναμε καλύτερα.Θα έμοιαζε με κάτι άλλο, αρρώστεια, ατύχημα...” Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε σοβαρή. Πάλευε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της. “Δεν θα ερχόμουν καθόλου. Ούτε πριν ούτε μετά. Δεν θα σε έμπλεκα σε αυτό. Μπορεί να μην σε χώνεψα ποτέ μου αλλά επίσης δεν θέλησα το κακό σου.” “Γιατί ήρθες;” “Είπες ότι τέλειωσε. Ότι ήρθα αφού τέλειωσε. Κάνεις λάθος, δεν τέλειωσε. Σε χρειάζομαι.” Ο Ρίζμπα την κοίταξε ερωτηματικά. “Είχε κάτι πολύτιμο, κάτι που ήθελα, που θέλω. Αλλά δεν το βρήκα.” “Θες να πεις ότι ήταν μια απλή απόπειρα ληστείας; Και γιατί τον σκότωσες;” Ο Ρίζμπα την κοίταξε μ' εκείνο το ειρωνικό του χαμόγελο που πάντα την εκνεύριζε. “Έτσι κι αλλιώς δεν βρήκα αυτό που έψαχνα. Μάλιστα, βρήκα απόδειξη ότι έλειπε. Κλεμμένο ή πουλημένο, για 'μένα το΄ιδιο κάνει, δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Ο λόγος που τον σκότωσα όμως δεν έχει να κάνει με τη ληστεία. Είναι κάτι παραπάνω από προσωπικός.” Ο μάγος την περίμενε υπομονετικά. “Με σημάδεψε με ένα ραβδί, τότε.” Τότε έδειξε να καταλαβαίνει αμέσως. “Γι' αυτό έφυγες τόσο βιαστικά,” της είπε, “χωρίς να πεις κουβέντα ούτε πού πας ούτε πότε θα γυρίσεις, ούτε τι ήταν η δουλειά.” “Γι' αυτό. Είχα πολύ λίγο χρόνο να σώσω το τομάρι μου.” Το βλέμμα του μάγου άλλαξε σε απορία. “Και τότε... πώς...” “Πώς εμφανίζομαι μετά από δώδεκα χρόνια ζωντανή, ε;” “Ακριβώς.” Η κλέφτρα άνοιξε αργά τον μανδύα της, έλυσε τα λουριά του δερμάτινου γιλέκου της, ξεκούμπωσε την πουκαμίσσα της και την κράτησε ανοιχτή, δείχνοντάς του τον κοκκαλιάρικο θώρακά της. Ο Ρίζμπα έγειρε λίγο μπροστά για να δει καλύτερα. Έκανε μία δειλή κίνηση με το χέρι, αλλά μαζεύτηκε, κοιτάζοντάς την ερωτηματικά. “Δεν πονάει. Τουλάχιστον όχι αυτή τη στιγμή.” του είπε εκείνη. Την άγγιξε απαλά με τα ακροδάχτυλά του. Η γραφή πάνω της ήταν ανάγλυφη, σαν σημάδια εγκαύματος, όμως μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα ιδεογράμματα. Αναγνώριζε και τη γλώσσα, κι ας μην ήξερε να τη διαβάζει. “Νάγκας.” ψιθύρισε, μάλλον στον εαυτό του. “Ναι” του είπε σοβαρή. “Οι ερπετάνθρωποι με σημάδεψαν επίσης.” Ο Ρίζμπα την κοίταξε στα μάτια και εκείνη σκεπάστηκε. “Με σημάδεψαν και μου έσωσαν τη ζωή. Ζωή που αμέσως διεκδίκησαν. Δώδεκα χρόνια με κράτησαν, γιατί πίστευαν πως τους ήμουν χρήσιμη, πολύτιμη, και μου απαγορεύτηκε να φύγω.” Ο Ρίζμπα φάνηκε να μπερδεύεται με την ταχύτητά της. “Για σιγά, λίγο να καταλάβω: πώς σου έσωσαν τη ζωή;” Η Κασσάνδρα αναστέναξε αλλά του εξήγησε υπομονετικά. “Ο Άρναχ με σημάδεψε με το καταραμένο το ραβδί του, στο χέρι – να, εδώ.” είπε, δείχνοντάς του τον αριστερό της βραχίονα. Τίποτα δεν φανέρωνε κάποιο παλιό έγκαυμα ή άλλο τραύμα. “Μου εξήγησε, πολύ ευγενικά πρέπει να ομολογήσω, ότι αν δεν του έφερνα τον θησαυρό που μου ζήτησε δεν θα ξαναγυρνούσα ζωντανή από το δάσος των δράκων.” Ο Ρίζμπα έξησε το πηγούνι του, χαμηλώνοντας λίγο το κεφάλι. “Χμ, παλιά, κλασσική τεχνική των βασιλιάδων. Ακαταμάχητη, πραγματικά. Έμαθε πολλά πράγματα στην αυλή το κάθαρμα. Και υποθέτω, ο θησαυρός που γύρευε σ' αυτό το δάσος είχε να κάνει με δράκους, ε;” “Σωστά υποθέτεις. Ήξερε ότι θα του έλεγα να βάλει τα λεφτά στον κώλο του, να πάρει τους χάρτες του, τα μπουκαλάκια και τα ραβδάκια του και να κινήσει ο ίδιος για το σκατομέρος, κι έτσι με εξανάγκασε. Εξαιρετικός κύριος. Και λένε εμάς λωποδήτες.” Ο Ρίζμπα άφησε κατά μέρος το γεγονός ότι η Κασσάνδρα απέφευγε να του απαντήσει με σαφήνεια τι γύρευε ο αλχημιστής. “Τι κάνει αυτό;” της είπε, δείχνοντας με το κεφάλι τον γραμμένο θώρακά της. “Είναι μια προσευχή, όπως μου εξήγησαν στη φυλή. Με προστατεύει απ' τη μαγεία, όλων των ειδών. Δεν γουστάρουν καθόλου τη μαγεία οι Νάγκας.” “Μα κι αυτό...” “Μαγεία είναι, το ξέρω. Αλλά υποτίθεται πως είναι η μόνη αποδεκτή μορφή της, από αρχαιοτάτων χρόνων, έρχεται κατευθείαν από τους θεούς – τους δράκους δηλαδή – και μπλα μπλα μπλα... Δεν βγάζεις άκρη, είναι τρελοί.” Ο Ρίζμπα κούναγε το κεφάλι με κατανόηση. Στα μάτια του έλαμπε εκείνη η γνώριμη έξαψη, όταν κάτι τράβαγε το ενδιαφέρον του. “Κι έτσι,” της είπε, “προστατεύεσαι από τη μαγεία του ραβδιού.” “Ακριβώς.” “Και πού είναι το πρόβλημά σου;” “Το πρόβλημά μου βρίσκεται σ' αυτό ακριβώς: εξαρτιέμαι από τη μία σφραγίδα για να μην με σκοτώσει η άλλη. Και δεν είμαι σίγουρη ότι ο θάνατος του Άρναχ με απαλάσσει από τα μαγικά δεσμά που μου επέβαλε. Γι' αυτό χρειάζομαι αυτό που πήγα να του κλέψω. Γιατί η γραφή πάνω μου πονάει και πρέπει να την ξεφορτωθώ. Πονάει κάθε φορά που ένας από 'σας κάνει το παραμικρό ξόρκι και βρίσκομαι κοντά, και κάθε φορά που πλησιάζω πηγή ή κουφάλα δέντρου διπλώνομαι απ' τον πόνο. Και το γελοίο είναι ότι ποτέ δεν πίστευα στις νεράιδες. Πάντως, πρώτη φορά διαπιστώνω πόση μαγεία υπάρχει γύρω μας. Είναι παντού, δεν μπορώ να ησυχάσω.” Ο Ρίζμπα κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Έπειτα σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του σε ένα ράφι στον τοίχο. Πέταξε στο πάτωμα διάφορες περγαμηνές ώσπου βρήκε αυτήν που έψαχνε. Κάθισε πάλι και διάβασε δυνατά. “Οι μαγικές σφραγίδες όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των δεσμευτικών συμβολαίων μεταξύ μάγων και λαϊκών-” “Συμβολαίων.” “Μην διακόπτεις. Συμπεριλαμβανομένων.. ναι... μμμ, μμμ, μμμ, και απαιτούν τις αντίθετές τους για να λάβει τέλος η δράση τους. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για μία καλυπτική μαγεία και όχι εκκαθαριστική, αφού κάτω από την καινούργια σφραγίδα θα υπάρχει, έστω αόρατη, η παλιά. Η ισορροπία επέρχεται μέσω της μεγάλης αρχής του Όλου. Ο φέροντας θα είναι ικανός για μία φυσιολογική ζωή, εάν συμμορφωθεί με τις επιταγές της εκάστοτε θεραπείας...” “Νομίζω ότι φτάνει.” “Κατάλαβες;” Η Κασσάνδρα κούνησε το κεφάλι. “Όπως το φοβόμουν, λοιπόν. Έχεις λύση;” Ο Ρίζμπα αναστέναξε, άφησε πέρα την περγαμηνή και κοίταξε αυστηρά την κλέφτρα. “Γιατί σε έστειλε ο Άρναχ στο δάσος των δράκων δεν με νοιάζει, αν και τολμώ να μαντέψω.Τι έψαχνες όμως στο σπίτι του πρέπει να μου πεις,αλλιώς δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Στο κάτω-κάτω γι' αυτό δεν ήρθες; Για να σε βοηθήσω να το βρεις;” Εκείνη τέντωσε τα πόδια της αναπαυτικά κάτω από το τραπέζι. “Ναι, γι' αυτό ήρθα. Θα χρειαστούμε κι άλλο κρασί, μάγε.” είπε. * Στο σπίτι του αλχημιστή επικρατούσε χαμός. Γείτονες περνούσαν όλη μέρα από το σπίτι του για να μην αφήσουν τίποτα από την παλιά του ζωή να πάει χαμένο, τίποτα που να μην έχει ήδη πουληθεί, σωστά κοράκια. Τώρα, λίγο πριν το σούρουπο, τελευταίοι είχαν μείνει τρεις άντρες. Ο ένας ανακάλυψε ένα ζευγάρι φθαρμένες παντόφλες κάτω από το κρεβάτι. “Χα! Λίγο μπάλωμα και ορίστε: καινούργια παπούτσια!” αναφώνησε θριαμβευτικά. “Να σε δω πού θα βρεις το μπάλωμα, καημένε.” μουρμούρισε ο αδερφός του, που ψαχούλευε το αχυρένιο στρώμα. “Θα το κόψω απ' το σώβρακό σου, μαλάκα.” “Και ποιος σού 'πε ότι έχω;” “Ε, σταματήστε και κοιτάχτε 'δω!” Σταμάτησαν πράγματι, και κοίταξαν τον δεκατετράχρονο γιο του δεύτερου. Πλησίασαν, του έδωσαν μια καρπαζιά ο καθένας και περιεργάστηκαν το παράξενο αντικείμενο που κρατούσε. “Τι νά 'ναι άραγε;” είπε ο πατέρας. “Στοίχημα ότι είναι μαγικό!” είπε το παιδί. “Μαγικό; Μακριά από 'μας τότε.” “Στοίχημα ότι πιάνει καλά λεφτά. Να το πάρουμε!” “Τι να πιάσει μωρέ, τι μαγικό, τι βλακείες λέτε κι οι δύο;” διέκοψε ο ξιπόλυτος θείος και του το βούτηξε. “Για φέρ' το εδώ.” Το γύρισε καλά-καλά στα χέρια του. “Ορίστε, ένα κουτί που χάσκει άδειο είναι. ” “Ναι, ένα κουτί. Αλλά κοίτα, θείε, είναι γυάλινο.” “Ε, και; Σου λέω, μπιχλιμπίδι είναι. Άντε, πάμε να φύγουμε. Άχρηστος και στο θάνατο αυτός ο Άρναχ, που να τον τρώει το Ερπετό για χίλια χρόνια. Οι αιμοροϊδες μου το ξέρουν, άχρηστος. Άκου μαγικό.” Είχε λόγο να τον καταριέται μετά θάνατον, αφού οι αλοιφές του Άρναχ γενικά δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Τον έβρισε άλλη μια φορά και, κινώντας προς την πόρτα, πέταξε αδιάφορα τον γυάλινο κύβο πίσω από την πλάτη του. Βγήκαν και οι τρεις από το σπίτι. Το παιδί όμως, πριν κλείσουν την πόρτα, κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι μέσα. “Δεν έσπασε”, είπε. * Ο Ρίζμπα την είχε ακούσει με προσοχή. Όταν εκείνη τέλειωσε, της απάντησε στις ερωτήσεις της. Ναι, το Μαύρο Πετράδι είχε τεράστια δύναμη. Όχι, δεν ήταν σίγουρος με ποιον τρόπο ακριβώς θα μπορούσε να τη βοηθήσει, αλλά ήταν σίγουρος ότι μπορούσε. Ναι, το πετράδι χρειαζόταν κάτι ακόμα πιο ισχυρό για να δράσει, για να ξυπνήσουν οι δυνάμεις του. Όχι, δεν το ήξερε ότι ο Άρναχ είχε έναν από αυτούς τους ανεκτίμητους λίθους. Έπεφτε από τα σύννεφα που ο άχρηστος είχε έναν. Τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη. Του απάντησε πως ο αλχημιστής, πριν τη στείλει στο δάσος, της έδειξε τον θησαυρό του. Τότε δεν τον είχε κλείσει ακόμα στον κύβο που βρήκε την προηγούμενη νύχτα σπίτι του. Ο Ρίζμπα της εξήγησε ότι θα έπρεπε να ασκήσει μαγεία. Εκείνη