ΔημήτρηςΤ Posted August 1, 2013 Share Posted August 1, 2013 Είδος: όχι ακριβώς τρόμου. πιο πολύ σκοτεινή φαντασία. Βία; ΝαιΣεξ; ΛίγοΑριθμός Λέξεων: 610Αυτοτελής; Μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς αλλά είναι συνέχεια της ιστορίας ΌνειροΣχόλια: Έβαλα σε spoiler την ιστορία που προηγείται αυτής. Ονειρεύομαι; Σίγουρα τ' αστέρια δείχνουν πιο φωτεινά απ' ότι συνήθως και τα χρώματα πιο έντονα. Όμως το έδαφος μοιάζει σταθερό κάτω απ' τα πόδια μου. Περπατώ σε απέραντες πεδιάδες, γεμάτες ψηλό πράσινο χορτάρι! Ούτε εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα. Τ' αστέρια στον ουρανό μοιάζουν σαν να χορεύουν και κάνουν το σώμα μου να μουδιάζει από δέος. Κι εγώ περπατώ! Τι γυρεύω εδώ; Η σκιά που πέφτει πίσω μου κάτω απ' το φως του φεγγαριού, φαντάζει βαριά. θα 'λεγε κανείς πως ετοιμάζεται να πάρει δικιά της μορφή!Περπατώ. Μια μελωδία φτάνει στ' αυτιά μου. Μια μονότονη μελαγχολική φωνή πλανιέται στον ουρανό και προέρχεται αναμφίβολα από γυναικεία στόματα. Τι να σημαίνουν άραγε τα λόγια που αρθρώνονται στα τραγούδια τους και φτάνουν ως εμένα; Τις βλέπω τώρα. Όρθιες στην μέση του πουθενά λικνίζουν συγκρατημένα τα κορμιά τους στον ρυθμό της ίδιας τους της μουσικής, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από ένα σκοτεινό όγκο. Μια μορφή. Mου φάνηκε ή ο άνεμος τραγουδάει συνοδεύοντας τις γυναικείες φωνές;Είμαι δίπλα τους ξαφνικά. Το σκοτάδι με εμποδίζει να τις δω καθαρά. Μπορώ μόνο να διακρίνω τα γυμνά κορμιά τους. Δεν υπήρχε περισσότερο φως προηγουμένως; Η μορφή στο έδαφος φαίνεται άψυχη. Μήπως πρόκειται για θυσία;<<Κανένας αληθινός θεός δεν χρειάζεται θυσίες>> ψιθυρίζει μια φωνή πίσω μου. Γυρίζω σαστισμένος αλλά χωρίς να νιώσω φόβο. Είναι ακόμη μια γυναίκα, όμως δε μοιάζει με τις υπόλοιπες. Φοράει έναν κόκκινο χιτώνα που φτάνει ως τους αστραγάλους της. Τα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους της και έχουν ακριβώς το ίδιο πορφυρό χρώμα. Έχω την έντονη εντύπωση πως δεν είναι η πρώτη φορά που την βλέπω.Η κόκκινη γυναίκα σηκώνει τα χέρια της και δείχνει την πεσμένη μορφή.<< Πήγαινε εκεί. Γι' αυτό ήρθες. Γι' αυτό τραγουδούν.>>Της γύρισα την πλάτη με δυσκολία. Το χαμόγελό της με τραβούσε και με καλούσε να την κοιτάξω. Κι όμως δεν είχα έρθει γι' αυτήν. Όχι ακόμα γι' αυτήν.Τώρα ο κύκλος των γυναικών άνοιγε σε ένα μοναδικό σημείο μπροστά μου. Προχώρησα μέχρι εκεί και πέρασα ανάμεσα στο πέρασμα που άφησαν. Απ' αυτό το σημείο διέκρινα καλύτερα την πεσμένη φιγούρα στο χορτάρι. Ήταν ένα σώμα. Ένα αντρικό σώμα πεσμένο ανάσκελα. Δεν ήταν νεκρό. Ανάσαινε αργά σε ένα βαθύ ύπνο. Περπάτησα προς το μέρος του και με κάθε μου βήμα ο άνεμος φυσούσε ολοένα και δυνατότερα. Δύσκολα άκουγα πια τις γυναικείες φωνές, που συνέχιζαν να τραγουδούν το θλιμμένο σκοπό τους. Σήκωσα τη μορφή στα χέρια μου και οι ριπές του αέρα σταμάτησαν ακαριαία. Ο άντρας στην αγκαλιά μου ξύπνησε και με κοίταξε στα μάτια. Γνώριμα μάτια. Και πλαισιωνόταν από εξίσου γνώριμα χαρακτηριστικά. Γιατί το πρόσωπο που αντίκριζα δεν ήταν άλλο από αυτό που βλέπω κάθε μέρα στον καθρέφτη. Ονειρεύομαι.