ένευσε ότι καταλάβαινε. Του είπε ότι δεν είχε πού να πάει, μπορεί να έβρισκε μπελά αν τριγυρνούσε στην πόλη. Ξεκίνησε αμέσως. Έφτιαξε έναν κύκλο με κεριά, τα άναψε – με σπίρτα, να κάνει οικονομία στον πόνο που θα της προξενούσε, όπως είπε, και στάθηκε στο κέντρο του. Της ζήτησε να μην του μιλήσει, εκείνη τον έβρισε και διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχε ξεχάσει τα πάντα στα δώδεκα χρόνια που έλειπε, και τότε σκίρτησε. Ο μάγος είχε αρχίσει να ψάχνει. Κρατούσε τα χέρια στο ύψος των ώμων και πότε τα τέντωνε μπροστά, πότε τα λύγιζε προς τα πίσω σαν να τραβάει δίχτυα. Τότε ήταν που πόναγε πιο πολύ η Κασσάνδρα, η γραφή στο στήθος της την έκαιγε σαν εκατό κεντριά μέλισσας. Παρόλα αυτά, τον παρακολουθούσε για να δει τι έκανε, δεν του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Φαινόταν πάντως να ψάχνει, πράγματι, κάτι. Αυτό συνεχίστηκε για μία ώρα. Όταν και οι δύο εξαντλήθηκαν, ο Ρίζμπα σταμάτησε. Έσβησε τα κεριά με μια λέξη και σύρθηκε ως την πιο κοντινή καρέκλα. Η Κασσάνδρα ήταν πεσμένη η μισή πάνω στο τραπέζι. Δεν της μίλησε. Χρειαζόταν κι αυτός μια ανάπαυλα. Έκανε με τα χέρια του μαξιλάρι πάνω στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε αμέσως. Ξύπνησαν ταυτόχρονα. Εκείνη, αναμαλιασμένη από τον ύπνο, με κόκκινα μάτια, εκείνος χλωμός, με μαύρους κύκλους και μπαγιάτικη έκφραση, όπως κάθε άνθρωπος μετά από εξαντλητική πνευματική εργασία. “Το βρήκα.” της είπε βραχνά. * Το μέρος που του έδειξαν τα κεριά κάτω από την καθοδήγηση της Λάρα-Φε, ήταν μία σπηλιά έξω από την πόλη. Η Κασσάνδρα την ήξερε αυτή τη σπηλιά. Ο κάθε πιτσιρικάς και το κάθε παράνομο ζευγαράκι της Βουνγκιέ προφανώς την ήξερε αυτή τη σπηλιά. Παραήταν εύκολο. “Είσαι σίγουρος;” ρώτησε τον Ρίζμπα όταν έφτασαν. “Τι να σου πω, εδώ μου έδειξε η Μητέρα.” “Ποιος ηλίθιος θα σκεφτόταν να κρυφτεί εδώ;” Ο μάγος ανασήκωσε τους ώμους. Προχώρησαν στην είσοδο μαζί. Η Κασσάνδρα άναψε τον πυρσό που κουβαλούσε. Κοίταξε τον Ρίζμπα. Αναρωτήθηκεπότε είχε γίνει τόσο νευρικός τύπος. Είχε βγάλει πάλι το κορδόνι από την τσέπη και το έπαιζε στα δάχτυλά του. Κατέβαιναν, κι όσο κατέβαιναν ο αέρας γινόταν όλο και πιο βαρύς και κρύος, όμως εκείνη δεν την ένοιαζε. Είχε περάσει πολύ καιρό στις σπηλιές των Νάγκας, αισθανόταν άνετα πια κάτω από τη γη. Κάποια στιγμή ο Ρίζμπα σταμάτησε και της έκανε νόημα να σβήσει τον πυρσό. Πλησίαζαν. Εκείνη πέταξε τον πυρσό στο έδαφος και τον έσβησε με μία βαριά πέτρα. Τότε, στο απόλυτο σκοτάδι, στηρίζονταν πια στους ήχους, στην αφή και στην καθοδήγηση της θεάς που συνέχιζε να σπρώχνει τα βήματα του μάγου, όπως της είχε εξηγήσει πριν ξεκινήσουν. Αυτή την ώρα δεν έπρεπε να του μιλάει καθόλου, της είχε τονίσει, με άμεσο αποτέλεσμα να τον βρίσει πάλι, που δήλωνε το προφανές. Προχώρησαν βήμα-βήμα για πολλή ώρα. Η Κασσάνδρα ευχόταν να της μιλούσε τώρα ο δικός της θεός, ο Μεγάλος Κόκκινος. Αλλά ήταν πολύ μακριά από το δάσος του, από τη σπηλιά του. Της έλειπε. Της έλειπε η σοφία του, η μεγαλοψυχία του, τόσο σπάνια χαρακτηριστικά στο δικό της είδος, το ανθρώπινο. Κουβαλούσε βέβαια, πάντα κάτι δικό του στην καρδιά της, κι αυτό της έδινε δύναμη. Ξαφνικά ένιωσε τον Ρίζμπα να στέκεται. Αντανακλαστικά, έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά ήταν ήδη αργά. Χέρια τη γράπωναν από όλες τις πλευρές. Αντιστάθηκε, αλλά ήταν πολλοί. Ένιωσε ένα σχοινί στη μέση της που αμέσως έσφιξε έτσι ώστε να μην μπορεί να κάνει κίνηση χωρίς να της επιτραπεί. Το είχε ξαναζήσει αυτό. Το σχοινί στη μέση. Το σκοτάδι. Χέρια να την οδηγούν βαθιά μέσα στη γη, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό. Έφτασαν σε ένα μέρος όπου έκαιγε μία μεγάλη φωτιά. Το φως και η ζέστη ήταν ευπρόσδεκτα εκεί κάτω. Γύρω από τη φωτιά στέκονταν έξι άντρες και τρεις γυναίκες, όλοι τους μάγοι, όπως μάντευε. Ο Ρίζμπα προπορευόταν, ο δειλός, απέφευγε το βλέμμα της. Αυτοί που την κράταγαν, δύο από τους ώμους και άλλοι δύο από το σχοινί στη μέση, την οδήγησαν κοντά στη φωτιά. Ασφυκτιούσε από τα δεσμά της. Χρειαζόταν να σφίγγει τα δόντια για να μην φωνάζει από τον πόνο της μαγείας που πλανιόταν στον βαρύ αέρα της σπηλιάς. Την άφησαν μπροστά στη φωτιά, έβγαλαν και το σχοινί από τη μέση της. Ένας από τους συγκεντρωμένους μάγους της μίλησε. “Συγνώμη, Κασσάνδρα, για τη μεταχείριση. Αλλά έπρεπε να σε πείσουμε να έρθεις.” “Υπανάπτυκτη πειθώ έχετε.” “Μπορεί.” χασκογέλασε εκείνος. “Δεν έχει νόημα να ρωτήσω τα ονόματά σας, και πραγματικά δεν με νοιάζει. Σημασία έχει ότι ξέρω ποιος σας είπε το δικό μου.” είπε, κοιτάζοντας τον Ρίζμπα σαν αγριόγατα που είναι έτοιμη να επιτεθεί. Εκείνος, προς τιμήν του, δεν απέφυγε το βλέμμα της. Της το ανταπέδωσε σταθερά, αν και λίγο απολογητικά. “Σημασία έχει ότι μπορούμε να σε βοηθήσουμε να ξεφορτωθείς αυτό που κουβαλάς στο στήθος σου, αρκεί να μας δώσεις τον θησαυρό που έφερες μαζί σου από το δάσος.” Η Κασσάνδρα τότε χαμογέλασε. “Γιατί χαμογελάς, κλέφτρα;” τη ρώτησε μία από τις μάγισσες. Διέκρινε φόβο στη φωνή της. Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. “Επιτέλους, βρέθηκε κάποιος που δεν τον πιάνει η μαγεία σας. Έχετε χεστεί πάνω σας, έτσι;” “Πώς δεν σε πιάνει. Αν συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας...” “Θα με πονέσετε. Θα με πονέσετε πολύ. Τίποτα περισσότερο. Αλλά αντέχω στον πόνο. Δοκιμάστε. Εμπρός, δοκιμάστε.” “Μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλεις να το βγάλεις από πάνω σου.” πήρε την πιο πειστική φωνή του ο Ρίζμπα. “Ούτε λέξη, μάγε, ούτε λέξη.” του έτριξε τα δόντια εκείνη. Τότε ήρθε το πρώτο κύμα πόνου. Την τάραξε για λίγο, αλλά πήρε κουράγιο και το καταπολέμησε. Οι μάγοι είχαν όλοι σηκωμένα τα χέρια σε επικλήσεις, πράγμα που τώρα της φαινόταν τόσο αστείο, τόσο προσποιητό. “Χτυπάτε, να δω τι μάγκες είστε. Χτυπάτε.” Το δεύτερο κύμα τη λύγισε. Έπεσε στα γόνατα. “Μπορείς να γλιτώσεις από το μαρτύριο με μια σου λέξη.” της φώναξε ο Ρίζμπα. “Ναι,” είπε εκείνη στην ανάπαυλα που της χάρισαν για να το σκεφτεί, “οι λέξεις έχουν δύναμη, έτσι μάγε; Πρέπει να ήταν πολύ εύκολο να πείσεις έναν ξεπεσμένο μεθύστακα να σου πει τη δική του.” Αυτή τη φορά την χτύπησε ο ίδιος, χωρίς να περιμένει τους άλλους. Ήταν έξαλλος, γιατί πιο πολύ τη γαργάλισε παρά την πόνεσε. “Χάνεις την τεχνική σου όταν τσαντίζεσαι.” “Δώσε μου τον θησαυρό των Νάγκας!” ούρλιαξε ο Ρίζμπα και ετοίμασε κι άλλο ξόρκι. Έμεινε όμως με το χέρι απλωμένο. Οι άλλοι δεν πρόλαβαν να κουνηθούν. Κανείς δεν πρόλαβε. Η κλέφτρα ήταν πολύ γρήγορη, πολύ ικανή. Πέταξε το νύχι του Μεγάλου Κόκκινου δράκου μέσα στις φλόγες. Ένας από τους μάγους όρμησε να το πιάσει, αλλά ο διπλανός του τον συγκράτησε, γιατί η φωτιά φούντωσε απότομα, έφτασε ως την οροφή της σπηλιάς. Η Κασσάνδρα κάτι ψυθίρισε και ξεγύμνωσε το στήθος της. “Ο θησαυρός, όπως τον αποκαλείτε, δεν είναι των Νάγκας, δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο. Και η μαγεία που κουβαλάω πάνω μου και που τόσο λαχταράτε, δεν είναι δική σας και δεν θα την ακουμπήσετε με τα βρωμόχερά σας.” “Πώς ήξερες;” ψέλλισε ο Ρίζμπα πριν πεθάνει. “Πώς ήξερες ότι ήταν παγίδα;” “Α, δεν το ανάφερα, ε;” είπε η κλέφτρα ενώ έσκυβε από πάνω του. “Κι εσύ δεν ρώτησες όμως.” Την κοίταξε ερωτηματικά ενώ εκείνη άνοιγε τον γιακά του. “Όπως ήξερα ότι έχεις το πετράδι και ότι χρειάζεσαι ύλη δράκου για να το ενεργοποιήσεις. Είμαι μάντισσα, παλιόφιλε.” είπε, και του πέρασε την αλυσίδα πάνω από το κεφάλι. Ο μάγος άφησε έναν ρόγχο. “Τι- Τι είπες... πριν. Όταν το έκανες.” “Ευχαριστώ. Είπα ευχαριστώ.” “Μα οι δράκοι... είναι νεκροί.” “Αντίο, Ρίζμπα.” Η κλέφτρα φόρεσε την αλυσίδα με το Μαύρο Πετράδι στο λαιμό της και κίνησε να φύγει από τη σπηλιά. Είχε σκοτώσει δέκα ανθρώπους σε αυτή την πόλη, και το πιο προφανές μέρος για να κρυφτεί κανείς ήταν πια επικίνδυνο. Το Μαύρο Πετράδι.doc Edited August 1, 2013 by Cassandra Gotha 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted August 21, 2013 Share Posted August 21, 2013 Είναι και γαμώ. Η κλέφτρα σου είναι μορφή και ολοζώντανη, όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Με κράτησε το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, όπου, δυστυχώς, Έχουμε πρόβλημα. Όλη η λύση βασίζεται στο το ότι η Κασσάντρα είναι μάντισσα . Ε, αυτό είναι λίγο κλέψιμο. Από πού προέκυψε; Νομίζω ότι έπρεπε να μας έχεις προετοιμάσει για κάτι τέτοιο, με κάποιον τρόπο. Κάτι άλλα ψιλά, όπως πχ αυτή η επανάληψη του ''τότε'' εδώ: “Με σημάδεψε με ένα ραβδί, τότε.” Τότε έδειξε να καταλαβαίνει αμέσως. και ένα περιττό ''της εδώ: όταν εκείνη τέλειωσε, της απάντησε στις ερωτήσεις της. υπάρχουν αλλά διορθώνονται με ένα περασματάκι. Κάνε κάτι με το τέλος. Οπωσδήποτε. Όλα τα υπόλοιπα, χαρακτήρες, θεολογία, σύστημα μαγείας, εξέλιξη, είναι τόσο λατρέψιμα που είναι κρίμα κι άδικο και αμαρτία να χαλιούνται στην τελευταία παράγραφο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted August 22, 2013 Share Posted August 22, 2013 Το μόνο αρνητικό που βρήκα στην ιστορία είναι αυτό που επισήμανε και η KELAINO από πάνω. Ήταν ένας πολύ εύκολος τρόπος για να δοθεί η λύση, χωρίς να μας έχει προετοιμάσει με κάποιο τρόπο. Κι αυτό κάπως χαλάει το διήγημα, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή πατά πολύ γερά στα πόδια του. Νομίζω ότι μπορείς να βρεις τον τρόπο να αποφύγεις αυτήν την ευκολία, ώστε να γίνει η ιστορία συνεπής στα όλα της. Υπάρχουν και τα μικρά λαθάκια, που διορθώνονται εύκολα με ένα ξαναπέρασμα. Κατά τα άλλα, το διήγημα ήταν πολύ ζωντανό, με αληθινούς χαρακτήρες και ενδιαφέρουσα κοσμοπλασία. Είχε μυστήριο και ανατροπές, και γενικά η υπόθεσή του ήταν πολύ σωστά δοσμένη, ώστε να σε κρατάει απ' την αρχή ως το τέλος. Καλή συνέχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 23, 2013 Author Share Posted August 23, 2013 Δεν είναι κανένας μεγάλος διαγωνισμός, τέλος πάντων, για να κρατάμε απόλυτα τους τύπους... θα σκάσω αν δεν το πω: ειρωνικά το λέει! Δεν χρειάζεται να είναι μάντισσα για να το ξέρει, ε; Τον παλιόφιλο τον κλέφτη μάγο; Γι' αυτό πήγε να τον βρει κιόλας. (Το ότι είναι πράγματι μάντισσα είναι bonus, άμα έχεις διαβάσει τα προηγούμενα). Πάντως, κάτι λείπει εκεί, ναι, και πρέπει να το φτιάξω. Στην αρχή σκέφτηκα ότι δεν τον σκότωσε τον αλχημιστή η κλέφτρα, τον βρήκε μόλις σκοτωμένο, αλλά δεν πρόλαβα να τα βάλω κάτω και το άφησα έτσι. Θα δω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted August 24, 2013 Share Posted August 24, 2013 Τώρα που το λες είναι προφανές Αλλά κάτι λείπει εκεί, ναι, και πρέπει να το φτιάξω. αλλιώς θα ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα. Δυστυχώς δεν μπορώ να δω τι θα μπορούσε να είναι αυτό.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted August 24, 2013 Share Posted August 24, 2013 Ωραία ιστορία. Μου άρεσε και η ατμόσφαιρα και η κοσμοπλασία της. Κλέβω και λιγάκι επειδή διάβασα και τα σχόλια, αλλά στιγμή δεν σκέφτηκα ότι η κλέφτρα ήταν μάγισσα στ' αλήθεια. Υπέθεσα ότι είχε αρκετή πείρα για να μυρίζεται τις παγίδες κι ότι αυτό έφτανε. Στα επιμέρους τώρα: Μου άρεσε ιδιαίτερα το πρώτο κομμάτι με τον μάγο στο καπηλειό. Ειδικά εκείνη η πρόταση “Πω πω... τρομερή μαγεία.” μουρμούρισε ο συνομιλητής του με απλανές βλέμμα, πράγμα που έκανε τον Άρναχ να νιώσει σχεδόν μια ουρά παγωνιού να ξετυλίγεται στην πλάτη του. Επίσης μου άρεσε πολύ η σκηνή με τους τρεις που ψάχνουν στο σπίτι του και βρίζουν και το παιδί με τον κύβο. Θα ήθελα λίγο πιο αναλυτική ίσως τη σκηνή που ψάχνει ο μάγος για κάτι πάνω της. Ίσως έτσι θα με είχε προϊδεάσει καλύτερα για την παγίδα που της έστηνε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted August 26, 2013 Share Posted August 26, 2013 Πολύ ωραίο, ζωντανοί και παραστατικοί χαρακτήρες και κοσμοπλασία με γοητευτικές λεπτομέρειες. Προτείνω ένα πέρασμα για να αντικαταστήσεις μερικές εκφράσεις που ακούγονται πολύ σημερινές, πχ "ενώ ο κόσμος καίγεται", "μην τρελαίνεσαι", "να συναντήσει τα όριά του" και κάποια λαθάκια όπως "πολλή καλή" (το σωστό είναι "πολύ καλή", σε αντίθεση με το "λιγότερο καλή", και όχι όπως πχ το "πολλή/λίγη δουλειά") και το "μια τεχνική που του έμεινε" αντί "που του είχε μείνει". Κατά τα άλλα συμφωνώ με τους αποπάνω ότι η λύση έρχεται πολύ εύκολα, σαν να καταφεύγεις στη μαγεία υπερβολικά συχνά εκεί που δε βρίσκεις άλλο τρόπο να ξεφύγει η Κασσάνδρα από την παγίδα. Επίσης μερικές φράσεις πολύ ωραίες: αυτό με την ουρά παγωνιού και η περιγραφή της Κασσάνδρας πριν 12 χρόνια ως "ένα σβέλτο αγρίμι, λαμπερή και όμορφη σαν την πρωινή δροσιά". Όχι και εντελώς πρωτότυπο, αλλά πολύ ζωντανό και αναγνωρίσιμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 26, 2013 Author Share Posted August 26, 2013 (edited) Μια παρατήρηση που έχω να κάνω και για τα τρία είναι ότι δεν ήταν και τόσο προφανές ότι η αφήγηση ξεκινάει από τη μέση της ιστορίας. Στο "Μαύρο Πετράδι", πχ, βλέπουμε το μάγο να μιλάει με τον πεταλωτή και ύστερα μαθαίνουμε ότι δολοφονήθηκε. Πώς είναι αυτό in media res; Ώπα... Σημαντικό! Το μεταφέρω εδώ για να ρωτήσω (εσένα, ή όποιον θέλει να απαντήσει) : αν αυτή τη σφήνα (σκηνή στην ταβέρνα) την έβαζα σε άλλο σημείο, ώστε να είναι σφήνα σωστή, θα άλλαζε κάτι; Από περιέργεια, στα πλαίσια του διαγωνισμού. Απέτυχα σε αυτό που με ενθουσίασε όταν μας έκανε τα αποκαλυπτήρια η Naroualis; Edited August 26, 2013 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted August 26, 2013 Share Posted August 26, 2013 Χμμμ, μάλλον θα μπέρδευε αν το έβαζες αλλού. Εμένα δε με πειράζει να το αφήσεις εκεί που είναι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted August 27, 2013 Share Posted August 27, 2013 Ωραία ιστορία, καλός λόγος. Υπάρχουν λαθάκια, αλλά έπαιξε ρόλο αν τελικά θα γίνει ή όχι το παιχνίδι και ήταν γρήγορο το ανέβασμα, οπότε δικαιολογούνται. Δεν θα συμφωνήσω με εκφράσεις του τύπου "μαλάκα", "μάγκες", κλπ. Θεωρώ πως δεν ταιριάζουν ούτε στην εποχή, ούτε στο ύφος του διηγήματος. Επίσης, πιστεύω πως θα ήταν πιο δυνατό εάν το πρώτο κομμάτι του διηγήματος έμπαινε κάπου αλλού και ξεκινούσες άμεσα με την κλέφτρα και τον μάγο. Καλή επιτυχία!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Myyst Posted August 30, 2013 Share Posted August 30, 2013 Πολύ όμορφο κλασικό fantasy με πολύ δυνατή γραφή. Νομίζω ότι το δυνατό σημείο "του Μαύρου Πετραδιού" είναι η ιδιαίτερα ζωντανή αφήγηση. Μου δημιουργήθηκαν κάποιες απορίες, όμως καθώς το διήγημα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιστοριών (ή τουλάχιστον θα μπορούσε να εντάσσεται), μπορείς να αφήνεις όσες απορίες θες στους αναγνώστες. Το τέλος μ' άρεσε όπως είναι γραμμένο. Ακόμη και να μην κατανοηθεί η ειρωνία στην πρώτη επαφή με το διήγημα, θα φανεί καθαρά από τις υπόλοιπες ιστορίες του κύκλου. (Για πες, που είναι οι υπόλοιπες ιστορίες;) Υ.Γ.: Εντός της ιδιαιτερότητας του διαγωνισμού κατά την γνώμη μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted August 30, 2013 Share Posted August 30, 2013 Δεν θα συμφωνήσω με εκφράσεις του τύπου "μαλάκα", "μάγκες", κλπ. Θεωρώ πως δεν ταιριάζουν ούτε στην εποχή, ούτε στο ύφος του διηγήματος. Καλά, αν ταιριάζουν ή όχι στο ύφος του διηγήματος μπορεί να αποτελέσει θέμα συζήτησης. Αλλά αυτό με την εποχή, δεν το καταλαβαίνω. Για ποιά εποχή μιλάμε, ακριβώς; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted August 30, 2013 Author Share Posted August 30, 2013 (edited) Ευχαριστώ για τα σχόλια. Θα το δουλέψω καλά αυτό το κείμενο, άρα ό,τι μπορεί να σκεφτήκατε κατά την ανάγνωση και μου το πείτε, είναι μεγάλη βοήθεια. Myyst, έχω ανεβάσει κάποιες, αλλά είναι σε πολύ-πολύ αρχικό στάδιο. Μετά τις άλλαξα αρκετά (κατάργησα και μία, λέγεται "ο φόνος", γιατί δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, μην τη διαβάσεις αυτήν ). Αν θες όμως, διάβασε την Κλέφτρα, http://community.sff.gr/topic/8267-%CE%B7-%CE%BA%CE%BB%CE%AD%CF%86%CF%84%CF%81%CE%B1/?hl=%CE%BA%CE%BB%CE%AD%CF%86%CF%84%CF%81%CE%B1 το πρώτο διήγημα που ολοκλήρωσα ποτέ. Κι ας έχουν αλλάξει κάποια πράγματα από τότε, τα βασικά μένουν. Γενικά η ιστορία αυτής της κοπέλας και του κόσμου της είναι κάτι ρευστό ακόμα, δεν έχω κατασταλλάξει. Για παράδειγμα, παλιά έλεγα πως κανείς δεν ξέρει ότι όλοι οι δράκοι είναι νεκροί πια, και πως η Κασσάνδτρα το ανακαλύπτει όταν πηγαίνει στο δάσος των Νάγκας, αλλά τώρα κατάλαβα πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο: αν υπάρχει κάπου δράκος, μάλλον θα το ξέρουν οι άνθρωποι. Έχει πολλά λάθη, αλλά για ένα αυτοσφαλιαρίστηκα: αριθμητική δεν ξέρω; Αν τους μετρήσω, σκότωσε δεκαπέντε ανθρώπους στην πόλη, αλλά τέλος πάντων... Το προσπερνάμε, όπως προσπεράσαμε ελαφροπατώντας τα σπίρτα του Ρίζμπα... Edited August 30, 2013 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
niceguy0973 Posted August 30, 2013 Share Posted August 30, 2013 Καταρχάς - για να μην παρεξηγηθώ - ό,τι γράφω είναι προσωπική άποψη! Όταν λέω εποχή, εννοώ πως δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο σαν αυτόν που διάβασα στο συγκεκριμένο διήγημα εν έτη 2013 ή 2873... Πάντα ο κόσμος της μαγείας μου ταιριάζει σε παλιότερες εποχές. Οπότε δεν μπορώ να φανταστώ έναν μάγο-κλέφτη-χωριάτη ή οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί εκφράσεις του είδους. Προσωπικά με κλωτσάει από το ύφος και την ατμόσφαιρα του κόσμου... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
xrusaki Posted August 30, 2013 Share Posted August 30, 2013 Eμενα δεν με ενοχλησε αν ειναι μαντισσα η οχι. Γιατι αν η τυπισσα το κρατησε τοσο καιρο μυστικο για να μπορει να πρπστατευει τον εαυτο της ειναι ωραια ανατροπη. Αρα δεν θα με χαλουσε καθολου να τους δουλευε τσο καιρο ολους και να ειχε ασο κρυμμενο στο τσεπακι της..η ιστορια ηταν ωραια, καλοδιατυπωμενη , δουλεμενη , καποια λαθακια υπαρχουν , προσωπικα μου αρεσε η ζωντανη ομιλια. Νομιζω οτι σε ολες τις εποχες οι ανθρωποι θα εξεφραζαν τον εκνευρισμο τους με τον ιδιο τροπο..μου αρεσαν οι χαρακτηρες σου, πολυ καλα αναπτυγμενοι ολοι..γενικα μια ωραια δουλεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