Και τότε συνέβη μία τρομερή έκλυση ενέργειας από το σώμα που κείτονταν κάτω μου. Ο ουρανός πλημμύρισε φως και τα μάτια μου τυφλώθηκαν απ' τη λάμψη του. Ένιωσα τη μορφή στα πόδια μου να σηκώνεται και να φεύγει μακριά μου. Άρχισα να ξαναβλέπω. Το είδωλό μου (ή εγώ είμαι το είδωλο;) στεκόταν όρθιο αντίκρυ μου αλλά τώρα ήταν και κάτι άλλο, πεσμένο στα τέσσερα στο έδαφος. Ήμουν πράγματι εγώ μπροστά μου, αλλά εγώ δεν έχω γκρι τρίχωμα. Τα μάτια που κοιτούσα ήταν ακόμη τα δικά μου, αλλά το σώμα ήραν διαφορετικό. Κοιτούσα ένα λύκο.Το στόμα του ζώου άνοιξε φανερώνοντας τα δόντια του, μοιάζοντας να χαμογελά.<<Ποιόν δρόμο θα ακολουθήσεις, ταξιδευτή;>> ρώτησε ο λύκος.Και τη στιγμή εκείνη όλα χάθηκαν. Βρέθηκα να κοιτάζω το σκούρο ταβάνι του δωματίου μου. Ο λαιμός μου ήταν στεγνός. Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι μου και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Η σκιά που σερνόταν πίσω απ' το σώμα μου φάνταζε βαριά. Έτοιμη να πάρει μορφή. Γύρισα και κοίταξα. Ο λύκος χαμογέλασε.<<Θα ακολουθήσεις τον πιο μακρύ δρόμο, ταξιδευτή;>> ρώτησε.Ονειρεύομαι; Ο Λύκος και η Κόκκινη Γυναίκα Η κόκκινη γυναίκα ήρθε πάλι στο όνειρό μου. Αυτή την φορά μου μίλησε. Σπάνια μου μιλούσε. Την φωνή της την ήξερα από πάντα, αυτή την αίσθηση είχα. «Είσαι έτοιμος, λύκε;» με ρώτησε «Είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις;» Κάναμε έρωτα, εκεί στο χορτάρι. Στην ησυχία του απέραντου λιβαδιού. Ήταν τόσο όμορφη. Θα έκανα οτιδήποτε γι’ αυτήν. Είμαι αιώνια δικός της. Από πάντα και για πάντα. «Είμαι έτοιμος.» είπα. Μου χαμογέλασε. Χίλιοι κόσμοι κρύβονται πίσω απ’ το χαμόγελό της. Χίλιες ζωές. Κι άλλες τόσες στα κόκκινα μάτια της. «Το ξέρω.» μου απάντησε «Δεν υπάρχει γυρισμός. Είσαι δικός μου. Ήσουν πάντα δικός μου.» Ακούμπησε το χέρι της, την ψυχρή της παλάμη, στο μέτωπο μου και άρχισε να ψέλνει. Τα λόγια της δεν τα καταλάβαινα. Όπως ψιθύριζε ρυθμικά, το λιβάδι γύρω μου έλιωσε. Έγινε θάλασσα και ‘γω βυθίστηκα στα μαύρα νερά. Το χέρι της στο πρόσωπό μου με συνόδευε στο αργό μου ταξίδι στην άβυσσο. Κάποια στιγμή βρέθηκα στον πάτο. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, αλλά έβλεπα την γυναίκα. Την αγάπη μου. Λες και το φεγγάρι έστελνε το φως του εδώ κάτω, γι’ αυτήν και μόνο γι’ αυτήν. Με αγκάλιασε. Ήμουν ασφαλής. Με χάιδεψε και έγειρε το κεφάλι μου στον ώμο της. Φίλησε τον λαιμό μου. Τα υπέροχα χείλη της ακούμπησαν το δέρμα μου. Και μετά τα δόντια της μπήχτηκαν στην σάρκα μου. Ούρλιαξα από πόνο και η φωνή μου ξύπνησε τα ήρεμα νερά. Άγρια θαλάσσια ρεύματα με έσπρωξαν και με σήκωσαν στροβιλίζοντας και τους δυό μας στο πουθενά. Η γυναίκα είχε γαντζωθεί πάνω μου και ρουφούσε λαίμαργα. Καταβρόχθιζε την ζωή μου. Τα νερά μας πετούσαν από δω και από κει με απίστευτη ταχύτητα, μέχρι που μας εκτόξευσαν στον αέρα πάνω απ’ την επιφάνεια. Μας είχαν διώξει. Τα κύματα από κάτω μας μάνιαζαν και αστραπές έσχιζαν τον αέρα. Η γυναίκα με άφησε και εξαφανίστηκε. Πριν χαθεί είδα το πρόσωπό της. Το ματωμένο της χαμόγελο –το δικό μου αίμα πασαλειμμένο στα χείλη της - και τα αρπακτικά της μάτια, τα αρχαία. Ύστερα άρχισα να πέφτω στην αγριεμένη θάλασσα. Τα νερά θα με έπνιγαν. Δεν με αποδέχονταν το ήξερα αυτό. Θα πέθαινα. Όμως ενώ έπεφτα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τα κύματα σταμάτησαν να κινούνται. Πάγωσαν στην θέση τους σχηματίζοντας ψηλούς σωρούς νερού. Η θάλασσα δεν υπήρχε πια. Κάτω μου βρισκόταν το λιβάδι. Τα κύματα έγιναν λόφοι γεμάτοι πράσινο χορτάρι. Προσγειώθηκα στο έδαφος και έμεινα εκεί. Δεν πόνεσα, αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ένοιωθα τον ανοιχτό μου λαιμό ζεστό και υγρό. Αίμα έσταζε απ’ την ανοιχτή πληγή και έβαφε το χορτάρι κόκκινο. Μούδιασα και άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Μέσα μου κάτι συνέβαινε. Κάτι με έκανε να πονάω. Τα κόκαλά μου έσπαζαν σε διάφορα σημεία. Άκουγα τους ήχους και ούρλιαζα από πόνο. Οι μύες μου παλλόταν άγρια. Διαλυόμουν. Η κόκκινη γυναίκα στεκόταν δίπλα μου και με κοιτούσε ήρεμη. Μου μιλούσε αλλά τα λόγια της χανόταν απ’ τις κραυγές μου. Με χάιδευε. Και ‘γω ούρλιαζα ασταμάτητα. «Δεν υπάρχει γυρισμός.» είπε η γυναίκα και άρχισε να γελάει. Ύστερα ξύπνησα. Ξύπνησα για πρώτη φορά στην ζωή μου. Γεννήθηκα. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Δεν θυμάμαι. Δεν έχει σημασία. Είμαι δικός της αιώνια. Είμαι εραστής και υπηρέτης της. Το καμάρι της. Νοιώθω όμορφα. Νοιώθω δυνατός. Η φύση μου μιλάει. Το φεγγάρι μου μιλάει. Η γυναίκα μου μιλάει. Τραγουδάνε σκοπούς της νύχτας και του χάους, συγκινητικούς και αποτρόπαιους. Κάθε βράδυ, για πάντα. Είμαι κυνηγός. Είμαι Λύκος. Και περπατώ τον πιο μακρύ δρόμο. Κάποτε ήμουν άνθρωπος. Τώρα οι άνθρωποι με τρέμουν. Με κυνηγάνε με σίδερο και φωτιά και όπλα. Και ‘γω σβήνω την δίψα μου με το αίμα τους. Τρέφομαι τις σάρκες τους. Κάθε νύχτα. Είμαι δυνατότερος απ’ αυτούς. Είμαι ο Λύκος. Και είμαι δικός της για πάντα. Όνειρο.doc Ο Λύκος και η Κόκκινη Γυναίκα.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.