KELAINO Posted August 30, 2013 Share Posted August 30, 2013 (edited) Καταρχάς - για να μην παρεξηγηθώ - ό,τι γράφω είναι προσωπική άποψη! Όταν λέω εποχή, εννοώ πως δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο σαν αυτόν που διάβασα στο συγκεκριμένο διήγημα εν έτη 2013 ή 2873... Πάντα ο κόσμος της μαγείας μου ταιριάζει σε παλιότερες εποχές. Οπότε δεν μπορώ να φανταστώ έναν μάγο-κλέφτη-χωριάτη ή οποιονδήποτε να χρησιμοποιεί εκφράσεις του είδους. Προσωπικά με κλωτσάει από το ύφος και την ατμόσφαιρα του κόσμου... (Συγνώμη που το συνεχίζω) Είναι ότι οι άνθρωποι, σε όλες τις εποχές και όλους τους τόπους, είναι σαν εμάς. Κάποιοι μιλάνε πιο χύμα, κάποιοι πιο εξεζητημένα. Γενικά δηλαδή μιλάνε σαν άνθρωποι, όχι σαν ήρωες του Γουόλτερ Σκοττ. Είναι αφύσικο ο αχθοφόρος στο λιμάνι, ο βαρώνος και η χωριάτισσα να εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο. (Ή, ο ίδιος άνθρωπος να εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις συναισθηματικές καταστάσεις και με όλους τους συνομιλητές) Ακόμα και ο Τόλκιν, έβαζε τα χόμπιτ να μιλάνε μεταξύ τους στην ίδια καθομιλουμένη που χρησιμοποιούσε κι ο ίδιος στα νιάτα του. Δεν προσπαθώ να σε πείσω να σε αρέσει, αλίμονο, είναι και θέμα γούστου. Απλά, να, χαίρομαι τόσο πολύ όταν η όμορφη καθομιλουμένη μας χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία, αυτό ΥΓ. Φυσικά και είχε σπίρτα ο μάγος. Μάγος είναι, γνωρίζει τις ιδιότητες του φωσφόρου, ορίστε. Edited August 30, 2013 by KELAINO 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 31, 2013 Share Posted August 31, 2013 Γενικά: Είχα εξαρχής υπόψην μου ότι το κείμενο δεν ήταν ολοκληρωμένο, αλλά αυτό δε μου στέρησε μεγάλο μέρος του τελικά. Όπως τείνει να γίνει η φράση φετίχ εδώ μέσα, πότε θα διαβάσουμε κάτι ακόμη από την κλέφτρα σου; Μου άρεσε: Η οικειότητα που βγάζεις με την καθημερινότητα των ηρώων σου, η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζεις την ίδια σου την ηρωίδα. Η επιλογή των λέξεων είναι στεγνή, αλλά δε με πειράζει, κάποιες φορές το εντελώς στεγνό είναι βαθιά τρυφερό. Δε μου άρεσε: Όπως είπαν κι οι προλαλήσαντες, εκείνη η ρημάδα η πρώτη σκηνή καταργεί το in media res. Ψήσου να την κόψεις εντελώς και να βάλεις στη θέση της τη σκηνή με τους πλιατσικολόγους. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να στριμώξεις την εξήγηση του πώς δουλεύει το κουτί καταμεσής της σκηνής δράσης, αλλά νομίζω ότι και χωρίς το in media res θα αξίζει τον κόπο. Σε δεύτερη φάση λείπουν ολόκληρες σκηνές από τη τελική σκηνή. Ή τουλάχιστον αυτό μου έμεινε εμένα. Χρειάζομαι αρκετά πράγματα ακόμη για να κορυφώσω –κι εγώ μαζί με το κείμενο, χεχε. Και φυσικά το θέμα της μάντισσας είναι όντως κάπως οφφ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Airbourne Posted August 31, 2013 Share Posted August 31, 2013 Το κείμενο είναι πολύ ευκολοδιάβαστο, ίσως παίζει ρόλο ότι λίγο πριν διάβαζα Thomas Pynchon...χεχε,, Η αλήθεια είναι πως μου αρέσουν τέτοιου είδους κείμενα, με μάγους και μπόλικη φαντασία. Ως προς την ιστορία θα ήθελα να τονίσω το γεγονός πως η εισαγωγή λειτουργεί μεν θετικά αλλά λείπει το ζητούμενο που κυνηγούσατε, φυσικά αυτό το έχουν περιγράψει και καλύτερα τα υπόλοιπα παιδιά. Ομολογώ ότι σε εμένα η εισαγωγή μου κίνησε την περιέργεια για να ολοκληρώσω την ιστορία. Οι διάλογοι είναι πολύ ζωντανοί και ρέουν απρόσκοπτα. Μου άρεσε επίσης και το γεγονός ότι έχουμε ηρωίδα και όχι κάποιο (μπρατσόνι..) ήρωα, να κάνει παπάδες και τους κακούς μπλέ μαρέ... Καλή κοσμοπλασία και νομίζω ότι κάθε φάν του είδους μπορεί να την διαβάσει με ευχαρίστηση... Τώρα να πώ ότι με παραξένεψαν κάποιες εχμ..λέξεις, πχ. το Μαλάκας, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να σταθεί σαν λέξη σε ένα τέτοιο περιβάλλον, να με συγχωρέσετε δεν έχω διαβάσει και τόνους ηρωικών διηγημάτων και δεν ξέρω αν έχει λογική η ύπαρξη της λέξης σε αυτό το είδος. Κατά τα άλλα σίγουρα το ευχαριστήθηκα και πέρασα ευχάριστα τον χρόνο μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 23, 2014 Author Share Posted September 23, 2014 Διορθωμένη εκδοχή. Άλλαξα διάφορα πράγματα, αλλά όχι τίποτα δραστικό. Έκανα και την αλλαγή που μου προτείνατε, έβαλα την παράγραφο με τον αλχημιστή στην ταβέρνα πιο κάτω στο κείμενο, και ξεκίνησα κατευθείαν με την Κασσάνδρα και τον Ρίζμπα. Πήρε και κάτι λέξεις παραπάνω, τώρα είναι στις 5.665. Το Μαύρο Πετράδι.doc Το Μαύρο Πετράδι Η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα, και ο Ρίζμπα τινάχτηκε όρθιος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακούσει τίποτα. Σήκωσε το χέρι του σε ετοιμότητα, αλλά ήταν προειδοποιητική κίνηση. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν θα χρειαζόταν να σχηματίσει κάποιο επιθετικό ιδεόγραμμα στον αέρα, κατέβασε το χέρι, κάτι που τον έκανε αδιαμφισβήτητα ισχυρό. Πάντα τον συγκινούσε η αστάθεια ενός οργανισμού πάνω στο τεντωμένο σχοινί που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο. “Σε περίμενα”, είπε, αφού κάθισε ξανά στην καρέκλα του. Δεν είχε λόγο να στέκεται. Ο επισκέπτης, κουκουλωμένος μ' έναν μαύρο μανδύα σχεδόν ως τους αστραγάλους, στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στον όχι και τόσο ξαφνιασμένο οικοδεσπότη, και μετά έκλεισε την πόρτα χωρίς να του γυρίσει την πλάτη. Κατέβασε την κουκούλα και αποκάλυψε ένα χλωμό, σκληρό και σφιγμένο, αλλά αναμφίβολα γυναικείο πρόσωπο. Ο Ρίζμπα τρόμαξε να γνωρίσει την κοπέλα που είχε δει τελευταία φορά πριν δώδεκα χρόνια. Η γυναίκα που τον κοιτούσε τώρα έμοιαζε με σκιά της αλλοτινής κλέφτρας. Εκείνη δεν μίλησε. Κοντανάσαινε ακόμα. Τράβηξε το μανδύα πίσω και έβαλε τα χέρια στη μέση ξεφυσώντας, και ο Ρίζμπα είδε πόσο αδυνατισμένη ήταν, πετσί και κόκαλο. “Εσύ σκότωσες τον αλχημιστή”, της είπε, και δεν ήταν ερώτηση. Η κλέφτρα δεν το αρνήθηκε, μόνο πλησίασε στο τραπέζι που ήταν στο βάθος του δωματίου, κολλημένο στον τοίχο, και τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει κι αυτή, δίπλα στον οικοδεσπότη της. “Το κατάλαβα”, συνέχισε ο μάγος. “Αναγνώρισα τη μέθοδο. Κι ας είχες φύγει τόσα χρόνια, κατάλαβα ότι ήσουν εσύ.” “Έχεις νερό εδώ;” ρώτησε η κλέφτρα κοιτάζοντας μια γύρα το δωμάτιο. Είχε βρει την αναπνοή της. “Όχι, μόνο κρασί. Για νερό να φωνάξω...” “Δεν θα έρθει κανείς”, τον διέκοψε μ' ένα νεύμα. “Τι τους-” “Ηρέμησε, Ρίζμπα, δεν τους έκανα τίποτα. Μόνο ό,τι θα έκανα και κάποτε, θυμάσαι; Κοιμούνται λίγο βαριά, αυτό είναι όλο.” Ο μάγος αποδοκίμασε με μια γκριμάτσα, ωστόσο περιποιήθηκε την επισκέπτρια. Έπιασε μια κρυστάλλινη κανάτα με κρασί, που στεκόταν σε μια ασημένια πιατέλα στο κέντρο του δρύινου τραπεζιού, και της γέμισε ένα από τα ποτήρια του σετ. Εκείνη το πήρε, χωρίς να δώσει την παραμικρή προσοχή στα λεπτά σκαλίσματα, ούτε στην αντανάκλαση του φωτός, αλλά μύρισε το κρασί και ρούφηξε μια μεγάλη, αργή γουλιά. Έκλεισε τα μάτια, αναστέναξε και μούγκρισε με ευχαρίστηση. Στην ποιότητα του κρασιού τουλάχιστον, έδειξε τον πρέποντα σεβασμό. Ο Ρίζμπα την κοίταζε σιωπηλός, δίνοντάς της χρόνο να εξηγηθεί. Είχε τις παλάμες του ενωμένες, τα δάχτυλα πλεγμένα πάνω στο τραπέζι, εκθέτοντας το μυαλό του στην καθησυχαστική επίδραση της αύρας του, που έρεε από παλάμη σε παλάμη σε όλο το σώμα. Ήταν μία τεχνική που του έμεινε από τα πολλά συνέδρια με τους άλλους μάγους της πόλης. Μια τόσο απλή κίνηση, που όμως τον είχε σώσει από πολλούς μπελάδες. Κυρίως όταν μιλούσε ο ιδεολογικός εχθρός του, ο Ντίσσα, που συνήθιζε να απαριθμεί τους θεούς πριν από κάθε κουβέντα και στο τέλος κάθε απόφασης, που πρόφερε την κάθε λέξη τόσο αργά, σαν να ήταν η τελευταία του, αναγκάζοντας τον Ρίζμπα να συγκρουστεί με τα όριά του. Ή όταν κάποιος φανερά κατώτερος υπονοούσε ότι είχε ανώτερη μαγεία από τον ίδιο, κι ο Ρίζμπα έπρεπε να συγκρατήσει την παρόρμησή του να τον κεραυνοβολήσει για να μάθει ποιος είναι καλύτερος μάγος. Η υπομονή δεν ήταν η μεγαλύτερή του δύναμη, κι έτσι είχε αναγκαστεί να χτίσει ένα βοήθημα. Αλλά η τεχνική των ενωμένων χεριών δεν απέδιδε πάντα. Τώρα, για παράδειγμα, η περιέργειά του ήταν πολύ μεγάλη για να περιμένει την κλέφτρα να πιει το κρασάκι της. Οι ερωτήσεις ξεχύθηκαν από μέσα του, και δεν μπήκε στον κόπο να τις συμμαζέψει. “Πήγα και είδα το πτώμα, ξέρεις. Πρώτη φορά χρησιμοποίησες θανάσιμο δηλητήριο σε δουλειά, και ήταν το μόνο που με έβαλε σε αμφιβολίες για το αν ήσουν εσύ. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι... τέλος πάντων, ότι είχα να σε δω πολύ καιρό, κι ότι οι άνθρωποι αλλάζουν. Τι ήταν το δηλητήριο; Από το παράθυρο τό 'κανες, έτσι; Δεν χρειάστηκε καν να μπεις μέσα, οι χαραμάδες στην αξιολύπητη καλύβα του ήταν πρόκληση, ακόμη κι αν δεν ήθελε κανείς να τον σκοτώσει. Είμαι σίγουρος ότι θα τον παρακολουθούσες μια-δυο μέρες πριν, για να μάθεις τις ώρες του, πότε κοιμόταν, αν ξυπνούσε για κατούρημα μέσα στη νύχτα, και πόσες φορές. Ήσουν πάντα προσεκτική με κάτι τέτοια. Δεν ήθελες να μυρίσει αυτό που θά 'ριχνες, έτσι; Στο κάτω-κάτω, ήξερε απ' αυτά.” Έγειρε πίσω και έβγαλε αφηρημένα από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό κομμάτι σχοινί, το οποίο άρχισε να τυλίγει και να ξετυλίγει στα δάχτυλά του. “Γενικά, εύκολη δουλειά. Α, τι μου θύμισες σήμερα, Κασσάνδρα.” Εκείνη άφησε ασχολίαστο το γεγονός ότι πρώτη φορά, μετά από τόσην ώρα, την προσφωνούσε με τ' όνομά της. “Βελάκι δεν βρήκα πάνω του,” συνέχισε ο μάγος, παίζοντας με το σχοινί, “Βρήκα όμως κάτι μικρά αποκαΐδια στο πάτωμα, που κανείς άλλος δεν θα τα πρόσεξε, είμαι σίγουρος. Και, εδώ που τα λέμε, γιατί να τους ενδιαφέρει τι τον σκότωσε; Παλιός εχθρός ή κακή υγεία, το θέμα είναι ότι τον βρήκαν σχεδόν πράσινο, με τα χέρια στο λαιμό και τη γλώσσα έξω. Πρέπει να ήταν εύφλεκτη σφαίρα, έτσι; Από αυτές που έφτιαχνες με ξερά βότανα και λάδια. Με φυσοκάλαμο τό 'κανες, μέσα απ' το παράθυρο.” Η επισκέπτρια ξαναγέμισε το ποτήρι της, με το θάρρος του παλιού γνωστού. “Δεν άλλαξες καθόλου, μάγε. Αναλώνεσαι σε λεπτομέρειες ενώ ο κόσμος καίγεται.” “Δεν καίγεται ο κόσμος, κλέφτρα, μόνο εσύ.” Τον κοίταξε σαν να ήθελε να τον στραγγαλίσει με το σχοινάκι του. Εκείνος ξερόβηξε, αλλά το έβαλε διακριτικά πίσω στην τσέπη. Η κλέφτρα χαμήλωσε τα μάτια στο ποτήρι που κρατούσε, και απόλαυσε το κρασί της. Είχε να πιει πολύ καιρό, πάρα πολύ, και την ζάλισε από τις πρώτες γουλιές. Η σχέση της με τον μάγο ποτέ δεν ήταν καλή, αλλά ήταν πια οι μόνοι από τη συμμορία που ζούσαν. Δεν είχε άλλον, δεν είχε πού να στραφεί για βοήθεια. Κι αυτό ήταν κάτι που το ήξεραν κι οι δυο τους. “Και καλά,” συνέχισε εκείνος, “είχες λόγο να σκοτώσεις τον Άρναχ, είμαι σίγουρος ότι είχες πάνω από έναν λόγο, και εδώ που τα λέμε, ο αλχημιστής δεν έκανε εύκολα φίλους. Δεν ξέρω αν τα έμαθες, αλλά ξέπεσε τελείως τα τελευταία έξι χρόνια. Κατρακύλησε από τα σκαλιά του παλατιού στο πεζοδρόμιο και χρωστούσε τη ζωή του αποκλειστικά στους θεούς: ήταν η χρονιά του Οστάμπε τότε που λίγο έλειψε να αφήσει κουσούρι στο βασιλιά με το κατάπλασμά του, ο ηλίθιος. Βούκινο έγινε η βλακεία του, γελάσανε κι οι κότες.” “Δεν το ήξερα πριν έρθω στην πόλη και δεν με ενδιαφέρει”, είπε η κλέφτρα κοφτά. “Οι θεοί τού χάρισαν τη ζωή και οι θεοί τού την πήραν. Τώρα έχουμε Χρα-Πάες. Αν τη χρονιά του δασκάλου είναι ανεπίτρεπτες οι αιματοχυσίες, τη χρονιά του πολεμιστή είναι ό,τι πρέπει. Τέλος.” “Αλλά εσύ δεν λερώνεσαι ποτέ με αίμα, έτσι; Μοιάζουμε σ' αυτό.” Εκείνη δεν μίλησε. “Είχες τους λόγους σου, τέλος πάντων,”, συνέχισε πιο μαλακά ο Ρίζμπα, “και μην τα ρίχνεις στους θεούς. Ο Χρα-Πάες ασκεί επιρροή σε ήδη ξαναμμένα αίματα, και το δικό σου, όπως σου ξανάπα, είμαι σίγουρος ότι έβραζε. Αλλά δεν με ενδιαφέρει γιατί το έκανες. Με ενδιαφέρει μόνο γιατί δεν σκέφτηκες πριν το κάνεις.” “Σκέφτηκα”, είπε εκείνη πίσω από σφιγμένα δόντια.“Το σκεφτόμουν δώδεκα χρόνια!” φώναξε, πετώντας το ποτήρι στον τοίχο. Ο μάγος μόρφασε με πόνο στον ήχο που έκανε ενώ γινόταν θρύψαλα. Κρασί πετάχτηκε πάνω στο τραπέζι, λερώνοντας ένα σύγγραμμα που διάβαζε πριν μπουκάρει εκείνη στο υπόγειό του. Η φανερή αδιαφορία στο πρόσωπό της τον εξόργιζε πιο πολύ και από την ίδια τη ζημιά. Γιατί ήταν αδιαφορία, και όχι άγνοια. Ένωσε πάλι τις παλάμες του πάνω στο τραπέζι και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Και μετά άλλη μια. * Ο Άρναχ περνούσε μία ωραία βραδιά. Είχε πολύ καιρό να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από αλοιφές για αιμορροΐδες και σαπούνια για ψώρα. Ο συνομιλητής του, ένας πεταλωτής βαριά-βαριά εικοσιπέντε χρονών, τον κοιτούσε σαν μεγάλο διδάσκαλο, χωρίς να χάνει ούτε κουβέντα, και του γέμιζε απλόχερα την πήλινη κούπα με κρασί. Ο αλχημιστής άδειαζε, με καταδεκτικό ύφος, τη μια μετά την άλλη. Μετά από τόση ανέχεια, αυτό το βρώμικο καταγώγιο του φαινόταν αρχοντικό, και το ξίδι που έπινε σαν το καλύτερο κρασί. Κάθονταν στο πιο βολικό τραπέζι για μια σοβαρή κουβέντα, το πιο απόμερο και σκοτεινό. “Είναι, στην ουσία, κουτιά”, είπε στον έκθαμβο πεταλωτή, συνεχίζοντας τη συζήτηση για τους γυάλινους κύβους, συζήτηση που δεν θυμόταν πια πώς είχε ξεκινήσει. “Κουτιά;” έκανε ο νεαρός δύσπιστα. “Ναι, κουτιά, μόνο που όταν είναι κλειστά δεν φαίνεται καμιά ραφή, κανένα άνοιγμα”, απάντησε με υπομονή ο αλχημιστής, που πραγματικά διασκέδαζε τη διάλεξη. “Και πώς είναι φτιαγμένα αυτά τα κουτιά;” “Με μαγεία.” “Και πώς ανοίγουν; Κάποια στιγμή πρέπει να ανοίγουν, σωστά; Αλλιώς δεν έχει νόημα.” “Σωστά”, απάντησε ο Άρναχ με πραγματική ευχαρίστηση. Τούτος εδώ ήταν πιο έξυπνος από τους κουρελήδες της συνοικίας. “Με μαγεία”, είπε ξανά, αισθάνοντας την υπεροχή σε αυτή τη φράση που πάντα αποστόμωνε τους λαϊκούς. Ο λαϊκός που είχε απέναντί του όμως δεν έδειχνε να αρκείται σε αοριστίες. “Ναι, αλλά πώς;” Η έκφρασή του έμοιαζε με μωρού που θέλει να δει τι υπάρχει πίσω απ' τον καθρέφτη. Ο Άρναχ δεν μπορούσε παρά να ικανοποιήσει το κοινό του. “Με μια λέξη, φυσικά. Όπως όλες οι μαγείες, έτσι κι εδώ, το κλειδί είναι μια λέξη. Ο κάθε κύβος έχει τη δική του. Δεν θα σε μπερδέψω με λεπτομέρειες, πώς γίνεται και είμαστε σίγουροι ότι ο κατασκευαστής που μας πούλησε τον κύβο δεν γνωρίζει αυτή τη λέξη, αλλά έτσι είναι. Δεν τη γνωρίζει κανείς άλλος εκτός από τον κάτοχο.” Αναστέναξε και διόρθωσε. “Εκτός από αυτόν που αγοράζει τον καθρέφτη εννοώ. Αν κάποιος άλλος τη μάθει, μπορεί να ανοίξει τον κύβο, τόσο απλά. Αυτός που έχει το κουτί, βάζει μέσα ό,τι θέλει να φυλάξει, μετά το κλείνει, και αυτό μεταμορφώνεται αμέσως σε έναν τέλειο, αψεγάδιαστο -συγνώμη, χωρίς σημάδια εννοώ- κύβο. Το μόνο μειονέκτημα, ας πούμε, είναι η περιορισμένη δυνατότητα χρήσης του.” “Δηλαδή;” “Όταν ο κύβος ανοίξει δεν ξανακλείνει, αχρηστεύεται.” Ο πεταλωτής γέμισε πάλι τις κούπες τους, στραγγίζοντας την κανάτα. Έκανε στον ταβερνιάρη να φέρει κι άλλη. Ο Άρναχ είχε πάψει από ώρα να αντιστέκεται, όταν ο νεαρός του εξήγησε ότι περνούσε μία ερωτική απογοήτευση και ήθελε να ξεχαστεί. Είχε μάλιστα ακούσει όλη την ιστορία, που δεν τον ενδιέφερε καθόλου και την υπέμεινε μαρτυρικά. “Και δεν μπορεί να ανοίξει με κανέναν άλλο τρόπο, ε;”, ρώτησε ο πεταλωτής με τον ευθύ, απλοϊκό τρόπο των φτωχών, που ο Άρναχ είχε συνηθίσει από καιρό. “Όχι, με κανέναν άλλο. Ούτε σπάει.” “Αλήθεια; Δεν σπάει με τίποτα; Με σφυρί ας πούμε;” “Με σφυ- Με σφυρί; Αν πέταγες έναν τέτοιο γυάλινο κύβο από τον πιο ψηλό πύργο του κάστρου, θα έφτανε στο έδαφος ολόκληρος. Και θα έμενε έτσι.” “Πω πω... τρομερή μαγεία”, μουρμούρισε ο συνομιλητής του με απλανές βλέμμα, και ο Άρναχ ένιωσε μια ουρά παγωνιού να ξετυλίγεται στην πλάτη του. Ήταν στ' αλήθεια μια ωραία βραδιά. * “Κασσάνδρα,”, είπε ο Ρίζμπα, αφού αυτοσυγκεντρώθηκε λίγες στιγμές στον θάνατο του αλχημιστή για να ξεχάσει το σπασμένο κρυστάλλινο ποτήρι, “δεν σκέφτηκες να έρθεις σε 'μένα, να ζητήσεις τη βοήθειά μου πριν. Ήρθες τώρα, αφού έκανες ό,τι έκανες και θέλεις να ξεμπλέξεις. Τώρα τέλειωσε όμως. Τι μπορώ να κάνω εγώ; Να σε κρύψω; Έχω εδραιώσει τη θέση μου στη Βουνγκιέ με κόπο, αν ανακαλύψουν... Έπρεπε να έρθεις νωρίτερα. Μαζί θα τα καταφέρναμε πιο καλά, είμαι σίγουρος, κάτι θα βρίσκαμε.” Εκείνη τον κοίταξε σοβαρή. “Δεν θα ερχόμουν καθόλου. Ούτε πριν ούτε μετά. Δεν θα σε έμπλεκα σ' αυτό. Αφού με ξέρεις τόσο καλά που είσαι σίγουρος για όλες μου τις πράξεις, θα ξέρεις και ότι, μπορεί να μην σε χώνεψα ποτέ μου, αλλά επίσης δεν θέλησα ποτέ το κακό σου.” “Ωραία. Τώρα. Γιατί ήρθες; Και, καταρχήν, πού ήσουν έναν ολόκληρο κύκλο;” “Ένα-ένα, μάγε. Ένα-ένα. Καταρχήν, ήμουν αιχμάλωτη. Το πού, θα σου το πω αργότερα, γιατί -μη με διακόπτεις- αν στο πω τώρα, θα με ταράξεις στις ερωτήσεις, κι εγώ βιάζομαι. Θα ξεκινήσω από το πιο σημαντικό, για 'μένα, τουλάχιστον. Γιατί ήρθα; Είπες ότι τέλειωσε. Ότι ήρθα αφού τέλειωσε ό,τι ήθελα να κάνω. Λάθος, Ρίζμπα, δεν τέλειωσε. Καθόλου, μάλιστα. Απέτυχα, και σε χρειάζομαι για να ολοκληρωθεί η δουλειά.” Ο Ρίζμπα πήγε να πει κάτι, αλλά τον έκοψε. “Προσωπική δουλειά, καλά κατάλαβες. Ο Άρναχ είχε κάτι πολύτιμο, κάτι που ήθελα, που θέλω. Αλλά δεν το βρήκα.” “Θες να πεις ότι ήταν μια απλή απόπειρα ληστείας; Και γιατί τον σκότωσες;” Είχε εκείνο το ειρωνικό χαμόγελό του, που πάντα την εκνεύριζε. “Έτσι κι αλλιώς δεν βρήκα αυτό που έψαχνα”, του είπε. “Μάλιστα, βρήκα απτή απόδειξη ότι έλειπε. Κλεμμένο ή πουλημένο, για 'μένα το ίδιο κάνει, δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι. Ο λόγος που τον σκότωσα όμως δεν έχει να κάνει με τη ληστεία. Είναι... Δοκίμασα, εντάξει; Αλλά δεν έπιασε.” Ο μάγος την περίμενε υπομονετικά. “Με σημάδεψε με ένα ραβδί, την τελευταία φορά που ήμουν εδώ.” Ο παλιός της συνεργάτης κατάλαβε. “Γι' αυτό έφυγες τόσο βιαστικά, χωρίς να πεις κουβέντα ούτε πού πας ούτε πότε θα γυρίσεις, και δεν ζήτησες βοήθεια.” “Γι' αυτό. Είχα πολύ λίγο χρόνο να σώσω το τομάρι μου και δεν θα έπαιρνα κι άλλον στο λαιμό μου, εκεί που μ' έστειλε.” “Ναι, αλλά... πώς;”, έκανε μια απαλή χειρονομία, σαν να την έδειχνε σε έναν τρίτο. “Πώς εμφανίζομαι μετά από τόσα χρόνια ζωντανή, ε;” “Ακριβώς.” Η κλέφτρα άνοιξε αργά τον μανδύα της, έλυσε τα λουριά του δερμάτινου γιλέκου της, ξεκούμπωσε την πουκαμίσα και την κράτησε ανοιχτή, δείχνοντάς του τον κοκαλιάρικο θώρακά της. Ο Ρίζμπα έγειρε λίγο μπροστά για να δει καλύτερα. Έκανε μία δειλή κίνηση με το χέρι, αλλά δίστασε να την ακουμπήσει. “Δεν πονάει. Τουλάχιστον όχι με την αφή”, είπε εκείνη. Ο μάγος εξέτασε με τα ακροδάχτυλά του τη γραφή στο στήθος της. Ήταν ανάγλυφη, σαν σημάδια εγκαύματος, όμως διακρίνονταν πολύ καθαρά τα ιδεογράμματα. Γούρλωσε τα μάτια του σαν νά 'χε καταπιεί ψαροκόκαλο. “Νάγκας”, ψιθύρισε.“Δεν ξέρω τη γλώσσα, δεν τη διαβάζω, θέλω να πω,” την κοίταξε στα μάτια, “λίγοι μπορούν. Αλλά την αναγνωρίζω. Νάγκας”, επανέλαβε, χαμηλώνοντας πάλι τα μάτια του στο απίστευτο. Εκείνη έκλεισε το ρούχο της και του έδωσε την επιβεβαίωσή του. “Ναι. Οι ερπετάνθρωποι με σημάδεψαν επίσης.” Ο Ρίζμπα έπιασε τα μαλλιά του. Τα τράβηξε λίγο, και η Κασσάνδρα είδε την αρχή μιας φαλάκρας και πολλές, πολλές άσπρες τρίχες. Εκείνος σχεδόν πνίγηκε όταν μίλησε. “Ήσουν...” Καθάρισε το λαιμό του. “Πήγες... Ήσουν στο δάσος των δράκων; Όλα αυτά τα χρόνια; Ήσουν μαζί τους; Μ' αυτούς; Πώς είναι; Είναι κανονικοί άνθρωποι ή έχουν φιδίσιες ουρές;” Η Κασσάνδρα τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη, γιατί ξαναπνίγηκε. “Όχι, ούτε ουρές ούτε τίποτα. Ηρέμησε. Έχουμε πολλά να πούμε. Πιες κι εσύ λίγο, έλα.” Του γέμισε ένα ποτήρι και του το έδωσε. “Ναι, ήμουν στους Νάγκας, εντάξει; Είσαι καλύτερα;” Της έγνεψε ένα ναι, αλλά τα μάγουλά του ήταν κόκκινα και τα μάτια του δακρυσμένα. Εκείνη μίλησε αργά. “Με σημάδεψαν όταν πήγα, και μου έσωσαν τη ζωή, χωρίς να το ξέρουν. Άλλη ήταν η πρόθεσή τους. Ζωή που αμέσως διεκδίκησαν, όμως. Με κράτησαν εκεί, μου απαγόρευσαν να φύγω. Είπαν ότι ήμουν δική τους πια. Μετά από τόσον καιρό όμως, εγώ δεν ξέχασα ποια είμαι, και τελικά το έσκασα.” Ο Ρίζμπα είχε μείνει λίγο πίσω. “Για σιγά, λίγο να καταλάβω: πώς σου έσωσαν τη ζωή;” Η Κασσάνδρα έδειξε με το βλέμμα το ποτήρι του. “Πιες”, του είπε. Ο Ρίζμπα ήπιε μια γουλιά. Την κοίταζε σαν μαθητής που δεν καταλάβαινε το μάθημα. “Ο Άρναχ”, άρχισε να εξηγεί εκείνη, “με σημάδεψε με το καταραμένο το ραβδί του, στο χέρι -να, εδώ.” Του έδειξε τον αριστερό της βραχίονα. “Μου εξήγησε, πολύ ευγενικά πρέπει να ομολογήσω, ότι αν δεν του έφερνα τον θησαυρό που μου ζήτησε, δεν θα χρειαζόταν να πέσω πάνω σε ερπετάνθρωπο ή βασιλίσκο για να αφήσω τα κόκαλά μου εκεί. Ότι ήμουν ήδη νεκρή, εκτός κι αν γυρνούσα μέσα στην προθεσμία. Κι ότι καλά θα έκανα να ξεκινούσα αμέσως.” Ο Ρίζμπα έξυσε το πηγούνι του, χαμηλώνοντας λίγο το κεφάλι. Είχε αδειάσει το ποτήρι του, και ήταν πάλι εύστροφος. “Χμ, παλιά, κλασσική τεχνική των βασιλιάδων”, είπε. “Ακαταμάχητη, πραγματικά. Έμαθε πολλά πράγματα στην αυλή το κάθαρμα. Και υποθέτω, ο θησαυρός που γύρευε σ' αυτό το δάσος είχε να κάνει με δράκους, έτσι;” “Σωστά υποθέτεις. Ήξερε ότι θα του έλεγα να βάλει τα λεφτά στον κώλο του, να πάρει τους χάρτες του, τα μπουκαλάκια και τα ραβδάκια του και να κινήσει ο ίδιος για το σκατομέρος, κι έτσι μ' έπιασε στη φάκα. Εξαιρετικός κύριος. Και λένε εμάς λωποδύτες.” Ο Ρίζμπα άφησε κατά μέρος το γεγονός ότι η Κασσάνδρα απέφευγε να του απαντήσει με σαφήνεια τι γύρευε ο αλχημιστής. “Τι κάνει αυτό;” τη ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι το στέρνο της. “Είναι μια προσευχή, όπως μου εξήγησαν. Με προστατεύει απ' τη μαγεία, όλων των ειδών. Δεν γουστάρουν καθόλου τη μαγεία οι Νάγκας.” “Μα κι αυτό...” “Μαγεία είναι, το ξέρω. Αλλά υποτίθεται πως είναι η μόνη αποδεκτή μορφή της, από αρχαιοτάτων χρόνων, έρχεται κατευθείαν από τους θεούς -τους δράκους δηλαδή- και κάτι άλλα τέτοια θρησκευτικά. Δεν βγάζεις άκρη, είναι τρελοί.” Ο Ρίζμπα κούναγε το κεφάλι με κατανόηση. Στα μάτια του έλαμπε εκείνη η γνώριμη έξαψη, όταν κάτι τράβαγε το ενδιαφέρον του. “Κι έτσι,” της είπε, “προστατεύεσαι από τη μαγεία του ραβδιού.” “Ακριβώς.” “Και πού είναι το πρόβλημά σου;” “Καλά, δεν καταλαβαίνεις; Το πρόβλημά μου βρίσκεται σ' αυτό ακριβώς: εξαρτιέμαι από τη μία σφραγίδα για να μη με σκοτώσει η άλλη. Και δεν είμαι σίγουρη ότι ο θάνατος του Άρναχ με απαλλάσσει από τα μαγικά δεσμά που μου επέβαλε. Γι' αυτό χρειάζομαι αυτό που πήγα να του κλέψω. Γιατί η γραφή πάνω μου πονάει, Ρίζμπα, και πρέπει να την ξεφορτωθώ. Πονάει κάθε φορά που κάποιος από το σινάφι σου κάνει το παραμικρό ξόρκι και βρίσκομαι κοντά, και κάθε φορά που πλησιάζω πηγή ή κουφάλα δέντρου διπλώνομαι. Και, ξέρεις, η ειρωνεία είναι ότι παλιά δεν πίστευα στις νεράιδες. Κάτι είναι κι αυτό, όσο ζούμε μαθαίνουμε. Πρώτη φορά διαπιστώνω πόση μαγεία υπάρχει γύρω μας. Είναι παντού, δεν μπορώ να ησυχάσω.” Ο Ρίζμπα κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Έπειτα σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του σε ένα ράφι στον τοίχο. Πέταξε στο πάτωμα διάφορες περγαμηνές, ώσπου βρήκε αυτήν που έψαχνε. Κάθισε πάλι και διάβασε δυνατά. “Οι μαγικές σφραγίδες όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των δεσμευτικών συμβολαίων μεταξύ μάγων και λαϊκών-” “Συμβολαίων.” “Μη διακόπτεις. Συμπεριλαμβανομένων... ναι... μμμ, μμμ, μμμ, και απαιτούν τις αντίθετές τους για να λάβει τέλος η δράση τους. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για μία καλυπτική μαγεία και όχι εκκαθαριστική, αφού κάτω από την καινούργια σφραγίδα θα υπάρχει, έστω αόρατη, η παλιά. Η ισορροπία επέρχεται μέσω της μεγάλης αρχής του Όλου. Ο φέροντας θα είναι ικανός για μία φυσιολογική ζωή, εάν συμμορφωθεί με τις επιταγές της εκάστοτε θεραπείας...” “Νομίζω ότι φτάνει.” “Κατάλαβες;” Η Κασσάνδρα ένευσε. “Όπως το φοβόμουν, λοιπόν. Έχεις λύση;” Ο Ρίζμπα αναστέναξε, άφησε πέρα την περγαμηνή και κοίταξε σταθερά την κλέφτρα. “Το γιατί σε έστειλε ο Άρναχ στο δάσος των δράκων, δεν με νοιάζει, αν κι είναι εύκολο να μαντέψω. Τι έψαχνες όμως στο σπίτι του πρέπει να μου το πεις, αλλιώς δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Στο κάτω-κάτω γι' αυτό δεν ήρθες; Για να σε βοηθήσω να το βρεις;” Εκείνη τέντωσε τα πόδια της αναπαυτικά κάτω απ' το τραπέζι, και έπλεξε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι της. “Ναι, γι' αυτό ήρθα. Βάλε κι άλλο κρασί, μάγε.” * Στο σπίτι του αλχημιστή επικρατούσε χάος όλη τη μέρα. Γείτονες μπαινόβγαιναν για να μην αφήσουν τίποτα από την παλιά του ζωή να πάει χαμένο, τίποτα που να μην είχε ήδη πουληθεί από τον ίδιο. Κοράκια. Τώρα, λίγο πριν το σούρουπο, τελευταίοι είχαν μείνει τρεις αρσενικοί κόρακες. Ο πρώτος ανακάλυψε ένα ζευγάρι φθαρμένες παντόφλες κάτω απ' το κρεβάτι. “Χα!” έκρωξε θριαμβευτικά. “Λίγο μπάλωμα και ορίστε: καινούργια παπούτσια.” “Να σε δω πού θα βρεις το μπάλωμα, καημένε”, μουρμούρισε ο δεύτερος, που ψαχούλευε το αχυρένιο στρώμα. “Θα το κόψω απ' το σώβρακό σου, μαλάκα.” “Και ποιος σού 'πε ότι έχω;” “Σταματήστε, κοιτάχτε 'δω.” Σταμάτησαν πράγματι, και κοίταξαν τον δεκατετράχρονο γιο του δεύτερου και ανιψιό του πρώτου. Πλησίασαν, του έδωσαν μια καρπαζιά ο καθένας και περιεργάστηκαν το παράξενο αντικείμενο που κρατούσε. “Τι νά 'ναι πάλι αυτό;”, είπε ο πατέρας. “Στοίχημα ότι είναι μαγικό”, είπε το παιδί. “Μαγικό; Μακριά από 'μας τότε.” “Στοίχημα ότι πιάνει καλά λεφτά. Να το πάρουμε!” “Τι να πιάσει μωρέ, τι μαγικό, τι βλακείες λέτε κι οι δύο;”, διέκοψε ο ξυπόλυτος θείος και του το βούτηξε. “Για φέρ' το 'δώ.” Το γύρισε καλά-καλά στα χέρια του. “Ορίστε, ένα κουτί που χάσκει άδειο είναι.” “Ναι, ένα κουτί. Αλλά κοίτα, θείε, είναι γυάλινο. Ακριβό δεν θά 'ναι;” “Γυάλινο... Ε, και; Σου λέω, σκουπίδι είναι. Άντε, πάμε να φύγουμε. Άχρηστος και στο θάνατο αυτός ο Άρναχ, που να τον τρώει το Ερπετό για χίλια χρόνια. Οι αιμορροΐδες μου το ξέρουν, άχρηστος. Άκου μαγικό.” Είχε λόγο να τον καταριέται μετά θάνατον, αφού οι αλοιφές του Άρναχ γενικά δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Τον έβρισε άλλη μια φορά και, κινώντας προς την πόρτα, πέταξε αδιάφορα τον γυάλινο κύβο πίσω από την πλάτη του. Βγήκαν και οι τρεις από το σπίτι. Το παιδί όμως, πριν κλείσουν την πόρτα, κοντοστάθηκε και κοίταξε πάλι μέσα. “Δεν έσπασε”, είπε, αλλά οι άλλοι δύο είχαν κιόλας φύγει. * Ο Ρίζμπα την άκουσε με προσοχή, για πολλή ώρα. Η όψη του άλλαζε από την έκπληξη στην απορία και μετά πάλι στην έκπληξη, όσο εκείνη μιλούσε για σπηλιές, Νάγκας, τελετές και Μαύρα Πετράδια. Όταν τέλειωσε την εξιστόρησή της, ο μάγος τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη για το τελευταίο που του είπε. Εκείνη του απάντησε πως ο αλχημιστής, πριν τη στείλει στο δάσος, της έδειξε τον θησαυρό του, μάλλον για να κομπάσει. “Φαίνεται πως δεν είχε προμηθευτεί ακόμα με τον γυάλινο κύβο που βρήκα σήμερα άδειο. Φύλαγε το πετράδι σε ένα μπαούλο με καμιά δεκαριά αλυσίδες και λουκέτα. Σαν να φώναζε να τον κλέψουν.” “Ο μωρός”, είπε ο Ρίζμπα. Μετά από αυτό το σύντομο σχόλιο, έπλεξε τα χέρια πάνω στο τραπέζι και απάντησε στις ερωτήσεις της. Και οι απαντήσεις του ήταν οι εξής: Ναι, το Μαύρο Πετράδι είχε τεράστια δύναμη. Ναι, ήταν επικίνδυνο. Η κατοχή του έφερνε βία και πόνο, σ' αυτό οι θρύλοι ήταν αληθινοί. Ναι, το πετράδι χρειαζόταν κάτι ακόμα πιο ισχυρό για να δράσει, για να πυροδοτηθούν οι ιδιότητές του. Όχι, δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να είχε ανοίξει τον κύβο του αλχημιστή, αλλά θα τον έβρισκαν. Όχι, δεν ήταν ακόμα σίγουρος με ποιον τρόπο ακριβώς θα μπορούσε να τη βοηθήσει, αλλά ήξερε ότι μπορούσε, αν εργάζονταν μαζί, μεθοδικά. Και, τέλος, όχι, μέχρι τώρα δεν το ήξερε ότι η ντροπή των αλχημιστών είχε έναν από αυτούς τους ανεκτίμητους λίθους, έπεφτε από τα σύννεφα. Έπειτα και από αυτό το σχόλιο, πήρε επίσημο ύφος και της εξήγησε ότι θα έπρεπε να ασκήσει μαγεία. Εκείνη απάντησε ότι δεν της άρεσε αλλά καταλάβαινε την αναγκαιότητα. Ο Ρίζμπα έφτιαξε έναν κύκλο με κεριά, τα άναψε με τελετουργικό τρόπο, ψιθυρίζοντας μια λέξη στο καθένα, και στάθηκε στο κέντρο, ανάμεσά τους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και αφού την άφησε αργά, ζήτησε από την Κασσάνδρα να μην του μιλήσει από εκείνο το σημείο κι έπειτα. Εκείνη τον έβρισε και διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχε ξεχάσει τα πάντα στα δώδεκα χρόνια που έλειψε, και τότε σκίρτησε. Ο μάγος είχε αρχίσει να ψάχνει. Κρατούσε τα χέρια στο ύψος των ώμων και πότε τα τέντωνε μπροστά, πότε τα λύγιζε προς τα πίσω, σαν να τραβάει δίχτυα. Τότε, στο τράβηγμα πίσω, ήταν που πόναγε πιο πολύ, η γραφή των Νάγκας την έκαιγε σαν εκατό κεντριά μέλισσας. Στηριζόταν στην καρέκλα και ξεφύσαγε σε κάθε ψαριά, αλλά δεν τον άφηνε από τα μάτια της. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κάνει αυτό το μαγικό, και τον είχε δει να κάνει πολλά. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ. Η Κασσάνδρα, εδώ και ώρα, καθόταν κουλουριασμένη στην καρέκλα της. Ο Ρίζμπα κάποια στιγμή σταμάτησε το ψάξιμο, έσβησε τα κεριά με μια λέξη και σύρθηκε ως την πιο κοντινή καρέκλα. Με τη λήξη της μαγείας, η Κασσάνδρα αναστέναξε με ανακούφιση, και, ή λιποθύμησε, ή αποκοιμήθηκε. Ο Ρίζμπα την κοίταξε προβληματισμένος. Ήταν ψόφιος, όμως, κι έτσι έκανε με τα χέρια του μαξιλάρι πάνω στο τραπέζι κι έκλεισε κι αυτός τα μάτια. Ξύπνησαν ταυτόχρονα. Εκείνη αναμαλλιασμένη, με κόκκινα μάτια, εκείνος χλωμός, με μαύρους κύκλους και μπαγιάτικη έκφραση, όπως κάθε άνθρωπος μετά από εξαντλητική πνευματική εργασία. “Το βρήκα”, της είπε βραχνά. * Το μέρος που του έδειξαν τα κεριά κάτω από την καθοδήγηση της Λάρα-Φε, ήταν μία σπηλιά έξω από την πόλη. Η Κασσάνδρα την ήξερε αυτή τη σπηλιά. Ο κάθε πιτσιρικάς και το κάθε παράνομο ζευγαράκι της Βουνγκιέ προφανώς την ήξεραν αυτή τη σπηλιά. Παραήταν εύκολο. “Είσαι σίγουρος;” τον ρώτησε όταν έφτασαν. “Τι να σου πω, εδώ μου έδειξε η Μητέρα.” “Ποιος ηλίθιος θα σκεφτόταν να κρυφτεί εδώ;” Ο μάγος ανασήκωσε τους ώμους. Προχώρησαν στην είσοδο μαζί. Η Κασσάνδρα άναψε τον πυρσό που κουβαλούσε. Κοίταξε τον Ρίζμπα. Αναρωτήθηκε πότε είχε γίνει τόσο νευρικός τύπος. Ήταν πάντα οξύθυμος, αλλά όχι νευρικός. Είχε βγάλει πάλι το κορδόνι από την τσέπη και το έπαιζε στα δάχτυλά του. Κατέβαιναν, κι όσο κατέβαιναν ο αέρας γινόταν όλο και πιο βαρύς, υγρός και κρύος. Κάποια στιγμή ο Ρίζμπα σταμάτησε και της έκανε νόημα να σβήσει τον πυρσό. Πλησίαζαν. Εκείνη έψαξε για μια εσοχή στο βράχο που να χωράει τον πυρσό, και όταν τη βρήκε, τον πίεσε καλά, γύρω-γύρω, και τον έσβησε. Βρίσκονταν πια στο απόλυτο σκοτάδι, στηρίζονταν στους ήχους, στην αφή και στην καθοδήγηση της θεάς που συνέχιζε να σπρώχνει τα βήματα του μάγου, όπως της είχε εξηγήσει πριν ξεκινήσουν. Αυτή την ώρα δεν έπρεπε να του μιλάει καθόλου, της είχε τονίσει, με άμεσο αποτέλεσμα να τον βρίσει πάλι, χαμηλόφωνα, αλλά χυδαία. Ποτέ δεν χώνεψε τις περιττές κουβέντες. Προχώρησαν βήμα-βήμα για πολλή ώρα. Η Κασσάνδρα ευχήθηκε να υπήρχε ένας δράκος εύκαιρος για βοήθεια. Ο δικός της, αν μπορούσε να τον πει έτσι. Μάλλον αυτή δεν ήταν και η καλύτερη προσφώνηση. Ο δράκος που καταδέχτηκε και μίλησε σε άνθρωπο. Αυτό, μάλιστα. Αλλά το πνεύμα του Κχεκ κατοικούσε σε μια άλλη σπηλιά, πολύ μακριά από αυτήν. Της έλειπε. Της έλειπε η σοφία του, η μεγαλοψυχία του, τόσο σπάνια χαρακτηριστικά στο δικό της είδος, το ανθρώπινο. Ψαχούλεψε κάτι στα ρούχα της, πιο πολύ από νευρικότητα. Ήταν εκεί, είχε σιγουρευτεί δυο φορές στη διαδρομή ότι ήταν στη θέση που το είχε βάλει. Ξαφνικά, χτύπησε πάνω στην πλάτη του Ρίζμπα. Έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά ήταν ήδη αργά. Χέρια τη γράπωσαν από όλες τις πλευρές, και η αντίστασή της μάταιη. Ένιωσε να της τυλίγουν ένα σχοινί στη μέση και να το σφίγγουν έτσι ώστε να μην μπορεί να κάνει κίνηση χωρίς να της επιτραπεί. Το είχε ξαναζήσει αυτό. Το σχοινί στη μέση. Το σκοτάδι. Χέρια να την οδηγούν βαθιά μέσα στη γη. Δεν φοβόταν. Έφτασαν σε ένα μέρος που το φώτιζε μια φωτιά. Ο Ρίζμπα προπορευόταν, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Γύρω από τη φωτιά τους περίμεναν και οι υπόλοιποι, έξι άντρες και τρεις γυναίκες. Μάγοι, δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψει. Είχαν βάλει μία χύτρα με ένα αηδιαστικό μείγμα να βράζει, βρώμαγε σαν εμετός, και ήπιαν όλοι από μια γουλιά, κρατώντας την αναπνοή τους. Αυτοί που την κρατούσαν, δύο από τους ώμους και άλλοι δύο από το σχοινί, την έλυσαν και την άφησαν να σταθεί μόνη, ήταν αργά για να ξεφύγει, έτσι κι αλλιώς. Πλησίασαν τους άλλους και πήραν κι αυτοί τη μερίδα τους από το τονωτικό μαγείας. Η Κασσάνδρα περίμενε. Ένας από αυτούς που περίμεναν από πριν, της μίλησε με ευγένεια. Της την έδινε στα νεύρα η ευγένεια των μάγων σε κάτι τέτοιες στιγμές. “Συγνώμη για τη μεταχείριση, αλλά έπρεπε να σε πείσουμε να έρθεις.” “Υπανάπτυκτη πειθώ έχετε. Εγώ δεν θα πιω σουπίτσα;” Ο μάγος δεν φάνηκε να εκτιμά το αστείο. “Τα πράγματα είναι σοβαρά, κλέφτρα.” “Πού πήγε η ευγένειά σου, μάγε; Έχω όνομα”, είπε εκείνη. “Δεν σας το είπε;” Κοίταξε τον Ρίζμπα. Εκείνος, προς τιμήν του, αυτή τη φορά δεν απέφυγε το βλέμμα της. Της το ανταπέδωσε σταθερά, αν και λίγο απολογητικά. “Σημασία έχει ότι μπορούμε να σε βοηθήσουμε να ξεφορτωθείς αυτό που κουβαλάς στο στήθος σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να μας δώσεις τον θησαυρό που έφερες μαζί σου από το δάσος.” Η Κασσάνδρα χαμογέλασε. “Γιατί χαμογελάς, κλέφτρα;” τη ρώτησε μία από τις μάγισσες. Διέκρινε, αμυδρά, φόβο στη φωνή της, και χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά. “Επιτέλους, βρέθηκε κάποιος που δεν τον πιάνει η μαγεία σας. Έχετε χεστεί πάνω σας, έτσι;” “Πώς δεν σε πιάνει. Έχουμε ενδυναμώσει τις δυνάμεις μας, κι αν τις ενώσουμε...” “Θα με πονέσετε, τίποτα περισσότερο. Χαμένος κόπος, αλλά, παρακαλώ, δοκιμάστε.” “Μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλεις να το βγάλεις από πάνω σου”, ήταν ο Ρίζμπα που μίλησε, με την πιο πειστική του φωνή. “Ούτε λέξη, μάγε, ούτε λέξη”, του έτριξε τα δόντια η Κασσάνδρα. Ήθελε να του πει κι άλλα, ήθελε να του πει ότι σκότωσε τον Άρναχ από εκδίκηση, ότι ποτέ δεν πίστεψε πως θα ξεφορτωνόταν την κατάρα με το θάνατό του, και ότι θα σκότωνε κι αυτόν. Ήθελε να του πει ότι τις μέρες που την έκρυβε, εκείνη ήξερε πού πήγαινε κάθε πρωί που την άφηνε, δήθεν, να κοιμάται. Ήθελε να του πει ότι τις νύχτες που έμενε ξάγρυπνος διαβάζοντας περγαμηνές, εκείνη ήξερε τον πραγματικό λόγο της έρευνάς του. Ήθελε να του πει... Δεν είπε τίποτα, γιατί ήρθε το πρώτο κύμα πόνου. Την τάραξε για λίγο, αλλά το περίμενε. Οι μάγοι είχαν όλοι σηκωμένα τα χέρια σε επικλήσεις, και της φάνηκαν πολύ αστείοι, σαν παιδιά που παίζουν τους μάγους. “Χτυπάτε ρε, να δω τι μάγκες είστε. Χτυπάτε.” Στο δεύτερο ξόρκι έπεσε στα γόνατα, κουλουριάστηκε. Το ξόρκι δεν την είχε πονέσει περισσότερο από το προηγούμενο. Έχωσε διακριτικά το χέρι της στο τσεπάκι του γιλέκου πριν σηκωθεί ξανά, με προσποιητό κόπο. “Μπορείς να γλιτώσεις από το μαρτύριο με μια σου λέξη.” Ο Ρίζμπα έπαιζε για χάρη της τη φωνή της λογικής. “Αν το σκεφτείς, αυτό που ήθελες πάντα θα κάνουμε. Απλά πρέπει να το αποκωδικοποιήσουμε πρώτα, για να καταφέρουμε να σου το πάρουμε. Συνεργάσου κι άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.” Η λογική που έχασκε. Αυτή την 'αποκωδικοποίηση' την ήξερε, κι ήταν κάτι σαν νεκροψία. Αλλά ήξερε και τον τρόπο να τον κάνει να θυμώσει. Εύκολα, πολύ εύκολα. Και τον ήθελε θυμωμένο τώρα. “Ναι,”, του είπε στην ανάπαυλα που της χάρισαν για να το σκεφτεί, “μια μου λέξη. Οι λέξεις έχουν δύναμη, έτσι μάγε; Πρέπει να ήταν πολύ εύκολο να πείσεις έναν ξεπεσμένο μεθύστακα να σου πει τη δική του.” Αυτή τη φορά τη χτύπησε ο ίδιος, χωρίς να περιμένει τους άλλους. Ήταν έξαλλος, γιατί πιο πολύ τη γαργάλισε παρά την πόνεσε. Η κλέφτρα πήρε κουράγιο. “Χάνεις την τεχνική σου όταν τσαντίζεσαι”, του είπε σχεδόν φτύνοντας. “Δώσε μου τη μαγεία των Νάγκας!” ούρλιαξε τότε ο Ρίζμπα. Σήκωσε ένα τρεμάμενο χέρι για το επόμενο ξόρκι. Έμεινε όμως με το χέρι απλωμένο, γιατί η κλέφτρα κινήθηκε, και κινήθηκε αστραπιαία. Κάποιος προσπάθησε να τη σταματήσει, ορμώντας μ' ένα μαχαίρι, αλλά δεν πρόλαβε. Κανείς δεν πρόλαβε. Έπιασε με τ' ακροδάχτυλα το μικρό αντικείμενο που κρατούσε σφιχτά στη γροθιά της και το πέταξε στη φωτιά. Αν αστοχούσε, ήταν χαμένη. Η εστία που μαγείρευαν το μαντζούνι τους οι μάγοι, όμως, ήταν αστείος στόχος γι' αυτήν. Και το πολύτιμο αντικείμενο που είχε προετοιμάσει από μέρες, αμέσως άπλωσε τη δική του μαγεία, πολύ πιο παλιά και δυνατή από αυτών. Ήταν ένα κομματάκι από το νύχι του Κχεκ, βαρύ σαν πέτρα. Η Κασσάνδρα το είχε τυλίξει με μια παχιά στρώση ξερό ονειρόχορτο, που είχε φροντίσει να πάρει μαζί της φεύγοντας από εκείνο το δάσος. Πανικός εξαπλώθηκε στη σπηλιά, ταυτόχρονα με τον καπνό του φονικού ονειρόχορτου, ενδυναμωμένου από το νύχι του δράκου. Οι μάγοι πάγωσαν για μια στιγμή. Η Κασσάνδρα κάτι ψιθύρισε, χαμογελώντας σκληρά. Μόλις πέρασε η στιγμή, όλοι άρχισαν να βήχουν. Όλοι, εκτός απ' αυτήν. Θα τους έπαιρνε λίγη ώρα, ήξερε ότι θα ήταν δύσκολος θάνατος, αλλά κάποιοι έπεσαν κιόλας ανάσκελα, ανοίγοντας κάτι πελώρια στόματα ενώ προσπαθούσαν να αναπνεύσουν. Δεν είχαν όλοι την ίδια αντοχή στα δηλητήρια. Πρώτοι θα πέθαιναν οι πιο μικρόσωμοι. Απομακρύνθηκε λίγο από τη φωτιά και μάζεψε από κάτω ένα δίκοπο μαχαίρι. Ήταν του μάγου που αποπειράθηκε να τη σταματήσει, και που τώρα ξεψυχούσε με ρόγχους. Της φάνηκε καλό μαχαίρι, και το έβαλε στη ζώνη της. Μίλησε απαλά, σαν να τους έλεγε μια ιστορία. Δεν την ενοχλούσαν οι φωνές θανάτου γύρω της, ο θάνατος ήταν κάτι φυσικό. Ήταν ένα μέρος, το είχε δει, ένα μέρος βαθιά μέσα της, όπου είχε πάει και είχε ξαναγυρίσει. Το ονειρόχορτο μπορεί να μην τη σκότωνε, αλλά την επηρέαζε, με τρόπο μοναδικό. “Η μαγεία των Νάγκας, όπως τη λέτε, δεν είναι δική τους, όπως δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο. Είναι δανεική, όπως είναι και κάθε άλλη, εσείς θα έπρεπε να το ξέρετε καλύτερα. Αυτή που κουβαλάω πάνω μου, δεν μπορείτε να την πάρετε για δική σας, γιατί δεν σας δόθηκε.” Κανείς δεν της απάντησε. Πλησίασε τον Ρίζμπα και γονάτισε δίπλα του. Ήταν γυρισμένος στο πλάι, και από το στόμα του έτρεχε χολή. “Θανάσιμα δηλητήρια; Άλλαξες, Κασσάνδρα”, είπε πνιχτά, και έβηξε. “Ήθελες να μάθεις με τι σκότωσα τον αλχημιστή, περίεργε.” “Πώς ήξερες;” Έβηξε πάλι, η αναπνοή του έβγαινε σφυριχτή. “Πώς ήξερες ότι ήταν παγίδα;” “Α, δεν το ανάφερα, ε;”, είπε εκείνη. “Θα πρέπει να το ξέχασα. Κι εσύ δεν ρώτησες όμως.” Έβαλε τα χέρια της στο λαιμό του. “Όπως ήξερα ότι έχεις το πετράδι,”, είπε σιγανά. “Κι ότι δεν το είχες στο σπίτι, ούτε πάνω σου, φυσικά, γιατί είσαι πιο έξυπνος από τον Άρναχ, έτσι;” Ξεκούμπωσε το γιακά του, γιατί ήταν πολύ ψηλός και την εμπόδιζε. “Περίμενες αυτή τη μέρα για να το ξεθάψεις από όποια κρύπτη το είχες χώσει. Πώς τα ήξερα όλα αυτά; Χμ...” Βρήκε την αλυσίδα που έψαχνε, την πέρασε πάνω από το κεφάλι του και την πήρε. “Είμαι μάντισσα, παλιόφιλε.” Ο μάγος ανέπνεε ακόμα. Όσο είχε ερωτήσεις θα ανέπνεε, τον ήξερε καλά. “Τι- Τι είπες... πριν. Όταν... Κάτι μουρμούρισες.” “Ευχαριστώ. Είπα ευχαριστώ.” “Μα οι δράκοι... δεν υπάρχουν πια.” “Αντίο, Ρίζμπα.” Η κλέφτρα φόρεσε την αλυσίδα με το Μαύρο Πετράδι στο λαιμό της και κίνησε να φύγει από τη σπηλιά. Είχε σκοτώσει δεκαπέντε ανθρώπους σε αυτή την πόλη, και το πιο προφανές μέρος για να κρυφτεί κανείς ήταν πια επικίνδυνο. 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 16, 2015 Share Posted September 16, 2015 Καλησέρα! Την ιστορία αυτή ήθελα να τη σχολιάσω εδώ και αρκετόν καιρό. Τα σχόλιά μου προκύπτουν όπως διάβαζα, εξ' ου και η αρίθμηση. Το σχόλιο οφείλεται στην άγνοιά μου: όταν λέμε βαριά-βαριά εννοούμε το λιγότερο, ή το πολύ-πολύ; αισθάνοντας: δεν είναι σωστότερο αισθανόμενος; Δηλαδή, νιώθοντας; Αλλά το αισθάνομαι είναι παθητικό ρήμα, άρα η μετοχή του πρέπει να είναι παθητική μετοχή. Ένα αίσθημα που έχω, αόριστο, η λεπτομέρεια της λεπτομέρειας: ο πεταλωτής ακροβατεί από τον λαϊκό που εντυπωσιάζεται, στον εξυπνότερο από τους άλλους κουρελήδες, μετά πάλι στον εντυπωσιασμένο, μετά σ’ αυτόν που δεν αρκείται σε αοριστίες. Κάτι περιμένω να συμβεί με αυτόν τον πεταλωτή, κάποιο μυστικό περιμένω να κρύβει. Αλλά πάλι, είπαμε, η λεπτομέρεια της λεπτομέρειας. κατέβασε το χέρι, απόφαση που τον έκανε αδιαμφισβήτητα ισχυρό. Απλώς δεν κατάλαβα γιατί αυτό τον έκανε ισχυρό. Γιατί έδειχνε ότι δεν φοβόταν, ώστε να κάνει επιθετικό ιδεόγραμμα; Μου φάνηκε ότι την τεχνική με τις ενωμένες παλάμες την κάνει μόνο όταν κάτι πραγματικά του φαίνεται ανυπόφορο. Αλλά έχω την αίσθηση ότι μάλλον την συμπαθεί την ηρωίδα. Κακή υγεία, με τα χέρια στο λαιμό, χλομό το κόβω. Δεν καίγεται ο κόσμος, κλέφτρα, μόνο εσύ. Εξαιρετική φράση. πολλή καλή, να γίνει: πολύ καλή. Αλλά εσύ δεν λερώνεσαι ποτέ με αίμα. Δηλαδή δεν έχει ξανασκοτώσει; Τότε ποια τεχνική της αναγνώρισε αυτός; Α, μου αρέσει η ιστορία. Αναρωτιέμαι αν μπορούσε να τον εξαναγκάσει να της βγάλει τη σφραγίδα. Εννοώ, σίγουρα είχε κι αυτή τις ικανότητές της, το αποδεικνύει το πώς τον σκότωσε. Ο φέροντας. Νομίζω ο φέρων είναι σωστότερο. Ονομαστική. Λοιπόν, έπρεπε να τον δει νωρίτερα τον Ρίζμπα. Εφόσον μάλιστα το σκεφτόταν 12 χρόνια. Δηλαδή σκότωσε κάποιον για να τον εκδικηθεί, σύμφωνοι, και ελπίζοντας, ή έστω, έχοντας τη βεβαιότητα, ότι είχε κάτι που θα έλυνε το βάσανό της. Μα έπρεπε να το ψάξει λίγο καλύτερα πριν τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να ανακρίνει τον αλχημιστή; Ακόμη και αν φοβόταν ότι θα την έλεγχε με τη σφραγίδα που της είχε κάνει το ραβδί του. Δείχνει σαν καν να μην το σκέφτηκε. Μπορεί δηλαδή να ρωτούσε ο Ρίζμπα, καλά, δεν σκέφτηκες να ρωτήσεις, να γίνεις λίγο ζόρικη; Και να του απαντήσει ότι, αν τον πλησίαζα, αν έριχνε τα μάτια του πάνω μου, π.χ., θα κινητοποιούσε μέσω της σφραγίδας μεγάλο πόνο/ βασανιστήρια/ αρρώστια/ θάνατο/ ξέρω-γώ. Δηλαδή, εδώ παίζει ο αλχημιστής να είναι ο μόνος που θα μπορούσε να λύσει τη σφραγίδα. Πολύ παρορμητικό μου φάνηκε. Ιδίως όταν το σκεφτόταν 12 χρόνια. Μου αρέσει τρελά που βρίζουνε. Ναι. Δεν μπορώ το comme il faut στο φάντασυ. Τη μη μου άπτου δασκαλίστικη φρασεολογία λες και απευθύνεται σε νιάνιαρα. Γουστάρω τρελά. Χώσε κι άλλα. Της έδειξε το θησαυρό του. ΟΚ αλλά αυτό ήταν 12 χρόνια πριν. Πολλά θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει. Έπρεπε ξαναλέω να το ερευνήσει λίγο. Αν ήθελα να μειώσω τον πόνο της θα έσβηνα τα κεριά με ένα φύσημα και όχι με μία λέξη. Θα μου πεις, έτσι κι αλλιώς είχε ξετιναχτεί η δόλια. Το Νύχι ήταν αυτό που την είχε στείλει ο Αρνάχ να βρει; Καλά, αν του το έδινε, δεν θα την απάλλασσε από την σφραγίδα; Γιατί να μην το προτιμήσει αυτό; ΟΚ. Κάπως το τέλος ήθελε περισσότερη εξήγηση. Μάντισσα; Βέβαια, Κασσάνδρα γαρ. Στημένο όλο εις βάρος του Ρίζμπα. Ωραία πλοκή, ωραίοι χαρακτήρες, αλλά θέλει κάπως καλύτερο χτίσιμο. Κυρίως το μεγάλο κενό των 12 ετών με μπερδεύει. Πέρασα όμορφα διαβάζοντάς τη. Ειλικρινά! Και η ιδέα της είχε μία πολυπλοκότητα που γενικά χειρίστηκες καλά, παρά τις λεπτομέρειες. Συγχαρητήρια! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 19, 2015 Author Share Posted September 19, 2015 (edited) Ιρμάντα, σ' ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που αφιέρωσες στο Μαύρο Πετράδι μου. Είναι ένα διήγημα με προβλήματα που δεν θα λυθούν αν δεν στρωθώ να διορθώσω (ξαναγράψω) το πρώτο βιβλίο της κλέφτρας. Ήθελα να σου δώσω απαντήσεις, αλλά πραγματικά αυτό δεν γίνεται. Θα σου πω μόνο πως ο αλχημιστής δεν μπορεί πια να πάρει πίσω την κατάρα (η κλέφτρα θα έπρεπε να είναι νεκρή, αφού δεν του έφερε αυτό που ζήτησε μέσα σε δύο μήνες). Επίσης, ο Ρίζμπα αναγνώρισε τη μέθοδό της με τη σφεντόνα, επειδή παλιά έριχνε έτσι υπνωτικό (εντάξει, στην προκειμένη είναι φυσοκάλαμο λόγω των μικρών κενών στο παράθυρο. Το έχει ξανακάνει, εντάξει; ) Ποτέ δεν είχε σκοτώσει, όμως, ποτέ δεν έριχνε δηλητήριο με τις σφαίρες της σφεντόνας. Κάτι άλλο: "δεν λερώνει ποτέ τα χέρια της με αίμα" είναι μομφή, γιατί, ενώ δεν είχε σκοτώσει μέχρι τότε, γύρω της γινόταν συχνά ο κακός χαμός και η ίδια έβγαινε αλόβητη. Όλα αυτά δεν μπορούν να σταθούν μόνα τους, και το ξέρω. Στο δεύτερο (και τελευταίο! όχι, δεν θα είναι τριλογία) βιβλίο θα έχουν τη βάση τους. "Βαριά-βαριά" λέμε σαν "το πολύ". Κάτι γραμματικά λάθη πάντα μου ξεφεύγουν, ευχαριστώ για τις επισημάνσεις. Ο "πεταλωτής"... και βέβαια είναι έτσι. Ποιος μπορεί να υποκρίνεται άψογα, για πολλή ώρα; (Δεν κατάλαβες ποιος τον έστειλε; ) (Τελικά δεν αντιστάθηκα στο να εξηγήσω ένα-δυο πραγματάκια). Edited September 19, 2015 by Cassandra Gotha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.